ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η Ένωση των Εκκλησιών στις Ψευδο-Συνόδους Φερράρας-Φλωρεντίας

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Η Ένωση των Εκκλησιών στις Ψευδο-Συνόδους Φερράρας-Φλωρεντίας



Η Ένωση των Εκκλησιών στις Ψευδο-Συνόδους Φερράρας-Φλωρεντίας και ο ρόλος, σ’ αυτές,  του Μάρκου Ευγενικού

Δεν είναι συνηθισμένη μορφή ο επίσκοπος Εφέσου  Μάρκος ο Ευγενικός. Είναι μια πολύεδρη, δυναμική, εκκλησιαστική μορφή. Γι’ αυτό έγινε «σημείο αντιλεγόμενο» και για το πρόσωπό του διατυπώθηκαν από φίλους και επικριτές του οι πλέον αντίθετες γνώμες. Γι’ αυτόν μπορεί να ειπωθεί αυτό, το οποίο ειπώθηκε και για τον Μέγα Φώτιο: «Μέχρι σήμερα βρίσκονται θαυμαστές του, οι οποίοι εξωθούν την προς το Φώτιο λατρεία μέχρι βαθμού ειδωλολατρίας, και δυσφημιστές, οι οποίοι μιλούν με αγανάκτηση και για τις πλέον ασήμαντες πράξεις του». Αλλά ο Εφέσου είναι για τους Ορθοδόξους Έλληνες και κάτι άλλο. Είναι μια προφητική και αποκαλυπτική μορφή. Μαζί με τον εμπνευστή του Βρυέννιο και τον μαθητή του Σχολάριο, βοηθά όσο κανείς άλλος στην κατανόηση της τραγικής πτώσεως του Βυζαντίου και της δημιουργίας του θαύματος του 1821. Ο άγιος Μάρκος έζησε κατά τις τελευταίες κρίσιμες στιγμές του Γένους, τότε που το ένδοξο Βυζαντινό κράτος είχε περιοριστεί σχεδόν μόνο στη Βασιλεύουσα και η κόκκινη ημισέληνος αναδιπλωνόταν  απειλητική μπρος στο δικέφαλο αετό.
 
Τα «Πρακτικά της αγίας και οικουμενικής εν Φλωρεντία Συνόδου» (ή «Acta Graeca» ή «Actorum Graecorum…», τα οποία εξέδωσε ο Ιησουΐτης Joseph Gill, είναι γραμμένα πριν από το 1444 από σαφώς Λατινόφρονα συγγραφέα. Ορισμένοι τα αποδίδουν στον λατινόφιλο Επίσκοπο Μυτιλήνης Δωρόθεο, ο οποίος έλαβε μέρος  στην «ψευδοσύνοδο» Φερράρας-Φλωρεντίας. Είναι συντομότερα από τα απομνημονεύματα του Συρόπουλου, παραλείπουν δε αρκετές και ουσιαστικές πληροφορίες για την στάση των Λατίνων απέναντι στους Έλληνες κατά την διάρκεια της Συνόδου. Εμφανώς π.χ. παραλείπουν τα σχετικά με την επίμονη αξίωση του Πάπα ο Πατριάρχης και οι Ορθόδοξοι επίσκοποι να του φιλήσουν το πόδι. Ο καταφανής λατινισμός  τους επιβάλλουν , κάθε φορά που ανατρέχουμε σε αυτά, να τα χρησιμοποιούμε με πολλή προσοχή. Άλλωστε και αυτός ακόμη ο Παπικός J.Gill, ενώ προσπαθεί να μας πείσει ότι τα «Πρακτικά» είναι γραμμένα μάλλον με φιλελληνικό και όχι φιλο-λατινικό πνεύμα, σχεδόν αμέσως προσθέτει: «Τα Πρακτικά εκφράζουν απόψεις ευνοϊκές για την ένωση και είναι συμφιλιωτικά ως προς τον τόνο με τους Λατίνους» (J.Gill, Personalities of the Council of Florence and other Essays, Oxford 1964, σσ. 142, 144).

Τα απομνημονεύματα του Σιλβέστρου Συρόπουλου (Sylv.Sguropoulum,Vera Historia…) διαβλήθηκαν ή παραθεωρήθηκαν εκ μέρους των Λατίνων. Σήμερα όμως αναγνωρίζεται η πιστότητά τους και από τους Λατίνους. Ο J.Gill, μάλιστα, έχει καταγράψει και υποστηρίξει την ακρίβεια ορισμένων τμημάτων του έργου του Συρόπουλου, τα οποία θεωρούνταν ψεύτικα ή νόθα. Βασιζόμενος, δε, σε έγγραφα που βρέθηκαν αργότερα , αποδεικνύει, ότι είναι ακριβείς οι πληροφορίες του Συρόπουλου σχετικά με το όλο οικονομικό θέμα της ελληνικής αντιπροσωπείας, της οποίας τα έξοδα κατέβαλε ο Πάπας. Αλλά και άλλοι επιφανείς παπικοί μελετητές, όπως ο G.Hofmann, o V.Laurent, και ο R.Loenertz  χρησιμοποιούν ευρύτατα τον Συρόπουλο. Ήδη δε σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί έχουν βρει στοιχεία και πληροφορίες και σε άλλους Βυζαντινούς συγγραφείς, τα οποία επιβεβαιώνουν τα όσα μας παραδίδει ο αυτόπτης μάρτυρας της Συνόδου και Μέγας Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος Συρόπουλος, ο οποίος με γλαφυρότητα, ευσυνειδησία και ακρίβεια έγραψε τα όσα είδε και έζησε. Είχε λοιπόν απόλυτο δίκαιο ο πρώτος εκδότης Ρόμπερτ Κρέϋτον (Χάγη 1660), όταν τα ονόμασε «Αληθή Ιστορία ενώσεως μη αληθούς...».


Ο John Meyendorff σχολιάζοντας την έκδοση αυτή γράφει μεταξύ άλλων και τούτο: «Όπως είναι ευνόητο ο Συρόπουλος δεν έχαιρε μεγάλης δημοτικότητας μεταξύ των Δυτικών ιστορικών της Συνόδου. Ο Philip Labbe, του οποίου η εκτίμηση αναπαριστάται στον Hardouin και στον  Mansi, αποκαλεί τον Συρόπουλο βάρβαρο, αμαθή, άσημο, αιρετικό (σελ. 31). Εν τούτοις η άποψη του Laurent είναι διαφορετική: «Ο Συρόπουλος, πέρα απ’ το να έχει υπηρετήσει μια θέση σκοπίμως και συνεχώς, παρουσίασε τους ανθρώπους και τα γεγονότα όπως μπόρεσε να τα δει μετά από περισσότερα από πέντε χρόνια διαψεύσεων και ταπεινώσεων. Κατά συνέπεια μπορούμε να πούμε ότι η ερμηνεία την οποία δίνει για αυτό ο Συρόπουλος είναι αντιλατινική, όχι ως προς την πρόθεση, αλλά ως προς το θέαμα, το οποίο του επιβλήθηκε (mais dans la vision qui s’ est impose a lui) (σελ. 29)». Και συμπληρώνει ο J.Meyendorff : «η κρίση αυτή, με την οποία πιθανόν κανείς σύγχρονος ιστορικός δε θα διαφωνήσει, αναγνωρίζει (επικυρώνει) τον Συρόπουλο ως μείζονα πηγή αντικειμενικών πληροφοριών». (Βλέπε Περιοδ. St. Vladimir’s Theological Quarterly, Vol. 16, No 3/1972, σσ. 160-161). Ο Συρόπουλος πρέπει να έγραψε το έργο του το 1444, δηλαδή πέντε χρόνια μετά τη λήξη της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.
Οι Βυζαντινοί Έλληνες(Ρωμαίοι) δεν αντέγραψαν άκριτα και αναφομοίωτα πολιτισμικά στοιχεία άλλων λαών. Δημιούργησαν κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο στον κόσμο: Αυτό, το οποίο μονολεκτικά ονομάζουμε Βυζαντινό πολιτισμό. Από τότε δε, που ταύτισαν την ζωή και την ύπαρξή τους με τον Χριστιανισμό και βίωσαν το Χριστιανικό ιδεώδες κατά τρόπο γνήσιο και αληθινό, δηλαδή Ορθόδοξο, η μοναδικότητα του Βυζαντινού Ελληνισμού έγινε πολιτισμικό αγαθό, το οποίο «διαιωνίζεται» εκτιμώμενο απ’ τους μελετητές του. Η πολιτισμική αυτή πρωτοτυπία εξηγεί και την αναγεννητική λάμψη του Ελληνισμού κατά τα χρόνια των Παλαιολόγων (1261-1453), λίγα χρόνια πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης.

Είναι γνωστό ότι «σεισμοί» φοβεροί δονούσαν τότε την αυτοκρατορία. Καθημερινά υφίστατο ρήγματα και ακρωτηριασμούς. Μετά την άλωση της Φιλαδέλφειας, της τελευταίας Ελληνικής πόλεως της Ασίας, από τον Βαγιαζίτ τον Α΄(1390), σε ολόκληρη την Μ.Ασία έμεινε κατεχόμενο από τους Έλληνες μόνο «το περί την Τραπεζούντα κρατίδιο», το οποίο εξ άλλου ήταν «ελαχίστου λόγου άξιο».
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄, ο οποίος περιερχόταν τις επαρχίες της Μ.Ασίας, κατά την υποχρεωτική συνεκστρατεία του στον ελληνικό τούτο χώρο με τον επικυρίαρχο Βαγιαζίτ τον Α΄, δοκίμαζε άφατη οδύνη. Η χώρα ήταν εγκαταλελειμμένη. Οι κάτοικοι, επειδή φοβούνταν τις σφαγές, κατέφευγαν στα βουνά, τα δάση και τα σπήλαια. Οι άλλοτε ανθούσες και ευτυχούσες πόλεις παρουσίαζαν θέαμα ελεεινό, λόγω της ερημώσεως. (Βλέπε E.Legrand, Lettres de l’ Empereur Manuel Paléologue, σελ. 22 και εξ. Επίσης Δ.Α.Ζακυθηνού, Βυζαντιναί Σπουδαί κλπ., Απόσπασμα απ’ τη «Μεγ. Ελλην. Εγκυκλοπαίδεια», Συμπλήρωμα, Τόμ. Β΄, Αθήναι 1959, σελ. 260). Οι Τούρκοι είχαν τόσο πολύ αποθρασυνθεί, ώστε ο Βαγιαζίτ ο Α΄ διαμήνυσε προς τον βασιλιά Μανουήλ τον Β΄: «Εάν δεν θέλεις να κάνεις ό,τι σε διατάζω και να δώσεις όσα σου ζητώ, τότε κλείσε τις πόρτες της πόλεως και βασίλευε μέσα της. Αυτά δε που βρίσκονται έξω αυτής , όλα , είναι δικά μου»! (Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, έκδ. Βόννης, 1834, σελ. 49).
 Σαράντα χρόνια μετά την πτώση της Φιλαδέλφειας, η Θεσσαλονίκη- η δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, το κυριότερο λιμάνι της Βαλκανικής- έπεφτε στα χέρια των Τούρκων (29 Μαρτίου 1430, ύστερα από σύντομη έφοδο. Το ίδιο έτος παραδίδονταν και τα Ιωάννινα. Η Χερσόνησος του Αίμου βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των Τούρκων. Όταν δε ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος αναλάμβανε την διακυβέρνηση του Βυζαντινού κράτους, αυτό αποτελούνταν, εκτός της Κωνσταντινούπολης  και της αμέσου γύρω από αυτή περιοχής, από τις κτήσεις της Προποντίδας, από την Λήμνο και από το Δεσποτάτο της Πελοποννήσου. Καθημερινά όμως ο κλοιός των Τούρκων γύρω από την Βασιλεύουσα γινόταν στενότερος, μέχρι του σημείου ώστε, όταν αναλάμβανε την βασιλεία ο τελευταίος του γένους αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, στην Ευρώπη το κράτος της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν μόνο στην Βασιλεύουσα με λίγες πόλεις γύρω από αυτή. Λίγους δε μήνες πριν από την άλωση το Βυζάντιο ως κράτος, ως εδαφική δηλαδή έκταση, ως γεωγραφικός χώρος, αποτελούνταν από την πρωτεύουσα, το τρίγωνο το περιοριζόμενο γύρω από την Κωνσταντινούπολη από το Θεοδοσιακό τείχος, με μία λωρίδα γης γύρω της (έκτασης 150 περίπου χιλιομέτρων προς βορρά και προς τη δύση) και μερικές κατεστραμμένες επαρχίες. Η άλλοτε πολυάριθμη Κωνσταντινούπολη, η οποία «κατά τον δωδέκατο αιώνα αριθμούσε μαζί με τα προάστια ένα εκατομμύριο», στις μέρες της βασιλείας του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου αριθμούσε μόλις 80.000 κατοίκους. Από στρατιωτικής πάλι πλευράς το Βυζάντιο ήταν σχεδόν άοπλο, με οπλισμό απηρχαιωμένο, σε σύγκριση προς εκείνο των Τούρκων, οι οποίοι ήταν άριστα εξοπλισμένοι. Επομένως το Βυζάντιο βρισκόταν σε ανασφάλεια. Από οικονομικής τέλος πλευράς ήταν, πλέον, σε απελπιστική παρακμή. Ο Σχολάριος θρηνούσε, γιατί η Κωνσταντινούπολη κατά τον 15ο αιώνα- τα τελευταία χρόνια της ζωής της- ήταν φτωχή, ακατοίκητη κατά το μεγαλύτερο μέρος και ζούσε συνεχώς με τον φόβο της  υποδούλωσης. Ήταν γυμνή από την περιουσία της, την οποία άλλοτε όλοι υμνούσαν και ζήλευαν: «Ω πόλις, (ει) και πένις εν τοις υστάτοις χρόνοις και άοικος τω πλείονι μέρει και φόβοις καθ’ ημέραν συζώσα και γυμνή της αδομένης περιουσίας εν άπασιν». (Γ. Σχολαρίου, Άπαντα τα ευρισκόμενα..., Τόμ. Α΄, σελ. 287).
Εν τούτοις, ενώ επί των Παλαιολόγων το κράτος πολιτικά έφθινε συνεχώς με ολοφάνερη αγωνία, πολιτιστικά η περίοδος αυτή παρουσιάζει άνθηση θαυμαστή! Οι μέρες των Παλαιολόγων, όταν το Βυζάντιο αργά αλλά αναπόφευκτα πέθαινε, ήταν- σε αντίθεση με τη γενική παρακμή- η λαμπρότερη περίοδος της βυζαντινής παιδείας (...). Η έκταση της παιδείας ήταν ασφαλώς πολύ μεγάλη, και στους ξένους ταξιδιώτες έκανε βαθιά εντύπωση η καθαρότητα των Ελληνικών που μιλούσαν, ακόμη και την παραμονή της πτώσης της, οι κάτοικοι της Πόλης, που μέρα με τη μέρα λιγοστεύανε. Ώστε από ένα καπρίτσιο της Ιστορίας αυτή η περίοδος της πολιτικής παρακμής συνοδευόταν από μια πολιτιστική ζωή πιο ζωηρή και πιο παραγωγική από κάθε άλλη εποχή της Βυζαντινής Ιστορίας. Χάρη στην άνθηση αυτή το κατά τα άλλα φτωχό, μικρό και αδύνατο Βυζάντιο ως  κέντρο εκκλησιαστικό και πολιτιστικό ήταν δύναμη ισχυρή! Επηρέαζε και διαμόρφωνε την πνευματική κίνηση της Μεσανατολής, των Σλαβικών χωρών και ολόκληρης της Βαλκανικής. Επηρέαζε ακόμη και τους χώρους, τους οποίους είχαν ήδη κατακτήσει οι Τούρκοι και οι Φράγκοι.
Έτσι, ενώ οι φανατισμένες ορδές των απίστων Αγαρηνών έκρουαν απειλητικά τις πύλες της Ευρώπης, το γένος συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για μια τελευταία πολιτιστική αναγεννητική λάμψη. Ήθελε να ρίξει από την Επτάλοφον- τον επί χίλια χρόνια κυματοθραύστη της Ευρώπης- την τελευταία ισχυρή αναλαμπή του αιώνιου φωτός του Ελληνικού πολιτισμού προς τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Βυζάντιο κατά τα τελευταία διακόσια χρόνια ήκμασε η ρητορική, η ιστοριογραφία, η ποίηση, η ζωγραφική ιδιωτικά και ο ανθρώπινος πόνος αποδόθηκε με μεγαλύτερη φυσικότητα από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι αισθάνονταν ότι βρίσκονταν στο κατώφλι της τελευταίας αναγεννήσεως. Πνευματικό κέντρο ελληνικής παιδείας δεν είναι μόνο η Κωνσταντινούπολη. Δημιουργούνται και άλλα πνευματικά κέντρα αξιόλογα, στα οποία καλλιεργούνται οι τέχνες και οι επιστήμες. Τόσο η φιλοσοφία, η φιλολογία και η θεολογία, όσο και η ποίηση, παράγουν έργα, τα οποία συναγωνίζονται έργα των προηγούμενων βυζαντινών περιόδων. Αξιόλογη παραγωγή έχει να παρουσιάσει επίσης και η τέχνη. Τα μωσαϊκά και οι νωπογραφίες των αρχών του 14ου αιώνα στην Εκκλησία της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη, δείχνουν μια δύναμη, μια φρεσκάδα και μια ομορφιά, που κάνει την Ιταλική εργασία της ίδιας περιόδου να φαίνεται πρωτόγονη και χονδροειδής. Εργασία παρόμοιας ποιότητας έγινε και αλλού στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη.

Άξιος, όμως, ιδιαίτερης προσοχής είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες των χρόνων πριν την άλωση είχαν ετοιμαστεί για να αντιμετωπίσουν την επικείμενη συμφορά. Με την δυνατή τους διαίσθηση είχαν εννοήσει ότι ως κράτος θα υπέκυπταν τελικά. Έπρεπε λοιπόν να διατηρηθούν ως γένος, ως φυλή. Και με το οξύ τους αισθητήριο έκριναν, ότι το Γένος θα σωζόταν και θα επιβίωνε, εάν στρεφόταν και εάν αναζωογονούταν από την μακραίωνη και δυναμογόνα παράδοσή του, την φιλολογική και τη θρησκευτική. Επειδή δε η θρησκευτική του παράδοση είχε πλέον ενσωματώσει ό,τι ωραίο, υψηλό, υγιές και ρωμαλέο υπήρχε στην φιλολογική του παράδοση, ζήτησε την σωτηρία και τη διαιώνιση της φυλής από την Ορθόδοξη θεολογία. Οι θεολόγοι και οι θεολογούντες των χρόνων εκείνων χρησιμοποιούν μεν τους «θύραθεν» συγγραφείς, κάθε φορά που παρουσιάζεται ανάγκη, κυρίως όμως στρέφονται προς τους Πατέρες της Εκκλησίας. Τις μεγάλες  μορφές, οι οποίες βίωσαν το Ορθόδοξο ιδεώδες σε όλο το βάθος του και το ακτινοβόλησαν. Εξ άλλου, εφ’ ενός μεν οι γενναίοι αγώνες του μεγάλου Πατρός  Γρηγορίου Παλαμά, πρώτα ως μοναχού και αργότερα ως Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, με τον λατινόφρονο Βαρλαάμ τον Καλαβρό (ο οποίος δίδαξε ελληνικά στον Πετράρχη), και αφ’ ετέρου ο κίνδυνος του εκλατινισμού έγιναν αφορμή να αναζωπυρωθεί η Ορθόδοξη θεολογική κίνηση τόσο, ώστε η περίοδος των Παλαιολόγειων χρόνων να μπορεί να χαρακτηριστεί ως η κατ’ εξοχήν θεολογική περίοδος του Βυζαντίου.

Βέβαια, οι παπικές επιδιώξεις περί Πρωτείου δεν ήταν κάτι το πρωτοφανές. Από τους πρώτους ακόμη αιώνες του Χριστιανισμού οι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας κατήγγελλαν και ήλεγχαν το «εγωπαθές» και «αλαζονικό» πνεύμα, το οποίο έπνεε  στην Παπική έδρα. Ο Μέγας Βασίλειος θλιβόταν καθώς έβλεπε την φιλόδοξη «δυτική οφρύν», δηλαδή την αλαζονεία των Παπών και ελεεινολογούσε  την υπεροψία των Παπών, «οι οποίοι ούτε γνωρίζουν την αλήθεια ούτε ανέχονται να την μάθουν», όπως  τόνιζε ο ιερός Πατήρ. Έγραφε χαρακτηριστικά προς τον Ευσέβιο, τον Επίσκοπο Σαμοσάτων, εξ αφορμής της αρνήσεως των Δυτικών να βοηθήσουν την Ανατολή και εξ αφορμής της υπερηφάνειας, που χαρακτήριζε την Εκκλησία της Ρώμης: «Πράγματι, οι υπερήφανοι χαρακτήρες όταν κολακεύονται, είναι φυσικό να γίνονται περισσότερο εγωϊστικοί από όσο είναι. Εξ άλλου, εάν ο Κύριος μας ευσπλαχνίστηκε, ποια άλλη βοήθεια χρειαζόμαστε; Εάν δε συνεχιστεί η εναντίον μας οργή του Θεού, ποια βοήθεια μπορεί να μας προσφέρει η δυτική οφρύς; Αυτοί (οι Παπικοί) ούτε γνωρίζουν την αλήθεια ούτε ανέχονται να την μάθουν (...). σκέφτομαι να γράψω (προς τον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο) ότι δεν πρέπει να επιτίθενται (οι Παπικοί επίσκοποι) εναντίον εκείνων, που έχουν ταλαιπωρηθεί από τους πειρασμούς (ο Μέγας Βασίλειος εννοεί τους εξόριστους ήρωες επισκόπους Μελέτιο Αντιόχειας και Ευσέβιο Σαμοσάτων) και να θεωρούν ως αρετή την υπερηφάνεια!». Οι αξιώσεις λοιπόν και βλέψεις της εγωϊστικής «δυτικής οφρύος» πάνω στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν καταφανείς ήδη από τον Δ΄ αιώνα.
Η Εκκλησία της Ρώμης δεν είδε με «καλό μάτι» τον χωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό. Φοβόταν ότι η νέα πρωτεύουσα στον Βόσπορο θα είχε την απαίτηση να θεωρηθεί το θρησκευτικό κέντρο του Χριστιανισμού. Όλες οι κινήσεις του Μεγάλου Κωνσταντίνου θεωρούνταν ως απειλή κατά της αποστολικής αποστολής της Ρώμης. Γι’ αυτό ο Απ. Πέτρος είχε αναγορευτεί από την Ρωμαϊκή Εκκλησία ως Πρίγκηπας-Απόστολος και είχε συνταχθεί ένας συνεχής κατάλογος Παπών, με πρώτο Επίσκοπο-Πάπα τον Απ. Πέτρο. Ταυτόχρονα, έγιναν έρευνες για τον τάφο του Απ. Πέτρου και ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε. Παράλληλα είχε αρχίσει και η καλλιέργεια ενός κλίματος λατρευτικής προσκύνησης των λειψάνων των δύο κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Κύριοι υποκινητές των κινήσεων αυτών ήταν ο Πάπας Δάμασος και ο Ιερώνυμος (Βλ. H.W.Haussig, History of Byzantine Civilization, σελ. 112).

Ύστερα από έντεκα αιώνες η απειλή απ’ τη Δύση είχε κορυφωθεί. Οι Δυτικοί, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντίου και κυρίως τον Τουρκικό κίνδυνο, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να υποτάξουν την Ορθόδοξη Ανατολή, και έδιναν υποσχέσεις για υλική βοήθεια. Δεν έλεγαν βέβαια ότι θα την υποτάξουν. Πρότειναν απλώς ένωση Εκκλησιών. Το δόλωμα ήταν έξοχα ελκυστικό, γιατί από τότε που έγινε το ολέθριο σχίσμα, η ένωση ήταν βαθύς πόθος των Χριστιανών Ανατολής και Δύσεως. Αλλά οι απόπειρες περί ενώσεως είχαν αποβεί μάταιες, γιατί οι μεν δυτικοί ως ένωση εννοούσαν την υποταγή της Εκκλησίας μας στην Εκκλησία της Ρώμης, οι δε ημέτεροι δεν πείθονταν να υποκύψουν σε αυτή την κυριαρχία, πιστεύοντας πως «ήταν ικανή να επενεργήσει ολέθρια στην εθνική και πολιτική μας ύπαρξη», όπως γράφει ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.

Ο Βυζαντινός, Ορθόδοξος λαός των χρόνων των Παλαιολόγων δεν είχε ανάγκη να διαφωτιστεί περί των πραγματικών προθέσεων του Πάπα. Οι ολέθριες Σταυροφορίες, που προηγήθηκαν, ήταν γι’ αυτόν αρκετή απόδειξη περί του τι θα σήμαινε η Ένωση. Γνώριζε ότι με αυτές είχε εκπληρωθεί, έστω και προσωρινά, το προαιώνιο της Δύσης όνειρο να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να καθυποτάξει τους Χριστιανούς της Ανατολής στην Εκκλησία της Ρώμης. Επί πλέον, ο λαός έβλεπε ότι όπου είχαν κυριαρχήσει ήδη οι Φράγκοι-Ρήγες, Κόμητες, Βαρώνοι, Δούκες και άλλοι πολυώνυμοι τυχοδιώκτες από την Δύση- η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε αναγνωριζόταν ως αρχή. Στις Φραγκοκρατούμενες περιοχές οι Ορθόδοξοι επίσκοποι μόλις γίνονταν ανεκτοί, και αυτό, εφ’ όσον έδιναν ενώπιον του Λατίνου επισκόπου κατά την ώρα επίσημης τελετής ταπεινωτικό όρκο πίστεως και υποταγής στον Πάπα και εφ’ όσον ομολογούσαν προφορικά και γραπτά τον Πάπα άγιο και απόλυτο αρχιερέα. Κατά τον ιστορικό Δημ. Π. Πασχάλη, ο οποίος έχει ασχοληθεί με την άθλια διαγωγή των Παπικών επί Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας στα νησιά των Κυκλάδων, οι Ορθόδοξοι πειθαναγκάζονταν από την εξουσία  (των Φράγκων) να ασπασθούν τον Παπισμό, αναγνωρίζοντας τον ποντίφηκα της Ρώμης ως ύπατο αρχηγό της Εκκλησίας τους! Σε κάθε επίσημη γιορτή οι Ορθόδοξοι ιερείς ήταν υποχρεωμένοι να συνεκκλησιάζονται στη δυτική εκκλησία και να συλλειτουργούν με τους Λατίνους. Ήταν δε υποχρεωμένοι οι Ορθόδοξοι ιερείς να μνημονεύουν στις εκκλησίες τους εκτός του Πάπα και τον λατίνο επίσκοπο και να τον υποδέχονται πανηγυρικά και με επίσημη περιβολή κατά τη στιγμή της εγκαθίδρυσής του στον λατινικό ναό. Το χειρότερο όμως και τυραννικότερο ήταν ότι και μέσα στους Ορθόδοξους ναούς δυναστικά λειτουργούσαν οι Λατίνοι ιερείς παράλληλα και την ώρα που και οι Ορθόδοξοι λειτουργούσαν και, γενικά, από τον άμβωνα προπηλάκιζαν (κατηγορούσαν και εξευτέλιζαν) τους Ορθόδοξους και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Όλα, δε, αυτά γίνονταν στο χρονικό διάστημα που ο Ορθόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εμποδιζόταν από το να ασκεί στις περιοχές αυτές οποιαδήποτε πνευματική εξουσία.
Η Δ΄ Σταυροφορία του 1204 δεν είχε απλώς ως αποτέλεσμα την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως. Είχε αφαιρέσει από το Βυζάντιο και την ηγετική θέση, που κατείχε μεταξύ των άλλων εθνών, των Σλάβων, των Γεωργιανών και των Αρμενίων. Μετά την Δ΄ Σταυροφορία, στα μάτια των Σλάβων της Βαλκανικής, το Βυζάντιο έχασε την δόξα του να είναι η μόνη μεγάλη Χριστιανική δύναμη. Από τότε η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ένα από τα πολλά και συνηθισμένα μεσογειακά κράτη. Ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος ο οποίος επισκέφτηκε τότε την Κύπρο, το 1405, και έζησε επί είκοσι χρόνια στην Κρήτη, έβλεπε καθαρά- όπως επίσης και όλοι οι άλλοι- τον κίνδυνο της απορρόφησης του Γένους από τους Φράγκους. Γι’ αυτό κατατόπιζε με κάθε τρόπο το Ορθόδοξο πλήρωμα και το ενίσχυε στην πίστη των πατέρων του. Έτσι, αφ’ ενός μεν τόνιζε την αξία του θησαυρού της πίστεως. Έλεγε: «Η Ορθόδοξος πίστις ημών, αύτη πλούτος ημών, αύτη δόξα, αύτη γένος, αύτη στέφανος, αύτη καύχημα». Και πρόσθετε με πάθος και ιερό ζήλο: «Ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη Ορθοδοξία. Ου ψευσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας. Ουκ αφιστάμεθά σου Μήτερ ευσέβεια. Εν σοι εγεννήθημεν, και εν σοι ζώμεν, και εν σοι κοιμηθησόμεθα. Ει δε καλέσει καιρός, και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα». Αφ’ ετέρου, υπογράμμιζε ότι, «και αν ακόμη μας φανεί ότι οι Φράγκοι ήλθαν με το μέρος μας με στρατό, και πάλι δεν πρέπει να δεχτούμε. Γιατί οι Δυτικοί δεν θα έλθουν ως ομόψυχοι και ομόφρονες αδελφοί, ούτε ως ειλικρινείς σύμμαχοι και ελευθερωτές. Θα έλθουν ως κατακτητές. Θα έλθουν με σκοπό να υποδουλώσουν την Κωνσταντινούπολη «και τα ημέτερα πάντα εκτρίψαι, και την πίστιν, και το γένος, και το όνομα ημών εκ μέσου ποιήσαι» (να εξαφανίσουν το όνομά μας).
Ώστε η Δύση, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των Βυζαντινών, στο πρόσωπο του Πάπα, είχε ως σκοπό να υποτάξει την Ανατολή. Αυτό δεν ήταν αυθαίρετο συμπέρασμα ή αστήρικτη καχυποψία των Ορθοδόξων κατά των Παπικών. Ο Γερμανός W.Norden στο ογκώδες και αντικειμενικό έργο του, απέδειξε πανηγυρικά την αλήθεια αυτή βάση Παπικών πηγών. Έφερε στο φως έγγραφα Παπών και δυτικών ηγεμόνων, τα οποία βρήκε σε Δυτικά αρχεία και βάση των γραπτών αυτών κειμένων απέδειξε ότι σταθερή επιδίωξη του Πάπα και των ηγεμόνων της Δύσεως, ακόμη και μετά τις σταυροφορίες, δεν ήταν η παροχή βοήθειας προς την Ανατολή, «αλλά η κατάκτησή της και ο εκλατινισμός της».
Επομένως στους δύσκολους εκείνους καιρούς, κατά τους οποίους η πολιτική σκοπιμότητα επηρέαζε την Εκκλησία και την πίεζε να κάνει δογματικές υποχωρήσεις, ο Βρυέννιος και οι ομόφρονές του ποθούσαν μεν την ένωση, αλλά δεν δέχονταν με κανένα τρόπο υποταγή στον Πάπα και παραχάραξη της πίστεως με τις αυθαίρετες καινοτομίες του. Εάν γίνει η ένωση, έλεγε ο Βρυέννιος, πρέπει να γίνει «απαρατρέπτων μενόντων των ημετέρων δογμάτων, το τοις πολλοίς μεν δοκούν είναι πάντων παραδοξότατον, τω δε Θεώ ετοιμότατον»! Δηλαδή, εάν γίνει η ένωση, πρέπει να γίνει υπό τον όρο ότι τα δόγματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας θα μείνουν αναλλοίωτα και απαρασάλευτα, πράγμα το οποίο στον μεν πολύ κόσμο φαίνεται ότι είναι το πλέον παράδοξο από όλα όσα έχουν συμβεί, στο Θεό, όμως, αυτό φαίνεται και είναι πάρα πολύ αποδεκτό, ευάρεστο και προσφιλές. Το γένος, λοιπόν, καλούνταν να πολεμήσει με το όπλο της Ορθόδοξης πίστης. Αυτό ήταν το συμπέρασμα της σκέψης και των αγώνων του Βρυέννιου, ο οποίος ήταν ηγετική μορφή, πρύτανης της Πατριαρχικής Ακαδημίας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Ήταν ο διδάσκαλος που μόρφωσε την τελευταία αξιόλογη γενιά των Βυζαντινών λογίων. Άλλωστε, τα συμπεράσματα του Βρυέννιου έβγαιναν από την όλη Ιστορία και βεβαιωνόντουσαν από την καθημερινή πικρή πείρα των Ελλήνων των Παλαιολόγειων χρόνων.
Ο Μανουήλ- αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Μάρκου του Ευγενικού- καταγόταν απ’ την Κωνσταντινούπολη.  Γεννήθηκε μέσα στην τελευταία αγωνία και την ψυχική οδύνη της. Την ώρα, που οι Τούρκοι την περιέσφιγγαν και οι Φραγκολατίνοι ζητούσαν ευκαιρία να την υποτάξουν. Οι πρώτοι ήθελαν να εξισλαμίσουν το Γένος, οι δεύτεροι να το εκλατινίσουν. Αγωνιώδεις και φοβερές στιγμές περνούσε τότε το συρρικνωμένο βυζαντινό κράτος. Παρ’ όλα αυτά, η Βασιλεύουσα είχε τόσο σφρίγος, ώστε μέχρι την τελευταία της πνοή γεννούσε ανθρώπους με ακατάβλητο δυναμισμό.
Ο βίος του Μάρκου του Ευγενικού, τον οποίο είχε γράψει ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός παραδίδεται σε δύο μορφές. Η μια εκδόθηκε από τον  S.Petrides, Le Synaxaire de Marc d’ Ephese στην Revue d’ Orient Chrétien 15 (1910), σσ. 97-107 και η άλλη από τον Ρωμαιοκαθολικό L.Petit, Acolouthie de Marc Eugenicos Archeveque d’ Ephese, στο «Studi Byzantini e Neoellenici» (1927), σσ. 195-235. Ουσιαστικά και οι δύο μορφές είναι όμοιες.

Ευγενικός ήταν το οικογενειακό του επίθετο και φανέρωνε την ευγένεια της καταγωγής. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Ευγενικός, κατ’ αρχήν διάκονος και αργότερα πρωτέκδικος, πρωτονοτάριος και μέγας χαρτοφύλακας, δηλαδή διευθυντής του Πατριαρχικού αρχείου, της αλληλογραφίας και της βιβλιοθήκης. Η μητέρα του Μαρία ήταν κόρη ευσεβούς γιατρού, που ονομαζόταν Λουκάς. Το γένος και των δύο ήταν σεβαστό από όλους, γιατί στολιζόταν με ψυχική ευγένεια και κοσμική λαμπρότητα, συνδύαζε δε βαθιά ευσέβεια και  αρετή. Πιθανός τόπος της καταγωγής των Ευγενικών φέρονται η Ίμβρος και η Τραπεζούντα. Πάντως ο Μανουήλ είδε το φως του ήλιου στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1391-1392.

Μέχρι το 13ο έτος της ηλικίας του είχε ως δάσκαλο τον πατέρα του, ο οποίος διατηρούσε φροντιστήριο. Από την παιδική ηλικία διακρινόταν τόσο πολύ στις σπουδές, ώστε συντομότατα υπερτερούσε έναντι όλων των συμμαθητών και των συνομηλίκων του, όπως αναφέρει ο Μανουήλ ο Ρήτωρ: «Εν βραχεί καιρώ πτηνός τις καθάπερ διελθών(την εγκύκλιο σοφία), πάντων συμμαθητών και ηλίκων εκράτει». Στα δεκατρία του χρόνια ο πατέρας και δάσκαλός του πέθανε. Ο Μανουήλ φοιτά πλέον κοντά στο λόγιο και σοφό δάσκαλό του, τον Μητροπολίτη Σηλυβρίας Ιγνάτιο τον Χορτασμένο και τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, από τον οποίο διδάσκεται και τα μαθηματικά. Κοντά στον Πλήθωνα είχε ως συμμαθητή και τον Βησσαρίωνα, τον μετέπειτα επίσκοπο Νικαίας και αντίπαλό του.

Με την πάροδο του χρόνου ο νεαρός Μανουήλ απέκτησε τόση φήμη για την δεινότητα των λόγων του, ώστε έγινε προϊστάμενος του Πατριαρχικού Φροντιστηρίου, από το οποίο απεφοίτησε πλήθος ανδρών, οι οποίοι έγιναν διάσημοι για την παιδεία τους. Κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας του στην Πατριαρχική Σχολή, αναδείχθηκε ως επιστήμων και απέκτησε την διαλεκτική εκείνη ικανότητα και την καταπληκτική πολυμάθεια, οι οποίες αναγνωρίζονται ακόμη και από τους σύγχρονους δυσφημιστές του. Όπως λ.χ. ο V.Grumel, οι οποίοι αρνούνται σε αυτόν οποιαδήποτε θεολογική ή φιλοσοφική ικανότητα.

Παρά τη νεαρή του ηλικία και τη μεγάλη φήμη του, τα οποία (όπως είναι γνωστό) δεν είναι μικρός πειρασμός, ζει ταπεινά, με σωφροσύνη. Ήταν σωφρονέστερος και από εκείνους, οι οποίοι ζούσαν ως μοναχοί στην έρημο. Σε ηλικία είκοσι έξι ετών μοίρασε όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και έγινε μοναχός, όχι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στην Αντιγόνη, ένα μαγευτικό νησί της Προποντίδας. Με την κουρά και την απάρνηση των εγκοσμίων πήρε το όνομα Μάρκος. (Μερικοί υποστηρίζουν ότι το όνομα Μάρκος το πήρε στην Μονή των Μαγγάνων). Με το όνομα πλέον αυτό τον γνωρίζει η Ορθοδοξία, ο Ελληνισμός, η Δύση και οι αιώνες. Από τη στιγμή, που έγινε μοναχός και «τον ευγενικόν υπέστρωσεν αυχένα δια Χριστόν», επωμίσθηκε τον βαρύ σταυρό του χρέους και της θυσίας και άρχισε να ανεβαίνει τον Γολγοθά του. Στην ησυχία της Αντιγόνης υποβάλλεται σε σκληρή άσκηση και περισυλλογή. Αλλά η διαρκώς αυξανόμενη απειλή των Τούρκων, οι οποίοι συνεχώς προχωρούσαν και οι οποίοι είχαν από καιρό εγκατασταθεί στην απέναντι  της Κωνσταντινούπολης όχθη του Βοσπόρου, τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την Αντιγόνη μετά από παραμονή δύο ετών. Κατέφυγε τότε στην Πόλη, στην Μονή του αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων.

Η Μονή των Μαγγάνων, αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο, ιδρύθηκε τον ΙΑ΄ αιώνα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο. Υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες Μονές της Κωνσταντινούπολης κατά τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και το κέντρο της θεολογικής κίνησης της Βασιλεύουσας. Επειδή βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Μαγγάνων, μεταξύ του σημερινού Σιρκετζή Ισκελεσή και Σεράϊ Μπουρνού, ήταν ο καταλληλότερος τόπος για θεολογικές και φιλοσοφικές συγγραφές. Η Μονή είχε πλούσια βιβλιοθήκη και πολυάριθμα και ποικίλα λείψανα. Ο Μάρκος κατέφυγε εκεί ως διάκονος γύρω στα 1420. Εκεί  χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ευθύμιο και το 1437 εκλέχτηκε Μητροπολίτης Εφέσου. Παρέμεινε στην Μονή επί 20 χρόνια περίπου, συγγράφοντας θεολογικά έργα και καταρτίζοντας μαθητές. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) στη μονή εισήλθαν «Τουρκοκαλόγηροι». (Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 318. Πρβλ. και ΘΗΕ, Τόμ. 8, στ. 438-439. R.Janin, Les églises et les monastères de Constantinople, Paris 1953, σσ. 75-81).

Στην ιερή αυτή Μονή «εμάκρυνε φυγαδεύων και ηυλίζετο ως εν ερήμω». Με άσκηση μοναδική υπερέβη τα μέτρα και τους όρους της κοινής ζωής των ανθρώπων. Έγινε σε όλα μιμητής των οσίων και αγίων ανδρών. Στο έργο του «Του κυρ Μανουήλ του Μεγάλου Ρήτορος, Λόγος περί Μάρκου...»CFDS, Ser. A΄, Τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 184 (16-21) αναφέρεται: «Όλος της ησυχίας γίνεται» ο Μάρκος. «τοσούτον δε της μονής και της ιδίας κέλλης απρόϊτος ετύγχαναν ών εφέσει δήπου της κατ’ αυτόν ησυχίας, ως και γνωστοίς και φίλοις και αυτοίς τοις καθ’ αίμα συγγενέσι μηδέ εις όψιν ελθείν ανεχόμενος. Μόνον δε αυτώ νύκτωρ και μεθ’ ημέραν έργον ήν ακατάπαυστον η των θείων μελέτη γραφών».  Η σπουδή και η προσήλωσή του  είχαν συγκεντρωθεί κυρίως στην μελέτη της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Για την μοναχική του πολιτεία και την αφοσίωσή του στην σπουδή της Αγιοπατερικής σοφίας ο μαθητής του Γ. Σχολάριος γράφει: «Τόσον μόνον έχω να ειπώ δια την πνευματικήν καθαρότητα του πατρός Μάρκου. Όταν ήτο νεώτερος, και προτού ακόμη προτιμήσει να γίνει μοναχός, ήτο σωφρονέστερος των ασκητών, που κατοικούν εις την έρημον. Όταν δε είχεν απαρνηθεί πλέον τα πάντα δια τον Χριστόν και έκαμψε τον τράχηλον του κάτω από τον ζυγόν της θείας υποταγής, ούτε ηθέτησε τας υποσχέσεις που έδωκε προς τον Θεόν, ούτε πάλιν απέκλινε προς τους θορύβους του κόσμου, με το να παρασυρθεί από την ματαιότητα της κοσμικής δόξας, αλλά έμεινε σταθερός, μέχρι του θανάτου του αφιερωμένος εις την αγάπην του Χριστού, κατοικών μεν εις την πόλιν, αναστρεφόμενος όμως ως να μη εζούσε εις αυτήν, διότι εις κανένα από τα πράγματα της πόλεως (δηλαδή του κόσμου) δεν είχε προσηλώσει την προσοχήν του».

(Γ.Σχολαρίου, Άπαντα τα Ευρισκόμενα, Oeuvres complètes de Georges Scholarios, publiées pour la première fois par Louis Petit- X.A.Siderides- M.Jugie, Paris 1928-1936, Τόμος Ι, σελ. 248-249. «Τοσούτον ειπείν έχω περί της του πατρός καθαρότητος, ότι νεώτερος μέν ών και πριν ελέσθαι την του Χριστού νέκρωσιν σωφρονέστερος ήν των τας ερήμους οικούντων. Επεί δε πάντα ρίψας δια Χριστόν, τον της θείας υποταγής υπέδυ ζυγόν, ούτ’ εψεύσατο τας προς αυτόν υποσχέσεις, ουδέ πάλιν προς τους κοσμικούς θορύβους απέκλινεν, υπό της προσκαίρου δόξης παρασυρθείς, και μέχρι της τελευτής τη θέρμη της εις Χριστόν αγάπης ενέμεινεν, οικών μέν την πόλιν, άλλ’ άπολις ών διά το μηδενί προσηλώσθαι των εν αυτή»).

Αλλά ο Μάρκος δεν ήταν προικισμένος μόνο με έμφυτη ευθυκρισία, ευφυΐα, οξύνοια πνεύματος, τόλμη και διαλεκτική δεινότητα. Είχε αποκτήσει και βαθύτατη γραμματική και φιλοσοφική μόρφωση, η οποία τον βοηθούσε, ώστε να χειρίζεται άνετα την ελληνική γλώσσα και να συζητά με ευχέρεια λόγου και πολλή ευκολία θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα. Το γεγονός ότι συγκέντρωνε τόσες ικανότητες αποδεικνύεται, αφ’ ενός μεν από το ότι από νεαρή ηλικία είχε γίνει διευθυντής του πατρικού του Φροντιστηρίου, αφ’ ετέρου δε από το ότι είχε γίνει προϊστάμενος και του Πατριαρχικού Φροντιστηρίου και τέλος από το ότι έγινε φίλος και οδηγητής δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων, του Μανουήλ Β΄ (1392-1425) και του Ιωάννου Η΄ του Παλαιολόγου: «Των κοντακίων ποιητής, ο θαυμάσιός εστι Ρωμανός, ός παρά της Θεοτόκου τούτο χάρισμα είληφεν, επιφανείσης αυτώ καθ’ ύπνους και τόμον χάρτου επιδούσης και κελευσάσης καταφαγείν, ό και ποιήσαι δόξας, ευθύς αναστάς, ημέρα δε ήν των Γενεθλίων, αναβάς επ’ άμβωνος, ήρξατο ψάλλειν. Η Παρθένος σήμερον...» Βλέπε και Μ. του Ευγενικού, Εξήγησις της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας (τυπωθείσα μετά Συμεών του μακαρίου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης έργων), εν Ιασίω 1683, σσ.379-391.

Η κλασσική του μόρφωση ήταν επίσης ευρύτατη. Στο έργο του «Περί της εν τω Συμβόλω προσθήκης» παρωδεί στίχους από το ε 191 της Οδύσσειας και Χ 357 της Ιλιάδας. Τα Ομηρικά έπη του είναι πολύ οικεία. Είναι επίσης γνώστης της Πυθαγορείου φιλοσοφίας, αλλά και της εν γένει κλασσικής φιλοσοφίας. Στην εξήγηση του αποστολικού ρητού «Εκένωσεν εαυτόν» βλέπουμε τον Μάρκο εντριβέστατον περί την αρχαία φιλοσοφία, από την οποία αντλεί στοιχεία για να στηρίξει τις γνώμες του επί δογματικών θεολογικών ζητημάτων. Στον θεολογικό του λόγο αναφέρει και το «περί Αρετών» του φιλοσόφου Πλωτίνου, για τον οποίο εκφράζεται με θαυμασμό. Επίσης στα παραπάνω τρία έργα του υπάρχουν παραθέσεις από τον Ευριπίδη και τον Πλάτωνα. Στο «Περί της ψυχής των αλόγων» έργο του, το οποίο είναι απάντηση σε απορία του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου, ο Μάρκος έχει υπ’ όψη του τον «Φαίδρον» του Πλάτωνα, χρησιμοποιεί όμως και Αριστοτελικούς όρους. Στα «Συλλογιστικά κατά Λατίνων Κεφάλαια», τα οποία είναι θεολογικότατα, χρησιμοποιεί και πάλι Αριστοτελικούς όρους και αναφέρει αποσπάσματα από το πέμπτο και ένατο μέρος της «Φυσικής ακροάσεως» του Σταγιρίτη φιλοσόφου. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Σχολάριος απέστειλε στον Μάρκο την «περί Αριστοτέλους» συγγραφή του, ώστε να την διορθώσει προτού την κυκλοφορήσει. Έγραψε δε στον Μάρκο ότι επαφίεται στην κρίση του, την οποία θεωρεί βαρύνουσα, και τον άφηνε ελεύθερο να διορθώσει ή να διαγράψει όλα τα σημεία, τα οποία εκείνος δεν θα ενέκρινε: «Επελθών άπαν τούτο καλώς»: όσα σου φαίνονται ότι δεν είναι ορθά «διάγραφε και δίδου πυρί».

Τις αναμφισβήτητες ικανότητες του Μάρκου αποδεικνύει και το γεγονός ότι είχε αρχίσει την συγγραφική του δράση πολύ νωρίς. Νεότατος, και προτού ακόμη ντυθεί το μοναχικό σχήμα., σύνθεσε κανόνα στον Πατριάρχη Ευθύμιο (1418). Ο κανόνας αυτός χαρακτηρίζεται για την πλούσια ποιητική έμπνευση. Ως μοναχός έγραφε κανόνες, επιγράμματα, ποιήματα, αλλά και θεολογικές μελέτες δογματικού περιεχομένου. Ήδη από τότε οι γνώμες του για τα θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα ήταν βαρύνουσες. Η φήμη του ήταν τόσο γνωστή, ώστε ενώπιον του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου εκφωνεί  λόγο σε ναό πλησίον της Μονής των Μαγγάνων, με θέμα «Περί όρων ζωής». Βεβαίως η καθ’ αυτό συγγραφική δράση του παρουσιάζεται μετά την σύνοδο της Φλωρεντίας και είναι πλέον συνυφασμένη με τους σθεναρούς αγώνες του υπέρ της Ορθοδοξίας. Δυστυχώς δεν έφθασε μέχρι σε εμάς ολόκληρο το έργο του. Γιατί άλλα μεν έργα του- τα περισσότερα – κατέστρεψαν οι Λατίνοι ή οι Λατινόφρονες αντίπαλοί του, άλλα τα έχουν νοθεύσει, άλλα δε είναι σκορπισμένα σε ξένες βιβλιοθήκες και εξακολουθούν να μένουν ανέκδοτα.

(Περί του εκδεδομένου και ανέκδοτου έργου του Μ. Εφέσου, βλέπε Κ.Γ.Μαμώνη,  σ. 553-575. Περιοδ. «Εκκλησία», Τόμ. ΛΒ΄(1955), σσ. 16-17. -Ν.Γ.Πολίτου, Μ. Εφέσου του Ευγενικού, Λύσεις αποριών της θείας Γραφής, εις ΕΕΒΣ, Τόμ. ΛΖ΄ , Αθήναι 1969-70, σς. 343-364. Διεξοδικό κατάλογο των έργων του οσίου Μάρκου βλέπε και Const. N.Tsirpanlis, Mark Eugenicus and the Council of Florence, (A Historical re-evaluation of his Personality), έκδ. Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 109-118. Επίσης, Ιερομονάχου Ειρηναίου Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της θείας ουσίας και ενέργειας κατά τον άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν, Αθήνησι 1980, σς. 567-580).

Την γενική και διάχυτη αυτή γνώμη για τον μοναχό της Μονής των Μαγγάνων απηχεί ο Θεόδωρος Αγαλλιανός (ή Ιερομνήμων) σε ένα διάλογό του με κάποιον μοναχό: «Είναι πράγματι θαυμάσιος ο Μάρκος, κοσμημένος με όλα τα πνευματικά χαρίσματα και γεμάτος από κάθε θεία σοφία. Ο άνθρωπος αυτός έζησε βίο οσιακό πριν ακόμη να χειροτονηθεί αρχιερέας. Είναι απαλλαγμένος από κάθε είδος πάθους, αφιερωμένος εξ ολοκλήρου στον Θεό και επειδή προς αυτόν μόνο έχει προσηλωμένη την σκέψη του, αρνείται εντελώς όλα όσα έχουν σχέση με τα βιοτικά πράγματα και την ικανοποίηση των αναγκών του σώματος. Αυτός λοιπόν δεν φοβάται εξορία, δεν υποχωρεί εμπρός στην πείνα, δεν λογαριάζει τη δίψα, δεν τρομάζει το ξίφος του δημίου, δεν φοβάται την φυλακή, τον θάνατο τον θεωρεί ευεργέτη».

(Πρβλ. και Δοσιθέου Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Τόμος χαράς, Ιάσιο 1705, σελ. 611: «Θαυμάσιος ο άνθρωπος (ο Μάρκος) πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένος και παντοίας θείας σοφίας ανάπλεως, προ της αρχιερωσύνης βίον ασκήσας οσιακόν (...). Εκ παντός πάθους ο ανήρ, μόνω προσωκειωμένος Θεώ και αυτώ μόνω προσανέχων τον νουν, των δε βιοτικών απάντων και όσα τη του σώματος ανάγονται θεραπεία πάμπαν εξιστάμενος. Ο δη τοιούτος εξορίαν ου δέδιε, πείναν ουχ υποστέλλεται, ου λογίζεται δίψαν, ου φρίττει ξίφος, φυλακήν ου δειλιά, τον θάνατον ευεργέτην οίεται»).

Ο όσιος Μάρκος ο Ευγενικός, λοιπόν, ήταν ένας πολύ θερμός και αυστηρός ασκητής, ο οποίος ζούσε «εν τη πόλει (στην Κωνσταντινούπολη) ως άπολις». Εν τούτοις, είχε συνδεθεί και σχετισθεί με ό,τι εκλεκτότερο  είχε η Κωνσταντινούπολη:  Τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα γνώρισε νωρίτατα, γιατί, όπως αναφέραμε, τον είχε δάσκαλο. Για τούτο και ο Σχολάριος, σε κάποια επιστολή του προς τον Μάρκο, γράφει: «Οίσθα τον άνδρα πλέον εμού». Γνωρίζεις τον άνδρα (τον Γεμιστό) καλύτερα από εμένα. Ο Μάρκος είχε επίσης στενή σχέση και με τον άρχοντα Συρόπουλο, τον αυτόπτη ιστορικό της Συνόδου της Φλωρεντίας. Ο Ιωάννης Ευγενικός, ο Νομοφύλακας- αδελφός του Μάρκου- γράφει προς τον μέγα Εκκλησιάρχη Συρόπουλο. «εν τούτοις γνησίως ελπίζω σε είναι και φαίνεσθαι (...) και δεικνύειν καθαρώς εν άπασι τον πάλαι σύννομον και ομόψυχον του αγίου ημών αδελφού, του κοινού πατρός και καθηγεμόνος». Στην προκειμένη περίπτωση αδελφός, κοινός πατέρας και καθοδηγός είναι ο Μάρκος. Ο μοναχός Μάρκος είχε ακόμη σχέσεις ή γνωριμίες με τον Δαβίδ Κομνηνό και τον συμπολίτη και παιδικό φίλο του Βησσαρίωνα, τον λόγιο και Πλατωνικό φιλόσοφο Γεώργιο Αμιρούτζη. Μαθητής, αλλά και συγγενής του Μάρκου, υπήρξε ο Θεοφάνης ο Μηδείας, ο οποίος ομολογεί  ότι για το σύγγραμμά του «περί Προνοίας» είχε δανειστεί πολλά από τον Μάρκο τον Ευγενικό.

Ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο Μάρκος υπήρξε μαθητής του Ιωσήφ Βρυεννίου στην Μονή του Στουδίου. Η γνώμη αυτή προέρχεται από πληροφορία  η οποία περιέχεται στο βίο του Μάρκου, που υπάρχει στην ακολουθία, την οποία συνέταξε ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός. Αλλά σε ορισμένους κώδικες το τμήμα, το οποίο μιλά για τους δασκάλους του Μάρκου, λείπει. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα, εάν ο Μάρκος είχε πράγματι δάσκαλο τον Βρυέννιο. Αλλά, και εάν ακόμη δεχτούμε ότι οι σχέσεις Μάρκου και Βρυέννιου δεν υπήρξαν σχέσεις μαθητή προς δάσκαλο, μπορούμε να δεχτούμε ότι πιθανώς ο Μάρκος γνώρισε τον Βρυέννιο κατά την πρώτη δεκαετία της μοναχικής του ζωής. (Ν.Β.Τωμαδάκη, Σύλλαβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων, Αθήναι 1961, σελ. 514). Αυτό, ως υπόθεση, συνάγεται από τα εξής: Ο Μάρκος γεννήθηκε το 1391/1392. Το 1405- δεκατριετής- έρχεται για σπουδές, οι οποίες πρέπει να ολοκληρώθηκαν κατά την επόμενη επταετία. Αλλά το 1405 ο Βρυέννιος αναχώρησε για την Κύπρο, από την οποία επέστρεψε μετά από επτά χρόνια. Ώστε, καθ’ όλα τα έτη, που ο νεαρός Μανουήλ ήταν σπουδαστής, ο Στουδίτης μοναχός Βρυέννιος απουσίαζε από την Κωνσταντινούπολη. Πως ήταν λοιπόν δυνατό να είναι δάσκαλος του Μανουήλ; Το 1418 ο Μανουήλ εκάρη μοναχός στην Αντιγόνη. Τότε μόνο ήταν δυνατό να γνωρίστηκε και να συνδέθηκε με τον Ιωσήφ Βρυέννιο.

Εν πάση περιπτώσει, βέβαια, ο Ιωσήφ Βρυέννιος υπήρξε ο εμπνευστής και το πρότυπο για τους ιερούς αγώνες του. Ο Μάρκος, δηλαδή, ήταν θιασώτης του Βρυεννίου. Αυτό φαίνεται σαφώς και από ολόκληρη την κατοπινή πολιτεία του, αλλά και από το επίγραμμα, το οποίο έγραψε στον τάφο του δασκάλου κυρίου Ιωσήφ του Βρυέννιου: Ιωσήφ του Βρυεννίου τα Παραλειπόμενα, έκδ. υπό Ευγέν. Βουλγάρεως, Τόμ. Γ΄ , Λειψία, αψπδ΄, σσ. ιζ΄- ιη΄.
«Ουδέν τι καινόν ει σιγά κωφός λίθος,
την ένθεον σάλπιγγα σιγώσαν φέρων.
αλλ’ ώ λόγοι, χρήσατε φωνήν τω λίθω.
μάλλον δ’ υμείς φράσατε, τις ο σιγών ενθάδε.
Εκείνος ούτος Ιωσήφ ο πυρίπνους
εν τη δυνάμει των λόγων και δογμάτων.
εν ταις χάρεσι των σοφών διδαγμάτων.
εκείνος ούτος, η θεηγόρος βρύσις.
ο του Λόγου πρόμαχος ενθέοις λόγοις
ο στερρότατος της αληθείας στύλος,
και φανότατος ορθοδοξίας λύχνος.
........................................................
ο δογματιστής ακριβής πλανωμένοις,
........................................................
αλλ’ , ώ πάτερ μέγιστε, πατέρων κλέος,
μέμνησο και νυν των ποθεινών σου τέκνων,
Θεώ παρεστώς, τη μεγάλη Τριάδι».

Οι στενές σχέσεις του Μάρκου με τον «πυρίπνουν» Ιωσήφ τον καθιστούν αμέσως πνευματικό απόγονο και της άλλης θεηγόρου σάλπιγγας της Εκκλησίας και στερροτάτου στύλου της Ορθοδοξίας, του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Διότι ο Ιωσήφ Βρυέννιος υπήρξε μαθητής του «θεηγόρου» Παλαμά. Από την άποψη αυτή η βάση της θεολογίας του Μάρκου, της άκαμπτης στάσης του στην Ορθοδοξία, όπως εννοεί αυτή ο Μάρκος, ήταν η θεολογία του Παλαμισμού.

Ο Μάρκος είχε επίσης στενές σχέσεις και με τους δύο Βυζαντινούς αυτοκράτορες Μανουήλ Β΄ και Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο. Ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός αναφέρει ότι ο Μάρκος ήταν στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ όχι μόνο γνώριμος ήδη και οικείος και φίλος, αλλά και σε πολλά καθηγητής και δάσκαλος, οδηγός σε πολλά και διορθωτής των συγγραμμάτων του Μανουήλ. Εάν ληφθεί υπ’ όψη, ότι ο λογιώτατος και θεολογικώτατος αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄, ο σοφός και πολύτιμος συγγραφέας και ανεκτίμητος προστάτης των σπουδών- όπως τον αποκαλεί ο Βησσαρίων- πέθανε την 21η Ιουλίου του 1425, τότε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Μάρκος συνδέθηκε μαζί του νωρίς.

Με τον διάδοχο του Μανουήλ Β΄, τον Ιωάννη Η΄  Παλαιολόγο, οι δεσμοί του Μάρκου ήσαν στενότεροι. Αυτό το μαρτυρούν, εκτός των άλλων, η εκτίμηση την οποία ο Βασιλιάς έτρεφε προς τον μοναχό των Μαγγάνων και οι επιστολές, τις οποίες του έστειλε. Η εκτίμηση ακόμη του αυτοκράτορα Ιωάννη προς τον Μάρκο φαίνεται και από το ότι απευθυνόταν προς αυτόν για τη λύση θεολογικών ζητημάτων ήδη πριν από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας. Αλλά και στην Σύνοδο του έδωσε πρωτεύουσα θέση, ακριβώς γιατί εκτιμούσε τον Μάρκο βαθύτατα και τον θαύμαζε για την αγιότητα, την παιδεία, την φυσική ευγλωττία και τη διαλεκτική του δεινότητα. Όταν δε ο Μάρκος αρνήθηκε να υπογράψει τον «όρκον» της ψευδοενώσεως, ο αυτοκράτορας φρόντισε προσωπικά, ώστε να επιστρέψει ο Ευγενικός ασφαλής στην Κωνσταντινούπολη.

Οι σχέσεις του Μάρκου του Ευγενικού και του Γεωργίου Σχολαρίου-Γενναδίου υπήρξαν σχέσεις δασκάλου-μαθητή: «Ποιος άλλος γνωρίζει καλύτερα από εσένα τις επιθυμίες, τις προθέσεις και τα σχέδια μου; Νομίζω ότι και αυτοί ακόμη οι γονείς μου, οι οποίοι όλα τα γνωρίζουν, θα μπορούσαν να διδαχθούν όλα αυτά από εσένα. Διότι όπως εκείνοι κατέβαλαν τα φυσικά σπέρματα για την γέννησή μου, έτσι και συ ο ίδιος κατέβαλες σε μένα τα σπέρματα των λόγων, την παιδείας και της καλής αγωγής. Και εκείνοι μεν μία φορά με γέννησαν, ενώ εσύ με καλλιέργησες και με κατάρτισες για πολλά χρόνια». (Γ.Σχολαρίου, Επιστολή προς Μάρκον Εφέσου...PG 160, 746 Α: «Τις γάρ σου βέλτιον την εμήν οίδε προαίρεσιν; Οίμαι και τους εμούς γονέας, οί μου πάντα συνήδεσαν, διδαχθήναι αν αυτήν ποτε παρά σού. Ως γαρ εκείνοι της φύσεως, ούτως αυτός μοι λόγων τε και ηθών τα σπέρματα κατεβάλου. Κακείνοι μεν άπαξ, συ δε πολύν ημάς εγεώργεις τον χρόνον». Και λίγο παρακάτω όπου σημειώνεται απ’ τον Μάρκο για τον Γ. Σχολάριο: «Τον γνωρίζω από τη νεαρότατή του ηλικία και τρέφω αισθήματα ειλικρινούς και πολλής στοργής προς αυτόν και τον έχω ως δικό μου γιό και φίλο και ακόμη ό,τι άλλο ήθελε κανείς να θυμηθεί, το οποίο «παρορμά» σε στενή σχέση και αγάπη»).

Επομένως, ο ασκητής της Αντιγόνης και μοναχός των Μαγγάνων δεν ήταν μόνο άνθρωπος σπάνιας μόρφωσης και βαθιάς θεολογικής κατάρτισης, ήταν και άνθρωπος κοινωνικός και δραστήριος. Η προσωπικότητά του ακτινοβολεί  από την Μονή προς όλες τις κατευθύνσεις. Γι’ αυτό ο Δούκας δεν ήταν καθόλου υπερβολικός, όταν χαρακτήριζε τον Μάρκο «εν ελληνικοίς μαθήμασιν και ορίοις των αγίων συνόδων κανόνα και στάθμην απαρέκβατον». Δηλαδή στις ελληνικές γνώσεις (επιστήμες) και τους όρους και τους θεσμούς των Αγίων Συνόδων κανόνα απαραχάρακτο και στάθμη ακριβή. Επίσης ο Θεόδωρος ο Ιερομνήμων δεν έλεγε καμία υπερβολή, όταν χαρακτήριζε τον όσιο Μάρκο ως «πάσι πνευματικοίς χαρίσμασι κεκοσμημένον».

Από τα κείμενά του επίσης βλέπουμε τον όσιο να αρνείται κάθε υποχώρηση στην βιοτική και γήινη μέριμνα. Είναι ο ένθεος ασκητής, ο οποίος κοσμείται με σωφροσύνη, εσωτερική και εξωτερική, ο οποίος ζητά τα άνω και προς αυτά αποβλέπει. «Μη σε απατάτω κάλλος γυναικός, ότι κυμάτων θαλάσσης χείρον βυθίζει» γράφει. «Δει σε προσεγγίσαι πυρί καιομένω ή γυναικί νέα και ασέμνω. Ιός γάρ εστι θανατηφόρος», συμβουλεύει. «Ου δει σε από εδεσμάτων πολλών τρέφειν το σώμα», συνιστά άλλοτε. Τα κείμενά του τελειώνουν πολλές φορές με προσευχή. Παραθέτουμε παρακάτω το τελευταίο απόσπασμα μιας ωραίας προσευχής, την οποία απηύθυνε προς την «Αγίαν και προσκυνητήν και υπέρτιμον Τριάδα», πριν αναχωρήσει για την Ιταλία. Με την προσευχή εκείνη ζητούσε τον άνωθεν φωτισμό και την βοήθεια του παντοδύναμου Θεού για το δύσκολο έργο του:  «...Αλλ’ οι νυν ούτοι καιροί, φιλάγαθε Δέσποτα, καθ’ ούς μέλλει απολυθήναι το δεδεμένον θηρίον ποιήσαι πόλεμον μετά των αγίων, ως τω ευαγγελιστή σου θεολόγω πρώην απεκαλύφθη, μη ότι τους κατ’ εμέ ραθύμους και αμελείς, αλλ’ ουδέ τους άγαν αγωνιζομένους συγχωρούσι τι κατορθώσαι γενναίον. Εγώ και προς την αρετή οκνηρώς έχων και ταις των παθών προσλήψεσι τυραννούμενος, τι ποιήσω, μακρόθυμε Κύριε; Εκπεσούμαι της τοσαύτης σου δωρεάς, και επ’ εμοί αργήσει το της αγαθοπρεπούς ευδοκίας μυστήριον; Μη μοι γένοιτο, φιλοικτίρμον Θεέ και φιλόψυχε. Μη εγκαταλειφθείην υπό σου, μη γενοίμην μερίς τω πονηρώ εις απώλειαν, αλλά τοις των προλαβόντων αγίων σου πόνοις δυσωπηθείς και τας των ιερών αγγέλων πρεσβείας δεξάμενος, εξαιρέτως δε και της αυτών υπερκειμένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δός μοι την προς σε οδόν κατευθύναι, μη τον άξιον καρπόν της μετανοίας, αλλά τον δυνατόν απαιτών, έμβαλε τη σκληρά μου καρδία τον φόβον σου και δι’ αυτού καθαράς και απαλύνας όλην εις την σην αγάπην συγκίνησιν. Εν τω δε του σώματος εκδημείν ανάπαυσόν με ταις των αγίων σου σκηναίς και της αϊδίου δόξης και θεωρίας εμπλησθήναι ευδόκησον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν».

Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ακόμη ο Μάρκος ήταν  ιερομόναχος, εκλέγεται από τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας ως αντιπρόσωπός του για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας. Αλλά και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων τον ιερομόναχο Μάρκο όρισε ως αντιπρόσωπό του. Όταν δε ο Μάρκος έγινε αρχιερέας (1437), ορίστηκε και από τον Πατριάρχη Αντιόχειας ως αντιπρόσωπος δικός του. Τρεις δηλαδή Ορθόδοξοι Πατριάρχες απέβλεψαν προς τον άγιο Μάρκο, πράγμα το οποίο  φανερώνει τον βαθύ σεβασμό, που έτρεφαν γι’ αυτόν και το μεγάλο κύρος, που είχε μεταξύ των εκκλησιαστικών κύκλων της εποχής του. Όλοι διέβλεπαν σε αυτόν ενσαρκωμένη την ιδέα της Ορθοδοξίας. Στο πρόσωπό του έβλεπαν να αναζητά το πνεύμα των Αθανασίων, Βασιλείων, Γρηγορίων, Χρυσοστόμων, Φωτίων και Γρηγορίου του Παλαμά. Στην προσωπικότητά του έβλεπαν τις αρετές των πρώτων Πατέρων της Εκκλησίας

Ο όσιος Μάρκος χειροτονήθηκε επίσκοπος Εφέσου το 1437- ο θρόνος είχε μόλις προ ολίγου κενωθεί- κατόπιν επιμονής του αυτοκράτορα, ο οποίος ήθελε τον Μάρκο στην Ιταλία όχι απλό ιερομόναχο, αλλά περιβεβλημένο με το κύρος του επισκοπικού αξιώματος. Αυτός δεν ήθελε να γίνει επίσκοπος. Μέχρι τότε απέφευγε το αξίωμα επιμελώς. Αλλά και όταν κλήθηκε από τον αυτοκράτορα, και πάλι έφερε τις αντιρρήσεις του. Το γεγονός αυτό υπενθύμισε προς τον αυτοκράτορα στην Φλωρεντία, όταν ο τελευταίος τον πίεζε να υποχωρήσει και να υπογράψει τον «όρον». Γνωρίζει, του είπε, «η αγία βασιλεία σου» ότι «εγώ ούτε αρχιερεύς εβουλόμην γενέσθαι, ούτε εις την σύνοδον αφικέσθαι» (να έλθω), διότι προτιμούσα «εξ αρχής τον μοναδικόν και ησύχιον κατά το ενόν μοι (κατά το δυνατό σε μένα) διαζήν βίον». Αλλ’ ενώ εγώ επέμενα, «η αγία σου βασιλεία ώρισας και απήτησάς με και τα δύο. Και μη βουλόμενος ούν ηναγκάσθην τηρήσαι την οφειλομένην υπακοήν προς την αγίαν βασιλείαν σου». Υποχώρησε λοιπόν τελικά, για να τηρηθεί υπακοή προς τον ανώτατο πολιτικό άρχοντα του γένους. Είναι και αυτό χαρακτηριστικό της ταπεινοφροσύνης και της μοναχικής του συνειδήσεως. Αυτό ομολογεί και στο «Γραμμάτιο», στο οποίο δηλώνει: «Εγώ δια την επιταγήν (του αυτοκράτορα) και την χρείαν της του Χριστού Εκκλησίας» είχα αποδεχθεί το «της αρχιεροσύνης λειτούργημα». ( θεωρούσε την αρχιεροσύνη λειτούργημα και όχι αξίωμα!...) Έχω δε την πληροφορία, συνεχίζει, ότι αυτό υπερβαίνει και την αξία και τη δύναμή μου. Κατά την επιταγή λοιπόν και την «χρείαν της Εκκλησίας» ακολούθησα «τω οικουμενικώ Πατριάρχη και τω εκ Θεού βασιλεί τε και αυτοκράτορι προς την εν Ιταλία σύνοδον», χωρίς να υπολογίζω την ασθένειά μου και τους κόπους και το βαρύ φόρτο του εγχειρήματος. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο, δηλαδή πιεζόμενος και χωρίς να το θέλει, ο όσιος Μάρκος εγκαθίσταται «εις την υψηλήν λυχνίαν της Εφεσίων Μητροπόλεως», και προηγείται του Ορθοδόξου λαού «ως πυρσός όλης της οικουμένης και ως στύλος άλλου φωτός», χωρίς να υπολογίζει κόπους και ταλαιπωρίες.

«Φεύγε πάσαν απόπειραν ενώσεως προς τον Πάπαν» συμβούλεψε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄  τον γιό του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο. Και ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων είπε αργότερα για τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας:  «Ουκ απελεύσεσθε εις Σύνοδον, αλλ’ εις κατάκρισιν».

Ο Μάρκος Εφέσου, ο Διονύσιος Σάρδεων και ο Νικαίας Βησσαρίων ορίστηκαν όπως «παρώσιν εν τη Συνόδω ως πρόκριτοι», γράφει ο Συρόπουλος. Ο δε Σχολάριος χαρακτηρίζει τον Εφέσου ως «έξαρχον της εν Φλωρεντία των ημετέρων συνελεύσεως», δηλαδή τον όρισαν επί κεφαλής των έξι κύριων αντιπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Σύνοδο.

Η περίοδος της προπαρασκευής της Συνόδου βρίσκει τον Μάρκο ασθενή. Πριν αναχωρήσει για την Ιταλία ήταν ήδη εξαντλημένος και ταλαιπωρημένος σωματικά, κυρίως λόγω της αυστηρής άσκησης στη Μονή του. Πήγα στην Σύνοδο, γράφει αργότερα, «μήτε την εμαυτού ασθένειαν υπολογισάμενος, μήτε το του προκειμένου πράγματος εργώδες τε (δύσκολο και κουραστικό) και υπέρογκο, αλλ’ ελπίσας επί Θεώ». Αυτός  ήταν ακόμη ένας λόγος, ο οποίος- εκτός της απροθυμίας του να γίνει επίσκοπος- τον έκανε να αρνείται να δεχτεί την πρόταση του αυτοκράτορα. Αλλά ο ασθενικός στο σώμα Μάρκος αποδείχθηκε  γρανίτης και βράχος αμετακίνητος στην Ορθοδοξία του.

Οι Βυζαντινοί αντιπρόσωποι θα πήγαιναν στη Λατινική Εκκλησία για ένωση. Αλλά η Λατινική Εκκλησία ήταν διχασμένη. Περνούσε βαθιά κρίση. Ο πάπας Ευγένιος Δ΄, ο οποίος καλούσε τον αυτοκράτορα στην Ιταλία, είχε κηρυχθεί «αργός» από την μεταρρυθμιστική Σύνοδο της Βασιλείας (1431-1449), η οποία ήταν και αυτή λατινική, και μάλιστα πολυπληθέστερη εκείνης του Πάπα (συμμετείχαν σε αυτή 700 επίσκοποι), συνεδρίαζε έξω από την Ιταλία, στην Βασιλεία, είχε την υποστήριξη των περισσότερων ηγεμόνων της Δύσεως και είχε ως κύριο στόχο να καταργήσει την απολυταρχία του Πάπα και να τον υποτάξει στην Σύνοδο. Η επιλογή της Βασιλείας, την οποία ποτίζει ο Ρήνος με το ατίθασο ρεύμα του, ως έδρας της Συνόδου, δεν φαίνεται να ήταν τυχαία. Οι Λατίνοι επίσκοποι ήθελαν μάλλον να υπογραμμίσουν και με αυτόν τον τρόπο την ανταρσία και το ανυποχώρητό τους έναντι του Πάπα. Ο Πάπας λοιπόν από τη στιγμή της συγκλήσεως της Συνόδου στην Φερράρα βρισκόταν υπό απαγόρευση. Η δε Παπική Σύνοδος καταδικάστηκε ως σχισματική (24 Μαρτίου 1438) από την Σύνοδο της Βασιλείας. Τελικά ο Ευγένιος ο Δ΄ καθαιρέθηκε από την παραπάνω Σύνοδο, λίγο πριν από τη λήξη της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, την 25η Ιουνίου 1439.

Ο Πάπας λιθοβολούμενος το 1434 κινδύνευσε να φονευθεί από το λαό της Ρώμης, που είχε επαναστατήσει. Σώθηκε όμως από τους πολιτικούς του αντιπάλους χάρη στον Τίβερη και σε μία βάρκα: Μεταμφιεσμένος και ύστερα από πολλές περιπλανήσεις, κατέφυγε τελικά στην Φλωρεντία. (Πρβλ. Παν. Κανελλόπουλου, «Γεννήθηκα στα 1402»).  Σε αντιπερισπασμό της απαγόρευσης, στην οποία τον έθεσε η Σύνοδος της Βασιλείας, ο άστεγος και περιπλανώμενος Πάπας, ο επικαλούμενος μάταια την προστασία των διαφόρων δημοκρατιών και βασιλείων της Δύσεως, αποκήρυξε τους επισκόπους που συνεδρίαζαν στην Βασιλεία! Ήταν δε τόση η διχόνοια μεταξύ του Πάπα και της Συνόδου της Βασιλείας, ώστε οι μεν ονόμαζαν τους δε «συναγωγή του σατανά»! Από πλευράς λοιπόν κανονικής όλοι οι επίσκοποι της Δύσεως ήσαν υπόδικοι και βρίσκονταν υπό κατηγορία!... Το άξιο προσοχής είναι, ότι προς την Ανατολή προσέβλεψε και ο Πάπας και η Σύνοδος της Βασιλείας. Έστειλαν και οι δύο πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη με κολακευτικά γράμματα. Επί κεφαλής της πρεσβείας της Συνόδου της Βασιλείας ήταν ο Ιωάννης της Ραγούζης, άνδρας συνετός, επιδέξιος, ειλικρινής. Δεν έκρυψε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου την αλήθεια. Του είπε: «εάν ζητάς από εμένα συμβουλή, ώ βασιλεύ, σε συμβουλεύω να μένεις στα ίδια, γιατί βλέπεις εμάς απ’ εντεύθεν ασύμφωνους και διαμαχόμενους. Τι λοιπόν ελπίζεις στην Ιταλία;» Τα ίδια περίπου είπε και προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Συγκεκριμένα του είπε: «Επειδή εκτιμώ την αγάπη και την υποδοχή, που βρήκα κοντά σας, στην Κωνσταντινούπολη, επί δύο χρόνια, «και το συμφέρον υμών περιποιούμενος, συμβουλεύω» ότι δεν σας συμφέρει να μεταβείτε την παρούσα εποχή σε εμάς ή στον Πάπα. Τα ίδια ανέφερα πρώτα στον βασιλέα, αναφέρω δε τα ίδια και τώρα «προς την μεγάλην αγιωσύνην σου», ως φίλος δικός σας».

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης ο Η΄ έστειλε πρέσβεις τόσο στην Βασιλεία, όσο και στην Φλωρεντία, δηλαδή στον Πάπα. Οι πρέσβεις πηγαινοέρχονταν και από τα τρία μέρη. Τελικά νίκησε η ευελιξία του Πάπα, ο οποίος είχε αρχίσει να ανακτά την δύναμή του. Εξ άλλου ο τελευταίος απεσταλμένος του Πάπα, ο πανούργος και πολυμήχανος Χριστόφορος Γκαρατόνι (Christophe Garatoni), ο οποίος ύστερα από λίγο χρόνο χειροτονήθηκε επίσκοπος Κορώνης Πελοποννήσου, έπεισε με μαεστρία τους  βυζαντινούς  ότι οι διαφορές του Πάπα με την Σύνοδο της Βασιλείας τακτοποιήθηκαν και ότι όλη μαζί η Δύση αναμένει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωσήφ δεν ήθελε στην αρχή να μεταβεί στην Δύση. Επικαλούμενος δε και το γήρας έλεγε ότι επιθυμεί μεν την Ένωση των Εκκλησιών με όλη του την ψυχή, γιατί αυτή είναι «θείον και εράσμιον» πράγμα, αλλ’ ο ίδιος δυσκολεύεται να λάβει μέρος λόγω της ηλικίας του, των κόπων και των κινδύνων ενός τόσο μακρινού ταξιδιού. Στις υποσχέσεις του Πάπα δυσπιστούσε. «είπεν είναι αυτόν Θωμάν». Σε σύσκεψη με εκκλησιαστικούς άρχοντες, στην οποία ήσαν παρόντες και δύο άρχοντες του παλατιού, είπε ότι δεν πρέπει να γίνει η Σύνοδος στην Ιταλία, γιατί αυτό είναι εντελώς ασύμφορο. Επειδή δε θα ήσαν σε ξένο τόπο και ήταν φυσικό να εξαρτώνται από τον Πάπα, θα ήταν εύκολο να ασκηθεί επάνω τους ψυχολογική βία. Γι’ αυτό πρόσθεσε ότι «καλόν και τίμιον και κατά πολλά συμφέρον» ήταν να γίνει η Σύνοδος για Ένωση στην Κωνσταντινούπολη. Σε συζήτηση που έγινε με τον βασιλιά, επειδή ο τελευταίος σε κάποια στιγμή γέλασε (πάντως όχι για τα λεγόμενα του Πατριάρχη), ο Ιωσήφ θίχτηκε και δυστρόπησε. Και παρ’ όλο που ο αυτοκράτορας εξήγησε στον Πατριάρχη ότι γέλασε για άλλη αιτία, και παρ’ όλο που του έδωσε επανειλημμένα τον λόγο, ο Ιωσήφ έκλεισε το στόμα και δεν ήθελε να μιλήσει πλέον. Τελικά όμως μεταπείσθηκε και ο Πατριάρχης. Μερικοί πιστεύουν ότι είχε μεταπεισθεί λόγω της...ευπιστίας του γήρατος. Άλλοι υποστηρίζουν ότι άλλαξε γνώμη, γιατί είχε την ελπίδα ότι έτσι ήταν δυνατόν να σταθεροποιήσει την εξουσία του  έναντι του αυτοκράτορα, βοηθούμενος σε αυτό από τον Πάπα.

Τον βασιλιά είχε συμβουλεύσει επίσης να μη μεταβεί στην Φλωρεντία και ο φιλόσοφος Γεώργιος Πλήθων-Γεμιστός, όταν ο πρώτος επισκέφτηκε την Πελοπόννησο, δώδεκα χρόνια πριν από την Σύνοδο της Φλωρεντίας. Όταν ο Ιωάννης ανήγγειλε στον λόγιο Έλληνα την απόφασή του και ζήτησε την γνώμη του, ο τελευταίος του είπε: «δεν θεωρώ καθόλου καλό το εγχείρημα αυτό και νομίζω ότι δεν θα αποβεί προς το συμφέρον μας. Εάν μεταβείτε εκεί, εσείς θα είστε λίγοι, εκείνοι δε (οι Λατίνοι) πολλοί. Εάν συγκροτήσετε σύνοδο βιαστικά και απερίσκεπτα, εκείνοι θα μεταβάλουν την συζήτηση σε κατηγορητήριο και επειδή θα έχουν την πλειοψηφία θα επιβάλουν τις δικές τους γνώμες. «και λοιπόν ουκ απελεύσεσθε εις σύνοδον, αλλ’ εις κατάκρισιν». Σκεφθείτε επομένως καλά, ώστε να μην ισχύσει στα θέματα της Συνόδου η αρχή της πλειοψηφίας, αλλά η ψήφος η δική σας να ισχύει τόσο, όσο και η δική τους, έστω και αν αυτοί είναι περισσότεροι».

Αλλά και ο Γεώργιος Σχολάριος είχε αναπτύξει στον αυτοκράτορα τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες έπρεπε να μεταβούν στη Δύση. Είχε και αυτός αμφισβητήσει την επιτυχία της Συνόδου, εάν γινόταν η Σύνοδος στην Ιταλία. Εκεί, είπε ο Σχολάριος, δεν είναι δυνατόν να γίνουν ελεύθερα οι συζητήσεις. Εάν πρόκειται, είπε ο Σχολάριος, να προχωρήσουμε, ύστερα από ένα μακρινό, κοπιαστικό και πολυέξοδο ταξίδι, σε μία ένωση κατ’ οικονομία («ει δε πρόκειται προς οικονομίαν χωρήσαι οικονομικήν»), τότε είναι προτιμότερο και συμφερότερο να μεταβούν στην Ιταλία τρεις ή τέσσερις πρέσβεις και να  διαπραγματευτούν αυτοί το όλο θέμα. Ο σύντομος, «συμβουλευτικός» λόγος του Σχολαρίου έκανε εντύπωση με τα σοφά, γενναία, συνετά  επιχειρήματά του, όπως ιστορεί ο Συρόπουλος. Γι’ αυτό «ήρεσε πάσι σχεδόν και η τοιαύτη συμβουλή» του Σχολαρίου, «ως αρίστη». Δυστυχώς ο λόγος εκείνος του Σχολαρίου χάθηκε. Τα μόνα δε που γνωρίζουμε, μας τα διέσωσε με πολλή συντομία ο Συρόπουλος. Ήταν όμως και ο λόγος εκείνος χαρακτηριστικός του γενικού κλίματος της αντιδράσεως, το οποίο είχε παρατηρηθεί τότε και απέβλεπε στο να αναχαιτιστεί η μετάβαση των Ορθοδόξων στην Δύση.

Είχε όμως και του πατέρα του ρητή συμβουλή ο αυτοκράτορας Ιωάννης. Ο γέρος πατέρας του, Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος (1348-1425), απαγόρευσε στον γιό του κάθε απόπειρα νέων διαπραγματεύσεων με την Παπική αυλή. Ο σοφός Μανουήλ Β΄, «ο αγιότατος υπηρέτης και υπερασπιστής της Χριστιανικής πίστεως», όπως τον είχε αποκαλέσει ο Βησσαρίων, είχε πικρή πείρα παρόμοιων διαπραγματεύσεων.

 Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, δύο μέρες πριν πεθάνει, εκάρη μοναχός και μετονομάσθηκε σε Ματθαίος. Ο αυτοκράτορας αυτός με την πολυτάραχη και δυστυχισμένη ζωή, προτίμησε να παρουσιασθεί ενώπιον του Χριστού με τον τρίβωνα του καλογήρου, παρά με την κοσμική, βασιλική πορφύρα. Ήταν «μουσοτραφής» λόγιος, καλός πολεμιστής,  χριστιανός με βαθιά θεολογική κατάρτιση και διέθετε σπάνια διπλωματική ικανότητα. «Ο περί τον Μανουήλ» θεολογικός κύκλος αποτελούνταν κυρίως από τους υποστηρικτές του Γρηγορίου Παλαμά και σφόδρα αντιτιθέμενων στις διδασκαλίες των Λατίνων. Πριν γίνει ακόμη αυτοκράτορας αλλά και ως αυτοκράτορας, συνδεόταν ο Μανουήλ με την γνωστή οικογένεια των Καβάσιλα, απ’ την οποία προέρχονται οι σφοδροί των Λατίνων πολέμιοι Νείλος και Νικόλαος Καβάσιλας. Εκτιμούσε επίσης κατ’ αρχήν και τον Κυδώνη. Τον εκτιμούσε όμως πριν την «αποστασία» του. Την θεολογική γραμμή του περί τον Μανουήλ κύκλου εξέφραζε κυρίως ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, επίσημος σύμβουλος του αυτοκράτορα σε θεολογικά θέματα και κυριαρχική μορφή στον χώρο της θεολογίας εκείνη την εποχή. (Θεοδ. Ν. Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος (Βίος- Συγγράμματα- Διδασκαλία), σσ. 88, 89).

«Τα πράγματα του κράτους- συνέχιζε ο Μανουήλ προς τον Ιωάννη- ευρισκόμενα σε πολύ κρίσιμη κατάσταση, πρέπει να οικονομηθούν με άλλο τρόπο και πάντως όχι με εκκλησιαστική ένωση με τον Πάπα. Γιατί οι Πάπες είναι φίλαρχοι και φιλόδοξοι και ζητούν από εμάς τυφλή υποταγή»: «Λοιπόν το περί της συνόδου μελέτα μεν αυτό και ζήτει και μάλιστα όταν χρείαν έχης φοβήσαι τους ασεβείς (όταν έχεις ανάγκη να εκφοβίσεις τους ασεβείς, τους Τούρκους), το δε ποιήσαι αυτήν μηκέτι επιχειρισθής αυτό». Να το συζητάς, ουδέποτε όμως να το επιχειρήσεις. Γιατί εάν επιχειρήσεις τέτοιο έργο, «φοβούμαι μη και χείρον σχίσμα γένηται» (φοβάμαι μήπως γίνει το σχίσμα μεγαλύτερο και χειρότερο). « Αλλά ο γιός φάνηκε - σημειώνει ο ιστορικός της αλώσεως Σφραντζής, ο οποίος ήταν παρών στην συζήτηση - ότι  δεν δέχθηκε την πατρική συμβουλή. Και χωρίς να απαντήσει τίποτε σηκώθηκε και έφυγε. Έτσι ο Ιωάννης, άμοιρος πολιτικής συνέσεως, επιπόλαιος, αλαζών και φαντασμένος προχώρησε για να πραγματοποιήσει την Ένωση, έστω και αν άκουσε από τον πατέρα του ότι- υπό τις τότε συνθήκες- αυτό ήταν αδύνατο.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης παρέβλεψε και μια άλλη πραγματικότητα. Κλήρος και λαός- εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων – ήταν κατά της μετάβασης στην Ιταλία. Όταν μάλιστα γίνονταν οι προπαρασκευές για την αποδημία στην Ιταλία και οι Ορθόδοξοι αντέλεγαν και αντιδρούσαν, οι Αγιορείτες μοναχοί είχαν αρνηθεί να αποστείλουν στην Κωνσταντινούπολη τους αρχαίους χειρόγραφους κώδικες των Πατέρων της Εκκλησίας, επί τη βάσει των οποίων θα γίνονταν οι συζητήσεις περί Ενώσεως. Οι Αγιορείτες έστειλαν στην Σύνοδο «μόνο δύο ιερομονάχους, Μωϋσήν εκ της Λαύρας και Δωρόθεον εκ του Βατοπεδίου, ως δήθεν τοποτηρητάς πάντων των Αγιορειτών». Τα γεγονότα αυτά «φώναζαν» ότι ο Ορθόδοξος λαός δεν ήθελε υποταγή στον Πάπα. Τα λάθη της ελληνικής πλευράς ήταν ολοφάνερα. Ο αυτοκράτορας έτρεφε μάταιες ελπίδες. Γι’ αυτό, παρά την αβουλία και ατολμία του, δείχθηκε ισχυρογνώμων, δύστροπος και παράτολμος! Παρέβλεψε πατρικές υποθήκες. Περιφρόνησε συμβουλές σοφών ανθρώπων. Δεν έλαβε υπ’ όψη το αισθητήριο του  λαού του. Και προχώρησε. Στην άκριτη βιασύνη του δεν κατάλαβε ότι ο Πάπας χρειαζόταν το ενωτικό πυροτέχνημα για καθαρά προσωπικούς λόγους, για να αποκατασταθεί στη συνείδηση του λατινικού κόσμου της Δύσης. Δεν αντιλήφθηκε ότι ο Πάπας του έστηνε παγίδα, στην οποία τελικά πέτυχε να τον παγιδεύσει. Ο αυτοκράτορας, εξαιτίας της ακρισίας του, δεν είδε ακόμη- έστω και εκ των υστέρων – ότι τα 9/10 του τότε δυτικού κόσμου δεν συμμετείχαν στη Σύνοδο της Φλωρεντίας και επομένως η Σύνοδος εκείνη δεν αντιπροσώπευε τη Δύση, ούτε και μπορούσε να θεωρηθεί ως Οικουμενική. Ακριβώς δε γι’ αυτό, μόλις τον ΙΘ΄ αιώνα άρχισε να συγκαταλέγεται από τους Δυτικούς η Σύνοδος της Φλωρεντίας μεταξύ των Οικουμενικών.

Ο Πάπας βεβαίωνε τον αυτοκράτορα ότι και μόνο αυτός ήταν αρκετός για να προσδώσει στην Σύνοδο χαρακτήρα οικουμενικό. Αλλά  εάν ο αυτοκράτορας διέθετε τον κοινό νου, έπρεπε να σκεφθεί: τότε τι χρειάζεται η σύγκληση της Συνόδου; Προς τι όλη αυτή η κινητοποίηση; Αφήνουμε το ότι εάν ο Ιωάννης σκεφτόταν ωριμότερα, θα μπορούσε να παίξει ιστορικό ρόλο στον διχασμό της Δύσης, αφού μάλιστα και οι δύο μερίδες (η Σύνοδος της Βασιλείας και ο Πάπας) ήθελαν με κάθε τρόπο να τον προσεταιριστούν. Οι Έλληνες μπορούσαν εκείνη τη στιγμή να λύσουν ως διαιτητές τη διαίρεση της εσπερίας Ευρώπης εξαιτίας του ζητήματος του παπικού πρωτείου, να προλάβουν δε τη μεγάλη μεταρρύθμιση του ΙΣΤ΄ αιώνος και ίσως να σώσουν την Κωνσταντινούπολη και το Γένος από την συμφορά, παρατηρεί πολύ σωστά ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.

Η αναχώρηση στην Δύση έγινε ύστερα από πλήθος εμποδίων. «Πολλά κωλύματα επήγαγεν ο Θεός προς το μη γενέσθαι την Σύνοδον, είπερ ήθελον προσέχειν τούτοις και οι ημέτεροι», γράφει ο Συρόπουλος. Αλλά ενώ αυτά ήταν ολοφάνερα και συγκλονιστικά, εκείνοι που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να επιτύχουν την Ένωση δεν τα πρόσεξαν. Πρώτα-πρώτα, μόλις είχαν αγκυροβολήσει στο λιμάνι της Κωνσταντινούπολης τα Ενετικά πλοία των απεσταλμένων του Πάπα, τα οποία θα παραλάμβαναν τους Έλληνες, για να τους μεταφέρουν στην Ιταλία, «ευθύς, σεισμός εγένετο μέγας». Οι «συνετότεροι» θεώρησαν τον σεισμό ως «θεομηνία» και ένα «εκ των απαισίων οιωνών», ενώ οι άλλοι τον χαρακτήρισαν ως συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο, ως απλό επεισόδιο.

Μετά από τέσσερις ημέρες έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη και τα πλοία με τους απεσταλμένους της Συνόδου της Βασιλείας. Οι απεσταλμένοι του Πάπα έλεγαν ψέματα  στον αυτοκράτορα ότι δεν θα έλθουν αντιπρόσωποι από την Βασιλεία, γιατί η διχόνοια στη Δύση έληξε. Έλεγαν ότι ο Πάπας έχει συμφιλιωθεί με τη Σύνοδο της Βασιλείας και τώρα «έχει το κράτος και την ισχύν πάσαν ο Πάπας»! γι’ αυτό, όταν οι Παπικοί είδαν την αντιπροσωπία της Συνόδου της Βασιλείας, έγιναν έξω φρενών. Ο καπετάνιος των Παπικών πλοίων, Αντώνιος Κοντολμιέρε, ανηψιός του πάπα Ευγενίου Δ΄, είχε, όπως έλεγε, εντολή από τον θείο του να χτυπήσει τα πλοία των επισκόπων της Βασιλείας όπου τα συναντήσει. Και για να συμμορφωθεί προς την...εντολή, ήταν έτοιμος να επιτεθεί εναντίον τους. Αλλά ο πολεμόχαρος και ζωηρός ανηψιός του Πάπα υποχώρησε, όταν επενέβη ο αυτοκράτορας και του τόνισε αυστηρά: Εάν τα έβρισκες οπουδήποτε αλλού, μπορούσες, εάν ήθελες, να τα βυθίσεις. Στο λιμάνι όμως το δικό μου «ουδείς έχει άδειαν πολέμους συνάπτειν». Έτσι ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο οποίος θεωρούνταν από τους Παπικούς ως «σχισματικός», μεσολάβησε προσωπικά, ώστε να μην αιματοκυλισθούν οι δύο μερίδες της σχισματικής Δύσης στο ζήλο τους  να οικειοποιηθούν, η κάθε μία προς όφελός της, την εκκλησιαστική συμφιλίωση Ανατολής και Δύσης. Και οι Έλληνες, οι οποίοι έβλεπαν τα όσα διαδραματίζονταν εμπρός στα μάτια τους, διερωτώνταν έκπληκτοι: Πως η Λατινική Εκκλησία τολμά να υποστηρίζει ότι θα προβεί στην Ένωση, τη στιγμή κατά την οποία αυτή είναι τόσο πολύ διαιρεμένη;

Ήρθε όμως και «δεύτερον σύμβολον θεομηνίας», την  27ην Νοεμβρίου του 1437: την ώρα ακριβώς που ο αυτοκράτορας επιβιβαζόταν στην βασιλική τριήρη, «ευθύς πάλι σεισμός μέγας εγένετο». Αλλά ούτε σε αυτό έδωσαν σημασία οι Έλληνες και έτσι με την ανατολή του ήλιου το βασιλικό πλοίο διέπλεε το Χρυσούν Κέρας, ακολουθούμενο από τα Βενετικά πλοία, στα οποία είχαν επιβιβασθεί τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αντιπροσωπίας, τα οποία ανέρχονταν στα επτακόσια. Επί κεφαλής ήταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης με τον αδελφό του Δεσπότη Δημήτριο, με ακολουθία ανώτερων πολιτικών και αυλικών και υπηρετών. Ο πατριάρχης Ιωσήφ συνοδευόταν από είκοσι Μητροπολίτες και ανώτερους εκκλησιαστικούς λειτουργούς.

Σημειώθηκε και τρίτη «θεομηνία»: Μεγάλος σεισμός έγινε πάλι, την ώρα κατά την οποία το βασιλικό πλοίο σταματούσε στην Μάδυτο. Ο σεισμός ήταν τόσο δυνατός, ώστε τον αισθάνθηκαν και εκείνοι που βρίσκονταν μέσα στα πλοία. Αλλά κανείς δεν σκεπτόταν πλέον να ανακρούσει πρύμνη, για να ματαιώσει το ταξίδι προς την Δύση.

Τα πλοία έφθασαν τελικά στην Βενετία, αφού αντιμετώπισαν πολλές τρικυμίες. Η Ελληνική αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε  στην πόλη (8 Φεβρουαρίου 1438) και έγινε δεκτή με μεγάλη τιμή. Ο Πατριάρχης με άλλους Έλληνες, κατά την ολιγοήμερη παραμονή τους στην Βενετία, επισκέφθηκαν και τον ναό του Αγίου Μάρκου. Ο ναός αυτός, αντίγραφο του ναού των αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, έπρεπε να αναχαιτίσει, έστω και την τελευταία στιγμή, τους Έλληνες, ή να τους καταστήσει περισσότερο προσεκτικούς. Όχι τόσο γιατί ο ναός ήταν λατινόρρυθμος, αλλά γιατί μέσα στον ναό είδαν τα θαυμάσια αριστουργήματα τέχνης, τα οποία οι «Χριστιανοί» σταυροφόροι του Πάπα, αφού λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη και τους ναούς της το 1204, έφεραν και τοποθέτησαν ως αφιερώματα και τάματα στον άγιο Μάρκο. Εκεί υπήρχε και η πολύτιμη Pala d’ Oro, η οποία αφού κλάπηκε «εν αμαρτίαις» από τους σταυροφόρους από την Βασιλεύουσα, είχε προσφερθεί ως «χάρις και ευχαριστία προς την Θεό». Το κόσμημα αυτό, γράφει ο Συρόπουλος, είναι αντικείμενο δόξας, χαράς και απόλαυσης για όποιον το έχει, ενώ για εκείνον που το στερήθηκε είναι αντικείμενο κατάθλιψης και λύπης. Και ασφαλώς, πολλή αθυμία και κατάθλιψη δοκίμασαν οι Βυζαντινοί μόλις το αντίκρισαν.

Η Pala d’ Oro ήταν θαυμάσιας και καταπληκτικής τέχνης χρυσάργυρο ποίκιλμα, το  οποίο κάλυπτε την Αγία Τράπεζα του ιερού ναού του αγίου Μάρκου. Η Pala d’ Oro κατασκευάσθηκε το1105 στην  Κωνσταντινούπολη με  διαστάσεις 3,15*2,10 μ. Ήταν πολυτελέστατο κάλυμμα διάστικτο από πολύτιμους λίθους, το οποίο αποτελούνταν από πλάκες χρυσού και σμαλτωμένου αργύρου, οι οποίες είναι «χωνεμέναι» μέσα στα χρυσά ή αργυρά «δεσίματα». (Λεπτομερή περιγραφή του ιστορικού αυτού έργου τέχνης βλέπε σε Ch. Diehl, Manuel d’ Art Byzantin, Paris 1910, 657-658). Περί των θαυμάσιων γενικά κειμηλίων, που κλάπηκαν από τους σταυροφόρους, όταν είχαν λεηλατήσει την Κωνσταντινούπολη το 1204, πρβλ. και S. Syropoulos, έκδ. V.Laurent, Τμ. IV, κεφ. 25, σ. 222-224. Λεπτομερή περιγραφή της Pala d’ Oro και της σημερινής μορφής της βλέπε σε: H.W.Haussig, A History of Byzantine Civilization, σ. 229, 398.

Είναι χαρακτηριστικό όμως και αυτό: Οι Βενετοί παραχώρησαν στους Ορθόδοξους και έναν ιερό ναό, για να τελέσουν Θεία Λειτουργία. Αλλά όσοι από τους κατοίκους της Βενετίας παρακολούθησαν την Ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, έμειναν εκστατικοί λέγοντας: «Τώρα όμως είδαμε και βεβαιωθήκαμε ότι αυτοί είναι «οι πρωτότοκοι της Εκκλησίας υιοί και πνεύμα Θεού εστι το λαλούν εν αυτοίς».

Η Σύνοδος δεν συνήλθε στην Βενετία, στην πόλη όπου διασταυρώνονται Ανατολή και Δύση. Λίγες μόνο μέρες έμειναν οι Ορθόδοξοι στην Βενετία, η οποία πήρε τόσο πολλά από την Ανατολή, ώστε να μοιάζει σαν μια προέκταση και σφήνα του δικού μας κόσμου στη Δύση. Στην Βενετία έμειναν τόσο, όσο τους ήταν αρκετό για να εγκλιματιστούν κάπως με το πνεύμα και τις συνήθειες της Δύσης.

Ο Πατριάρχης Ιωσήφ απείλησε ότι θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, εάν ο Πάπας επιμένει στην απαράδεκτη και εξευτελιστική για τον Πατριάρχη απαίτησή του για προσκύνηση. Στους ισχυρισμούς δε των απεσταλμένων του επισκόπου Ρώμης, ότι η προσκύνηση του ποδιού του Πάπα είναι δήθεν προνόμιο του επισκόπου τους, ο Πατριάρχης απάντησε:  -«Προνόμιον; Πόθεν έχει τούτο ο Πάπας; Ή ποία των Συνόδων του έδωσε αυτό το προνόμιον; Δείξατε πόθεν έχει αυτό και που καταγράφεται; Όμως ο Πάπας λέγει ότι έστι διάδοχος του αγίου Πέτρου. Εάν εκείνος είναι του αποστόλου Πέτρου διάδοχος, είμεθα και ημείς διάδοχοι των λοιπών Αποστόλων. Ησπάζοντο ουν οι απόστολοι τον πόδα του αγίου Πέτρου; Τις ήκουσε τούτο; (...) Τούτο ένι (τούτο είναι) καινοτομία, και δεν θα συγκατατεθώ, «ουδέ ποιήσω τούτο ποτέ». Εάν όμως θέλει ο Πάπας «ίνα ασπάσωμαι αυτόν αδελφικώς» κατά την ιδικήν μας συνήθειαν την αρχαίαν και εκκλησιαστικήν, «ούτω και προς αυτόν απελεύσομαι. Ει δε τούτο ουκ αποδέχεται, παραιτούμαι πάντα και υποστρέφω». Το θλιβερό αυτό περιστατικό παραδέχονται και οι Παπικοί, αλλά δικαιολογούν τον αρχιερέα τους, ότι δήθεν εφάρμοσε λατινικό έθιμο. Γράφει ο Λατίνος Ιησουΐτης θεολόγος J.Gill (Ιωσήφ Γκίλλ): «Ο Πάπας περίμενε από τους Έλληνες κληρικούς συμμόρφωση προς το λατινικό έθιμο, να φιλήσουν το πόδι του. Μεγάλη ήταν η δυσαρέσκεια του Πατριάρχη γιατί περίμενε μια καλύτερη υποδοχή, όπως μεταξύ ίσων. Συσκέφθηκε με τους κληρικούς του και αποφάσισε να μη συμμορφωθεί». Οι απεσταλμένοι της αυλής του Πάπα πηγαινοέρχονταν, αλλά ο Πατριάρχης δεν υποχώρησε στο...λατινικό έθιμο!

Τελικά ο Πάπας, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος, ειδοποίησε τον ανένδοτο Πατριάρχη ότι «δια το καλόν της ειρήνης, και ίνα μη γένηταί τις εμποδισμός εις το θείον τούτο της ενώσεως έργον από της παρούσης αιτίας παραιτείται και το ίδιον δίκαιον». Ποία θυσία...δικαιωμάτων! αλλά πως αλλιώς να δικαιολογήσει την απροσδόκητη ήττα του; Πάντως για να μην καταστήσει φανερή στους πολλούς την μειωτική γι’ αυτόν υποχώρηση, δέχτηκε τον Πατριάρχη την 8η Μαρτίου, παρουσία των λίγων καρδιναλίων του, στο ιδιαίτερο κελί του και όχι δημόσια. Μετά τον ασπασμό Πάπα και Πατριάρχη και των Ορθοδόξων επισκόπων, ο Πάπας κάθησε και χαιρετούσε τους υπόλοιπους καθισμένος. Ο επίσκοπος Ρώμης καθόταν πάνω σε θρόνο ψηλό, δεξιά του δε ήταν καθισμένοι οι καρδινάλιοι «εν καθέδραις ίσαις κατά πάντα και ομοίαις τω υποποδίω του Πάπα». Αριστερά, σε αρκετή απόσταση από τον Πάπα και σε πολύ χαμηλότερο κάθισμα, καθόταν ο Πατριάρχης. Οι άλλοι επίσκοποι στέκονταν όρθιοι «δουλοπρεπώς»! -προσκυνήσαμε λοιπόν και εμείς όλοι τον Πάπα- γράφει ο Συρόπουλος- «ησπασάμεθα ήν παρέσχεν ημίν αυτού χείρα και παρειάν και εξήλθομεν».  Έτσι έληξε η συμβατική, η ψυχρή, ανεπίσημη και ουσιαστικά ταπεινωτική υποδοχή των Ορθοδόξων εκ μέρους του Πάπα. Ήταν ήδη προφανές ότι δεν επρόκειτο να συζητήσει μαζί τους αδελφικά και επί ίσοις όροις.

Λόγω κόπωσης, ιδίως του Πατριάρχη, αναβλήθηκαν για λίγο χρόνο οι συνεδριάσεις. Τελικά αποφασίστηκε να γίνει επίσημη πανηγυρική έναρξη της Συνόδου στον καθεδρικό ναό του αγίου Γεωργίου. Αλλά ανέκυψαν και πάλι προβλήματα «πρωτοκαθεδρίας». Οι Λατίνοι επέμεναν να καθίσει ο Πάπας σε θρόνο, τοποθετημένο στο μέσο των δύο μερών, στα οποία θα κάθονταν από την μία πλευρά οι Λατίνοι και από την άλλη οι Ορθόδοξοι. Ο Πάπας θα καθόταν πιο ψηλά από όλους, επάνω σε θρόνο, ο οποίος θα έφερε «ουρανόν». Θα καθόταν στο μέσο «ως πρώτος και συνοχεύς πάντων, ίνα και εκάτερα τα μέρη συνέχη», ως πρώτος και συνδετικός κρίκος όλων, ώστε να συνδέει και να συγκρατεί Παπικούς και Ορθοδόξους, όπως έλεγαν οι Παπικοί. Έχουμε δηλαδή νέα εκδήλωση της Παπικής αρχομανίας. Ο Ιωάννης ο Η΄ όμως αντιτιθόταν ρητά: η θέση αυτή «του βασιλέως εστί μάλλον, ου του πάπα», έλεγε. Η επιμονή του προερχόταν από το ότι στην Ανατολή ως πρόεδρος των Οικουμενικών Συνόδων ήταν ο αυτοκράτορας, είτε αμέσως είτε όχι. Εάν δεν ασκούσε το προνόμιο αυτό στην Δύση και προέδρευε της Συνόδου ο Πάπας, θα μειωνόταν, διότι θα θεωρούνταν κατώτερος του Πάπα.

Ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρρήσεις οι Λατίνοι δέχθηκαν να καθίσει ο Πάπας με την ακολουθία του στο δεξιό μέρος του ναού, ο δε βασιλιάς και ο Πατριάρχης με τους άλλους Ορθοδόξους στο αριστερό. Πρόεδρος δεν θα ήταν ούτε ο αυτοκράτορας ούτε ο Πάπας, αλλά ο Κύριος αυτοπροσώπως υπό την μορφή ενός ιερού Ευαγγελίου, το οποίο είχε τοποθετηθεί πάνω σε θρόνο, στην κεφαλή των δύο σειρών, μεταξύ των λειψάνων των αγίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου και των κηροπηγίων.

Παρ’ όλα αυτά, παρουσιάστηκε και πάλι νέο πρόβλημα. Γιατί οι Λατίνοι ήθελαν να καθίσει ο Πάπας ψηλότερα από όλους, σε κάποια δε απόσταση από αυτόν και στο ύψος των «αναβαθμών» (σκαλοπατιών) του θρόνου του να τοποθετηθεί άδειος, «μόνον εις όνομα», ο θρόνος του Γερμανού βασιλιά, ο οποίος... είχε πεθάνει από την 9η Δεκεμβρίου 1437! Οι έδρες των καρδιναλίων θα ήταν χαμηλότερες εκείνης του Γερμανού βασιλιά. Στο απέναντι κλίτος, το αριστερό, και στο ύψος του γερμανικού θρόνου, θα στηνόταν ο θρόνος του Έλληνα αυτοκράτορα, αλλά χωρίς «ουρανόν». Η θέση αυτή, ισότιμη προς τον άδειο, τον «εις όνομα» μόνο θρόνο του Δυτικού ηγεμόνα, ήταν προσβολή του πολιτικού γοήτρου της Ανατολής. Εν τούτοις, ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος υποχώρησε τελικά. Αλλά ο Πατριάρχης, του οποίου ο θρόνος ήταν στο ύψος των θρόνων των καρδιναλίων, δεν μπορούσε να ανεχθεί την προσβολή. Αυτή ήταν ήδη η δεύτερη ταπείνωση που του γινόταν, μετά την ψυχρή υποδοχή, την οποία του είχε επιφυλάξει ο Πάπας. Ήταν ολοφάνερο ότι ο Πάπας εκμεταλλευόταν όλες τις ευκαιρίες για να παρουσιάζεται, κατά τη θεοκρατική θεωρία του, ανώτερος κάθε πολιτικής και εκκλησιαστικής αρχής. Οι δε Λατίνοι γενικά, «θύματα του συμπλέγματός τους ανωτερότητας», συγκρατούνταν με πολύ δυσκολία από το να περιφρονούν τους Έλληνες. Ο αυτοκράτορας αγανακτισμένος από την συμπεριφορά του Πάπα και των υποτελών του ομολόγησε: τώρα κατάλαβα αληθινά ότι η συζήτηση «περί του θρόνου και της καθέδρας» δεν έγινε «δια την συνοδικήν τάξιν». Ζητούνταν «δι’ υπερηφανίαν μάλλον και φαντασίαν κοσμικήν», πράγμα το οποίο απέχει «πόρρω (μακριά) της πνευματικής ημών καταστάσεως». Αλλά τόσο αυτός, όσο και όλοι οι Έλληνες ήταν πλέον «αιχμάλωτοι» του Πάπα.

Ο λατινόφρονας συγγραφέας των «Πρακτικών» της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας παραβλέπει όλες αυτές τις προσβολές που έγιναν κατά των Ελλήνων και τις αρχομανείς αξιώσεις του Πάπα και περιγράφει το θέαμα που παρουσίαζε ο χώρος του ναού με τους θρόνους ως εξής: «Και η εκκλησία (=ναός) ως ουρανός εγένετο». Σωστά όμως παρατηρεί ένας σύγχρονος Παπικός: αλλά στον ουρανό αυτό κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος. Γιατί όλοι θεωρούσαν ότι δεν είχαν δεχθεί από την άλλη πλευρά την εκτίμηση, η οποία τους ανήκε.

Την 9η Απριλίου του 1438 έγινε η πανηγυρική έναρξη της Συνόδου. Αφού τελέσθηκε η Θεία Λειτουργία από τους Λατίνους, προσήλθε στο ναό ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος, συνοδευόμενος από τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχαν ήδη τελέσει δική τους Θεία Λειτουργία. Κατά την επίσημη έναρξη  διαβάστηκε το διάταγμα του Πάπα, με το οποίο συγκάλεσε τη Σύνοδο, και μία εγκύκλιος του Πατριάρχη, ο οποίος όμως απουσίαζε. Δικαιολογήθηκε με το ότι ήταν ασθενής. Η εγκύκλιός του διαβάστηκε στην Ελληνική και την Λατινική γλώσσα και καλούσε τους Έλληνες κληρικούς να λάβουν μέρος στην Σύνοδο.

Η Σύνοδος δεν άρχισε αμέσως τις επίσημες συνεδρίες της, γιατί ο αυτοκράτορας υπενθύμισε στον Πάπα ότι δεν πρόκειται μόνο περί εκκλησιαστικής συνόδου, αλλά και περί διαπραγματεύσεων προς τους κοσμικούς ηγεμόνες, οι οποίοι καλό θα ήταν να προσκληθούν στη Φερράρα για τον σκοπό αυτό. Πρόσθεσε δε ότι έπρεπε να προσκληθούν όχι μόνο οι ηγεμόνες, αλλά και οι Λατίνοι συνοδικοί της Βασιλείας. Ο Πάπας απάντησε ότι το πράγμα παρουσιάζει δυσκολίες, αλλά θα τακτοποιηθεί. Γι’ αυτό αποφασίστηκε αναμονή τεσσάρων μηνών. Για να μην περνά όμως ο χρόνος άκαρπα, αποφασίστηκε να γίνονται και από τα δύο μέρη προκαταρκτικές συζητήσεις. Κατά τις συνεδριάσεις αυτές, και με απόφαση του αυτοκράτορα, τις Ορθόδοξες απόψεις θα διατύπωναν, εξ ονόματος όλων, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός. Την 15η Αυγούστου του ιδίου έτους (1438) έφθασε στη Φερράρα και ο Μητροπολίτης Κιέβου (ή Μόσχας ή Ρωσίας) Ισίδωρος, τον οποίο ακολουθούσαν πάνω από εκατό πρόσωπα.

Μαζί με τον Ρώσο Μητροπολίτη Ισίδωρο υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο επίσκοπος του Σουζντάλ Αβραάμ, ο πρέσβης του Μεγάλου Πρίγκιπα της Μόσχας Βασιλείου Β΄ Βασίλιεβιτς, ο Φόμα, ο αρχιμανδρίτης Βασσιάν (Vassian) και ο ιερέας Συμεών του Σουζντάλ, ο οποίος ως αυτόπτης μάρτυρας της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας έγραψε ενδιαφέρουσα διήγηση σχετικά με τα όσα είδε και άκουσε σε αυτή. Η ακολουθία του Μητροπολίτη Ισίδωρου ήταν η πολυπληθέστερη. Τον ακολουθούσαν πάνω από εκατό πρόσωπα, όπως ειπώθηκε παραπάνω, γιατί, όπως γράφει ο Συμεών του Σουζντάλ, «η χώρα του ήτο ένδοξος και οι Ιταλοί την ονόμαζαν μεγάλην Ρωσίαν». Κατά τη διήγηση του Ρώσου ιερέα Συμεών, στην Φερράρα είχαν φτάσει επίσης, εκτός των πολλών Ελλήνων (που συνόδευαν τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη), και οι ακόλουθοι: Από το βασίλειο της Γεωργίας είχε έλθει ο Μητροπολίτης Γρηγόριος, συνοδευόμενος από τον πρέσβη Θεόδωρο. Το βασίλειο της Τραπεζούντας αντιπροσώπευαν ο Μητροπολίτης Δωρόθεος και ο πρέσβης Ιωάννης. Τον Βοεβόδα της Βλαχίας είχαν εντολή να αντιπροσωπεύσουν ο Μητροπολίτης Δαμιανός και ο πρέσβης Νικόλαος. (Βλ. άρθρο Les Russes au Concile de Ferrare-Florence, όπου το κείμενο της «Récit du huitième Concile par Siméon de Suzdal», Περιοδ. «Irenikon», 1974/2, σσ. 194-195). Ο αυτοκράτορας πρόσθεσε τον Ισίδωρο, ο οποίος συμφωνούσε με τον Βησσαρίωνα, στους δύο προηγούμενους.

Εν τω μεταξύ ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος είχε εγκατασταθεί με λίγους άρχοντες σε μία Μονή, έξι μίλια έξω από την Φερράρα, και εκεί διασκέδαζε συνεχώς, επιδιδόμενος σε εκδρομές κυνηγιού, «μηδένα λόγον ποιούμενος περί των εκκλησιαστικών» πραγμάτων.

Στο σημείο αυτό, θα επιχειρήσουμε μία σύντομη σκιαγραφία των σπουδαιότερων προσώπων Ανατολής και Δύσεως, τα οποία επρόκειτο να  διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο στην Σύνοδο, στην οποία διασταυρώνονταν για πρώτη φορά τα βήματα και τα βλέμματα «τόσων σπουδαίων ανδρών του πνεύματος στον ίδιο τόπο και για τόσο σοβαρό διάστημα». Η Σύνοδος αυτή δεν ήταν μόνο η λαμπρότερη καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όπου συναντήθηκαν Έλληνες και Λατίνοι. Ήταν και η πρώτη φορά κατά την οποία οι διαφορές που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες επρόκειτο να συζητηθούν στην Οικουμενική Σύνοδο.

Ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος ερχόμενος στην Δύση σκεπτόταν μόνο τη βασιλεία του, η οποία κινδύνευε. Γι’ αυτό έσπευδε προς την Ιταλία αδιαφορώντας μάλλον για την Εκκλησία, έστω και αν αποκαλούνταν «δεφένστωρ» (προστάτης) της Εκκλησίας. (S.Syropoulos, έκδ. V.Laurent, Τμ. VIII, κεφ. 11, σελ. 400 (1-7). «Εγώ μεν ειμί δεφένστωρ της Εκκλησίας». Και έργον του «δεφένστορος» είναι να προστατεύει και να υπερασπίζεται τα δόγματα της Εκκλησίας και επίσης να συνενώνει και να συντηρεί «πάντας τους ημετέρους εν ομονοία», ώστε να συμφωνούν και να έχουν όλοι μία γνώμη.

Αλλά η βιασύνη, η ακρισία και η επιπολαιότητα που έδειξε πριν από τη Σύνοδο, φανερώνουν ότι ουσιαστικά αδιαφορούσε και για την βασιλεία του και για τον επικείμενο πολιτικό όλεθρο. Γιατί ο πατέρας του Μανουήλ Β΄ ο Παλαιολόγος, αλλά και ο σοφός Πλήθων, του είχαν επιστήσει την προσοχή, ότι ένα τέτοιο εγχείρημα, δηλαδή η στροφή προς τον Πάπα και η βεβιασμένη προσπάθεια ένωσης των Εκκλησιών, δεν θα ωφελούσε καθόλου το βυζαντινό κράτος. Απεναντίας, θα το έβλαπτε. Εξ άλλου, ο βασιλιάς άβουλος από χαρακτήρα, δεν ενδιαφερόταν και τόσο για τις ταπεινώσεις, που υφίστατο η Ελληνική αντιπροσωπεία από τον Πάπα. Ήθελε με κάθε θυσία να υπογραφεί ενωτικός όρος. Ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος ήταν ο μεγαλύτερος από τα έξι παιδιά του Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου και της αυτοκράτειρας Ελένης. Μετά τον Ιωάννη ακολουθούσαν κατά σειρά ο Θεόδωρος, ο Ανδρόνικος, ο Κωνσταντίνος (ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου), ο Δημήτριος και ο Θωμάς, που ήταν ασθενικός και ασήμαντος: «η μόνη σημαντική του πράξη υπήρξε η πώληση της Θεσσαλονίκης στους Ενετούς, το 1423».( Βλ. St. Runciman, Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, σελ. 103).

Ο πατριάρχης Ιωσήφ Β΄, ενώ στην αρχή φάνηκε τόσο ανυποχώρητος στους εξωτερικούς τύπους και στις αξιώσεις του Πάπα περί πρωτοκαθεδρίας και επέμεινε στην ισοτιμία, αργότερα φάνηκε πολύ υποχωρητικός και μάλιστα σε ουσιαστικά θέματα δόγματος και πίστης. Ο Συρόπουλος τον χαρακτηρίζει ως άστατο, καιροσκόπο, φιλόδοξο, ιδιοτελή, παλίμβουλο και άνθρωπο ο οποίος φοβάται ένα μόνο: Τον αυτοκράτορα. Ο Εφέσου Μάρκος κατά τις αρχές των συζητήσεων στην Φερράρα έστειλε επιστολή προς τον πατριάρχη Ιωσήφ, στην οποία του έγραφε ότι αποβλέπει προς αυτόν ως «προς άγκυρα και καταφυγήν και προσφύγιον». Αργότερα όμως, όταν είδε το άστατο, το ασυνεπές και παλίμβουλο του ανθρώπου και ότι είχε εγκρίνει τα όσα έγιναν στην Σύνοδο, έγραψε: «και ο Πατριάρχης επεψηφίσατο», γιατί και αυτός ο δυστυχής ήταν «ήδη προδιεφθαρμένος». Ο Ιωσήφ, άμοιρος μάλλον θεολογικής μόρφωσης, ανίκανος να αντιμετωπίσει τις «πανουργίες» του Πάπα, και μη μπορώντας ν’ ανταπεξέλθει στις διπλωματικές πιέσεις του βυζαντινού αυτοκράτορα, στο τέλος γίνεται υποχείριο «των ισχυρών της ημέρας». Βέβαια, ο πατριάρχης παρέμεινε μέχρι τέλους υπέρμαχος της Ενώσεως.  Είχε πάρει μαζί του στην Δύση τα πολυτελέστερα άμφια και τα λαμπρότερα ιερά σκεύη, για «τον πανηγυρισμόν της ενώσεως», γιατί είχε τη γνώμη ότι αυτή θα γινόταν οπωσδήποτε. Δεν αξιώθηκε όμως να υπογράψει τον «όρον» και να πανηγυρίσει την ένωση. Τον πρόλαβε ο θάνατος την 10η Ιουνίου του 1439.

Ο καθηγητής Στ. Ράνσιμαν παρατηρεί: «Ο πατριάρχης Ιωσήφ, αφού συμφώνησε με τους Λατίνους ότι η δική τους φόρμουλα πως το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται και εκ του Υιού» σήμαινε το ίδιο με την ελληνική θέση ότι το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται δια του Υιού», αρρώστησε και πέθανε. Ένας δηκτικός λόγιος παρατήρησε ότι «αφού είχε μπερδέψει τις προτάσεις του, τι άλλο του απέμεινε να κάνει;». Ο Συρόπουλος θεωρεί ως ευεργεσία το θάνατο του Ιωσήφ πριν προφτάσει να υπογράψει τον «όρον», γιατί, όπως γράφει, εάν ζούσε θα υποστήριζε σταθερά την Ένωση στην Ιταλία. Εάν δε πάλι επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη μετά την υπογραφή του «όρου», ελάχιστοι θα τολμούσαν να διακόψουν την επικοινωνία μαζί του, γιατί ήταν «βαθυστόχαστος» και είχε στην προσωπικότητά του «πολύ το αιδέσιμον και φοβερόν».

Ο πάπας Ευγένιος Δ΄ (1431-1447) ήταν ουσιαστικά καθηρημένος από την άλλη λατινική Σύνοδο της Βασιλείας, την οποία ο ίδιος ονόμαζε «συναγωγή του σατανά». Εκείνη πάλι τον χαρακτήριζε «στασιαστή, επίορκο, αδιόρθωτο, πεισματικό στα αμαρτήματά του, σχισματικό, σιμωνιακό και αιρετικό».

Ο Πάπας έβλεπε την Σύνοδο της Φλωρεντίας ως μία ευκαιρία να ανακτήσει τη δύναμη που έχασε και να επιβληθεί στους επισκόπους της Βασιλείας, στους ηγεμόνες της Ιταλίας και των άλλων δυτικών χωρών. Ακόμη έβλεπε τη σύνοδο και ως μία θαυμάσια αφορμή να επεκτείνει το Παπικό πρωτείο του και στην Ανατολή. Έτσι θα ικανοποιούσε τις απολυταρχικές και επεκτατικές του τάσεις.

Οι περί τον Πάπα, δηλαδή η λατινική αντιπροσωπεία «είχε αποτελεστεί από εξαιρετικά ασκημένους συζητητές, που εργάζονταν μαζί σαν ομάδα, με τον Πάπα πίσω τους για να τους συμβουλεύει». Αλλά όχι μόνο εκείνος, που πρόδωσε την σύνοδο της Βασιλείας καρδινάλιος Ιουλιανός Καισαρίνι (Giuliano Cesarini), αλλά και όλοι οι άλλοι Λατίνοι διακρίνονταν για το «σοφιστικόν και φίλερι και αμετάπειστον». Φέρονταν, όπως και ο αφέντης τους, με εγωπάθεια και καταφανή περιφρόνηση απέναντι στους Ορθοδόξους Έλληνες. Γι’ αυτό ο Μάρκος Εφέσου αναγκάστηκε να ελέγξει το μη φιλικό και υπεροπτικό των Παπικών συνοδικών, από τους οποίους έλειπε η αγάπη και ο πόθος για την εύρεση της αλήθειας. Αλλά και ο Λατίνος ελληνιστής της Συνόδου, ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Τραβερσάρι τόλμησε να πει στον αρκετά δύσκαμπτο Πάπα ότι στις σχέσεις του προς τους Έλληνες θα κέρδιζε περισσότερο μέσω της αγάπης παρά μέσω της φιλονικίας. Ο Ambroise Traversari ήταν γενικός προϊστάμενος του παπικού τάγματος των Καμαλδούλων (Camaldules). Διερμηνέας της Συνόδου, επιφανής ελληνιστής και διπλωμάτης. Οι λατινικοί κύκλοι μιλούν με εκτίμηση για την προσωπικότητά του. Ο Συρόπουλος τον αποκαλεί «ειδημονέστερον της ελληνικής παιδείας», και παρατηρεί ότι ήταν «ποικίλος (πολυμήχανος) μεν και πανούργος, πρόσχημα δε περικείμενος ευλαβείας, ούκ άμοιρος τε και της των ελληνικών λόγων παιδείας και τω πάπα πιστότατος» (S. Syropoulos, έκδ. V. Laurent, Τμ. Χ, κεφ. 5, σελ. 480 (1-2). Τμ. VII, κεφ. 1, σελ. 350 (12-13).

Ο Νικαίας Βησσαρίων, (κατά κόσμον Ιωάννης, που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1403), ήταν αναμφισβήτητα ο σοφότερος απ’ τους έλληνες που ακολούθησαν τον αυτοκράτορα. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε μαθητής του ρήτορα Γεωργίου Χρυσοκόκκη. Όταν πήγε στην Πελοπόννησο για να μαθητεύσει κοντά στον διάσημο τότε Γεώργιο Γεμιστό ή Πλώθηνα και κήρυττε τον θείο λόγο, τόσος πολύς κόσμος έτρεχε να τον ακούσει, ώστε και οι μεγαλύτεροι ναοί ήταν αδύνατο να περιλάβουν τους εκκλησιαζόμενους. Η φήμη του διαδόθηκε νωρίτατα σε όλο τον τότε ελληνικό κόσμο. Διέθετε ευρεία ελληνική παιδεία, ευγλωττία, χάρη και διανοητική ευλυγισία, χαρίσματα τα οποία τον βοήθησαν να συναρπάζει όσους τον άκουγαν. Επί πλέον είχε και θαυμάσιες διπλωματικές ικανότητες, χάρη στις οποίες διαπραγματεύτηκε επιτυχώς την προσέγγιση και συμμαχία του αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ του Παλαιολόγου και του αυτοκράτορα Τραπεζούντας Αλεξίου Δ΄ του Κομνηνού.

Ο πρωτοσύκγελλος Γρηγόριος Μάμμας ή Μαμμής ήταν πνεύμα πρόχειρο και εριστικό. Αισθανόταν ευχαρίστηση να αντιλέγει στον Εφέσου και τασσόταν συνήθως με τον Βησσαρίωνα. Μαζί με τον Ισίδωρο Ρωσίας ή και μόνος του ειρωνευόταν και «εκωμώδει εις πολλούς τους λόγους» του Εφέσου. Ενώ δε πάντοτε καταφερόταν εναντίον του Εφέσου, επαινούσε τον Νικαίας, «διεγείρων» με τον τρόπο αυτό τους δύο αυτούς επισκόπους «προς διχόνοιαν». Ενώ, προκειμένου να χτυπήσει τον Εφέσου συμφωνούσε με τον Ρωσίας, βασικά οι δύο αυτοί «σύμμαχοι» «αηδώς διέκειντο αλλήλοις»! Η φιλία τους αναπτύχθηκε «ότε εβουλεύοντο και κατεσκεύαζον την ένωσιν. Μετά το συστήσαι αυτήν αύθις διηνέχθησαν». Απόδειξη της μόνιμης διχόνοιάς τους ήταν και το ότι γύρω στο τέλος της Συνόδου «εφιλονείκησαν αναίδην (=με αδιαντροπιά, θρασύτητα και αυθάδεια) ενώπιον του βασιλέως» και κατά την φιλονικία  αντάλλαξαν βαριές εκφράσεις! Ο Γρ. Μάμμας «έσκωπτε τους άρχοντας θρασέως και αναιδώς, παρόντος τε και απόντος του βασιλέως». Έτσι φερόταν και προς τους αρχιερείς. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει γιατί φοβόταν τα «ιταμώτατα σκώμματά» του (=τις αναίσχυντες κοροϊδίες του). Γενικά ο Γρηγόριος εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία, για να «προκαλέσει φλόγας, φυσών επί της πυράς». Τον χαρακτήρα του δείχνουν επίσης και τα όσα είπε στην Φλωρεντία σε μία συζήτηση με τους άλλους Έλληνες, στην οποία ήταν παρών και ο Πατριάρχης: Γνωρίζω, είπε, ότι εάν δεχτούμε την ένωση θα μας αναθεματίσουν προτού φθάσουμε στην Βενετία. Εάν πάλι αρνηθούμε να υπογράψουμε την ένωση και πάλι θα μας αναθεματίσουν. «Κάλλιον» λοιπόν «ίνα ποιήσωμεν» την ένωση και «ούτως ίνα αναθεματίζωσιν ημάς». Και ο Συρόπουλος παρατηρεί. «ηπόρησαν οι ακούσαντες»!...

Ο Άγγλος βυζαντινολόγος, καθηγητής Στ. Ράνσιμαν γράφει: «Η Ελληνική αντιπροσωπεία ήταν πιο «ρευστή» από την Λατινική. Επειδή κατά την Ορθόδοξη παράδοση, κάθε επίσκοπος εμπνέεται εξ ίσου στα δογματικά ζητήματα, ενώ οι λαϊκοί έχουν δικαίωμα να έχουν θεολογικές γνώμες, γι’ αυτό ο κάθε Έλληνας συζητητής τραβούσε τον δικό του δρόμο (...). Δεν υπήρχε συνοχή και ενιαία γραμμή μεταξύ των Ελλήνων. Οι Έλληνες της Συνόδου έδειξαν στην αρχή κάποια σταθερότητα, αλλά κλονίσθηκαν πολύ νωρίς και τελικά κάτω και από τις αφόρητες πιέσεις του Πάπα υπέγραψαν την ψευδοένωση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της ασυνέπειας και αστάθειας αυτής είναι ο Μονεμβασιάς Δοσίθεος και ο Ρωσίας Ισίδωρος. Ο πρώτος σε κάποια συζήτηση διακήρυξε: θέλετε να προδώσουμε το Ορθόδοξο δόγμα μας; «Εγώ βούλομαι αποθανείν ή λατινίσαι ποτέ». Τελικά όμως προτίμησε να λατινίσει παρά να πεθάνει!

Ο Ρωσίας Ισίδωρος, κατ’ αρχάς ηγούμενος της Μονής του αγίου Δημητρίου, χειροτονήθηκε (μεταξύ του 1435-1436) σε Μητροπολίτη Μόσχας (ή Ρωσίας). Προτού αναχωρήσει από την Μόσχα (8 Σεπτεμβρίου 1437) για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να συμμετάσχει στην αντιπροσωπεία της Συνόδου, ο Μέγας Δούκας της Ρωσίας του είπε: «Δεν σε διατάζουμε να συμμετέχεις στη Σύνοδο. Εσύ όμως επιμένεις να μεταβείς. Να θυμάσαι λοιπόν την καθαρότητα της πίστεώς μας και όταν θα επιστρέψεις από την Ιταλία φέρε πάλι πίσω την ίδια πίστη αλώβητη». Ο Ισίδωρος ορκίστηκε ότι θα μείνει πιστός στην Ορθοδοξία. Καθ’ οδόν όμως προς την Βασιλεύουσα απέδειξε με διάφορες ενέργειές του, ότι η καρδιά του κτυπούσε δυνατότερα για τον Πάπα. Η αγία, παραδοσιακή και αμόλυντη πίστη των «ευσεβών και Ορθοδόξων» Χριστιανών ελάχιστη συγκίνηση του προξενούσε. Αυτό φάνηκε καθαρότερα κατά την διάρκεια της Συνόδου, όπου τάχθηκε ευθύς εξ αρχής με την ενωτική μερίδα. Και είπε μεν, κατά την τελευταία συνεδρίαση της Φλωρεντινής Συνόδου, στον Λατίνο Ιωάννη Πρεβεντζιάλιο: «Τα επιχειρήματά μου, στα οποία δεν δόθηκε απάντηση, δεν μου επιτρέπουν να δεχθώ την ήττα της ελληνικής πλευράς». Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά τη λήξη της παραπάνω συνεδρίασης, ψήφισε πρώτος υπέρ των Παπικών! Η τιάρα του Παπικού Καρδιναλίου τον είχε τόσο πολύ θαμπώσει, ώστε δεν ενδιαφερόταν πλέον για την αλήθεια της Ορθόδοξης πίστεως, αλλά για το χρυσάφι και την λάμψη του αξιώματος του Καρδιναλίου.

Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο μετά την άλωση  της Κωνσταντινουπόλεως πρώτος Πατριάρχης του δούλου Γένους με το όνομα Γεννάδιος, είχε φθάσει στην Φερράρα την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1438. Επειδή ήταν «λαϊκό μέλος της Συνόδου, ο ρόλος του ήταν συμβουλευτικός και αφανής». Αυτοί οι οποίοι παρουσιάζονταν ως κατευθύνοντες τα της Συνόδου ήταν κυρίως οι αρχιερείς. Πάντως, ενώ ο Σχολάριος συμφωνούσε με τον δάσκαλό του επίσκοπο Εφέσου Μάρκο Ευγενικό, η θέση του ήταν περισσότερο δυσχερής (εκείνης του Εφέσου), διότι ως βασιλικός αξιωματούχος με πολύ υψηλές κρατικές θέσεις έπρεπε να ταχθεί με το μέρος του βασιλιά και να υπερθεματίζει πάντοτε σε όσα εκείνος (ο βασιλιάς) πρότεινε. Παρ’ όλα αυτά ο Σχολάριος, εκτός μίας περιπτώσεως κατά την οποία προσπάθησε με ένα μετριοπαθές κείμενό του να γεφυρώσει τις διϊστάμενες απόψεις, δεν βοήθησε με κανένα τρόπο τα σχέδια του αυτοκράτορα και των λατινιζόντων, επέκρινε δε σφοδρά τον Βησσαρίωνα, επειδή με την ομάδα του γινόταν αίτιος να πάρουν κακή τροπή τα της ενώσεως και να επιτευχθεί «κακή» ένωση. Σε κάποια φάση της Συνόδου συνέθεσε μετριοπαθές κείμενο, το οποίο έγινε δεκτό από τον βασιλιά και τους περισσότερους Έλληνες αντιπροσώπους και αποφασίστηκε να σταλεί στους Παπικούς, ως απάντηση στην δική τους έκθεση. Αλλά η αντίδραση των Λατίνων μετά την ανάγνωση του κειμένου, δείχνει ότι ο Σχολάριος παρά το μετριοπαθές της διατύπωσης, παρέμεινε στέρεα επί των Ορθόδοξων απόψεων. Αυτό ακριβώς συντέλεσε ώστε να μη γίνει δεκτό και να απορριφθεί από τους Λατίνους. Για όλα αυτά ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θεόδ. Ν. Ζήσης, ο οποίος έχει μελετήσει και αναλύσει με πολλή προσοχή τις πηγές και τα κείμενα που αναφέρονται στη μορφή του Γεωργίου Σχολαρίου και έτσι έχει αποκαταστήσει τη φήμη του, η οποία διαβλήθηκε ιδίως μετά την Σύνοδο, γράφει: «Ουδεμία αμφιβολία παραμένει επί τη βάσει της εκθέσεως του Συροπούλου και των ιδικών του συγγραμμάτων ότι ο Σχολάριος, μολονότι ως ανώτατος κρατικός αξιωματούχος και σύμβουλος του βασιλέως έπρεπε να είναι υπέρμαχος της γραμμής του τελευταίου, εν τούτοις παρέμεινε σταθερώς επί της υπό του Μάρκου Ευγενικού χαραχθείσης γραμμής και ήτο όχι απλώς αμέτοχος εις τα υπό του Βησσαρίωνος και της ομάδος του τεκταινόμενα, αλλά και τελείως αντίθετος προς αυτά, μέχρι του σημείου να αποχωρήση διαμαρτυρόμενος, προ της λήξεως των εργασιών της συνόδου (...).κατ’ αρχήν ήτο υπέρ του καλού και θεοφιλούς έργου της ενώσεως», γι’ αυτό και  δεν φερόταν εχθρικά προς τους Λατίνους, αλλά φιλικά, δεν είχε όμως οποιαδήποτε κοινωνία με αυτούς στον χώρο της διδασκαλίας: «μήτε μην κοινωνών Λατίνοις εν οτωούν». (με οποιονδήποτε τρόπον).

Δυτικοί συγγραφείς, στηριζόμενοι μάλλον σε νόθα και «διεφθαρμένα» συγγράμματα, επιμένουν ότι ο Σχολάριος ήταν ευθύς εξ αρχής ενωτικός, αλλά όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη μετά τη Σύνοδο, αναθεώρησε τις απόψεις του και ανακλήθηκε στην Ορθόδοξη γραμμή από τον δάσκαλό του Μάρκο τον Ευγενικό. Αλλά μετά την εργασία του Θ.Ν.Ζήση, νομίζουμε ότι η αλήθεια για τα φρονήματα και την στάση του Σχολαρίου κατά την Σύνοδο, αποκαθίσταται πλήρως.

Ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, άλλο λαϊκό μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας, δεν είχε ουσιαστικά θρησκευτικά ενδιαφέροντα. Υποστήριζε την αναδιοργάνωση του κράτους με βάση τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Αντιπαθούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία και περισσότερο την Λατινική. Άλλωστε πίστευε ότι σε λίγα χρόνια ο Χριστιανισμός θα εξαφανιζόταν. Όταν δε ζήτησαν τη γνώμη του για τις δύο Εκκλησίες, την Ελληνική και τη Λατινική, καταδίκασε με βιαιότητα τη Λατινική, γιατί  θεωρούσε ότι αποτελεί πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για τη σκέψη. Η δική του θρησκεία ήταν μείγμα Πλατωνικής κοσμολογίας, επικουρείου φιλοσοφίας και Ζωροαστρισμού. Αντί δε της λέξεως Θεός χρησιμοποιούσε το όνομα Δίας. Οι θρησκευτικές του απόψεις δε δημοσιεύτηκαν ποτέ ανοικτά. Εξ αφορμής της μετάβασής του στην Σύνοδο του δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθεί, εκτός της Φερράρας και Φλωρεντίας, και άλλες Ιταλικές πόλεις και να δώσει διαλέξεις διαδίδοντας τις Πλατωνικές ιδέες του. Η ίδρυση (το 1449) της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Φλωρεντία ήταν καρπός των διαλέξεών του εκείνων. Κατά τις συζητήσεις στην Φερράρα-Φλωρεντία υποστήριξε την παράδοση της Εκκλησίας, αλλά η συμμετοχή του υπήρξε μέθεξη διπλωμάτη και σοφού, ο οποίος γνώριζε την ιστορία και τα κείμενα, και όχι πιστού, ο οποίος φλεγόταν από αγάπη προς την Ορθόδοξη αλήθεια, όπως ο όσιος Μάρκος ο Ευγενικός. Τελικά δεν υπέγραψε τον «Όρον» της  Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας.

Οι Έλληνες επίσκοποι, άμοιροι πνευματικού πλούτου οι περισσότεροι, έδειξαν χλιαρότητα και αφού υποτάχθηκαν «επαγγελίαις λαμπραίς και δόμασι», κατάντησαν δυστυχώς «προδόται της εαυτών σωτηρίας και ευσεβείας». Ο Δούκας διηγείται ότι υπήρξαν ορισμένοι Ορθόδοξοι αρχιερείς, οι οποίοι έλεγαν, όταν επρόκειτο να υπογράψουν τον «Όρον»: Δεν υπογράφουμε, «εάν μη το ικανόν ημίν της προσόδου παράσχητε». Οι δε Λατίνοι «έδιδον και εβάπτετο κάλαμος». (Δούκα, Ιστορία Βυζαντινή, σελ. 216ΑΒ). Ο Συρόπουλος ιστορεί ότι ο Πάπας, δια των οργάνων του, είχε εξαγοράσει με «φλωρία» τον Μυτιλήνης, τον Νικομήδειας, τον Μέγα Σκευοφύλακα και άλλους «των υποδεεστέρων αρχιερέων». (S.Syropoulos, έκδ. V.Laurent, Τμ. Χ, κεφ. 8, σελ. 482 (8-22). Αλλά και του Δούκα η μαρτυρία είναι κατά πάντα αξιόπιστη. Γιατί ο Δούκας υπήρξε ως ιστορικός φιλαλήθης και σύντομος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πάθος του ως Έλληνα δεν τον παρέσυρε σε διαστροφή της αλήθειας. (Νικ. Β. Τωμαδάκη, Σύλλαβος Βυζαντινών Μελετών και Κειμένων, σελ. 623).

Οι Έλληνες και οι Λατίνοι προτίμησαν να συζητήσουν το περί Καθαρτηρίου πυρός αντί να αρχίσουν με το επίμαχο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Ο Νικαίας διαφώνησε με τον Εφέσου. Ο πρώτος θεωρούσε το θέμα αυτό ανάξιο λόγου, την δε διαφορά μας με τους Λατίνους επουσιώδη. Ο δεύτερος επέμενε ότι στο θέμα αυτό η απόστασή μας από τους Λατίνους είναι μεγάλη. Τα όσα ανέπτυξε ο Εφέσου «Περί Καθαρτηρίου πυρός» δείχνουν  πόσο άνετα κινούταν στα δογματικά ζητήματα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Στα επιχειρήματά του κατά των Παπικών θέσεων αναφέρει μαρτυρίες του Μ.Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, του Χρυσοστόμου, του ασκητή Δωρόθεου, Θεοφάνη του Γραπτού, Θεοδώρου του Στουδίτη, του Ωριγένη, του Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη, του Γρηγορίου Νύσσης, του Μεγάλου Επιφανίου, Ιωάννη του Δαμασκηνού και Μάξιμου του Ομολογητή.

Το περί «Καθαρτηρίου Πυρός» δόγμα είναι επινόηση των Παπικών, η οποία δεν στηρίζεται επί της Αγ.Γραφής. Το είχαν εφεύρει χάριν αργυρολογίας και πλουτισμού. Κυρίως δε για να ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση του ναού του Αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη, επί πάπα Λέοντα Ι΄ και για να καλύπτονται τα τεράστια έξοδα της Παπικής αυλής.

Είναι ευτύχημα για την Ορθόδοξη θεολογία το ότι έφτασαν μέχρι εμάς τα σπουδαία κείμενα του αγίου Μάρκου και οι θεολογικές απαντήσεις του προς τους Παπικούς περί «Καθαρτηρίου πυρός», όπως επίσης και τα κείμενα των Λατίνων και η πραγματεία του Βησσαρίωνα για το ίδιο θέμα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η σημαντικότερη συμβολή του Μάρκου στην Σύνοδο της Φλωρεντίας και την θεολογία της ήταν οι λόγοι του περί καθαρτηρίου πυρός ή η εσχατολογική διδασκαλία του.

Ο πατριάρχης Ιωσήφ ζήτησε ένα ναό για να τελούν οι Ορθόδοξοι την Θεία Λειτουργία τις Κυριακές και γιορτές. Αλλά ο Πάπας απάντησε στον Πατριάρχη ότι η παραχώρηση ναού εξαρτάται από τον επίσκοπο της πόλεως. Τώρα πως ο Πάπας, ο οποίος επιμένει ότι είναι υπεράνω όλων των επισκόπων και κάθε άλλης αρχής στην Ρωμαϊκή Εκκλησία, δεν μπορούσε να παραχωρήσει ναό και παρέπεμψε τον Πατριάρχη στον επίσκοπο της Φερράρας, αυτό εύκολα το αντιλαμβάνεται κανείς. Πάντως ούτε ο επίσκοπος της πόλεως παραχώρησε ναό στους Ορθοδόξους. Τους είπε με πολλή διπλωματία και περισσότερη αγένεια, ότι οι μεν μεγάλοι ναοί δεν είναι δυνατό να αφαιρεθούν από το πυκνό εκκλησίασμά τους, οι δε μικρότεροι ναοί δεν θα ...ευχαριστήσουν τον Πατριάρχη. Και πρόσθεσε με περισσό θράσος: «δια τούτο ουκ έχω δούναι τω Πατριάρχη ναόν»!

Η δεύτερη σοβαρή αφορμή για διαπληκτισμούς ανάμεσα στις δυο αντιμαχόμενες μερίδες ήταν το ζήτημα του σιτηρεσίου. Ο Πάπας χορηγούσε στον αυτοκράτορα τριάντα φλωριά κατά μήνα, στον Πατριάρχη είκοσι πέντε, στον Δεσπότη Δημήτριο, τον αδελφό του αυτοκράτορα, είκοσι φλωριά και στους υπόλοιπους από τέσσερα ή τρία. Αλλά το σιτηρέσιο αυτό ήταν ανεπαρκές και ανάξιο λόγου και ακόμη χειρότερο, δεν καταβαλλόταν τακτικά. Έτσι οι Ορθόδοξοι πεινούσαν. Στενοχωρούνταν μάλιστα τόσο πολύ οικονομικά, ώστε η φρουρά του βασιλιά για να ζήσει πουλούσε- όπως γράφει ο Συρόπουλος- τα όπλα της και έδινε ενέχυρο τα ρούχα της! Τόσο πολύ δε πεινούσε, ώστε ο μέγας πρωτοσύγκελος του Πατριάρχη αναγκάστηκε να δώσει τα ιερά του επιμάνικα στην φρουρά, για να τα πουλήσει και έτσι να εξοικονομήσει χρήματα για τρόφιμα. Όλα αυτά ήταν εκβιαστικά μέσα του Πάπα για να εξαναγκάσει τους Ορθόδοξους να υποχωρήσουν στις αξιώσεις του και να ενδώσουν στην ένωση. Το οικονομικό θέμα «θα επανέρχεται ως κακή επωδός καθ’ όλη τη διάρκεια της Συνόδου» (J.Decarreaux).

Κάποια στιγμή, επί τέλους, ο αυτοκράτορας πείσθηκε να σταματήσει τα επί έξι μήνες κυνήγια του και να αναλάβει ενεργότερο ρόλο για την ουσιαστική έναρξη της Συνόδου, πράγμα το οποίο έγινε την 8η Οκτωβρίου του 1438. Στο σημείο αυτό των εργασιών της Συνόδου είναι άξια πολλής προσοχής τα όσα έγραψε, εν τω μεταξύ, ο Μάρκος ο Ευγενικός σε επιστολή, την οποία απηύθυνε προς τον Πάπα, ύστερα από επιμονή του Καρδινάλιου Καισαρίνι και παρακίνηση του μητροπολίτη Μυτιλήνης. Ο έξυπνος αλλά και δόλιος Καρδινάλιος φαντάστηκε ότι ήταν δυνατό να προωθήσει σοβαρά την υπόθεση της Ένωσης, εάν έφερνε σε επαφή τον Εφέσου με τον Πάπα. Ο Μάρκος δίστασε στην αρχή, αλλά δέχθηκε τελικά την πρόταση και συνέταξε σχετικό υπόμνημα. Στο υπόμνημα εκείνο διακρίνει κανείς  τον πόθο του για ένωση αλλά και το Πατερικό φρόνημα, από το οποίο εμπνεόταν. Έγραψε λοιπόν ο Εφέσου: «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια. Σήμερον αι νοηταί ακτίνες του της ειρήνης ηλίου τη οικουμένη πάση προανατέλλουσι. Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων, ο Θεός, εφεστάναι διηρημένω τω σώματι, ουδέ τον της αγάπης δεσμόν εξ ημών ανηρήσθαι παντάπασιν η αγάπη βούλεται».  Θρηνούσε δε για το σχίσμα και συνέχιζε: «Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; Μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους και κατεσθίομεν, έως αν υπ’ αλλήλων αναλωθώμεν και υπό των έξωθεν εχθρών εις το μηκέτι είναι χωρήσωμεν; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ Βασιλεύ, μηδέ νικήση την σήν αγαθότητα των ημετέρων αμαρτιών η πληθύς». Ύστερα έγραψε προς τον Πάπα: «Τις η μακρά και χρόνιος ένστασις και η άφιλος υπεροψία των αδελφών και των σκανδαλιζομένων η αλλοτρίωσις; Τι των Πατέρων κατέγνωμεν, ότι παρά τάς κοινάς αυτών παραδόσεις, έτερα φρονούμεν και λέγομεν; (...) Τι παρά το Ευαγγέλιον, ό παρελάβομεν, έτερον ευαγγελιζόμεθα; (...) Τις την αδελφικήν αγάπην εξ ημών αφείλε; (...) Άρα ψυχής αποστολικής ταύτα, και πατρικής γνώμης, και αδελφικής διαθέσεως; Μη περιίδητε κενούς και απράκτους ημάς απελθόντας. Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών. Μη ατιμάσητε την πρεσβείαν. Μη τους κόπους εξουθενήσητε. Μη τας ευχάς ακάρπους ελέγξητε. Μη το θέλημα των εχθρών εκπληρώσητε (...). Μη τον Θεόν και το Πνεύμα αυτού το Άγιον λυπηθήναι παρασκευάσητε. Μετέωρός εστί πάσα ψυχή και ακοή πάσα την υμών αναμένουσα γνώμην. Αν εθελήσητε νεύσαι προς την αγάπην και τα σκάνδαλα εκ μέσου περιελείν, ήρθη τα των Χριστιανών, πέπτωκε τα των ασεβών, έπτηξαν (εφοβήθησαν) οι μισούντες ημάς και τον οικείον προεγνώκασι όλεθρον». (Δηλαδή: Κατάλαβαν ήδη εκ των προτέρων την καταστροφή, τον όλεθρο που τους περιμένει).

Αργότερα και κατά τη διάρκεια των εργασιών της Συνόδου, Αυτοκράτορας και Πατριάρχης σιώπησαν στα όσα ο επίσκοπος Εφέσου τους κατηγόρησε και έφυγαν για τα διαμερίσματά τους. Εν τω μεταξύ όμως οι Λατίνοι, για να επηρεάσουν τους Έλληνες, άρχισαν να εφαρμόζουν την μέθοδο της εξαγοράς: Απεσταλμένοι του Πάπα έφεραν «χρυσάφι» και χρήματα πολλά στον αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη και τους επισκόπους. Αλλά ο Μάρκος διαμαρτυρήθηκε και πάλι έντονα και ήλεγξε τους Ορθόδοξους- αυτοκράτορα, Πατριάρχη, επισκόπους- γιατί δέχονταν να εξαγορασθούν με τα Παπικά χρήματα.

Όταν άρχισαν οι επίσημες συνεδριάσεις- όχι στο ναό όπου έγινε η ανακήρυξη της Συνόδου, αλλά στο δουκικό παλάτι, στο οποίο έμενε ο Πάπας, γιατί κατά τους Παπικούς ήταν ανάρμοστο στον «άκρον αρχιερέα» (δηλαδή τον Πάπα) να διασχίζει τους δρόμους προς τον ναό με τέσσερις ή πέντε Καρδιναλίους και λίγους επισκόπους- ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ρόδου απηύθυνε σύντομη προσφώνηση. Κατόπιν ο Βησσαρίωνας εκφώνησε λόγο εγκωμιαστικό για την Σύνοδο και με γενικότερο πολιτικό περιεχόμενο. Είπε ότι «ο Θεός είναι εν μέσω ημών». Πρόσθεσε ότι πρέπει «προς ένωσιν σπεύδειν τα διεστώτα, τα δε διερρηγότα προς σύνδεσμον», και ότι πρέπει μοναδικός σκοπός να είναι η εύρεση της αλήθειας: «Την αλήθειαν ανευρείν προθυμοποιούμενοι μόνον και μετά μεν ταύτης αγαπώντες και το νικάσθαι, ταύτης δε άνευ και το νικάν απωθούμενοι». Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής ότι ο Βησσαρίωνας στον μακρύ εκείνο λόγο του χαρακτήρισε τον Μάρκο, όπως γράφει ο λατινόφρων συγγραφέας των «Πρακτικών» της Συνόδου, «όντως σοφώτατον και θεολόγον ακρότατον».

Οι καινοτομίες της Παπικής Εκκλησίες που προβλημάτιζαν την Ορθόδοξη αντιπροσωπεία δεν ήταν λίγες. Σχετικά με τη διαφύλαξη των παραδεδομένων και την αποφυγή εισαγωγής καινοτομιών ο Μ. Βασίλειος γράφει: Μ.Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, προς τον Ικονίου Αμφιλόχιον, κεφ. κζ΄ PG 32, 188A: «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μέν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν Μυστηρίω παρεδεξάμεθα. άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντερεί, ουκούν όστις γε κατά μικρόν γούν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται. Ει γάρ επιχειρήσαμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον. Μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιϊστώτες το κήρυγμα».

 Η Δυτική Εκκλησία από τον ΙΑ΄ αιώνα απέκλεισε από το ποτήρι της Θείας Ευχαριστίας τους λαϊκούς. Τον ΙΒ΄ αιώνα οι περί Καθαρτηρίου πυρός υπερβολές της και η εκμετάλλευση των αφέσεων άρχισαν να γίνονται ολοφάνερες και να προκαλούν μεγάλα σκάνδαλα μεταξύ του λαού. Επί πάπα Βονιφατίου Η΄ ,γύρω στα 1294, άρχισαν να παρουσιάζονται τα πρώτα ίχνη των λεγόμενων συγχωροχαρτιών. Τον ΙΔ΄ αιώνα εισήγαγε το ραντισμό ή με επίχυση Βάπτισμα. Επίσης το από κάθε πλευρά απαράδεκτο και αντι-ευαγγελικό Παπικό πρωτείο, το οποίο άρχισε ουσιαστικά τον Θ΄ αιώνα επί του πάπα Νικολάου Α΄, και το οποίο συντάραξε όχι μόνο την Εκκλησία , αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, γιατί ο Πάπας είχε την απαίτηση να υποτάξει όλους κάτω από το πέλμα του. Έφθασε δε, ως γνωστόν, στο σημείο να εξαναγκάσει και αυτόν τον τρομερό Φρειδερίκο Α΄ τον Βαρβαρόσα να σκύψει και να του φιλήσει το πόδι! Και ακόμη, ο Βαρβαρόσα, ένας ηγεμόνας όχι τυχαίος, να προσφέρει στον Πάπα υπηρεσίες ιπποκόμου!

Στη Σύνοδο κάποτε αναγνώστηκαν οι «όροι». Τότε είπε ο  Μάρκος ο Ευγενικός: «Ανέγνων τους όρους», στους οποίους οι θείοι Πατέρες απαγορεύουν κάθε μεταβολή ή νόθευση του Συμβόλου «μέχρι λέξεώς τε και συλλαβής» και «εκφωνούσι φρικώδεις αράς» εναντίον εκείνων, οι οποίοι θα τολμήσουν ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλά ο  Μάρκος δεν είχε αρκεσθεί στην ξερή και βιαστική ανάγνωση. Πριν από κάθε «όρον», με την πολυμάθεια που τον διέκρινε, έκανε μικρή εισαγωγή. Μετά δε την ανάγνωση του κάθε «όρου», με την βαθύνοια που τον χαρακτήριζε, διασαφήνιζε και ανέλυε το περιεχόμενο του «όρου», ώστε να γίνει κατανοητός από όλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενδυναμωθούν  περισσότερο οι Ορθόδοξοι.

Οι Παπικοί ήταν πλέον εκτεθειμένοι. Ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι οι καινοτομίες τους στηρίζονται πράγματι σε «όρους» Οικουμενικών Συνόδων. Αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Υποστήριξαν ότι η προσθήκη του Filioque (η εκπόρευση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος «και εκ του Υιού») στο ιερό Σύμβολο της πίστης αναφέρεται από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά οι Ορθόδοξοι απάντησαν με μία φωνή ότι τα κείμενα, που παρουσίασαν οι Λατίνοι, ήταν πλαστά! Χρησιμοποίησαν δηλαδή την γνωστή μέθοδο, στην οποία  αρκετές φορές κατέφυγαν.

Όσοι από τους διακεκριμένους Λατίνους και από τους «εναρέτους μοναχούς» του Πάπα ήταν παρόντες, όταν άκουσαν τους «όρους» και τα όσα είπε ο Εφέσου, έλεγαν με δίκαια απορία: εμείς ούτε γνωρίζουμε, ούτε έχουμε ακούσει ποτέ τις διδασκαλίες αυτές: «ούτε οι διδάσκαλοι ημών εδίδαξαν ημάς περί τούτων». Τώρα δε βλέπουμε «ότι οι Γραικοί λέγουσιν ορθότερον ή ημείς, και πάντες τον Εφέσου εθαύμαζον». Όταν δε ο Εφέσου απέδειξε την νοθεία των πρακτικών της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, την οποία επεχείρησαν οι Λατίνοι για να δικαιολογήσουν την αυθαίρετη προσθήκη, στο ιερό Σύμβολο, της φράσης «και εκ του Υιού», οι Παπικοί θεολόγοι καταντροπιάστηκαν: «όπερ αναγνωσθέν, οπόσην αυτοίς αισχύνης κατέχεεν», γνωρίζουν καλά «οι τότε παρόντες». Σωστά, δε, παρατήρησε στην συζήτηση εκείνη και ο δάσκαλος του Μάρκου, ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός. Είναι αδύνατον, είπε, να είναι γνήσιο το κείμενο που παρουσίασαν οι Λατίνοι. Γιατί, εάν το χειρόγραφο, το οποίο περιέχει δήθεν τον «όρον» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου μαζί με το Filioque ήταν γνήσιο, θα είχε χρησιμοποιηθεί προ πολλού από τους Λατίνους θεολόγους, για να υποστηρίξουν τη θέση τους.

Αλλά ο «στύλος» της Ορθοδοξίας Μάρκος δεν είχε αρκεσθεί μόνο στους «όρους» των Α΄,Γ΄,Δ΄, ΣΤ΄ και Ζ΄ Οικουμενικών Συνόδων, ούτε στους Έλληνες Πατέρες. Είχε αντλήσει επιχειρήματα υπέρ των Ορθοδόξων απόψεών του και από την παράταξη των Λατίνων και μάλιστα όχι από απλούς  θεολόγους της Δύσεως, αλλά από Πάπες. Επέμεινε να αναγνωσθεί επιστολή του πάπα Καιλεστίνου προς τον «αιρεσιάρχη» Νεστόριο. Η επιστολή εκείνη καταδίκαζε κάθε προσθήκη στο ιερό Σύμβολο της πίστης, γιατί έγραφε: ποιος ποτέ δεν κρίθηκε άξιος αναθέματος προσθέτοντας ή αφαιρώντας στο Σύμβολο; Και κρίθηκε άξιος αναθέματος, γιατί η πίστη, η οποία μας παραδόθηκε εκ μέρους των Αποστόλων, δεν χρειάζεται ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεση: «εν ταις βίβλοις ταις ημετέραις» αναγνώσαμε ότι σε εκείνον που αφαιρεί ή προσθέτει «μέγιστη προσβάλλει τιμωρία». Ο Εφέσου παρουσίασε ακόμη επιστολή του πάπα Αγάθωνα (678-681), στην οποία αυτός ομολογεί την πίστη του στο άγιο Πνεύμα, χωρίς την προσθήκη της φράσης «και εκ του Υιού». Κατόπιν επιμονής του Εφέσου αναγνώστηκε επίσης και άλλη επιστολή του ίδιου Πάπα, την οποία ο τελευταίος απηύθυνε προς τους βασιλείς, και η οποία καταδίκαζε κάθε είδους προσθήκη στο ιερό Σύμβολο. Έγραφε ο πάπας Αγάθων: «Κανονικώς από των αγίων», που προηγήθησαν ημών, «και των αγίων πέντε Συνόδων, άπερ ωρισμένα εισίν εν απλότητι καρδίας, και αναμφιβόλως από της παραδοθείσης παρά των Πατέρων πίστεως, αναμφιβόλως φυλάττομεν». Τα φυλάσσομε χωρίς καμία αμφισβήτηση. «Εν και εξαίρετον διαπαντός έχειν ευχόμενοί τε και σπεύδοντες, ίνα μηδέν παρά τα κανονικώς ορισθέντα μειωθή, μήδ’ εναλλαγή (μήτε να αλλάξει), ή προστεθή, αλλά ταυτά και ρήμασι και νοήμασιν (αλλά ακριβώς τα ίδια λόγια και νοήματα) απαράτρωτα φυλαχθή (αναλλοίωτα να φυλαχθούν)»

Τα συγγραφικά δικαιώματα του βιβλίου ανήκουν στην κ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη (συγγραφέα).

Copyright: Αμαλία Κ. Ηλιάδη-2005.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |