ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 23. Μέση κατάσταση Ψυχών

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

23. Μέση κατάσταση Ψυχών



 

23 ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ



Ή ψυχή ύπάρχει καί ένεργεί χωρίς τό σώμα

Η εξωτερική, βιολογική και επίγεια ζωή μας τελειώνει με τόν θάνατο. Άλλ’ ή ψυχή συνεχίζει νά ζεί καί μετά θάνατον. Ό Ψαλμωδός σέ στιγμές θλίψεως καί άπογοητεύσεως διετύπωσε τό ερώτημα: 'Υπάρχει κανείς άνθρωπος ό όποίος θά εξακολουθεί νά ζεί στή γη καί δεν θά πεθάνει; Ποιός θά μπορέσει νά γλυτώσει τή ζωή του άπό τό κράτος καί τή δύναμη τού θανάτου (Ψαλ. πη' [88] 49); Στό εναγώνιο αυτό ερώτημα έδωσε ό ίδιος τήν απάντηση στόν 48ο Ψαλμό, στόν όποίο εξετάζει τίς συνθήκες τής παρούσης καί τής μετά θάνατον ζωής των ασεβών. Στόν ώραίο αυτό Ψαλμό, ό όποίος είναι καί τό προανάκρουσμα τής ζωηρής παραβολής τού Κυρίου περί τού πτωχού Λαζάρου καί τού πλουσίου, έγραψε: Ό Θεός θά ελευθερώσει τήν ψυχή μου άπό τήν εξουσία τού Αδου, όταν θά μέ παραλάβει άπό τήν παρούσα ζωή (Ψαλ. μη' [48] 16). Έξ άλλου άπό τό θεόπνευστο βιβλίο τής Γενέσεως πληροφορούμεθα ότι «άπέθανεν ’Αβραάμ (...) καίπροσετέθη πρός τόν λαόν αυτού» (Γεν. κε' [25] 8), δηλαδή στους ευλαβείς καί θεοφιλείς προγόνους του. Επίσης καί ό υιός τού Πατριάρχου, ό ’Ισμαήλ, άπέθανε καί προσετέθη πρός τό γένος αυτού (Γεν. κε' [25] 17), δηλαδή στούς προγόνους του. Ώστε οί πρόγονοι τού Αβραάμ καί τού ’Ισμαήλ συνεχίζουν νά ζούν καί μετά θάνατον.

Άλλ’ άπό τό σημείο αύτό προβάλλουν πολλά ερωτήματα: Π ο ύ καί πώς ζούν εκεί οί ψυχές μέχρι τής Δευτέρας τού Κυρίου Παρουσίας ; Άφού ή ψυχή χωρίσθηκε άπό τά δεσμά του σώματος καί είναι τώρα χωρίς τόν σύντροφό της, πώς αισθάνεται στόν άπερίγραπτο εκείνον κόσμο; Διατηρούν εκεί οί ψυχές συνείδηση τής ταυτότητάς τους; Θυμούνται τά όσα έζησαν κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής τους; Θυμούνται τούς συγγενείς καί γνωστούς τους, οί όποίοι ζούν ακόμη στή γή; Έάν ναί, ποιά σχέση διατηρούν μαζί τους;

Στά εύλογα αύτά έρωτήματα θά προσπαθήσουμε νά απαντήσουμε  όπως καί μέχρι τώρα  μέ βάση την Αγία Γραφή καί τίς ερμηνείες των σχετικών χωρίων της από τούς θεοφόρους Πατέρες τής Εκκλησίας. Διότι δέν πρέπει νά απομακρυνόμαστε ουδέ πρός στιγμήν άπό τό πνεύμα των άγιων Πατέρων, των όποιων ή θεολογία ήταν ό λόγος τής Εκκλησίας. Αλλοίμονο έάν σέ τόσο σπουδαία θέματα καταφεύγουμε στή μοντέρνα άγορά των κοσμικών φιλοσοφιών καί τή γνωσιολογική σύγχυση των ανθρώπων.

Πρώτα πρέπει νά τονίσουμε ότι τίποτε δέν εμποδίζει την ψυχή νά ζεί καί νά διανοείται, επειδή χωρίσθηκε άπό τό σώμα. Διότι αυτή είναι ή καθαυτό ύπαρξή μας, τό κέντρο όλων τών ενεργειών καί τών σκέψεών μας. Αυτή κινεί καί ζωοποιεί τό σώμα. Μετά τόν χωρισμό της άπό τό σώμα συνεχίζει νά ζεί,νά ύπάρχει, νά έχει συνείδηση. Έάν οί ψυχές μετά θάνατον προχωρούσαν σέ άνυπαρξία, θά ήταν πραγματικό ευτύχημα καί μοναδική ευεργεσία γιά τούς αμαρτωλούς.   Γράφει πολύ ωραία ό απολογητής τών πρώτων χριστιανικών χρόνων καί μάρτυς Ιουστίνος: Άν κατέληγε σέ άναισθησία αύτός πού αποθνήσκει, αύτό θά ήταν εύτύχημα γιά όλους τούς άδικους   δηλαδή γιά τούς άδικους ή άναισθησία ή καλύτερα ή άνυπαρξία θά ήταν ανέλπιστο κέρδος Διότι, έφ’ όσον  ή ψυχή τους δέν θά είχε καμμία υπόσταση, αφού θά έσβηνε πλέον τό εγώ τους, θά λυτρώνονταν καί άπό τήν τιμωρία πού έπρεπε νά ύποστούν γιά τίς αμαρτίες τους.  

Ή ψυχή λοιπόν συνεχίζει νά έχει ξεχωριστή ύπόσταση καί ύπαρξη μετά τόν χωρισμό της άπό τό σώμα. Αύτό έβεβαίωσε ό Κύριος, όταν είπε πρός τούς Μαθητάς του: Μή φοβηθείτε άπό εκείνους οί όποίοι θανατώνουν τό σώμα, άλλά δέν έχουν τή δύναμη νά θανατώσουν καί τήν ψυχή (Ματθ. ι 28). Ό Δεσποτικός αύτός λόγος πιστοποιεί, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι οί άνθρωποι μποροον νά φονεύσουν τό σώμα, οχι όμως καί την ψυχή, ή οποία συνεχίζει πλέον νά ζεί μόνη. Επίσης ό Κύριος είπε πρός τόν εκ δεξιών του ληστή, ό όποίος μετενόησε: σήμερον μετ’ εμού εση έν τω Παραδείσω (Λουκ. κγ' [23] 43). Καί ό Δεσποτικός αυτός λόγος δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Τό σήμερον, πού προτάσσει με τόση έμφαση ό Κύριος, φανερώνει ότι τό τέλος τής έπίγειας ζωής είναι ή άμεση αρχή τής ουράνιας ζωής. Τήν ϊδια αλήθεια πιστοποιεί καί ό δυνατός πόθος τού θείου Παύλου νά φύγει από τόν κόσμο αυτό γιά νά ζήσει πλησίον τού Χριστού, τόν όποίον πολύ είχε αγαπήσει. Είμαστε, γράφει, γεμάτοι θάρρος καί έπιθυμούμε πολύ ν’ άναχωρήσουμε άπό τό σώμα καί νά μεταβούμε γιά νά μείνουμε μόνιμα πλησίον τού Κυρίου (Β' Κορ. ε 8). Στούς Φιλιππησίους μάλιστα ομολόγησε ότι συνείχετο δυνατά καί άπό τήν έπίγεια ζωή καί άπό τήν επιθυμία τού θανάτου, ώστε δέν ήξερε τί άπό τά δύο νά προτιμήσει τή ζωή ή τόν θάνατο; Ύπερίσχυε όμως ή έπιθυμία τού θανάτου, διότι αυτός θά έφερνε τόν Παύλο γρηγορότερα στήν άλλη, τήν άληθινή ζωή, όπου θά ήταν μαζί μέ τόν άγαπημένο του Ίησούν (Φιλιπ. α 22-23). Έάν οί ψυχές δέν συνέχιζαν νά ζούν, άλλά βυθίζονταν σέ βαθύ ύπνο, όπως λέγουν άνόητα ορισμένοι, πώς θά είχε τόσο πόθο ό θεόπνευστος Απόστολος νά φύγει άπό τόν κόσμο αυτό; Ου γάρ αν έπεθύμησέ ποτ’ έν κάρρω (σέ νάρκη) έσεσθαι έάν έγνώριζε αυτό.  

Έπί πλέον, τόσο ή ευαγγελική διήγηση τού θαύματος τής αγίας Μεταμορφώσεως τού Κυρίου (βλ. Ματθ. ιζ' [17] 19) όσο καί ή παραβολή τού πλουσίου καί τού Λαζάρου (βλ. Λουκ. iC [16] 1931) πιστοποιούν ότι οί κεκοιμημένοι συνεχίζουν νά ζούν καί νά διατηρούν πλήρη συνείδηση.
Ακόμη άπό τό θαύμα τής άναστάσεως τού υιού τής χήρας τών Σαρεπτών άπό τόν προφήτη Ήλία πληροφορούμεθα ότι μετά τήν προσευχή τού Προφήτου έπέστρεψε ή ψυχή καί τό παιδίον άνέζησε (Τ' Βασ. ιζ' [17] 2122). Αύτό σημαίνει ότι ή ψυχή ζούσε χωρισμένη άπό τό νεκρό σώμα. Παρόμοια συνέβησαν καί κατά τό θαύμα τής άναστάσεως τής θυγατρός τού Ίαείρου. Στό πρόσταγμα τού Κυρίου  «κόρη, σήκω έπάνω»,  έπέστρεφε τό πνεύμα αυτής (ή ψυχή της) καί ή νεκρά άνέστη παραχρήμα. αμέσως (Λουκ. η' 5455). Άλλ’ ή επιστροφή της ψυχής στό σώμα της νέκρας προύποθέτει χωρισμό της ψυχής από τό σώμα. Άποδεικνύει ότι ή ψυχή είναι αυθυπόστατη υπάρχει καί ενεργεί καί όταν ακόμη έγκαταλείψει τόν σύντροφό της, τό σώμα. Άποδεικνύει ότι ή ψυχή είναι ουσία, ή οποία μπορεί νά άνακληθή υπό τού Κυρίου, του κυριεύοντος τής ζωής καί τού θανάτου, καί νά ζωοποιήσει πάλιν τό άπονεκρωθέν σώμα . Τό ίδιο άκούμε καί από τό στόμα τού θεοκινήτου Παύλου, όταν ανέστησε τόν νεκρό Εύτυχο. Είπε πρός τούς Χριστιανούς τής Τρωάδος: Μήν ανησυχείτε καί μην κλαίετε διότι ή ψυχή του επανήλθε στό νεκρό σώμα του, καί τώρα είναι μέσα του, μέ αποτέλεσμα νά άναστηθεί ό Εύτυχος (Πράξ. κ [ 20] 9-10).

Βέβαια δέν μπορούμε νά περιγράψουμε ακριβώς τό πώς ζεί ή ψυχή χωρίς τό σώμα. Άφού καί αυτός ακόμη ό θεόπνευστος Παύλος, όταν ηρπάγη έως τρίτου ουρανού, έγραψε: Οιδα άνθρωπον εν Χριστώ (...) είτε εν σώματι ούκ οιδα. είτε έκτος τού σώματος ούκ οιδα, ό Θεός οιδεν (Β' Κορ. ιβ' [12] 23). Γνωρίζει ό Απόστολος ότι ηρπάγη στόν πνευματικό κόσμο, αλλά πώς ηρπάγη καί σέ π ο ι ά σχέση βρισκόταν ή ψυχή του πρός τό σώμα του δέν τό γνωρίζει. Έν πάση περιπτώσει γεγονός είναι ότι ό όλος εσωτερικός πνευματικός κόσμος τού ανθρώπου αγρυπνεί καί εργάζεται, έστω καί αν τό σώμα αδρανεί μερικώς ή όλικώς. Ό Μ. Αντώνιος είπε κάποτε στόν πολυγραφότατο ασκητή Δίδυμο τόν Άλεξανδρέα (313398), ό όποίος ήταν τυφλός από τήν ηλικία τών τεσσάρων έτών: Καθόλου δέν πρέπει νά σέ στενοχωρεί, Δίδυμε, τό ότι έχασες τό φώς σου διότι από σένα λείπουν τά μάτια έκείνα, μέ τά όποία  μπορούν νά βλέπουν καί οί μύγες καί τά κουνούπια. Χαίρε, διότι έχεις ισχυρούς πνευματικούς οφθαλμούς, τέτοιους μέ τούς όποίους βλέπουν οί άσώματοι Άγγελοι. Έχεις οφθαλμούς μέ τούς όποίους θεωρείται ό Θεός καί τό φώς τό δικό του καταλαμβάνεται. 
’Εξ άλλου, γιατί νά άποκλείσουμε διαφορετικό είδος ζωής, έκτος αυτής πού ζούμε εδώ στή γή; Άφού τό κέντρο τής προσωπικότητός μας είναι ή αθάνατη ψυχή, ποιός μπορεί νά άρνηθεί ότι αύτή ζεί χωρίς τό σώμα μία άλλη ζωή πνευματικότερη, στην όποία  μεταβαίνει όταν απελευθερωθεί από τόν υλικό παράγοντα, με τόν όποίο συνυπάρχει στήν παρούσα ζωή;

Πού ζούν οί ψυχές μετά θάνατον.

Πού άραγε ζούν οί ψ υ χέ ς,οί όποίες χωρίζονται μέ τόν θάνατο από τό σώμα; Σε παρόμοια έρώτηση ό στόλος τής ’Ορθοδοξίας Μ. Αθανάσιος απάντησε: Τό ερώτημα αυτό είναι ξένον (άγνωστο) καί φοβερόν, καί παρά άνθρώποις άποκεκρυμμένον. Διότι ό Θεός δέν άφησε νά επιστρέφει κάποιός άπό εκεί καί νά μάς διηγηθεί πού ή πώς ζούν οί ψυχές πού έφυγαν άπό κοντά μας. Όμως, συνεχίζει, άπό τίς άγιες Γραφές πληροφορούμεθα ότι αί μέν τών αμαρτωλών ψυχαί έν τώ άδη υπάρχουσι, κατά τόν Ψαλμό έν σκοτεινοϊς καί έν σκιά θανάτου καί έν λάκκω κατωτάτω (Ψαλ. πζ' [87] 7) καί κατά τόν Ίώβ εις γην σκοτεινήν καί γνοφεράν, εις γην σκότους αιωνίου, όπου δέν υπάρχει ούτε τό έλάχιστο άμυδρό φώς· έκεί όπου δέν μπορεί κανείς νά δει τη ζωή πού περνούν στή γη οί θνητοί (Ίώβ ί 22). Οί ψυχές όμως τών δικαίων, πάντοτε κατά τόν ίδιον Πατέρα, μετά τήν τού Χριστού παρουσίαν, όπως μαθαίνουμε άπό τόν ληστή ό όποίος ήταν επάνω στό σταυρό, έν τώ Παραδείσιο υπάρχουσι (πρβλ. Λουκ. κγ' [23] 43). Διότι Χριστός ό Θεός ήμών ήνοιξε τόν Παράδεισον όχι μόνο γιά τήν ψυχήν τού άγιου ληστού, αλλά καί διά πάσας λοιπόν τάς τών άγιων ψυχάς. 
 
Ό θείος Χρυσόστομος στήν ϊδια απορία άπαντά: ’Εκεί πέρασαν όσοι άπέθαναν. Έκεί; Πού άρα ή πώς, ή έν ποίω τόπω ή έν ποίω τρόπω; Στά έρωτήματα αυτά κανείς δέν μπόρεσε νά απαντήσει Τό μόνο πού γνωρίζουμε είναι ότι οί ψυχές μετά θάνατον πορεύονται έκεί, όπου (υπάρχει) ό μόνος αιώνιος καί μόνος άθάνατος, όπου ό μόνος άγαθός καί μόνος φιλάνθρωπος, ό ποιητής (δημιουργός) τών ψυχών καί τών σωμάτων, ό Θεός.   Οί ψυχές,γράφει άλλού μετά την αποδημίαν τους άπό τη γη εις χώραν τινά άπάγονται· οδηγούνται σέ κάποιον τόπο. Άπό εκεί όμως δέν μπορούν πλέον νά επιστρέφουν έδώ. Ζούν εκεί την φοβερόν εκείνην ημέραν (τής παγκοσμίου κρίσεως) άναμένουσαι. 
Πόσο σοφοί είναι πράγματι οί Πατέρες καί μέ πόση εύλάβεια στέκονται καί εκφράζονται γιά τά μυστήρια τού Θεού Δέν άποτολμούν νά διατυπώσουν γνώμες δικές τους, παρ’ όλο τόν πλούσιο φωτισμό πού έχουν λάβει άπό τόν Τριαδικόν Θεόν. Ξένον καί φοβερόν καί παρά άνθρώποις άποκεκρυμμένον, ομολογεί ό Μ. Αθανάσιος· ούδείς είπείν έδυνήθη, προσθέτει ή χρυσή γλώσσα. Τί περισσότερο νά πούμε εμείς; ’Άς προσθέσουμε απλώς καί αυτά τά όποία  γράφει γιά τό ίδιο ζήτημα ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης:

Αί ψυχαί, τόσον των δικαίων, όσον καί τών αμαρτωλών όταν ευγουν άπό τό σώμα, δέν διατρίβουν πλέον εις τήν γην, καί εις τά έδώ πράγματα, άλλ’ ευθύς υπάγουν έκεί, όπου ήθελον διορισθή άπό τόν Θεόν. Γιά νά στηρίξει τή γνώμη του αυτή, παραπέμπει στά σχόλια τού ιερού Χρυσοστόμου πού σημειώσαμε πιό πάνω, καί στά όσα πάλι γράφει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, όταν ερμηνεύει τήν παραβολή τού πλουσίου καί τού Λαζάρου. ’Επί πλέον άναφέρει καί τά λόγια τού άγιου Ίωάννου τού Σινάίτου, ό όποίος διδάσκει: Όσοι έφρόνησαν τά άνω, κατά τόν χωρισμό της ψυχής άπό τό σώμα άνεβαίνουν πρός τά άνω μερικώς, δηλαδή μόνο μέ τήν ψυχή. Όσοι όμως προσήλωσαν τίς σκέψεις τους πρός τά κάτω, πηγαίνουν πρός τά κάτω. Καί σ’ αυτά δέν ύπάρχει τίποτε στό μέσον.   Τά λόγια αυτά, παρατηρεί ό όσιος Νικόδημος, κατά τήν ερμηνεία άνωνύμου σχολιαστού σημαίνουν: Χωρισμός είναι ό θάνατος. Οί άνθρωποι, όταν άποθάνουν, άλλοι άνεβαίνουν πρός τά άνω μόνο μέ τήν ψυχή, καί άφήνουν κάτω τό σώμα. Όσοι όμως άγάπησαν τόν κόσμο καί τά γήινα πράγματα, μετά θάνατον κατεβαίνουν στόν άδη. Μέσον δέ, δηλαδή στόν κόσμο αυτόν, μετά τόν χωρισμόν έκείνον ούδείς ϊσταται. Κατόπιν αυτών ό άγιος Νικόδημος καταλήγει: Συμπεραίνεται λοιπόν έκ τών λόγων τούτων τών άγιων, ότι μάταια καί μυθώδη λέγουσιν έκείνοι, όπου λογολεσχούσιν (φλυαρούν), ότι αί ψυχαί των δικαίων καί των αμαρτωλών, μετά θάνατον έκ τού σώματος έξερχόμεναι, τεσσαράκοντα ήμέρας διατρίβουσιν έν τη γη, καί περιέρχονται εις τους τόπους εκείνους, όπου ή ψυχή τού άποθανόντος διέτριβεν έτι ζώντος διότι αυτά είναι απίθανα καί ούδείς ως αληθή πρέπει νά τά παραδέχεται.  

Μετά την έξοδο λοιπόν οί ψυχές φεύγουν από τόν κόσμο αύτό καί πορεύονται σέ κάποιον τόπον ή χωρίον. Αλλά τόν τόπον αύτόν πρέπει νά τόν εννοήσουμε υπό πνευματική καί όχι ύλική έννοια. Ό άγιος ’Ιωάννης ό Δαμασκηνός, μιλώντας περί τόπου (τού) Θεού, τόν ονομάζει νοητόν. Έκεί, γράφει, νοείται καί υπάρχει ή νοητή καί άσώματη φύση εκεί όπου βρίσκεται καί ενεργεί καί δέν περιέχεται μέ σωματικό, αλλά μέ νοητό τρόπο διότι δέν έχει σχήμα, ώστε νά περιληφθεί σέ σωματικά όρια. Ό άγγελος πάλι δέν περιέχεται σωματικώς έν τόπω. Λέγεται όμως ότι βρίσκεται εδώ ή έκεί ή αλλού, διότι εκεί πού ένεργεί, έκεί καί περιγράφεται κατά τρόπο νοητό. Μόνον ό άπειρος καί απερίγραπτος Θεός μπορεί νά ενεργεί πανταχού κατά ταύτόν, παντού καί μέ τόν ί'διο τρόπο καί σέ κάθε στιγμή, ώς πανταχού παρών καί τά πάντα πληρών. Οί άγγελοι απλώς ενεργούν σέ διάφορους τόπους μέ τήν ταχύτητα τής φύσεως καί μέ τήν ετοιμότητα, δηλαδή τήν ταχύτητα τής μεταβάσεως.   Κάτι παρόμοιο πρέπει νά έννοήσουμε καί γιά τήν ψυχή. Οί ψυχές ώς πνεύματα δέν περιέχονται σωματικώς αλλά νοητώς σέ τόπο νοητόν. Όμως δέν κινούνται από τόπου εις τόπον, ούτε περιδιαβάζουν πότε έδώ καί πότε έκεί, όπως θέλουν νά πιστεύουν μερικοί. Ούτε πλανώνται έδώ στή γή.   Μένουν στόν νοητό έκείνο τόπο, όπου περιμένουν τήν κοινή έξανάσταση τών σωμάτων καί τήν τελική κρίση.

Όταν λοιπόν ή ψυχή έγκαταλείψει τό σώμα καί περάσει από τά τελώνια, κατατάσσεται σύμφωνα μέ τά αγαθά ή πονηρά έργα της σέ ανάλογη κατάσταση. Όσοι διέπλευσαν δι’ αρετής τόν παρόντα βίον (...) ώσπερ εν άκατακλύστω λιμένι τώ άγαθώ κόλπω ένορμίζονται. Οί ψυχές δηλαδή πού έζησαν εδώ θεοφιλώς, προσορμίζονται έκεί στον αγαθόν κόλπον τού Αβραάμ (πρβλ. Λουκ. ιζ“ [16] 22), σάν σέ λιμάνι ήρεμο καί γαλήνιο σέ κάποιον νοητό χώρο ευδαιμονίας καί μακαριότητος. Εκείνες όμως τών ασεβών καί άμετανοήτων, σέ κάποιο χώρο χείρονα (χειρότερον), όπου ή στέρηση τών αγαθών που απολαμβάνουν οί δίκαιοι φλόξ γίνεται τήν ψυχήν διασμύχουσα γίνεται φλόγα πού κουφοβράζει φλόγα πού καταθλίβει άργά τήν ψυχή. Ή ψυχή τών αμαρτωλών στήν κατάσταση εκείνη τής αφόρητης στενοχώριας καί τών πικρών καί συνεχών έλέγχων αναζητεί καί επιθυμεί έστω καί κάποια σταγόνα άπό τό πέλαγος τών αγαθών, τά όποία  περιλούουν κυριολεκτικά τίς όσιες ψυχές. 
'Ορισμένοι Πατέρες διδάσκουν ότι, παρά τόν προσωρινό αύτό διαχωρισμό, οί ψυχές τόσο τών δικαίων όσο καί τών αμαρτωλών κατέρχονται εις κοινόν χωρίον, τόν 'Άδην,   όπως κατέβαιναν καί πρίν άπό τήν Ανάσταση τού Κυρίου, ό όποίος κατέβη στόν 'Άδη καί κήρυξε καί εκεί τό Εύαγγέλιο τής σωτηρίας. Καί πάλι όμως στήν περίπτωση αύτή δέν πρέπει νά εννοήσουμε τόν 'Άδη ώς συγκεκριμένο τόπο, άλλ’ ώς τόπον νοητόν, όπως άναφέραμε πιό πάνω, κατά τή γνώμη τού μεγάλου πατρός Ίωάννου του Δαμασκηνού ή, όπως διδάσκει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ώς κάποια κατάστασιν ζωής άειδή καί άσώματον   δηλαδή κάποια κατάσταση πνευματικής ζωής άμορφη, άφανή, αόρατη, άσαφή, αγνώριστη καί άδηλη.
Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης μάς διδάσκει ότι ό Άδης είναι τόπος άειδής (άόρατος), ώς καί τό όνομά του δηλοί, ό όποίος περιέχει τάς «αοράτους ψυχάς τών νεκρών άνθρώπων.» 

Προσωρινή κατάσταση αναμονής.

Τήν κατάσταση στην οποία ή ψυχή μεταβαίνει καί ζεί εύθύς μετά την έκδημία της, καί ή οποία θά διαρκέσει μέχρις δτου γίνει ή τελική καί γενική κρίση τών ανθρώπων από τόν Σωτήρα Χριστόν, οί θεοφόροι Πατέρες τήν ονόμασαν Μέση Κατάσταση.Τήν ονόμασαν έτσι, διότι ή ψυχή δέν λαμβάνει τήν τέλεια καί πλήρη ανταπόδοση ούτε τής αρετής ούτε τής κακίας. Ή ψυχή διατελεί εκεί σέ μία προσωρινή κατάσταση αναμονής μέχρι τήν ένδοξη, φοβερή καί φρικτή Δευτέρα τού Κυρίου Παρουσία. Έκεί προγεύεται απλώς τή μακαριότητα του Παραδείσου ή τίς τιμωρίες τής γεέννης. Ή πλήρης καί οριστική ανταπόδοση θά τής δοθεί κατά τήν ημέρα τής καθολικής κρίσεως.
Στήν παραβολή τού πλουσίου καί τού πτωχού Λαζάρου ό Κύριος παρουσιάζει τόν πλούσιο νά παρακαλεί τόν Αβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο στό σπίτι τού πατέρα του. ’Έχω πέντε αδελφούς, λέγει ό πλούσιος· στείλε τόν Λάζαρο νά τούς βεβαιώσει γιά όσα συμβαίνουν εδώ μετά θάνατον, ώστε νά μήν έλθουν καί αυτοί στόν τόπο αυτό τής τιμωρίας, πού βρίσκομαι εγώ (Λουκ. ιζ' f 16] 28). Από τά λόγια αυτά είναι φανερό ότι ό Κύριος προύποθέτει εδώ ότι ή κρίσις τού πλουσίου έλαβε χώραν εύθύς αμα τώ θανάτω του καί έφ’ όσον ζούσαν οί αδελφοί του. Αυτό είναι απόδειξη, ότι ό Κύριος δέχεται κάποια προσωρινή κρίση εύθύς μετά τόν θάνατον καθενός, ή όποία  διακρίνεται τής τελικής καί παγκοσμίου κρίσεως.  

Ό Μ. Αθανάσιος διδάσκει ότι οί δίκαιοι μετά θάνατον δοκιμάζουν μερικήν άπόλαυσιν, οί δέ αμαρτωλοί μερικήν κόλασιν. Όπως όταν ένας βασιλεύς καλεί φίλους νά συμφάγουν μαζί του καί καταδίκους γιά νά τούς τιμωρήσει, οί μέν φίλοι περιμένουν μέ χαρά μπροστά στό παλάτι τήν ώρα τού δείπνου, οί δέ κατάδικοι, κλεισμένοι στή φυλακή, ύπάρχουσιν έν λύπη μέχρις ότου έλθη ό κριτής γιά νά τούς τιμωρήσει, έτσι πρέπει νά νοούμε ότι ζούν οί ψυχές τών δικαίων καί τών αμαρτωλών πού έφυγαν από τόν κόσμο αυτόν πριν από μάς. 

Ό Ευγένιος Βούλγαρης στην ερμηνεία της Γενέσεως, έξ αφορμής τού ονείρου πού είδαν ό άρχιοινοχόος καί άρχισιτοποιός τού Φαραώ στη φυλακή καί τό όποίο τούς είχε ερμηνεύσει ό ’Ιωσήφ (Γεν. μ' [40]), γράφει: Ζητούνε νά μάθουνε πολλοί καί μάς ρωτούνε, σχετικά μέ τούς άποθαμένους· προτού νάλθη ή συντέλεια τού Κόσμου, ποια θά είναι άραγες ή κατάσταση των ψυχών εκείνων,πού έστάθηκαν δίκαιοι στή ζωή τους, καί ποία θάναι ή κατάσταση των αμαρτωλών; Όπως πρεσβεύει ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία μας, ούτε οί πρώτοι είσάγονται ακόμη στην άπόλαυση τής τελείας μακαριότητας· ούτε καί οί δεύτεροι παραπέμπονται στή φοβερή καί τρομερή γέεννα τής Κόλασης. Κι εγώ λέω, πώς ή κατάσταση τού Άρχιοινοχόου καί τού Άρχιτραπεζιέρη, πού έξήγησεν ό ’Ιωσήφ τά όνειρά τους μέσα στή φυλακή, είναι μιά εικόνα, πού συμβολίζει ικανοποιητικά την κατάσταση πού βρίσκονται οί ψυχές, τόσον των δικαίων, όσον καί τών αμαρτωλών, προτού νάλθη ή έσχατη ήμέρα τής Κρίσεως Ας ύποθέσωμε, πώς καί οί δυό εκείνοι φυλακισμένοι επιστέψανε, αδίστακτα καί χωρίς νάχουνε καί την παραμικρήν αμφιβολίαν, πώς έτσι θά γίνη, όπως τούς προεμάντεψεν ό ’Ιωσήφ. Πώς νομίζετε πώς θά πέρασαν τίς τρεις έκείνες ήμέρες, ώσότου νάλθη ή γιορτή γιά τά γενέθλια τού Βασιλέα; Ποιά νάτανε ή ψυχική τους διάθεση; Φυσικόν είναι, ό μέν ένας, ό Άρχιοινοχόος, νά πιστεύη πώς βρίσκεται μέσα στά ’Ανάκτορα, κι άς ήτανε μέσα στή φυλακή. Ό άλλος όμως, ό Άρχιτραπεζιέρης, τήν έβλεπε τή φυλακή του σάν ένα τόπο καταδίκης καί τής μελλοντικής του εκτέλεσης. Ή αδίστακτη καί βεβαιότατη έλπίδα μιας μέλλουσας γλυκύτατης απόλαυσης καί τών αγαθών πού περιμένομε, είναι μιά μακαριότητα. Ή αναμφισβήτητη όμως προσδοκία πικρότατων βασάνων καί φοβερού μαρτυρίου, πού μάς περιμένει, είναι αληθινή κόλαση.  

Ό ιερός Χρυσόστομος διδάσκει ότι στή Μέση Κατάσταση ή εύσεβής ψυχή περιμένει αστεφάνωτος, διότι θά στεφανωθεί από τόν Κριτή μαζί μέ τό σώμα, όταν αυτό θά άναστηθεί έκ νεκρών κατά τή γενική εξανάσταση. Άναφερόμενος δέ στόν λόγο τού Αποστόλου ουτοι πάντες, δηλαδή οί δίκαιοι άνδρες τής Π. Διαθήκης, δέν άπήλαυσαν τήν υπόσχεση τής ουράνιας κληρονομιάς, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι (Έβρ. ια' [11] 3940),γιά νά μή λάβουν σέ τέλειο βαθμό τή σωτηρία χωρίς έμάς, παρατηρεί: Οι δίκαιοι εκείνοι, αν καί έλαβαν έγκωμιαστική μαρτυρία γιά την πίστη τους, ώστόσο δεν έχουν απολαύσει ακόμη τά αγαθά της αιώνιας ζωής· περιμένουν καί έμάς. Καί προσθέτει: Εννοήσατε λοιπόν καί σείς, αδελφοί μου, πόσο σπουδαίο πράγμα είναι νά περιμένουν ό Αβραάμ καί ό απόστολος Παύλος καί σένα πότε θά τελειωθής, γιά νά στεφανωθούμε όλοι μαζί. Στενοχωρείσαι καί άνυπομονείς, διότι δεν έλαβες ακόμη τόν μισθό από τόν Θεόν; Αλλά τότε τί πρέπει νά κάμει ό δίκαιος ’Άβελ, ό όποίος ένίκησε στόν αγώνα τής αρετής πρώτος από όλους τούς ανθρώπους καί κάθεται ακόμη χωρίς νά στεφανωθεί; Τί νά κάμει ό δίκαιος Νώε; Τί καί οί υπόλοιποι των χρόνων έκείνων τής Π. Διαθήκης, οί όποίοι περιμένουν εσένα καί όσους θά έλθουν υστέρα από σένα; Εμείς οί Χριστιανοί πλεονεκτούμε έναντι έκείνων, αφού ό χρόνος τής αναμονής των ουρανίων βραβείων θά είναι γιά μάς συντομότερος.  

Ό άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειάς παρατηρεί ότι κατά τη θεία Γραφή ή οριστική κρίση θά γίνει μετά την άνάστασιν των νεκρών. Καί αφού ακόμα ό Χριστός δεν έχει κατέλθει από τούς ουρανούς γιά τή Δευτέρα Παρουσία, ούτε άνάστασις γέγονεν ούτε πράξεων άνταπόδοσις έπακολούθησε. 
Καθώς λοιπόν βρίσκονται έκεί οί ψυχές, όσες μέν έφυγαν από έδώ αμετανόητες, καθώς άναλογίζονται τά επί γής έργα τους έλέγχονται καί κατακρίνονται πικρά από τη συνείδηση. Ή προσωρινή εύχαρίστηση τής αμαρτίας πού δοκίμαζαν έδώ έχει χαθεί. Έκεί παραμένει πλέον ή πικρία, ή δυσωδία, ή άσχημοσύνη τής άσεβείας. Ταυτόχρονα στη θλιβερή αυτή κατάσταση δέχονται καί τίς απειλές τών σκοτεινών καί χαιρέκακων δαιμόνων, οί όποίοι έπιχαίρουν στη δυστυχία τών ανθρώπων. Αντίθετα οί ψυχές πού έφυγαν από έδώ μέ μετάνοια καί έξομολόγηση, άγάλλονται καί χαίρουν. Συγχορεύουν μέ τούς φωτεινούς αγγέλους καί ευφραίνονται μέ τίς χρηστές έλπίδες τής ατελείωτης μακαριότητας καί τής ανέκφραστης τρυφής τού αιωνίου Παραδείσου.

Αύτό ακριβώς φανερώνει καί ή αποκαλυπτική οπτασία,την όποία  είδε ό ευαγγελιστής Ιωάννης. Γράφει: Είδα κάτω από τό ουράνιο θυσιαστήριο τίς ψυχές τών Χριστιανών, οί όποίοι μαρτύρησαν σέ κάθε εποχή. Όλοι αυτοί φώναξαν μέ φωνή ισχυρή καί είπαν: Κύριε, σύ πού είσαι ό δεσπότης καί κυρίαρχος, ό άγιος καί αληθινός, έως πότε θά περιμένεις καί δέν θά κάνεις κρίση καί δέν θά ζητείς εκδίκηση καί τιμωρία γιά τό άδικοχυμένο αίμα μας από τούς διώκτες μας, οί όποίοι κατοικούν στή γή; (Οί Μάρτυρες δέν ζητούν εκδίκηση μέ τά όσα λέγουν ούτε έκφράζουν όλιγοπιστία. Ζητούν απλώς αποκατάσταση της ηθικής τάξεως, απόδοση δικαιοσύνης. Οί πιστοί έκφράζουν δίκαιο παράπονο γιά τόν διωγμό πού συνεχίζεται σέ βάρος τους εκ μέρους τών ανθρώπων τού κόσμου). Καί τότε, συνεχίζει ό Θεολόγος ’Ιωάννης, δόθηκε σέ καθένα από τούς μάρτυρες εκείνους τού Χριστού λευκή στολή. Ταυτόχρονα τούς είπαν νά άναπαυθούν λίγο χρόνο ακόμη, έως δτου συμπληρωθεί ό ορισμένος αριθμός τών εκλεκτών συνδούλων καί άδελφών τους, οί όποίοι έπρόκειτο νά μαρτυρήσουν γιά τόν Χριστόν, όπως μαρτύρησαν καί αυτοί (Άποκ. ς 911). (Ή λευκή στολή είναι σύμβολο τής δόξης, τού θριάμβου καί της μακαριότητος τών δικαίων. 'Υπονοεί όμως καί τή δόξα καί τή λαμπρότητα μέ τήν όποία  θά περιβληθούν τά σώματα τών δικαίων μετά τή γενική έξανάσταση).
Έξ άλλου, έάν οί Άγιοι καί οί Μάρτυρες ευθύς μετά τόν θάνατό τους έπαιρναν τέλειο τόν στέφανο τής Βασιλείας τών ούρανών, πώς ό Κριτής θά τούς πεί τήν ημέρα τής Κρίσεως δεύτε οί ευλογημένοι τού Πατρός μου, κληρονομήσατε την ήτοιμασμένην ύμϊν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου; (Ματθ. κε [25] 34). Έάν άπήλαυσαν τή Βασιλεία, πώς θά τήν απολαύσουν καί πάλι; Επομένως ή τελεία καί ολοκληρωμένη μακαριότης τού Παραδείσου θά τούς δοθεί, όταν έλθει ή συντέλεια τού παρόντος αίώνος καί θά αρχίσει ή μέλλουσα,ή αιώνια καί άτελεύτητη Βασιλεία. Τότε θά λάβουν μαζί μέ όλους τούς εύσεβείς συνδούλους καί θεοφιλείς αδελφούς τους τόν στέφανο τής δικαιοσύνης· τήν πλήρη δόξα καί ανταπόδοση. Καί θά ευφραίνονται στους αιώνας τών αιώνων μέσα στούς κόλπους τού αιωνίου Θεού.

Πώς ζούν έκει οί ψυχές;

Αφού όμως ή ψυχή έχει όλες τίς αισθήσεις της καί διατηρεί όλες τίς αναμνήσεις τής έπίγειας ζωής της, πώς ζεί εκεί μέχρις δτου γίνει ή τελική κρίση; Λεπτομέρειες γιά τή Μέση Κατάσταση των ψυχών δέν γνωρίζουμε. Άπό τά όσα όμως μάς άπεκάλυψε ή Αγία Γραφή καί μάς διδάσκουν οί θεόσοφοι Πατέρες, οί όποίοι έρμήνευσαν αυθεντικά καί μέ φόβο Θεού τόν Δεσποτικό καί Άποστολικό λόγο, μπορούμε νά πούμε τά ακόλουθα:
Έν πρώτοις, στην προσωρινή εκείνη κατάσταση ζούν κάτω άπό διαφορετικές συνθήκες οί δίκαιοι καί οί αμαρτωλοί. Κατά τόν άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο κάθε ψυχή ένάρετη καί φιλόθεη, μόλις χωρισθεί άπό τό σώμα, αισθάνεται θαυμασίαν εσωτερική ευφροσύνη γιά τά όσα άγαθά τήν περιμένουν στήν ατελεύτητη αιωνιότητα. Γι’ αύτό καί άγάλλεται καί προχωρεί εξιλεωμένη, συγχωρημένη καί εξαγνισμένη πρός τόν Κύριόν της, σάν νά έχει ξεφύγει άπό τή ζωή αύτή όπως άπό κάποιο απόκρυφο δεσμωτήριο, καί νά έχει άποτινάξει τά δεσμά πού τήν έβάρυναν καί έσερναν πρός τά κάτω τά φτερά τού νού.   Απ’ εναντίας, οί ψυχές τών αμαρτωλών σύρονται εις αριστερά ύπό αγγέλων κολαστών (τιμωρών) μετά βίας ως δέσμιοι (...) έως πλησίον τής γεέννης. Άπό έκεί, καθώς άντικρύζουν τήν φοβερόν θέαν τού πυρός τής κολάσεως, κατατρομάζουν μέ τήν προσδοκία τής μελλούσης κρίσεως καί ήδη δυνάμει κολάζονται.   Καί παρ’ όλον ότι έχουν χωρισθεί άπό τό σώμα, ωστόσο δέν αποχωρίζονται καί άπό τά πάθη τά όποία  τίς είχαν κυριεύσει στη γή, άλλά φέρουν μαζί τους τή ροπή πρός τήν άμαρτία. Γιά όλα αυτά ό πόνος τους γίνεται οδυνηρότερος.  

Ένώ όμως οί ψυχές τών άμετανοήτων άνθρώπων βρίσκονται μακριά άπό τόν βασιλέα Χριστόν, οί ψυχές τών δικαίων είναι εκεί, όπως ήσαν καί εδώ, μετά τού βασιλέως ή μάλλον εκεί είναι πολύ πλησιέστερα πρός τόν Σωτήρα. Έκεί δέν ζούν πλέον μέ πίστη,χωρίς νά βλέπουν κατά πρόσωπο τόν Κύριον (πρβλ. Β' Κορ. ε 7). Έκεί βλέπουν καθαρά καί φανερά, κατ’ ευθείαν, πρόσωπο πρός πρόσωπο, χωρίς αινίγματα καί χωρίς σκιές (πρβλ. Α' Κορ. ιγ' [13] 12)  . Ένώ βρίσκονται εκεί, ζούν άλλη ζωή, ασύγκριτα ανώτερη από εκείνη τού παρόντος κόσμου ζωή έπουράνιον καί όχι επίγειον. Είναι μετά τού Θεού καί σύν Θεω, σταθερές,γαλήνιες, γεμάτες πνευματική ευφροσύνη ζούν ως ουράνια πνεύματα.   Στήν άπερίγραπτη εκείνη μακαριότητα οί ψυχές των δικαίων βρίσκονται έν χεψί Θεού (Σ. Σολ. γ' 1), κάτω από τήν προστασία τού παντοκράτορος Θεού Αυτό άλλωστε διδασκόμαστε καί από τόν λόγο τού Κυρίου, τόν όποίο είπε ένώ ήταν επάνω στό Σταυρό, πρίν έκπνεύσει: Πάτερ μου, γεμάτος έλπίδα καί εμπιστοσύνη σέ σένα, παραδίδω στά χέρια σου τή λογική καί άθάνατη ψυχή μου (Λουκ. κγ' [23] 46). Τόν λόγο αύτό είχε ύπ’ όψη του ό άγιος καί πρωτομάρτυς Στέφανος, γι’ αυτό καί έπανέλαβε, όταν άπέθνησκε λιθοβολούμενος άπό τούς Ιουδαίους: Κύριε, Ιησού, δέξαι τό πνεύμα μου (Πράξ. ζ' 59). Όπως ό Θεός Πατήρ δέχθηκε τό πνεύμα τού Ιησού, έτσι καί ό ’Ιησούς ώς πρωτότοκος εκ των νεκρών δέχεται τά πνεύματα των πιστών μαθητών του. 

Ό θείος Κύριλλος Αλεξάνδρειάς, ερμηνεύοντας τόν τελευταίο λόγο τού Κυρίου, πού άναφέραμε πιό πάνω, συμπεραίνει: Άπό αυτό διδασκόμαστε ότι οί ψυχές των Αγίων πού άποδημούν των άπό γης σωμάτων παραδίδονται στή χρηστότητα καί φιλανθρωπία τού Θεού,τού φιλοστοργοτάτου Πατρός μας. Επομένως όσοι πιστεύουν στόν Ίησούν Χριστόν καί ζούν ενάρετη καί θεοφιλή ζωή, πρέπει νά έχουν λαμπράς τάς ελπίδας ότι μετά τόν σωματικό θάνατό τους θά είναι στά χέρια τού Θεού, καί μάλιστα πολύ περισσότερο καί άσφαλέστερα άπό ό,τι ήσαν όταν ζούσαν στή γη μετά σαρκός.   Έκεί μάλιστα είναι βέβαιοι ότι είναι πλέον ασφαλείς, καί έχουν εσωτερική πληροφορία ότι βρήκαν έλεος άπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο. Ένεκα αυτού ή ευσεβής ψυχή στήν Μέση εκείνη Κατάσταση γέενναν ού φοβείται, κρίσιν ού δέδοικεν άφοβος διαμένει καί άκατάπληκτος (ατρόμητη). ’Εφ’ όσον ή συνείδηση δέν τήν ελέγχει γιά κάτι τό πονηρό, δεν συνέχεται από τόν φόβο τής κολάσεως. 
Όλα αυτά μάς οδηγούν νά πούμε γιά τίς ψυχές αυτές έκείνο τό όποίο είπε ό Κύριος στόν ληστή πού μετενόησε. Τού είπε: Σήμερον μετ’ εμού εστ] εν τώ παραδείσω (Λουκ. κγ' [23] 43)· σήμερα, από τη στιγμή πού θά πεθάνουμε, θά είσαι μαζί μου στόν Παράδεισο. Θά είσαι μαζί μου σέ κατάσταση ανέκφραστης χαράς καί μακαριότητος.
’Αλλά, θά ρωτήσει ό αναγνώστης, πού βρίσκεται ό τόπος όπου ό Κύριος μετά τού δεδοξασμένου σώματός του διατελεί έν κοινωνία πρός τους άπελθόντας έκ τού κόσμου τούτου ίδικούς του; Αύτό δέν μάς τό φανέρωσε ό Τριαδικός Θεός. Έξ άλλου τί σημασία έχει τό πού βρίσκεται; Σημασία έχει ότι ή ψυχή τού πιστού Χριστιανού ευθύς μετά τόν θάνατο μεταφέρεται εκεί όπου είναι καί ό Χριστός. Τό ούσιώδες είναι ότι έν τή κοινωνία ταύτη καί τή παρουσία τού Χριστού αί ψυχαί θά απολαμβάνουν ειρήνην, χαράν καί άνάπαυσιν, μέχρις ότου άνατείλει ή λαμπρά ημέρα τής κοινής άναστάσεως, οπότε καί τά σώματά τους θά άναστηθούν άφθαρτα καί θά συνενωθούν μέ τήν ψυχή, γιά νά απολαύσουν καί τά δύο μαζί, σώμα καί ψυχή,τά αιώνια αγαθά τής ατελεύτητου Βασιλείας τών ουρανών
. 
Οί κεκοιμημένοι μάς παρακολουθούν καί εύχονται γιά μάς.


Ποιά όμως είναι ή σχέση εκείνων πού έξεδήμησαν. μέ εμάς; Μάς ένθυμούνται; Φροντίζουν καθόλου γιά όσους αγωνιζόμαστε ακόμη τόν σκληρό αγώνα τής ζωής; Ασφαλώς Ό Μ. Αθανάσιος παρατηρεί ότι οί ψυχές πού έφυγαν αμετανόητες δέν μάς σκέπτονται, διότι είναι άπορροφημένες άπό τήν τιμωρία πού τίς αναμένει  . Αλλά ποιός γνωρίζει ποιοι έμειναν αμετανόητοι μέχρι τής τελευταίας στιγμής τής ζωής τους; Μόνον ό Θεός τό γνωρίζει. Έν πάση περιπτώσει οί θεοφόροι Πατέρες, οί παλαιοί εκείνοι καί άγιοι τής πρωτοτύπου Εκκλησίας προστάται, οί τής αρχαίας Εκκλησίας τρόφιμοι καί θεόθεν (από Θεού) κινούμενοι, έχουν διδάξει από κοινού αυτό (οόδέν γάρ άθεεί κοινή πάντες οί εκλεκτοί δόνανται ποιήσαι· διότι χωρίς τη θεία βοήθεια τίποτε δεν μπορούν νά κάμουν από κοινού οί εκλεκτοί): Ή έν οόρανοϊς θριαμβεύουσα ’Εκκλησία δεν είναι αναίσθητος των αναγκών καί παθημάτων της έπί της γης στρατευομένης Εκκλησίας.  

’Άλλωστε, έφ' όσον ή αγάπη πρός τόν πλησίον είναι ή κυριωτάτη των αρετών, φυσικό είναι νά έχουν την αγάπη αυτή πρός τούς έν τφ βίιρ άγωνιζομένους πολύ περισσότερο εκείνοι οί όποίοι έξεδήμησαν πρός Κύριον. Τώρα ή αγάπη τους αύτη θά είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη, παρ’ ό,τι είναι εκείνη τών Χριστιανών οί όποίοι συναγωνίζονται ακόμη μαζί μας εδώ στή γη τόν καλόν μεν, άλλα πράγματι σκληρό άγώνα της αρετής.   Θά μπορούσαμε μάλιστα νά πούμε ότι οί δεσμοί τής αγάπης μεταξύ τών αδελφών μας πού κοιμήθηκαν καί ημών πού ζούμε, γίνονται τώρα στενότεροι, ισχυρότεροι καί αγνότεροι.


Στήν Π. Διαθήκη γίνεται λόγος γιά προκεκοιμημένους δικαίους,οί όποίοι προσεύχονται στόν Θεόν ύπέρ τού ’Ισραήλ. Ό ’Ιούδας ό Μακκαβαϊος είδε σέ οπτασία τόν αρχιερέα Όνίαν, άνδρα καλόν καί άγαθόν, καί τόν προφήτη Ιερεμία, τόν πολλά προσευχόμενον περί τού λαού καί τής αγίας πόλεως. Οί μεγάλοι εκείνοι άνδρες, οί όποίοι είχαν πεθάνει πρίν πολλά χρόνια, προίσταντο άοράτως τού λαού τού Θεού στόν άγώνα του εναντίον τών είδωλολατρών (βλ. Β' Μακ. ιε' [15] 11-16).
Αλλά καί ή Κ. Διαθήκη μάς βεβαιώνει ότι όσοι ζούμε ακόμη στή γή, περιβαλλόμαστε από τό μεγάλο καί πυκνό σύννεφο τών μαρτύρων τής πίστεως. Αυτοί αναμένουν τη Δευτέρα Παρουσία γιά νά στεφανωθούν μαζί μέ μάς, οί όποίοι τρέχουμε μέ ύπομονή τόν καλόν άγώνα της πίστεως (βλ. Έβρ. ια' [11] 39  ιβ' [12] 1). Έάν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη ότι τά ονόματα πού παραθέτει ό ’Απόστολος στό 1ο κεφάλαιο τής πρός Εβραίους Επιστολής δέν είναι μόνο τά ονόματα έκείνων πού όπέμειναν μαρτυρικό θάνατο, αλλά καί άλλων όσίων πού άπέθαναν μέ φυσικό θάνατο, τότε συμπεραίνουμε ότι με τη λέξη μαρτύρων εννοεί όλους γενικά τούς δικαίους της Π. Διαθήκης.
Επομένως δεν παρακαλεί υπέρ ήμών τόν Θεόν Πατέρα μόνον ή κεφαλή τής Εκκλησίας, ό Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός, ό όποίος είναι ό έ ν α ς καί μ ο ν α δ ι κ ό ς μεσίτης μεταξύ Θεού καί ανθρώπων (βλ. Α' Τιμ. β' 5)· ούτε μόνον ή Θεοτόκος Μαρία, ή κεχαριτωμένη καί βασίλισσα τών ουρανών, ή όποία  ως μητέρα τού ένανθρωπήσαντος Θεού έχει πολλή παρρησία στό θρόνο τής Χάριτοςούτε μόνον οί άγιοι ’Άγγελοι, οί όποίοι γιά έναν αμαρτωλό πού μετανοεί δοκιμάζουν χαρά μεγαλύτερη από όση δοκιμάζουν όταν βλέπουν ένενήκοντα εννέα δικαίους νά ζούν αγία ζωή (βλ. Λουκ. ιε' [15] 7). Γιά μάς προσεύχονται θερμά καί έκτενώς στόν ζώντα Θεόν καί οί ψυχές τών προκεκοιμημένων πιστών.   Όλοι αύτοί παρακολουθούν στοργικά, μέ ζωηρό ενδιαφέρον καί αγία αγωνία την πνευματική μας πρόοδο· χαίρουν γιά τήν ενάρετη ζωή μας· λυπούνται γιά τίς πτώσεις μας· πανηγυρίζουν γιά τίς νίκες μας. Καί είναι έτοιμοι νά μάς ύποδεχθούν μέ τιμές στήν άλλη ζωή, στόν πατρικόν οικον.
Όχι, αδελφέ μου όσοι βρίσκονται στόν ούρανό δέν αδιαφορούν γιά μάς, πού μένουμε ακόμη στήν παρούσα ζωή. Ό έπίγειος θάνατος, ό χωρισμός της ψυχής από τό σώμα, δέν καταστρέφει τήν σχέσιν τού πιστού μέ τήν Εκκλησίαν δέν άπομακρύνει αυτόν από τόν οίκείον του χώρον καί τήν οίκείαν του κατάστασιν δέν χωρίζει αύτόν άπό τά άλλα έν Χριστώ “συμμέλη” του  . Άλλωστε ή αγάπη είναι αιώνια, όπως καί οί ψυχές, όπως καί ό Θεός,ή καθαρότατη αγάπη,ή πηγή τής αγάπης. Γι’ αυτό, ενώ κάθε άλλη επίγεια σχέση μεταξύ ζώντων καί τεθνεώτων έχει διακοπεί, ή αγάπη μένει καί κρατεί στόν αιώνα.


Άπό τίς πολλές μαρτυρίες πού υπάρχουν στήν εκκλησιαστική ιστορία καί παράδοση, πληροφορούμαστε ότι ύφίσταται αμοιβαία πνευματική επικοινωνία καί συμπαράσταση καί αλληλεγγύη καί άλληλοβοήθεια, διά τής αγάπης καί τής προσευχής υπέρ άλλήλων μεταξύ τών μελών τής έπουρανίου καί τής επιγείου ’Εκκλησίας, διότι όλοι συναποτελούμε μία κοινωνίαν αγίων. Όσοι έξεδήμησαν και όσοι ζούμε ακόμη στόν κόσμο αυτό βρισκόμαστε σε μυστική καί υπερφυσική κοινωνία ζωής καί προσευχής καί αγάπης αδελφικής μεταξύ μας.   Άπό τίς μαρτυρίες λοιπόν αυτές σταχυολογούμε μερικές, γιά νά φανεί καλύτερα ή αλήθεια ότι οί ψυχές τών μεταστάντων αδελφών μας προσεύχονται υπέρ ημών, οί όποίοι βρισκόμαστε ακόμη καθ’ οδόν πρός τήν έπουράνια ’Εκκλησία, πρός τή μόνιμη καί διαρκή πατρίδα καί πόλη (Έβρ. ιγ' [13] 14).
Σέ μία άπό τίς οράσεις τού Ποιμένος ό ευσεβής Έρμάς βλέπει τήν αγαπημένη του κυρία, τή Ρόδη, πού είχε άποθάνει, νά τόν κατηγορεί μέ τρυφερότητα, νά τόν παρηγορεί μέ χάρη καί νά τόν βεβαιώνει ότι άπό εκεί πού βρίσκεται τώρα τόν βοηθεί διά τού Κυρίου. Ή μαρτυρία αυτή, ένός βιβλίου πού έγράφη τέλη τού α ή αρχές τού β' αί. μ.X., δείχνει πόσο σταθερή ήταν ή πίστη τών Χριστιανών γιά τίς προσευχές τών πιστών πού προηγήθηκαν άπό αυτούς στήν άλλη ζωή.   Άπό τό Μαρτύριον  τού Θεοφόρου ’Ιγνατίου μαθαίνουμε ότι οί Χριστιανοί πού παρακολούθησαν τόν μαρτυρικό του θάνατο, έτέλεσαν όλονύκτια άκολουθία. Κατ’ αυτήν παρεκάλεσαν γονυκλινείς καί μέ δάκρυα τόν Κύριο νά τούς πληροφορήσει γιά τήν πέραν τού τάφου κατάσταση τού Μάρτυρα. Καί αφού αποκοιμήθηκαν γιά λίγο, άλλοι άπό αυτούς είδαν τόν άγιο νά έρχεται καί νά τούς έναγκαλίζεται, άλλοι τόν είδαν νά προσεύχεται ύπέρ αύτών, ενώ άλλοι νά στέκεται ενώπιον τού Κυρίου κάθιδρος, σάν νά έφθασε εκεί μετά άπό κόπο πολύ.  


Ό ’Ωριγένης, γιά νά ένισχύσει τόν φίλο του Αμβρόσιο ώστε νά προχωρήσει άφοβα πρός τό μαρτύριο καί νά μή λιποψυχήσει διότι θά μείνουν τά παιδιά του ορφανά, τού είπε: ’Εάν άποθάνεις γιά τόν Χριστόν, θά ώφελήσεις μέ τό μαρτύριο τά παιδιά σου περισσότερο άπό όσο θά τά ωφελούσες έάν έμενες κοντά τους. Εύρισκόμενος στήν άλλη ζωή έπιστημονικώτερον (μέ περισσότερη ώφέλεια) αύτά άγαπήσεις καί συνετώτερον περί αύτών θά προσευχηθείς. 
Ό εθνικός στρατιώτης Βασιλείδης, πού συνοδέυσε τήν μάρτυρα Ποταμίαινα στόν τόπο τής άθλήσεώς της, επειδή τής συμπεριφέρθηκε μέ τρόπο φιλάνθρωπο, την ακούσε νά τού λέγει: Όταν μεταβώ στον Κοριό μου, θά τόν παρακαλέσω νά σέ αμείψει σύντομα καί νά σέ βραβεύσει στόν ουρανό. Πράγματι μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα ό Βασιλείδης έγινε ομολογητής Χριστιανός Σ’ εκείνους πού απόρησαν γιά τη μεταβολή του, απάντησε ότι ή άγια Ποταμίαινα τρεις ημέρες μετά τό μαρτύριό της φανερώθηκε σ’ αύτόν τή νύκτα. Αφού έβαλε στήν κεφαλή του στέφανον, τού είπε ότι είχε παρακαλέσει χάριν αύτού τόν Κύριον, ό όποίος καί δέχθηκε τήν προσευχή της, ώστε ό Βασιλείδης νά στεφανωθεί σύντομα μέ τό λαμπρό στεφάνι τού μαρτυρίου.  


Στήν άγια Δ' Οικουμενική Σύνοδο οί θείοι Πατέρες, άφού άναφέρθηκαν στόν άγιο Φλαβιανό, ό όποίος φονεύθηκε κατά τή ληστρική σύνοδο τής ’Εφέσου, φώναξαν μέ μία φωνή: Φλαβιανός μετά θάνατον ζή. Ό Μάρτυς υπέρ ήμών ευξεται (θά ευχηθεί). Ό Μ. Βασίλειος ομολογεί ότι όχι μόνο δέχεται τούς άγιους ’Αποστόλους, Προφήτας καί Μάρτυρας, άλλά καί ζητεί τήν πρός τόν Θεόν ικεσία τους, έτσι ώστε μέ τήν προσευχή τους νά τόν ελεήσει καί εύσπλαγχνισθεί ό φιλάνθρωπος Θεός καί νά συγχωρήσει τίς άμαρτίες του.   Ό ίδιος πάλι, έγκωμιάζοντας τούς άγιους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, λέγει: Πόσο δέν θά έκοπίαζες γιά νά βρεις έστω καί ένα, ό όποίος νά παρακαλέσει γιά σένα τόν Κύριο; ’Ιδού όμως ότι εδώ δέν έχουμε ένα άλλά τεσσαράκοντα, οί όποίοι άναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν υπέρ ήμών. Καί κατακλείοντας τό εγκώμιό του προσθέτει: Ώ χορός άγιος ’Ώ σύνταγμα ιερόν(...) ’Ώ κοινοί φύλακες τού γένους τών ανθρώπων ’Αγαθοί κοινωνοί φροντίδων, δεήσεων συνεργοί, πρεσβευταί δυνατώτατοι ύπέρ ήμών τών άνθρώπων.  


Ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, πλέκοντας τό εγκώμιο στόν μάρτυρα Θεόδωρο, άπευθύνεται πρός αυτόν καί τού λέγει: ’Έλα πρός αυτούς πού σέ τιμούν ώς άόρατος φίλος. Πρέσβευσον ύπέρ της πατρίδος πρός τόν κοινόν βασιλέα, τόν Χριστόν. Περιμένουμε θλίψεις καί κινδύνους. Οί άσεβείς, κακοποιοί καί βάρβαροι Σκύθες είναι κοντά καί μάς άπειλούν μέ πόλεμο. Σύ, ύπέρ ήμών άγιε μάρτυς Θεόδωρε, ώς στρατιώτης ύπερμάχησον, καί ώς μάρτυς πού θυσιάσθηκες για τον Χριστόν Χριστόν, κάμε χρήση τής παρρησίας πού έχεις πλησίον του θρόνου της Χάριτος. Διότι έφυγες βέβαια από την παρούσα ζωή,γνωρίζεις όμως τά βάσανα, τίς θλίψεις, τίς ανάγκες μας. Ζήτησε από τόν Θεόν ειρήνη, γιά νά μήν πατήσει καί βεβηλώσει τούς ναούς καί τά θυσιαστήριά μας ό βάρβαρος πού λύσσα. Άν χρειασθεί νά γίνει θερμότερη δέηση,τότε συνάθροισε καί όλους τούς άλλους αδελφούς σου μάρτυρες πού βρίσκονται εκεί, καί παρακάλεσε μαζί τους τόν Θεόν. Πολλών δικαίων εύχαί ας λύσουν λαών καί δήμων αμαρτίας. Υπενθύμισε στόν απόστολο Πέτρο, προκάλεσε τόν θείο Παύλο καί τόν Θεολόγο Ιωάννη νά φροντίσουν γιά τίς Εκκλησίες πού ίδρυσαν γιά τίς Εκκλησίες, χάρη τών οποίων δέθηκαν μέ αλυσίδες, ύπέμειναν κινδύνους καί θανατώθηκαν. 

Παρακίνησέ τους σέ βοήθεια, γιά νά μή μάς υποδουλώσει ή ειδωλολατρία, γιά νά μήν πνίξουν τά άγκάθια τόν άμπελώνα καί τά ζιζάνια τό σιτάρι. 
Ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος σέ παρηγορητική επιστολή πρός τήν εύσεβή δέσποινα Θέκλα γράφει: Είμαι πεπεισμένος ότι οί ψυχές τών αγίων πού έξεδήμησαν, παρακολουθούν, εννοούν καί συγκινούνται γιά τίς ψυχές μας.   Ό ίδιος απευθυνόμενος πρός τόν ιερομάρτυρα Κυπριανό, τόν παρακαλεί νά έποπτεύη άνωθεν μέ συμπάθεια καί νά ποιμαίνει ή συμποιμαίνει τό ιερόν τούτο ποίμνιον,τούς δέ άλλους πιστούς νά κατευθύνει στό δρόμο της άρετής, νά διώχνει τούς άγριους καί σκληρούς λύκους (τούς αιρετικούς) καί νά χαρίζει στους πιστούς τελειοτέραν καί λαμπροτέραν τήν έλλαμψιν της Αγίας Τριάδος,της οποίας τώρα είναι παραστάτης  . Όταν πάλι ένεταφίαζε τόν πατέρα του Γρηγόριο, επίσκοπο καί αυτόν, έλεγε: Είμαι βέβαιος ότι ό μεταστάς μάς παρηγορεί τώρα περισσότερο μέ τήν πρεσβεία του παρ’ όσο πρωτύτερα μέ τή διδασκαλία του. Διότι τώρα έγγίζει Θεώ πολύ περισσότερο, άφού έχει άποτινάξει τά σωματικά δεσμά καί έχει απαλλαγεί από τή λάσπη πού θολώνει τόν νού, καί συναντά γυμνός γυμνόν τόν πρώτο καί κατακάθαρο νού, τόν Θεόν, έχοντας κριθεί άξιος  εάν τούτο δέν είναι τολμηρό νά τό πώ  νά λάβει θέση καί παρρησία αγγελική. Παρακαλεί μάλιστα ό άγιος τόν μεταστάντα πατέρα του νά κατευθύνει ακίνδυνα δλη την ποίμνην καί πάντας αρχιερέας των όποιων ονομάσθηκε πατήρ. Ιδιαιτέρως όμως νά εύχεται γιά τόν ϊδιο, ό όποίος έβιάσθη πατρικώς καί πνευματικώς γιά νά δεχθεί χειροτονία   Ό ίδιος Πατήρ στον επιτάφιο λόγο του στον Μ. Βασίλειο έβεβαίωνε: Τώρα ό Βασίλειος είναι στούς ουρανούς, καί προσφέρει από έκεί τίς θυσίες του γιά μάς καί προσεύχεται γιά τόν λαό διότι έγκαταλείποντάς μας δέν μάς έγκατέλειψε εντελώς. 
 
Τό ότι όλοι οί 'Άγιοι, μάλιστα δέ οί Μάρτυρες, εισακούονται από τόν Θεόν όταν δέονται υπέρ τών ζώντων, δέν είναι δύσκολο νά τό εννοήσουμε. Θά άφήσουμε όμως τόν ιερό Χρυσόστομο νά μάς τό πει μέ τή χρυσή γλώσσα του. Λέγει: Όπως ακριβώς οί στρατιώτες, όταν έπιδείξουν στον βασιλέα τίς πληγές πού δέχθηκαν από τούς εχθρούς, συνομιλούν μαζί του μέ πολλή παρρησία, έτσι καί οί Μάρτυρες· βαστάζοντας στά χέρια τίς κεφαλές τίς όποίες τούς άπέκοψαν οί δήμιοι, καί δείχνοντας αυτές στον Βασιλέα τών ουρανών, μπορούν νά κερδίσουν εύκολα όσα θέλουν. 
Οί Μάρτυρες λοιπόν καί όλοι οί Άγιοι, μαζί μέ τούς ευσεβείς αδελφούς μας πού κοιμήθηκαν καί μάς αναμένουν στην άνω Ιερουσαλήμ, δέονται υπέρ ημών. Είναι οί ούράνιοι έν Εκκλησία συμπολίτες μας, μέ τούς όποίους είμαστε ένωμένοι μέ τόν ακατάλυτο δεσμό της αγάπης, τής πίστεως καί της προσευχής. Παρακολουθούν τούς άγώνες καί τίς αγωνίες μας τίς νίκες καί τίς ήττες μας· τά αθλήματα καί τίς περιπέτειές μας, καί πρεσβεύουν πρός τόν Θεόν μαζί μέ τόν Χριστόν καί διά τού Χριστού ώς αξιόπιστοι τής πρός τόν Δεσπότην ικεσίας παράκλητοι καί ισχυροί κατά τών εχθρών υπασπισταί (ή ύπερασπισταί)   υπέρ ήμών, πού αποτελούμε μέλη τής επί γης στρατευομένης Εκκλησίας. Τό έργο αυτό τής αγάπης τους δέν προσκρούει καθόλου στό μεσιτικό έργο τού ενός καί μόνου Μεσίτου,   τού Κυρίου ήμών ’Ιησού Χριστού (Α' Τιμ. β' 5).
Γι’ αυτό καί τούς ήδη μεταστάντας αγίους δεν τούς ονομάζουμε μεσίτας, άλλα πρέσβεις καί ίκέτας πρός τόν Θεόν ύπέρ ημών καί π ρ ε σ β ε υ τ ά ς . Οί άγιοι μεσολαβούν ύπέρ ημών στόν Τριαδικόν Θεόν. Γι’ αυτό καί ό θεοσόλλεκτος σύλλογος τών Πατέρων της άγιας Ζ' Οικουμενικής Συνόδου έδίδαξε ότι στούς 'Αγίους δόθηκε ή χάρις πρεσβεύειν ύπέρ τού κόσμου. Θά μπορούσε μάλιστα νά πει κανείς ότι ολόκληρη ή μετά θάνατον υπαρξι τών αγίων είναι μία άσίγητη προσευχή, μία άπαυστη συναντίληψι (βοήθεια)  ύπέρ τού κόσμου, αφού ή άγάπη είναι σύνδεσμος τής τελειότητας (Κολ. γ' 14). Έάν δέ ή προσευχή τών εύσεβών, τών οσίων, τών αγίων, τών ασκητών είναι θερμή ύπέρ όλων τών ανθρώπων καί όλου τού κόσμου, φυσικό είναι νά γίνεται περισσότερο θερμή τώρα πού βρίσκονται πλησιέστερα στό θρόνο τής Χάριτος
.
Ό Θεός άποκαλύπτει στους δικαίους τίς άνάγκες μας.

Θά ρωτήσει όμως κανείς: Πώς πληροφορούνται τά προβλήματα καί τίς ανάγκες μας οί ψυχές τών κεκοιμημένων αδελφών μας καί τών αγίων; Πώς ακούουν τίς προσευχές μας; Τήν απάντηση μάς την δίνει ή Αγια Γραφή, ή όποία  άναφέρει όσιους καί δικαίους δούλους τού Θεού, οί όποίοι, ένώ είναι ακόμη στή γή καί περιφέρουν τό υλικό σώμα, ωστόσο πληροφορούνται μέ ύπερφυσική ενόραση καί άποκάλυψη είτε τά όσα σκέπτονται άλλοι είτε γεγονότα πού συμβαίνουν πολύ μακριά από αύτούς. 
Έτσι ό προφήτης Ελισαίος έγνώρισε τά όσα έκαμε ό δούλος του Γιεζί κρυφά από αυτόν ότι δηλαδή έλαβε από τόν Ναιμάν τόν Σύρο δύο αργυρά τάλαντα καί δύο καινούργιες στολές (βλ. Δ' Βασ. ε 21έξ.). Έγνώρισε επίσης τά μυστικά πολεμικά σχέδια τού βασιλέως της Συρίας, τά όποία  καί άνεκοίνωσε στόν βασιλέα τού ’Ισραήλ (βλ. Δ' Βασ. Ϛʹ 11-12)

 Ό απόστολος Πέτρος πληροφορήθηκε κατά τρόπο υπερφυσικό γιά τή μυστική συμφωνία τού Άνανία καί της συζύγου του Σαπφειρας, οί όποίοι είχαν αποφασίσει νά έξαπατήσουν μέ ψέμα τό 'Άγιον Πνεύμα καί νά κρατήσουν κρυφά γιά τόν εαυτό τους μέρος από τό αντίτιμο τού χωραφιού πού είχαν πωλήσει (βλ. Πράξ. ε 3έξ.). Ό απόστολος Παύλος έβεβαίωνε τούς Κορινθίους ότι, αν καί ήταν απών σωματικά, ώστόσο θά ήταν παρών πνευματικά ευρισκόμενος μαζί τους συν τη δυνάμει τού Κυρίου, γιά νά παραδώσουν όλοι μαζί, Κορίνθιοι καί Παύλος, τόν Χριστιανό πού είχε άμαρτήσει μέ βαρύ αμάρτημα στόν σατανά (βλ. Α' Κορ. ε 35). Κατά τόν ϊδιο τρόπο καί οί έξεληλυθότες μακάριοι βοηθούν τάς Εκκλησίας τώ πνεύματι, ίσως πολύ περισσότερο από εκείνον πού φέρει ακόμη σώμα καί ζεί στή γη. 
Εκτός αυτών έχουμε άγιογραφικές μαρτυρίες περί τού ότι ό Θεός δίνει ατούς ευσεβείς δούλους του καί χάρισμα διορατικότητος. Δηλαδή, ενώ ακόμη ζούν μέ τό υλικό σώμα, μπορούν νά βλέπουν όσα γίνονται άπό τόν αόρατο καί πνευματικό κόσμο. Ό πατριάρχης Ιακώβ π.χ., αφού σήκωσε τό βλέμμα του, είδε ολόκληρο στράτευμα ουρανίων αγγέλων νά παρεμβάλλεται στό δρόμο του καί τόν συνήντησαν οί άγγελοι τού Θεού γιά νά τόν ένισχύσουν (Γεν. λβ' [32] 1). Ό προφήτης Ήσαίας είδε τόν Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού καίέπηρμένου νά τόν περικυκλώνουν τά έξαπτέρυγα Σεραφείμ,τά όποία  έψαλλαν τόν Τρισάγιον Υμνον (Ήσ. C 13). Ό ευαγγελιστής ’Ιωάννης ήλθε σέ έκσταση καί άμεση έπικοινωνία μέ τό Πνεύμα τού Θεού καί είδε μπροστά στό θρόνο τού Θεού είκοσι τέσσερις πρεσβύτες, οί όποίοι έπεσαν ενώπιον τού Άρνίου (τού Χριστού) καί προσέφεραν τίς προσευχές τών Χριστιανών (Άποκ. α' 10· ε 8).


Έάν όμως τέτοια καί άλλα παρόμοια συνέβησαν σέ άγιους, όταν ήσαν άκόμη στή γη, γιατί είναι δύσκολο νά πληροφορηθούν οί ψυχές τών αδελφών μας περί της δικής μας ζωής;
’Εκείνοι (μέν) δέν ήξεύρουσιν, ούτε γροικούσι (ακούουν) τάς προσευχάς μας. ’Αλλά, άν καί άφ’ έαυτού των δέν ήξεύρουσιν ούτε άκούουσι τάς ήμετέρας δεήσεις, μέ όλον τούτο κατά άποκάλυψιν καί θείαν χάριν, όπου τούς έχάρισεν ό Θεός πλουσίως, καί γνωρίζουσι και άκούουσι, ώς καί ό Ελισαίος έγνώρισεν εκείνο όπου έκαμεν ό δούλος του εις την όδόν. Ακόμη όλοι οί άγιοι γνωρίζουσι καί άκούουσι τάς χρείας (τίς ανάγκες) των έπικαλουμένων αύτών εκ θείας άποκαλύψεως (...). Οί άγιοι μετά θάνατον είναι ώσπερ ’Άγγελοι, καί ήμπορούσι τότε νά ήξεύρουσι ταίς χρείαις μας καί νά ύπακούουσι ταίς προσευχαίς μας, καί νά μεσιτεύουσιν υπέρ ημών. 
’Άλλωστε, έάν γιά μάς υπάρχουν τρόποι νά γνωρίζουμε άμέσως γεγονότα πού συμβαίνουν μακριά, πολύ περισσότερο θά υπάρχουν τρόποι καί γιά κείνους, οί όποίοι δεν είναι δυνατόν σ’ αύτό τό σημείο νά υστερούν καί νά είναι κατώτεροί μας. Τέτοιοι τρόποι γιά τούς άγιους πού βρίσκονται στόν ούρανό δέν είναι βέβαια ίστορίαι ούτε έπιστολαί ούτε τηλεγραφικές ή τηλεφωνικές ή άλλες άσύρματες επικοινωνίες· είναι ή άσυγκρίτως τούτων ύπερέχουσα άποκάλυψις τού Παναγίου Πνεύματος, τό όποίο είναι πανταχού παρόν τού Πνεύματος, τό όποίο ώς Θεός γνωρίζει τά πάντα καί τό όποίο άποκαλύπτει όσα θέλει στους πιστούς δούλους του. 
Ασφαλώς ή σωτηρία μας δέν έξαρτάται μόνο άπό την προσευχή των άγιων. Όταν προσφέρουμε καί έμείς αύτό πού έξαρτάται άπό μάς, μόνο τότε καί οί δεήσεις τών πρεσβευτών μας άγιων μάς ωφελούν τά μέγιστα. Ένώ όταν εμείς είμαστε ράθυμοι στόν άγώνα μας κατά της άμαρτίας καί στηρίζουμε τίς ελπίδες της σωτηρίας μας μόνο στίς πρεσβείες τών άγιων, δέν έχουμε τίποτε πλέον νά κερδίσουμε άπό αύτές. Όχι διότι οί δίκαιοι είναι άνίσχυροι, άλλ’ επειδή έμείς οί ίδιοι προδίδομεν τούς έαυτούς μας μέ τη δική μας άδιαφορία καί ραθυμία.  



Εισαγωγή κειμένων σε  πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ  ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


http://www.alavastron.net

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |