ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τό Αγριολούλουδο - ΚΒ ΄

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τό Αγριολούλουδο - ΚΒ ΄




Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ΄

Στην ερημική βίλα της κ. Κράλη — όπου η ευγενική κυρία περνούσε χειμώνα καλοκαίρι — η εξαιρετική συγκέντρωση της Κυριακής αυτής δεν ήταν εντελώς αδικαιολόγητη. Το γεγονός της ημέρας στους κοσμικούς κύκλους των Αθηνών ήτανε το φθάσιμο του Άλκη μαζί με την ωραία του χωριατοπούλα. Το περίεργο ζευγαράκι δεν είχε παρουσιασθεί ακόμα σε κανένα κέντρο και τα τρομερότερα λαγωνικά της κοσμικής κακογλωσσιάς δεν είχαν κατορθώσει ως τώρα να το φερμάρουν. Όλοι έφταναν λοιπόν στο σαλόνι της κ. Κράλη, με την ελπίδα, ότι η θεία του Άλκη θα ήτανε περισσότερο από κάθε άλλον σε θέση να ικανοποιήσει την περιέργειά τους. Η ευγενική κυρία όμως σκόρπιζε διαρκώς γύρω της την απογοήτευση.
— Τι θέλετε να ξέρω εγώ; Από τη στιγμή που αυτός ο ανισόρροπος έκαμε το ανέλπιστο αυτό κου ντε τετ, έχω κόψει κάθε σχέση μαζί του. Ούτε ξέρω τι γίνεται, ούτε ενδιαφέρομαι να μάθω. Ένας άνθρωπος, που κύλισε το όνομα της οικογενείας μας στη λάσπη, δεν είναι πια τίποτε για μένα!
— Οι εφημερίδες στο μεταξύ χαλούν τον κόσμο... είπε μια ηλικιωμένη κυρία, με καταχθόνιο χαμόγελο. Ο ανιψιός σας μπορεί να καυχηθεί, πως έχει une bonne presse.


Η κ. Κράλη κοκκίνισε από θυμό, ως το ασπράδι των ματιών της. Τα λεπτά, σατανικά της χείλη έτρεμαν από αγανάκτηση.
— Αυτή είναι η τελευταία υπηρεσία, που προσφέρει αυτό το παλιόπαιδο στο όνομά μας! είπε. Σας ορκίζομαι, πως ντρέπομαι πια να λέγομαι Κράλαινα.
Η κ. Κράλη ρίχτηκε σε μια πολυθρόνα χωρίς να προσθέσει λέξη. Η συζήτηση όμως εξακολούθησε στο σαλόνι μ’ ένα τόνο φαρμακερά ειρωνικό. Ο κόσμος της ευγενικής κυρίας προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος στην πληγωμένη οικοδέσποινα.
— Καλέ, είδατε σήμερα την εικόνα της περίφημης νυφούλας στην «Αυγή»; Πως κατόρθωσαν και την πήραν οι δημοσιογράφοι;
— Μα φαντάζεσθε λοιπόν, δεσποινίς, πως είναι πραγματική η εικόνα αυτή;
— Και όμως γράφει από κάτω, ότι είναι στιγμιότυπο του ειδικού φωτογράφου της «Αυγής».
— Τι αφελής που είσθε, δεσποινίς! Αυτό είναι ένα παλαιό κλισέ από μια μ π ε ρ ζ έ ρ του Βαττώ. Δεν είδατε τι ευγένεια που έχει;
— Αλήθεια — είπε βάζοντας το λογάκι της η κ. Κράλη — χρειάζεται μεγάλη αφέλεια για να πιστέψει κανείς, ότι μια μ π ε ρ ζ έ ρ του Βαττώ μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με μια βρόμικη και ψειριασμένη χωριάτισσα, που δεν θα την ήθελα ούτε για δούλα στο σπίτι μου.
Η μικρή δεσποινίδα που είχε πέσει θύμα της δημοσιογραφικής εικονογραφίας, κοκκίνισε από τη ντροπή της.
— Έλεγα κι εγώ... είπε.
— Καλά η εικόνα! είπε τότε μια χοντρή κυρία, που φιλολογούσε στις χαμένες της ώρες. Αλλά το χρονογράφημα του Σύλβα; Πώς σας φάνηκε; Να καταδεχθεί ο Σύλβας, που είναι ένας τόσο λεπτός χρονογράφος, ν’ αφιερώσει μιάμιση στήλη σ’ ένα τόσο πρόστυχο θέμα! Σας βεβαιώ πως τον σιχάθηκα...
— Να σας πω — είπε πάλι η κ. Κράλη — εγώ ποτέ δεν είχα μεγάλη υπόληψη στον περίφημο αυτό χρονογράφο σας. Προσπαθεί να κάνει πάντα μια ποίηση μ α λ  π λ α σ έ. Και πέτυχε το θέμα!
— Και τι ανυπόφοροι λυρισμοί! Αν διαβάσετε...
— Δεν έχω καμιά όρεξη να διαβάσω! της έκοψε τη συνέχεια η κυρία Κράλη.
— Μα είναι βέβαια λοιπόν αυτά που λέει για τη λεζάντ του ειδυλλίου αυτού; ρώτησε ένας κύριος που είχε διαβάσει το χρονογράφημα.
— Δεν βαριέσθε! Φαντασίες! Η πραγματική λεζάντ δεν μπορεί παρά να είναι η συνηθισμένη λεζάντ σε όλες αυτές τις βρομοδουλειές. Ο έκφυλος αυτός θα τα ’μπλεξε βέβαια και με τη βρομοχωριάτισσα αυτή, όπως τα είχε μπλέξει και με την προκομμένη εκείνη στας Αθήνας. Οι χωριάτες όμως δε χωρατεύουν! Και Κύριος οίδε ποιοι μαχαιροβγάλτες αδελφοί και ξάδερφοι του βάλανε το μαχαίρι στο λαιμό και τον ανάγκασαν να κάνει αυτό που έκανε. Μυρίζει τόσο βρομοδουλειά αυτή η υπόθεση!
Απάνω στη συζήτηση έφθασε και ο γιατρός του σπιτιού, ο καλός φίλος και μυστικός σύμβουλος της κυρίας Κράλη, κρατώντας θριαμβευτικά στα χέρια του μια εσπερινή εφημερίδα.
— Σας έφερα τα τελευταία νέα.
— Τι είναι;
— Συνέντευξη του ειδικού κοσμικογράφου του «Λυκόφωτος» με την «Κόρη των Αγρών».
— Άρχισε λοιπόν να δίνει και συνεντεύξεις η μαρκησία αυτή της στάνης; Μη χειρότερα!
— Έτσι φαίνεται.
— Και τι λέει;
— Και τι δε λέει; Μιλεί ακόμα και για την τελευταία μουσική κίνηση της Ευρώπης.
— Αστειεύεσθε;
— Ορίστε! Διαβάσετε!
— Και ποιος υπογράφει;
— Ο Τάκης Χρυσάνθεμος.
Η φιλολογούσα χοντρή κυρία έσκασε στα γέλια.
— Τι σου είναι τέλος πάντων αυτός ο Χρυσάνθεμος! Το είπε και το ’κανε!
— Τι συμβαίνει;
— Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πως είναι μια αστεία φάρσα; Εγώ την περίμενα. Ο Χρυσάνθεμος είχε ξετρυπώσει χθες τη φωλιά του ερωτευμένου ζευγαριού εκεί κάτω από την Ακρόπολη. Και με το τουπέ που τον διακρίνει — μου τα ’λεγε ο ίδιος εχθές το απόγεμα — χτύπησε την πόρτα και ζήτησε να λάβει συνέντευξη με την «Κόρη των Αγρών». Εννοείται ότι τον έδιωξαν. Κι εκείνος ορκίσθηκε να εκδικηθεί. Καν μεμ, μου ’λεγε στο τσάι της Μεγάλης Βρετανίας που τον είδα κατόπι, η συνέντευξη θα δημοσιευθεί. Πάρτε αύριο το «Λυκόφως» να ιδείτε! Και κράτησε το λόγο του, το παλιόπαιδο.
Η συνέντευξη του Τάκη Χρυσάνθεμου, ειδικού κοσμικογράφου του «Λυκόφωτος», διαβάσθηκε δυνατά, μέσα σε ακράτητα γέλια.
— Μα, επιτέλους, δε μου λέτε; ρώτησε η μία από τις κυρίες. Ο κύριος αυτός σκέπτεται με τα σωστά του να παρουσιάσει τη γυναίκα του στον κόσμο;
— Δεν πιστεύω να ’χει αυτό το θάρρος! είπε η κυρία Κράλη. Υποθέτω τουλάχιστον ότι, αν έχασε κάθε αξιοπρέπεια, θα διατηρεί ακόμα το αίσθημα του γελοίου. Και δεν πιστεύω ένας άνθρωπος, που ποζάρει και για καθηγητής του Πανεπιστημίου, να αποφασίσει να γίνει καταγέλαστος.
— Και όμως λένε, είπε ο γιατρός, ότι το κορίτσι αυτό έχει μια ανεξήγητη φυσική ντιστενξιόν. Έπειτα ο Άλκης, στο διάστημα που είναι παντρεμένοι, φαίνεται πως φρόντισε πολύ για τη μόρφωσή της. Κανένας δε θα ’λεγε — έτσι βεβαιώνουν τουλάχιστον όσοι τη γνώρισαν — πως είναι ένα κορίτσι του βουνού
— Γιατρέ, τις πληροφορίες σας θα μου επιτρέψετε να τις βάλω σε κάθαρση! είπε πειραγμένη η κυρία Κράλη. Ξέρω από πού προέρχονται...
— Δεν το κρύβω! είπε ο γιατρός. Τις έχω από τη δεσποινίδα Σταλίδη και τον πατέρα της, που γνώρισαν το περίεργο αυτό κορίτσι στο βουνό.
— Μη μου μιλάτε, γιατρέ, γι’ αυτή τη μαϊμουδίτσα! φώναξε η κυρία Κράλη. Είναι μια στριμμένη γεροντοκόρη, που και οι θαυμασμοί της ακόμα είναι μια αντιλογία. Αφού δεν εχώνεψε ποτέ της ούτε μια κυρία των Αθηνών και δεν είπε ποτέ μια καλή λέξη για ένα κορίτσι του καλού κόσμου, βρέθηκε να θαυμάσει μια βρόμικη χωριάτισσα. Ίσως να σκέπτεται και να μας την επιβάλει, σαν κανένα σπάνιο φαινόμενο. Ποιος ξέρει! Μπορεί όμως να την έχει και να τη χαίρεται μόνη της, αν της αρέσει. Όσο για τον πατέρα της, δεν απορώ καθόλου. Είναι ένας γερο-ραμολί, που ακολουθεί στους δρόμους όλες τις μικρές μαθήτριες. Το περίφημο αυτό άνθος του αγρού δε θα δυσκολεύθηκε βέβαια να κάμει την κατάκτησή του.
— Έχετε επίσκεψη με τους Σταλίδηδες; ρώτησε η χοντρή κυρία, που φιλολογούσε στις χαμένες της ώρες.
— Είμεθα πολύ γνωστοί... είπε η κυρία Κράλη. Εγώ μάλιστα τους σύστησα το γιατρό. Φαίνεται όμως, ότι ο περίφημος ανιψιός μου τους κούρντισε με τέτοιο τρόπο εναντίον μου, ώστε μου κρατούν πόζες από τότε που φθάσανε από το βουνό. Τουλάχιστον από τον καιρό που γύρισαν από το Κάιρο, και είναι δυο μήνες τώρα, δεν τους είδα καθόλου. Αυτό, εννοείται, μου είναι ευχάριστο. Γιατί δε θα είχα βέβαια καμιά όρεξη να πάω καμιά ημέρα στο σπίτι τους και να βρεθώ μπροστά στην ανεπιθύμητη αυτή ανιψιά...
Η κυρία Κράλη μιλούσε με πραγματικό πάθος. Δεν μπορούσε να επιτρέψει ποτέ στον ανιψιό της την εξευτελιστική αυτή ένωση της με μια χωριατοπούλα, που ατίμαζε το γένος των Κράληδων.
— Αίσθημα είναι αυτό, κυρία μου! της είπε ο γιατρός. Τι θέλετε να γίνει; Εδώ βασιλόπουλα παντρεύτηκαν με βοσκοπούλες.
— Τα βασιλόπουλα των παραμυθιών. Ευχαριστώ!
— Και τα πραγματικά βασιλόπουλα, ακόμα χειρότερα! Μην ξεχνάτε ότι βασιλικοί πρίγκιπες και διάδοχοι θρόνων ερωτεύθηκαν γυναίκες του θεάτρου και κοινές κοκότες! Ο ανιψιός σας τουλάχιστον πήρε ένα τίμιο κορίτσι.
Η κυρία Κράλη ήτανε αμείλικτη.
— Ελεύθερος ήτανε, είπε, να κάμει την ανοησία που έκαμε και να καταστρέψει το μέλλον του. Μπορούσε όμως να μείνει για πάντα στο χωριό και να θαφτεί εκεί για πάντα. Δεν ήτανε καμιά ανάγκη να μας κουβαλήσει εδώ τη γυναίκα του και να παρουσιάζει στον κόσμο μια προστυχοδούλα, με το όνομα που δεν έχει κανένα δικαίωμα να ρίξει στη λάσπη. Α! αυτό είναι πάρα πολύ! Σας βεβαιώνω, ότι είμαι ικανή, αν τον συναντήσω, να τον μεταχειρισθώ μπροστά σε όλους τους ανθρώπους σαν έναν υπηρέτη.
Προσπάθησαν να την καθησυχάσουν. Αλλά όσο κι αν άλλαζαν τα θέματα ομιλίας, ως την ώρα που διαλύθηκε η συντροφιά, η ομιλία ξαναγύριζε μοιραία στο ζήτημα που τόσο ενοχλούσε την κυρία Κράλη.
— Ελπίζω — είπε αποχαιρετώντας τους φίλους της — ότι όσοι με αγαπούν και όσοι έρχονται στο σπίτι μου, δε θ’ αποφασίσουν ποτέ να σχετισθούν με τους ανθρώπους αυτούς. Δεν ξέρω αν είναι πολύ υπερβολική η απαίτησή μου, αλλά νομίζω πως έχω το δικαίωμα να ζητήσω αυτή τη χάρη από τους φίλους μου.
Όλοι βιάσθηκαν να τη βεβαιώσουν, ότι δεν είχαν καμιά διάθεση να σχετισθούν με μια άγνωστη, που αν δεν ήτανε γυναίκα ενός γιατρού, μπορούσε αξιόλογα να είναι υπηρέτριά τους, για τις χοντροδουλειές του σπιτιού.
Όταν διαλύθηκε η συντροφιά, η κυρία Κράλη πήρε κατά μέρος το γιατρό και του είπε;
— Πέστε μου ειλικρινώς, γιατρέ, τι σας είπαν οι Σταλίδηδες;
— Αυτά που σας είπα, κυρία μου! Πατέρας και κόρη είναι ενθουσιασμένοι για τη νέα αυτή.
— Λένε πως είναι όμορφη;
— Πολύ όμορφη! Και κυρίως πολύ ν τ ι σ τ ε γ κ έ.
— Η Μίνα βρίσκει λοιπόν πως ήτανε μια τύχη για τον Άλκη;
— Για τον Άλκη, Ναι! Για την κόρη όμως όχι. Τη λυπάται πολύ.
— Τη λυπάται; Αυτό έλειπε!
— Έχει την ιδέα πως ένα λουλούδι του βουνού δεν μπορεί να ξεριζωθεί έτσι εύκολα, χωρίς φόβο να μαραθεί. Και βρίσκει ότι ο Άλκης έκαμε ένα έγκλημα, που θα μετανοήσει γι’ αυτό αργά ή γρήγορα και που θα του αφήσει τύψεις για όλη του τη ζωή.
Η ιδέα ότι ο Άλκης μπορούσε να πληρώσει ακριβά το πραξικόπημά του, είχε παρηγορήσει κάπως την κ. Κράλη.
— Εσείς — της είπε ο γιατρός — είσθε αποφασισμένη λοιπόν να μη συγχωρήσετε ποτέ στον ανιψιό σας τη νεανική του αυτή τρέλα;
Η κ. Κράλη άφησε να πλανηθεί στα λεπτά της χείλη ένα καταχθόνιο χαμόγελο.
— Δεν με ξέρετε καλά, γιατρέ. Δε με γνωρίσατε ακόμα...
Ο γιατρός, που ήταν άνθρωπος με αγαθή καρδιά και έτοιμος να συγχωρεί πάντα και να ξεχνά το κακό που του έκαμαν, είχε ενοχληθεί κατά βάθος από τη σκληρότητα της γυναίκας αυτής, που την ήξερε περήφανη, αλλά δεν μπορούσε να τη φαντασθεί και σε τέτοιο βαθμό κακιά. Καληνύχτισε κι έφυγε. Στο δρόμο του, πηγαίνοντας, είπε από μέσα του, μια στιγμή:
— Θα ’λεγε κανείς, πως η γυναίκα αυτή είναι ερωτευμένη με τον ανιψιό της. Μόνο η γυναικεία ζήλια μπορεί να εξηγήσει τέτοια κακία.
Αδιάφορος όμως, από ιδιοσυγκρασία, για τις ξένες έννοιες, δε θέλησε να σκεφθεί περισσότερο απάνω στην υποψία του αυτή.
— Ας κάνουν καλά με τα μυαλά τους... ξαναείπε πάλι από μέσα του και προχώρησε.
Πήρε το τραμ για να ξαναγυρίσει στην πόλη. Αφού έφαγε σ’ ένα ξενοδοχείο της οδού Σταδίου, επήγε να κάνει μια παρτίδα εκαρτέ στη λέσχη με τους φίλους του, που εύρισκε πάντα εκεί τέτοιαν ώρα. Η γενική ομιλία κι εκεί ήτανε το ειδύλλιο του Άλκη και το φθάσιμό του στην Αθήνα, με την ωραία χωριατοπούλα, που είχε πάρει γυναίκα του. Τα χρονογραφήματα στις εφημερίδες, οι εικόνες της παραμυθένιας νύφης, έστω και με τη συνεργασία του Βαττώ, τα μικρά κοσμικά χρονικά, που έλεγαν ένα σωρό φανταστικά πράματα για τη νεοφερμένη γόησσα και, σήμερα το απόγευμα ακόμα, η ανύπαρκτη συνέντευξη του ειδικού κοσμικού συνεργάτη του «Λυκόφωτος» με τη θρυλική Μαρία, είχαν ανάψει τη γενική περιέργεια. Και τα σχόλια για το ειδύλλιο δεν είχαν τέλος.
Οι άνδρες όμως ήσαν πολύ πιο επιεικείς από τις γυναίκες. Και οι περισσότεροι μακάριζαν το νέο γιατρό, που αψηφώντας τη γνώμη του κόσμου, είχε ακολουθήσει την καρδιά του και είχε ζητήσει την ευτυχία του σ’ έναν αγνό και ωραίον έρωτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΓ΄

Το νιόπαντρο ζευγάρι, που ο ερχομός του είχε αναστατώσει τόσο ανέλπιστα την κοσμική Αθήνα, δεν είχε στήσει τη φωλιά του κάτω από την Ακρόπολη, στο μικρό, ρομαντικό σπιτάκι, που είχε φαντασθεί πως το ανεκάλυψε ο ρεπόρτερ του «Λυκόφωτος». Ο Άλκης με τη γυναίκα του είχαν εγκατασταθεί στα Πατήσια, στο πατρικό του σπίτι, που είχε μείνει κλειστό από τον καιρό του θανάτου της μητέρας του — ο Άλκης έλειπε τότε στη Γερμανία — και την αναχώρηση της παντρεμένης αδερφής του, που είχε ακολουθήσει τον άντρα της για να εγκατασταθεί σε μια πόλη της Ιταλίας. Στο σπίτι αυτό είχε μείνει λίγον καιρό ο Άλκης, όταν γύρισε από τη Γερμανία, και τώρα είχε εγκατασταθεί πάλι εκεί με τη γυναίκα του, που είχε βρει πλουσιοπάροχα στο νοικοκυρεμένο πατρικό σπίτι ό,τι χρειάζεται για ένα καινούργιο σπιτικό, χωρίς να είναι ανάγκη να φροντίσει για τίποτε. Έτσι το παλιό σπίτι, που είχε γνωρίσει ευτυχισμένες ημέρες και που το είχε κλείσει ο θάνατος κι ο ξενιτεμός, άνοιξε πάλι για να δεχθεί μια νέα ευτυχία.
Και μόνο η αγαπημένη σκιά της μητέρας του έλειπε τώρα για τον Άλκη, που δεν είχε άλλους συγγενείς στην Αθήνα — η θεία του δε λογαριαζότανε πια — για να είναι τέλεια η νέα του ευτυχία μέσα στο παλιό, ευλογημένο σπίτι.
Με μια μαγείρισσα και μια μικρή καμαριέρα, που πήρανε, μόλις έφθασαν στην Αθήνα, το καινούργιο σπιτικό είχε μπει πια κανονικά στο δρόμο του και η Μαρία είχε αναλάβει τις μικρές, ευχάριστες φροντίδες του σπιτιού της, μ’ έναν παιδιάτικο ενθουσιασμό, που έκανε χαριτωμένες, στα μάτια του Άλκη, και τις μικρές της ακόμα αδεξιότητες.
— Βλέπω, πως δεν έχεις καμιά περιέργεια να ιδείς την ωραία μας Αθήνα! της είπε ο Άλκης τη δεύτερη ημέρα του ερχομού των. Ετοιμάσου να κάνουμε ένα γύρο με το αμάξι.
— Έχουμε καιρό... του είπ’ εκείνη. Άφησε να συγυρισθούμε πρώτα.
Είχε μια δειλία παράξενη να παρουσιασθεί στον κόσμο. Και μόνο αργά, προς το βράδυ, αποφάσιζε ν’ ακολουθήσει τον Άλκη σε μικρούς περιπάτους προς τα περιβόλια των Πατησίων, βιαστικιά πάντα να ξαναγυρίσει στο σπίτι.
Κι ο Άλκης πάλι, που τον ενοχλούσε η ιδέα πως, βγαίνοντας έξω και ξαναβλέποντας γνωστά του πρόσωπα, θα είχε να αντικρίσει τις ενοχλητικές περιέργειες και τα αμφίβολα συγχαρητήρια του ενός και του άλλου, ύστερα μάλιστα από το θόρυβο που είχε γίνει γύρω από το ειδύλλιό του, προτιμούσε να κάθεται στα σπίτι ώσπου να περάσει η μπόρα, όπως έλεγε στον Κώστα, το μόνο για την ώρα επισκέπτη του σπιτιού του.
Ο Κώστας ερχότανε τακτικά, πολλές φορές την ημέρα μάλιστα, και σχεδόν μεσημέρι βράδυ τους συντρόφευε στο γεύμα.
— Καημένε Κώστα, να ’ρχεσαι τακτικά! του είπε μια μέρα ο φίλος του. Μη μας αφήνεις εδώ μονάχους σαν τους κούκους.
— Σαν τα περιστέρια δηλαδή θέλεις να πεις! του είπε ο Κώστας.
— Έστω! Σαν τα περιστέρια! Αλλά και τα πιο αγαπημένα περιστέρια έρχονται στιγμές που μοιάζουν με κούκους, χωρίς μια καλή συντροφιά. Δεν είν’ έτσι;
— Να ’ρχεσθε, κύριε Κώστα! είπε η Μαρία. Σας παρακαλώ κι εγώ. Ο καημένος ο Άλκης βαριέται μόνος του μαζί μου όλη την ημέρα. Να ξέρατε πως τον λυπάμαι!
— Τα βλέπεις τώρα, κύριε κούκε; είπε ο Κώστας στο φίλο του, θέλοντας να ρίξει το πράμα στ’ αστεία. Με αναγκάζεις τώρα να φύγω. Χαίρετε!
— Να φύγετε, κύριε Κώστα; Γιατί να φύγετε; του είπε η Μαρία. Τι είπαμε τώρα;
— Αλλά για να σας αφήσω, κυρία μου, να συμφιλιωθείτε! είπε πονηρά ο Κώστας. Χωρίς την παρουσία μου, θα συμφιλιωθείτε βέβαια γρηγορότερα.
Κι έκαμε πως σηκώνεται να φύγει. Τον κρατήσανε κι οι δυο από τα δυο του χέρια.
— Έννοια σας, κύριε Κώστα! θα συμφιλιωθούμε και μπροστά σας. Εγώ δε του κρατάω κακία του Άλκη για κάτι τέτοιο που συνηθίζει να λέει. Ειδεμή...
— Το βέβαιο είναι, είπε ο Άλκης, πως η Μαρία είναι καλό κορίτσι. Δε φαντάζεσαι, τι καλό κορίτσι που είναι!
Και της άρπαξε το χέρι να της το φιλήσει, ενώ εκείνη το τράβηξε κακιωμένη.
— Χωρίς τα αστεία, κύριε Κώστα — του είπε η Μαρία — να ξέρετε ότι το πιάτο σας είναι πάντα στο τραπέζι. Αν λείψετε καμιά φορά, θα μου κακοφανεί εμένα.
Έτσι ο Κώστας ήτανε τακτικός στο σπίτι των φίλων του. Τους έφερνε τα νέα και τις εφημερίδες, φροντίζοντας πάντα να κρύβει από τη Μαρία — ύστερ’ από μια συνεννόηση με το φίλο του — καθετί το σχετικά με το θόρυβο, που είχε γεννήσει το ειδύλλιό τους.
— Αν μάθει τίποτε η Μαρία — του είχε πει ο Άλκης — είναι άξια να μην πατήσει πια το πόδι της έξω από το σπίτι. Ξέρεις τι χαριτωμένο αγρίμι που είναι!
Το απόγεμα ακριβώς εκείνο, που ο γιατρός είχε φτάσει στο σαλόνι της κυρίας Κράλη, κρατώντας το «Λυκόφως» με την περίφημη φανταστική συνέντευξη του κοσμικού του ρεπόρτερ, ο Κώστας είχ’ έρθει στα σπίτι του φίλου του με την ίδια εφημερίδα στην τσέπη.
Μια στιγμή, που η Μαρία βγήκε από το δωμάτιο, έσυρε την εφημερίδα από την τσέπη του και την έδωκε στον Άλκη μ’ ένα μορφασμό αηδίας.
— Έχομε τίποτε άλλο πάλι; ρώτησε συγχυσμένος ο Άλκης.
Είχε διαβάσει πια τα χρονογράφημα του Σύλβα και τα άλλα μικρά χρονικά των εφημερίδων και είχε δει στην «Αυγή» την περίφημη εικόνα της γυναίκας του, ζωγραφισμένη από το Βαττώ. Δεν είχε κάνει όμως τον παραμικρό λόγο στη Μαρία και είχε φροντίσει να κρύψει όλες τις εφημερίδες στα βάθη ενός συρταριού.
— Διάβασε! του είπε ο Κώστας.
Ο Άλκης έριξε ένα γλήγορο βλέμμα στην εφημερίδα, με φόβο πάντα μήπως επιστρέψει η Μαρία. Είδε πρώτα τους μεγάλους δίστηλους χτυπητούς τίτλους:
Το αγριολούλουδο. — Πλήρες φως εις το ειδύλλιον του Αθηναίου ιατρού
με την ωραίαν χωρικήν του Αίνου. — Μεγάλη επιτυχία τον κοσμικού μας συντάκτου κυρίου
Τάκη Χρυσανθέμου. — Τι είπεν η κόρη των αγρών εις τον συντάκτην μας.
Ο Άλκης πέταξε μακριά του την εφημερίδα.
— Μα δε θα πάψουν τέλος πάντων αυτές οι ηλιθιότητες; είπε με αγανάκτηση.
— Ζητήματα κυκλοφορίας, φίλε μου! του είπε ο Κώστας. Τι θέλεις να γίνει;
Εννοείς όμως, ότι εγώ δεν μπορώ να επιτρέψω στον κάθε κακοήθη να εκθέτει έτσι τη γυναίκα μου. Καλά τα χρονογραφήματα επιτέλους, καλά οι εικόνες του Βαττώ, αλλά μια ανύπαρκτη συνέντευξη, που βάζει τη Μαρία να λέει ένα σωρό ανοησίες σ’ ένα ρεπορτεράκο, δεν είναι πράμα, που μπορώ να το αφήσω να περάσει έτσι! Θα του σπάσω τα μούτρα αυτουνού του αχρείου.
— Θα ήτανε ο μόνος τρόπος να διαιωνισθεί το ανάγνωσμα! του είπε ο Κώστας.
— Αλλά τι θέλεις να γίνει λοιπόν; Πρέπει να ιδούμε αύριο και καμιά νέα συνέντευξη, συνοδευμένη με σκίτσα του ειδικού σκιτσογράφου της «Συνταγματικής» ή της «Φωνής του Λαού»; Όχι βέβαια!
— Το μόνο πράμα που μπορεί να γίνει — πρότεινε ο Κώστας — είναι να δώσουμε μια δήλωση σε δυο τρεις σοβαρές εφημερίδες, λέγοντας ότι η συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο «Λυκόφως» είναι εντελώς φανταστική και ότι η σύζυγος του γιατρού κυρία Κράλη ούτε είδε κανένα συντάκτη εφημερίδος, ούτε συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις.
— Αναλαμβάνεις λοιπόν εσύ, Κώστα, — είπε σύμφωνος με την πρόταση του φίλου του ο Άλκης — να δώσεις τη δήλωση αυτή;
— Πολύ ευχαρίστως.
— Δε θα φαίνεται, βέβαια, ότι προέρχεται από μένα.
— Εννοώ πολύ καλά. θα γράψουμε απλώς: «Παρεκλήθημεν να δηλώσωμεν»...
Ακούσθηκαν βήματα στο διάδρομο. Ο Άλκης πήρε γρήγορα την εφημερίδα από το πάτωμα και την έχωσε στην τσέπη του. Η Μαρία μπήκε μέσα.
— Τι είχε πάλι ο Άλκης; ρώτησε τον Κώστα. Για μένα σας έλεγε;
— Τι ιδέα, κυρία μου! Συζητούσαμε... μουρμούρισε ο Κώστας.
— Αιωνίως βάζεις κακό στο νου σου! της είπε ο Άλκης. Δεν μπορώ να σου το κόψω αυτό το ελάττωμα.
— Γιατί πάντα μου κρύβεις κάτι! είπε παραπονετικά η Μαρία. Από την ημέρα που ήρθαμε εδώ, καταλαβαίνω πως κάτι μου κρύβεις.
Ο Κώστας μπήκε στη μέση.
— Με πιστεύετε έμενα, κυρία Μαρία;
— Εσάς σας πιστεύω.
— Λοιπόν σας βεβαιώνω, ότι ο Άλκης δε σας κρύβει τίποτε. Και ούτε έχει τίποτε να σας κρύψει. Αν θέλετε να ξέρετε την αλήθεια, είναι ενοχλημένος λιγάκι με το ζήτημα του Πανεπιστημίου. Του έλεγα ακριβώς, πριν που λείπατε, ότι κάποιος ηλίθιος συνάδελφός του καταγίνεται με τα μέσα του να πάρει μια θέση στο Πανεπιστήμιο, που ανήκει στον Άλκη. Εννοείται, αυτό δεν είναι ένα ευχάριστο πράμα για τον Άλκη, ύστερ' από τις σπουδές που έκανε και τις τόσες μελέτες του...
Η Μαρία άρχισε να πείθεται. Έξαφνα όμως πάλι μελαγχόλησε.
— Αν έμενε στην Αθήνα ο Άλκης, είπε, ίσως να ήσαν διαφορετικά τα πράματα. Εξ αίτιας μου αναγκάσθηκε ν’ αφήσει τη δουλειά του. Τόσους μήνες στο χωριό! Εγώ πάλι είμαι η αιτία... Το καταλαβαίνω.
Τα ωραία μεγάλα της μάτια ήσαν βουρκωμένα.
— Μα όχι, παιδί μου, μα όχι! της είπε σφίγγοντας την στην αγκαλιά του ο Άλκης. Πώς να σου το πω; Αυτά είναι πράματα που δεν μπορείς να τα καταλάβεις. Δεν ξέρεις τι γίνεται εδώ στην Αθήνα. Εσύ δεν έχεις καμιά σχέση με όλα αυτά. Ίσια ίσια που η ήσυχη ζωή του χωριού και η αγάπη σου μου έδωκαν τη δύναμη να μελετήσω, να γίνω καλύτερος. Γιατί να βάζεις τέτοια πράματα στο νου σου; Αν πας έτσι όπως πας, αν στενοχωριέσαι έτσι, θ' αρρωστήσεις, παιδί μου!
Μιλούσε με τόση ειλικρίνεια και τόση αγάπη, που το φως της χαράς ξαναχύθηκε πάλι στο συννεφιασμένο πρόσωπό της Μαρίας.
— Μα βέβαια, μα βέβαια, κυρία μου! πρόσθεσε και ο Κώστας. Τα πράγματα είναι έτσι, όπως σας τα λέει ο Άλκης. Μη στενοχωριέσθε για κάθε ψύλλου πήδημα! Όλα θα διορθωθούν...
Η υπηρέτρια ήρθε να ειδοποιήσει ότι το γεύμα ήτανε έτοιμο.
— Ελάτε, κύριε Κώστα! είπε γλυκά η Μαρία. Και μη με ξεσυνερίζεσθε! Το καταλαβαίνω πως είμαι ανόητη κάποτε...
Και γυρίζοντας στον Άλκη:
— Εσύ μου είσαι θυμωμένος ακόμα; του είπε τρυφερά.
Ο Άλκης έσκυψε και της φίλησε τα πλούσια ξανθά μαλλιά.
Περάσανε στο γεύμα.
Μετά το φαγί η ομιλία ήρθε στους Σταλίδηδες. Η Μαρία ήτανε λυπημένη που δεν είχε μπορέσει ακόμα να ιδεί την καλή της φιλενάδα του δάσους. Ο Άλκης είχε αναγγείλει στον κ. Σταλίδη τον ερχομό τους, μ’ ένα γραμματάκι που του ’λεγε πως μόλις βολευθούν, η πρώτη τους επίσκεψη θα είναι στους καλούς των φίλους. Η Μίνα είχε απαντήσει αμέσως στο γραμματάκι αυτό για να τους ευχηθεί, με τα πιο εγκάρδια λόγια, το καλώς όρισες και να τους πει, ότι, χωρίς να περιμένει την επίσκεψή τους — καταλάβαινε πως η Μαρία θα ήτανε ενασχολημένη ακόμα με τις φροντίδες του σπιτιού — θα ερχόταν πρώτη να φιλήσει την μικρή της φιλενάδα και να σφίξει το χέρι του καλού της φίλου. Ήτανε κρυολογημένη όμως λιγάκι και δεν έβγαινε από το σπίτι, με τον ελεεινό καιρό των ημερών αυτών.
Πράγματι ο ουρανός της Αθήνας δεν είχε κάνει πολύ καλή υποδοχή στους νεόνυμφους. Ένα αδιάκοπο χιονόνερο έσταζε όλο, έσταζε και τώρα από τον ουρανό και το υγρό κρύο, που πότε νόμιζες πως κατέβαινε απ’ τα σύννεφα και πότε πως ανέβαινε απ’ τις λάσπες του δρόμου, περνούσε τα κόκαλα. Στη συμπαθητική όμως τραπεζαρία του παλιού αρχοντικού σπιτιού έκαιγαν με γλυκιά, σιγαλή φλόγα τα κούτσουρα της ελιάς στο μεγάλο, μαρμάρινο τζάκι και ο Άλκης με τη Μαρία και το φίλο του, καθισμένοι ολόγυρα, έπαιρναν τον καφέ τους με τα μάτια καρφωμένα στο λαμπρό ποίημα της φωτιάς, που το είχαν αντικρίσει, σε πόσες ευτυχισμένες στιγμές, τα αγαπημένα μάτια, που είχανε σβήσει κάτω απ’ την ευλογημένη αυτή στέγη.
— Πού να ξεμυτίσει κανείς μ’ αυτόν τον καιρό! είπε ο Άλκης. Και όμως έπρεπε να είχαμε πάει πια να ιδούμε τους φίλους μας. Δεν έχουμε και άλλους, για την ώρα, στην Αθήνα.
— Καλά εγώ! του είπε η Μαρία, θα με συχωρέσει η κυρία Μίνα. Ξέρει...
Δε θέλησε να πει τι ξέρει, εννοούσε όμως ότι η Μίνα μάντευε τη φυσική συστολή των πρώτων ημερών της στην Αθήνα.
— Εσύ όμως — εξακολούθησε — εσύ, Άλκη, έπρεπε να είχες πάει πια. Τι θα πουν οι άνθρωποι;
— Ωραία δουλειά! είπε ο Άλκης. Ν’ αρχίσω τώρα να κάνω επισκέψεις μοναχός μου, νιόπαντρος άνθρωπος. Αυτό έλειπε! Τέλος πάντων ο Κώστας, που θα πάει αύριο στους φίλους μας, θ’ αναλάβει να μας δικαιολογήσει. Η κυρία, επιτέλους, δεν έχει ετοιμάσει ακόμα τις τουαλέτες της, για τις επισκέψεις του γάμου.
— Σε παρακαλώ να μη με πειράζεις! του είπε κακιωμένη η Μαρία.
Ο Κώστας παρακολουθούσε εύθυμα τα μικρά αθώα καυγαδάκια των δύο αγαπημένων, που τελείωναν πάντα με τον ίδιο ευχάριστο τρόπο.
— Δεν σε πειράζω καθόλου! της είπε ο Άλκης. Αλλά δεν πιστεύω να έχεις σκοπό να κάνεις την εμφάνισή σου στην Αθήνα μ’ αυτό το δυστυχισμένο φορεματάκι, που έφερες από το βουνό, ούτε να περάσεις μ’ αυτό όλη σου τη ζωή. Αύριο θα πάρουμε χωρίς άλλο ένα αμαξάκι να πάμε στη μοδίστρα. Πρέπει να ντυθείς, επιτέλους!
— Βαριέμαι... Δεν πάω πουθενά!... είπε με μια χαριτωμένη ειλικρίνεια η Μαρία.
Ο Άλκης σήκωσε τους ώμους του στενοχωρημένος.
— Μπορώ να σας βεβαιώσω, κυρία Μαρία — είπε ο Κώστας — ότι τη στιγμή αυτή είσθε η μόνη γυναίκα στην Αθήνα, που δίνει στον άντρα της τέτοια απάντηση, για ένα τέτοιο ζήτημα. Να ξέρατε πόσοι άνδρες θα ήσαν ενθουσιασμένοι ν’ άκουαν από τις γυναίκες τους πως βαριούνται να πάνε στη μοδίστρα. Αλίμονο! Ούτε ένας δεν έχει την ευτυχία αυτή, ούτε μισός!
— Δεν ξέρω αν αυτό είναι ευτυχία η δυστυχία... είπε ο Άλκης. Ξέρω όμως ότι εγώ δεν εννοώ να παρουσιάζω τη γυναίκα μου στον κόσμο σαν κατσιβέλα.
— Ώστε φροντίζεις για τον εαυτό σου... τον διάκοψε η Μαρία.
— Δεν φροντίζω για τίποτε! Νομίζω όμως ότι μια γυναίκα πρέπει να είναι και λιγάκι κοκέτα. Είναι καθήκον προς τον εαυτό της.
Ο Κώστας προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράματα.
— Αν ήμουν στη θέση της γυναίκας σου, Άλκη — είπε — θα σου απαντούσα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο. Γιατί είσαι αλήθεια ανυπόφορος! Θέλεις να πας τη γυναίκα σου στη μοδίστρα, όπως πηγαίνουν ένα παιδί στο σχολείο. Από το αυτί δηλαδή και στο δάσκαλο! Εννοείς όμως ότι το πράμα καταντά ενοχλητικό για μια γυναίκα, όπως και για ένα παιδί. Επί τέλους δε μας κυνηγούνε! Τι λέτε, κυρία Μαρία;
— Τον Άλκη τον κυνηγούν! είπε η Μαρία πεισμωμένη. Βιάζεται να με ντύσει, μην τύχει και με ιδεί κανένας και πει πως πήρε μια γυναίκα που δεν ξέρει να ντυθεί. Γι’ αυτό θυμώνω. Επιτέλους, αν είναι αυτός ο φόβος του, εγώ δεν έχω καμιά ανάγκη να βγω από το σπίτι. Ούτε θέλω να πάω πουθενά. Ας μ’ αφήσει ήσυχη!
— Άφησε τις ανοησίες, παιδί μου! της είπε γλυκά ο Άλκης. Αν ήρθαμε στην Αθήνα για να μαλώνουμε, καλύτερα θα κάναμε να μην ερχόμαστε καθόλου. Αν σου μίλησα εγώ όπως σου μίλησα, είναι γιατί ξέρω ίσια ίσια πως δεν είσαι από τις γυναίκες, που παραμελούν τον εαυτό τους. Μ’ ένα τσιτάκι απάνω στο βουνό μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι, με μια ανεμώνη στο στήθος, με το τίποτε, ήξερες να κάνεις από τον εαυτό σου ένα καινούργιο μικρό θαύμα κάθε μέρα. Μονάχη σου μέσα στα έλατα, μακριά απ’ τον κόσμο, είχες μια φυσική κοκεταρία, που μου ’κανε εντύπωση, σ’ εμένα, έναν Αθηναίο! Δεν πιστεύω ν’ άλλαξες σε λίγες μέρες μέσα...
— Ίσως άλλαξες εσύ που με βλέπεις! του είπε η Μαρία. Ίσως βλέπουν αλλιώς τα μάτια σου...
Ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει, ότι θέλοντας να ξυπνήσει τη φιλαρέσκεια της γυναίκας του, για τους λόγους που μάντευε η λεπτή, γυναικεία της διαίσθηση, την πλήγωνε ακριβώς στη φιλαρέσκειά της. Και την πείσμωνε χωρίς λόγο.
— Είσαι ανόητος να επιμένεις! του είπε ο Κώστας. Άφησε τη γυναίκα σου να κανονίσει μονάχη της τα ζητήματα αυτά. Τι ανακατεύεσαι; Επιτέλους, δεν πηγαίνει κανείς να ντυθεί, όπως πηγαίνει στον οδοντοϊατρό να βγάλει το δόντι του. Χρειάζεται να έχει και όρεξη. Η κυρία Μαρία είναι κουρασμένη ακόμα από το ταξίδι, από τις φροντίδες του σπιτιού, από την αλλαγή της ζωής. Όταν της έρθει το κέφι της...
Ο Άλκης κατάλαβε πως ήτανε καιρός πια να πάρει το ζήτημα στ’ αστεία.
— Καλά, αδερφέ! είπε. Το πήρες στα σοβαρά κι εσύ; Δεν καταλαβαίνεις πως ήθελα να πεισματώσω τη Μαρία;
Και χωρίς να γυρίσει καθόλου να την κοιτάξει, γιατί καταλάβαινε, ότι λίγο ακόμα αν επέμενε στο ίδιο ζήτημα, σοβαρά ή αστεία, ήτανε φόβος για μια κρίση δακρύων, φρόντισε να πηδήσει αμέσως σ’ ένα εντελώς αδιάφορο θέμα.
— Με τις ανοησίες, αλήθεια, που λέμε — είπε στον Κώστα — ξέχασα να σε ρωτήσω τα πιο ενδιαφέροντα. Τι γίνεται, επιτέλους, με το ζήτημα των νέων καθηγητών;
Και άρχισαν να μιλούν για το πανεπιστημιακό ζήτημα, σα να μην είχε γίνει καθόλου ομιλία για άλλο τίποτα. Όταν σε λίγο ο Άλκης έριξε ένα πλάγιο βλέμμα για να μαντέψει από το πρόσωπο της Μαρίας τη διάθεσή της, το συννεφάκι είχε περάσει πάνω από την αθώα και παραπονιάρικη εκείνη ψυχούλα.


















Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |