ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 21. Η Νεκρώσιμη Ακολουθία

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

21. Η Νεκρώσιμη Ακολουθία




21 Η ΝΕΚΡΩΣΙΜΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

Ή δραματικότερη Ακολουθία της Εκκλησίας μας

Άπειρο είναι τό έλεος τού Θεού καί άβυσσος ανεξερεύνητη ή αγαθότητά του πρός τόν άνθρωπο. Γι’ αυτό ή 'Αγία μας Εκκλησία πιστεύει καί έλπίζει ότι ό φιλάνθρωπος Κύριος μπορεί νά φανεί ϊλεως καί στόν μεταστάντα. Έτσι συνέταξε τη συγκινητικότατη καί πλούσια σε βαθιά νοήματα Νεκρώσιμη ’Ακολουθία.
Ψαλμοί καί ύμνοι άναπέμπονταν πρός τόν ζωοδότην Θεόν κατά τόν θάνατο των πιστών ήδη άπό πολύ νωρίς. ’Αλλά τά κεντρικότερα σημεία της σημερινής Νεκρώσιμης Ακολουθίας συναντιόνται κυρίως άπό τόν 5ο αιώνα. Μέ την πάροδο τού χρόνου ή άκολουθία αυτή πλουτίσθηκε μέ ψαλμικούς στίχους, ύμνους καί τροπάρια, μέχρις ότου διεμορφώθη εις τήν πλουσιωτέραν, ποικιλωτέραν. δραματικωτέραν καί περιπαθεστέραν έξ όλων των ακολουθιών   τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ή Νεκρώσιμη ’Ακολουθία τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα τού τρόπου, μέ τόν όποίον ή ’Ορθόδοξος Θεολογία έπιδρά στή διαμόρφωση ενός υγιούς πολιτισμού. Διότι ή άκολουθία τής Ορθοδόξου κηδείας επιτυγχάνει: α) νά χρησιμοποιήσει τήν ευκαιρία τού θανάτου γιά νά βοηθήσει τόν άνθρωπο νά αναπτύξει μιά βαθύτερη κατανόηση τού νοήματος καί τής προοπτικής τής ζωής β) νά βοηθήσει τόν άνθρωπο νά άντιμετωπίσει τά συναισθήματα του γιά τόν θάνατο γ) νά ύπογραμμίσει τό γεγονός, ότι ό θάνατος γιά τόν Χριστιανό δεν είναι τό ίδιο πράγμα όπως γιά έκείνους που δεν έχουν ελπίδα καί δ) νά αναγνωρίσει τήν ύπαρξη των συναισθημάτων θλίψεως πού ό χωρισμός από ένα προσφιλές πρόσωπο δημιουργεί, καί νά ενθαρρύνει τήν έκφρασή τους. Ό Δυτικός κόσμος, στήν προσπάθειά του νά καταπνίξει τή θλίψη πού προκαλεί ό θάνατος, έχει επιδιώξει τή μεταμφίεσή του. Έχει κάνει τή ζωή μιά μάσκα γιά νά καλύψει μ’ αύτή τήν όψη τού θανάτου.  
Μέ όσα άναγινώσκονται ή ψάλλονται στή Νεκρώσιμη Ακολουθία, καί στά όποία  γίνεται ένας δραματικός διάλογος μεταξύ ιερέων, συγγενών,φίλων τού μεταστάντος καί αύτού τού... νεκρού,τονίζεται ή ματαιότητα των εγκοσμίων καί εξυμνείται ή ασύγκριτη αξία των αιωνίων αγαθών της μελλούσης βασιλείας. Ταυτοχρόνως, κατά τρόπο λυρικό καί μέ πνεύμα συντριβής, ιερείς καί λαός έπικαλούνται τό άπειρο έλεος τού παντοκράτορος Θεού γι’ αυτόν πού κοιμήθηκε. Είναι δέ βεβαιωμένο ότι, όταν κανείς παρακολουθεί μέ προσοχή τούς κατανυκτικούς υμνους της Νεκρώσιμης Ακολουθίας, οίκοδομείται μέ πολλούς τρόπους καί παρηγορείται βαθύτατα. Διότι ή όλη Ακολουθία δέν είναι μόνο ευκαιρία έκδηλώσεως της αγάπης μας πρός τόν κοιμηθέντα αδελφό μας είναι καί μία ιερή ώρα καί μία θαυμάσια εύκαιρία, κατά τήν οποία όλα μάς βοηθούν νά εκλαμβάνουμε τό λυπηρό γεγονός τού θανάτου ως θαυμάσια αφορμή γιά ευλαβικούς θρησκευτικούς στοχασμούς, εσωτερική περισυλλογή καί σωτήρια βιώματα, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος.   Όταν έμβαθύνουμε στά υψηλά νοήματα τής Νεκρώσιμης Ακολουθίας, ή ψυχή μας κατανύσσεται, μαλακώνει καί δέεται έκτενώς ύπέρ συγχωρήσεως καί άναπαύσεως εκείνου ό όποίος μεταπήδησε στήν πέραν τού τάφου ζωή. Λαμβάνουμε όμως καί έμείς οί ζωντανοί τήν απόφαση νά ζήσουμε τόν υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας μέ μετάνοια, κατά τρόπο φιλόθεο καί φιλόχριστο.
Πολύ ωραία παρατηρεί ό θείος Χρυσόστομος: Οί Ιουδαίοι τής Π. Διαθήκης έκλαυσαν τόν Ιακώβ καί τόν Μωύσή σαράντα ήμέρες. Σήμερα όμως, κατά τήν έκδημία τών πιστών, άναπέμπονται από την Εκκλησία υμνωδίαι καί εύχαί καί ψαλμοί. Δοξάζουμε καί ευχαριστούμε τόν Θεόν, διότι έστεφάνωσε τόν άπελθόντα, διότι των πόνων άπήλλαξε, καί της δειλίας έκβαλών τόν έχει πλησίον του. Γι’ αυτό έξ άλλου τίθενται σε χρήση οί ύμνοι καί οί ψαλμωδίες, πού φανερώνουν ότι μετά την λαμπροφόρο Ανάσταση τού Σωτηρος Χριστού ηδονήν έχει τό γεγονός τού θανάτου. Διότι οί ψαλμοί καί οί ύμνοι είναι ευθυμίας σόμβολον κατά τόν θεόπνευστο άποστολικό λόγο ευθυμεί τις εν ύμϊν; ψαλλέτω (Ίακ. ε 13). Διά τούτο ψάλλομεν επί τοίς νεκροίς ψαλμούς, οί όποίοι μάς παρακινούν νά έχουμε θάρρος καί νά μην απογοητευόμαστε γιά τόν θάνατο τού αδελφού μας. 
Πριν άπό την κυρίως Νεκρώσιμη Ακολουθία τελείται στόν τόπο όπου βρίσκεται ή σορός τού κεκοιμημένου ή σύντομη Ακολουθία τού Τρισάγιου, ή όποία  ονομάζεται έτσι, διότι αρχίζει με τήν προσευχή τού Τρισάγιου δηλαδή τό 'Άγιος ό Θεός, 'Άγιος ’Ισχυρός, 'Άγιος Αθάνατος, έλέησον ημάς τρεις φορές, τό «Παναγία Τριάς» καί τό «Πάτερ ημών»  'Η προσευχή αυτή, ή όποία  δοξολογεί, υμνεί, ευχαριστεί καί δέεται στόν Τριαδικό Θεό, θέλει νά έκφράσει καί εν προκειμένω τή βαθειά πίστη τής Εκκλησίας μας ότι ό εν Τριάδι Θεός, ό όποίος κατευθύνει τή ζωή μας, θά δείξει τό άπειρο έλεος του καί στόν κοιμηθέντα.
Κατόπιν ψάλλονται τέσσερα τροπάρια, μέ τά όποία  δεόμεθα πρός τόν Κύριον θερμά νά άναπαύσει τόν μεταστάντα μαζί μέ εκείνους που έχουν σωθεί μέ τά «πνεύματα των τετελειωμένων δικαίων» , των δικαίων πού έχουν γίνει τέλειοι, όπως τούς ονομάζει ό θεόπνευστος Απόστολος (Έβρ. ιβ' [12] 23). 'Ικετεύουμε, ό καταβάς εις Αδην Κύριος καί έλευθερώσας τούς έκεί δέσμιους   νά άναπαύσει καί τήν ψυχήν τού δούλου του, ό όποίος μετετέθη ήδη στή θριαμβεύουσα Εκκλησία. Καί επειδή ή μόνη αγνή καί άχραντος Παρθένος^ πανάμωμος καί κεχαριτωμένη Θεοτόκος Μαρία, έχει πολλή παρρησία στόν ϊίό της, παρακαλούμε καί αύτήν νά πρεσβεύει γιά τή σωτηρία τού αδελφού μας πού έκοιμήθη.
Στή συνέχεια ό ίερεύς ικετεύει τόν Θεόν των πνευμάτων και πάσης σαρκός, δηλαδή τόν Θεόν των ’Αγγέλων καί των ψυχών (...) καί των ένσωμάτων ανθρώπων, ό όποίος κατεπάτησε τόν θάνατο καί κατήργησε τόν διάβολο καί μάς έχάρισε την ανάσταση καί τη ζωή, αφού λάβει ύπ’ όψη τήν αδυναμία καί τη ροπή μας πρός τήν αμαρτία, νά συγχωρήσει ώς μόνος αναμάρτητος τόν αδελφό μας πού έφυγε. ΙΊαραβλέποντας τίς αμαρτίες του ώς άγαθός καί φιλάνθρωπος, νά κατατάξει τήν ψυχή του στόν πάμφωτο, τόν πλήρη χαράς καί ειρήνης Παράδεισο. Κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης,τό Τρισάγιον ψάλλεται σ’ αυτούς πού αποθνήσκουν, διότι καί αύτοί είναι δούλοι τού Τριαδικού Θεού· διότι αυτόν ομολόγησαν καί διά της πίστεως πρός Αυτόν έτελειώθησαν. Καί διότι πρός τήν Αγία Τριάδα κατευθυνονται. Έκεί θά συναριθμηθούν μέ τούς αγίους Αγγέλους, οί όποίοι άναπέμπουν άκατάπαυστα στόν Θεόν τόν Τρισάγιο 'Ύμνο  
Ό Αμωμος

Παλαιότερα ή Νεκρώσιμη Ακολουθία άρχιζε μέ τόν ωραιότατο σέ βαθείς συμβολισμούς 90ό Ψαλμό, ό όποίος λέγει: Εκείνος πού κατοικεί καί παραμένει κάτω από τή βοήθεια τού Ύψίστου, θά περνά τίς ημέρες του κάτω άπό τή σκέπη καί τήν προστασία τού Θεού τού ουρανού  . Δυστυχώς όμως σήμερα ή ανάγνωσή του παραλείπεται. Διατηρείται μόνο στή Νεκρώσιμη Ακολουθία τών μοναχών καί τών κληρικών γενικά. Ό κατανυκτικότατος αύτός Ψαλμός, τού όποίου κεντρική ιδέα είναι τό εάν ό Θεός είναι μαζί μας, προστάτης καί υπερασπιστής μας, ποιός θά είναι εναντίον μας; (Ρωμ. η 31), διακρίνεται γιά τό ύψος τών ιδεών καί τή θερμότητα της πίστεως, καί αρμόζει πλήρως πρός τόν σκοπό τής Νεκρώσιμης Ακολουθίας. Τό περιεχόμενό του είναι διαλογικό. Οί πρώτοι στίχοι (1-13) είναι λόγοι της ψυχής ή όποία , όταν χωρίζεται άπό τό σώμα καί καθώς κατευθύνεται πρός τά ουράνια σκηνώματα, ύφίσταται αυστηρό έλεγχο καί βίαιες έπιθέσεις άπό τά πονηρά πνεύματα. Αυτά υπενθυμίζουν στήν ψυχή μέ αφάνταστη χαιρεκακία τά αμαρτήματα της καί προσπαθούν νά την κατακρατήσουν. Ή ψυχή όμως, επειδή στηρίζει τίς ελπίδες της στον 'Ύψιστον, καταφεύγει στή βοήθεια του. Πιστεύει ότι αυτός θά τή σώσει από τή δόλια παγίδα εκείνων πού ζητούν νά τή συλλάβουν ως θήραμα καί από τίς διαβολές τους ότι ό Κύριος θά τήν επισκιάσει με τήν άλήθειά του,ώστε νά μήν τρομοκρατηθεί από τίς κατηγορίες τους ότι θά τήν περιτειχίσει από τόν διάβολο καί ότι θά στείλει κατά τήν κρίσιμη εκείνη ώρα τούς φωτεινούς του αγγέλους, γιά νά τήν προφυλάξουν από κάθε κίνδυνο. Σέ όλα αυτά έρχεται ή διαβεβαίωση τού Θεού (στίχ. 1416) ότι θά προστατεύσει καί θά σώσει τόν πιστό δούλο του' ότι θά ακούσει εύμενώς τή θερμή προσευχή του ότι κατά τή φοβερή εκείνη ώρα θά τόν ελευθερώσει, θά τόν δοξάσει καί θά τού χαρίσει μακροζωία, γιά νά ζεί αιώνια μαζί του. Ό Ψαλμός αύτός , ό όποίος χαρακτηρίσθηκε άλεξίκακος, δηλαδή Ψαλμός πού αποκρούει τό κακό, ταιριάζει στή χριστιανή ψυχή πού έζησε μέ ευσέβεια καί τώρα, καθώς χωρίζεται από τό σώμα, αναθέτει όλες τίς έλπίδες της στόν φιλάνθρωπο Θεό τού ουρανού.
Σήμερα ή Νεκρώσιμη Ακολουθία αρχίζει, όπως καί άλλες ακολουθίες τής Εκκλησίας μας, μέ τό Ευλογητός ό Θεός ημών πάντοτε, νυν καί αεί, καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί πολύ ώραία: Τούτο, δηλαδή τό νά ευλογούμε τόν Θεόν, είναι μάλλον αναγκαιότατο τήν ώρα αύτή, διότι οδήγησε τόν άνθρωπο στό τέλος τού δρόμου του καί δέχθηκε τήν ψυχή του καί παρέδωσε τό σώμα του στή γη καί μέ τόν σωματικό θάνατο μάς καλεί σέ προσεκτική ζωή καί μάς μεταθέτει από αύτή τή μάταιη ζωή στήν άλλη, τήν αιώνια καί μακάρια, καί διότι μετέτρεψε πράγματι τήν τιμωρία τού θανάτου σέ φιλανθρωπία. Κυρίως όμως ευλογούμε τόν Κύριον κατά τήν ώρα αύτή, διότι μέ τήν άγια Ενσάρκωσή του καί τόν σταυρικό του θάνατο μάς άνέστησε καί μάς έσωσεκαί πάλι θά μάς άναστήσει έκ νεκρών καί θά μάς σώσει ως φιλάνθρωπος. 
Μετά τό Ευλογητός ό Θεός... οί ψάλτες ψάλλουν τόν 118ο Ψάλμό, τόν ’Άμωμο όπως ονομάζεται, διότι οί πρώτες λέξεις του είναι: «Μακάριοι οί άμωμοι έν όδώ, οί πορευόμενοι έν νόμω Κυρίου». Δυστυχώς όμως καί ό Ψαλμός αύτός, ενώ είναι ύπέροχο έγκώμιο τού θείου νόμου καί θαυμάσια σύνοψη τής χριστιανικής ηθικής καί παρ’ όλον ότι τό θεόπνευστο περιεχόμενό του είναι κατανυκτικότατο, δεν ψάλλεται ολόκληρος Ψάλλονται μόνον ορισμένοι στίχοι του κατ' εκλογήν σέ τρεις στάσεις.
Κατά τόν άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης οί στίχοι τού Αμώμου χωρίζονται σέ τρεις στάσεις εις τύπον άμα καί δόξαν τής Τριάδος. Οί ψαλμικοί αυτοί στίχοι περιγράφουν τήν επί γής πολιτεία τού Σωτήρος Χριστού καί τη ζωή τών αγίων, συμφώνως πρός την οποία οφείλει νά ζήσει κάθε ευσεβής πιστός. Τό ’Αλληλούια, πού έπαναλαμβάνεται μετά τούς στίχους τής α καί γ' στάσεως, δηλώνει κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης τη Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, κατά τήν όποία  θά έξαναστήσει όλους τούς νεκρούς. Ένώ τό Έλέησόν με, Κύριε, πού επαναλαμβάνεται μετά τούς στίχους τής β' στάσεως, είναι ή οίκειοτάτη καί επωφελής προσευχή, ή οποία άναπέμπεται στόν Θεόν από τούς ιεροψάλτες έκ μέρους τού νεκρού.   Οί στίχοι ψάλλονται βεβαίως από τόν χορό τών ψαλτών ώς έξομολόγηση τού άποθανόντος. Κατανύσσεται όμως στό άκουσμά τους καί ή ψυχή όλων, όσοι παρακολουθούν τήν κηδεία. ’Εάν μάλιστα αυτοί προσέχουν μέ διάθεση μετάνοιας, δέν μπορούν παρά νά αλλάξουν αποφάσεις καί νά πάρουν τόν δρόμο πρός τό ιερό εξομολογητήριο, γιά νά άνακουφισθούν άπό τό βάρος τής αμαρτίας καί νά ζήσουν πλέον μέ μετάνοια τή ζωή τής εύσεβείας καί τής άγιότητος.
Ανέκαθεν ό γλυκύς, διδακτικός καί παρακλητικός 118ος Ψαλμός προξενούσε ιδιαίτερη κατάνυξη καί ιερή συγκίνηση στήν ψυχή τών πιστών. Άναφέρεται ότι οί Μάρτυρες καί συναθληταί τού μάρτυρος Ίέρωνος έψαλλαν τόν Ψαλμό αυτόν τήν ώρα πού προχωρούσαν πρός τό μαρτύριο. Οί δύο Όμολογηταί άγιοι Ευγένιος καί Μακάριος τόν ’ίδιο Ψαλμό μελωδούσαν, ενώ βάδιζαν πεζοί πρός τόν τόπο όπου τούς εξόρισε ό διώκτης τού Χριστιανισμού Ίουλιανός ό Παραβάτης. Οί δεκατρείς Μάρτυρες μοναχοί τής Τέρας Μονής Καντάρας τής Κύπρου τόν ίδιο Ψαλμό έψαλλαν, ενώ όδηγούντο άπό τά όργανα τού Πάπα στό φοβερό μαρτύριο (1231), διότι δέν ήθελαν νά άρνηθούν τήν ορθόδοξη πίστη τους καί νά γίνουν Παπικοί .

Τί νά πρωτούπογραμμίσουμε από τόν Άμωμο; Αρχίζει με τό κατανυκτικότατο μακάριοι οι άμωμοι έν όδώ, μακάριοι είναι όσοι στη διαγωγή καί τόν δρόμο της ζωής βαδίζουν καί συμπεριφέρονται συμφώνως πρός τόν νόμο τού Κυρίου. Συνεχίζει μέ τό «έπεπόθησεν ή ψυχή μου τού έπιθυμήσαι τά κρίματά σου (τίς εντολές σου) έν παντί καιρώ» (στίχ. 20)· τό «ένύσταξεν ή ψυχή μου άπό άκηδίας· βεβαίωσον με (στήριξε με) έν τοίς λόγοις σου» (στίχ. 28). Πόσο δονεί καί συγκλονίζει τό βάθος τής ψυχής μας τό «αί χείρές σου (ώ Θεέ μου) έποίησάν με καί έπλασάν με· συνέτισόν με (δώσε μου σύνεση) καί μαθήσομαι τάς έντολάς σου»  (στίχ. 73) Πόσο πόνο δέν εκφράζει καί τό σός είμι έγώ (δικός σου είμαι έγώ), σώσόν με, ότι τά δικαιώματά σου (τίς εντολές σου) έξεζήτησα(στίχ. 94)   Αλλά καί τό ’Αλληλούια (αινείτε τόν Θεόν), πού είχε ακούσει ό αετός τής Πάτμου ώς φωνή μεγάλη πλήθους πολλού λαού, φωνή πού άναπέμπουν στό θρόνο τής Χάριτος οί άγγελοι καί οί άγιοι, καί τό όποίο ψάλλουμε καί εμείς μετά άπό κάθε στίχο τού Άμώμου, πόσο δονεί τήν ψυχή μας...
Πολλά μάς διδάσκει καί ό γλυκύς στεναγμός τής ψυχής, ό τόσο άληθινός καί δυνατός, ό όποίος διατυπώνεται στόν τελευταίο στίχο τού Άμώμου: Έπλανήθψ ώς πρόβατον άπολωλός' ζήτησον τόν δούλάν σου, ότι τάς έντολάς σου ούκ έπελαθόμψ (στίχ. 176): Πλανήθηκα καί έγώ, όπως τό χαμένο πρόβατο· μή μέ εγκαταλείψεις, Θεέ μου, άλλά ζήτησε νά βρεις εμένα τόν δούλο σου, διότι, όσο καί άν πλανήθηκα, δέ λησμόνησα τίς άγιες εντολές σου...
Αυτά λέγει μέ τόν χορό τών ιεροψαλτών μέ γλυκειά οδύνη ή ψυχή τού άδελφού μας, ό όποίος φεύγει άπό τή γή τών κόπων καί τών δακρύων καί μεταβαίνει στη χώρα τής αιώνιας μακαριότητος. Τά ίδια όμως επαναλαμβάνει καί ή ψυχή τών πιστών (πού προσεύχονται κατά τήν ώρα τής Νεκρώσιμης Ακολουθίας), ή όποία  στό άκουσμα τού Άμώμου γεμίζει καί 'ικανοποιείται άπό τό σωτήριο χαροποιό πένθος. Είναι άξιο προσοχής ότι ό Άμωμος ψάλλεται σέ τρεις διαφορετικούς ήχους (κάθε στάση έχει τόν δικό της ήχο). Ή πρώτη στάση ψάλλεται στόν γλυκύφθογγο, πένθιμο καί ίκετήριο πλάγιο β' ήχο. Ή δεύτερη ψάλλεται στόν «θρηνωδόν» καί πολύ «φιλοικτίρμονα» πλάγιο α ήχο, ό όποίος εις πολλά χορεύει εύρύθμως, καί ή τρίτη στάση ψάλλεται στόν γ' ήχο, ό όποίος είναι πολύ κοντά στούς ανδρικούς πόνους. Όλα λοιπόν, ψαλμοί καί μέλος, γεννούν στην ψυχή μας βαθύτατη κατάνυξη, ιερό καί σωτήριο φύβο.

Τά Νεκρώσιμα Εύλογητάρια.

Μετα τόν 'Άμωμο ψάλλονται σέ τόνο θρηνητικό τά Νεκρώσιμα Ευλογητάρια, με τό βαθύ θεολογικό περιεχόμενο. Λέγονται Ευλογητάρια, διότι στην αρχή τους προτάσσεται ό 12ος στίχος τού Άμώμου (τού 118ου Ψαλμού) Ευλογητός ει. Κύριε· δίδαξόν με τά δικαιώματά σου· είσαι, Κύριε, άξιος νά εύλογείσαι καί νά δοξάζεσαι δίδαξέ με τίς άγιες έντολές σου μέ τόν θείο φωτισμό σου. Ό χαρακτηρισμός Νεκρώσιμα τά διακρίνει από τά άντίστοιχά τους Αναστάσιμα, τά όποία  άναφέρονται στή λαμπροφόρο Ανάσταση τού Κυρίου καί τά όποία  ψάλλονται κατά τόν Όρθρο τών Κυριακών.
Μέ τό πρώτο Ευλογητάριο ό άποθανών ζητεί (διά τών ψαλτών) από τόν έλεήμονα Θεόν τό έλεος. Παρά τό ότι, όπως ομολογεί μέ πόνο, είναι τό χαμένο πρόβατο, ωστόσο λαμβάνει θάρρος καί ζητεί νά τόν καλέσει ό Κύριος πλησίον του καί νά δειχθεί ευνοϊκός απέναντι του, διότι καί τών αγίων ό χορός βρήκε τόν φιλάνθρωπον Θεόν «πηγήν της ζωής καί θύραν Παραδείσου.»
Μέ τό δεύτερο ό κεκοιμημένος δέεται στόν Πλάστη, ό όποίος μάς έφερε από τήν άνυπαρξία στην ύπαρξη καί μάς έλάμπρυνε μέ τό κατ’εικόνα, νά τόν εύσπλαγχνισθεί. Λέγει: Έπανάφερέ με. Κύριε, στην προηγούμενη δόξα μου, διότι, επειδή έχω παραβεί τήν εντολή σου, όρισες ώς τιμωρία μου τόν σωματικό θάνατο καί μέ έπέστρεψες στή γή, άπό τήν όποία  μέ έπλασες. Έπανάφερέ με στήν τιμή καί τή δόξα πού είχα πρίν άπό τήν αμαρτία καί τήν πτώση, γιά νά έπανακτήσω τό «άρχαίον κάλλος,» τήν πρώτηπρώτη καί παλαιά εκείνη ώραιότητα καί λαμπρότητα μέ τήν όποία  μέ έπλασες, ώστε νά σου μοιάσω, όσο είναι δυνατό νά μοιάσει τό κτιστό πλάσμα σέ Σένα τόν άκτιστον Θεόν.
Στό τρίτο Ευλογητάριο ό αδελφός μας πού έκοιμήθη υπενθυμίζει στόν Πλάστη του ότι συνεχίζει νά είναι εικόνα τής ανέκφραστης δόξας Του, Εστω καί αν φέρει τά μελανά σημάδια της αμαρτίας. Διότι άμαρτήσαμε μεν. αλλά δέν έχάσαμε έξ ολοκλήρου τό κατ’ εικόνα. Τό διατηρούμε, αμαυρωμένο όμως καί κατάστικτο από τόν ρύπο της αμαρτίας, πού είναι κατ’ έξοχήν βδελυκτή στόν Θεόν. Γι’ αυτό δείξε, Δέσποτά μου, συνεχίζει τό πλάσμα,τούς οίκτιρμούς σου, καί επειδή είσαι ευσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος, καθάρισέ με καί χάρισέ μου τήν ποθητή σέ μένα πατρίδα, πού έχασα. Κάνε με πάλι πολίτη τού Παραδείσου. Στόν τελευταίο στίχο τού τροπαρίου αυτού είναι αξιοπρόσεκτη μία ώραιότατη παρήχηση: «Καί τήν ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι»  Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με. Τό γράμμα π, πού επαναλαμβάνεται επτά φορές, καθιστά τό αίτημα της αμαρτωλής ψυχής εκείνου πού πέθανε ζωηρότερο καί δίνει στόν τόνο τού αιτήματος ιδιαίτερη θερμότητα.
Τό τέταρτο Ευλογητάριο είναι λόγοι οί όποίοι απευθύνονται πρός τόν Θεόν εκ μέρους εκείνων πού παρευρίσκονται στήν κηδεία. Παρακαλούν τόν Δημιουργό νά συγχωρήσει τά αμαρτήματα τού κεκοιμημένου δούλου του καί νά τόν αναπαύσει στόν Παράδεισο. ’Εκεί οί άγιοι καί οί δίκαιοι θά λάμψουν «ώς ό ήλιος έν τη βασιλεία τού πατρός αυτών» (Ματθ. ιγ' [13] 43).
Τού πέμπτου Ευλογηταρίου προηγείται ένας δοξολογητικός στίχος πρός τήν Αγία Τριάδα (Δόξα Πατρί καί Γιω καί Άγίω ΙΙνεύματι), τήν οποία υμνεί καί τό περιεχόμενο τού τροπαρίου μέ βαθειά εύσέβεια καί άγιο φόβο. Ζητούμε από τόν άναρχον Πατέρα, τόν συνάναρχον Υιόν καί τό θειον Πνεύμα, τό τριλαμπές της μιας θεότητος, νά φωτίσει τίς ψυχές μας, νά μάς άρπάσει καί νά μάς σύρει έξω από τό «πύρ τό αιώνιον» ή τό πύρ τό άσβεστον, όπως τό χαρακτήρισε ό Κύριος (Ματθ. κε' [25] 4Γ Μάρκ. θ' 43).
Μετά τόν στίχο «Καί νύν καί αεί..» . χαιρετίζουμε τήν θεοχαρίτωτη, άγνή καί σεμνή Παρθένο, ή όποία  έφερε στόν κόσμο τόν σαρκωθέντα Κύριον. Καί παρακαλούμε τήν αγνήν εύλογημένην Θεοτόκον, διά τής όποίας όλοι βρήκαμε τή σωτηρία, νά μεσιτεύσει νά βρούμε καί τόν Παράδεισο. Μετά ψάλλουμε τρεις φορές τό Αλληλούια, πού σημαίνει Αινείτε τόν Θεόν, καί τό «Δόξα σοι ό Θεός»
Ή Νεκρώσιμη ’Ακολουθία τού Μεγάλου Εύχολογίου τής ’Εκκλησίας μας ορίζει νά άναγινώσκεται μετά τά Νεκρώσιμα Ευλογητάρια ό 50ός Ψαλμός, δηλαδή τό Έλέησόν με, ό Θεός, ό θαυμάσιος αυτός Ψαλμός μετάνοιας καί έξομολογήσεως τού Δαβίδ. Κατόπιν δε νά ψάλλεται ό ωραίος καί βαθύς
Κανών τού μοναχού Θεοφάνους. Έχει καί ό Κανών αυτός κατανοκτικότατα τροπάρια, πού μάς ύπενθυμίζοον ότι ατούς ουράνιους θαλάμους οί γενναίοι Μάρτυρες, οί κοσμημένοι μέ τόν στέφανο τής νίκης, παρακαλούν συνεχώς τόν Θεόν γιά μάς, οί όποίοι ανήκουμε ακόμη στη στρατευομένη Εκκλησία. Μάς υπενθυμίζουν τήν πρώτη δημιουργία καί τήν πτώση μας. Ζητούν από τη φιλάγαθη Κόρη τής Ναζαρέτ, ή όποία  αξιώθηκε νά γεννήσει στόν κόσμο τόν φιλάγαθον Λόγον τού Θεού, νά μεσιτεύσει στόν αληθή Θεόν, τόν όποίο συνέλαβεν έν γαστρί καί ό όποίος έλυσε τού θανάτου τήν δύναμιν, ώστε νά δώσει λύτρωση στόν μεταστάντα.
Καί όμως, τόσο ό 50ός Ψαλμός μέ τή θερμή δέηση καί την ταπεινή ικεσία, οί όποίες εκφράζουν τόν πόνο καί τίς ανάγκες τής ψυχής πού μετανοεί, όσο καί ό πλουσιότατος σέ νοήματα καί ορθόδοξη δογματική διδασκαλία Κανών, παραλείπονται δυστυχώς... Λησμονούμε αυτό πού γράφει ό Ιερός Χρυσόστομος γιά τόν 50ό Ψαλμό (τό όποίο ισχύει καί γιά τά τροπάρια τού Κανόνος): Ό Ψαλμός αύτός είναι χρήσιμος καί γιά τόν δίκαιο καί γιά τόν αμαρτωλό. Στόν δίκαιο,γιά νά μή γίνει ράθυμος στην πνευματική του ζωή στόν αμαρτωλό, γιά νά μην απογοητεύεται στόν αγώνα του κατά τού πονηρού καί νομίζει ότι δέν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία.

Θρήνοι, όδυρμοί, απορίες, ελπίδες

Μετά τά Νεκρώσιμα Ευλογητάρια ψάλλουμε στην κορωνίδα τών ήχων τής ’Εκκλησίας μας, στόν πλάγιο δ', ό όποίος περικλείει επιτυχέστατα πάν καλόν μέλος, τόν κετευτικό ύμνο: Μετά τών αγίων, άνάπαυσον, Χριστέ, τήν ψυχήν τού δούλου σου (ή τής δούλης σου), ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Παρακαλούμε δηλαδή μέ γλυκύ στεναγμό τόν Κύριο, πού είναι ή ανάσταση, ή ζωή καί ή μακαρία ανάπαυσή μας, νά αναπαύσει καί τήν ψυχή τού αδελφού μας πού κοιμήθηκε, έκεί όπου δέν υπάρχει πόνος ούτε λύπη ούτε στεναγμός (πρβλ. Ήσ. λε' [35] 10), παρά μόνο ατελεύτητη ζωή, στην όποία  βασιλεύει ή αιώνια εύφροσύνη καί αγαλλίαση. Ή ζωή εκείνη είναι συνεχής εορτή καί πανήγυρις μέσα στό ανέσπερο φώς καί στην απέραντη αγάπη τού Παναγίου Τριαδικού Θεού.
Στη συνέχεια ψάλλονται τά κατανυκτικότατα ’Ιδιόμελα (τροπάρια πού έχουν δικό τους μέτρο καί μελωδία), τά όποία  στιχούργησε ό παναοίδιμος μελωδός τής Εκκλησίας μας, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Οί ύμνοι αυτοί, οί όποίοι ψάλλονται κατά τη σειρά των οκτώ ήχων τής Βυζαντινής μας μουσικής, είναι θεολογικότατοι. Περιέχουν νοήματα έξόχως ύψηλά. Μέ τά νοήματα αυτά καί μέ τη συνεχή έναλλαγή των ήχων γεννώνται στην ψυχή έκείνων πού παρακολουθούν την κηδεία ανάμικτα αισθήματα θλίψεως καί παρηγοριάς· λύπης καί αισιοδοξίας· άγιοι συγκλονισμοί καί σωτήριες πνευματικές αποφάσεις. Καί επειδή τά Ιδιόμελα αυτά ψάλλονται μόνο κατά τή Νεκρώσιμη Ακολουθία, αποτελούν κατανυκτικότατο μάθημα καί δημιουργούν έντονη ψυχολογική διάθεση γιά συντριβή καί μετάνοια διότι μέσα στή σιγή τού ιερού ναού καί μπροστά στή σορό τού νεκρού συνειδητοποιεί ό άνθρωπος τή ματαιότητα των εγκοσμίων. Έτσι ή ψυχή προθυμοποιείται νά άγωνισθεί γιά νά άποβάλει τίς κακές συνήθειές της,τόν ακάθαρτο βίο πού προκαλεί ή άπατη τής αμαρτίας (βλ. Έφ. δ' 22), καί νά ένδυθεί τόν «νέον»  άνθρωπο, ό όποίος συνεχώς ανανεώνεται καί γίνεται καινούργιος, ώστε νά προοδεύει στην τέλεια γνώση τού Θεού. Γίνεται καινούργιος, ώστε νά παίρνει τήν ίδια μορφή πρός τήν εικόνα τού Χριστού, ό όποίος τόν έδημιούργησε (Κολασ. γ 10).
Επειδή λοιπόν τά τροπάρια αυτά δημιουργούν ισχυρές εσωτερικές σωτήριες δονήσεις καί γεννούν άγιους πόθους, θά έπιμείνουμε λίγο στό περιεχόμενό τους.
Τά ύψηλά νοήματα τού πρώτου Ιδιομέλου διατυπώνονται μέ δύο ζωηρά ερωτήματα: Ποία τού βίου τρυφή διαμένει λύπης αμέτοχος; Ποία δόξα έστηκεν επί γής αμετάθετος;: Ποιά κοσμική απόλαυση είναι αμέτοχη λύπης; Ποιά κοσμική δόξα καί εξουσία έμεινε ακλόνητη; Στά ερωτήματα αύτά δίδεται ή ρεαλιστική απάντηση ότι δέν ύπάρχει κοσμική απόλαυση πού νά παραμένει αμέτοχη λύπης. Όλα τά γήινα πράγματα είναι πιό αδύνατα καί από τή σκιά, πιό απατηλά καί από αύτά ακόμη τά όνειρα. Μία ροπή, μία ταχύτατη καί σέ ελάχιστο χρόνο αιφνίδια μεταλλαγή στή ζωή μας, καί όλα αύτά θάνατος διαδέχεται Γι’ αυτό θερμή άναπέμπεται πρός τόν Χριστόν ή ικεσία νά αναπαύσει πλησίον του αυτόν πού έφυγε από τη ματαιότητα νά τόν αναπαύσει κοντά στό δικό του αιώνιο φως, έκεί όπου βασιλεύει ό γλυκασμός της δικής του μακαριότητος καί δόξης.
Τό δεύτερο Ιδιόμελο εκφράζει την έκπληξη, τόν θαυμασμό καί τό δέος τού Ιερού ύμνογράφου γιά τόν αγώνα, την αγωνία καί τά δάκρυα τής ψυχής, καθώς χωρίζεται από τόν επίγειο σύντροφό της, τό σώμα. Αλλοίμονο, λέγει, τί άγώνα έχει ή ψυχή, καθώς χωρίζεται άπό τό σώμα. Αλλοίμονο, πόσα δάκρυα χύνει τότε, χωρίς όμως νά υπάρχει αυτός πού θά την έλεήσει. Παρουσιάζει την ψυχή νά στρέφει τά βλέμματα πρός τούς αγγέλους καί νά τούς θερμοπαρακαλεί άπρακτα, μάταια νά απλώνει καί πρός τούς ανθρώπους τά χέρια, χωρίς όμως νά έχει καί άπό αυτούς καμμία βοήθεια. Ή ’Ορθόδοξη Εκκλησία μας προσπαθεί νά συγκεντρώσει τήν προσοχή μας στή θλιβερή πραγματικότητα τού θανάτου. Θέλει νά εννοήσουμε καλά τή ματαιότητα τών εγκοσμίων, τή μεγάλη άξια τής ψυχής καί τήν ανάγκη τού ελέους τού Θεού, τήν οποία έχουμε ως αμαρτωλοί. Γι’ αύτό καί ό μελωδός, απευθυνόμενος πρός όσους παρακολουθούν τήν κηδεία, τούς παροτρύνει, αφού έννοήσουν καλά τό σύντομο τής παρούσης ζωής, νά ζητήσουν άπό τόν Χριστόν νά αναπαύσει τήν ψυχή τού μεταστάντος.
Τό τρίτο Ιδιόμελο μάς υπενθυμίζει τή ματαιότητα τών εγκοσμίων. Ή πρώτη πρότασή του είναι ελαφρά παραλλαγή τών πρώτων λόγων τού Έκκλησιαστού. ό όποίος μετά άπό μακρά, πικρή καί οδυνηρή πείρα αναφωνεί στό τέλος τής ζωής του: Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης (Έκκλ. α 2). Καί έπεξηγεί ό ιερός Δαμασκηνός: Πάντα ματαιότης τά ανθρώπινα, όσα δέν υπάρχουν μετά θάνατον, διότι είναι παροδικά καί μάταια. Ού παραμένει ό πλούτος, ού συνοδεύει ή δόξα οί ύπηρέτες,ή δόξα, ό θόρυβος τού κόσμου καί ή λάμψη του δέν μάς συνοδεύουν στην άλλη ζωή. Μέ τήν έλευση τού θανάτου όλα αύτά έχουν έξαφανισθεί, διότι είναι ματαιότης. Γι’ αύτό παρακαλεί νά ζητήσουμε άπό τόν αθάνατο Κύριο νά αναπαύσει τόν μεταστάντα εκεί όπου είναι τών εύφραινομένων ή κατοικία.
Τό ’Ιδιόμελο τού δ' ήχου αρχίζει μέ τέσσερα συνταρακτικά έρωτήματα:
Πού είναι ή γεμάτη αγωνία, άγχος καί κόπο εμπαθής προσκόλληση στά γήινα πράγματα; Πού είναι ή έπαρση καί ή κομπαστική επίδειξη των πρόσκαιρων πραγμάτων; Πού είναι τό χρυσάφι καί τό ασήμι; Πού είναι τό πλήθος των υπηρετών καί ό πολυποίκιλος μόχθος καί κόπος τού κόσμου; Στά τέσσερα καί έντονα αυτά πού είναι (πού έστιν) δίδεται ή απάντηση με τήν τριπλή καί ζωηρή έπανάληψη τού πάντα, όλα: Πάντα κόνις (όλα είναι σκόνη), πάντα τέφρα (όλα είναι στάκτη), πάντα σκιά (όλα είναι σκιά) Στό τροπάριο αυτό ό ιερός Δαμασκηνός άντιγράφει σχεδόν κατά λέξη τόν Μέγα Βασίλειο, ό όποίος σ’ ένα λόγο του αναφωνεί: ΙΙού (πού είναι) οί τάς πολιτικάς δυναστείας περιβεβλημένοι; Πού οί δυσμαχώτατοι (ακατανίκητοι) ρήτορες; Πού οί στρατηγοί, οί σατράπαι, οί τύραννοι; Ού πάντα κόνις (δέν είναι όλα σκόνη); Ού πάντα μύθος (παραμύθι καί φαντασία); ούκ έν όλίγοις όστέοις τά μνημόσυνα αυτών;   ’Επειδή λοιπόν όλα αύτά είναι τόσο μάταια, ας φωνάζουμε, προτρέπει ό ύμνογράφος, πρός τόν άθάνατο βασιλέα: Κύριε, τών αιωνίων σου αγαθών άξίωσον τόν μεταστάντα έξ ημών, άναπαύων αυτόν στήν άφθαρτη μακαριότητα.
Στό ’Ιδιόμελο τού πλ. α ήχου ό μελωδός ’Ιωάννης, ένθυμούμενος τούς λόγους τού ’Αβραάμ αλλά καί τού Ίώβ, οί όποίοι ομολογούσαν ότι είναι γη καί σποδός (Γεν. ιη' [18] 27 Ίώβ μβ' [42] 6), δηλαδή χώμα καί στάκτη, στρέφει τό βλέμμα στά γλαφυροτόρνευτα μνήματα, έξετάζει μέ προσοχή τά οστά τά γεγυμνωμένα καί διερωτάται: Αραγε ποιός είναι αυτός; Είναι βασιλιάς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πτωχός, ή δίκαιος ή αμαρτωλός; Αυτό τό ή τού γεμάτου απορία ύμνογράφου, τό όποίο έπαναλαμβάνεται πέντε φορές, κάνει τήν αγωνία του όλο καί μεγαλύτερη. Ό ιερός Πατήρ, έπειδή δέν μπορεί νά διακρίνει τίνος είναι τά οστά τά γεγυμνωμένα, μένει μέ τήν άγωνιώδη απορία του καί άρκείται στό νά παρακαλέσει τόν Κύριο νά αναπαύσει τόν δούλο του μέ τούς δικαίους. Τά ερωτήματα αύτά φέρουν καί πάλι στή μνήμη μας τόν Μ. Βασίλειο, ό όποίος λέγει: Έγκυψον τοίς τάφοις (σκύψε μέσα στούς τάφους), εί δυνήση (εάν μπορέσεις) διακρίναι τίς ό οίκέτης (ποιός είναι ό ύπηρέτης) καί τίς ό δεσπότης (ό κύριος), τίς ό πτωχός καί τίς ό πλούσιος. Διάκρινον, εί τίς σοι δύναμις (ξεχώρισε, έάν σού είναι δυνατόν), τόν δέσμιον από τού βασιλέως,τόν ισχυρόν άπό τόν αδύνατο,τόν εύπρεπή από τού δυσειδούς  (τόν ώραίο άπό τόν άσχημο).
Τό επόμενο Ιδιόμελο θεολογεί ωραιότατα σε ήχο πλ. β' γύρω άπό τη δημιουργία τού ανθρώπου, ό όποίος πλάσθηκε άπό ορατό, ύλικό, γήινο σώμα καί έλαβε μέ τό θείο καί ζωοποιό εμφύσημα τού Δημιουργού τη ζώσα,λογική καί άθάνατη ψυχή (πρβλ. Γεν. β' 7). Καί πάλι καταλήγει σε ικεσία πρός τόν Χριστόν νά άναπαύσει τόν μεταστάντα «έν χώρα ζώντων, έν σκηναίς δικαίων»
Τό επόμενο Ιδιόμελο, σύντομο καί βαθύ σέ ήχο βαρύ, διατυπώνει τό ίδιο αίτημα. Μάς πληροφορεί άκόμη ότι όλη αυτή ή τραγικότητα τής ζωής καί τού θανάτου συνέβη, διότι ό άνθρωπος, άφού άπατήθηκε άπό τόν φθονερό διάβολο, παρέβη τήν εντολή τού Θεού καί έφαγε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό. Γι’ αυτό καταδικάσθηκε νά έπιστρέψει καί πάλι στή γη, άπό τήν όποία  δημιουργήθηκε.
Στό τελευταίο ’Ιδιόμελο ό ιερός όμνογράφος πενθεί, κλαίει καί θρηνολογεί σέ ήχο πλ. δ' γιά τό κατάντημα τού άνθρώπου. Διότι τό θεοφύτευτο αύτό δημιούργημα παραδόθηκε εξ αιτίας τής άμαρτίας του στή φθορά καί συζεύχθηκε τόν θάνατο. Απορεί ό ιερός Δαμασκηνός γιά τό μυστήριο πού έκτυλίσσεται γύρω άπό τόν άνθρωπο. Απορεί πώς ή άνθρώπινη ωραιότητα,ή όποία  πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού, βρίσκεται τώρα στόν τάφο άμορφος, άδοξος, μή έχουσα είδος χωρίς μορφή, χωρίς δόξα καί λαμπρότητα, χωρίς ώραιότητα καί κάλλος. Ή άγια μας ’Εκκλησία δέν προσπαθεί νά άποκρύψει άπό τά βλέμματα των τέκνων της τήν άνθρώπινη αύτή τραγικότητα, διότι θέλει νά συναισθανθούμε τή μεγάλη συμφορά, νά διερωτηθούμε γιά τό μυστήριο τού θανάτου. Γι’ αύτό καί ό ιερός όμνογράφος έρωτά: Γιατί όλος αυτός ό πόνος καί ή άγωνία; Γιατί καί πώς τό μυστήριο τού θανάτου στόν θεοφρόντιστο άνθρωπο; Άλλ’ ευθύς άμέσως θυμάται τήν προσταγή τού Θεού, ή όποία  ήλθε ως δικαία τιμωρία στους πρωτοπλάστους καί είναι γραμμένη στήν Π. Διαθήκη: Γη εί καί εις γην άπελεύση (Γεν. γ' 19). Τελικά κατακλείει τόν θρήνο, τόν όδυρμό καί τίς άπορίες του μέ τή βεβαιότητα ότι ό Θεός θά αναπαύσει αυτόν πού κοιμήθηκε, άφού τό περί ημάς τούτο μυστήριον τού θανάτου, τό πικρό καί άκατανόητο, έλαβε χώρα μέ τό πρόσταγμα τού πανσόφου καί παναγάθου Θεού.

Οί Μακαρισμοί καί τά Αναγνώσματα.

Μετά τά Ιδιόμελα τροπάρια ψάλλουμε στό γλυκύτατο καί σεμνό μέλος τού β' ήχου (είρμολογικό πλαγίου τού β' ήχου) τούς Μακαρισμούς. Είναι οί λόγοι τούς όποίους είπε ό Κύριος στήν αρχή τής επί τού Όρους 'Ομιλίας του (βλ. Ματθ. ε 312). Αρχίζουμε τούς Μακαρισμούς με τόν στίχο: Έν τή βασιλεία σου, μνήσθητι ήμών, Κύριε, όταν έλθης έν τη βασιλεία σου (πρβλ. Λουκ. κγ' [23] 42). Αύτό είναι τό αίτημα πού άπηύθυνε πρός τόν Κύριον ό ληστής ό όποίος μετενόησε πάνω στό Σταυρό, λίγο προτού πεθάνει. Καί έπειδή ή προσευχή αυτή τού ληστού είναι τόσο επίκαιρη, τήν έπαναλαμβάνουμε καί κατά τήν ώρα τής κηδείας έκ μέρους τού κεκοιμημένου αδελφού. Διότι ό μεταστάς έχει απόλυτη ανάγκη νά τόν θυμηθεί ό Θεός έν τή βασιλεία του.
Μετά τό Έν τη βασιλεία σου, μνήσθητι ήμών, Κύριε ψάλλουμε τούς πέντε πρώτους Μακαρισμούς, στούς όποίους ό Σωτήρ μακαρίζει εκείνους πού συναισθάνονται τήν πνευματική τους πτωχεία καί έξαρτούν τόν έαυτό τους εξ ολοκλήρου από τόν Θεόν. Καλοτυχίζει όσους πενθούν γιά τίς αμαρτίες τους καί έκζητούν τό θείο έλεος· τούς πράους καί ταπεινούς, καθώς καί τούς ευσπλαγχνικούς καί επιεικείς, οί όποίοι συμπονούν καί συντρέχουν τόν δυστυχή συνάνθρωπό τους. Οί υπόλοιποι Μακαρισμοί συνοδεύονται από κατανυκτικά τροπάρια. Σ ’ αύτά ό ιερός ύμνογράφος άναφέρεται στόν ληστή πού μετενόησε καί έπικαλούμενος τήν εξουσία τού Κυρίου έπί τής ζωής καί τού θανάτου τόν παρακαλεί νά ένθυμηθεί τόν άπελθόντα έν τή βασιλεία του. Είθε, λέγει άλλο τροπάριο στόν νεκρό, νά σέ αναπαύσει ό Κύριος, στά χέρια τού όποίου είναι ή πνοή μας (πρβλ. Δαν. ε 23), νά σού ανοίξει τίς πύλες τού παραδείσου καί νά σού συγχωρήσει τίς αμαρτίες σου.
Τά υπόλοιπα τροπάρια μάς καλούν νά άντικρύσουμε τό περιεχόμενο τών τάφων, γιά νά μάθουμε ότι ό άνθρωπος μετά θάνατον δεν είναι παρά γυμνά όστέα, σκωλήκων βρώμα καί δυσωδία· νά μάθουμε πόσο μάταια είναι ό πλούτος, τό κάλλος, ή κοσμική δύναμη, ή φαντασμένη κοινωνική ευπρέπεια. Ακόμη νά συγκλονισθούμε από άγιο φόβο γιά τή φοβερή ήμέρα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου, ή όποία  έρχεται καιομένη ώς κλίβανος, καί ή όποία  μέ τό πύρ της θά κατακαύσει, όπως ή φωτιά κατακαίει τά καλάμια, όλους όσοι εργάζονται την ανομία (πρβλ. Μαλαχ. δ' 1).
Μετά τούς Μακαρισμούς ψάλλουμε τό Προκείμενο, μέ τό όποίο προπέμπουμε τόν αδελφό μας πού κοιμήθηκε στόν μακάριο τόπο της αιώνιας άναπαύσεως. Τού λέμε: Μακαρία ή οδός, ή πορεύη σήμερον, ότι ήτοιμάσθη σοι τόπος άναπαύσεως· ευτυχισμένος είναι ό δρόμος πού βαδίζεις σήμερα, διότι σου έχει έτοιμασθεί τόπος άναπαύσεως.
Τήν όλοκάρδια αυτή ευχή ακολουθεί ή ανάγνωση της Άποστολικής περικοπής: Α' Θεσ. δ' 13-17. Σ’ αυτήν ό θείος Απόστολος μάς δίνει σπουδαίες καί παρηγορητικές πληροφορίες γιά τούς κεκοιμημένους, γιά νά μή λυπούμεθα, όπως εκείνοι πού δέν ελπίζουν σέ ανάσταση. Οί Χριστιανοί, έφ’ όσον έχουν πεποίθηση ότι ’Ιησούς άπέθανε καί άνέστη, πρέπει νά είναι βέβαιοι ότι καί ό Θεός όσους άπέθαναν ένωμένοι διά της πίστεως μέ τόν άναστάντα Υιό του θά τούς φέρει καί πάλι ένδόξως στήν αιώνια ζωή μαζί του. Ό θάνατος δέν είναι έκμηδένιση. Οί ψυχές των Χριστιανών απολαμβάνουν τήν παρουσία τού Κυρίου καί μετά θάνατον (όταν χωρισθούν από τό σώμα), αλλά καί ή σκόνη τού σώματός τους στούς τάφους βρίσκεται κάτω από τήν πάνσοφη πρόνοια καί τήν άπειρη δύναμή Του μέχρι τής γενικής έξαναστάσεως των νεκρών. ’Άλλωστε ό ίδιος ό Κύριος άπεκάλυψε στόν θείο Παύλο γεγονότα θαυμαστά γύρω από τό ζήτημα αυτό: Όσοι θά είναι ακόμη ζωντανοί κατά τήν ημέρα τής Δευτέρας Παρουσίας δέν θά προφθάσουν εκείνους πού πέθαναν, οί όποίοι θά τούς προλάβουν στήν προύπάντηση τού Κυρίου. Οί ζωντανοί των ημερών έκείνων δέν θά απολαύσουν μεγαλύτερο προνόμιο καί χαρά από όσους θά έχουν εν τώ μεταξύ πεθάνει. Διότι αύτός ό Κύριος μέ τό κραταιό πρόσταγμά του, μέ άρχαγγελική φωνή καί μέ θεία σάλπιγγα θά κατεβεί από τόν ουρανό, καί όσοι πέθαναν εν τω μεταξύ μέ πίστη στόν Χριστό θά άναστηθούν πρώτοι. Όσοι όμως θά είναι τότε ζωντανοί, άφού υποβληθούν μέσα σέ μία στιγμή  όσο χρειάζεται κανείς νά άνοιγοκλείσει τό βλέφαρό του (βλ. Α' Κορ. ιε [15] 52)  σέ μυστηριώδη αλλαγή, θά καταστούν άφθαρτοι καί αθάνατοι. Ευθύς αμέσως θά άρπαχθούν μέ σύννεφα μαζί μέ τούς νεκρούς πού άναστήθηκαν, γιά νά προύπαντήσουμε όλοι, ώς έπί άρματος, τόν Κύριο εις άέρα· στό μεταξύ ουρανού καί γής διάστημα. Από εκεί, άφού ανεβούμε μαζί Του στόν ουρανό, θά είμαστε πάντοτε μαζί Του.

’Εκτός της ανωτέρω Άποστολικής περικοπής υπάρχουν καί τρεις άλλες, οί όποίες είναι δυνατόν νά εναλλάσσονται μέ αυτήν. Είναι α) ή Α' Κορ. ιε' [15] 4757, β) ή Ρωμ. ιδ' [14] 69, καί γ) ή Α' Κορ. ιε' [15] 2028.
Στην περικοπή Α' Κορ. ιε' [15] 4757 ό θείος Παύλος μάς αποκαλύπτει πώς θά γίνει ή έξανάσταση των νεκρών καί ότι τά φθαρτά σώματα τών ζωντανών θά ένδυθούν μέ τρόπο μυστηριώδη καί άγνωστο σέ μάς άφθαρσία καί αθανασία. Έτσι θά πραγματοποιηθεί ό προφητικός λόγος (βλ. Ήσ. κε' [25] 8 καί Ώσ. ιγ' [13] 14): Ό θάνατος εξαφανίσθηκε όλότελα καί κατανικήθηκε, ώστε νά μη φαίνεται πουθενά. Καί επειδή ή αμαρτία είναι τό κεντρί του θανάτου, τόν δέ θάνατο καί την αμαρτία ένίκησε ό Κύριος, ή ψυχή μας ξεχειλίζει άπό ολόψυχη ευχαριστία πρός τόν Θεόν γιά τη μεγάλη αυτή νίκη.
Στήν άλλη Άποστολική περικοπή Ρωμ. ιδ' [14] 69 ό θείος Παύλος υπογραμμίζει ότι δέν άνήκουμε στόν εαυτό μας, δέν είμαστε κύριοι τού εαυτού μας. Έχουμε κύριο καί δεσπότη τόν Θεόν, στόν όποίο ανήκει τόσο ή ζωή όσο καί ό θάνατός μας. Είτε λοιπόν ζούμε είτε αποθνήσκουμε, πρώτο καί βασικό σκοπό έχουμε πώς νά κερδίσουμε τόν Χριστό. Αυτός είναι τό κέντρο τής ζωής καί τού θανάτου μαςαύτός είναι τά πάντα έν πάσιν. ’Άλλωστε, λέγει ό θεοκίνητος Παύλος, γι’ αυτό άκριβώς ό Χριστός πέθανε καί άναστήθηκε καί έλαβε πάλι ως άνθρωπος τή ζωή, γιά νά γίνει κύριος καί τών νεκρών καί τών ζωντανών.
Στήν τρίτη περικοπή (Α' Κορ. ιε' [15] 20-28) ό θείος ’Απόστολος μάς υπενθυμίζει ότι, όπως ό θάνατος είσεχώρησε στό ανθρώπινο γένος δι’ ανθρώπου, έτσι καί ή άνάσταση τών νεκρών θά έλθει μέσω ανθρώπου,τού νέου Άδάμ τής χάριτος,τού Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστού. Καί όπως όλοι οί άπόγονοι τού πρώτου Άδάμ λόγω τής σχέσεως καί ένώσεώς τους μέ αυτόν άποθνήσκουν, έτσι καί όλοι διά μέσου τής σχέσεως καί ένώσεώς τους μέ τόν νέο Άδάμ, όλοι θά ζωοποιηθούν. Ό Χριστός, πού άναστήθηκε πρώτος αφού νίκησε τόν θάνατο, έγινε ή άπαρχή τών κεκοιμημένων. ’Ακολουθούν έπειτα όσοι άνήκουν στόν Χριστό. Αυτοί θά άναστηθούν κατά τή Δευτέρα καί ένδοξη Παρουσία του. Καί όταν τελειώσει καί ολοκληρωθεί τό σωτήριο έργο τού Χριστού όταν θά έχει πλέον υποτάξει όλους τούς έχθρούς του,τότε θά καταργήσει καί τόν τελευταίο έχθρό, τόν θάνατο, διότι τά σώματά μας θά τά άφθαρτοποιήσει καί θά τά άπαθανατίσει, γιά νά ζούν αιωνίως ενωμένα μέ την ψυχή. Κατόπιν θά υποταχθεί καί ό Κύριός μας, κατά την ανθρώπινη φύση του, στόν Θεόν Πατέρα, ό όποίος τά πάντα ύπέταξε στόν μονογενή Υιόν του. Έτσι ό καθένας θά αναγνωρίζει καί θά διακηρύττει ότι ό Θεός είναι γιά μένα τό παν.
Μετά τό Άποστολικό ανάγνωσμα πού όμιλεί γιά την έλπίδα τής άναστάσεως, ψάλλεται τρεις φορές τό ’Αλληλούια. Αύτό, κατά τόν άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, σημαίνει έρχεται ό Κύριος καί φανερώνει τη Δευτέρα του Παρουσία, κατά την όποία  θά έξαναστήσει όλους τούς νεκρούς. Τό Αλληλούια λοιπόν είναι ως σημείο τής έπιδημίας (τού) Θεού καί ως κήρυγμα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Χριστού καί τής δι’ αυτού άναστάσεώς μας έκ νεκρών. ’Επίσης κατά την ώρα πού άναγινώσκεται ό Απόστολος, προσφέρεται καί θυμίαμα γιά τη χάρη πού επέρχεται στό λείψανο τού κοιμηθέντος, ως πιστού μέλους τής ’Εκκλησίας τού Χριστού 
Μετά τό Αλληλούια τού Αποστόλου καί τόν στίχο μακάριος είναι αυτός τόν όποίο έδιάλεξες, Κύριε, καί προσέλαβες, άναγινώσκεται τό Εύαγγέλιον: Ίωάννου ε 24-30. Στην περικοπή αυτή ό Κύριος μάς βεβαιώνει ότι όποίος ακούει καί εγκολπώνεται τή θεία διδασκαλία του καί πιστεύει στόν Θεόν Πατέρα, έχει από τή στιγμή πού έπίστευσε τήν αιώνια ζωή κτήμα του. Αυτός δέν θά ύποβληθεί σέ δίκη καί κρίση, διότι έχει μεταβεί ήδη από τόν πνευματικό θάνατο τής αμαρτίας στήν αιώνια ζωή. Όσοι είναι πνευματικά νεκροί λόγω τής αμαρτίας καί ακούουν μέ προθυμία τή φωνή τού Υιού τού Θεού καί άνταποκρίνονται σέ όσα ό Κύριος τούς προσκαλεί, θά ζήσουν τή νέα πνευματική καί αιώνια ζωή. Διότι ό Κύριος έχει μέσα του ζωή, τήν όποία  έλαβε από τόν Θεόν Πατέρα. Ώς συνάίδιος, συνάναρχος καί όμοούσιος μέ τόν Πατέρα είναι ή πηγή τής ζωής καί μεταδίδει από τήν ανεξάντλητη αύτή πηγή καί στούς άλλους. ’Επειδή όμως ώς Μεσσίας έγινε άνθρωπος, έχει καί τήν εξουσία νά δικάζει καί νά κρίνει τούς ανθρώπους. Καί ή ώρα τής συντέλειας τού κόσμου καί τής παγκόσμιας κρίσεως έρχεται. Όταν άκουσθεί ή φωνή τού Υιού τού Θεού, ή όποία  θά καλεί σέ ανάσταση τούς νεκρούς, θά έγερθούν όλοι από τά μνήματα. Καί όσοι μέν έπραξαν κατά τήν επί  γης ζωή τους αγαθά, θά άναστηθούν γιά νά απολαύσουν ζωή αιώνια καί μακάρια. Όσοι όμως έργάσθηκαν τήν αμαρτία, θά άναστηθούν γιά νά κατακριθούν. Όλοι αυτοί, λέγει ό Κύριος, θά δικασθούν από έμενα μέ κάθε δικαιοσύνη. Διότι εγώ κρίνω σύμφωνα μέ αυτά πού λέγει ό Θεός Πατήρ πρός εμένα τόν Υιόν του, ό όποίος έγινα άνθρωπος. Έγώ δέν ζητώ νά στήσω τό θέλημά μου, αλλά τό θέλημα τού Πατρός μου, ό όποίος μέ έστειλε στόν κόσμο καί ό όποίος είναι δίκαιος. ’Άλλωστε ως Υιός καί Λόγος συνάίδιος μέ τόν Πατέρα δέν έχω δικό μου θέλημα· ένα μόνο καί τό αύτό θέλημα υπάρχει, τού Πατρός καί τού Υιού.  
’Αντί αυτής τής περικοπής μπορεί νά άναγνωσθεί ή περικοπή Ίωάννου ιε [15] 1724. Σ’ αυτήν ό Κύριος παραγγέλλει στούς Μαθητάς του νά άγαπώνται μεταξύ τους. Ό κόσμος, τούς είπε, σάς μισείάλλά μή λησμονείτε ότι πρώτα εμένα τόν ’ίδιο έμίσησε. Σάς μισεί, διότι δέν έχετε τάϊδια αμαρτωλά φρονήματα μέ έκείνον. Μήν παραξενεύεσθε όμως γιά τό μίσος αύτό. Διότι, εάν κατεδίωξαν καί άπαρνήθηκαν εμένα τόν Κύριον, φυσικό είναι νά αθετήσουν καί τόν δικό σας λόγο. Δέν τούς πταίετε βέβαια σέ τίποτε. Είναι όμως αρκετό τό ότι πιστεύετε σέ μένα. Αφού δέν έχουν ορθή καί αληθινή γνώση περί τού Θεού, ό όποίος μέ άπέστειλε στόν κόσμο, φυσικό είναι νά φέρονται όπως φέρονται. Ή άγνοιά τους όμως αύτή δέν είναι δικαιολογημένη. Αμαρτάνουν βαρύτατα, διότι ήλθα καί τούς μίλησα καί τούς απέδειξα μέ τά θαύματά μου ότι είμαι ό Μεσσίας. Επομένως ή αμαρτία τους είναι μεγάλη. ’Εκείνος πού μισεί εμένα, μισεί καί τόν Πατέρα μου, ό όποίος μέ άπέστειλε. ’Εάν δέν είχα κάμει μεταξύ τους τόσα καταπληκτικά θαύματα, τά όποία  κανείς δέν έκαμε μέχρι σήμερα, δέν θά είχαν άμαρτία. Τώρα όμως είναι εντελώς άδικαιολόγητοι. Διότι καί τά θαύματά μου είδαν καί μέ έμίσησαν. Καί στό πρόσωπό μου έμίσησαν καί τόν Πατέρα μου.
Οί θείες αυτές άλήθειες, καθώς άκούγονται μέσα στήν ήρεμη καί υποβλητική άτμόσφαιρα τού ναού καί ένώ ό νεκρός είναι ενώπιον μας έτοιμος πρός ταφήν μέσα στά εύώδη θυμιάματα, τά άνθη, τά στεφάνια, τίς λαμπάδες καί τό φως τών κανδηλιών πού τρεμοσβήνουν μέ τούς κατανυκτικούς ύμνους, προϊόντα ψυχών οί όποίες προκειμένου νά τους συντάξουν άντλησαν από τό άστείρευτο θέμα τού μυστηρίου του θανάτου, είναι φυσικό νά οικοδομούν εις Χριστόν άριστα την ψυχή μας.
Μετά τά ιερά Αναγνώσματα άναπέμπεται άπό τόν ιερέα ή ϊδια δέηση μέ εκείνη τού Τρισάγιου, πού, όπως είπαμε ήδη, τελείται προτού ή σορός μεταφερθεί στόν ναό. 

Ή ανακήρυξη καί ό τελευταίος ασπασμός.

Μετα τη δέηση τού ίερέως ύπέρ άναπαύσεως τού κεκοιμημένου (καί τήν ειδική ευχή τού άρχιερέως, εάν προίσταται της κηδείας άρχιερεύς) γίνεται ή απόλυση τής Νεκρώσιμου Ακολουθίας. Ό ίερεύς απευθύνεται στόν αθάνατο Βασιλέα, ό όποίος άνέστη εκ νεκρών καί έχει εξουσία επί τών νεκρών καί τών ζώντων, δηλαδή τόν Ίησούν Χριστόν, καί τόν ικετεύει νά κατατάξει τήν ψυχή τού μεταστάντος στίς αιώνιες σκηνές τών δικαίων, στούς κόλπους του πατριάρχου Αβραάμ, καί νά τόν συναριθμήσει μέ τούς αγίους του. Εμάς δέ, οί όποίοι συνεχίζουμε νά βαδίζουμε άκόμη τόν δρόμο της πολύμοχθης ζωής, νά μάς ελεήσει ως αγαθός καί φιλάνθρωπος. Γιά όλα αύτά επικαλείται τίς πρεσβείες τής παναχράντου Θεοτόκου, τών θεοκηρύκων Αποστόλων, τών όσίων καί θεοφόρων Πατέρων, τών δικαίων τριών Πατριαρχών Αβραάμ, ’Ισαάκ καί ’Ιακώβ, καί τού αγίου καί δικαίου φίλου τού Χριστού Λαζάρου τού τετραημέρου.
Ή απόλυση αύτή, πού εισάγει καί πάλι τήν ελπίδα τής άναστάσεως καί δίνει έτσι μία απέραντη προοπτική καί διάσταση στήν άνθρώπινη ζωή, κατακλείεται άπό τό αίωνία σου ή μνήμη, άξιομακάριστε καί αείμνηστε (αλησμόνητε) αδελφέ ημών, που λέγει τρεις φορές ό ίερεύς. Οί ψάλτες μελωδούν καί αυτοί τρεις φορές τό «αίωνία ή μνήμη». Αυτό, κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης, είναι ή άνακήρυξις (επίσημη αναγνώριση) τού κεκοιμημένου. Ή πανηγυρική αύτή αναγνώριση φανερώνει ότι οί άπελθόντες συναριθμήθηκαν μέ τούς άγίους καί είναι άξιοι της πίστεως καί τής κληρονομιάς εκείνων, όπως ήσαν καί όταν ζούσαν διά της πίστεως τους. Αύτό ακριβώς πιστεύουμε καί εμείς καί ψάλλουμε την ώρα αυτή. Επίσης μέ τό αίωνία ή μνήμη είναι σάν νά αναθέτουμε τον κεκοιμημένο στά χέρια τού άϊδίως (αιωνίως) ζώντος Θεού. Ή ανακήρυξη όμως είναι καί δέηση δική μας υπέρ τού άπελθόντος, καθώς τον παραπέμπουμε νικητή στήν αιώνια απόλαυση τού Θεού. Ή ευχή αυτή είναι τό δώρο πού προσφέρουμε στον απερχόμενο, ό όποίος παραδίδει ψυχή καί σώμα στον Δημιουργό του.  
Μετά τήν απόλυση καί τήν άνακήρυξιν τού κεκοιμημένου έρχεται ή στιγμή τού τελικού άποχωρισμού μας από τόν μεταστάντα. Ή Νεκρώσιμη Ακολουθία μάς υποδεικνύει καί στό σημείο αύτό πώς πρέπει ως Χριστιανοί νά αποχαιρετίσουμε τόν νεκρό. Καί είναι αυτός ένας τρόπος ανθρώπινος καί πολύ δυνατός. Ό αποχαιρετισμός (έστω καί αν είναι προσωρινός, διότι αναμένουμε τήν άνάσταση τών νεκρών) είναι πάντοτε καί γιά όλους οδυνηρός. Καί ή όλη υμνολογία δέν επιτρέπει μόνο (μέσα στά χριστιανικά πάντοτε μέτρα) τήν έκφραση αυτής τής οδύνης, άλλά καί τήν κατευθύνει μέ τρόπο θεάρεστο καί ψυχωφελή.
Έτσι ό χορός τών ιεροψαλτών καλεί μέ δώδεκα κατανυκτικούς ύμνους όσους  είναι παρόντες νά δώσουν τόν τελευταίον άσπασμόν στόν άπελθόντα εύχαριστούντες Θεώ. Από τούς δώδεκα αυτούς ύμνους σήμερα ψάλλεται μόνον ό πρώτος Είναι όμωςόλοι πολύ συγκινητικοί. Ποιός χωρισμός, ώ άδελφοί, αναφωνεί ό ιερός ύμνογράφος στόν δεύτερο ύμνο, ποιός κοπετός, ποιός θρήνος φορτίζουν τήν παρούσα στιγμή Ελάτε λοιπόν, άσπασθείτε αύτόν πού πρίν άπό λίγο ήταν μεταξύ μας ζωντανός. Αυτός έξέλιπε τής συγγένειας αυτού, λέγει ό πρώτος ύμνος, καί πρός τάφον επείγεται (σπεύδει), έπαυσε πλέον νά φροντίζει γιά τίς μάταιες υποθέσεις τού παρόντος κόσμου καί τά πράγματα τής πολυμόχθου σαρκός. Πού είναι τώρα οι συγγενείς καί οί φίλοι; Τώρα χωριζόμαστε πλέον. Άς ευχηθούμε νά τόν άναπαύσει ό Κύριος. Γενικάόλοι αυτοί οί ύμνοι, πού ψάλλονται δση ώρα συνεχίζεται ό τελευταίος άσπασμός, υπενθυμίζουν τή ματαιότητα τών έγκοσμίων καί τό σύντομο τού  ανθρωπίνου βίου.

Απευθύνουν συγκλονιστικά έρωτήματα, όπως· πού πηγαίνουμε;, δεν είμαστε όλοι χώμα καί σκόνη; Γιά νά καταλήξουν στό συμπέρασμα: Ματαιότης καί φθορά πάντα τά τού βίου ήδέα (τά ευχάριστα) καί τά περίδοξα (τά ένδοξα). Διότι πάντες έκλείπομεν, πάντες θνηξόμεθα· όλοι φεύγουμε, όλοι θά πεθάνουμε
Αλλά στό Δεύτε τελευταίον ασπασμόν τών ιεροψαλτών είναι κατ’ έξοχήν συγκινητική ή αίτηση τού μεταστάντος, ό όποίος ζητεί προσευχές, γιά νά φανεί απέναντι του ϊλεως ό δίκαιος Κριτής. Εμείς δέ, άνταποκρινόμενοι στό αίτημα τού αδελφού μας, ικετεύουμε τόν Σωτήρα νά αναπαύσει τήν ψυχή του.
Ό ασπασμός είναι πράξη κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπη, αλλά καί ανάγκη τής ψυχής, πράγματα τά όποία  αναγνωρίζει ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία μας χάρη στό φιλάνθρωπο πνεύμα πού τήν διακρίνει. Ό ασπασμός όμως έχει καί μυστικότερο νόημα. Φανερώνει ότι ό αδελφός πού κοιμήθηκε είναι ποθητός καί άξιος τιμών από όλους τούς ανθρώπους,   έπειδή τελείωσε τή ζωή του αφού βάδισε μέ συνέπεια τόν δρόμο τού Θεού. Τόν ασπασμό τόν συναντούμε από τήν εποχή τών διωγμών, δηλαδή σέ χρόνους κατά τούς όποίους δέν είχε ακόμη συντεθή ή Νεκρώσιμη Ακολουθία. 'Ιστορείται π.χ. ότι ό ’Ωριγένης άσπαζόταν τούς Χριστιανούς Μάρτυρες πριν από τόν θάνατό τους. ’Αργότερα όμως έπεκράτησε νά δίδεται ό ασπασμός μετά τήν έκπνοή. Από τόν 4ο5ο αιώνα συναντούμε τόν ασπασμό στό τέλος τής Νεκρώσιμης Ακολουθίας όπως είναι σήμερα. Αύτό μαρτυρείται από πολλά Συναξάρια καί Αγιολόγια.
Έτσι άναφέρεται ότι στή Λαύρα τού αγίου Σάββα στήν Παλαιστίνη, όταν ό Γέρων Άγιόδουλος ακούσε τό σήμαντρο τής Μονής πού καλούσε τούς μοναχούς νά προπέμψουν συμμοναστή τους πού είχε κοιμηθεί, έτρεξε άμέσως στόν ναό, όπου βρισκόταν ή σορός. Όταν ό Γέρων είδε τό λείψανο τού αδελφού νά κείτεται στήν εκκλησία, λυπήθηκε, διότι δέν πρόφθασε νά τόν άσπασθεί προτού άποθάνει. Γι’ αύτό πλησίασε τό φέρετρο καί είπε στόν νεκρό: ’Εγείρου (σήκω), αδελφέ, δός μοι ασπασμόν. Ό δέ άναστάς άσπάστηκε τόν Γέροντα Έπειτα τού είπε ό Γέρων: Συνέχισε νά κοιμάσαι, μέχρι νά έλθει ό Υιός τού Θεού νά σέ άναστήσει  

 Επίσης από τόν βίο τού αγίου Ίωάννου τού Νηστευτού (6ος7ος αί.) πληροφορούμαστε ότι, ένώ ήταν νεκρός, σηκώθηκε καί άντεφίλησε τόν έπαρχο Νείλο, ό οποίος πήγε νά τού δώσει τόν τελευταίο ασπασμό. Ό όσιος Αθανάσιος ό Αθωνίτης (10ος αί.) κατά τίς κηδείες στην Ιερά Μονή του της Μεγίστης Λαύρας μετά τό τελεσθήναι την επιτάφιον υμνωδίαν πλησίαζε τόν νεκρό, τού έδιδε τόν τελευταίο ασπασμό καί τόν άπέστελλε στόν τάφο.   Τά περιστατικά αυτά βεβαιώνουν ότι ό τελευταίος ασπασμός έθεωρείτο καθήκον των ζωντανών πρός τόν άπερχόμενο. Γι’ αυτό καί συμπεριελήφθη στη Νεκρώσιμη Ακολουθία.
Ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης παρατηρεί ότι ό τελευταίος ασπασμός υπογραμμίζει την κοινωνία καί ενότητα των πιστών, ζωντανών καί κεκοιμημένων. ’Επειδή ή επί γης στρατευομένη ’Εκκλησία είναι αναπόσπαστα ενωμένη με τήν έν ούρανοίς θριαμβεύουσα ’Εκκλησία, αποχαιρετούμε ό ένας τόν άλλο έξ αιτίας τού προσωρινού σωματικού χωρισμού μας. Ό ασπασμός, σημειώνει ό ιερός Πατήρ, δίδεται διά τήν μετάβασιν καί τόν από τής ζωής ταύτης χωρισμόν καί ώς κοινωνία καί ένωσίς έστιν, ότι καί θνήσκοντες άλλήλων ού χωριζόμεθα. Όλοι, συνεχίζει, θά βαδίσουμε τόν ϊδιο δρόμο, γιά νά φθάσουμε έκεί όπου δεν θά χωρισθούμε ποτέ. Διότι θά ζήσουμε καί θά είμαστε πάντοτε μαζί μέ τόν Χριστό (βλ. Α' Θεσ. δ' 17). 'Ώστε ό άσπασμός φανερώνει τήν μετά των άπελθόντων ένωσιν των ζώντων ημών έν Χριστώ.  
Μετά τόν άσπασμό ό ίερεύς (ή ό άρχιερεύς) κατακλείει τη Νεκρώσιμη Ακολουθία μέ τό ΔΓ εύχών ...
Ή Νεκρώσιμη Ακολουθία, τήν όποία  αναλύσαμε μέ πολλή συντομία, είναι αύτή ή όποία  τελείται σέ λαϊκούς, άνδρες καί γυναίκες. 'Υπάρχει όμως καί ειδική ακολουθία γιά τούς μοναχούς, τούς ιερείς καί τά νήπια. Διότι ναί μέν κοινωνικές διαφορές δέν ύφίστανται ενώπιον τού Θεού  ένώπιόν του βασιλείς, άρχοντες καί ιδιώτες είναι όλοι ίσοι  υπάρχουν όμως ηθικές διαφορές. Γι’ αύτό οί ευχές, οί ύμνοι καί τά αναγνώσματα τών ανωτέρω Ακολουθιών είναι ανάλογα μέ τή ζωή τού μοναχού ή τού ίερέως. Διαφορετικά έζησε ό μοναχός, διαφορετικά ό ίερεύς καί διαφορετικά ό πιστός σε πολυάριθμη κοινωνία. Έξ άλλου στά άκακα νήπια πώς θά ψάλλουμε ύμνους που αφορούν στη ζωή ώριμων ανθρώπων;
Ή Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν τελείται κατά τήν εβδομάδα της Διακαινησίμου καί κατά τήν ημέρα τής άποδόσεως τής έορτής τού Πάσχα. Κατά τίς ημέρες αυτές, έπειδή ή Εκκλησία μας πανηγυρίζει τόν θρίαμβο της λαμπροφόρου Αναστάσεως καί παντού αντηχεί τό Χριστός Άνέστη, τελείται αντί της Νεκρώσιμης ή Αναστάσιμη Ακολουθία ή Επικήδειος Ακολουθία έν τή Διακαινησίμω Έβδομάδι. Στήν Ακολουθία αυτή κυριαρχεί ό ύμνος Χριστός άνέστη έκ νεκρών, ψάλλεται ό Κανών Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί... καί τό Σαρκί ύπνώσας ώς θνητός. Από τή γνωστή Νεκρώσιμη Ακολουθία λέγεται μόνο ή ευχή Ό Θεός τών πνευμάτων καί πάσης σαρκός... καί ακολουθεί ή απόλυση, ή όποία  έχει καί αυτή αναστάσιμο χρώμα. Στόν ασπασμό, αντί τού Δεύτε τελευταίον ασπασμόν ψάλλουμε τό χαρμόσυνο Αναστάσεως ήμέρα καί λαμπρυνθώμεν τή πανηγύρει... καί τό Χριστός άνέστη έκ νεκρών...,τό όποίο έκφωνείται καί από τόν ιερέα αντί τού ΔΓ ευχών τών άγιων Πατέρων ήμών...
Πράγματι τά πάντα καλώς καί σοφώς διέταξαν καί όρισαν οί θείοι Πατέρες, οί όποίοι συνέθεσαν τήν τόσο κατανυκτική καί ώφέλιμη Νεκρώσιμη Ακολουθία.
«Γή εί καί είς γήν άπελεύση»
Μετά τήν κηδεία στό ναό, συνοδεύουμε τό λείψανο μέχρι τόν τάφο καί τόν τρισάγιον (ύμνον) ψάλλομεν εις τήν τής Τριάδος δοξολογίαν τού μόνου Θεού ήμών, γράφει ό Συμεών Θεσσαλονίκης  . Έδώ ό Τρισάγιος ύμνος είναι δοξολογία πρός τόν Τριαδικόν Θεόν, ό όποίος έτσι ευδόκησε γιά τόν άπελθόντα άπό τόν κόσμο αυτόν άδελφό μας. Δηλώνουμε μάλιστα με τόν Τρισάγιο ύμνο καί την ορθόδοξη πίστη του μεταστάντος. Έάν ό αδελφός κοιμήθηκε κατά τη Διακαινήσιμο Εβδομάδα, οπότε, όπως άναφέραμε, ψάλλεται ή Αναστάσιμη Ακολουθία, τό λείψανο τό συνοδεύουμε στόν τάφο με τόν ύμνο Άναστάσεως ημέρα...
Παλαιότερα, κατά την εκφορά τού νεκρού πρός τόν τάφο έψάλλοντο ώς έξόδια άσματα οί ψαλμικοί στίχοι τίμιος έναντίον Κυρίου ό θάνατος τών οσίων αυτού (Ψαλ. ριε' [115] 6)· έπίστρεψον, ψυχή μου, εις την άνάπαυσίν σου, ότι Κύριος εύηργέτησέ σε (Ψαλ. ριδ' [114] 7). ’Ή οί στίχοι τού σοφού Σολομώντος μνήμη δικαίων μετ έγκωμίων (Παρ. ί 7) καί δικαίων ψυχαίεν χειρίΘεού (Σ. Σολ. γ' 1). Διότι όσοι έχουν πιστεύσει στόν Θεόν, καί έάν άκόμη άποθάνουν, δεν είναι νεκροί, σύμφωνα πρός όσα είπε ό Κύριος περί άναστάσεως τών νεκρών στους Σαδδουκαίους· ότι δηλαδή ούκ εστιν ό Θεός Θεός νεκρών, άλλά ζώντων (Ματθ. κβ' [22] 32), πάντες γάρ αύτω ζώσιν. 
Κατά τήν εκφορά σχηματίζεται πομπή. Προηγείται ό Σταυρός,τό σύμβολο τής νίκης τού Σωτηρος Χριστού έναντίον τού θανάτου καί τού άδου, ακολουθούν λαμπάδες, καί έν συνεχεία οί χοροί τών ιεροψαλτών καί ό ιερός κλήρος με θυμιατήρια. Μετά ακολουθεί τό φέρετρο μέ τόν νεκρό, οί συγγενείς καί οί άλλοι πιστοί. Όλοι αύτοί παλαιότερα έψαλλαν, ορισμένες φορές, όμοφώνως τούς ψαλμικούς στίχους πού άναφέραμε. Μέ αύτόν τόν τρόπο ή ψαλμωδία άκουγόταν άπ’ άκρων μέχρι τέλους της νεκρικής πομπής.   ’Άλλοτε, όταν ό έκκομιζόμενος ήταν Μάρτυς, οί πιστοί κρατούσαν λαμπάδες, κλάδους φοινίκων καί θυμιατήρια μέ ευωδέστατα θυμιάματα.   Όλα αύτά συμβόλιζαν τόν θρίαμβο τής ούράνιας νίκης τού Μάρτυρος. Ειδικότερα τό θυμίαμα προσεφέρετο πρός έξιλέωση τού Θεού υπέρ τού κοιμηθέντος καί ώς δείγμα τής ευσεβούς καί ορθοδόξου ζωής του, ή όποία  είναι εύωδεστάτη, καθαρή καί ένάρετη.  
Ό θείος Χρυσόστομος καλεί τούς πιστούς νά έμβαθύνουν σέ όλα αύτά, γιά νά λαμβάνουν παρηγοριά. Γράφει: Τί θέλουν οί άναμμένες λαμπάδες; Δεν συμβολίζουν μήπως ότι προπέμπουμε τούς νεκρούς μας ώς αθλητές; Τί συμβολίζουν οί ύμνοι πού ψάλλουμε, καθώς συνοδεύουμε τούς νεκρούς μας στον τάφο; Δέν δηλώνουν ότι δοξάζουμε καί ευχαριστούμε τόν Θεόν, διότι στεφάνωσε τόν άπελθόντα; ’Εννόησε καλά. Χριστιανέ, τί ψάλλεις κατά την ώρα εκείνη: Έπίστρεφον, ψυχή μου, εις την άνάπαυσίν σου, ότι Κύριος εύηργέτησέ σε (Ψαλ. ριδ' [114] 7). Καί πάλι ού φοβηθήσομαι κακά, ότι σύ μετ εμού εί (Ψαλ. κβ' [22] 4). Καί πάλι σύ μου ει καταφυγή άπό θλίψεωςτής περιεχούσηςμε(Ψαλ. λα [31 [ 7). Εννόησε καλάτί θέλουν νά μάς πουν όλοι αύτοί οί Ψαλμοί.   Ψαλμωδίαι, καί εύχαί, καί πατέρων σύλλογος, καί πλήθος αδελφών τόσο πολύ ακολουθεί την πομπή, όχι γιά νά κλαίς, νά οδύρεσαι καί νά άπογοητεύεσαι, αλλά γιά νά ευχαριστείς τόν Θεόν, ό όποίος προσέλαβε τόν προσφιλή σου. Διότι, όπως εκείνους πού προχωρούν γιά νά καταλάβουν άξιώματα, τούς προπέμπουν πολλοί μέ ευφημίες καί ζητωκραυγές, τό ϊδιο κάνουμε καί εμείς μέ τούς Χριστιανούς πού άποθνήσκουν, επειδή καλούνται καί αύτοί σέ μεγαλύτερη τώρα τιμή καί δόξα άπό τόν Θεόν.  

Όταν ή πομπή φθάσει στόν τάφο, ό νεκρός καταβιβάζεται μέ προσοχή καί εύλάβεια στό μνήμα μέ τό πρόσωπο στραμμένο πρός άνατολάς, όπου ή αίωνία πατρίδα μας, όπως γράψαμε προηγουμένως. Έχει τό πρόσωπο στραμμένο πρός άνατολάς, προσδοκώντας τήν Ανατολήν τών ανατολών, τόν Κριτή τών όλων. Καί εμείς οί ζωντανοί παραδίδουμε τόν νεκρό στή γή, πληρούντες τό θειον πρόσταγμα «γή ει καί εις γην άπελεύση» (Γεν. γ' 19). Ταυτοχρόνως κηρύττομεν καί τήν άνάστασιν, σφραγίζοντες τό λείψανον διά τού σταυρού ή χύνοντας σταυροειδώς λάδι επάνω στή σορό. Διότι είμαστε μέν θνητοί, θά άναστηθούμε όμως διά τού Κυρίου ’Ιησού.   Τό λίγο χώμα πού ρίχνει πρώτος ό ίερεύς λέγοντας γη ει καί εις γην άπελεύση φανερώνει τή διάλυση τού σώματος στά στοιχεία άπό τά όποία  δημιουργήθηκε καί συνετέθη. Αποτελεί όμως καί άριστο εποπτικό μάθημα περί τής θνητότητός μας καί τής ματαιότητος τών γηίνων πραγμάτων. Τό ελαιον, χό όποίο είναι απλό, συνηθισμένο λάδι καί χύνεται επάνω στον νεκρό σταυροειδώς, συμβολίζει τούς Ιερούς καί καλούς αγώνες τού κεκοιμημένου, ό όποίος ήθλησε έν Κυρίω καί τελειώθηκε μέ αγία ζωή, καί τώρα πλέον θά αξιωθεί ώς νικητής τού θείου ελέους καί της λαμπράς ίλαρότητος τού θείου φωτός.   Σήμερα συνηθίζεται, όταν χύνεται τό λάδι, νά λέγεται ό ψαλμικός στίχος πού συμβολίζει τήν άφεση των αμαρτιών ραντιείς με υσσώπω, καί καθαρισθήσομαι πλυνείς με, καί υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι (Ψαλ. ν' [50] 9)· θά μέ ραντίσεις σύ μέ τό έλεος καί τή χάρη σου, σάν μέ ραντιστήρι από κλώνους ύσσώπου, καί θά καθαρισθώ θά μέ πλύνεις, καί θά γίνω λευκός, λευκότερος καί από τό χιόνι.
Υστερα από αυτά, όσοι συνοδέυσαν τόν νεκρό αναχωρούν ό καθένας εις τά ίδια, σκεπτόμενοι ότι καί αύτοί στη γη θά καταλήξουν καί σ’ αυτούς θά συμβούν τά ίδια, όπως παρατηρεί ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης...
’Ιδού λοιπόν ό προσφιλής μας κάτω από τή γη. Σωματικά βέβαια. Ή αθάνατη όμως ψυχή του πού βρίσκεται άραγε;



Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


http://www.alavastron.net

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |