ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 8 H Κάθοδος του Κυρίου είς τον Άδην

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

8 H Κάθοδος του Κυρίου είς τον Άδην




8  Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ

 

Ή νίκη έπεκτείνεται και εις τόν Αδην


Ο θρίαμβος τοΰ Θεανθρώπου κατά τοϋ θανάτου καί τοΰ Άδου άρχιζεν άκριβώς άπό έκεϊ, όπου οΐ έχθροί του ένόμισαν οτι τόν ένίκησαν καί τόν έξηφάνισαν άπό τό πρόσωπον τής γης. Τά όργανα τού άνθρωποκτόνου «ήσφαλίσαντο τόν τάφον» τοϋ 'Ιησού «σφραγίσαντες τόν λίθον μετά τής κουστωδίας» (Ματθ. κζ' 66). Άλλ' άπό τήν ώραν έκείνην ή νίκη, τήν όποιαν έκέρδισεν ό Κύριος έπάνω είςτόν Σταυρόν, θά έπεξετείνετο καί εις τόν Αδην. Εις τήν ’Ορθόδοξον Εκκλησίαν ή Μ. Παρασκευή είναι, ώς γνωστόν, ήμέρα πένθους. Ημέρα εύλαβοϋς σιωπής. Ό Χριστός παραμένει εις τό μνήμα. Διά τούτο ή Εκκλησία δέν τελεί τήν ήμέραν αύτήν τήν Θ. Εύχαριστίαν. Άλλ’ άπό τό έσπέρας τής Μ. Παρασκευής, άρχίζει πλέον τό εύλογημένον Σάββατον, κατά τήν φράσιν τοΰ άγιου Αμβροσίου. Ή «τό ύπερεύλογημένον Σάββατον, έν ώ Χριστός άφυπνώσας, άναστήσεται τριήμερος»  δηλαδή τό Σάββατον, τό όποιον έχει εύλογηθή περισσότερον άπό όλα τά άλλα ήμέρα πραγματικής καί μεγάλης έορτής. Διότι τήν ήμέραν τής Κυριακής ό Χριστός, άφοΰ έκοιμήθη τόν ύπνον τού θανάτου, θά άναστηθή, όταν θά έχουν συμπληρωθή οί τρεις ήμέρες, πού θά μείνη εις τόν τάφον.

Ή άμαρτία ύπήρξεν, όπως είπαμεν, ή μητέρα καί ή τροφός τοϋ θανάτου . Έάν λοιπόν εύρίσκετο κάποιος τελείως άναμάρτητος, ό θάνατος δέν θά ήμποροϋσε νά τόν κρατήση δέσμιον. Τοιουτοτρόπως ή δύναμις πού ύπήρχεν εις τήν άμαρτίαν θά έξηφανίζετο. Αύτό άκριβώς έπετεύχθη διά τοϋ κατά πάντα άγνοΰ, άμώμου καί άγιου Σωτήρος Χριστοΰ. Ό Κύριος ήμών, ό όποίος «άμαρτίαν ούκ έποίησεν, ουδέ εύρέθη δόλος έν τω στομάχι αυτού» (Α' Πέτρ. β' 22)· ό Κύριος, τοϋ όποιου ή φύσις ήταν πανάσπιλος καί πάλλευκος καί δέν είχε καμμίαν σχέσιν μέ τήν άμαρτίαν, διέλυσε τόν δεσμόν άμαρτίας θανάτου καί άπέδειξε τόν άνθρωπον, ό όποίος ένικήθη άπό τήν άμαρτίαν καί παρεδόθη είς τόν θάνατον, νικητήν καί θριαμβευτήν.
Όταν ό Κύριος έδέχετο μέ τήν θέλησίν του τόν άτιμωτικόν θάνατον τοϋ Σταυρού, τόν έδέχετο καί ώς ένδοξος καταλυτής τοϋ θανάτου. Έβάδιζε προς τόν Γολγοθάν «βαστάζων τόν σταυρόν (ώς) τρόπαιον κατά τής τού θανάτου τυραννίδος»· καί όπως άκριβώς οΐ νικηταί, έτσι καί αύτός έφερεν έπάνω εις τούς ώμους του τό σύμβολον τής νίκης, τόν Σταυρόν . Έδέχετο νά σταυρωθή, ώστε μέ τόν θάνατόν του νά καταστήση άνίσχυρον έκεϊνον, πού είχε τήν δύναμιν καί τό κράτος τοϋ θανάτου, δηλαδή τόν διάβολον (Έβρ. β' 14). Ό Χριστός, λέγει ό άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειάς, άνεδέχθη τόν θάνατον κατ' οικονομίαν, διά νά καταλύση «του θανάτου τό κράτος» .

Άπέθανεν ό Κύριος καί ή παναγία ψυχή του έχωρίσθη άπό τό πανάχραντον Σώμα του καί κατέβη είς τόν Αδην. Τό νεκρόν σώμα παρελήφθη άπό τόν Ιωσήφ, σεβαστόν καί έπίσημον μέλος τοϋ Ιουδαϊκού συνεδρίου (Μάρκ. ιε' 43’ Ίωάν. ιθ' 39), καί τόν Νικόδημον καί ένεταφιάσθη είς τόν «καινόν» (=καινούργιον) τάφον. Άλλ' άπό τήν στιγμήν έκείνην άρχισε νά συντελήται τό μυστήριον τής άναστάσεώς μας. Διότι τό Κυριάκόν σώμα θά καταλύση τούς νόμους τής φθοράς καί θά άποδείξη τόν θάνατον άνίσχυρον.
Ή θεόσωμος ταφή τοϋ Κυρίου άποτελεΐ γεγονός, διά τό όποιον καταπλήσσονται τό άγγελικά τάγματα. Τοϋτο τό άρρητον μυστήριον προσπαθεί νά έκφράση καί ό Ιερός ύμνογράφος μέ τόν μεγαλοπρεπή ϋμνον: «Έξέστησαν χοροί, των Αγγέλων όρωντες, τόν έν τοΐς τοϋ Πατρός καθεζόμενον κόλποις, πώς: τάφρο κατατίθεται, ώς νεκρός ό αθάνατος...» . Τά άγγελικά τάγματα έξεπλάγησαν, όταν είδαν τόν Χριστόν, ό όποίος ώς άπειρος Λόγος κάθεται εις τούς κόλπους τοϋ άνάρχου (Ιατρός του, νά ένταφιάζεται όπως ένας νεκρός, Αύτός πού είναι άθάνατος Αύτός, τόν Όποιον περικυκλώνουν τά τάγματα τών άγγέλων καί μαζί μέ τούς νεκρούς, πού εύρίσκονται είς τόν άδην, καί οι όποιοι σκιρτούν διά τήν έλευθερίαν, πού θά λάβουν, τόν δοξολογούν καί τόν μεγαλύνουν ώς Δημιουργόν καί Κύριον όλοκλήρου τοϋ κόσμου, όρατοϋ καί άοράτου.
Φυσικώς έπρεπε τό σώμα τού Κυρίου, μετό τόν χωρισμόν τής ψυχής, ν' άρχίση νά άποσυντίθεται καί νά διαλύεται. Έν τούτοις έμεινεν άπολύτως άνέπαφον καί άφθαρτον. "Εμεινε παντελώς άβλαβές, όπως άκριβώς τό έπροφήτευσεν ό Ψάλτης τής Π. Διαθήκης καί τό έβεβαίωσαν άργότερα οι πρωτοκορυφαϊοι τών άποστόλων Πέτρος καί Παύλος: «Ούκ έγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εις α δην, ουδέ δώσεις τόν όσιόν σου ίδεϊν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε' 10- πρβλ. Πράξ. β' 31 · ιγ' 35-37). Δέν ήταν δυνατόν νά γίνη διαφορετικά. Διότι «τό άχραντον σώμα τοϋ Κυρίου ήτο έλεύθερον άπό τόν θάνατον, είς τόν όποιον λόγω τής άμαρτίας καί τής παρακοής ύπεβλήθη ή πρωτόκτιστος άνθρωπίνη φύσις». Ό θάνατος τού Κυρίου ήταν μέν πραγματικός, άλλ' ήταν «μάλλον ύπνος»   . Διά τούτο ψάλλομεν: «Σαρκί ύπνώσας ώς θνητός, ό Βασιλεύς και Κύριος, τριήμερος έξανέστης»: Σύ ό Βασιλεύς καί Κύριός μας, άφοΰ έκοιμήθης τόν ύπνον τού θανάτου κατά τήν άνθρωπίνην φύσιν, ώσάν θνητός, άνέστης άπό τόν τάφον μετά τρεις ήμερες. Ή κατά τήν ώραίαν έκφρασιν τού παναοιδίμου μελωδοΰ άγιου Ίωάννου τού Δαμασκηνού, «τότε ύπνος ό τών ανθρώπων θάνατος άπεδεικνύετο» .
Τό πανάσπιλον καί πανάγιον σώμα τού Κυρίου δέν εϊδε διαφθοράν, δέν ήταν δυνατόν νά ϊδη, καί παρέμεινεν όλοσχερώς άφθαρτον, διότι, οπως θά εϊπωμεν είς τήν συνέχειαν άναλυτικώτερα, ήταν ένωμένον μέ τήν θεότητα. Άπέθανε, λέγει ό Μ. ’Αθανάσιος, διά νά λυτρώση όλους, «άλλ’ ούκ είδε διαφθοράν όλόκληρον yap άνέστη», έπειδή δέν ήταν σώμα ένός συνηθισμένου άνθρώπου, άλλά σώμα αύτής τής ζωής. Ό Χριστός ώς αύτοζωή δέν ύπέκειτο είς τόνθάνατον . Τήν ιδίαν σωτήριον άλήθειαν τονίζει καί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, όταν γράφη ότι ό Θεάνθρωπος «διά τοΰ θανάτου εστησεν (έσταμάτησε, άνεχαίτισε) τής φθοράς τήν ένέργειαν και τούτο έστιν ή τοΰ θανάτου κατάλυσις, το άνενέργητον γενέσθαι τήν φθοράν». Διότι «έν τή ζωοποιώ φύσει» τού Χριστού έξηφανίσθη ή φθορά. Καί καταλήγει: Τοιουτοτρόπως ό Κύριος «και έν τω θανάτω γίνεται (=και άποθνήσκει) και υπό τοΰ θανάτου οΰ κυριεύεται . Διά νά προσθέση ό άδελφός του Μ. Βασίλειος: Ό θάνατος έξηφανίσθη όλότελα καί κατενικήθη «ύπό τής θεότητος».
"Οτι ή φθορά δέν άγγισε καθόλου τό πανάγιον Σώμα τού Σωτήρος Χριστού, τό ψάλλει μέ ώραιοτάτους ύμνους ή άγία μας Εκκλησία:
«Ταϊς Μυροφόροις γυναιξί παρά τό μνήμα έπιστάς ό άγγελος έβόα Τά μύρα τοϊς θνητοΐς ύπάρχει άρμόδια, Χριστός δέ διαφθοράς έδείχθη άλλότριος»   . Δηλαδή: Ό άγγελος, άφού κατέβη καί έστάθη κοντά εις τόν κενόν τάφον, έλεγε μέ μεγάλην φωνήν είς τις Μυροφόρους γυναίκες· τά μύρα, πού έφέρατε, χρειάζονται διά νά άλείφουν τά νεκρά σώματα των θνητών άνθρώπων. Ό Χριστός όμως άπεδείχθη ξένος τής φθοράς, πού προξενεί ό θάνατος. Ένα τροπάριον τοΰ Κανόνος τοΰ Μ. Σαββάτου λέγει: ΤΩ Κύριε, διά τοΰ θανάτου σου μεταβάλλεις τήν θνητότητά μας είς άθανασίαν. Διότι κατά τρόπον, πού άρμόζει μόνον είς τόν Θεόν, καθιστάς τό φθαρτόν άνθρώπινον γένος δφθαρτον, μέ τό νά δώσης άθανασίαν είς τήν σάρκα, τήν όποιαν προσέλαβεν ή θεία φύσις σου. Διότι, Δέσποτα Κύριε, τό πανάγιον Σώμα σου ύπέστη μέν τόν χωρισμόν καί τήν διάστασιν άπό τήν ψυχήν δέν ύπέστη ομως διάλυσιν καί άφανισμόν. Ή δέ πανάχραντος ψυχή σου, άφοΰ κατέβη είς τόν Αδην, δέν εμεινεν είς αύτόν, όπως οί ψυχές όλων τών άλλων άνθρώπων. Έφ’ όσον ούτε ή ψυχή σου έγκατελείφθη είς τόν Αδην ούτε τό σώμα σου είδε διαφθοράν, άλλά άφοΰ ένώθησαν καί τά δύο άνεστήθησαν, «άρα άπαθανατίσθη τό πρόσλημμα τής σής άνθρωπότητος- άρα καί ό Αδάμ καί όλη ή άνθρωπίνη φύσις συναπαθανατίσθη». Τό ίδιον όμολογοΰμεν καί είς άλλον ύμνον «τάφω δέ διαφθοράν οΰκ οίδε τό άγιον σώμα του Λυτρωτοϋ των ψυχών ήμών» .
Άλλα εις την συνέχειαν μελετώμεν βαθύτερον την έλπιδοφόρον καί σωτήριον αιιτήν αλήθειαν.

Κάθοδος του Χριστού είς τον Αδην

Ή διδασκαλία τής 'Ορθοδόξου ‘Εκκλησίας μας διά τήν σωστικήν άλήθειαν περί τής καθόδου τοϋ Κυρίου είςτόν Αδην στηρίζεται κυρίως είς δύο κλασσικά χωρία τής θεοπνεύστου Καινής Διαθήκης. Ανήκουν καί τά δύο είς τον πρωτοκορυφαΐον άπόστολον Πέτρον.
Ό θείος άπόστολος Πέτρος είς τήν όμιλίαν του, ευθύς μετά τήν έπιφοίτησιν τοϋ 'Αγίου Πνεύματος, έτόνισεν ότι ό Κύριος δέν ήταν δυνατόν νά κρατήται άπό τον θάνατον. Άφοΰ έπήρεν άφορμήν άπό τόν στίχον τοϋ Ψαλμωδοΰ «οΰκ εγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εις αδην, ουδέ δώσεις τόν δσιόν σου ίδεϊν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιε' 10), έδίδαξεν ότι ό λόγος αύτός τοϋ Δαβίδ άναφέρεται είς τόν Ίησοΰν. Διότι ό Ιησούς είναι έκείνος, ό όποίος κατέβη διά τής ψυχής του είς τόν Άδην, χωρίς όμως ούτε ή ψυχή του νά καταλειφθή είς τά ταμεία τοϋ Άδου, ούτε τό πανάσπιλον σώμα του νά ύποστή φθοράν (Πράξ. β' 24, 27¬31). Είς άλλο χωρίον ό ίδιος Απόστολος διδάσκει ότι ό Κύριος διά τοϋ σταυρικού του θανάτου έσωσε όλους τούς άνθρώπους καί ζώντας καί νεκρούς. Τήν κάθοδον δέ τοϋ Κυρίου είς τόν Άδην τήν θεωρεί ώς κάτι τό γνωστόν είς τούς άναγνώστας τής έπιστολής του· ώς άλήθειαν, τήν όποιαν έπίστευαν καί ώμολογοϋσαν όλοι. Διά τούτο σημειώνει μόνον ότι ό Χριστός «θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δέ πνεύματι», με τήν ψυχήν γεμάτην άπό ζωοποιόν δύναμιν άνεξάντλητον έπορεύθη, εύθύς μετά τόν θάνατόν του, είς τις ψυχές, οι όποιες έκρατοΰντο είς τήν φυλακήν τοϋ Άδου, καί έκήρυξεν είς αύ τές τό εύαγγέλιον τής σωτηρίας (Α' Πέτρ. γ' 18-20).

Καί είς άλλο σημεϊον τής ιδίας 'Επιστολής του ό θεοκίνητος 'Απόστολος έπαναλαμβάνει καί συμπληρώνει τήν άνωτέρω άλή θειαν. Άναφερόμενος είς τήν μέλλουσαν κρίσιν καί τόν λόγον, πού θά δώσωμεν όλοι κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν ένώπιον τοϋ φοβερού βήματος τοϋ Κριτοϋ προσθέτει: Δι αύτό άκριβώς έκηρύχθη τό Εύαγγέλιον είς τούς νεκρούς, οί όποιοι άπέθαναν καί έκρατοϋντο είς τόν Αδην πριν έλθη ό Χριστός. Οί νεκροί έκεΐνοι κατεκρίθησαν καί έτιμωρήθησαν συμφώνως προς όσα συμβαίνουν μεταξύ τών άν θρώπων, διά τοϋ θανάτου, ό όποίος έπήλθεν είς τό θνητόν σώμα των ώς τιμωρία τών άμαρτιών των. Τώρα όμως μετά τό κήρυγμα, τό όποιον ακόυσαν άπό τόν Χριστόν, έφ' όσον έπίστευσαν είςτό Εύαγγέλιον πού τούς έκήρυξε, ζοϋν τήν ζωήν τοϋ Θεού κατά τήν ψυχήν, ή όποια έζωοποιήθη άπό τήν ύπερφυσικήν ζωήν τοϋ Θεοΰ (Α' Πέτρ. δ' 6).
Επίσης ό άπόστολος Π α ΰ λ ο ς λέγει ότι ό Χριστός, «όν ό Θεός ήγειρεν» έκ νεκρών, «ούκ είδε διαφθοράν» (Πράξ. ιγ' 36-37) καί ότι «κατέβη είς τά κατώτερα μέρη τής γης» (Έφέσ. δ' 9-10). Αύτό τό «κατέβη», όπως δέχονται όρκετοί έρμηνευταί, άναφέρεται είς τήν κάθοδον τοϋ Κυρίου είς τόν Αδην, ό όποίος χαρακτηρίζεται ώς «τά κατώτερα μέρη τής γής». Άλλοΰ όμως ό θείος Παϋλος γίνεται σαφέστερος, όταν διδάσκη ότι «είς τοϋτο Χριστός καί άπέθανε καί άνέστη καί έζησεν, Γνα καί νεκρών καί ζώντων κυριεόση» (Ρωμ. ιδ' 9). Ό Χριστός καί άπέθανε καί άνέστη καί έλαβε πάλιν ώς άνθρωπος τήν ζωήν δι' αύτόν άκριβώς τόν σκοπόν: Διά νά γίνη Κύριος καί τών νεκρών καί τών ζωντανών. "Αλλοτε πάλιν ό ίδιος ό Απόστολος έπαναλαμβάνει τόν θριαμβευτικόν λόγον τού Προφήτου, ότι ό θάνατος έξηφανίσθη έντελώς (πρβλ. Ήσ. κε' 8), ώστε νά λέγωμεν, όπως καί ό Ώσηέ (Ώσ. ιγ' 14), «ποΰ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποϋ σου, αδη, τό νίκος;» (Α' Κορ. ιε' 55-57): Ποϋ είναι λοιπόν, θάνατε, ή άμαρτία, τό πικρόν κεντρί σου, μέ τό όποιον έπλήγωνες καί έδηλητηρίαζες τόν άνθρωπον; Ποΰ είναι, "Αδη, ή μέχρι τώρα μεγάλη σου νίκη; Δέν έχει πλέον ό θάνατος κεντρί. "Ας άναπέμπεται λοιπόν εύχαριστία είς τόν Θεόν, ό όποίος μάς δίδει τήν νίκην κατά τοϋ θανάτου διά τοϋ Κυρίου ήμών Ίησοΰ Χριστού. Καί δέν έπαναλαμβάνομεν άπλώς τόν άποστολικόν αύτόν λόγον, άλλά καί τόν έχομεν συμπεριλάβει είς τόν Κατηχητικόν λόγον τοϋ Πάσχα  καί τόν έκάμαμεν θούριον καί παιάνα καί ιαχήν νίκης καί θριάμβου.
Αλλά καί ό άπόστολος Ιωάννης, ό θεατής άπορρήτων μυστηρίων καί ούρανίων όπτασιών, γράφει είς τήν Άποκάλυψιν: Άκουσα τόν παλαιόν τών ήμερων, δηλαδή τον Κύριον Ίησοϋν, νά μοϋ λέγη: Έγώ είμαι ό πρώτος , διότι ύπάρχω άϊδίως πρό πάντων τών αΙώνων, καί ό τελευταίος, διότι θά συνεχίζω νά ύπάρχω είς τούς αιώνας τών αίώνων, πάντοτε, ώς άτελεύτητος Θεός. Είμαι άκόμη έκεΐνος, πού ζή διαρκώς καί έχει τήν ζωήν άπό τόν έαυτόν του. Καί έγινα νεκρός, διότι άπέθανα διά τήν σωτηρίαν τών άνθρώπων. Καί νά παρά τόν σταυρικόν θάνατόν μου ζώ είς τούς αίώνας τών αίώνων. Καί έχω είς τά χέρια μου τά κλειδιά τού θανάτου καί τού "Αδου (Άποκ. α' 17¬1 8). 'Αλλά πότε ό Κύριος έλαβε καί κρατεί είς τά χέρια του τά κλειδιά αύτά; Πότε έγινεν ό Χριστός Κύριος τής ζωής καί τού θανάτου; Ασφαλώς όταν κατέβη, εύθύς μετά τόν θάνατόν του, είς τόν Αδην καί κατέλυσε τόν θάνατον, έλαβεν έξουσίαν έπΐ τού "Αδου καί τόν έσκύλευσε δηλαδή τόν άπεγύμνωσε καί έλαβε τήν πανοπλίαν του.

Έξ άλλου καί αύτός ό ίδιος ό Κύριος έπροφήτευσε τήν κάθοδόν του είς τόν Αδην καί τήν παρέβαλε μέ τήν τριήμερον παραμονήν τού προφήτου ’Ιωνά είς τήν κοιλίαν τού κήτους. Είπε: Καθώς τότε ό Ιωνάς ήταν μέσα είς τήν κοιλίαν τού θαλασσίου κήτους τρεις ήμέρες καί τρεϊς νύκτες, έτσι θά είναι καί ό υίός τού άνθρώπου μέσα είς τόν τάφον καί είς τά βάθη τής γής έπΐ τρία ήμερονύκτια (Ματθ. ιβ' 40). Καί πράγματι ό προφήτης Ιωνάς «τήν έν Αδου διατριβήν τοϋ Κυρίου προδιέγραψε» . Ό Ιωνάς ήταν «τύπος Χριστού τού μέλλοντος είς  Αδην καταβαίνειν» , οπως λέγει ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.
"Ηδη, οπως άνεφέραμεν άνωτέρω, άπό τούς χρόνους τής Παλαιάς Διαθήκης, ό Θεός άπεκάλυψε τήν μέλλουσαν κάθοδον τού Υιοϋ καί Λόγου είς τόν Αδην. Ό ψαλμωδός Δαυΐδ λέγει έξ όνόματος τοϋ Μεσαίου: Δέν θά έγκαταλείψης «τήν ψυχήν μου είς Αδην», ούτε θά έπιτρέψης ό άφωσιωμένος είς σέ νά δοκιμάση τήν φθοράν καί άποσύνθεσιν τοϋ τάφου, άλλά θά έξανθήση άπό τόν τάφον άδιάφθορος (Ψαλμ. ιε' 10). Βεβαιώνει δέ τήν νίκην τοϋ Σωτήρος κατά τοϋ θανάτου καί τοϋ "Αδου καί ψάλλει θριαμβευτικώς: «Συνέτριψε πύλας χαλκάς καί μοχλούς σίδηρους συνέθλασεν» (Ψαλμ. ρστ' 16). Έξ άλλου ό δίκαιος  Ί ώ β, δέκα έξι όλοκλήρους αίώνες πρό Χριστού, έκπληκτος ένώπιον τής θείας Παντοδυναμίας, ή όποια θά κόμη διά τοϋ Σωτήρος τήν έμφάνισίν της είς τόν Αδην, άναφωνεϊ: ’Ανοίγονται είς σέ άπό φόβον ο! άπαραβίαστες καί βαρειές πύλες τοϋ τόπου, είς τόν όποιον βασιλεύει ό θάνατος, ό όποίος κρατεί αιχμαλώτους τούς άποθαμένους· οι άτρόμητοι δέ θυρωροί τοϋ "Αδου, οταν σέ άντίκρυσαν, έπανικοβλήθησαν (Ίώβ λη' 17). Ό προφήτης Ώ σ η έ πάλιν, όκτακόσια περίπου χρόνια προ τής γεννήσεως τού Σωτήρος, έξ όνόματος τού Θεού προφητεύει: 'Εγώ θά σέ άπαλλάξω άπό τά χέρια τού "Αδου καί θά σέ λυτρώσω άπό τόν θάνατον. Καί τότε θά εϊπω θριαμβευτικώς· ώ θάνατε, ποϋ είναι ή καταδικαστική δύναμίς σου; 7Ω, "Αδη, πού είναι τό κεντρί σου; «που ή δίκη σου, θάνατε; ποϋτό κέντρον σου, άδη;» (Ώσηέ ιγ' 14).

Μετά τήν θείαν Ένανθρώπησιν καί τήν νίκην τού Κυρίου έναντίον τού θανάτου καί τού Άδου οΐ ιεροί έρμηνευταΐ τών ‘Αγίων Γραφών καί οΐ θείοι Πατέρες, μελετώντες βαθύτερον τά προφητικά αύτά χωρία καί άλλα παράλληλα, διατυπώνουν τήν βασικήν διδασκαλίαν τής Εκκλησίας μας μέ περισσοτέραν άκρίβειαν. Ό Κλήμης ό Άλεξανδρεύς π.χ. αφιερώνει ολόκληρον κεφάλαιον διά τήν άλήθειαν αυτήν . Ό Ωριγένης διδάσκει οτι ό Κύριος κατήλθεν είς τόν Άδην μέ ψυχήν άνθρωπίνην, άλλά «γυμνήν σώματος» καί έκήρυξε τό εύαγγέλιον τής σωτηρίας είς τις ψυχές, οί όποίες εύρίσκοντο είς τόν Αδην γυμναΐ σωμάτων . Ή ίδια άλήθεια τονίζεται άπό όλόκληρον τήν’Αποστολικήν Παράδοσιντής Εκκλησίας μας, όμολογείται άπό τούς κατηχουμένους κατά τό άγιον Βάπτισμα καί άποτελεϊ άναπόσπαστον μέρος τού Ιερού κηρύγματος καί τής θείας Λατρείας. Τούτο όμολογοϋμεν καί είς τήν θείαν Λειτουργίαν τού Μ. Βασιλείου. Ή εύχή τής άναφοράς, δηλαδή ή εύχή, τήν όποιαν άναπέμπει ό Ιερεύς τήν ώραν που ψάλλεται ό έπινίκιος ύμνος «"Αγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ...», λέγει μεταξύ άλλων: «Ό Χριστός, άφοΰ κατήλθε διά τού σταυρικού θανάτου είς τόν Αδην, διά νά γεμίση μέ τήν παρουσίαν του καί τις δωρεές του τά πάντα, έλυσε τις λύπες καί τούς πόνους, πού προξενεί ό θάνατος· καί άφοΰ άνεστήθη έκ νεκρών τήν τρίτην ήμέραν (...), έπειδή δέν ήταν δυνατόν νά κρατήται άπό τήν φθοράν τού θανάτου ό άρχηγός τής ζωής, έγινεν ώς άλλος πρώιμος καρπός άπαρχή τών κεκοιμημένων...».

Είναι έπίσης γνωστός είς όλους τούς πιστούς ό ώραϊος ύμνος πρός τήν Πανάμωμον Δέσποιναν, τόν όποιον ψάλλομεν πριν άπό τήν μεγάλην δοξολογίαν τού Όρθρου. Μέ αύτόν δοξάζομεν τήν Θεοχαρίτωτον Αγνήν, διότι, διά τού έξ αύτής σαρκωθέντος Λόγου, «ό "Αδης ήχμαλώτισται, ό Άδάμ άνακέκληται, ή κατάρα νενέκρωται, ή Εϋα ήλευθέρωται, ό θάνατος τεθανάτωται καί ήμεΐς έζωοποιήθημεν»; Ό “Αδης έχει αίχμαλωτισθή, ό Άδάμ έχει άνακληθή είς αίώνιον ζωήν καί σωτηρίαν, ή κατάρα πού έβάρυνε τούς άνθρώπους έχει νεκρωθή, ό θάνατος έχει θανατωθή καί έμεϊς άνεζωογονήθημεν είς νέαν άφθαρτον καί άτελεύτητον ζωήν.
Έπΐ πλέον ή ’Ορθόδοξος 'Εκκλησία έορτάζει είδικώς κατά τό Μέγα Σάββατοντό θριαμβευτικόν γεγονός τής καθόδου τού Σωτήρος Χριστού είς τόν Αδην. «Τό Μ. Σάββατο είναι σημαντικώτερο άπό τόν έσπερινό τού Πάσχα»   . Τό συναξάριον τής μεγάλης αύτής ήμέρας άποδίδει πιστώς τό μεγάλο μήνυμα τού «εΰλογημένου Σαββάτου». Λέγει τό συναξάριον: «Τώ άγιω καίμεγάλω Σαββάτω, τήν θεόψυχον ταφήν καί τήν είς Αδου κάθοδον του Κυρίου καί Σωτήρος ήμών Ίησοΰ Χριστού έορτάζομεν», διά των όποίων τό άνθρώπινον γένος έκλήθη άπό άφατον φιλανθρωπίαν τού Θεού νά έπανέλθη άπό τήν φθοράν εις τήν κατάστασιν, πού εύρίσκετο πριν άμαρτήση ό Αδάμ έπανήλθε καί ώδηγήθη πλέον είς τήν αίώνιον ζωήν. Καί ό Ιερός συντάκτης τού συναξαριού, ό όποίος πανηγυρίζει τό γεγονός τής θεοσώμου ταφής καί τής καθόδου τού Κυρίου είς τόν Αδην, προσθέτει: «Μάτην φυλάττεις τόν τάφον, κουστωδία· οϋ γάρ καθέξει τύμβος αύτοζωΐαν»: Μάταια καί άσκοπα φρουρείς τόν τάφον, ρωμαϊκή κουστωδία· διότι είναι άδύνατον νά συγκρατήση ό τάφος Αύτόν, ό όποίος εϊναι ό ίδιος ή ζωή καί ή πηγή τής ζωής. Έτσι λοιπόν «ό θάνατος έμηδενίσθη κραταιώς καί έζέλιπεν»

Γενικώς δέ ή υμνολογία τού Μ. Σαββάτου, ή όποια είναι άφθαστος είς δεξιοτεχνίαν καί άνυπέρβλητος είς λογοτεχνικήν φράσιν, καί συγκλονίζει τήν ψυχήν καί τήν καρδιάν των πιστών μέ τις θεοπρεπεΐς έκφράσεις καί τό βάθος της, είναι διάσπαρτος άπό τήν άλήθειαν αύτήν. «Σήμερον ό ’’Αδης στενών βοά», έπαναλαμβάνουν καί τά τρία στιχηρά 'Ιδιόμελα τροπάρια τού έσπερινοΰ τού Μ. Σαββάτου, τά όποια συνέθεσεν ό μέγας δογματικός τής 'Εκκλησίας μας άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Βοά καί όδύρεται ό "Αδης διότι «κατελύθη ή εξουσία» του’ διότι «κατεπόθη (=έξηφανίσθη όλότελα καί κατενικήθη) τό κράτος» του" διότι κατηργήθη καί πλέον δέν «ισχύει τό κράτος» του . Τήν ιδίαν ήμέραν άναγινώσκεται, έκτος τών άλλων, καί τό άνάγνωσμα τής ώραιοτάτης καί τόσον χαριτωμένης καί ζωντανής προφητείας τού ’Ιωνά. Διότι είς τήν προφητείαν αύτήν «προγράφεται σαφώς τό μυστήριον» τής καθόδου τού Κυρίου είς τόν Αδην. Ό προφήτης 'Ιωνάς «άπαθώς του κήτους καταδυόμενος, καί δίχα πάθους έκ τοϋ κήτους άναδυόμενος» προδιαγράφει, όκτακόσια περίπου χρόνια
πρό Χριστού, τήν μέλλουσαν «διατριβήν» (=διαμονήν) τού Κυρίου είς τόν Άδην . 'Επειδή δέ ή περιπέτεια τού Ιωνά θεωρείται ώς μία άπό τις πλέον σημαντικές προτυπώσεις τού θανάτου καί τής Άναστάσεως τού Κυρίου, άπετέλεσε καί άντικείμενον τής ύμνολογίας τής Κυριακής τού Πάσχα μέ τόν ύμνον: «Κατήλθες έν τοϊς κατωτάτοις τής γης, καί συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, και τριήμερος, ώς έκ κήτους ’Ιωνάς, έξανέστης του τάφου» : Κατέβης, Κύριέ μας, είς τά κατώτατα μέρη τής γής, είς τόν τάφον, διά νά κηρύξης τό σωτήριον κήρυγμά σου. Έκεΐ κάτω δέ ώς κραταιός καί παντοδύναμος βασιλεύς συνέτριψες τούς μοχλούς τού θανάτου καί τού Άδου, πού έκρατοϋσαν έπί αίώνες φυλακισμένες τις ψυχές έκείνων πού άπέθαναν. 'Ύστερα ομως άπό τρεις ήμέρες άνέστης άπό τόν τάφον, όπως καί ό 'Ιωνάς εϊχεν έξέλθει μετά τρεις ήμέρες άπό τήν κοιλίαν τού κήτους.
Δίδει δέ τόσην βαρύτητα ή 'Εκκλησία μας είς τήν σωστικήν άλήθειαν τής καθόδου τού Κυρίου είς τόν Άδην, ώστε είς μόνην τήν κατανυκτικήν άκολουθίαν τών σεπτών Παθών τής ‘Αγίας καί Μ . Παρασκευής τό γεγονός αύτό έξυμνεΐται περισσότερον άπό πενήντα φορές. Μελωδοϋμεν π.χ. «ή σάρξ σου διαφθοράν ούκ οϊδε, Δέσποτα, ουδέ ή ψυχή σου είς "Αδου ξενοπρεπώς έγκαταλέλειπται». «Συ', κραταιέ, τεθείς έν τάφω, ζωαρχική παλάμη τά του θανάτου κλείθρα διεσπάραξας, καί έκήρυξας τοϊς άπ’ αίώνος έκεΐ καθεύδουσι λάτρωσιν άψευδή». Είς άλλον ύμνον ψάλλομεν: Όταν Σύ, ό Λυτρωτής τού παντός, κατετέθης ύπέρ τής σωτηρίας όλου τού κόσμου είς τόν τάφον, «"Αδης ό παγγέλαστος ίδών σε» έτρομοκρατήθη· «οίμοχλοί συνετρίβησαν, έθλάσθησαν πάλαι, μνήματα ήνοίχθησαν, νεκροί άνίσταντο». "Αλλοτε δέ ψάλλομεν: «"Αδης, Λόγε, συναντήσας σοι έπικράνθη»· «Τέτρωται (έπληγώθη καί έκτυπήθη καιρίως) 

Αδης έν τή καρδία δεξάμενος» ώς νεκρόν Σέ, τόν Σωτήρα Κύριον..
Ή σωστική άλήθεια περί τής καθόδου τού Χριστού εις τόν Άδην τονίζεται καί είς τις έορτές τού χαρμοσύνου Πεντηκοσταρίου πάνω άπό διακόσιες φορές "Ετσι μελωδοϋμεν είς τόνον πανηγυρικόν: «Τοϊς έν "Αδη καταβάς, Χριστός, εΰηγγελίσθη»· ή «πάλας χαλκάς συνέτριψας καί μοχλούς συνέθλαψας, Χριστέ...». Τί δέ νά είπωμεν διά τούς ύμνους των Κυριακών και τών έ ο ρ τ ώ ν όλοκλήρου τοϋ έτους; ΕΙς αύτούς, κατά μίαν έκτίμησιν, γίνεται λόγος περί τής καθόδου τοϋ Κυρίου είς τόν Αδην, έκατόν πενήντα φορές καί πλέον, ένω πολλοί άπό τούς ύμνους τούτους ψάλλονται καί είς άλλες έορτές ή Ιερές άκολουθίες. Είς τό Άπολυτίκιον π.χ. τοΰ β' ήχου άναβοώμεν «δτε κατήλθες προς τόν θάνατον (...), τότε τον Αδην ένέκρωσας τη Αστραπή τής θεότητος». Είς έκεΐνο τοϋ γ' ήχου καλοΰμεν είς άνεκλάλητον εύφροσύνην έπίγεια καί ούράνια  «εύφραινέσθω τά ουράνια, άγαλλιάσθω τά έπίγεια»  διότι «ό Κύριος (...) έκ κοιλίας Αδου έρρύσατο ήμάς». Είς έκεΐνο δέ τοϋ πλ. β' ψάλλομεν: Κύριε, «έσκύλευσας τόν Αδην μη πειρασθείς ύπ’ αΰτοϋ»· άφήρεσες τήν πανοπλίαν τοϋ "Αδου καί τόν άπεγύμνωσες, χωρίς Σύ, ό παντοδύναμος Θεός, νά πάθης τίποτε άπό αύτόν.
Όχι μόνον ή ποίησις, ή ύμνογραφία, ή θεία Λατρεία καί οί εύχές, άλλά καί ή άγιογραφία τής ‘Ορθοδόξου Εκκλησίας, ή όποία έκφράζει μέ τις είκόνες της τήν διδασκαλίαν τής πίστεώς μας, όμιλεΐ πολύ παραστατικώς διά τήν άλήθειαν αύτήν. Τό ύλικόν της άντλεΐ κυρίως άπό τήν ‘Αγίαν Γραψήν, τήν έκκλησιαστικήν ύμνολογίαν καί διδασκαλίαν τών θεοφόρων Πατέρων, άλλά καί άπό ένα λόγον, ό όποίος άποδίδεται είς τόν άγιον Έπιφάνιον, ‘Αρχιεπίσκοπον Κύπρου     . Είναι δέ άξιον προσοχής ότι ή είκών, ή όποία παρουσιάζει τήν κάθοδον τοΰ Κυρίου είς τόν Αδην, θεωρείται άπό τήν ‘Ορθόδοξον άγιογραψίαν ώς «ή γνήσια είκών τής Άναστάσεως».

Είς τήν,βάσιν τής είκόνος αύτής μεταξύ άποτόμων βράχων άνοίγεται σκοτεινή άβυσσος. Ή χαίνουσα άβυσσος είναι «τά κατώτατα τής γής» ή «τά ταμεία τοϋ "Αδου», είς τά όποια κατήλθεν ό έλευθερωτής Χριστός, διά νά άναγγείλη τό εύαγγέλιον τής σωτηρίας (πρβλ. Α' Πέτρ. δ' 6) είς τούς «άπ' αίώνος έκεΐ καθεύδοντας». Ό Κύριος, όπως λέγει μία εύχή τής γονυκλισίας τής Αγίας Πεντηκοστής (ή όποία άντλεΐ τό περιεχόμενόν της άπό τήν Αγίαν Γραφήν), είναι έκεΐνος, ό όποίος διέρρηξε «θανάτου δεσμούς άλυτους και κλείθρα "Αδου». Είναι «ό είς "Αδου καταβάς και μοχλούς αιωνίους συντρίψας, καί τοϊς κάτω καθημένοις άνοδον ύποδείξας». Επάνω άπό τό σκοτεινόν σπήλαιον κίκονίζεται μέ λαμπρόν περιβολήν μέσα είς διαφανή, διακοπτομένην κυκλικήν «δόξαν», όμόκεντρον πρός τόν σταυροφόρον φωτοστέφανον του, ό νικητής Χριστός, «ό ζών (...), ό εχων τάς κλεΐς του θανάτου καί του αδου» (Άττοκ. α' 18). Ό φωτοστέφανος, τό ϊμάτιον τού Κυρίου, πού άκτινοβολεί, καί τά λάφυρα τής νίκης, τά όποια κρατεί, συμβολίζουν τόν θρίαμβόν του. Λάφυρα νίκης είναι ό Άδάμ καί ή Εϋα, τούς όποιους άνασύρει άπό τά βάθη τού "Αδου μέ βιαίαν κίνη σιν, ή όποια φανερώνει τήν έξουσίαν καί τήν παντοδυναμίαν του. Έπακόλουθον τής κινήσεως αύτής είναι τό Ισχυρώς άνεμιζόμενον ϊμάτιον τού θριαμβευτοϋ Χριστού. Εις τό άριστερόν χέρι κρατεί ύπερμεγέθη Σταυρόν, τό σύμβολον τής νίκης. Τά δύο θυρόφυλλα, οϊ πύλες τού "Αδου, τις όποιες συνέτριψεν ό θριαμβευτής Χριστός, είκονίζονται σταυροειδώς κάτω άπό τά άχραντα πόδια του, είς τά όποία διακρίνονται οϊ πληγές άπό τά καρφιά.

Άλλες εικόνες τού ίδιου θέματος είναι περισσότερον έκφραστικές. Ό Κύριος κρατεί είς τό ένα χέρι τόν Σταυρόν, τό «άήττητον τρόπαιον», ή ένα κύλινδρον μέ τό κήρυγμα τής λαμπροφόρου Άναστάσεως. Δεξιά καί άριστερά τού Κυρίου ζωγραφίζονται δύο άγγελοι. Ό θάνατος είκονίζεται ώς γέρων άλυσοδεμένος. Είναι οϊ ίδιες άλυσίδες, μέ τίς όποίες έδενε έως τότε τούς άνθρώπους, τά δυστυχή θύματά του. Είς τό σκοτεινόν άντρον τού Άδου ζωγραφίζονται κρίκοι άπό σπασμένες άλυσίδες, σκορπισμένα κλειδιά, καρφιά, σύρτες, άμπάρες κλπ. Όλα αύτά παριστοΰν τήν πλήρη κατάλυσιν καί όριστικήν διάλυσιν τού τυραννικού βασιλείου τού Άδου. Ό Άναστάς σύρει άπό τόν τάφον καί έλευθερώνει μαζί μέ τούς πρωτοπλάστους καί τούς δικαίους τής Π. Διαθήκης καί άλλους θεοσεβείς, οί όποιοι έζησαν είς τήν γήν μέ άρετήν καί άνέμεναν μέ πίστιν τήν έλευσιν τού Μεσσίου. Δι αύτό δεξιά καί άριστερά τής είκόνος ζωγραφίζονται μορφαί δικαίων, βασιλέων, προφητών καί όσιων τής Π. Διαθήκης . Τοιουτοτρόπως ό Χριστός, καθώς άνέρχεται άπό τόν «ζωηφόρον τάφον», είναι ώς νά άναδύεται όχι άπό τόν τάφον, άλλ' ώς άπό «παστάδα» νυμφικήν. Άναδυόμενος δέ λαμπρός, κραταιός καί θριαμβευτής, έλευθερώνει τούς «απ’ αΐώνος δέσμιους» καί δωρείται «άφθαρσίαν» καί αίωνίαν ζωήν είς τό γένος τών άνθρώπων .


«Έλαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν»

Ό Θεάνθρωπος Κύριος, ό όποίος έδέχθη μέ την θέλησίν του τόν θάνατον καί την ταφήν, έξηκολούθει καί μετά τήν σταύρωσιν καί την ιαφήν νά είναι ό «εις τής Τριάδος». Ή μυστηριώδης, άνερμήνευτος καί άκατάληπτος εις τούς άνθρώπους ένωσις τοϋ Υϊοϋ τοϋ Θεού μέ ιήν άνθρωπίνην φύσιν δέν διεκόπη μέ τόν θάνατον καί τήν ταφήν. Διά τούτο ό ιερός ύμνογράφος έκπληκτος άναφωνεΐ: Ούρανέ, άλλαξε όψιν άπό τόν φόβον, τόν συγκλονισμόν καί τόν τρόμον, πού σέ κατέχουν ας συνταραχθοΰν καί τά θεμέλια τής γης. Διατί; Διότι κατατάσσεται μεταξύ τών νεκρών καί φιλοξενείται εις μικρόν τάφον Εκείνος, τόν όποιον δέν χωρεΐ ό άπέραντος ούρανός. Έφιλοξενήθη σήμερον εις τάφον μέν ό άθάνατος κατά τήν θεότητα, κατετέθη δέ είς μικρόν τάφον ό άπειρομεγέθης καί άπεριόριστος καί άχώριστος τώ παντί. Αύτός τόν όποιον έθεολόγησαν οι τρεϊς Παϊδες είςτήν κάμινον, καί οΐ 'Ιερείς ύμνοϋσι μέ θεοπρεπεϊς ύμνους καί όλοι οί πιστοί λαοί ύπερυψοϋσιν εις πάντας τούς αιώνας.
Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός λέγει: Ό Χριστός άν καί άπέθανεν «ώς άνθρωπος καί ή Αγία αύτοΰ ψυχή» έχωρίσθη άπό τό άχραντον σώμα του, έν τούτοις «ή Θεότης άχώριστος άμφοτέρων διέμεινε»· ή θεότης παρέμεινε άχώριστη καί άπό τά δύο, τό σώμα καί τήν ψυχήν έτσι ή μία ύπόστασις δέν διηρέθη καθόλου εις δύο ύποστάσεις. Διότι ή παναγία ψυχή τοϋ Κυρίου είχε μέν χωρισθή άπό τό σώμα κα¬τά τόν θάνατον, παρέμεινεν όμως ένωμένη «ύποστατικώς» μετά τοϋ Θεοϋ Λόγου. 'Ώστε μία είναι πάντοτε ή ύπόστασις τοϋ Χριστού., Κατά συνέπειαν, άν καί ή ψυχή είχε χωρισθή τοπικώς άπό τό σώμα, έν τούτοις ύποστατικώς ήταν ένωμένη μέ αύτό διά μέσου τοϋ Λόγου· «εί καί τοπικώς ή ψυχή τοϋ σώματος κεχώριστο, άλλ' ύποστατικώς διά τοϋ Λόγου ήνωτο»   .
'Επομένως ή μία ύπόστασις τοϋ Θεανθρώπου, τοϋ Λόγου τοϋ Θεοϋ πού έλαβε τήν άνθρωπίνην φύσιν, ούδέποτε διηρέθ η, έστω καί άν έχωρίσθη τοπικώς άπό τό ζωηφόρον σώμα πρός ώραν. «Μ' άλλα λόγια, άν καί χωρισμένες άπό τόν θάνατο, ή ψυχή καί τό σώμα, παρέμειναν ένωμένες διά τής Θεότητος τοϋ Λόγου, άπό τόν όποιο κανένα άπό τά δύο δέν άποξενώθηκε. Αύτό δέν άλλοιώνει τόν όντολογικό χαρακτήρα τοΰ θανάτου, άλλά τοϋ άλλάζει τό νόημα. Αύτός ήταν ένας (άφθαρτος θάνατος) κι έπομένως μέσα σ' αύτόν νικήθηκε καί ό θάνατος, κι άπο' αύτόν άρχίζει ή άνάστασις» .
Όλα αύτά οΐ Ιεροί ύμνογράψοι τής 'Εκκλησίας μας τά συνώψισαν θαυμάσια εις τούς ύμνους τοϋ Μ. Σαββάτου. Διά τούτο ψάλλομεν: Κατά τό διάστημα τοϋ τριημέρου θανάτου καί τής ταφής τοΰ Κυρίου μία ύπήρχε καί άδιαίρετος ή θεότης τοϋ Χριστού εις τόν φδην είς μέν τόν τάφον μέ τό πανακήρατον σώμα του, είς δέ τόν άδην μέ τήν παναγίαν ψυχήν του· άλλά καί είς τόν παράδεισον μαζί μέ τόν ληστήν. Μία ΰπόστασις άχώριστος καί άδιαίρετος, ένωμένη μέ τόν Θεόν Πατέρα καί τό Πανάγιον Πνεϋμα. Καί άλα αυτά, τά μυστηριώδη καί άνερμήνευτα, πού συνέβησαν κατά τό μυστηριακόν τριήμερον τοϋ θανάτου καί τής Άναστάσεως τοΰ Θεανθρώπου, έγιναν διά τήν ίδικήν μας σωτηρίαν τήν σωτηρίαν ήμών, οΐ όποϊοι πιστεύομεν είς Αύτόν καί ψάλλομεν μελωδικώς: Δοξασμένος είσαι Σύ, ό Λυτρωτής καί Θεός μας .

Είς ένα άλλον ύμνον ύπογραμμίζεται καί πάλιν ή μυστηριώδης καί σωστική αύτή άλήθεια ότι δηλαδή ό θάνατος άνήρεσε μόνον πρός ώραν τήν φυσικήν ένότητα τής άνθρωπότητος τοϋ Σωτήρος Χριστού, χωρίς όμως νά έπιφέρη καί τήν κατάλυσιν τής άδιαιρέτου ένώσεως τών δύο φύσεων τής θείας καί τής άνθρωπίνης. Λέγει ό ύμνος: Έθανατώθης σωματικώς, Λόγε τοϋ Θεοϋ, άλλά θανατούμενος δέν έχωρίσθης κατά τήν θεότητα άπό τήν σάρκα, πού προσέλαβες καί έφόρεσες πρός χάριν μας. Διότι άν καί κατά τό διάστημα τού Πάθους σου (καί συγκεκριμένως κατά τόν τριήμερον θάνατόν σου) έκρημνίσθη ό ναός ( βλ. Ίωάν. β' 19) τοΰ σώματός σου (έθανατώθη δηλαδή τό σώμα σου καί έχωρίσθη άπ' αύτό ή ψυχή σου, καί αύτή μέν κατέβη είς τόν άδην, τό δέ σώμα έτέθη είς τόν τάφον) έν τούτοις καί πάλιν (δέν έχωρίσθης είς δύο ύποστάσεις , άλλά) μία ήταν ή ύπόστασις τής θεότητός σου άχώριστος καί άπό τήν ψυχήν καί άπό τό σώμα. Τούτο δέ έγινεν έτσι, διότι καί είς τις δύο φύσεις σου (τήν θείαν καί τήν άνθρωπίνην, δέν χωρίζεσαι είς δύο ύποστάσεις, άλλά) ένας είσαι κατά τήν ύπόστασιν, ό αύτός Υιός καί Λόγος τοϋ Θεοϋ, καί Θεός ό αύτός καί άνθρωπος .

‘Επομένως ό ’Ιησούς Χριστός «έλθών άνοτιλος» είς τόν κόσμον, «τό όπλον του ανθρώπου έλαβε», δηλαδή τό σώμα. «Καίδι’αύτοϋέπολέμηοε καί άπέκτεινε τόν θάνατον· διά σώματος νεκρού έθανατώθη ό όχθρός· διά τού ίδιου δπλου κατέκρινεν έν τω σώματι την άμαρτίαν» . Τοιουτοτρόπως ή άνθρωπίνη φύσις, ή όποια άπό τού Άδάμ μέχρι τού Χριστού ένικήθη έπανειλημμένως άπό τήν άμαρτίαν, κατήγαγε διά τού Θεανθρώπου νίκην μοναδικήν, περιφανή καί παγκόσμιον. Ή άμαρτία καί ό θάνατος έπεχείρησαν νά προσβάλουν καί τόν Κύριον. Ένόμιζαν ότι ήμποροΰσαν νά άποκτήσουν δικαιώματα κατοχής καί έπάνω του. 'Αλλ' ήπατήθησαν οίκτρώς. ΕΙς τήν προσπάθειαν των έκείνην ένικήθησαν κατά κράτος. Κατεδικάσθησαν καί κατεκρίθησαν. Καί δικαίως διότι έως τότε ό θάνατος «άμαρτωλούς έλάμβανε». Αλλ' ό Κύριος ήταν άπολύτως άναμάρτητος. ’Επειδή λοιπόν ή άμαρτία «παρέδωκεν» είς τόν θάνατον τό «άναμάψτητον σώμα» τού Κυρίου, «κατεκρίθη ώς άδικήσασα». Κατά συνέπειαν διά τού Χριστού τά δικαιώματα τού θανάτου έπί τού άνθρώπου κατελύθησαν. Καί άκολούθησε πλέον τό χαρμόσυνον άποτέλεσμα, ή άνάστασις καί ή άθανασία, τά μεγάλα δώρα, τά όποια ό Δημιουργός ήθελε νά μάς δώση έξ άρχής, άλλ' εμείς τά άπεποιήθημεν μέ τήν άφρονα παράβασιν τής άγιας έντολής τού Θεού .
Είναι πολύ έκφραστική ή είκόνα, τήν όποίαν χρησιμοποεϊ ό θείος Χρυσόστομος, διά νά έρμηνεύση τήν νίκην τού Σωτήρος κατά τού θανάτου. Παρομοιάζει τόν θάνατον ώς δράκοντα, ό όποίος καταπίνει τούς νεκρούς, καί λέγει:

Ό θάνατος μέ τό νά δεχθή τό σώμα τού Χριστού διέπραξε σφάλμα μεγάλο. Ένόμισεν οτι τοΰτο ήταν συνηθισμένον σώμα· σώμα άμαρτωλόν και θνητόν, όπως τά άλλα, τά όποια έκρατοΰσεν ύπό τήν τυραννικήν έξουσίαν του. Άλλ’ όπως έκεΐνοι, οί όποιοι παίρνουν τροφήν, τήν όποιαν δέν ήμπορεΐ νά χωνεύση τό στομάχι των, ξερνοΰν όχι μόνον τήν δύσπεπτον τροφήν, άλλά καί δ,τι άλλο έφαγαν, έτσι καί ό θάνατος. Κατέπιε μέν τό πανακήρατον καί άφθαρτον σώμα τού Κυρίου, άλλ’ ή άθάνατος ζωή ήταν έδεσμα πικρόν καί δύσπεπτον διά τόν λαίμαργον καί άχόρταστον Αδην. Διά τοΰτο δέν ήμπόρεσε νά τό χωνεύση καί τό έξέρασε! Μαζί του όμως άπέβαλε καί ολους τούς νεκρούς, τούς όποιους έκρατοΰσε «άπ’ αιωνος» είς τήν κοιλίαν του! «Κατάλληλος καί εϋπεπτος τροφή διά τόν θάνατον είναι μόνον ή αμαρτία». Ένώ τό άναμάρτητον σώμα τού Κυρίου ήταν τροφή άκατάλληλος. Έμοιαζε μέ πέτραν, ή όποια οχι μόνον δέν ήμπορεΐ νά χωνευθή, άλλά καί έάν μείνη μέσα είς τό στομάχι, θά τό καταστρέψη καί θά τό διαρρήξη. Ό θάνατος λοιπόν, άφοΰ κατεβρόχθισε «τόν λίθον τόν άκρογωνιαΐον», τό πανάγιον σώμα τού Σωτήρος, «ώδινε καί έθλιβετο» «ήσθένησεν αύτοϋ πάσα δύναμις». Διά τοΰτο εϊπεν ό θείος Πέτρος· «λύσας τάς ώδϊνας του θανάτου» (Πράξ. β" 24). Διότι καμμιά γυναίκα, ή όποια γεννά, δέν όδυνάται τόσον, όσον έπονούσεν έκεΐνος, όσον χρόνον έκρατοΰσε τό Δεσποτικόν σώμα. Καί ό,τι συνέβη μέ τόν Βαβυλώνιον δράκοντα, ό όποίος οταν έλαβε τήν τροφήν, πού τοΰ ειχεν έτοιμάσει ό προφήτης Δανιήλ, «διερράγη μέσος» (Δανιήλ, Βήλ καί Δράκων, 23-27), τό ίδιον συνέβη καί μέ τόν θάνατον. Διότι ό Χριστός δέν έξήλθε «διά τοΰ στόματος τοΰ θανάτου», άλλά διέρηξε τήν κοιλίαν τοΰ δράκοντος καί προήλθε «μετά πολλής τής λαμπρότητος» καί άφήκε τις θείες άκτΐνες του νά λάμψουν οχι άπλώς μέχρι τοΰ ούρανοΰ, άλλά μέχρι αύτοΰ τούτου τοΰ «άνω θρόνου τής χάριτος.
"Ωστε ό θάνατος, οπως λέγει είς τόν Κατηχητικόν λόγον ό Ιερός Χρυσόστομος, «έλαβε σώμα καί Θεω περιέτυχεν. Έλαβε γήν καί συνήντησεν οΰρανω. Έλαβεν δπερ έβλεπε καί πέπτωκεν όθεν οϋκ έβλεπε»! Ό "Αδης ελαβε σώμα γήϊνον, γεμάτον τραύματα καί πληγές, καί συνήντησε τήν άπειροδύναμον ίσχύν τοΰ ούρανοΰ, τήν θείαν παντοδυναμίαν. Έλαβε αύτό πού έβλεπεν έξωτερικώς, ώς ένα συνηθισμένον σώμα κοινόν καί γήϊνον καί κατέπεσε νικημένος άπό τήν θείαν Παντοδυναμίαν, τήν άόρατον είς τά μάτια του· νικημένος άπό τήν θείαν Φύσιν, πού ήταν κρυμμένη είς τήν άνθρωπίνην ψύσιν!...


Κατέβη εις τον Άδην ώς έξουσιαστής

Ένώ τό ζωηφόρον σώμα τοΰ Δεσπότου ένωμένον ύποστατικώς μέ τήν θεότητα εύρίσκετο είς τόν τάφον, ό Κύριος κατέβη είς τό ζοφερόν βασίλειον τοΰ "Αδου «κατά τήν έαυτοϋ ψυχήν». Κατέβη διά νά κηρύξη τό Εύαγγέλιον τής σωτηρίας καί είς τις ψυχές, πού έκρατοϋντο είς τά σκοτεινά βάθη τοΰ "Αδρυ (Α' Πέτρ.γ' 19)1. Κατέβη ώστε μέ τήν δύναμιν τής θείας παρουσίας του καί μέ τό σωτήριον κή¬ρυγμά του νά τις έλευθερώση καί νά δείξη είς αυτές τόν δρόμον, πού όδηγεΐ είς τήν διάσωσίν των 
 . Όπως μέ τό πανακήρατον σώμα του είς τόν τάφον έκαταργοϋσε τήν σωματικήν φθοράν καί προδιετύπωνε τήν ίδικήν μας άφθαρσίαν καί άνάστασιν, κατά παρόμοιον τρόπον κατέλυε μέ τήν λογικήν του ψυχήν τό κράτος τοΰ Αδου, εΰαγγελιζόμενος εις τις ψυχές τών άνθρώπων τήν άπολύτρωσιν. Γράφει ό Μ. Αθανάσιος: «Έν μέν ψυχή Θεοΰ ή κράτησις τοΰ θανάτου έλύετο, καί ή έξ αδου άνάστασις έγινέτο, καί ταϊς ψυχαϊς εύηγγελίζετο έν δε σώματι Χρστού ή φθορά κατηργείτο  καί ή άφθαρσία έκ τάφου έδείκνυτο» .

Όπως ό θείος Λόγος παρουσιάσθη μεταξύ τών άνθρώπων μέ άνθρωπίνην μορφήν, έτσι παρουσιάσθη άσώματος, μέ μόνην τήν λογικήν  του ψυχήν, μεταξύ τών άσωμάτων ψυχών, πού εύρίσκοντο είς τόν Αδην. Εις τόν τάφον, γράφει ό άγιος 'Αναστάσιος ό Σιναΐτης, είδαμεν τόν Ίησούν «καί ούκ είχε ψυχήν, ούτε άνθρώπων πνεύμα. Εν δε τώ "Αδη είδομεν αυτόν και ούκ είχε σώμα, ούτε αίμα, οΰτε όστέα, ούτε πάχος, ούτε υλικόν είδος, αλλά μόνον ψυχήν νοερόν ενθεον, σώματος κεχωρισμένην». Όπως διδάσκει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός, «κάτεισιν είς αδην ψυχή τεθεωμένη», κατεβαίνει είς τόν Αδην ψυχή θεωμένη.

 Ή θεωθεϊσα ψυχή τού Κυρίου κατέβη, ώστε νά λάμψη έπίσης τό φώς του καί είς αύτούς, πού εύρίσκοντο είς τόν Αδην «έν χώρα καί σκιά θανάτου», όπως άκριβώς άνέτειλε καί έλαμψεν ό "Ηλιος τής δικαιοσύνης καί είς όσους διέμεναν είς τήν γην. Διά νά πραγματοποιηθούν έτσι καί είς τόν Αδην τά όσα έκήρυξεν είς τήν γην   . Αύτή λοιπόν ή ψυχή τού Θεανθρώπου, ένωμένη μέ τήν θεότητα, άφοϋ άπεγυμνώθη άπό τό πανάχραντον σώμα, τό όποιον παρέμεινεν είς τόν τάφον, μετέβη είς τά άνήλια βάθη τού θανάτου. Ή, όπως λέγει ό άγιος Έπιφάνιος Κύπρου, ό Κύριος κατήλθεν «είς τά καταχθόνια έν θεότητι καί έν ψυχή» . Ό δέ Πέτρος Μογίλας γράφει: «Ή ψυχή του Χριστού, εστωντας καί νά χωρισθή άπό τό σώμα, ήταν πάντοτε έσμιμένη μέ τήν θεότητα, καί μέ τήν θεότητα έκατέβηκεν είς τόν Αδην» . Αύτό άκριβώς ύπογραμμίζομεν καί διακηρύσσομεν καί μέ τό θαυμάσιοντροπάριοντής Διακαινησίμου Έβδομάδος: «Έν τάφω σωματικώς, έν "Αδου δέ μετά ψυχής ώς Θεός, έν Παραδείσιο δέ μετά ληστοϋ, καί έν θρόνω υπήρχες Χριστέ, μετά Πατρός καί Πνεύματος, πάντα πληρών ό άπερίγραπτος». ‘Ώστε «ή είς "Αδου κάθοδος» τού Δεσπότου Χριστού «είναι κατά πρώτον καί κύριον λόγον μία είσοδος ή μάλλον μία διείσδυσις είς τήν περιοχήν τού θανάτου καί τής φθοράς» .
Ή κάθοδος τής «τεθεωμένης ψυχής» τού Χριστού είς τόνΑδην έγινε εύθύς μετά τό «τετέλεσται», τήν θριαμβευτικήν έκείνην κραυγήν έπί τού Σταυρού. Τότε έχωρίσθη ή παναγία ψυχή άπό τό πανάχραντον σώμα. 'Έμεινε δέ ό Κύριος είς τόν Αδην καθ' δλοντό τριήμερον χρονικόν διάστημα, κατά τό όποιον τό άγιον σώμα του εύρίσκετο νεκρόν μέν, άλλ' άδιάφθορον είς τό έσφραγισμένον μνήμα. Δηλαδή άπό τό έσπέρας τής Μ. Παρασκευής μέχρι τού πρωινού τής Κυριακής τής Άναστάσεως. Τό εϊχεν έξ άλλου προείπει ό Ίδιος: «Ώσπερ έγένετο ’Ιωνάς έν τή κοιλία του κήτους τρεις ήμέρας καί τρεις νύκτας, ούτως έσται καί ό υιός τού άνθρώπου έν τή καρδία τής γής τρεις ήμέραςκαί τρεις νύκτας» (Ματθ. ιβ' 40). 
Ό μέγας δογματικός της ’Ορθοδοξίας άγιος 'Ιωάννης ό Δαμασκηνός όρίζει τήν στιγμήν τής καθόδου τοϋ Κυρίου εις τόν Άδην ώς έξης: Εύθύς μόλις ό Σωτήρ είπε τό «τετέλεσται» καί τό σκότος έκάλυψε τήν γην, άκριβώς «έν τω σκότει τούτα ή θεία και παναγία τοϋ Κυρίου ψυχή, τοϋ ίεροΰ καί ζωοποιού διαιρεθεΐσα σώματος, τή καρδία τής γης έπεδήμησεν». Άλλωστε ή θεία ψυχή τοϋ Σωτήρος, ό όποίος ώς άνθρωπος ήταν καθ’ άλα όμοιος μέ ήμάς «έκτος άμαρτίας», δέν ήταν δυνατόν παρά νά χωρισθή άπό τό πανάχραντον σώμα εύθύς μετά τόν θάνατον καί νά κατέλθη εις τόν κοινόν τόπον τών ψυχών όλων τών άνθρώπων. Τούτο ήταν φυσική συνέπεια τής άνθρωπίνης φύσεως καί τοϋ πραγματικού θανάτου τού Χριστού, ό όποΤος άπεδέχθη μέ τήν θέλησίν του τόν θάνατον, όπως άπεδέχθη καί προσωπικώς όλες τις συνέπειες τού θανάτου. Διά τόν Κύριον, έφ' όσον ήταν άναμάρτητος, δέν ύπήρχεν ή άναγκαιότης, τό άναπόφευκτον τού θανάτου. Συγκατέβη όμως καί έδέχθη τόν θάνατον, λόγω τής άγάπης του προς ήμάς· ένεκα τού πόθου του νά μάς λυτρώση άπό τήν άμαρτίαν καί τόν αιώνιον θάνατον. Τά σεπτά Πάθη τού Κυρίου καί ό θάνατός του ήσαν «ευδοκία» τού Θεού προς ήμάς, ήσαν έπιταγή τής άνερμηνεύτου καί άπειρου άγάπης του Θεού πρός τό πλάσμα του (πρβλ. Ίωάν. ζ’ 26). Όλα δε αύτά ό Κύριος τά ένήργησε μέ τήν θεοπρεπή δύναμιν καί έξουσίαν του  Διότι έδέχθη τόν θάνατον έκουσίως, μέ τήν θέλησίν του, όπως άνεπτύξαμεν ήδη. Καί ή άγια ψυχή του έχωρίσθη άπό τήν άχραντον σάρκα του «έξουσιαστικώς», άφοϋ «ό'τε ήθέλησε, τότε άπέθανε».
Τήν έθελοντικήν θυσίαν καί τόν έθελοντικόν θάνατον τού Κυρίου ψάλλομεν ώς έξής: «Μνήματι καί σφραγΐσιν, άχώρητε, συνεσχέθης βουλήσει...»· Κύριέ μας, Σύ ό όποίος ώς άπειρος Θεός δέν είναι δυνατόν νά χωρέσης εις ένα τόπον, ήθέλησες νά περικλεισθής είς μικρόν τάφον, ό όποίος καί έσφραγίσθη άπό τούς έχθρούς σου... Καί άλλοϋ: «Γή με καλύπτει έκόντα...»· ή γή δέν μέ σκεπάζει, λέγει ό Κύριος, όπως όλους τούς άλλους θνητούς· μέ σκεπάζει έπειδή έγώ τό ήθέλησα . Καί άλλού: «Νεκρωθείς βουλήσει καί τεθείς υπό γην ζωοβρύτα Ίησοϋ μου έζώωσας...»· ώ Ιησού μου, πού πηγάζεις ζωήν, μέ (ζωογόνησες, άφοΰ έγινες νεκρός μέ τήν θέλησίν σου καί έτοποθετήθης κάτω άπό τήν γήν είς τόν τάφον. Καί άλλού: «Ύπό γην βουλήσει κατελθών ώς θνητός...»· άφοϋ ώς άνθρωπος θνητός κατέβης μέ την θέλησίν σου κάτω άπό τήν γήν εις τόν τάφον ...
Όλα λοιπόν αύτά ό Δεσπότης Χριστός τά ένήργησε χωρίς νά έκβιάζεται άπό τήν τυραννίαν τοϋ θανάτου καί τοϋ "Αδου. Κατέβη εις τόν Αδην ώς νικητής, ώς Κύριος τής ζωής. Κατέβη «έν δόξη» και όχι «έν ταπεινώσει», έστω καί άν κατέβη διά τής ταπεινώσεως. Έδέχθη τόν θάνατον ώς έξουσιαστής καί αύθέντης· τό Δεσποτικόν σώμα δέν άπέθανε ένεκα άδυναμίας τής φύσεως τοϋ Λόγου, ό όποίος έκατοικοϋσεν είς αύτό, άλλα διά νά άφανισθή «έν αύτω» ό θάνατος μέ τήν δύναμιν τοϋ Σωτήρος .
Ό Κύριος κατέβαινεν είς τόν Αδην ώς κραταιός έκπορθητής τοϋ θανάτου, διά νά όλοκληρώση τό προδιαγεγραμμένον θειον σχέδιον τής σωτηρίας μας. Διά νά λύση «αυτός δι’ έαυτοϋ την έαυτοΰ άπόφασιν» καί διά νά άποκαταστήση τόν άνθρωπον πού έπεσε . Δέν κατήλθεν είς τόν Αδην άναγκαστικώς, όπως όλοι έμεϊς οί άνθρωποι μετά τόν χωρισμόν τής ψυχής καί τοϋ σώματος. Ούτε ό τρομερός "Αδης είχε καμμίαν έξουσίαν έπάνω του. Ούτε πάλιν ή κάθοδός του είς τόν σκοτεινόν Αδην ήταν μείωσις ή στέρησις τής θείας δυνάμεως, μεγαλωσύνης καί δόξης του. Ό Κύριος κατήλθεν έκεί αύτεξουσίως, ώς ό μόνος «έν νεκροΐς έλεύθερος» (Ψαλμ. πζ' 5). Κατέβη όχι «ώς δούλος των εκεί, άλλ’ ώς δεσπότης παλαίσων» . Δηλαδή δέν κατέβη ώς δούλος έκείνων πού έβασίλευαν έκεϊ, άλλά ώς Δεσπότης καί Κύριος, διά νά παλαίση μαζί μέ τόν θάνατον καί τόν Αδην. ‘Ως δεσπότης καί έξουσιαστής, ό όποόος άσκεϊ κατ' έξοχήν τό βασιλικόν του άξίωμα, διά νά παλαίση καί νά νικήση. Καί ένώ εύρίσκετο άπνους είς τόν τάφον, ταυτοχρόνως παρουσιάζετο είς τόν Αδην ώς καινούργιος καί παράδοξος έπισκέπτης ένδιέτριβεν ώς «νεκρός ζωαρχικώτατος», νεκρός παντοδύναμος καί «πανσθενουργός». Είς τό άντίκρυσμα τοϋ καταπληγωμένου μέν άπό τό Πάθος, άλλά «τεθεωμένου νεκρού» ό Άδάμ έπανηγύρισεν. Ένώ ό άπηνής, φρικαλέος καί τρομερός είς τόν άνθρωπον "Αδης έπικράνθη, έφριξε, έμεινεν άφωνος, συνεκλονίσθη σύγκορμος έκ βάθρων καί «διαπεφώνηκεν»· κατέπεσε κατάπληκτος Νεκρός «Ότε κατήλθες προς τόν θάνατον», σύ «ή ζωή ή άθάνατος», ψάλλει ή Εκκλησία, «τότε τόν Αδην ένέκρωσας τη Αστραπή τής θεότητος». «Τέτρωται άδης εν τή καρδία δεξάμενος τον τρωθέντα λόγχη την πλευράν καί στένει πυρΐ θείω δαπανώμενος,.ού  έχει δεχθή καίριον καί θανατηφόρον τραύμα κατά την καρδίαν ό Αδης, μόλις έδέχθη μέσα του τόν Δεσπότην Χριστόν, τοΰ όποιου την πλευράν έλόγχισαν εις τόν Σταυρόν ( Ιωάν, ιθ' 34)· καί ό φοβερός Αδης τόσον πολύ έτραυματίσθη καί έπόνεσε άπό την πληγήν πού έδέχθη, ώστε στενάζει άπό τόν πόνον του, καθώς τόν κατατρώγει ή φωτιά τής άΰλου Θεότητος, καί λειώνει όπως λειώνει καί έκδαπανά ή φωτιά τό κερί.
Ό Κύριος είχε προφητεύσει την κάθοδόν του εις τόν Αδην καί τήν παρωμοίασε πρός την τριήμερον παραμονήν τού προφήτου Ιωνά είς τήν κοιλίαν τού κήτους (Ματθ. ιβ' 40). Έξ άφορμής αύτοϋ ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων παρατηρεί:
Ό ’Ιωνάς άπεστάλη νά κηρύξη μετάνοιαν είς τήν Νινευΐ (’Ιωνά α'). Μετάνοιαν θά έκήρυττε καί ό Κύριος είς τούς δέσμιους τοΰ "Αδου. Ό ’Ιωνάς ήρνεϊτο, τελικώς όμως βιαζόμενος άπό τόν Θεόν «έβλήθη» είς τήν κοιλίαν τοΰ θαλασσίου κήτους άκουσίως. Ένω ό Κύριός μας κατήλθε μέ τήν έλευθέραν θέλησίν του «όπου τό νοητόν τοΰ θανάτου κήτος». Κατήλθε, διά νά «έξεμέση» ό θάνατος όσους είχε καταπιή, συμφώνως πρός τόν προφητικόν λόγον· «έκχειρός ού  δουρύσομαι και έκ θανάτου λυτρώσομαι αυτούς» (Ώσηέ ιγ' 14). Μόλις ό θάνατος άντίκρυσε τόν Κύριον, έξεπλάγη καί έτρόμαξε, «θεωρήσας καινόν τινα κατελθόντα είς αδην δεσμοϊς τοϊς αυτόθι μη κατεχόμενον»
.
«Γέφυρα πρός άναβίωσιν»

Τό κοσμοχαρμόσυνον καί κοσμοσωτήριον γεγονός τής καθόδου τού Κυρίου είς τόν Αδην έορτάζει έπισήμως ή άγια μας ’Εκκλησία κατά τό Μέγα Σάββατον. Δηλαδή τήν ήμέραν, πού συμπίπτει μεταξύ τής Μ. Παρασκευής, κατά τήν όποιαν έορτάζεται ό σταυρικός θάνατος, καί τής Κυριακής τοΰ Πάσχα, κατά τήν όποιαν έορτάζεται ή ζωηφόρος Άνάστασις τοΰ Κυρίου. «Τω Άγίω καί Μεγάλω Σαββάτω», γράφει τό συναξάριον τής ήμέρας, «τήν θεόσωμον ταφήν καί τήν εις αδου κάθοδον τοΰ Κυρίου καί Θεοϋ καί Σωτήρος ήμών Ίησοΰ Χριστού έορτάζομεν», διά τών όποιων «τής φθοράς τό ήμέτερον γένος άνακληθέν, προς αίωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Τοΰτο δεικνύει οτι ή 'Ορθόδοξος ‘Εκκλησία «συνεορτάζει τήν μετά τον θάνατον κάθοδον τής ψυχής είς τον Αδην καί τήν ταφήν τοΰ σώματος τ α υ τ ο χ ρ ό ν ω ς», και έτσι τοποθετεί τήν κάθοδον τοΰ Κυρίου εις τόν Αδην «μεταξύ τοΰ θανάτου καί τής άναστάσεως». Καί όπως ή Παναγία Παρθένος έγινε «πύλη καί είσοδος τής επιδημίας τοΰ ΘεοΰΛόγου είς τόν κόσμον», κατά παρόμοιον τρόπον καί ό θάνατος έγινε «πύλη καί είσοδος τής είς Αδην καταφοιτήσεως» (καθόδου) του   .
Δεν έχρειάζετο νά μείνη περισσότερον χρόνον είς τόν Αδην ό Κύριος. Τό τριήμερον χρονικόν διάστημα ήταν υπεραρκετόν διά νά όλοκληρώση τήν σωτήριον άποστολήν του. Διότι ό Υίός καί Λόγος τοΰ Θεοϋ ένήργησεν είς τις άσώματες ψυχές έν χρόνω μέν, άλλά τρόπον τινά στιγμιαίως καί «σχεδόν άχρόνως» . Διότι τό πνεύμα έπιδρα έπί τοΰ πνεύματος άπ' εύθείας, άμέσως καί σχεδόν στιγμιαίως, άφοΰ κανένα έμπόδιον δέν ύπάρχει καί κανείς περιορισμός δέν τό περιορίζει. Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης έξυμνεϊ τήν άφαντάστως ύπερβολικήν δύναμιν τοΰ Χριστού, ό όποίος έφερεν είς πέρας τό μέγα έργον τής σωτηρίας μας είς τόσον σύντομον χρόνον, καί παρατηρεί: Αύτός ό όποίος διεσκόρπισεν είς τρεις ήμερες τήν τόσον μεγάλην σωρείαν τής άμαρτίας, ή όποια έμαζεύθη άπό καταβολής κόσμου μέχρι τής ήμέρας τοΰ σταυρικού του Πάθους, «μικράν σοι πεποίηται τής ύπερβαλλούσης δυνάμεως τήν έπίδειξιν;»

Ώστε ό Κύριος κατήλθεν έκουσίως καί θριαμβευτικώς είς τόν "Αδην, τό «κοινόν πανδοχεϊον» τών ψυχών. Έπεσκέφθη όλες τις ψυχές, πού εύρίσκοντο έκεΤ καί έκήρυξε προς άμαρτωλούς καί δικαίους· πρός Ιουδαίους καί έθνικούς. Όπως είς τούς «έν γή άνέτειλεν ό τής δικαιοσύνης ήλιος», τοιουτοτρόπως έπέλαμψε τό φώς του καί είς τούς καθημένους «ύπό γήν έν σκότει καί σκιά θανάτου». ‘Όπως εύηγγελίσθη πρός τούς έπί γής ειρήνην, πρός τούς αιχμαλώτους τής άμαρτίας άφεσιν καί τούς τυφλούς άνάβλεψιν, κατά παρόμοιον τρόπον καί εις τούς εύρισκομένους εις τον Άδην, ώστε νά καμφθή ένώπιόν του ταπεινώς «παν γόνυ έπουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων» δυνάμεων . Ό Θεάνθρωπος, άφοΰ κατέβη όχι μόνον εις τήν γήν, άλλά «καί υπό τήν γην», άπεκάλυψε τόν άληθινόν Θεόν εις όλους καί έκήρυξε τό Εύαγγέλιον τής σωτηρίας πρός όλους, ώστε τά πάντα νά είναι «πεπληρωμένα Θεότητος» , διά νά γίνη Κύριος καί τών νεκρών καί τών ζωντανών (Ρωμ. ιδ' 9). Ή κάθοδος τού Κυρίου εις τόν Αδην έγινεν άφορμή καθολικής άγαλλιάσεως καί χαράς. Διά τούτο ψάλλομεν: «Άγαλλιάσθω ή κτίσις· εΰφραινέσθωσαν πάντες οί γηγενείς ό γάρ εχθρός έσκύλευται Αδηςμετά μύρων γυναίκες προσυπαντάτωσαν τόν Άδάμ συν τή Εύα, λυτροΰμαι παγγενή καί τή τρίτη ήμερα ύξαναστήσομαι» . Δηλαδή: Όλη ή δημιουργία άς σκιρτήση άπό άγαλλίασιν! ’Ας εύφρανθοϋν όλοι οϊ άνθρωποι, πού έπλάσθησαν άπό τήν γήν διότι ό προαιώνιος έχθρός μας, ό παμφάγος Άδης, έχει κατανικηθή καί άπογυμνωθή άπό τήν δύναμίν του. Αΐ Μυροφόροι άς έτοιμάσουν τά μΰρα καί τά άρώματα, καί άς έλθουν νά προϋπαντήσουν εις τόν τάφον καί πληροφορηθοϋν τήν Άνάστασίν μου διότι έγώ έλευθερώνω άπό τήν άμαρτίαν, τόν θάνατον καί τόν Άδην τόν Άδάμ μαζί μέ τήν Εϋαν καί μαζί με όλον τό άνθρώπινον γένος, πού προήλθεν άπό αύτούς καί τήν τρίτην ήμέραν θά άναστηθώ πάλιν. Ώστε ή κάθοδος τοϋ Κυρίου εις τόν Άδην είχεν ώς άποτέλεσμα τήν άνάστασίν όλου τού άνθρωπίνου γένους

Επομένως ό σκοπός τής καθόδου τοϋ Κυρίου εις τόν Άδην ήταν διπλούς: Πρώτον, νά καταργήση μέ τόν θάνατόν του έκεϊνον, πού είχε τήν δύναμιν καί τό κράτος τοϋ θανάτου, δηλαδή τόν διάβολον (Έβρ. β' 14)· νά καταλύση καί έκμηδενίση τελείως τήν έξουσίαν τοϋ θανάτου καί τοϋ Άδου (Α' Κορ. ιε' 55- Άποκ. α' 18) καί νά έλευθ ρώση τόν Άδάμ άπό τά δεσμά τής δουλείας. Μέ όλα αύτά έφανέρωνε τήν άπόλυτον δύναμιν καί νίκην καί έξουσίαν καί κυριότητα καί δόξαν του έπί τών νεκρών καί τών ζωντανών (Ρωμ. ιδ' 9· Έφεσ. δ' 10). Δεύτερον, νά κηρύξη καί εις τις ψυχές τών κεκοιμημένων, οί όποιες έκρατοΰντο άπό αίώνος αιχμάλωτοι τής άμαρτίας, τό Εύαγγέλιον τής σωτηρίας (Α' Πέτρ. δ' 6· γ' 19)· καί έτσι νά έλευθερώση καί λύτρωση δσες άπό αύτές θά έδέχοντο τό κήρυγμά του. Διά τούτο άναφωνεΐ ένας άπό τούς άγιους Πατέρας: «Ώ κάθοδος εις Αδου, των έξ αίώνος νεκρωθέντων γέφυρα προς άναβίωσιν»
Συνεπώς τό «εύλογημένον Σάββατον» δέν είναι τά «προεόρτια» ή ή «παραμονή» τής ημέρας τής σωτηρίας μας. Είναι ή «ήμερα σωτηρίας», διά τήν όποιαν ό μέγας προφήτης Μωϋσής είχεν όμιλήσει μέ τρόπον «μυστικόν», συγκεκαλυμμένον   . «Ή εις "Αδου κάθοδος τού Κυρίου είναι ήδη άνάστασις, ώς μαρτυρεί σαφώς ή Εικονογραφία». Δικαίως· διότι άφοϋ συνετρίβη ό θάνατος άπό τον κραταιόν καί δυνατόν Λόγον τού Θεού καί άφοϋ έξηφανίσθη ή φθορά, άκολουθεΐ ώς φυσική συνέπεια ή άνάστασις. Όπως οταν συντρίβωνται τά δεσμά, άκολουθεΐ φυσικώς ή άπελευθέρωσις, έτσι καί οταν καταλυθή ή φθορά, ή άνθρωπίνη φύσις άνίσταται καί προχωρεί σταθερώς πρός τήν μόνιμον άφθαρσίαν καί τήν αίωνίαν ζωήν .


«Τον αδην έποίησεν ουρανόν»!

Ό Χριστός, άφοϋ κατήλθε διά νά παλαίση μέ τον Άδην μόνος, άνήλθεν άπό έκεΐ, άφοϋ έλαβε «πολλά τής νίκης σκΰλα» (= λάφυρα), οπως λέγουν οι στίχοι, oi όποιοι άναγινώσκονται μετά τό Κοντάκιον καί τόν Οίκον τής Αγίας Κυριακής τοϋ Πάσχα. Έκήρυξεν εις ολες τις ψυχές, πού εύρίσκοντο εις τόν “Αδην, άλλά τό κήρυγμά του — όπως καί εις τήν γήν — δέν τό έδέχθησαν ολοι καί έπομένως δέν έλευθερώθησαν ολοι άπό τόν πνευματικόν θάνατον.
Τό έργον τοϋ Λυτρωτοϋ εις τόν “Αδην συνεπληρώθη πλέον. Ένώ έπί τόσους αίώνας ούδεΐς έπεισε τόν θάνατον νά άφήση έλευθέρους τούς δέσμιους του, «ό των άγγέλων Δεσπότης κατελθών» εις τήν σκοτεινήν έκείνην φυλακήν, τόν έξηνάγκασε νά έλευθερώση ολους τούς δέσμιους! Καί άφοϋ «έδησε» τόν ισχυρόν τύραννον, «διήρπασε» τά οπλα του. Ή άστραπή τής θεότητος τοϋ Ήλιου τής δικαιοσύνης
«κατέλαμψε» τό σκοτεινόν άντρον τοϋ "Αδου, τό έρήμωσε καί έσκόρπισε παντοΰ τό άνέσπερον φώς τής ένδόξου Άναστάσεώς του. Τό πανάσπιλον σώμα τοΰ Κυρίου ώς φωσφόρος καί φωτοειδής λύχνος είχεν έναποτεθή εις τήν γήν έν τούτοις ή άκατάσχετος φωτοχυσία καί ή Ισχυροτάτη λάμψις της άπεδίωξε τό σκότος, πού έβα σίλευεν εις τόν "Αδην, καί κατηύγασε τά πέρατα. Τό λέγει τόσον ώραϊα τό Έγκώμιον: «Ώς φωτός λυχνία, νΰν ή σάρζ τοΰ Θεοΰ, ύπό γήν ώς ύπό μόδιον κρύπτεται, καί διώκει τόν έν Αδη σκοτασμόν» . Ένώ δέ κατηύγασε τά πέρατα τοϋ κόσμου, ή καταπληκτική άστραπή τής θεότητος έθανάτωσε τόν θάνατον καί ένέκρωσε τόν “Αδην «ότε κατήλθες προς τόν θάνατον ή ζωή ή άθάνατος, τότε τόν "Αδην ένέκρωσας τή άστραπή τής Θεότητος...» . Τώρα πλέον όλα, ό ούρανός, ή γή καί τά καταχθόνια, έδέχθησαν τό φώς τής μακαρίας δόξης τής Παναγίας Τριάδος. Μέ τήν θαλπωρήν τοϋ θείου αύτοϋ φωτός άναζή ό άνθρωπος, ό κόσμος, ή κτίσις όλη, ή όποια πανηγυρίζει, έορτάζει μέ άφατον άγαλλίασιν .
Μέ άλα αύτά ό Κύριος καί τόν θάνατον άπενέκρωσε «καί τόν αδην έποίησεν ουρανόν»! Διότι «όπου ό Χριστός, έκεϊ καί ό ούρανός». Καί όπως ένας βασιλεύς, όταν εύρη λήσταρχον, ό όποίος τρομοκρατεί τίς πόλεις, άρπάζει άπό παντοΰ, κρύπτεται είς τά σπήλαια καί άποθηκεύει είς αύτά τόν πλούτον πού άρπάζει, άφοΰ συλλάβη τόν λήσταρχον, τόν δένει, τόν παραδίδει είς τιμωρίαν, τόν δέ κλεμμένον θησαυρόν τοΰ λήστάρχου μεταφέρει είς τά βασιλικά ταμεία, έτσι καί ό Βασιλεύς τών βασιλευόντων Χριστός. «Θησαυρούς σκοτεινούς, άοράτους» (Ήσ. με' 3), πλούτον άμέτρητον είχε συγκεντρώσει ό ληστοπειρατής τών ψυχών μας είς τό άντρον του. ’Αλλ' ό Χριστός, άφοΰ κατέβη ώς έξουσιαστής είς τό άντρον του, έδεσε «τόν λήσταρχον καί τόν δεσμοφύλακα, τόν διάβολον όμοΰ καί τόν θάνατον». Καί μετέφερε όλον τόν πλούτον τοΰ ληστάρχου, δηλαδή «τό γένος τών Ανθρώπων», «εις τά ταμεία τά βασιλικά», όπως γράφει ό θείος Παύλος: Ό Θεός «έρρύσατο ήμάς έκ τής έξουσίας τοΰ σκότους καί μετέστησεν είς τήν βασιλείαν τοΰ υΐοΰ τής άγάπης αύτοΰ» (Κολασ. α' 13).
Αλλά τό πλέον θαυμαστόν είναι τοϋτο: Είς τούς δέσμιους τοΰ θανάτου καί τοϋ "Αδου ό Βασιλεύς ήλθεν αύτοπροσώπως. Δέν έδοκίμασεν έντροπήν ούτε άποστροφήν πρός τό «δεσμωτήριον ουδέ πρός τούς δεδεμένους» εις αύτό. Διότι δέν έπρόκειτο νά έντραπή τό πλάσμα τών χειρών του. Ήλθεν αυτοπροσώπως καί «συνέκλασε τάς θύρας καί συνέτριψε τούς μοχλούς» τοϋ "Αδου. Παρουσιάσθη ε(ς τόν "Αδην, τόν έπολέμησε καί έξεκένωσε τήν φυλακήν του. Ό τύραννος έσύρετο ώς αιχμάλωτος καί «ό ισχυρός δεδεμένος». Καί αύτός ό ίδιος ό θάνατος, άφοϋ έπέταξε τά οπλα του, έτρεξε καί έπεσε συντετριμμένος έμπρός εις τά πόδια του Βασιλέως τής δόξης . Διά τούτο ψάλλομεν: «Τού θανάτου τό κράτος έξήλειψας, Λύνατε', τω θανάτω Σου». Καί ό τάφος σου έγινε «ζωοδόχος» καί πηγή τής (δικής μας Άναστάσεως. «Έτσι μέ τόν θάνατον τοϋ Θεανθρώπου κατανοεΐται τό άναστάσιμον νόημα τοϋ θανάτου .(θανάτω θάνατον ώλεσεν» .

Όταν τό έργον εις τόν "Αδην συνεπληρώθη όταν «ό του Κυρίου θάνατος τόν θάνατον έθανάτωσεν» · όταν πλέον οί δέσμιοι ακόυσαν τό κήρυγμα καί έλαβαν τήν σωτηρίαν, τό πανάγιον Σώμα τοϋ Κυρίου ένώθη καί πάλιν μέ τήν «τεθεωμένην» ψυχήν του. ’Αλώβητον καί άφθαρτον τό πρώτον, έφ' όσον ένίκησε τήν φθοράν τοϋ σωματικού θανάτου, συνεζεύχθη μέ τήν πανάσπιλον ψυχήν, ή όποια ένίκησε τόν πνευματικόν θάνατον. Ούτε ό θάνατος ύπερίσχυσε, ώστε νά κρατήση «τήν τοϋ Λόγου ψυχήν εις δεσμών κατοχήν», ούτε ή φθορά έπέτυχε νά έσιβάλη τήν τυραννικήν διαφθοράν της είς τό πανάγιον Σώμα . Τοΰτο έγινε, διότι «ή Απερίγραπτος θεότης» συνώδευσε καί τό σώμα καί τήν ψυχήν . Μία καί άδιαίρετος ήταν ή θεότης τοϋ Χριστού. ‘Η μία αύτή θεότης ήταν καί είς τόν τάφον μαζί μέ τό σώμα καί είς τόν "Αδην μαζί μέ τήν ψυχήν καί είς τόν Παράδεισον ένωμένη άχωρίστως μέ τόν Πατέρα καίτό Πανάγιον Πνεύμα . Ή ζωηφόρος σάρξ τού Κυρίου έχωρίσθη μέν άπό τήν όμόζυγον ψυχήν διά τού θανάτου πρός ώραν, άλλά καί όταν ήταν άπνους είς τόν τάφον έξηκολούθει νά έχη «συνηνωμένην μεθ’ έαυτής τήν άπειρον θεότητα». ‘Η θεοχώρητος ψυχή τοϋ Σωτήρος άπεχωρίσθη μέν πρός στιγμήν άπό τό σώμα, παρέμεινεν όμως «άρρήκτως συνηνωμένη» μέ τήν θεότητα. Μέ αυτήν δέ κατήλθε, όπως έγράψαμεν, «κραταιώς» εις τά σκοτεινά διαμερίσματα τοϋ θανάτου. Καμμία δύναμις δεν ήταν δυνατόν νά άποχωρίση τις δύο φύσεις τοϋ Θεανθρώπου. Ό θάνατος άνήρεσεν άπλώς τήν φυσικήν ένότητα τής άνθρωπότητος τοϋ Σωτήρος καί τούτο μόνον πρός ώραν. Δέν έθιξε καθόλου τήν μυστηριώδη καί άνερμήνευτον ένότητα τών δύο φύσεων του. Τοιουτο-τρόπως ή άγια σάρξ τοϋ Κυρίου, ή όποια «τόσον έν τη ζωή, όσον καί έν τώ θανάτω ήτο σάρξ θεοφόρος καί θεοχώρητος» καί έπομένως «πέραν τής σήψεως καί τοϋ νόμου τής φυσικής φθοράς», άνέστη άφθαρτος τήν τρίτην ήμέραν. Άνέστη, άφοΰ ήνώθη καί πάλιν μέ τήν ψυχήν, καί άνήλθε μέ τήν όμόζυγόν της θριαμβευτικώς εις τόν θρόνον «της μεγαλωσόνης έν ύψηλοΐς» ("Εβρ. α' 3- η' 1)11.
Βεβαίως οΐ μεγάλες αύτές άλήθειες τής πίστεώς μας είναι άκατανόητες εις τό περιωρισμένον λογικόν μας. Είναι δέ, όπως γράφει ό άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειάς, έπιζήμιον καί «παντελώς άνούστατον» νά προσπαθή κανείς μέ έρωτήσεις καί άνθρωπίνους συλλογισμούς νά τις έρευνήση  Πάντως ό Χριστός άνέστη καί δέν άποθνήσκει πλέον. Ό θάνατος δέν έχει πλέον καμμίαν έξουσίαν έπάνω του (Ρωμ. στ' 9). Άνέστη «θεοπρεπεϊ  δυνάμει και έξουσία», χωρίς καμμίαν δυσκολίαν, άφοϋ άφάνισε τήν κακίαν καί τόν.θάνατον · μέ τόν τρόμον αύτόν άνοιξε καί είς τούς άνθρώπους τόν δρόμον πρός τήν άφθαρσίαν, τήν άθανασίαν καί τήν αίωνίαν δόξαν.


Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


http://www.alavastron.net

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |