ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Πνευματική αναμέτρηση

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Πνευματική αναμέτρηση



ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Ιωάννης ο Θεολόγος
Ο Υιός τής βροντής 

Αφηγηματική βιογραφία
Πνευματική αναμέτρηση

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 13
 
ΕΧΕΙ κάπου ειπωθεί: «Δέν είναι τόσο φοβερό το νά πέσει κανείς σέ μιά πνευματική άναμέτρηση, σέ μιά πάλη στήθος μέ στήθος, όσο τό νά μείνει για  πάντα πεσμένος».

Ή άναμονή έκνευρίζει. Καί τό πείσμα έξαντλεϊ. Χαντακώνει. Ό φανατισμένος έκείνος όχλος, ήλεκτρισμένος άπό περιέργεια καί άγανάκτηση, περίμενε άπό στιγμή σέ στιγμή τόν Κύνωπα. Τοπικό άμόκ; Άλλά ό Κύνωπας δέν ξαναγύριζε. Τόν είχανε ρουφήξει, τόν εϊχανε καταπιεί τά μαύρα σκοτάδια. Ανεπανόρθωτα. Ποιός ώστόσο άνάμεσά τους τό ύποψιαζόταν; Ποιός τολμούσε νά στρέψει στήν πραγματικότητα τήν σκέψη; "Ετσι καί κανένας δέν κουνιόταν άπό τή θέση του. Κανένας δέν άποφάσιζε νά παραβεΐ τήν συμφωνία. Αλλοπρόσαλλο καί πυκνό, κατάπυκνο πλήθος κάθε ηλικίας περίμενε νά ιδεΐ τό τέλος. Όπως ξημεροβραδιάζονται στίς ήμέρες μας μερικοί νά πληροφορηθοΰν τά έκλογικά άποτελέσματα. Καί στό μεταξύ είχαν καί τό νοΰ τους γιά νά μήν τούς ξεγλιστρήσει άπό τά χέρια ιους ό ’Ιωάννης.


Άπό άστεΐο σέ άστεϊο, άπό κουβέντα σέ κουβέντα, άπό διήγηση σέ διήγηση, (ναυτικές περιπέτειες καί κατορθώματα παππούδων), πέρασε ή πρώτη νύχτα, πέρασε ή δεύτερη μέρα, φαίνεται σήμερα ίσως παράδοξο, έπιασε νά βαρυπερνάει καί ή τρίτη. Όμως κανείς δέν τολμούσε νά παραβεΐ τήν συμφωνία. Κανείς δέν κουνιόταν άπό τήν θέση του. Ό ένας έδιδε τό παράδειγμα στόν άλλο. Ή ψυχική βλέπεις λαχτάρα σιγομπερδεύεται σέ ιστούς άράχνης. Σπάνια ξεχωρίζει ύψος ή βάθος. Τόβαλαν βαθιά στήν καρδιά τους. Ζήτημα ζωής καί θανάτου. Τόσα δά καί τόσα σημεία είχε καταφέρει σέ μιά σειρά χρόνια ό Κύνωπας. Τούς έντυπωσίαζε. Καί τώρα στά καλά καθούμενα νά έξαφανιστεΐ; ’Αδύνατο, ’Απίστευτο. ’Εξωφρενικό.

        Νάτος, άνεβαίνει, έρχεται! πού καί πού άνάκραζαν μερικοί. Κι άγνάντευαν πρός τήν θάλασσα. Όμως τίποτα, τού κάκου. Ό Κύνωπας δέν άναφαινόταν, δέν γύριζε.

Νηστικοί, διψασμένοι, ταλαιπωρημένοι, περίμεναν τόν φημισμέ|ο τους ψευδοπροφήτη. Τόν άνθρωπο όπου νόμιζαν ότι τούς προστατεύει καί τούς εύεργετεϊ.

        Νά μήν ξεμακρύνει κανένας άπό μάς, άκούγονταν κάθε τόσο άνακατεμένες κραυγές. Κάπου κάπου καί γυναικείες.

Νηστικοί, διψασμένοι, ταλαιπωρημένοι. ’Αλλά φανατισμένοι. Στό πείσμα τους άμετακίνητοι. Καθώς κυλούσε ό χρόνος άντήχησαν τά πρώτα κλάματα, άντήχησαν καί λυγμοί.

Ξάφνου άναστάτωσαν τήν κοσμοσύναξη ομαδικές κραυγές κινδύνου. Κάτι σάν θρόισμα άπό θρήνο.


Βοήθεια, βοήθειαααα... πεθαίνουν!

Πραγματικά. Στήν βορεινή πτέρυγα άπό τήν άσιτία, τήν ταλαιπωρία, τήν δίψα, είχαν ύποκύψει τρία άτομα.

Τρόμος κι άναταραχή. Τί ήταν κι αύτό πάλι, τί ήταν;

Ή άναμονή εκνευρίζει καί ιό πείσμα έξαντλεΐ. Ό φανατισμένος εκείνος όχλος, ό ηλεκτρισμένος άπό περιέργεια καί άγανάκτηση, περιμένοντας άπό λεπτό σέ λεπτό τό είδωλό του, ύπερβέβαιος γιά τήν έπιστροφή, γιά τό φανταχτερό υπερθέαμα, άρχισε πιά νά σπάει, νά έξαντλεΐται, νά καταρρέει. Καί τρεις άπό τούς πιό άδύνατους, τούς πιό έτοιμόρροπους καί άπό τόν μόχθο της ζωής πιό κακοπερασμένους, κείτονταν χάμου, στήν υγρασία.

Τότε κινήθηκε άπό τήν θέση του ό ’Απόστολος τής άγάπης. Οί φρουροί του βρέθηκαν σέ δίλημμα. Κάποιος έκανε νά τόν έμποδίσει, δέν τό μπόρεσε. Κινήθηκε, περπάτησε, κατευθύνθηκε στό μέρος τού θρήνου. Παρατήρησε έναν ήλικιωμένο πού ότι άρχισε νά μελανιάζει, νά παγώνει. Στά πεταχτά καί τούς ύπόλοιπους.


        Κύριε, ’Ιησού Χριστέ, άναφώναξε. Μέ όλη μου τήν καρδιά, γιά χάρη σου καί εύχαρίστως ύπομένω αύτήν τήν περιπέτεια. Κάνε σέ παρακαλώ, αύτούς τούς συνανθρώπους νά καταλάβουν τήν εύτυχία τους. Τήν πραγματική τους σωτηρία. ’Από τούτο τόν τόπο κι άπ’ αύτήν έδώ τήν κοσμοσύναξη, μήν άφήσεις νά χαθεί κανένας.

’Ακολούθησε λιγόστιγμη σιγή. Σήκωσε τό πρόσωπο, ·τό σεργιάνισε στήν άνθρωποθάλασσα μέ τίς μορφές καί είπε:

        ’Αδέλφια μου πατέρες, παππούδες, μητέρες, άγόρια, θυγατέρες, άκοΰστε με σάς παρακαλώ. ’Έχετε τώρα τέσσερις ήμέρες όπου κυλιέστε ολόγυρα στήν περιφέρεια νηστικοί, διψασμένοι, έξαντλημένοι, σχεδόν έτοιμοθάνατοι. Τού κάκου περιμένετε τόν Κύνωπα. Τον καταδίκασε ό Ίησσϋς Χριστός σέ αιώνια καταδίκη. Καί άπώλεια. Σάς παρακαλώ, σηκωθητε, πηγαίνετε στά σπίηα σας. Προμηθευτείτε τροφές, ξεδιψάσετε μέ τό νερό της δροσιάς πού άνακουφίζει. Συνέλθετε. Κυπάξτε καί λίγο τίς δουλειές σας. Ύστερα κοντοζύγωσε τούς νεκρούς, ύψωσε τά χέρια σέ θέση Ικεσίας καί είπε:

        Κύριε, γλυκύτατε καί άγαπημένε. Έσύ, όπου μέ φωνή σάλπιγγος, στήν έσχατη ήμέρα καί στιγμή τής γής, μέλλεις νά ξεσηκώσεις σύσσωμο τό γένος τών άνθρώπων, άπό τόν Άδάμ ώσαμε τό νιογέννητο τής στιγμής έκείνης βρέφος, άλλά καί όλους όσους μέσα σέ μιά σειρά αιώνες έκοιμήθηκαν, ’Ιησού άγαπημένε μου, δώσε χάρη σ’ αύτούς έδώ τούς άνθρώπους. Ξαναδώσε τους ζωή, ξαναδώσε τους παλμούς γιά νά χαροΰν τόν ήλιο, τόν άγέρα, νά δουλέψουν, νά σκεφθοΰν, νά σέ γνωρίσουν.

Δέν πρόφτασε νά προφέρει τό «άμήν» στή δέησή του καί οί τρεις ξεσηκώθηκαν. Στέναξαν, ξαναστέναξαν, έπιασαν νά χαμογελούν.

Καινούργια σύγχιση, καινούργιο φωνοκόπι. Καινούργιος άλαλαγμός. Ό δίγνωμος καί «ές άεί άμφιρρέπων» όχλος, έχασκε τώρα καταμπροστά στόν πολυβασανισμένο καί ταλαιπωρημένο ’Απόστολο. Κάνοντας άρχή μιά γερόντισα τόν προσκύνησε. Ύστερα δεύτερη, τρίτη, τέταρτη. ’Από κοντά έπεφτε ό ένας μετά τόν άλλο καί τόν προσκυνούσαν. Τόν προσκυνούσαν ομαδικά. ’Εποχή πού ό Θεός παραχωρούσε θαυμάσια. Σημεία.

        Δάσκαλέ μας, άναρίθμητα στόματα, τού φώναζαν. Τώρα πιά ξυπνήσαμε. Δέν είσαι μάγος. Είσαι πραγματικά άπεσταλμένος. Τού Θεού τοϋ Ύψίστου.


Ό ’Ιωάννης δάκρυσε. Αύθόρμητα άναθυμήθηκε, ποιόν άλλο; Τών «πάντων άγίων, άγιώτατον Λόγο». Άναθυμήθηκε πώς άκριβώς σπλαχνιζόταν τούς όχλους. Καί μέ τί άνεξάντλητη ύπομονή θεράπευε τούς δαιμονισμένους, τούς έτοιμοθάνατους. Συνέχεια. Ποιός νά κάτσει νά γράψει, νά σύρει στόν πάπυρο τόσες περιπτώσεις; Σπλαχνιζόταν τίς άνυποψίαστες έκεΐνες ψυχές όπου δέν είχαν ποτέ σωστά οδηγηθεί καί άπό κανέναν στό φώς. Πολλές άνάμεσά τους μέ τήν βιωτική μέριμνα δέν είχαν κάν εύκαιρίες γιά νά άκούσουν μήτε Προδρόμους, μήτε προφήτες. Ώ, ό «πάντων άγίων άγιώτατος Λόγος», δέν μάς έρριξε σάν άθάνατος σποριάς τήν εύλογία άπό τόν άγιο θρόνο. Άλλά κατέβηκε ό ϊδιος γιά νά μάς τήν φέρει.

Παρατήρησε τρόγυρα καί είδε σέ τί χάλια έξαντλήσεως είχανε μέ τό πείσμα τους καταντήσει. Στίς προσλαλιές τους, άποκρίθηκε:

        Διαλυθείτε τώρα ήσυχα, ένας ένας καί πηγαίνετε στά σπίτια σας. Κι εύθύς φροντίσετε νά τονωθείτε, εύφραινόμενοι μέ τροφές.· Γιά νά ξαναβρεϊτε τόν έαυτό σας, νά κατανοήσετε τήν ευθύνη σας, γιά νά ξαναπάρετε όρεξη, ειρήνη, θέληση γιά ζωή. Ετοιμάζομαι νά τραβήξω καί σάς τό λέγω, ετοιμάζομαι νά καταλήξω στό σπιτικό τού Μύρωνα, τού δούλου τού Θεού. 'Ύστερα άπό λίγες ήμέρες θά ξαναέλθω κοντά σας. Θά σάς ειδοποιήσω νά συγκεντρωθείτε, νά σάς μιλήσω. Θά σάς άποκαλύψω μερικά άπό τά θαυμάσια όπου ό Εσταυρωμένος σάν πανευεργέτης χάρισε μέ τήν θυσία του στό άνθρώπινο γένος.

’Έτσι έληξε κείνη ή κοσμοσύναξη στήν Πάτμο. Ή καταγεμάτη θαυμασμό στόν Κύνωπα καί μίσος στόν ’Ιωάννη. Οί κάτοικοί της τώρα κρέμονταν άπό τά χείλη του.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14


Συνεπαρμένος άπό πληγές, κακουχίες, άσιτία, έξάντληση, ό διαλεχτός τοΰ Θεοϋ, καταμπροστά στήν έξώπορτα τοϋ σπιποΰ τοϋ Μύρωνα. Τί εύτυχισμένη στιγμή! Όμως ξοπίσω, τόν άκολουθοΰσε ένα μέρος άπό τήν κοσμοσύναξη. Σάν χτύπησε καί τού άνοιξαν, άντήχησαν ιαχές.

        Μύρων, Μύρων, άξιε άγαθών, φώναζαν. Άφησέ μας τόν διδάσκαλο νά μάς κατηχήσει στό θέλημα τού Θεού. Άφησέ τον κοντά μας κάτι νά μάθουμε, κάπ νά ώφεληθούμε.

’Αγκαλιάζοντας ό Μύρων τόν ’Ιωάννη, χλώμιασε. Θάρρεψε ότι μόλις καί μεταβίας τά κατάφερε ν’ άποσώσει στ’ άρχοντικό του. "Οτι τάχα τόν κυνηγούσαν. Γιά νά τόν ξεπαστρέψουν. Έδειχνε τόσο έξαντλημένος!

        ’Από δώ, διδάσκαλε, νά σέ προστατέψω, ψέλλισαν τά χείλη του. Θά πρέπει νά σέ κρύψω.

’Αλλά ό ’Ιωάννης τόν καθησύχασε.

        Πώς φίλε, άπόμεινε ταραγμένη ή ψυχή σου; Πιστεύω καί περπατώ. Πιστεύω στόν Κύριό μας, τόν ’Εσταυρωμένο ότι σ’ αύτούς τούς άνθρώπους όπου μοΰ πήραν τό κατόπιν, δέν υπάρχει δόλος. Μήτε πρόθεση γιά κακό.

Καί ξαναβγαίνονιας στό πλατύσκαλο κάτι πήγε νά πει, άλλά δέν τό μπόρεσε.

Γιατί μόλις τόν ξαναεΐδαν, έπιασαν νά φωνάζουν καί νά λένε.

        Είσαι χρυσοχέρης πού λαξεύει χαρακτήρες. Είσαι Θεός όπου μέ τό άνέσπερο τό φως φωταγωγεί ζωντανές ύπάρξεις.

Τάχασε, δέν τό περίμενε. Ξεσκίζοντας τά ρούχα του έσκυψε καταμπροστά τους, πηρε μέ τίς χούφτες του χώμα καί πασπάλιζε τό πρόσωπο καί τό κεφάλι. Άπόμειναν όλοι άπορεμένοι.

Σήκωσε τό χέρι σέ κίνηση άποδοκιμασίας. Και είπε:

        ’Αδέλφια, δέν είμαι παρά άνθρωπος όπως έσεϊς. Χωματένιος. ’Εκείνος όμως πού μ’ έξαπέστειλε στόν κόσμο ώστε νά μέ θαυμάζετε τώρα κοντά σας, είναι ό α’ίτιος τής δημιουργίας. Ό Υιός τού Θεού τού ζώντος. Αύτός καί μόνο αύτός άδέλφια, είναι ό φωταγωγός τών ύπάρξεων. Χαρά στόν καθένα άπό σάς όπου πιστεύει ή θά πιστέψει καί θά βαπτισθεΐ στό τίμιο, καθαρό καί όλόγλυκο όνομά του. Ποιός «έν παντοδυναμία» Κύριος άποφασίζει, θυσιάζεται γίνεται δούλος, ζώσα κατατρεγμένη παρουσία, γιά νά έξαγοράσει μέ ξυλοδαρμούς, γιά νά σώσει μέ έμπαιγμό καί θάνατο άπό τήν πλάνη τόν παραπλανημένο; Κι όμως γιά νά σωθεί τό ύπεροχώτερο τούτο δημιούργημα τής γής, δέν υπήρχε άλλος τρόπος. Καί μάλιστα έπειτα άπό τήν παρακοή. Τήν άνταρσία πού άνταπέδωσε σάν οφειλή χρέους στόν Δημιουργό. Γιά νά σταματήσουν οί στεναγμοί, ή άδελφοκτονία, ή φρίκη, έδέχθηκε ό «παντεχνήμων» Αόγος καί Θεός νά γίνει άνθρωπος. Θυσιάστηκε σ’έναν σταυρό, σ’ έναν φρικτό Γολγοθά. ’Άνθρωποι της φυλής του άντί γιά τήν εύεργεσία τοϋ πρόσφεραν βάσανα, ξυλοδαρμούς, πληγές, θάνατο. Τό τίμιο αίμα πού χύθηκε έκεΐ στόν Γολγοθά ξεπλένπ σήμερα τήν πλάνη. Τήν παρακοή, τόν φόνο.

Έσαρκώθη άπό μιάν άγια, άγνή καί ύπομονετική Παρθένο. Έγινε σάν καί μάς τούς χωματένιους. Απαράλλακτος. Σέ όλες τίς φυσιολογικές λεπτομέρειες. Μεγάλωσε, άνδρώθηκε, δούλεψε κοντά μας γνωρίζοντας μία πρός μία τίς άδυναμίες μας, τίς μικρότητές μας. Προγνώριζε τό τέλος. Ύπόμεινε θάνατο πόνου, γιά νά σκιστεί τό ομόλογο τής οφειλής. Γιά νά καταργήσει τό άγχος τού θανάτου. Μέ τήν πνευματοφόρα καί θεϊκή έπίσκεψη στόν 'Άδη, έσκύλευσε, κατανέκρωσε τά βασίλειά του. Απελευθέρωσε όλες τίς καταδικασμένες σέ άγωνία καί σιγή, ψυχές. Καί μέσα σέ τρία ήμερόνυκτα ήγέρθει. Άναστήθηκε θριαμβευτής. Αύτά καί άλλα όσα δέν άκούσατε, τά είδα, τά έζησα καί τά έψηλάφισα. Είμαι ένας άπό τούς δώδεκα. Τούς μαθητές του. Σάν διδάσκαλος, μάς κατέστησε υπουργούς, αύτόπτες μάρτυρες, κήρυκες θάρρους. Γιά νά άναγγέλλουμε τήν αιώνια Βασιλεία. Άπόκοντα μάς έδωσε καί έξουσία. Νά καταδιώκουμε τά άκάθαρτα πνεύματα, τούς δαίμονες, όπου παραπλανούν καί βασανίζουν όποιον τούς άκολουθήσει. Καί έπί πλέον μάς έστειλε καί τό άνεκτίμητο δώρο τού Παναγίου Πνεύματος μέ τό όποιο άνακουφίζουμε καί γιατρεύουμε πολλούς πού ταλανίζει ή άναπηρία, ή πτώση, ό πόνος. 'Η δυστυχία. ’Άλλωστε άδέλφια μου, έδώ καί λίγο καιρό μέ τήν υπόθεση τοϋ Κύνωπα, τού δαιμονόπληκτου τά διαπιστώσατε αύτά όπου σάς άναφέρω. Τά είδατε μέ τά μάτια σας. Σιγάσιγά καί μέ τό κατρακύλημα τοϋ χρόνου όλα τά έθνη της γης θά τόν παραδεχθούν. Καί θά τόν προσκυνήσουν. Γιατί είναι τό Φως, ή άλήθεια καί ή ζωή. Ό Θεός καί δημιουργός τών άπάντων. ’Ανοίξετε Λοιπόν τ’ αύτιά τής ψυχής καί φύγετε μιά γιά πάντα άπό τό ψέμα, τήν πλάνη. ’Ελάτε ολόγυρα στό άνέσπερο φώς τής ’Αλήθειας. ’Ελάτε.

Όταν πιά κουράστηκε καί βράχνιασε, όταν ράγισε ή φωνή του καί σταμάτησε γιά κάμποσο, άμέτρητοι ζήτησαν καί βαπτίσθηκαν. Στό σπιτικό τού πιστού καί άφοσιωμένου Μύρωνα. Νέα πηγή τοΰ Σιλωάμ έγινε τό σπιτικό.

Καί τήν άλλη μέρα καί τήν παρακάτω, βαπτίζονταν συνέχεια. Τό άγιο Φώς έπιασε νά καταυγάζει τίς άκρογιαλιές. Έπιασε ν’ άστράφτει, νά άναλάμπει, ήλιος ήγεμονικός, τήν ημέρα, φάρος τήν νύχτα, ψηλά στούς λόφους, στά σταυροδρόμια, στίς λαγκαδιές. Νά καταχρωματίζει μέ χρυσάφια τήν καταχνιά, τό πούσι. Έπιασε νά στηλώνει τήν πρώτη ’Εκκλησία τού ίεροΰ πιό έπειτα νησιού. Τήν ’Εκκλησία τής φημισμένης Πάτμου. Όσοι πίστευαν, όσοι βαπτίζονταν, ένοιωθαν άλλοιώς. Διαφορετικός φαινόταν γι’ αύτούς ό κόσμος, τό χώμα, ό άέρας, ή ζωή. Ένοιωθαν, αύρα γλυκύτατη, μέσα τους. Τά φίλτρα πού τοξεύει ή άγάπη. Κι έπιαναν νά νικούν τόν φόβο, νά χαίρωνται. Νά τραγουδούν τήν εύτυχία τους. Ό Χριστός ένώ πέθανε, άναστήθηκε. «Νύν πάντα πεπλήρωνται φωτός. Ούρανός τε καί γή καί τά καταχθόνια». Πέθανε σάν άνθρωπος καί άναστήθηκε σάν Θεάνθρωπος. Ποΰ λοιπόν άκαταμάχητε θάνατε ή δύναμή σου; Ώ, πόσο διαφορετικά αισθάνεται μέ τόν Χριστό καί διά τοΰ Χριστού ή άναγεννημένη ψυχή! Τό κάθε πρόβλημα, τόν κάθε διωγμό, τόν πόνο, τήν δοκιμασία, μπροστά στόν θρίαμβο τοϋ πολυαγαπημένου, τοϋ Ναζωραίου, τά παρατρέχει δίχως άγχος. 'Ύστερα τά Λησμονεί.

Κατάκοπος έκείνες τίς ήμέρες ό ’Ιωάννης, τά βράδια άνέβαινε σέ μιά σπηλιά καί προσευχόταν. 'Οραματιζόταν έκεί σχεδόν κάθε στιγμή τόν τίμιο σταυρό τοϋ Γολγοθά, τόν βαμμένο μέ πανάγιο Αίμα. Προσευχόταν καί στήν Παναγία Μητέρα. Μιά διαμαντένια άλυσίδα άπό άπλά καί συνάμα γεμάτα μυστήριο γεγονότα, έρέθιζε τήν σκέψη του. Ράντιζε μόσχο τήν λήξη τής προσευχής. Σάν έπιστήθιος πήρε. Τί; Τά μυστήρια τής Εκκλησίας. Καί μέ άόρατη πνοή, τά μετέδιδε στήν σεπτή Μητέρα. Ευθύς μετά τήν παραλαβή της στό σπιτικό του. ’Αντικαταστάτης Κυρίου.

Ώ, ναί, τό άπέδειξαν οΐ χρόνοι καί οί καιροί. Ό ’Εσταυρωμένος θεός , «διά τού Ίωάννου», παρέδιδε τήν στρατευομένη «έκάστοτε» ’Εκκλησία του στήν ύπέρμαχο Στρατηγό. Στήν προστασία της. ’Από τότε είναι γνώστρια τών μυστηρίων καί Μητέρα τών πιστών. Φρουρός τοΰ μυρίπνοου άνθους τής ’Ορθοδοξίας, τοΰ μοναχισμού. Ώ, Μητέρα!

Κατάκοπος τά βράδια άνέβαινε σέ μιά σπηλιά καί προσευχόταν. ’Αγάπη δέν θά πεΤ νά βλέπει ό ένας τόν άλλο στά μάτια, άλλά νά βλέπουμε ομαδικά στήν ’ίδια κατεύθυνση. Στό Φώς τήν ζωή καί τήν έλπίδα.

Άλλά τώρα πιά «έκινεΐτο άνάμεσά τους διαφορετικά άπ’ ότι κινιόταν ένας οποιοσδήποτε άλλος. Παντού, όπως άναφέραμε, άνοίγονταν οί πόρτες στά σπίτια. ’Ώ, δέν ζήτησε διαμονή, καλύβα ή στέγη άπό άγάπη στόν διπλανό. Αύτός καί ό Πρόχορος δέν ζήτησαν τίποτα. Παντού όπου πατούσε έβρισκε σταθερό βράχο. Γιατί ποτέ δέν καυχήθηκε. ’Απεναντίας χαμήλωσε κι έβαλε τούς συνανθρώπους νά περάσουν άπό πάνω του. Πάντα ή φράση ίου έστρωνε, πάντα έβρισκε τήν εικόνα πού έπιθυμοΰσε νά χρησιμοποιήσει στήν διδαχή τής άγάπης. Γιατί δέν περιγέλασε κανένα, δέν πλήγωσε άνθρωπο, δέν έθιξε κτίσμα. Κανένα. Έπιασε νά μαλακώνει τίς πληγές, τόν πόνο, τό παράπονο σέ όλους στό νησί. Μπροστά του τώρα ένοιωθαν γαλήνη. Καί σιγουριά. Τά πάντα γέμιζαν φώς. Οί άπορίες τους λύνονταν άφωνα. Άρχισαν νά λατρεύουν τόν Εσταυρωμένο. Άρχισαν νά μήν φοβούνται τόν θάνατο.

Πλησιάζοντάς τον δέν έβρισκαν κάτι τό υπεράνθρωπο πού παραξενεύει. Άλλά κάτι τό βαθιά άνθρώπινο, τό ταπεινό, όπου φέρνει γαλήνη. Καί παρηγοριά. Κοντολογίς ή παρουσία του γινόταν παντού αισθητή. Ή χάρη του ξεπερνοΰσε τό έφήμερο, τό παρελθόν, τήν Ιστορία, καί οδηγούσε στήν αιωνιότητα. Είτε ζούσαν, ε’ίτε πέθαιναν, αισθάνονταν τή δύναμη τής Άναστάσεως. ’Ένοιωθαν κάποιο μεγαλείο γιά τόν άνθρωπο. Ψηλαφούσαν τό Φώς της Βασιλείας. Ώ, τό σώμα τού Άναστημένου Υίοΰ τού Ανθρώπου, «καινά ποιεί». Τά πάντα.

Γιά πρώτη φορά στήν ύπαρξή τους ένοιωθαν μιάν άγια περηφάνεια. Έναν θαυμασμό γιά τήν άνθρώπινη φύση.
 

       

Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από το Ββλίο :

ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :



©ΠΗΔΑΛΙΟΝ    ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |