ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τό Αγριολούλουδο - ΚΔ'

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τό Αγριολούλουδο - ΚΔ'




Παύλος Νιρβάνας
Τό αγριολούλουδο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΔ' 

Είχε περάσει ένας μήνας από το φτάσιμό τους στην Αθήνα. Πολλά πράματα όμως δεν είχανε αλλάξει στη ζωή του Άλκη και της Μαρίας. Ο βαρύς χειμώνας εκείνης της χρονιάς τους κρατούσε, τον περισσότερο καιρό, μέσα στο σπίτι. Η μόνη επίσκεψη που είχε πεισθεί να κάμει η Μαρία μαζί με τον άνδρα της ήτανε στους Σταλίδηδες. Η Μίνα είχε δεχτή τη μικρούλα της φιλενάδα του δάσους με τη θερμότερη αγάπη. Την είχε βρει πιο όμορφη ακόμα με τη φορεσιά της μικρής κυρίας, που της έστεκε τόσο ταιριασμένα. Και της είχαν κάνει εντύπωση — όπως είχε πει χωρίς καμιά επιφύλαξη στον Άλκη — οι καλοί της τρόποι και η ανέλπιστη μόρφωση, που είχε πάρει τόσο γρήγορα, κοντά στον άνδρα της. Κι ο κ. Σταλίδης δεν εύρισκε λόγια να εκφράσει τον ενθουσιασμό του. Τους είχανε κρατήσει στο γεύμα και τους είχαν παρακαλέσει με τον πιο εγκάρδιο τρόπο να θεωρούν το σπίτι τους σα δικό τους.
Στο μεταξύ η Μίνα, που ήτανε σχεδόν καλά τώρα, αδύνατη όμως πάντα, όσες φορές ο χειμωνιάτικος ήλιος της Αθήνας την ευνοούσε, ερχότανε συχνά στο σπίτι του Άλκη και περνούσε τα απογέματά της μαζί με τη μικρή της φιλενάδα. Και η καλή κόρη μ’ ένα λεπτότατο τρόπο και χωρίς να το δείχνει καθόλου, συμπλήρωνε, με τις μικρές της συμβουλές και με το παράδειγμα της ευγενικής της ανατροφής, το έργο του Άλκη. Έτσι σιγά σιγά προσπαθούσε να μυήσει τη Μαρία στη ζωή και τις συνήθειες του καλού κόσμου της Αθήνας και να της δώσει τα θάρρος που της έλειπε, για ν’ αντικρίσει τη δύσκολη και όχι πολύ καλοκάγαθη κοινωνία, που μέσα της θα ζούσε τώρα αποδώ κι εμπρός.


Η Μαρία όμως, σαν κάποια παράξενη διαίσθηση να της μηνούσε το εχθρικό περιβάλλον, που είχε δημιουργήσει γύρω της η κακία της θείας του Άλκη και ο γυναικείος φθόνος για την ομορφιά της, δεν ήθελε ν’ ακούσει για νέες σχέσεις και είχε κάνει το σπιτάκι της ένα μικρό φρούριο, που αγαπούσε να μένει οχυρωμένη μέσα του, μ’ έναν αόριστο φόβο κάποιου άγνωστου εχθρού.
— Είμαι τόσο καλά εδώ μέσα με τον άνδρα μου! είχε πει κάποτε στη Μίνα. Πού θέλετε να βρω καλύτερα, κυρία Μίνα;
Την έλεγε πάντα κυρία Μίνα, όπως είχε συνηθίσει, όταν την είχε πρωτογνωρίσει η μικρή χωριατοπούλα. Και της μιλούσε πάντα με τον πληθυντικό και μ’ ένα σεβασμό χαριτωμένο. Η Μίνα της έκανε την παρατήρηση μια μέρα για τη συμπαθητική αυτή επιμονή της.
— Ξέρεις, Μαρία, της είπε, ότι δεν πάει πια να μου μιλείς έτσι. Είσαι μια παντρεμένη κυρία κι εγώ είμαι ανύπαντρη. Έπειτα είμαστε φιλενάδες. Εγώ σου μιλώ με το εσύ και με το μικρό σου όνομα, χωρίς να σε λέω κυρία. Πρέπει να μου μιλείς κι εσύ με τον ίδιο τρόπο. Δεν ταιριάζει να μου μιλείς διαφορετικά.
Και πρόσθεσε χωρατεύοντας:
— Έκτος πια, αν σου φαίνομαι πολύ γριά και τότε...
— Καλέ τι λέτε, κυρία Μίνα; είπε κοκκινίζοντας η Μαρία. Της ήτανε αδύνατο να συνηθίσει να μιλεί διαφορετικά.
— Δεν πειράζει, της είπε χαϊδευτικά η Μίνα. Το καταλαβαίνω πως σου έχει γίνει μια συνήθεια να μου μιλείς έτσι. Σιγά σιγά όμως θα συνηθίσεις πάλι να μου μιλείς διαφορετικά. Εγώ τουλάχιστον, κάθε φορά που θα με λες κυρία θα σε διορθώνω και έτσι, με τον καιρό, θα πάρεις το θάρρος. Δεν είναι έτσι, Μαρία;
Η Μαρία υποσχέθηκε, και την πρώτη φορά που αποφάσισε να πάρει το τρομερό θάρρος να μιλήσει με το εσύ στη Μίνα, είχε κοκκινίσει σε τέτοιο βαθμό, που εκείνη δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Την πήρε στην αγκαλιά της και τη φίλησε στα δυο πυρωμένα της μάγουλα.
Με τη δίδυμη αυτή αγάπη της Μίνας και του Άλκη, η Μαρία αισθανότανε βαθιά στην ψυχή της πως δεν της έλειπε τίποτε άλλο για την ευτυχία της, παρά οι καλοί γέροι, που είχε αφήσει πίσω της στο χωριό και που η ψυχή της πετούσε πάντα με νοσταλγία σιμά τους.
Ο Άλκης είχε αρχίσει να βγαίνει συχνότερα τώρα μόνος του. Ο ανόητος θόρυβος των εφημερίδων είχε κοπάσει πια, ο κόσμος είχε αρχίσει να ξεχνάει κάπως το περίφημο ειδύλλιο και οι περιέργειες των διαφόρων γνωρίμων, που τον φοβίζανε, είχανε ατονήσει με τον καιρό. Ο Άλκης πήγαινε τώρα ελεύθερα στα κέντρα, έβλεπε μερικούς φίλους και συναδέλφους, που του ήσαν απαραίτητοι, και σύχναζε στις βιβλιοθήκες για την εργασία του. Βιαζότανε όμως πάντα να γυρίσει στο σπίτι του, όπου η Μαρία τον περίμενε ανυπόμονα, στενοχωρημένη από τη μοναξιά της, χωρίς να δείχνει όμως ποτέ τη στενοχώρια της, παρά σα μια ανησυχία μονάχα για τις αργοπορίες του.
— Δεν ξέρεις πόσο με στενοχωρεί αυτό το πράμα! — της είπε ένα βράδυ μέσα στο γραφείο του, κόβοντας άξαφνα την ανάγνωση κάποιου βιβλίου, που διαβάζανε μαζί — σύμφωνα με την παλιά, ωραία συνήθεια του χωριού. Να! Αυτό που σ’ αφήνω ώρες κλεισμένη μοναχή σου μέσα στο σπίτι.
— Αφού δε με μέλει εμένα; Μήπως σου παραπονέθηκα ποτέ μου; Εγώ ευχαριστιέμαι να κάθομαι και να σε περιμένω...
— Δε μου παραπονέθηκες ποτέ, χρυσό μου παιδί! είπε ο Άλκης. Είναι αλήθεια. Ένας άνδρας όμως δεν πρέπει να περιμένει να του παραπονεθεί η γυναίκα του, για να φερθεί όπως πρέπει μαζί της. Καταλαβαίνω πως στενοχωριέσαι. Δεν μπορεί παρά να στενοχωριέσαι. Αν δεν παραπονέθηκες ποτέ σου, κρύβεις μέσα σου ένα παράπονο. Κι αυτό με πειράζει ακόμα περισ-σότερο.
— Γιατί να παραπονεθώ; του είπε εκείνη, με μια καλοσύνη, που έμοιαζε περισσότερο με παράπονο. Μήπως μπορεί να γίνει κι αλλιώς; Εσύ είσαι άνδρας, έχεις τις δουλειές σου, που τις άφησες τόσον καιρό για μένα στο χωριό. Μπορείς ν’ αφήσεις τη δουλειά σου και να κάθεσαι πάντα κοντά μου; Πώς μπορώ να σου γυρέψω τέτοιο πράμα; θα ήμουν ανόητη.
Ο Άλκης βρήκε την κατάλληλη στιγμή για να φθάσει εκεί που ήθελε να φθάσει.
— Βέβαια, είπε, δεν μπορώ ν’ αφήσω τη δουλειά μου και να καταστραφώ. Αν το ’κανα δε θα σ’ αγαπούσα. Γιατί αν θέλω περισσότερο τώρα να γίνω κάτι στον κόσμο, είναι για σένα. Αλλά γι’ αυτό ίσια ίσια πρέπει να με βοηθήσεις κι εσύ. Να μου βγάλεις αυτή τη στενοχώρια, που δε μ’ αφήνει κεφάλι να ερ-γασθώ.
— Τι μπορώ να σου κάνω εγώ; — του είπε η Μαρία, που δε μπορούσε να καταλάβει, πού ήθελε να φθάσει ο Άλκης. Τι θέλεις να κάνω;
— Εννοώ — της εξήγησε ο Άλκης — πως είναι καιρός ν’ αλλάξεις κι εσύ ζωή. Αν αποφάσιζες να πήγαινες, πότε πότε, στα τσάγια της Μίνας, που τόσες φορές σε παρακάλεσε να πας, θα είχες γνωρισθεί με τον καλύτερο κόσμο της Αθήνας, που πάει στους Σταλίδηδες, θα έπιανες σχέσεις, θα είχες κι εσύ τις φιλενάδες σου, θα μπορούσες να πηγαίνεις πότ’ εδώ, πότ’ εκεί, αντί να κάθεσαι κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Όλες οι κυρίες κάνουν τα ίδιο. Δεν τις συνοδεύουν οι άνδρες τους παντού, θα ήτανε κωμικό! Και έτσι κι εγώ θα είχα την ελευθερία μου, θα ήξερα πως περνάς κάπου την ώρα σου, δε θα σε συλλογιζόμουνα διαρκώς κλεισμένη στο σπίτι να με περιμένεις, με το αυτί σου καρφωμένο στην κλειδαρότρυπα της οξώπορτας, για ν’ ακούσεις πότε θα βάλω το κλειδί μου.
Ο Άλκης, διαλλακτικός περισσότερο παρά ρητορικός στις ομιλίες του, δε συνήθιζε να βγάζει λόγους όταν μιλούσε, και μάλιστα στη γυναίκα του. Κάποιες στιγμές όμως — ιδίως όταν κάτι τον στενοχωρούσε και ήθελε να ξεσπάσει — τον έπιανε τέτοια ρητορική μανία, που μπορούσε να μιλεί για ώρες, χωρίς να σταματήσει. Και η Μαρία — που τον ήξερε καλά τώρα — μάντευε πάντοτε, ότι η ρητορική του αυτή ήτανε η κακία του.
Τα μάτια της είχανε βουρκώσει.
— Μα πάλι εγώ σου φταίω; του είπε η Μαρία, και η φωνή της έτρεμε. Τι σου φταίω εγώ; Εγώ τίποτε δε σου γυρεύω, σε τίποτε δε σ’ εμποδίζω. Βλέπεις πόσο ευχαριστημένη είμαι να κάθομαι στο σπίτι μου. Πότε σου είπα να κάτσεις να μου κάνεις συντροφιά; Πότε σ’ εμπόδισα να κοιτάξεις τη δουλειά σου; Πότε σε παρακάλεσα να με πας πουθενά; Κι έναν περίπατο, που κάνομε μαζί, εσύ με βιάζεις. Τα ξέρεις καλά. Εγώ δε θέλω τίποτε για τον εαυτό μου. Κι αν στενοχωριέσαι και τις λίγες ώρες που μένεις μαζί μου στο σπίτι, αν θέλεις να πηγαίνεις στον κόσμο, να μένεις με τους φίλους σου, να κάνεις τη ζωή, που ήσουνα συνηθισμένος, ελεύθερος είσαι. Από μένα παράπονο δε θ’ ακούσεις. Καλύτερα το ’χω να στενοχωρεθώ εγώ, παρά να σε βλέπω έτσι κάθε μέρα. Γιατί λοιπόν; Τι με τρώγεσαι; Τι σου ’φταιξα εγώ; Σε τι σου ’φταιξα;
Την είχε πάρει το παράπονο κι από τα μάτια της κυλούσαν τα δάκρυα, βουβά, χωρίς κλάμα, χωρίς λυγμό, σα ν’ ανέβαιναν από μια μυστική ανάβρα. Ο Άλκης είχε καταλάβει πως ήτανε κακός, μετανοούσε για τα λόγια, που είχε πει. Του ήρθε μια στιγμή να σκύψει σαν πάντα στη μικρή του αγαπημένη και να στεγνώσει τα δάκρυα αυτά μ’ ένα θερμό φιλί. Σκέφθηκε όμως, πως προτιμότερη για τη στιγμή αυτή θα ήτανε η ψυχρή λογική, που θα ’κρυβε τη μεταμέλειά του και, μαζί μ αυτή, την ενοχή του. Η Μαρία έτσι θα καταλάβαινε, ότι τα λόγια που είχε πει, δεν του τα είχε υπαγορέψει ένα βαριέστισμα από τη νέα του ζωή και η ιδέα πως εκείνη του ήτανε εμπόδιο στο βίο του, αλλά μια ειλικρινή φροντίδα γι’ αυτήν την ίδια και για την ευτυχία της.
— Άκουσε να σου πω, παιδί μου! της είπε, χωρίς να σαλέψει καθόλου από τη θέση του και χωρίς να δείξει πως τον είχανε συγκινήσει τα δάκρυά της. Με το να κλαις και να σε παίρνει το παράπονο, κάθε φορά που πάω να σου πω δυο λόγια, θα με κάνεις να μην μπορώ πια να σου μιλήσω.
— Δε σ’ εμπόδισα να μιλήσεις! μουρμούρισ’ εκείνη, σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
— Μα μ’ εμποδίζεις βέβαια! Γιατί, όταν σε βλέπω να παρεξηγείς κάθε λόγο μου και να φαντάζεσαι ένα σωρό ανοησίες, κάθε λίγο και λιγάκι, δεν μπορώ φυσικά να σου μιλήσω ελεύθερα, όπως μιλεί ένας άνδρας στη γυναίκα του. Τι θέλεις λοιπόν; Να σου κρύβω τι σκέπτομαι ή να σου λέω πράματα, που δεν αισθάνομαι; Δεν πιστεύω να σου αρέσει αυτό.
— Μα γι’ αυτό ίσια ίσια παραπονιέμαι! του είπ’ εκείνη. Γιατί καταλαβαίνω πως κάτι μου κρύβεις, γιατί νοιώθω στα λόγια σου πως δε μου λες ό,τι έχεις στην καρδιά σου. Όχι, Άλκη! Δεν είσαι όπως ήσουνα. Το βλέπω, το καταλαβαίνω. Κάτι έχεις, που δε μου το λες. Και καταλαβαίνω πως εγώ είμαι η αίτια, εγώ!
Δυο δάκρυα βουβά κυλίσανε πάλι στα μάγουλά της.
— Αυτά είναι ανοησίες! είπε, προσπαθώντας να δώσει ένα τόνο αδιάφορο στη φωνή του ο Άλκης. Πρέπει να κατάλαβες, ότι καθετί που σου λέω είναι για το καλό σου, για το καλό και των δυο μας. Αλλοίμονο αν πάρεις τη συνήθεια να κάνεις μια ζωή καλογριάς μέσα στην Αθήνα! Δε θα πάρεις ποτέ απόφαση να το κουνήσεις αποδώ μέσα. Κι ο κόσμος, με όλο του το δίκιο, θα νομίσει πως είσαι καμιά κουτή ή και καμιά σακάτισσα ακόμα, που ντρέπομαι να σε παρουσιάσω στους ανθρώπους.
— Έμενα δε με μέλει για τον κόσμο! είπε η Μαρία.
— Με μέλει όμως εμένα, που είμαι άνδρας σου. Γιατί εμένα, επιτέλους, θα κατηγορήσουν, θα με πάρουν για ένα βάναυσο άνθρωπο ή ένα γελοίο ζηλιάρη. Όλοι όσοι με γνωρίζουν, με ρωτούν για σένα, μου λένε την επιθυμία τους να σε γνωρίσουν, περιμένουν να σε ιδούν κάποτε μαζί μου. Αναγκάζομαι να βρίσκω ένα σωρό προφάσεις για να δικαιολογήσω την ανεξήγητη αυτή στάση σου. Ως πότε θα κρατήσει αυτό το πράμα; Καταλαβαίνεις πως είμαι γιατρός, πως θα ζήσω μέσα σ’ αυτή την κοινωνία. Πρέπει ν’ ανοίξομε κι εμείς κάποτε το σπίτι μας, να κάνουμε σχέσεις. Πολύ καλός είναι κι ο Κώστας, πολύ καλή και άξια και η Μίνα, που ’ρχονται οι άνθρωποι και μας κάνουν λίγη συντροφιά. Δεν μπορούμε όμως να περάσουμε όλη μας τη ζωή με δυο ανθρώπους. Στο τέλος θα μας βαρεθούνε κι αυτοί. Τι θα γίνει τότε; Και το κάτω κάτω της γραφής, δεν καταλαβαίνω, γιατί και καλά επιμένεις να κρύβεσαι από τον κόσμο; Μια γυναίκα σαν κι εσένα...
— Άφησε τα αυτά, Άλκη, άφησε τα να σε χαρώ! του είπε.
Εκείνος θέλησε, τελειώνοντας, να κολακέψει την αδυναμία της γυναίκας.
— Μια γυναίκα σαν κι εσένα, εξακολούθησε, όμορφη, χαριτωμένη, με τη φυσική ευγένεια που έχεις απάνω σου και που ξέρεις καλά, ότι οι Σταλίδηδες κι ο Κώστας έχουν να κάνουν γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισαν, δε βλέπω τι λόγο έχει να ντρέπεται τον κόσμο; Τι σου λείπει; Είσαι καλύτερη από την καθεμιά. Αν στενοχωριούμαι λοιπόν κι αν σου γκρινιάζω, νομίζω πως δεν έχω άδικο. Το πείσμα σου αυτό το ανεξήγητο πρέπει να καταλάβεις πως μου πειράζει τα νεύρα.
— Δεν είναι πείσμα, Άλκη! μουρμούρισε, με παράπονο, η Μαρία. Δεν είναι πείσμα!
— Αλλά τι είναι λοιπόν; Δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να είναι.
Μείνανε λίγη ώρα και οι δυο σιωπηλοί, μέσα στη νυχτερινή ησυχία του δωματίου, καθισμένοι ο ένας αντίκρυ στον άλλο, κοιτάζοντας κι οι δυο χαμηλά, σαν ν’ ακολουθούσαν, καθένας χωριστά, τη δική του σκέψη.
— Τι θέλεις, επιτέλους; είπε, κόβοντας τη σιωπή η Μαρία, σαν να πήρε μια ξαφνική απόφαση. Πες μου τι θέλεις, να το κάνω. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Δε θα σου πω πια όχι για τίποτε. Είσαι ευχαριστημένος τώρα;
Ο Άλκης σηκώθηκε από το γραφείο του, πήγε κοντά της και έκλεισε το μικρό της ξανθό κεφαλάκι στην αγκαλιά του.
— Βλέπεις λοιπόν, της είπε, πως όταν είσαι λογική, συνεννοούμεθα θαυμάσια; Θα ιδείς τώρα πως δεν είμαι γκρινιάρης, όπως με νομίζεις.
Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε γλυκά, ευχαριστημένη που τον είχε ευχαριστήσει.
— Έλα τώρα! της είπε. Πήγαινε να πλαγιάσεις. Τα ματάκια σου κάνουν πουλάκια απ’ τον ύπνο.
— Δε νυστάζω καθόλου! του είπ’ εκείνη. Είμαι κουρασμένη. Δεν ξέρω τι έχω... Εσύ θα μείνεις ακόμα;
— θα μείνω λιγάκι να εργασθώ. Δεν εργάσθηκα καθόλου σήμερα.
— Καληνύχτα λοιπόν.
— Καληνύχτα, μικρούλα μου.
Φιλήθηκαν στο στόμα. Ο Άλκης, ακουμπισμένος απάνω στο γραφείο του, την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς προχωρούσε ράθυμα προς τη θύρα του δωματίου. Και όταν έκλεισε πίσω της τη θύρα, μια σκέψη άρχισε να δουλεύει στο μυαλό του, που δεν είχε τολμήσει να σταματήσει σ’ αυτήν, όσο ήτανε ακόμα η Μαρία στα δωμάτιο. Του φάνηκε πως κάτι είχε αλλάξει απάνω της. Το βήμα της του είχε φανεί τώρα βαρύ, άχαρο. Δεν ήτανε το φτερωτά εκείνο περπάτημα του ζαρκαδιού, που έφερνε κοντά του τη μικρή του αγάπη μέσα στα έλατα. Την ξαναείδε στη θέση της, απέναντι στα γραφείο του, λίγο πρωτύτερα, την ώρα που μιλούσανε. Συμμαζεμένη μέσα στη βαθιά, πέτσινη πολυθρόνα καθότανε τόσο άβολα, σαν να τη στενοχωρούσε το θαυμάσιο, αναπαυτικά έπιπλο. Και όμως, πόσες φορές, βλέποντάς την καθισμένη απάνω σ’ ένα βράχο, σκεπασμένο από το βοστρυχωτό βρύο του δάσους, δεν την είχε ονειρευθεί σα μακρινή μαρκησία, σε μια βελουδένια πολυθρόνα, ν’ απλώνει το χέρι της στα χειροφιλήματα ωραίων ιπποτών, σκεπασμένων με νταντέλες; Έπειτα, την ώρα που άνοιξε τη θύρα να βγει, του φάνηκε πως έκανε ένα κίνημα πρόστυχο, που του θύμισε, κι αυτός δεν ήξερε πως, ένα κίνημα καμαριέρας, που βιάζεται να τρέξει στο κουδούνισμα της κυρίας της. Και όμως, στο βουνό απάνω, δεν της είχε ιδεί ένα κίνημα, ένα σάλεμα χεριού, που να μην ήτανε μια ευγενική αρμονία. Ύστερα θυμήθηκε μερικές άλλες λεπτομέρειες, κάποια μικροπράματα που του είχαν φανερωθεί στην Αθήνα. Είχε αλλάξει λοιπόν τόσο πολύ το θαυμαστό αυτό πλάσμα, ή ήτανε παραξενιά δική του; Κάτι ένοιωθε να κρυώνει μέσα του από τον πρώτο του, το φλογερό θαυμασμό. Κι αυτό του έκανε λύπη για τον εαυτό του και για το πλάσμα, που τόσο είχε αγαπήσει και που ήθελε να το λατρεύει πάντα με την ίδια, την παλιά του φλόγα.
Έπνιξε γρήγορα στο νου του τους παράξενους αυτούς στοχασμούς, σα να ήτανε λόγια ζωντανά, που έτρεμε μήπως φτάσουν στ’ αυτιά της Μαρίας. Και κάθισε στο γραφείο του, αποφασισμένος να εργασθεί ως τις πρωινές ώρες, ξεχνώντας πως στο διπλανό δωμάτιο αναπαυότανε, γυμνό, λαχταριστό από έρωτα, το ωραίο εκείνο σώμα, που είχε σταθεί ο μεγαλύτερος μαγνήτης της ζωής του, ο μαγνήτης που έσερνε άλλοτε όλα τα μόρια του είναι του, κάθε αίσθηση, κάθε σκέψη, κάθε λογισμό, κάθε επιθυμία, κάθε λαχτάρα, σα μια λεπτότατη σκόνη από ρινίσματα σιδήρου, τρελή να ενωθεί με το μαγικά μέταλλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΕ' 

Η Μίνα στις φιλικές προσκλήσεις που είχε κάνει για το τσάι της Κυριακής εκείνης — ύστερα από ένα μήνα, που δεν είχε δεχτεί εξαιτίας το τελευταίο της κρυολόγημα — είχε προσθέσει και τα λίγα αυτά λόγια: «Θα είναι και το Αγριολούλουδο». Απαράλλαχτα, όπως θα ’γραφε: «Θα χορέψουν» ή «Θα παίξουν χαρτιά». Η παρουσία δηλαδή της νέας κ. Κράλη, που ήτανε γνωστή στους φιλικούς κύκλους της Μίνας με το ποιητικό αυτό όνομα, που της είχε δώσει η ίδια, είχε τονισθεί έτσι, σα μια εξαιρετική έλξη της απογευματινής.
Η Μίνα, όταν έμαθε από το φίλο της, πως η γυναίκα του ήταν αποφασισμένη να ’ρθει στο πρώτο τσάι, που θα ’δινε μετά την αρρώστια της, είχε ευχαριστηθεί εξαιρετικά. Ήτανε η πρώτη, που είχε συστήσει στον Άλκη να μην αφήσει τη Μαρία να πάρει τη συνήθεια της μοναξιάς, που δύσκολα θα μπορούσε να την ξεκολλήσει ύστερα από πάνω της.
— Το καταλαβαίνω — του είχε πει — ότι στην πρώτη της παρουσία στον κόσμο η Μαρία θα ’χει το τ ρ α κ που παθαίνουν και οι πιο προικισμένοι καλλιτέχνες στο πρώτο αντίκρισμα του Κοινού. Είναι τόσο φυσικό. Αλλά η μικρούλα σας είναι τόσο έξυπνη, έχει τόσο μπον σανς και μια τόσο έμφυτη δύναμη προσαρμογής, ώστε γρήγορα θα κατανικήσει την πρώτη της δειλία και θα βρεθεί στα νερά της, σαν να είχε πάντα ζήσει μέσα στον καινούργιο κόσμο που την φέρνετε.
— Επιτέλους πρέπει να πέσει κανείς στη θάλασσα — είχε προσθέσει εύθυμα ο Άλκης — για να μάθει να κολυμπά. Κάποτε πρέπει κι η Μαρία να πάρει το θάρρος αυτό. Και είναι ευτύχημα, που κατόρθωσα, με χίλια βάσανα, να της το δώσω.
— Πρέπει να λογαριάσετε και κάτι άλλο — είπε η Μίνα. Στο σπίτι το δικό μου δεν είναι, όπως θα ήτανε σε κάθε άλλο σπίτι. Πρώτα θα είμαι εγώ κοντά της. Και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό, σε μερικές δύσκολες στιγμές, που μπορούν να παρουσιασθούν για κάθε άνθρωπο, όταν βρεθεί μέσα σ’ έναν κύκλο, που δεν ξέρει τις συνήθειές του. Έπειτα πρέπει να ξέρετε, ότι πρόσεξα πολύ στους καλεσμένους μου αυτή τη φορά. Και μπορείτε να είσθε βέβαιος, ότι όσοι και όσες θα ’ρθουν στο σπίτι μου, έχουν ακούσει τόσα καλά από μένα για τη Μαρία, ώστε έρχονται να γνωρίσουν το Αγριολούλουδό μας με την πιο συμπαθητική διάθεση και χωρίς τις κακές περιέργειες, που θα μπορούσατε να φοβηθείτε. Σε κάθε περίσταση, ο κόσμος μου δε θα ’χει καμιά σχέση βέβαια με τον κόσμο που εξακολουθεί να δηλητηριάζει η περίφημη θεία σας.
Ο Άλκης, γεμάτος ευγνωμοσύνη για τις ευγενικές προσπάθειες της καλής του φίλης, δεν ήξερε πως να την ευχαριστήσει.
— Αν δεν ήσαστε εσείς, δεσποινίς Μίνα, στην Αθήνα — της είχε πει — βεβαιωθείτε πως δε θ’ αποφάσιζα ποτέ να φέρω τη Μαρία στην Αθήνα. Αν ξέρατε πόσο μας συγκινεί και τους δυο η αγάπη σας κι η καλοσύνη σας.
— Ελάτε, αφήστε τα αυτά! τον διάκοψε η Μίνα. Είναι ανάγκη τώρα να μανουβράρουμε κι οι δυο μας, γιατί από την πρώτη εντύπωση που θα λάβει η Μαρία στη νέα της ζωή, κρέμονται πολλά πράματα. Είναι φυσικά τόσο εύθικτη, όχι όπως θα ήτανε μια γυναίκα κατώτερης ανατροφής, έτοιμη να παρεξηγεί το καθετί. Ίσια ίσια αυτού του είδους οι γυναίκες — παρατηρήστε τις υπηρέτριές μας που φέρνουμε από τα χωριά! — δεν αργούν να πάρουν όλα τα θάρρη. Έχουν το τουπέ της αμάθειας και, με την παραμικρότερη ελευθερία, που θα τους δώσετε, νομίζουν πως είναι καλύτερες από την καθεμιά. Είδατε τι έχουν πάθει όλοι οι άνδρες που παρασύρθηκαν να παντρευτούν τέτοιες γυναίκες. Στο τέλος τους έγιναν τύραννοι, όπως δε θα τους γινότανε ποτέ μια κόρη με ανώτερη ανατροφή. Η Μαρία όμως είναι εύθικτη από μια ανώτερη ευαισθησία, που, όσο κι αν την έχει έμφυτη, δεν είναι λιγότερο αριστοκρατική. Κι αν φοβούμαι γι’ αυτήν, δε φοβούμαι μήπως εκείνη βρεθεί πρόστυχη μπροστά στις κυρίες του καλού κόσμου που θα συναντήσει, αλλά μήπως οι κυρίες του καλού κόσμου βρεθούν σε στιγμές προστυχιάς απέναντί της. Γι’ αυτό σας είπα ότι πρόσεξα πολύ τους καλεσμένους μου της Κυριακής.
Πράγματι η Μίνα είχε κάμει τις προσκλήσεις της με μια εξαιρετική προσοχή. Και είχε κάμει την εισαγωγή της Μαρίας στους φίλους της, όπως ένας καλόβουλος κριτικός κάνει την εισαγωγή σ’ ένα έργο, που το θαυμάζει κι αγαπά ο ίδιος και θέλει να κάνει και τους άλλους να το θαυμάσουν και να το αγαπήσουν. Εννοείται ότι στη Μαρία, που την είχε ιδεί πολλές φορές στο μεταξύ αυτό, δεν έκανε καθόλου λόγο για την απογευματινή της, και μόνο μια φορά της είπε, εντελώς αδιάφορα, αφού είχε βεβαιωθεί από τον Άλκη για την απόφασή της:
— Ελπίζω, Μαρία, πως δε θα μας λείψεις την Κυριακή, θα σε περιμένουμε χωρίς άλλο με τον άνδρα σου.
Και με τη λεπτή γνώση που είχε της γυναικείας ψυχολογίας, είχε συστήσει και στον Άλκη να μην πολυμιλεί για την πρόσκλησή της στη Μαρία και να μην την κάνει ζήτημα. Έτσι όλα είχαν προετοιμαθεί, με το σοφότερο τρόπο, για την πρώτη εμφάνιση της δροσερής κόρης του βουνού μέσα στον κουρασμένο και δύσκολο κόσμο των Αθηνών.
Ήτανε η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Η δεσποινίς Σταλίδη που αγαπούσε να μένει μακριά από τις πολυθόρυβες γιορτές των Αθηνών, περίμενε εκείνο το απόγευμα στο τσάι της λίγους καλεσμένους της, που θα ήθελαν ν’ απομονωθούν κι αυτοί από τ’ αποκριάτικα όργια. Στο ειρηνικό σαλόνι της δεσποινίδος Σταλίδη δεν έφθανε το κύμα της τρελής ζωής και η παρδαλή προστυχιά της μασκαράτας. Από τους πρώτους έφθασαν ο Άλκης με τη γυναίκα του. Ο Άλκης είχε σκεφθεί ότι σοφότερο θα ήτανε, για τη φυσική και δικαιολογημένη συστολή της Μαρίας, να μη βρεθούνε μέσα σ’ ένα γεμάτο σαλόνι, ηλεκτρισμένο από όλων των ειδών της περιέργειες για το Αγριολούλουδό του. Και είχε βιαστεί να φτάσει κάπως νωρίτερα ακόμα, από όσο έπρεπε, τόσο που αναγκάσθηκε να δικαιολογηθεί στην καλή του φίλη.
— Σας ήρθαμε λιγάκι νωρίς, δεσποινίς Μίνα... είπε. Εμείς οι επαρχιώτες όμως, βλέπετε, είμαστε πάντα βιαστικοί!
— Καλύτερα! Καλύτερα! είπε η Μίνα, αφού φίλησε αδελφικά τη μικρή της φιλενάδα. Έτσι θα μπορέσουμε να τα πούμε λιγάκι και μόνοι μας. Αυτό έλειπε, να πηγαίνουμε τώρα με το πρωτόκολλο μεταξύ μας.
Καθίσανε σε μια συμπαθητική γωνίτσα του σαλονιού.
— Και η Μαρία — πρόσθεσε μ’ έναν εγκάρδιο και ανυπόκριτο θαυμασμό η Μίνα — είναι σήμερα στις ομορφιές της. Ποτέ δεν την είδα ωραιότερη.
Η Μαρία κοκκίνισε, σαν πάντα, και χαμήλωσε τα μάτια της, χωρίς ν’ απαντήσει. Δεν ήτανε συνηθισμένη να βρίσκει εύκολα μιαν απάντηση σε μια κολακευτική φιλοφρόνηση. Αλλά και ποτέ δεν ριψοκινδύνευε μια άστοχη έκφραση. Είχε έμφυτη τη σοφή τέχνη της σιωπής, στις δύσκολες στιγμές, όπως δεν την έχουν πολλοί άνθρωποι του κόσμου. Και η σιωπή της, χρω-ματισμένη από το συμπαθητικό ρόδισμα μίας δροσερότατης παρθενικής ντροπής, έπαιρνε πάντα μια γοητευτική ευγλωττία κι έλεγε περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσανε να πούνε τα χείλη της.
Ο Άλκης αποκρίθηκε αντί της γυναίκας του, στη θαυμαστική φιλοφρόνηση, μ’ ένα εύθυμο πνεύμα.
— Ξέρετε, δεσποινίς Μίνα, είπε, ότι μου χαλάτε τη γυναίκα μου μ’ αυτούς τους θαυμασμούς σας! Σιγά σιγά θα την κάνετε να το πιστέψει κι η ίδια πως είναι ωραία.
Η Μαρία πράγματι ποτέ δεν ήτανε τόσο ωραία όσο αυτή τη στιγμή. Η κάποια συγκίνησή της, από την ιδέα του καινούργιου κόσμου, που θα ’βλεπε σε λίγο, η αχνή φλόγα του αίματος, που είχε κάμει ν’ ανθίσουν δυο χλωμά τριαντάφυλλα στα μάγουλά της, τα μεγάλα γαλανά της μάτια, εξαιρετικά φωτεινά και υγρά, ανοιγμένα τώρα σαν από κάποια μυστική έκσταση, και οι δειλοί κυματισμοί του λυγερού κορμιού της, της έδιναν μια γοητεία, που θύμιζε και στον Άλκη ακόμα το πρώτο φανέρωμα της παρθένας, που είχε μαγέψει την ψυχή του μέσα στις ερωτικές σκιές του δάσους.
Μιλήσανε αρκετή ώρα για πράματα αδιάφορα. Η Μίνα προσπαθούσε να δώσει στη μικρή της φιλενάδα κάποιο θάρρος για την περίσταση, να την παρασύρει τεχνικά στη συνήθεια της ομιλίας και ίσως να μαντεύσει, ποια θέματα θα της ήσαν πιο ευχάριστα και πιο άνετα για μια γενικότερη κ ο ζ ε ρ ί κατόπιν, που να μπορούσε να μην αφήσει ξένη τη Μαρία. Μάντευε κανείς στις προσπάθειες αυτές της Μίνας τη στοργική επιθυμία της για μια επιτυχία της μικρής της φιλενάδας στο πρώτο της κοσμικό φανέρωμα, επιθυμία νέας μητέρας ή μεγαλύτερης αδελφής, που οδηγούν για πρώτη φορά στον κόσμο μια μικρή τους αγαπημένη.
— Και πού πήγατε αυτές τις ημέρες, Μαρία; ρώτησε. Ο άνδρας σου μου ’λεγε ότι με τις θαυμάσιες αυτές λιακάδες είχε σκοπό να σου δείξει λιγάκι την Αθήνα μας. Πιστεύω πως δε με γέλασε.
— Ναι, είπε η Μαρία. Πήγαμε σε πολλά μέρη. Προχθές είχαμε πάει ως την Ακρόπολη. Φαντασθείτε...
— Φαντάσου... τη διόρθωσε η Μίνα. Δεν είπαμε, κακό κορίτσι;
— Φαντάσου... εξακολούθησε η Μαρία, σα μικρή μαθήτρια, που τη διορθώνει η δασκάλα της — πως τόσον καιρό, που έχομε στας Αθήνας, δεν είχα καταφέρει ακόμα να ανεβώ στην Ακρόπολη. Και μου είχε τόσες φορές μιλήσει ο Άλκης στο χωριό...
— Αυτό μη σου κάνει εντύπωση... της είπε χαμογελώντας η Μίνα. Από τις κυρίες που θα ιδείς σε λιγάκι εδώ, είναι πολλές που έχουνε χρόνια κάτω από την Ακρόπολη και δεν αξιώθηκαν ακόμα να τη γνωρίσουν από κοντά.
— Εχθές πήγαμε στο Μουσείο... εξακολούθησε η Μαρία. Ο Άλκης μου εξήγησε τόσα ωραία πράματα...
Η Μίνα προσπαθούσε να ψαρέψει τις εντυπώσεις της αθώας χωριατοπούλας από τους αρχαιολογικούς της αυτούς περιπάτους και από το αντίκρισμα της νέας ζωής στους δρόμους και στα κέντρα της πρωτεύουσας. Η Μαρία απαντούσε μ’ έναν τρόπο πολύ ευπρόσωπο και με μια χαριτωμένη αντίληψη, που έκανε εντύπωση στη Μίνα. Δεν είχε πει μια λέξη, που να προδώσει κάποια αστεία παρεξήγηση ή ένα πρόστυχο γούστο. Χωρίς να θέλει να δείξει περισσότερα από ό,τι ήτανε φυσικό να ξέρει και να καταλαβαίνει, κρατούσε ένα σοφό μέτρο στην ομιλία της. Και η ομορφιά της και η χάρη της έδιναν κάποια ξεχωριστή συμπάθεια και στις μικρές της αφέλειες ακόμα.
Από τους πρώτους καλεσμένους που έφτασαν, ύστερ' από τον Άλκη με τη γυναίκα του, ήτανε η κυρία Δάφνη, χήρα στρατηγού, με την κόρη της, μια από τις κομψότερες και πιο μορφωμένες κόρες των Αθηνών. Η Μίνα έκανε την παρουσίαση της Μαρίας — ο Άλκης ήτανε γνωστός στην οικογένεια του στρατηγού, είχε γίνει μάλιστα κάποτε λόγος για κάποια παλιά του συμπάθεια προς την δεσποινίδα — και η ομιλία γύριζε στα γενικά και ανούσια λόγια των πρώτων γνωριμιών. Η κ. Δάφνη ρώτησε τη Μαρία, αν είχε ξαναέρθει στην Αθήνα, εκείνη αποκρίθηκε πως ήτανε η πρώτη φορά, η δεσποινίδα ζήτησε να μάθει την εντύπωσή της από την ωραία πρωτεύουσα, η Μαρία είπε λίγα λόγια τυπικού θαυμασμού και η Μίνα έπειτα γύρισε την ομιλία σ’ ένα οποιοδήποτε θέμα, για να ξεκουράσει τη μικρή της φιλενάδα, που φαινότανε κάπως κουρασμένη από την άκακη μα ενοχλητική πάντα ανάκριση της κυρίας και της δεσποινίδος Δάφνη.
Ένα βλέμμα όμως, που είχαν ρίξει μητέρα και κόρη στη Μίνα και τον Άλκη, έδειχνε πόσο η ομορφιά και η χάρη της νέας νυφούλας τις είχε ενθουσιάσει.
Σιγά σιγά ήρθαν και οι άλλοι, λίγοι, ακόμα, καλεσμένοι της Μίνας. Η παρουσίαση έγινε τυπικότερα τώρα, και σε λίγο σερβιρίσθηκε το τσάι. Η Μίνα είχε πάρει κοντά της τη Μαρία στο τραπέζι, ο γέρος Σταλίδης ήτανε αεικίνητος και εξαιρετικά φλύαρος, παίρνοντας το τσάι του στο πόδι, κατά τη νευρική του συνήθεια, και ο Άλκης είχε καθίσει κοντά στη δεσποινίδα Δάφνη, που του έκανε διάφορες εύθυμες ερωτήσεις, αν έκρινε κανείς από το γελαστό τόνο, που της απαντούσε εκείνος, και από τα μικρά, ζωηρά γέλια, που έκοβαν την ομιλία τους. Έπειτα γενικεύθηκε η ομιλία σε κάποιο κοινό θέμα της ημέρας και η συναναστροφή είχε πάρει τη συνηθισμένη ζωηρότητα σ’ αυτές τις στιγμές.
Η Μίνα όμως, που είχε δώσει το γενικόν αυτό τόνο στην ομιλία, με την ελπίδα να κινήσει το ενδιαφέρον της μικρής της φιλενάδας, και που της έκανε πότε πότε μικρές ερωτήσεις για να την παρασύρει στην απλή και εύθυμη εκείνη συζήτηση, φαινότανε στενοχωρημένη τώρα.
Η Μαρία, που είχε μιλήσει σχετικώς με πολύ θάρρος στην αρχή με τη δεσποινίδα Δάφνη, είχε χάσει διαμιάς όλο της το θάρρος. Δε μιλούσε σχεδόν καθόλου και απαντούσε δύσκολα στις ερωτήσεις της Μίνας, σχεδόν με μονοσύλλαβα. Η στενοχώρια της Μίνας σε λίγο είχε μεταδοθεί σε όλη τη συντροφιά. Είχαν αρχίσει να αισθάνονται όλοι, ότι κάποιος από τη συντροφιά έμενε ξένος μεταξύ τους, και όπως συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές, κάποια δυσφορία είχε σκορπισθεί τριγύρω, που δεν ήτανε άσχετη με κάποια, συμπάθεια για το φτωχό ωραίο πλάσμα, που ένοιωθαν όλοι την αθώα του στενοχώρια μέσα στον κύκλο τους.
Ο Άλκης μονάχα φαινότανε πως δεν είχε πάρει είδηση από όλη αυτή την κατάσταση, αφοσιωμένος στην ομιλία του με τη θελκτική δεσποινίδα. Ίσως και να μην ήθελε να φαίνεται πολύ ερωτευμένος με τη γυναίκα του — είχε πάντα ένα υπερβολικό φόβο του γελοίου — ίσως να μην ήθελε να προσέξει πολύ τη Μαρία για να μην αυξήσει την ταραχή της, που την είχε μαντέψει από κάποιες λοξές ματιές, που της είχε ρίξει στο μεταξύ.
Η ταραχή της Μαρίας είχε αρχίσει πια να γίνεται φανερή. Αφού πήρανε το τσάι και σκορπίστηκαν στο σαλόνι — η δεσποινίδα Δάφνη επρόκειτο να παίξει στο πιάνο κάποιο κομμάτι που της είχε ζητήσει επίμονα η Μίνα, για να βάλει ένα μουσικό διάλειμμα στην ομιλία που είχε ατονήσει εξ αιτίας της Μαρίας — ο Άλκης πρόσεξε, ότι η καλή του προστάτρια είχε πάρει μαζί της τη γυναίκα του και είχανε καθίσει στο ντιβάνι της γωνίας, κοντά στο μεγάλο παράθυρο. Η Μίνα κάτι έδειχνε, προς τη χλοερή απόσταση των κήπων, στη Μαρία, σα να προσπαθούσε ν’ αποσπάσει τη προσοχή της από τον κόσμο του σαλονιού. Έκαμ’ ένα κίνημα στενοχώριας, που έδειχνε ότι η κατάσταση αυτή τον ενο-χλούσε και ίσως τον ντρόπιαζε. Ο φόβος του γελοίου, που τον είχε σε νοσηρό βαθμό μέσα του, φαινότανε πως τον τυραννούσε ζωηρότερα τώρα. Και βρήκε φρόνιμο και αξιοπρεπέστερο να μην πλησιάσει καθόλου προς το μέρος, όπου η καλή Μίνα ήταν ενασχολημένη με την ανέλπιστη ταραχή της μικρής της φιλενάδας.
Προχώρησε με νευρικά βήματα προς το πιάνο, όπου η δεσποινίδα Δάφνη είχε απλώσει, τη στιγμή αυτή, μ’ ένα κίνημα τελετουργίας, τα ωραία της, λεπτά δάχτυλα απάνω στα κόκαλα, στάθηκε σιμά της και άρχισε να γυρίζει, όσο έπαιζε, τα φύλλα του μουσικού τετραδίου. Η Μαρία από τη γωνίτσα του σαλονιού, όπου την είχε παρασύρει η ανήσυχη στοργή της Μίνας, τον ακο-λουθούσε με κλεφτά βλέμματα, που μοιάζανε με δειλά, παραπονεμένα, τόσο συμπαθητικά ερωτηματικά.
Όταν τελείωσε η δεσποινίδα Δάφνη, ευχαρίστησε μ’ ένα χαριτωμένο κίνημα του κεφαλιού τον Άλκη, ενώ εκείνος ένωνε με τα χειροκροτήματα των άλλων καλεσμένων τα συγχαρητήριά του για τη θαυμαστή πράγματι εκτέλεσή της εμψυχωμένη από ένα βαθύ αίσθημα.
— Δε δέχομαι τα κομπλιμέντα σας· του είπ’ εκείνη με κάποια τύψη.
— Δε σας καταλαβαίνω... έκαμε αδιάφορα ο Άλκης.
— Φαντάζομαι πως η γυναίκα σας ζηλεύει... είπε πονηρά η δεσποινίδα Δάφνη.
— Θα ήτανε πολύ ανόητη!
— Εγώ τουλάχιστον στη θέση της...
— Θα ζηλεύατε:
— Αν με είχατε παραμελήσει όλο το απόγεμα, όπως κάνετε με τη γυναίκα σας... Καλέ, εσείς δεν της είπατε μια λέξη από την ώρα που είμαστε εδώ! Θα ’λεγε κανείς πως έχετε δέκα χρόνια παντρεμένοι.
Ο Άλκης έκαμ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο.
— Μ’ επιπλήττετε δηλαδή, μαντμουαζέλ;
— Απάνω κάτω... Να ’χετε μια τόσο όμορφη γυναικούλα και τόσο καλή, όπως φαίνεται, και να της φέρνεσθε έτσι, είσθε ασυχώρετος! Ελάτε! Πηγαίνετε στη γυναίκα σας! Δε βλέπετε, πώς σας κοιτάζει η καημένη;
Ο Άλκης είχε γοητευθεί με τον χαριτωμένο τρόπο, που τον πείραζε η δεσποινίδα Δάφνη. Κι έκανε τώρα τη σύγκριση της κομψής κι έξυπνης κόρης των Αθηνών με τη Μαρία. Ίσως να ήταν ωραιότερη η Μαρία. Αλλά της έλειπε, χωρίς άλλο, η λεπτή εκείνη χάρη και η σοφή φιλαρέσκεια της Αθηναίας, που κάποια διπλή αστραπή από δυο υγρά, έξυπνα μάτια και από μια σειρά λευκών δοντιών, είχε φωτίσει, τη στιγμή αυτή, μ’ ένα επαφρόδιτο χαμόγελο το μελαχρινό πρόσωπό της.
— Θα υπακούσω στη διαταγή σας, αφού το θέλετε! είπε πειραγμένος λιγάκι.
Την ίδια στιγμή, καθώς γύρισε προς το μέρος του ντιβανιού, που ήτανε καθισμένη η Μίνα με τη γυναίκα του, η δεσποινίδα Σταλίδη του έγνεψε από μακριά. Εκείνος προχώρησε ανόρεχτα στην πρόσκληση.
— Ελάτ’ εδώ! Σας θέλω... του είπε η Μίνα, όταν πλησίασε.
Κοντά τους ήταν η κ. Δάφνη, η χήρα του στρατηγού, και ο κ. Σταλίδης, που προσπαθούσε να διασκεδάσει τη μικρή, παλιά του συμπάθεια του δάσους με τη φλυαρία του.
— Η γυναίκα σας, κύριε Άλκη — του είπε η Μίνα — δεν αισθάνεται τόσο καλά. Φοβούμαι μήπως έχει αρπάξει τίποτε θέρμες του τόπου. Μολονότι είσθε γιατρός, θα σας συμβούλευα να την προσέξετε.
— Δεν έχω τίποτε... είπε η Μαρία, θα μου περάσει. Ίσως είμαι λιγάκι κρυωμένη.
— Καλέ, πού θέρμες τέτοια εποχή; είπε ο Άλκης στη Μίνα.
Και γυρίζοντας προς τη γυναίκα του, τη ρώτησε ψυχρά.
— Αισθάνεσαι τίποτε, Μαρία; Αν δεν είσαι καλά, να πάμε στο σπίτι.
Μιλούσε πάντα με τον ίδιο φόβο, μήπως φανεί πολύ τρυφερός στη γυναίκα του.
— Όχι! του είπ’ εκείνη. Λιγάκι πονοκέφαλο έχω, αλλά δεν είναι τίποτε...
Είχε γίνει χλωμή άξαφνα και το κάτω της σαγόνι έτρεμε ελαφρά, σα να της περνούσε μια κρυάδα στο σώμα.
Είχανε πλησιάσει και οι άλλοι καλεσμένοι στον όμιλο. Η Μίνα επωφελήθηκε να μιλήσει σε όλους για την κακοδιαθεσία της Μαρίας, με το σκοπό να εξηγήσει έτσι το τρακ που είχε πάθει το φτωχό πλάσμα.
— Οι γιατροί, είπε, είναι αληθινός κίνδυνος για τους δικούς τους, με την κλασσική τους αδιαφορία. Είναι τόσο συνηθισμένοι να πληρώνονται για να κάνουν τη δουλειά τους, ώστε παύουν να είναι γιατροί μέσα στα σπίτια τους.
Γελάσανε όλοι, περιμένοντας να ιδούν, πού ήθελε να κατασταλάξει η δεσποινίδα Σταλίδη.
— Ορίστε ένας γιατρός — εξακολούθησε, δείχνοντας τον Άλκη — που χρειάσθηκε να τον βεβαιώσω εγώ, πως η γυναίκα του έχει πυρετό. Φαντασθείτε!
— Η κυρία είναι κακοδιάθετη; ρώτησαν μ’ έναν τρόπο, που προσπαθούσαν να τον κάνουν εγκάρδιο, μερικές κυρίες.
Η Μαρία προσπάθησε να χαμογελάσει.
— Δεν είναι τίποτε! ξαναείπε η Μίνα. Η κυρία Κράλη είναι τόσο καλή...
Άξαφνα ένας ασυνήθιστος θόρυβος ακούστηκε στην είσοδο, σαν από ανθρώπους, που τους απαγορεύανε την είσοδο και που επιμένανε να μπούνε μέσα.
— Σας είπα ότι δε δέχονται. Δεν μπορείτε ν’ ανεβείτε απάνω. Σας παρακαλώ... έφθανε θυμωμένη από το διάδρομο η φωνή του υπηρέτη,
— Είμαστε γνωστοί! Είμαστε γνωστοί!... απαντούσαν ψιλές, παραλλαγμένες φωνές.
— Μα τι κατάσταση είναι αυτή; φώναξε η Μίνα. Τρεχάτε, μπαμπά, σας παρακαλώ! Δώστε τους να καταλάβουν, όποιοι κι αν είναι, ότι δε δεχόμαστε μασκαράδες.
Οι άλλοι καλεσμένοι μιλούσανε ζωηρά για την αναίδεια των ανθρώπων των Αθηνών, όταν κρύψουν το πρόσωπό τους πίσω από μια μάσκα.
— Να είχανε τουλάχιστον κάποιο πνεύμα...
Ο κ. Σταλίδης πετάχθηκε στο διάδρομο, αποφασισμένος να κάνει το καθήκον του σαν τέλειος μπόξερ, που ήτανε, στα νιάτα του, στην Αγγλία. Πριν προφτάσει όμως να κάνει το καθήκον του, τρία ντόμινα ορμήσανε με γρυλλισμούς μέσα στο σαλόνι.
— Μην ανησυχείτε, δεσποινίς Σταλίδη! βγήκε μια παραμορφωμένη φωνή από τα έγκατα ενός ντόμινου. Όταν βγάλουμε τις μάσκες μας, θα ιδείτε πως είμαστε επίσημα πρόσωπα.
— Ησυχάστε, δεσποινίς, ησυχάστε! Μη μας κόβετε το αίμα μας με τις αγριοματιές σας!... γρύλλισε το δεύτερο ντόμινο.
Οι δυο φωνές φάνηκαν γυναικείες.
— Ω! τον κύριο Κράλη! γρύλλισε το τρίτο ντόμινο, με μια φωνή που προσπαθούσε να υψωθεί στις ψηλές νότες. Τι κάνετε, γιατρέ μου;
Οι καλεσμένοι της δεσποινίδας Σταλίδη προσπαθούσαν να μαντέψουν τους μασκαράδες, ευχαριστημένοι από μέσα τους για την εύθυμη αυτή παρένθεση, αλλά χωρίς να το δείχνουν, από λεπτότητα προς την οικοδέσποινα. Η Μίνα, όρθια στη μέση του σαλονιού, συγκρατούσε με κόπο την οργή της.
— Νομίζω, κύριοι — είπε τέλος — ότι μια μάσκα δεν απαλλάσσει έναν άνθρωπο από την υποχρέωση να είναι καλοαναθρεμμένος.
— Αφού μας διώχνετε — είπε η μάσκα με την αντρίκια φωνή — σας καληνυχτίζουμε. Μάθετε όμως πως είμαστε άνθρωποι πολύ πιο καθώς πρέπει από τις πρόστυχες χωριάτισσες, που δεχόσαστε στο σαλόνι σας.
Και τα τρία ντόμινα όρμησαν στην έξοδο και κατρακύλησαν στις σκάλες με νέους γρυλλισμούς.
Η συναναστροφή διαλύθηκε απότομα. Όταν ο Άλκης βρέθηκε στο σπίτι του με τη γυναίκα του, η Μαρία πήγε ολόισια στην κάμαρά της, χωρίς να βγάλει λέξη, όπως δεν είχε βγάλει λέξη σ’ όλο το δρόμο, μέσα στο αμάξι που τους πήρε από τους Σταλίδηδες. Ο Άλκης την ακολούθησε, αληθινά συγκινημένος αυτή τη φορά.
— Τι έχεις, παιδί μου; της είπε μια στιγμή με καλοσύνη. Γιατί δε μου μιλάς;
Εκείνη, πεσμένη απάνω στο κρεβάτι, είχε ξεσπάσει σε λυγμούς. Ο Άλκης καθότανε σκυμμένος από πάνω της, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Μια στιγμή, εκείνη ύψωσε τα μάτια της πλημμυρισμένα από δάκρυα και μουρμούρισε με μια φωνή που έμοιαζε με θρήνο:
— Γιατί να με πάρεις, Άλκη, γιατί να με πάρεις;








Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |