ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΨΑΛΜΟΙ - 30 - 49

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

ΨΑΛΜΟΙ - 30 - 49



ΓΡΑΦΗ

ΨΑΛΜΟΙ 30
Κύριε, μου ’δωσες πίσω τη ζωή
1Ψαλμός του Δαβίδ· άσμα για τα εγκαίνια του ναού.
2Θα σ’ εξυμνήσω, Κύριε,
γιατί με γλίτωσες·
και δεν άφησες να χαρούν
για μένα οι εχθροί μου.
3Κύριε, Θεέ μου·
σου ζήτησα βοήθεια
και με θεράπευσες.
4Κύριε, μου ’δωσες πίσω τη ζωή
την ώρα που με θάβαν
και στη ζωή με κράτησες.
5Τον Κύριο υμνήστε οι πιστοί του!
Ευχαριστία δώστε του ως ανάμνηση
της αγιότητάς του.
6Η οργή του είναι για μια στιγμή,
αλλά για μια ζωή η εύνοιά του·
αν μένουν δάκρυα το βράδυ,
η χαρά φτάνει με την αυγή.
7Είπα με αυτοπεποίθηση:
«Ποτέ μου δε θα κλονιστώ».
8Κύριε, με την καλοσύνη σου στεριώθηκα
ωσάν ασάλευτο βουνό·
σαν έκρυψες το πρόσωπό σου, κατατρόμαξα.
9Σ’ εσένα κράζω, Κύριε,
σ’ εσέ προσεύχομαι, τον Κύριό μου.
10Τι θα κερδίσεις αν χυθεί το αίμα μου
ή αν στον τάφο κατεβώ;
Τάχα μπορεί να σε υμνήσει η στάχτη;
ή να διακηρύξει την αλήθεια σου;
11Άκουσε, Κύριε, κι ελέησέ με·
Κύριε, έλα βοηθός μου.
12Τη θλίψη μου την άλλαξες σ’ ευφρόσυνο χορό·
μου έβγαλες τα πένθιμα
και τη χαρά με ντύνεις,
13για να σου ψάλλω δοξασμούς
και πια να μη σωπαίνω.
Κύριε και Θεέ μου,
αιώνια θα σε υμνολογώ.
ΨΑΛΜΟΙ 31
Κύριε, εσύ είσαι η προστασία μου
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2Σ’ εσένα, Κύριε, κατέφυγα·
ποτέ ας μη ντροπιαστώ·
σώσε με, εσύ που είσαι δίκαιος.
3Δείξε μου τη φροντίδα σου,
τώρα ελευθέρωσέ με·
γίνε πανίσχυρος προστάτης μου,
το καταφύγιό μου,
για να με σώσεις.
4Εσύ ’σαι βράχος μου και προστασία μου,
αφού υπάρχεις·
μ’ οδηγείς και με φροντίζεις.
5Βγάλε με απ’ την παγίδα που για μένα έστησαν·
γιατί εσύ ’σαι η δύναμή μου.
6Όποτε άφησα στα χέρια σου το πνεύμα μου,
Κύριε, με λύτρωσες,
Θεέ αληθινέ.
7Τους απεχθάνομαι αυτούς που σέβονται τα τιποτένια είδωλα·
αλλά εγώ στον Κύριο
στήριξα την ελπίδα μου.
8Αγάλλομαι και χαίρομαι
από το έλεός σου·
είδες με κατανόηση την αθλιότητά μου
και ξέρεις της ψυχής μου το άγχος.
9Δε μ’ εγκατέλειψες στα χέρια των εχθρών μου·
και μου εξασφάλισες την άνεση να φύγω.
10Ελέησέ με, Κύριε,
γιατί είμαι σε αγωνία·
μάτια, ψυχή και σάρκα μου
τα ζάρωσε ο μόχθος.
11Κατέστρεψαν
η θλίψη τη ζωή μου
κι οι στεναγμοί τα χρόνια μου·
τη δύναμή μου σκόρπισαν οι ταλαιπωρίες·
ακόμα και τα κόκαλά μου φθάρηκαν.
12Απ’ όλους τους εχθρούς μου
ονειδιζόμουν
και χλευαζόμουν απ’ τους γείτονές μου,
για τους γνωστούς μου ήμουν θέαμα φοβερό
κι όσοι με βλέπαν έξω, φεύγαν’ από μπρος μου.
13Σαν να ’μουνα ένας νεκρός οι άνθρωποι με ξέχασαν,
σαν να ’μουνα ένα σπασμένο βάζο.
14Άκουσα ψίθυρο πολλών
–τρόμους από τριγύρω–
καθώς αυτοί μαζί σχεδίαζαν
ενάντια σ’ εμένα·
να μ’ αφαιρέσουν τη ζωή
ήταν η πρόθεσή τους.
15Αλλά εγώ σ’ εσένα έλπισα,
Κύριε,
«είσαι Θεός μου», είπα.
16Στην εξουσία σου τα χρόνια μου είναι·
σώσε με,
από τα χέρια των εχθρών μου
κι εκείνων που με κατατρέχουν.
17Δείξε την παρουσία σου
στο δούλο σου·
σώσε με, χάρη στην πιστή σου αγάπη.
18Κύριε,
ας μην ντροπιαστώ
που σε επικαλούμαι·
ας ντροπιαστούν οι ασεβείς,
στον άδη ας σωπάσουν.
19Ας βουβαθούν τα χείλη αυτά τα ψεύτικα,
που λέν’ λόγια σκληρά
στον δίκαιο ενάντια με περιφρόνηση και υπεροψία.
20Πόσο μεγάλη, Κύριε, η αγαθότητά σου,
που τη φυλάς για κείνους που σε σέβονται!
Όλοι μπορούν να δουν πως τη χαρίζεις
σ’ εκείνους που σ’ εσένα ελπίζουνε.
21Προφυλαγμένους τους κρατάς
στη σιγουριά της παρουσίας σου
απ’ των ανθρώπων τις συκοφαντίες·
τους προστατεύεις μέσα στη σκηνή σου
από τις επιθέσεις των εχθρών τους.
22Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος,
που έκανε σ’ εμένα το θαύμα της αγάπης του
την ώρα του αποκλεισμού μου.
23Κι εγώ μέσα στην αγωνία μου είχα πει:
«Μ’ έδιωξε απ’ τη φροντίδα του».
Εσύ όμως άκουσες της δέησής μου τη φωνή
όταν βοήθεια ζήτησα από σένα.
24Αγαπάτε τον Κύριο,
οι ευσεβείς του όλοι!
Ο Κύριος φροντίζει τους πιστούς·
και τιμωρεί πολύ σκληρά
αυτούς που φέρνονται μ’ αλαζονεία.
25Γίνετε ανδρείοι
και με γενναία καρδιά,
όλοι που ελπίζετε στον Κύριο.
ΨΑΛΜΟΙ 32
Η ευτυχία εκείνου που έλαβε άφεση
1Του Δαβίδ· Μασχίλ.κδ
Μακάριος είν’ εκείνος
που του αφέθηκε
αμέλειας παραστράτημα,
του συγχωρήθηκε αμαρτία συνειδητή.
2Μακάριος ο άνθρωπος,
όταν δεν του καταλογίζει
ο Κύριος αμάρτημα·
κι είναι ανύπαρκτος στο πνεύμα του ο δόλος.
3Κύριε, όταν σώπασα,
φθάρηκαν τα οστά μου
από τον ολοήμερο αναστεναγμό.
4Γιατί μέρα και νύχτα έπεσε
βαριά η τιμωρία σου σ’ εμένα·
σαν το χωράφι έγινα το άνυδρο
στου καλοκαιριού τη θέρμη.
(Διάψαλμα)
5Την αμαρτία μου σου γνώρισα,
δεν έκρυψα την ενοχή μου.
«Στον Κύριο» σκέφτηκα,
«θα εξομολογηθώ τα παραπτώματά μου».
κι εσύ εξάλειψες την ενοχή της αμαρτίας μου.
(Διάψαλμα).
6Για τούτο, ας προσεύχεται
κάθε ευσεβής σ’ εσένα,
στις δύσκολες στιγμές.
Σαν γίνει ο κατακλυσμός,
κοντά του δε θα φτάσει.
7Εσύ είσαι, Κύριε, ο κρυψώνας μου,
με προστατεύεις απ’ τη θλίψη
και τη γυρίζεις σε αλαλαγμούς χαράς.
(Διάψαλμα)
8Μου λες:
«Σύνεση θα σου δώσω,
θα σου διδάξω την οδό
που πρέπει να βαδίζεις·
θα σε ορμηνεύω,
η προσοχή μου θα ’ναι πάνω σου.
9Μη γίνεσαι σαν άλογο και σαν μουλάρι
ασύνετος,
που χαλινάρι και χαλκά χρειάζονται
για να μπορέσουν να ’ρθουνε κοντά σου».κε
10Πολλά του ασεβή τα μαστιγώματα,
μα κείνον που στον Κύριο ελπίζει
η αγάπη του τον περιζώνει.
11Χαρείτε για τον Κύριο, δίκαιοι, κι ευφρανθείτε·
κι όλοι εσείς οι άδολοι
φωνάξτε από χαρά!
ΨΑΛΜΟΙ 33
Ύμνος στο δημιουργό και σωτήρα
1Ευφρανθείτε δίκαιοι για τον Κύριο!
Στους τίμιους ανθρώπους ταιριάζει να υμνούν.
2Με κιθάρα ευχαριστήστε τον Κύριο!
Με ψαλτήρι δεκάχορδο ψάλτε σ’ αυτόν.
3Τραγουδήστε του ένα νέο τραγούδι!
Κάντε ωραία να ηχήσουν
τα όργανά σας κι οι φωνές.
4Γιατί είν’ σωστά τα λόγια του Κυρίου·
κι αληθινά τα έργα του.
5Αγαπά τη δικαιοσύνη και την ευθύτητα·
η αγάπη του Κυρίου γεμίζει τη γη.
6Με του Κυρίου το λόγο έγιναν οι ουρανοί·
με την πνοή απ’ το στόμα του
οι αμέτρητες δυνάμεις τους.
7Μάζεψε τα νερά των θαλασσών καθώς σε ασκί·
έκλεισε μες στ’ αμπάρια των ωκεανών τα βάθη.
8Τον Κύριο ας τον φοβάται όλη η γη·
κι ας τρέμουνε μπροστά του
της οικουμένης όλοι οι κάτοικοι!
9Γιατί αυτός είπε και έγιναν·
πρόσταξε αυτός και θεμελιώθηκαν.
10Ο Κύριος ματαιώνει τις προθέσεις
των ειδωλολατρών·
των λαών τα σχέδια
τ’ ανατρέπει.
11Του Κυρίου οι προθέσεις διαρκούν αιώνια,
τα σχέδια της βούλησής του
σ’ όλες τις γενιές.
12Μακάριο το έθνος που ο Κύριος είν’ ο Θεός του·
ευτυχισμένος ο λαός που αυτός τον διάλεξε
να ’ναι δικός του.
13Από τον ουρανό κοιτάζει ο Κύριος
και βλέπει όλους τους ανθρώπους.
14Από της κατοικίας του τον τόπο
εποπτεύει
όλους τους κατοίκους της γης.
15Εκείνος που διαπλάθει τις καρδιές τους
κι όλα τα έργα τους τα ξέρει.
16Δεν είν’ απ’ τον πολύ στρατό
που σώζεται ο βασιλιάς·
δεν είν’ απ’ την περίσσια δύναμη
που ο γενναίος γλιτώνει.
17Ανήμπορο είναι τ’ άλογο
να εξασφαλίσει σωτηρία·
όλη του η σφριγηλότητα
τη λύτρωση δεν φέρνει.
18Αλλά να που ο Κύριος φροντίζει για τους ευσεβείς,
για κείνους που ελπίζουν στη σταθερή αγάπη του.
19Ώστε ν’ αρπάζει τη ζωή τους απ’ το θάνατο·
να τους κρατάει ζωντανούς
την εποχή της πείνας.
20Στον Κύριο ελπίζει η ψυχή μας·
αυτός βοηθός μας
και προστασία μας!
21Χάρη σ’ εκείνον χαίρεται η καρδιά μας·
αφού εμπιστευόμαστε στην άγια παρουσία του.
22Ας έρθει, Κύριε, πάνω μας η αγάπη σου,
καθώς εμείς ελπίζουμε σ’ εσένα.
ΨΑΛΜΟΙ 34
Ο Κύριος με λύτρωσε απ’ όλους μου τους φόβους
1Ψαλμός του Δαβίδ, όταν προσποιήθηκε τον παράφρονα στο βασιλιά Αβιμέλεχκς κι αυτός τον ελευθέρωσε και γλίτωσε.
2Θα ευλογώ τον Κύριο κάθε στιγμή·
θα είναι ο ύμνος του στο στόμα μου για πάντα!
3Τον Κύριο δοξάζει όλη η ύπαρξή μου·
οι καταπιεσμένοι ας τ’ ακούσουν κι ας χαρούν.
4Ψάλτε μαζί μου τη μεγαλοσύνη του Κυρίου,
όλοι μαζί το όνομά του ας το δοξάσουμε!
5Τον Κύριο αποζήτησα και μ’ αποκρίθηκε,
με λύτρωσε απ’ όλους μου τους φόβους.
6Όσοι σ’ εκείνον στρέφουνε το βλέμμα τους
από χαρά ακτινοβολούν·
δεν πρόκειται να βγούνε γελασμένοι.
7Φώναξε ο δύστυχος κι ο Κύριος τον άκουσε·
κι απ’ όλες του τις θλίψεις
τον γλιτώνει.
8Στρατοπεδεύει του Κυρίου ο άγγελος
ολόγυρα σ’ εκείνους που τον σέβονται
και τους γλιτώνει απ’ τον κίνδυνο.
9Λάβετε πείρα μόνοι σας και δείτε
πόσο είναι καλός ο Κύριος·
ευτυχισμένος ο άνθρωπος
που σ’ αυτόν καταφεύγει!
10Τον Κύριο σεβαστείτε, οι άγιοί του·
τίποτα δεν στερούνται
όσοι τον σέβονται.
11Πλούσιοικζ σε φτώχεια ξέπεσαν και πείνασαν·
όμως αυτοί που αναζητούν τον Κύριο
κανένα δε θα στερηθούν απ’ όλα τ’ αγαθά.
12Ελάτε νέοι, ακούστε με· κι εγώ θα σας διδάξω
του Κυρίου το σέβας.
13Αν θέλετε να τη χαρείτε τη ζωή,
χρόνια να ζήσετε πολλά κι ευτυχισμένα·
14τη γλώσσα σας φυλάξτε απ’ το κακό
κι από κουβέντες δολερές
τα χείλη σας.
15Φύγετε πέρα απ’ το κακό και κάντε το καλό,
αποζητήστε την ειρήνη
και επιδιώξτε την.
16Τους δίκαιους ο Κύριος τους προσέχει
κι ακούει τις ικεσίες τους.
17Μα σκέφτεται ενάντια σ’ αυτούς που πράττουν το κακό·
για να εξαλείψει από τη γη
ως και τη θύμησή τους.
18Υψώνουν τη φωνή στον Κύριο οι δίκαιοι
κι εκείνος τους ακούει·
τους λευτερώνει
απ’ όλα τους τα βάσανα.
19Ο Κύριος είναι κοντά στους αποθαρρημένους
και σώζει αυτούς που βρίσκονται σε απόγνωση.
20Πολλά του δίκαιου τα δεινά,
μα απ’ όλ’ αυτά ο Κύριος
τον γλιτώνει.
21Περιφρουρεί όλη την ύπαρξή του:
Ούτ’ ένα κόκαλό του δεν θα συντριβεί.
22Τον ασεβή η κακία θα τον σκοτώσει
και θα τιμωρηθούν όσοι μισούν τον δίκαιο.
23Λυτρώνει ο Κύριος των δικών του τη ζωή,
κι όσοι σ’ αυτόν ελπίζουν
δε θα τιμωρηθούν.
ΨΑΛΜΟΙ 35
Ικεσία του αθώου που τον σύρουν σε δίκη
1Ψαλμός του Δαβίδ.
Κύριε, κρίνε εκείνους που με κατακρίνουν·
πολέμησε όσους με πολεμούν.
2Πάρε ασπίδα κι όπλο κι έλα βοήθησέ με.
3Σύρε κοντάρι για ν’ ανακόψεις εκείνους που με καταδιώκουν·
πες στην ψυχή μου:
«Η σωτηρία σου είμ’ εγώ».
4Ας νικηθούν κι ας ντροπιαστούν αυτοί που θέλουνε
να πάρουν τη ζωή μου!
Ας πισωστρέψουν κόκκινοι από ντροπή
αυτοί που το κακό μου μελετούν.
5Ας γίνουνε σαν το άχυρο που το σκορπίζει ο αγέρας·
και του Κυρίου ο άγγελος
ας τους κυνηγά.
6Ας είναι σκοτεινή κι ολισθηρή η πορεία τους·
και του Κυρίου ο άγγελος
ας τους καταδιώκει.
7Γιατί αναίτια μου στήσαν την παγίδα τους·
αναίτια σκάψαν λάκκο,
για να μου πάρουν τη ζωή.
8Στο λάκκο όμως αυτοί θα πέσουν δίχως να το προσμένουνε·
και στην παγίδα που έκρυψαν
οι ίδιοι θα πιαστούνε·
στο λάκκο μέσα θα χαθούν.
9Κι η ψυχή μου θα νιώσει χαρά για τον Κύριο,
για τη σωτήρια επέμβασή του αγαλλίαση.
10Όλα τα οστά μου θα το πουν:
Ποιος, Κύριε σαν κι εσένα;
Λυτρώνεις τον αδύναμο από τον δυνατότερό του,
τον δύσμοιρο και τον φτωχό
απ’ τον καταπιεστή του.
11Μάρτυρες άδικοι παρουσιάστηκαν,
για όσα δεν ήξερα εκείνοι μ’ ανακρίναν.
12Μου ανταποδώσανε κακό αντί καλό,
ερήμωσε η ψυχή μου.
13Κι εγώ, όταν ήταν άρρωστοι, είχα φορέσει πένθιμα·
με τη νηστεία ταπεινωνόμουν
και με σκυφτό κεφάλι, την προσευχή μου σιγοψιθύριζα.
14Σαν να ’τανε για φίλο και γι’ αδερφό μου
πηγαινοερχόμουνα·
σαν να πενθούσα μια μητέρα
θλιμμένος έσκυβα.
15Αλλά στη συμφορά μου αυτοί χαρήκαν και συνάχθηκαν
–συνάχθηκαν εναντίον μου–
να με συκοφαντήσουν,
και όμως δεν το ήξερα·
με χλεύαζαν χωρίς σταματημό.
16Αντάμα με τους ασεβείς με χλεύαζαν,
μου τρίζανε τα δόντια.
17Κύριε,
ως πότε θα τα βλέπεις;
Προστάτεψέ με απ’ τις καταστροφές τους·
από τα λιονταρόπουλα
την ακριβή ζωή μου.
18Θα σε δοξολογήσω μες σε μεγάλη σύναξη·
ανάμεσα σ’ αμέτρητο λαό
θα σ’ εξυμνήσω.
19Για μένα ας μη χαίρονται όσοι είν’ εχθροί μου δίχως λόγο·
ας πάψουν με τα μάτια τα νοήματα
όσοι αναίτια με μισούν.
20Δε μιλάνε ειρηνικά·
και για τους ήσυχους της γης
απάτης λόγια σκέφτονται.
21Φλυάρησαν σε βάρος μου και είπαν:
«Είδαμ’ εμείς τι έκανες!»
22Εσύ όμως, Κύριε, είδες· μη μείνεις σιωπηλός.
Κύριέ μου, μη μ’ αφήνεις!
23Ξύπνα και σήκω κι υπερασπίσου με·
Θεέ και Κύριέ μου,
πάρε το μέρος μου!
24Κρίνε με σύμφωνα με τη δικαιοσύνη σου,
Κύριε και Θεέ μου,
για να μη χαίρονται για μένα.
25Και να μη σκέφτονται στο βάθος τους:
«Μπράβο μας, τον νικήσαμε».
Και να μη λένε: «Τον κατάπιαμε».
26Ας ντρέπονται όλοι τους κι ας κοκκινίζουν,
όσοι για τα παθήματά μου χαίρονται·
ας σκεπαστούνε με ντροπή κι ονειδισμό
όσοι αλαζονικά περνούν μπροστά μου.
27Ας ευφρανθούνε κι ας χαρούν αυτοί
που χαίρονται για τη δικαίωσή μου·
κι ας λένε συνεχώς:
«Μεγάλος είν’ ο Κύριος!
Επιθυμεί την ευτυχία του εκλεκτού του».
28Κι η γλώσσα μου θα διηγιέται τη δικαιοσύνη σου·
όλη τη μέρα θα σ’ εξυμνεί.
ΨΑΛΜΟΙ 36
Εσύ είσαι, Κύριε, η πηγή της ζωής
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ, δούλου του Κυρίου.
2Η παρανομία του ασεβή βαθιά είναι στην καρδιά του·
φόβος Θεού σ’ εκείνον δεν υπάρχει.
3Και τόσο αυτοθαυμάζεται ώστε το κρίμα του δε βλέπει
για να το αποστραφεί.
4Τα λόγια του στο στόμα του είν’ ανομία και δόλος·
έπαψε να ’χει επίγνωση
και το καλό να κάνει.
5Όταν πλαγιάζει, την ανομία σκέφτεται·
ακολουθεί ένα δρόμο που δεν είν’ ο σωστός,
και το κακό δεν το απορρίπτει.
6Κύριε, ως τους ουρανούς η αγάπη σου·
η αλήθεια σου ως τα σύννεφα.
7Η δικαιοσύνη σου σαν τα ψηλά βουνά
κι η δίκαιη κρίση σου σαν άβυσσος μεγάλη·
ανθρώπους σώζεις, Κύριε, και ζώα.
8Πόσο πολύτιμη η αγάπη σου, Θεέ!
Οι άνθρωποι καταφεύγουν στον ίσκιο απ’ τις φτερούγες σου.
9Χορταίνουν απ’ τον πλούτο του σπιτιού σου
κι απ’ το ποτάμι τούς ποτίζεις της ευδαιμονίας σου.
10Γιατί εσύ ’σαι της ζωής το κεφαλόβρυσο·
βλέπουμε φως από το φως σου.
11Μην πάψεις να σκορπίζεις το έλεός σου
σ’ αυτούς που σε γνωρίζουν·
και τη δικαιοσύνη σου
στις έντιμες καρδιές.
12Πόδι αλαζόνα ας μη με καταπατήσει,
κι ας μη με καταδιώξει
χέρι ασεβών.
13Δείτε πού πέσαν όσοι στο κακό δουλεύαν·
καταγκρεμίστηκαν
και δεν μπορούν να σηκωθούν.
ΨΑΛΜΟΙ 37
Μην αγαναχτείς όταν θριαμβεύουν οι κακοί
1Του Δαβίδ.
Μην αγανακτείς με τους κακούς·
μη ζηλεύεις όσους την ανομία πράττουν.
2Γιατί καθώς η χλόη, γρήγορα μαραίνονται·
ξεραίνονται καθώς το τρυφερό χορτάρι.
3Έλπιζε στον Κύριο και κάνε το καλό·
κατοίκησε στη χώρα
κι απόλαυσε τη σιγουριά.
4Ζήτα την ευτυχία σου στον Κύριο
και θα σου δώσει
ό,τι η καρδιά σου λαχταρά.
5Δώσε στον Κύριο τη ζωή σου·
έλπισε σ’ αυτόν
κι εκείνος θα φροντίσει.
6Θα κάνει τη δικαιοσύνη σου να λάμψει σαν το φως
το δίκιο σου, σαν μέρα μεσημέρι.
7Στον Κύριο σιωπηλά εγκαταλείψου
και έλπισε σ’ αυτόν.
Μην αγανακτείς για κείνον που στη ζωή του ευτυχεί·
για έναν άνθρωπο που κάνει ανομίες.
8Ηρέμησε και πάψε τους θυμούς!
Μην εξανίστασαι· αυτό δε βγαίνει παρά σε κακό.
9Γιατ’ οι κακοί θ’ αφανιστούν·
μα εκείνοι που στον Κύριο ελπίζουνε
τη χώρα θα την κατακτήσουν.
10Σε λίγο δεν θα υπάρχει ασεβής·
και θα ζητάς τον τόπο του
μα δε θα τονε βρίσκεις.
11Αλλά οι πράοι θα κατακτήσουνε τη χώρα
και θ’ απολαύσουν άφθονη ειρήνη.
12Συνωμοτεί ο ασεβής σε βάρος του δικαίου·
τρίζει τα δόντια του
εναντίον του.
13Ο Κύριος γελάει μαζί του γιατί ξέρει πως έρχεται
της τιμωρίας του η μέρα.
14Οι ασεβείς σέρνουν σπαθιά, τεντώνουνε τα τόξα τους,
να ρίξουν κάτω τον φτωχό και τον αδύνατο·
να σφάξουνε αυτούς που ζούνε τίμια.
15Μα το σπαθί τους στην καρδιά τους θά μπει·
θα τσακιστούν τα τόξα τους.
16Καλύτερα τα λίγα του δικαίου,
παρά ο πολύς ο πλούτος των ασεβών.
17Γιατί η δύναμη των ασεβών θα συντριφθεί,
ενώ ο Κύριος τους δίκαιους τους στηρίζει.
18Γνωρίζει ο Κύριος τις μέρες των τελείων·
θα διαρκούν για πάντα τ’ αγαθά τους.
19Δε θα ντροπιάζονται σε χρόνους δύσκολους·
και θα χορταίνουν τον καιρό της πείνας.
20Αλλά οι κακοί θ’ αφανιστούν,
οι αντίθετοι στον Κύριο,
καθώς η ομορφιά του αγρού·
θα διαλυθούνε σαν καπνός
και θα χαθούν.
21Δανείζεται ο ασεβής και πίσω δεν τα δίνει·
μα ο δίκαιος είν’ απλόχερος και δίνει.
22Γιατί όσους ο Κύριος ευλογεί, αυτοί
κατέχουνε τη χώρα·
κι όσους εκείνος καταριέται
εξαφανίζονται απ’ αυτήν.
23Ο Κύριος κάνει σταθερά τα βήματα του ανθρώπου
κι εγκρίνει την πορεία του.
24Αν πέφτει,
στην πτώση του δε μένει,
γιατί ο Κύριος
απ’ το χέρι τον κρατάει.
25Νιος ήμουνα και γέρασα
αλλά δεν είδα δίκαιο
εγκαταλειμμένο·
κι ούτε είδα τα παιδιά του
να ζητιανεύουν το ψωμί.
26Καθημερινά δανείζει κι ελεεί·
και τα παιδιά του
είναι μια ευλογία.
27Φύγε απ’ το κακό και κάνε το καλό,
και θα μείνεις παντοτινά στη χώρα.
28Γιατί αγαπάει ο Κύριος το σωστό
και δεν εγκαταλείπει τους οσίους του,
τους προστατεύει αιώνια·
αλλ’ οι απόγονοι των ασεβών θα εξαφανιστούν.
29Οι δίκαιοι θα κατακτήσουνε τη χώρα·
σ’ αυτήν θα κατοικούν για πάντα.
30Του δίκαιου το στόμα σοφία ψιθυρίζει·
η γλώσσα του λέει το σωστό.
31Ο νόμος του Θεού του μες στην καρδιά του·
τα βήματά του διόλου δε γλιστρούν.
32Παραμονεύει ο ασεβής τον δίκαιο·
γυρεύει να τον θανατώσει.
33Μα ο Κύριος στα χέρια του δεν του τον παραδίνει·
κι όταν δικάζεται δεν τον αφήνει
να καταδικαστεί.
34Στον Κύριο έλπισε, το δρόμο του ακολούθησε·
θα σε υψώσει
τη χώρα να κατέχεις
και θα δεις τους ασεβείς να εξαφανίζονται.
35Είδα τον ασεβή να καταχράται την εξουσία του,
να υψώνεται σαν κέδρος του Λιβάνου,κη
ν’ απλώνεται καθώς αναρριχητικό φυτό.
36Και πάλι πέρασακθ και να που δεν υπήρχε·
τον αναζήτησα,
κι ούτε που βρέθηκε.
37Κοίτα προσεκτικά τον τέλειο, δες τον ευθύ τον άνθρωπο:
Έχει απογόνους πάντοτε ο άνθρωπος της ειρήνης.
38Αλλά οι αμαρτωλοί όλοι αντάμα θα χαθούν
κι οι απόγονοι των ασεβών
θα φύγουν απ’ τη μέση.
39Η σωτηρία των δικαίων από τον Κύριο έρχεται·
η προστασία τους
στον καιρό της θλίψης.
40Τους βοηθάει ο Κύριος και τους λυτρώνει·
τους λευτερώνει απ’ τους κακούς,
τους σώζει,
γιατί σ’ αυτόν κατέφυγαν.
ΨΑΛΜΟΙ 38
Προσευχή αρρώστου που αναγνωρίζει τα σφάλματά του
1Ψαλμός του Δαβίδ· αναμνηστικός.
2Κύριε, μη μ’ επιπλήξεις πάνω στην οργή σου·
και πάνω στο θυμό σου
μη με τιμωρήσεις.
3Γιατί με διαπέρασαν τα βέλη σου·
και με πιέζει η δύναμή σου.
4Δεν έχει υγεία το κορμί μου, γιατί οργίστηκες·
πονούν τα κόκαλά μου όλα, γιατί αμάρτησα.
5Οι ανομίες μου σωρεύτηκαν ψηλότερα απ’ το κεφάλι μου·
καθώς φορτίο βαρύ με καταπιέζουν.
6Βρώμισαν και σαπίσαν οι πληγές μου,
απ’ την ανοησία μου.
7Ταλαιπωρήθηκα, κυρτώθηκα εντελώς·
θλιμμένος περπατώ όλη τη μέρα.
8Τα σπλάχνα μου είναι γεμάτα φλόγωση·
και δεν υπάρχει υγεία
στο κορμί μου.
9Φθάρηκα και τσακίστηκα ολότελα·
κραυγάζω από τον πόνο της καρδιάς μου.
10Κύριε, εσύ γνωρίζεις όλη τη λαχτάρα μου,
κι ο στεναγμός μου δε σου είναι κρυφός.
11Χτυπάει η καρδιά μου ανάστατη,
μ’ άφησε η δύναμή μου·
ως και το φως ακόμα των ματιών μου
το ’χασα κι αυτό.
12Φίλοι και γνώριμοι δεν μου συμπαραστάθηκαν στα βάσανά μου·
κι οι πιο δικοί μου με κρατάνε σε απόσταση.
13Αυτοί που τη ζωή μου επιβουλεύονται
μου στήνουνε παγίδες·
αυτοί που θέλουν να με βλάψουν
πως θα με καταστρέψουν απειλούν
κι απάτες σχεδιάζουν όλη μέρα.
14Αλλά εγώ κάνω τον κουφό, πως δεν ακούω·
και τον μουγγό,
που να μιλήσει δεν μπορεί.
15Είμαι σαν ένας άνθρωπος που δεν ακούει τίποτα·
κι απόκριση στο στόμα του δεν έχει.
16Γιατί σ’ εσένα, Κύριε έλπισα·
εσύ θα μου αποκριθείς,
Κύριέ μου, Θεέ μου.
17Είπα: «Ας μη χαρούν μ’ εμένα οι εχθροί μου
κι ας μη καυχιούνται εναντίον μου
όταν το πόδι μου γλιστράει».
18Εγώ είμαι έτοιμος να πέσω,
κι ο πόνος μου παντοτινά
είν’ υπαρκτός.
19Την ανομία μου δημόσια την ομολογώ
κι η αμαρτία μου
στο άγχος με βυθίζει.
20Όλο ζωή και δύναμη οι εχθροί μου
και πλήθος όσοι αναίτια
με μισούν,
21κι όσοι κακό αντί καλό μού ανταποδίνουν·
μ’ εχθρεύονται που επιδιώκω το καλό.
22Μη μ’ εγκαταλείπεις, Κύριε·
Θεέ μου, μη φεύγεις μακριά μου.
23Έλα γοργά και βοήθησέ με,
Κύριε και σωτήρα μου!
ΨΑΛΜΟΙ 39
Δώσε μου ανάπαυλα, η ζωή είναι τόσο σύντομη...
1Στον πρωτοψάλτη, τον Ιεδουθούν.λ Ψαλμός του Δαβίδ.
2Είπα:
«Θα ’μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι,
ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνω·
θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου
όσο μπροστά μου θα ’ναι ο ασεβής».
3Άφωνος έγινα, βουβός,
–ούτε καλό δεν έλεγα–
κι ο πόνος μου δυνάμωνε.
4Γέμισε αγωνία η καρδιά μου·
καθώς συλλογιζόμουν
φούντωνε η αγωνία μου·
ωσότου λύθηκε η γλώσσα μου και είπα:
5«Φανέρωσέ μου, Κύριε, το τέλος μου,
και πόσες θα ’ναι οι μέρες της ζωής μου·
ώστε να ξέρω πόσο είμαι φθαρτός».
6Τι λίγο που έκανες να διαρκεί η ζωή μου!
Μπροστά σου η ύπαρξή μου ένα τίποτα·
κι αέρα φύσημα η στερεότητα του ανθρώπου.
(Διάψαλμα)
7Και να, σαν τη σκιά ο άνθρωπος πορεύεται,
άνεμος είν’ ο πλούτος που σωρεύει,
χωρίς να ξέρει ποιος θα τον συνάξει.
8Και τώρα τι προσμένω, Κύριε;
σ’ εσένα την ελπίδα μου στηρίζω.
9Λύτρωσέ με απ’ όλες τις ανομίες μου·
στη χλεύη του ανόητου
μη μ’ αφήσεις.
10Σώπασα· το στόμα δεν ανοίγω,
γιατί εσύ μ’ έφερες εδώ που βρίσκομαι.
11Στρέψε μακριά από μένα τα πλήγματά σου·
κάτω απ’ το στιβαρό σου χέρι
εγώ αφανίστηκα.
12Κολάζοντας την ανομία τον άνθρωπο παιδαγωγείς,
και κατατρώς όπως ο σκόρος
ό,τι έχει πιο πολύτιμο.
Πνοή τ’ ανέμου, αλήθεια, αυτό είναι ο κάθε άνθρωπος.
(Διάψαλμα)
13Την προσευχή μου, Κύριε, άκουσε,
πρόσεξε την κραυγή μου·
στα δάκρυά μου μη σωπαίνεις,
γιατί είμαι μόνο ένας φιλοξενούμενός σου,
ξένος, χωρίς δικαιώματα,
σαν όλους τους προγόνους μου.
14Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω·
πριν φύγω και δεν υπάρχω πια.
ΨΑΛΜΟΙ 40
Ας μάθουν όλοι το τι έκανες για μένα!
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2Αδιάκοπα στον Κύριο έλπιζα κι αυτός με πρόσεξε
κι άκουσε την κραυγή μου.
3Μ’ ανέσυρε από το λάκκο της φθοράς,
απ’ της λάσπης το βούρκο·
τα πόδια μου τα στήριξε
πάνω στο βράχο,
τα βήματά μου στέριωσε.
4Στο στόμα μου έβαλε καινούριο ένα τραγούδι,
για το Θεό μας δοξολόγημα·
πολλοί θα δουν, θα ευλαβηθούν,
στον Κύριο θα ελπίσουν.
5Μακάριος ο άνθρωπος, που ’χει στον Κύριο την ελπίδα του,
και προς τους μάταιους δε στρέφεται
κι όσους δουλεύουνε στο ψέμα.
6Πληθώρα, Κύριε, Θεέ μας, τα έργα σου τα θαυμαστά,
κι όσα σχεδίασες για χάρη μας.
Κανένας δε συγκρίνεται μ’ εσένα!
Να τ’ αναγγείλω θα ’θελα και να τα πω,
είν’ όμως αναρίθμητα.
7Θυσίες και προσφορές δεν θέλησες,
μου ’δωσες την επίγνωση·
δε ζήτησες ολοκαυτώματα
ούτε θυσίες εξιλέωσης.
8Τότε είπα: «Να με, ήρθα».
Στου βιβλίου τον κύλινδρο για μένα γράφει.
9Να κάνω ό,τι είν’ ευχάριστο σ’ εσένα,
Θεέ μου, επιθύμησα·
ο νόμος σου να ’ναι στο βάθος της καρδιάς μου.
10Διαλάλησα τη δικαιοσύνη σου σε σύναξη μεγάλη,
να που τα χείλια μου δεν τα ’κλεισα·
Κύριε, εσύ το ξέρεις.
11Τη δικαιοσύνη σου δεν έκρυψα στα βάθη της καρδιάς μου,
κήρυξα την πιστότητά σου και τη βοήθειά σου·
δεν κράτησα κρυμμένη την αγάπη σου
ούτε και την αλήθεια σου σε σύναξη μεγάλη.
12Μην εμποδίσεις εσύ, Κύριε, την ευσπλαχνία σου σ’ εμένα·
η αγάπη σου κι η αλήθεια σου
ας με φρουρούν παντοτινά.
13Γιατί πέσαν απάνω μου δεινά που δε μετριούνται,
με πήραν οι ανομίες μου και δεν μπορώ να δω·
–πιότερες κι από τα μαλλιά της κεφαλής μου–
και μ’ εγκατέλειψε το θάρρος μου.
14Κύριε, στέρξε να με σώσεις·
τάχυνε, Κύριε,
να με βοηθήσεις.
15Ας ντροπιαστούν όλοι μαζί κι ας εξουθενωθούν
αυτοί που θέλουν ν’ αφαιρέσουν τη ζωή μου·
ατιμασμένοι ας πισωστρέψουν
αυτοί που με τη δυστυχία μου χαίρονται.
16Ας μείνουν άναυδοι απ’ το αίσχος τους
όσοι για μένα λέν’:
«καλά να πάθει».
17Ας ευφρανθούν και ας χαρούν κοντά σου
όλοι όσοι σε ζητάνε, Κύριε,
και πάντα ας λένε:
«Μεγάλος είν’ ο Κύριος!»
όσοι αγαπούν τη σωτηρία που χαρίζεις.
18Εγώ είμαι άθλιος και φτωχός,
μη με ξεχάσεις, όμως, Κύριε.
Εσύ ’σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής,
Θεέ μου, μην αργήσεις.λα
ΨΑΛΜΟΙ 41
Προσευχή ενός καταδιωγμένου
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ.
2Μακάριος όποιος νοιάζεται τον αδύναμο·
θα τον λυτρώσει ο Κύριος
στης δυστυχίας τη μέρα.
3Τον προστατεύει ο Κύριος, του δίνει τη ζωή
και θα τον πουν στη γη ευτυχισμένο·
κι ούτε θα παραδώσει
τη ζωή του στους εχθρούς του.
4Ο Κύριος τον βοηθά να σηκωθεί
απ’ της αρρώστιας του το στρώμα·
σ’ όλες του τις ασθένειες τον ανακουφίζει.
5Εγώ είπα: «Δώσ’ μου, Κύριε, το έλεός σου·
γιάτρεψε την ψυχή μου
γιατί σ’ εσένα αμάρτησα».
6Οι εχθροί μου εναντίον μου
λόγια λαλούν κακόβουλα:
«Αχ, πότε να πεθάνει
και τ’ όνομά του να χαθεί!»
7Κι αν έρθει κάποιος να με δει,
μου λέει ανοησίες·
μαζεύει στην καρδιά του θέματα για κακογλωσσιά,
φεύγει από μένα και τα διαλαλεί στους δρόμους.
8Ανάμεσά τους ψιθυρίζουν εναντίον μου
όλοι που με μισούνε·
για μένα σκέφτονται το χειρότερο:
9«Αγιάτρευτο κακό τον βρήκε.
Τώρα, μια και τον έριξε η αρρώστια,
δε θα μπορέσει πια να σηκωθεί».
10Κι ο φίλος μου ακόμα ο ακριβός,
που τον εμπιστευόμουν
και τρώγαμε ψωμί μαζί,
μου γύρισε την πλάτη και με κλώτσησε.
11Εσύ όμως, Κύριε, δωσ’ μου το έλεός σου,
κάνε να σηκωθώ,
κι εγώ θα τους το ξεπληρώσω.
12Έτσι θα καταλάβω πως έχω την αγάπη σου:
Όταν δε θα καυχιέται
ο εχθρός σε βάρος μου.
13Αλλά για την ακεραιότητά μου εσύ με στήριξες,
μπροστά στην παρουσία σου
με στέριωσες αιώνια.
14Ευλογημένος να ’ναι ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ,
από πάντα και για παντοτινά!
Αμήν, αμήν.

ΨΑΛΜΟΙ 42
ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(Ψαλμοί 42–72)
Όπως η ελαφίνα αποζητάει....
1Στον πρωτοψάλτη, ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.λβ
2Όπως η ελαφίνα αποζητάει τα τρεχούμενα νερά
έτσι η ψυχή μου σ’ αποζητάει Θεέ μου!
3Είν’ η ψυχή μου διψασμένη για το Θεό,
για τον αληθινό Θεό.
Πότε θα ’ρθώ να δω το πρόσωπό σου, Θεέ μου;
4Τα δάκρυά μου είναι ψωμί για μένα μέρα νύχτα,
όταν ακούω να μου λένε ολημερίς,
«πού είναι ο Θεός σου;»
5Θυμάμαι –και λιώνει μέσα μου η καρδιά–
όταν με ένδοξη, πολυπληθή πορεία
βάδιζα προς τον οίκο του Θεού,
μες σε φωνές χαράς κι ευχαριστίας,
στο θόρυβο των πανηγυριστών.
6Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;
Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι
της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.
7Θλίβεται μέσα μου η ψυχή μου·
για τούτο, Κύριε, θα σε θυμηθώ
απ’ του Ιορδάνη τις πηγές,
πλάι στο βουνό Μισάρ,
κι απ’ του Ερμών τα υψώματα.
8Η μια στην άλλη άβυσσο φωνάζει
με των καταρραχτών σου τη βοή·
όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου
πέρασαν από πάνω μου.
9Τη μέρα στέλνει ο Κύριος το έλεός του,
κι εγώ θα λέω τη νύχτα το τραγούδι του,
την προσευχή μου στης ζωής μου το Θεό.
10Θα λέω στο Θεό, στο βράχο μου:
«Γιατί μ’ απολησμόνησες;
γιατί να ζω με λύπη,
κάτω απ’ του εχθρού μου την καταπίεση;»
11Τσακίζονται τα κόκαλά μου
όταν μ’ εξευτελίζουν οι δυνάστες μου,
καθώς μου λένε ολημερίς,
«πού είναι ο Θεός σου;»
12Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;
Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι
της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.
ΨΑΛΜΟΙ 43
1Δικαίωσέ με, Θεέ, πάρε το μέρος μου
ενάντια σ’ ένα έθνος ανελέητο·
απ’ τον απατεώνα γλίτωσέ με κι απ’ τον παράνομο.
2Αφού εσύ, Θεέ, είσαι η δύναμή μου
γιατί μ’ έδιωξες;
γιατί να ζω με λύπη
κάτω απ’ την καταπίεση του εχθρού;
3Στείλε το φως και την αλήθεια σου
αυτά να μ’ οδηγούν·
στο άγιο σου βουνό για να με φέρουν
εκεί που κατοικείς.
4Θα φτάσω ως το θυσιαστήριό σου,
σ’ εσέ τον ίδιο, Θεέ της ευτυχίας μου και της χαράς μου·
και με κιθάρα θα σε υμνολογώ,
Θεέ, Θεέ μου.
5Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις;
Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι,
της ύπαρξής μου το σωτήρα
και Θεό μου.
ΨΑΛΜΟΙ 44
Κι όμως εσύ μας απέρριψες
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.λγ
2Με τα ίδια μας τ’ αυτιά ακούσαμε, Θεέ,
όσα μας εξιστόρησαν οι προγονοί μας·
τα έργα που έκανες στις μέρες τους,
σ’ αλλοτινούς καιρούς.
3Εσύ με τη δική σου δύναμη αλλόπιστους ξερίζωσες,
αυτούς για να φυτέψεις·
για να τους δώσεις άνεση
κατέστρεψες λαούς.
4Δεν κατακτήσανε τη χώρα αυτή με τα σπαθιά τους,
κι ούτε τους βόηθησαν τα μπράτσα τους,
αλλά η ευνοϊκή σου δύναμη κι η ισχύς·
το φως της παρουσίας σου,
επειδή τους ευνόησες.
5Εσύ ’σαι βασιλιάς μου, Θεέ μου·
δώσε τη νίκη σου στον Ιακώβ.λδ
6Μαζί μ’ εσένα
συντρίψαμε τους αντιπάλους μας·
με τη δική σου ύπαρξη κατανικήσαμε
αυτούς που μας επιτεθήκαν.
7Εγώ δεν εμπιστεύομαι το τόξο μου
ούτε και το σπαθί για να με σώσει.
8Εσύ μας έσωσες από τους αντιπάλους μας,
εσύ εξουθενώνεις τους εχθρούς μας.
9Όλη τη μέρα θα σ’ εξυμνούμε Θεέ,
την ύπαρξή σου αιώνια θα δοξάζουμε.
(Διάψαλμα)
10Εσύ όμως μας απέρριψες, μας ντρόπιασες
και πια δε συμπορεύεσαι με το στρατό μας.
11Μας έκανες να φύγουμε μπροστά στους αντιπάλους μας
και μας λεηλατήσαν οι εχθροί μας.
12Μας παραδίνεις σαν αρνιά για τη σφαγή·
μέσα στα έθνη μάς διασκορπίζεις.
13Πούλησες το λαό σου δίχως τίμημα
και δεν κέρδισες τίποτε απ’ αυτόν.
14Μας άφησες στη χλεύη των γειτόνων μας,
στο όνειδος όσων μας τριγυρίζουν.
15Μας έκανες περίγελο στα έθνη·
για μας κουνάνε το κεφάλι ειρωνικά οι λαοί.
16Ολημερίς θωρώ την καταφρόνια μου·
το πρόσωπό μου το σκεπάζει η ντροπή
17στ’ άκουσμα της φωνής του χλευαστή του βλάσφημου,
στην παρουσία του εχθρού και του εκδικητή.
18Αυτά όλα μας βρήκανε
κι εμείς δε σε ξεχάσαμε·
ούτε τη διαθήκη σου προδώσαμε.
19Και δεν άλλαξε φρόνημα η καρδιά μας,
και δεν ξεστράτισαν τα βήματά μας
από τα μονοπάτια σου,
20τότε που εσύ μας σύντριψες στων τσακαλιών τον τόπολε
και με σκοτάδι θανατερό μας σκέπασες.
21Αν είχαμε ξεχάσει του Θεού μας την ύπαρξη
κι είχαμε επικαλεσθεί ξένους θεούς,
22μη δε θα το ’χες μάθει Θεέ,
εσύ, που της καρδιάς τα μυστικά γνωρίζεις;
23Για σένα καθημερινά μη δε μας εξοντώνουνε;
Μας λογαριάζουν σαν αρνιά για τη σφαγή.
24Σήκω! Γιατί ησυχάζεις, Κύριε;
Δράσε!
Για πάντα μη μας απωθείς.
25Την παρουσία σου γιατί την κρύβεις
και λησμονάς τη δυστυχία και την ανάγκη μας;
26Δες, η ζωή μας έπεσε στο χώμα,
και το κορμί μας κόλλησε στη γη.
27Σήκω, βοήθησέ μας και λύτρωσέ μας,
συ που μας αγαπάς.

ΨΑΛΜΟΙ 45
Ποίημα για το γάμο του βασιλιά
1Στον πρωτοψάλτη, όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα)· για τη συγγένεια του Κορέ· Μασχίλ· τραγούδι της αγάπης.
2Μ’ εμπνέουν οι χαρμόσυνες στιγμές,
στο βασιλιά θα πω τα ποιήματά μου·
η γλώσσα μου ωραία θα μιλήσει
σαν πέννα γραμματέα έμπειρου.
3Είσαι ο ωραιότερος απ’ όλους,
χαριτωμένα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου,
για τούτο και σ’ ευλόγησε για πάντα ο Θεός.
4Ζώσε στη μέση το σπαθί σου, δυνατέ,
μεγαλόπρεπε κι ένδοξε!
5Δώσε τις μάχες σου λαμπρός,
θριάμβευε για την αλήθεια
και για το δίκιο του αδυνάτου·
οι πράξεις σου τρόμο θα προκαλούν.
6Τα βέλη σου τα αιχμηρά
την καρδιά των εχθρών του βασιλιά θα διαπερνούνε,
λαοί κάτω από σε θα πέφτουνε.
7Ο θρόνος σου είναι θρόνος του Θεούλς
αιώνιος και παντοτινός·
σκήπτρο χρηστής διοίκησης
το σκήπτρο το βασιλικό σου.
8Δικαιοσύνη αγάπησες
και μίσησες την αδικία·
γι’ αυτό σε διάλεξε ο Θεός,
ο Θεός σου,
σ’ εσένα έδωσε χαρά πιότερη απ’ τους συντρόφους σου.
9Σμύρνας, κασίας κι αλόης άρωμα
είναι στη φορεσιά σου·
στα φιλντισένια ανάκτορά σου
άρπας σε τέρπουν οι χορδές.
10Βασιλοκόρες είναι η συνοδεία σου·
στέκει η βασίλισσαλζ στα δεξιά σου
με τα χρυσάφια στολισμένη της Οφείρ.
11Άκουσε, κόρη μου, και δες,
δώσε την προσοχή σου·
ξέχασε το λαό σου και το σπίτι του πατέρα σου.
12Ο βασιλιάς επιθυμεί την ομορφιά σου·
ο κύριός σου είν’ αυτός,
προσκύνησε μπροστά του.
13Της Τύρου οι κόρες με δώρα μπροστά σου θα ’ρθουν,
οι πλούσιοι του λαού θα σε παινέψουν.
14Όλο μεγαλοπρέπεια η βασιλοκόρη
στα διαμερίσματά της μέσα
με χρυσοΰφαντη τη φορεσιά.
15Πολύχρωμα ντυμένη θα οδηγηθεί στο βασιλιά·
θα την ακολουθούν παρθένες·
η συνοδεία της σ’ εσένα θα οδηγηθεί.
16Με αλαλαγμούς και με χαρές
μπαίνουν μέσα στου βασιλιά τ’ ανάκτορα.
17Τη θέση των προγόνων σου
οι γιοι σου θα την πάρουν,
άρχοντες θα ’ναι μες στη χώρα ολόκληρη.
18Θα μνημονεύουν τ’ όνομά σου
από γενιά σ’ άλλη γενιά·
γι’ αυτό οι λαοί θα σ’ εξυμνούν
παντοτινά κι αιώνια.
ΨΑΛΜΟΙ 46
Ο Κύριος του σύμπαντος είναι μαζί μας
1Στον πρωτοψάλτη· για τη συγγένεια του Κορέ· τραγούδι όπως το «Αλαμώθ» (Παρθένες).λη
2Είν’ ο Θεός για μας καταφύγιο και δύναμη·
στάθηκε στις ανάγκες μας
βοήθεια σπουδαία.
3Γι’ αυτό και δε φοβόμαστε όταν σαλεύει η γη
κι αλλάζουν θέση τα βουνά
στου ωκεανού τα βάθη.
4Παφλάζουν τα νερά του και ταράζονται·
φουσκώνουν και τραντάζουν τα βουνά.
Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,
πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.λθ
(Διάψαλμα)
5Του ποταμού τα παρακλάδια κάνουν ν’ αγάλλεται η πόλη του Θεού·
η αγιότερη ανάμεσα στις κατοικίες του Υψίστου.
6Στο μέσο της είν’ ο Θεός και δεν κλονίζεται·
θα τη βοηθήσει ο Θεός στο χάραμα της μέρας.
7Έθνη ταράζονται, βασίλεια κλονίζονται·
αντήχησε η φωνή του και τρόμαξε η γη.
8Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,
πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.
(Διάψαλμα)
9Ελάτε, δείτε του Κυρίου τα έργα,
που καταπληκτικά πράγματα γέμισε τη γη.
10Πολέμους σταματάει στης γης τα πέρατα,
τόξα τσακίζει και συντρίβει λόγχες
κι ασπίδες καίει στη φωτιά.
11«Ηρεμήστε», λέει, «και μάθετε
ότι εγώ είμ’ ο Θεός·
ψηλότερα απ’ τα έθνη, ψηλότερα απ’ τη γη».
12Μαζί μας είν’ ο Κύριος του σύμπαντος,
πύργος για μας ο Θεός του Ιακώβ.
(Διάψαλμα).

ΨΑΛΜΟΙ 47
Χειροκροτήστε τον Κύριο, το μεγάλο Βασιλιά
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.μ
2Όλοι οι λαοί χειροκροτήστε,
μ’ ενθουσιασμού φωνές αλαλάξτε στο Θεό!
3Γιατί ο Κύριος είναι ύψιστος και φοβερός·
σ’ όλη τη γη αυτοκράτορας.
4Λαούς σ’ εμάς τους υποτάσσει·
κι υποδουλώνει έθνη σ’ εμάς.
5Για μας διαλέγει τη δωρεά του,
τη δόξα του Ιακώβ, του αγαπημένου του.
(Διάψαλμα)
6Στο θρόνο του ανεβαίνει ο Θεός μες στον αλαλαγμό,
ο Κύριος με τον ήχο της σάλπιγγας.
7Τραγουδήστε το Θεό μας, τραγουδήστε!
Τραγουδήστε το βασιλιά μας, τραγουδήστε!
8Ο Θεός είναι βασιλιάς σ’ ολόκληρη τη γη,
υμνήστε τον με το πιο ωραίο τραγούδι!
9Ο Θεός είναι βασιλιάς στα έθνη·
ο Θεός κάθισε στο θρόνο της αγιοσύνης του.
10Οι άρχοντες των λαών συνάχθηκαν
με το λαό που το Θεό του Αβραάμ λατρεύει·
γιατί η ασφάλεια της γης
βρίσκεται στο Θεό,
σ’ εκείνον που κυριαρχεί απόλυτα.
ΨΑΛΜΟΙ 48
Η πόλη του μεγάλου βασιλιά
1Τραγούδι, ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.μα
2Μεγάλος είν’ ο Κύριος
κι άξιος πολύ να υμνείται
στην πόλη του Θεού μας,
στο άγιο του βουνό.
3Το μεγαλόπρεπο βουνό
χαρά της γης ολόκληρης,
τ’ όρος Σιών στη βορινή την άκρη,
η πόλη του μεγάλου βασιλιά.
4Μέσα στους πύργους της ο Θεός
αναδείχτηκε κάστρο.
5Οι βασιλιάδες συνασπίστηκαν,
και βάδισαν όλοι μαζί ενάντια στην πόλη.
6Μα είδαν και ξαφνιάστηκαν·
τρόμαξαν κι άτακτα υποχωρήσαν.
7Ρίγος εκεί τους έπιασε·
κοιλόπονοι ετοιμόγεννης.
8Με άνεμο ανατολικό
τα πλοία τα μεγάλα τα συντρίβεις.
9Όπως τ’ ακούσαμε, έτσι και το ’δαμε
στην πόλη του Κυρίου του σύμπαντος,
στην πόλη του Θεού μας·
ο Θεός θα τη στηρίζει αιώνια.
(Διάψαλμα)
10Σκεφτόμαστε, Θεέ, το έλεός σου,
στο μέσο του ναού σου.
11Η εξύμνησή σου Θεέ, όπως και τ’ όνομά σου,
φτάνει ως τα πέρατα της γης.
Νίκη είναι το χέρι σου γεμάτο.
12Χαίρεται το όρος της Σιών,
αγάλλονται οι πόλειςμβ του Ιούδα,
για τη δίκαιη κρίση σου, Κύριε.
13Περιδιαβείτε τη Σιών πάνω στα τείχη της,
τους πύργους της μετρήστε.
14Θαυμάστε την οχύρωση,
δέστε με προσοχή τ’ ανάκτορά της,
για να τα λέτε στις γενιές που έρχονται.
15Γιατί αυτός είν’ ο Θεός,
Θεός μας στους αιώνες τους ατέλειωτους
κι αυτός μας οδηγεί.
ΨΑΛΜΟΙ 49
Ο άνθρωπος πεθαίνοντας δεν παίρνει τίποτα μαζί του
1Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός για τη συγγένεια του Κορέ.μγ
2Ετούτο ακούστε όλοι οι λαοί·
όλοι της γης οι κάτοικοι προσέξτε,
3κοινοί κι επίσημοι,
πλούσιοι και φτωχοί μαζί.
4Λόγια σοφά θα πει το στόμα μου,
και συνετές θα ’ναι οι σκέψεις της καρδιάς μου.
5Στήνω τ’ αυτί μου στου Κυρίου τη μυστική βουλή
και με τον ήχο της κιθάρας προσπαθώ
το αίνιγμα να λύσω.
6Γιατί στης συμφοράς τις μέρες να σκιαχτώ
από τη μοχθηρία αυτών
που με καταδιώκουν;
7από εκείνους στ’ αγαθά τους
που στηρίζονται
και για τα πλούτη τους τ’ αμύθητα καυχιούνται;
8Κανένας δεν μπορεί κάποιου άλλου
τα χρέη να πληρώσει
ούτε και τα δικά του στο Θεό.
9Είναι πανάκριβο το λύτρο της ζωής τους
κι ουδέποτε πληρώνεται,
10ώστε να ζήσουν ως το τέλος·
ποτέ τον τάφο να μη δουν.
11Καθένας βλέπει πως κι οι σοφοί πεθαίνουν,
χάνονται όπως οι τρελοί κι οι ανόητοι
κι εγκαταλείπουν σ’ άλλους τ’ αγαθά τους.
12Οι τάφοι τους είναι τα σπίτια τους για πάντα,
η μόνιμη διαμονή τους σ’ όλες τις γενιές·
έστω κι αν είχαν χτήματα στ’ όνομά τους.
13Ο άνθρωπος μ’ όλες του τις τιμές
δεν είναι βέβαιος τη νύχτα αν θα τη βγάλει·
καθώς τα ζώα που πεθαίνουν, αφανίζεται.
14Έτσι πορεύονται αυτοί,
σίγουροι για τον εαυτό τους·
κι έτσι τελειώνουν,
ευχαριστημένοι με τη μοίρα τους.
(Διάψαλμα)
15Μαντρίζονται στον άδη σαν τα πρόβατα,
ο θάνατος τούς πάει να τους βοσκήσει·
θα διαφεντέψουν πάνω τους οι δίκαιοι το πρωί,
θ’ αφανιστεί η μορφή τους,
ο άδης θα ’ναι η κατοικία τους.μδ
16Αλλά ο Θεός θα σώσει τη ζωή μου·
από τα νύχια του άδη θα με πάρει.
(Διάψαλμα)
17Μη φοβάσαι που κάποιος πλούτισε,
κι αυξήθηκε η αίγλη του σπιτιού του.
18Μαζί του δε θα πάρει τίποτ’ απ’ αυτά πεθαίνοντας·
η αίγλη του δεν τον ακολουθεί στον τάφο.
19Όσο ζούσε μακάριζε τον εαυτό του:
«Σ’ επευφημούν γιατί περνάς καλά!»
20Όμως κι αυτός θα πάει να βρει
τη γενιά των προγόνων του
και πια ποτέ το φως δε θα το δούνε.
21Ο άνθρωπος μ’ όλες του τις τιμές,
όταν δεν τα στοχάζεται όλα τούτα,
καθώς τα ζώα που πεθαίνουν, αφανίζεται
.
ΔΑΥΙΔ






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |