ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ό πόνος τής καρδιάς πρέπει νά είναι παντοτινός.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Ό πόνος τής καρδιάς πρέπει νά είναι παντοτινός.





Ό πόνος τής καρδιάς πρέπει νά είναι δυνατός
Αύτός ό πόνος καί ή λύπη τής καρδιάς πρέπει νά είναι παντοτινός, γιατί παντοτινή είναι καί ή μετάνοια. Γι' αύτό, άδελφέ μου, κι έσύ πάντοτε πρέπει νά έχης στήν καρδιά σου αύτόν τόν πόνο. Διότι, όσο έχεις τόν πόνο αύτόν, έχεις καί τήν μετάνοια· μόλις όμως έκλείψει ό πόνος αύτός άπό τήν καρδιά σου, άμέσως άπομακρύνεται άπό σένα καί ή μετάνοια, όπως λέει ό Γεώργιος ό Κορέσσιος μέ τούς λοιπούς θεολόγους. Γι' αύτό καί είπε ό άγιος ’Ισαάκ, ότι «καμμία άρετή δέν είναι ύψηλότερη άπό τήν μετάνοια, γιατί τό έργο της δέν μπορεί ποτέ νά φθάση στήν τελειότητα» (Λόγος νε, σελ. 325) [228] 

Γιά ποιά αίτια πρέπει νά είναι ό πόνος παντοτινός.

Γιά τρία αίτια ό πόνος τής καρδιάς καί ή μετάνοια πρέπει νά είναι παντοτινά: α) Έπειδή ή άμαρτία γι' αύτό λέγεται θανάσιμη, διότι μόλις τήν διαπράξη ό άνθρωπος είναι άξιος τού σωματικού θανάτου άπό τόν Θεό καί πρέπει νά έκλειψη άπό τή ζωή αύτή (όπως καί ό παλαιός νόμος μέ σωματικό θάνατο τιμωρούσε τίς θανάσιμες άμαρτίες) καί έτσι νά ριχθή στήν αιώνια κόλασι. Ό Θεός όμως έξ αιτίας τής φιλανθρωπίας του δέν τόν θανατώνει σωματικά, άλλά τόν άφήνει νά ζήση γιά νά μετανοήση σέ όλη του τή ζωή γιά τήν άμαρτία πού έκανε, όπως λέει ό άγιος Μάρκος ό Ασκητής «Μία φορά άν κριθή κάποιος άξιος θανάτου, σύμφωνα μέ τόν νόμο, έχει θανατωθή· αύτό πού ζεί, ζεί μέ τήν πίστι έξ αιτίας τής μετάνοιας». Έτσι λοιπόν ό άνθρωπος, άφού πέση μιά φορά σέ άμαρτία καί μάλιστα θανάσιμη άμαρτία, δέν μπορεί πλέον ν' άδιαφορή γιά όλη του τήν ζωή, άλλά πρέπει καθημερινά νά λυπάται, νά πονή, νά μετανοή καί νά φροντίζη γιά τήν άμαρτία του, μολονότι συγχωρήθηκε άπό τόν Πνευματικό του. Γι’ αύτό καί ό προφήτης Δαβίδ, μολονότι διά τού Προφήτου Νάθαν συγχωρήθηκε άπό τόν Θεό γιά τίς δύο άμαρτίες, πού έκανε, μολονότι πλήρωσε άρκετό κανόνα μέ τήν άποστασία, πού τού έκανε ό Άβεσσαλώμ ό υιός του καί τόν έδιωξε άπό τό βασίλειό του, όμως πάλι αύτός ό ίδιος δέν σταμάτησε νά φροντίζη καί νά μετανοή καί νά κλαίη γι' αύτές τίς άμαρτίες σέ όλη του τή ζωή. Γι' αύτό καί έλεγε:

«Τήν άνομία μου έγώ τήν ομολογώ δημόσια καί θά φροντίσω γιά τίς άμαρτίες μου» (Ψαλμ. 37,19). Καί πάλι άλλού λέει: «Κάθε νύκτα θά λούσω τήν κλίνη μου, μέ τά δάκρυά μου θά βρέξω τό στρώμα μου» (Ψαλμ. 6,7). Κλίνη ονομάζει ό Δαβίδ τόν τόπο, πού διέπραξε τήν μοιχεία. Στρώμα τόν τόπο, πού έξέδωσε τήν θανατική άπόφασι γιά τόν άθώο Ούρια, όπως έρμηνεύουν μερικοί Διδάσκαλοι. Γι’ αύτό καί ό Απόστολος Πέτρος, όσες φορές άκουγε τόν πετεινό, πού φώναζε, θυμόταν τήν άρνησι πού έκανε καί μετανοούσε καί έκλαιε, όπως άναφέρει ό μαθητής του άγιος Κλήμης.

Γι’ αύτό καί ό θείος Χρυσόστομος λέει: «Στέναξε, όταν άμαρτήσης... καί αύτό νά τό κάνης συνέχεια, διότι αύτό είναι έξομολόγησις. Όχι τώρα χαρούμενος καί αυριον σκυθρωπός, έπεσα γελαστός. Άλλά νά μένης συνέχεια στό πένθος καί στήν συντριβή τού έαυτού σου, διότι είπε· «Μακάριοι αύτοί πού πενθούν» (Ματθ 5,4), δηλαδή αύτοί πού κάνουν συνέχεια αύτό κάνοντας συνέχεια αύτό καί προσέχοντας τόν έαυτό σου καί συντρίβοντας τήν καρδιά σου, όπως πενθεί κάποιος, όταν χάση γνήσιο παιδί του» (Είς Β' Κορινθίους, λόγος ε).
Ή μετάνοια δέν έξαλείφει τά ίχνη καί τά σημάδια τής άμαρτίας.
Τό δεύτερο αίτιο, γιά τό όποίο ό πόνος τής καρδιάς καί ή μετάνοια πρέπει νά είναι παντοτινά, είναι γιατί κάθε άμαρτία είναι σάν πληγή, καί άν γιατρευθή ή πληγή, όμως τό ίχνος καί τό σημάδι καί ό τύπος τής πληγής άπομένει στήν ψυχή, καί είναι άδύνατο νά έξαλειφθή έντελώς στήν παρούσα ζωή, όπως λένε οί περισσότεροι, γιά νά μή λέω όλοι οί Θεολόγοι. Γιατί ένας, πού έκλεψε μία φορά ή πόρνευσε ή σκότωσε, δέν μπορεί νά γίνη τόσο άθώος καί τόσο καθαρός μέ τή μετάνοια, σάν νά μή έκλεψε έντελώς ή σάν νά μή πόρνευσε ή σάν νά μή σκότωσε. Γι' αύτό όσες φορές θυμηθή ό άμαρτωλός τίς άμαρτίες, πού έκανε καί ίδή τούς τύπους καί τά σημάδια τους, δέν μπορεί νά μή λυπάται καί νά μήν κλαίη γι’ αύτές καί νά μή μετανοή, καί άν άκόμη ύποθέσουμε ότι οί πληγές του αύτές είναι γιατρεμένες.

 Όλων λοιπόν τών άμαρτιών τά ίχνη καί τά σημάδια μένουν άνεξάλειπτα στήν ψυχή, όπως είπαμε. ’Ιδιαίτερα όμως τών σαρκικών άμαρτιών. Γι' αύτό καί ό μέγας Βασίλειος, στόν λόγο του περί Παρθενίας, λέει, ότι ή μετάνοια μπορεί νά συγχωρήση τήν άμαρτία ένός άνδρός ή μιας γυναικός, πού έφθειραν τήν παρθενία τους καί πόρνευσαν, δέν μπορεί όμως νά κάνη καί αύτήν, πού καταστράφηκε, σάν τήν παρθένο καί τήν άφθαρτη. Γι' αύτό καί σέ όλη τους τήν ζωή προξενεί πένθος σέ όσους ή σέ όσες έπεσαν στήν πορνεία «Ή μετάνοια συγχωρεί τίς άμαρτίες, μή μπορώντας όμως νά κάνη έκείνην πού έφθάρη, όπως τήν άφθορη, τήν κάνα νά κλαίη σέ όλη της τήν ζωή· διότι πώς μπορέϊ νά γίνη άφθορο, έκέϊνο πού ύπέστη τήν φθορά; Πώς έκέϊνο, πού μία φορά πληγώθηκε άπό τήν έπιθυμία καί τήν ήδονή καί τό πάθος, θά γίνη σάν νά μήν ύπέστη τήν φθορά, όταν τά σημέϊα τής φθοράς μένουν γιά πάντα στήν ψυχή καί στό σώμα;» Καί στό τέλος τού λόγου του γιά τήν Μετάνοια λέει: «Ύπάρχα θψαπαα καί μετά τό έλκος, άλλά τό σημάδι άπό τό τραΰμα μένε». Καί ό θέϊος Γρηγόριος λέει: «Δέν μπορέϊ νά έπανέλθη ή παλιά κατάστασις, κι άν άκόμη τήν επιζητούμε μέ πολλούς στεναγμούς καί δάκρυα, άπό τά όποια μέ πολλή δυσκολία έπέρχεται τό κλάσιμο τής πληγής. Επέρχεται, δηλαδή, καί τό πιστεύομε. Θά ήθελα, βέβαια, άν γινόταν, νά έξαλαφθούν καί τά σημάδια τής άμαρτίας, γιατί κι έγώ έχω άνάγκη άπό φιλανθρωπία» (Λόγος τίς τό άγιον Βάπτισμα). Συνούλωσις λέγεται τό κλάσιμο τής πληγής, τό όποίο ύπόσχεται ό Θεός καί μέ τόν Προφήτη Ιερεμία λέγοντας «Νά, κλείνω τήν πληγή της καί τήν θεραπεύω» (Ίφ. 40,6). Ό Μέγας Αθανάσιος πάλι λέα «Αύτός, πού μετανοέΐ σταματάα τήν άμαρτία, έχα όμως τά σημάδια τών τραυμάτων τής άμαρτίας». Καί ό Κύριλλος Ίφοσολύμων τά ίδια λέα «Καί οί σπίλοι τών άμαρτιών παραμένουν στό σώμα. "Οπως άκριβώς συμβαίνα, όταν τό σώμα έχη κάποια πληγή, πού έχα προχωρήσα κι άν άκόμη γίνη ή θφαπεία, παραμένα όμως τό σημάδι τής πληγής. Έτσι καί ή άμαρτία, πλήττα τήν ψυχή καί τό σώμα καί μένουν σέ όλα οί τύποι τών ήλων» (Κατήχ. 18). Συμφωνεί μέ αύτά καί ό ’Ισίδωρος ό Πηλουσιώτης λέγοντας: «Μή λοιπόν, έπειδή άκούς μετάνοια, προχωρήσης χωρίς φόβο στήν άμαρτία, μέ τήν έλπίδα, ότι θά θεραπευθής. Άλλά νά γνωρίζης, ότι πολλοί ουτε κάν είχαν καιρό γιά μετάνοια τιμωρούμενοι κατά τήν ώρα τής άμαρτίας. Έπειτα ή μετάνοια θεραπεύει τά πάθη μέ τήν πάροδο πολλού χρόνου. Γιατί χρειάζεται καί κόπο πολύ καί νηστεία καί άγρυπνία καί έλεημοσύνη καί προσευχές. Καί προπαντός αύτό, γιά νά θεραπευθή άπό τά προηγούμενα τραύματα». Τρίτο, πρέπει νά γνωρίζης, ότι κι άν άκόμη θεραπευθή, τό σημάδι τής άμαρτίας, πού έχει άπομείνει, ελέγχει τό πάθος. Διότι δέν είναι τό ίδιο τό σώμα τό άκέραιο μέ αύτό, πού έχει θεραπευθή, ούτε είναι τό ίδιο τό σχισμένο καί μπαλωμένο ρούχο μέ τό όλοκαίνουργο, κι άν άκόμη φαίνεται μέ κάποια τέχνη, ότι έχει έπανέλθει στήν προηγούμενη κατάστασι» (’Επιστολή ρνζ' Κασσίψ).

 Καί ό ιερός Χρυσόστομος, μολονότι λέει ότι· «"Οταν ό Θεός έξαλείφη άμαρτήματα, δέν άφήνει ούτε ίχνος, ουτε σημάδι έπιτρέπει νά μείνη, άλλά μαζί μέ τήν ύγεία χαρίζει καί τήν ομορφιά» (Λόγος περί Μετανοίας), αύτό τό άναφέρει γιά τήν άνέκφραστη φιλανθρωπία τού Θεού καί όχι γιά τή μετάνοια, πού δέν μπορεί νά τό κάνη αύτό. Γιατί πάλι λέει ό ίδιος έκεί σάν νά έπεξηγή αύτό, πού λέχθηκε: «Όχι μόνο έπειδή ή μετάνοια μόνη της μπορεί νά έξαλείψη τήν άμαρτία, άλλά έπειδή μέ τήν μετάνοια είναι ένωμένη ή άνέκφραστη φιλανθρωπία τού Θεού καί ή άμέτρητη καλωσύνη του»229. Συμφωνώντας μέ αύτά άναφέρει καί ό άγιος Ίωάννης ό Νηστευτής στόν 19ο κανόνα του: «Παιδί πού πρίν άπό καιρό διεφθάρη, δέν έπιτρέπεται νά ίερωθή. Μολονότι έκείνο δέν άμάρτησε λόγω τού άνωρίμου τής ήλικίας του, άλλά τό σκεύος του (δηλαδή τό σώμα του) ράγισε καί έγινε άχρηστο γιά τήν ύπηρεσία τού Θεού». Αύτό θέλει νά φανερώση καί ό Θεός μέ τόν λόγο έκείνον, πού είπε μέ τόν προφήτη Άμώς «Άμάρτησε ή παρθένος τού Ισραήλ, δέν ύπάρχει αύτός, πού θά τήν άναστήση» (Άμώς 5,2). Γι’ αύτό καί διαβάζουμε στό Γεροντικό, ότι ό μέγας Μακάριος πάντοτε έκλαιγε καί λυπόταν, γιατί, όταν ήταν μικρό παιδί, έκλεψε μερικά άγγούρια άπό κάποιον κήπο.
Τό γ' αίτιο τού παντοτινού πόνου καί τής παντοτινής μετάνοιας είναι, διότι κάθε άνθρωπος είτε δίκαιος είναι είτε άμαρτωλός, δέν μπορεί νά μείνη άναμάρτητος άπό άμαρτίες θανάσιμες ή συγγνωστές. «Ποιος θά καυχηθή ότι έχει καθαρή τήν καρδιά του· ή ποιος μπορεί νά μιλήση έλεύθερα καί νά πή ότι είναι καθαρός άπό άμαρτίες;» (Παρ. 20, 9). Διότι σχεδόν κάθε μέρα καί κάθε ώρα άμαρτάνουμε όλοι οί άνθρωποι πότε μέ τόν λόγο καί μέ πονηρούς λογισμούς, βλάσφημους καί αισχρούς καί παροργίζουμε τόν Θεό. Καί γι’ αύτό άκριβώς πρέπει όλοι νά έχουμε πόνο στήν καρδιά καί καθημερινά νά μετανοούμε γιά τίς άμαρτίες αύτές καί νά ζητούμε συγχώρησι άπό τόν Θεό, όχι μόνο γιά τά περασμένα μας άμαρτήματα, άλλά καί γιά τά παρόντα καί γιά τά καθημερινά. Γι’ αύτό καί ό άγιος ’Ισαάκ βεβαιώνοντας αύτό λέει: «Γενικά πρέπει νά γνωρίζουμε, ότι κάθε ώρα, σέ αύτές τίς είκοσιτέσσερες ώρες τής ημέρας καί τής νύκτας έχουμε άνάγκη άπό τήν μετάνοια» (Λόγος ν' Σελ. 303) [230] 

Πόσα καλά προξενεί ό πόνος τής καρδιάς.

 Άν λοιπόν, άδελφέ, έχης συνέχεια στήν καρδιά σου τόν πόνο αύτόν τόσο δυνατό, καθώς σού είπαμε προηγουμένως, γνώριζε, ότι ό πόνος αύτός μπορεί νά προξενήση πολλά καλά στήν ψυχή σου, γιατί θά συγκεντρώση τό νού σου μέσα στήν καρδιά σου καί δέν θά τόν άφήνη νά θυμάται τά κακά καί τίς άμαρτίες, έπειδή, κατά τρόπο φυσικό, σέ όποίο μέλος πονεί ό άνθρωπος, μ’ έκείνο άσχολείται καί ό νούς του. Αύτός ό πόνος θά κάνη τήν καρδιά σου νά ξεράση τό φαρμάκι καί τό άγκίστρι τής άμαρτίας, πού κατάπιε. Αύτός ό πόνος θά τήν μαλακώση, θά τήν ταπεινώση καί θά τήν ξεκολλήση γρήγορα άπό τά πάθη καί τίς κλίσεις, πού άπέκτησε μέ τήν άμαρτία. Έπειδή ή καρδιά τού άμαρτωλού είναι σκληρή, πέτρινη καί άταπείνωτη καί, χωρίς νά έχη πόνο, δέν μπορεί νά ταπεινωθή καί νά μαλακώση, όπως λέγεται: «Ή σκληρή καρδιά θά έπιβαρυνθή μέ πόνους» (Σοφ. Σειρ. 3,27). Αύτός ό πόνος θά άνεβή μπροστά στόν Κύριο Σαββαώθ καί σχεδόν θά τόν βιάση νά συγχωρήση τίς άμαρτίες σου, όπως άναφέρεται: «Ή κρίσις μου βρίσκεται στόν Κύριο καί ό πόνος μου είναι μπροστά στόν Θεό» (Ήσ. 49,4).


Άλλη πρέπει νά είναι ή ζωή καί ή διατροφή αύτών, πού μετανοούν καί είναι ύπεύθυνοι καί άλλη έκείνων, πού είναι άνεύθυνοι Καί ό Δαβίδ λέει: «Πρόσεξε τήν ταπείνωσι καί τόν κόπο μου καί συγχώρησε όλες μου τίς άμαρτίες» (Ψαλμ. 24,18). Καί πάλι: «Καρδιά, πού είναι συντετριμμένη καί πού έχα ταπεινωθή, ό Θεός δέν θά τήν έκμηδενίση» (Ψαλμ. 50,19).

Αύτός ό πόνος θά σέ κάνη νά άλλάξης καί τά φαγητά σου καί τά ποτά σου καί τήν ένδυμασία σου καί τόν ύπνο σου καί όλη σου τήν διατροφή, πού είχες πρίν νά άμαρτήσης. Έπειδή έτσι πρέπει νά ζούν αύτοί, πού μετανοούν, ταπεινά, δηλαδή μέ πένθος, λιτά καί φτωχά, α) Διότι καί οί άσθενείς δέν έχουν τήν ίδια διατροφή μέ τούς ύγιείς, όπως λέει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης στό λόγο του περί Μετανοίας: «Δέν είναι σωστό αύτός, πού λέει, ότι είναι άσθενής νά ζή, όπως οί ύγιείς. Γιατί άλλη είναι ή διατροφή τού άσθενούς καί άλλη έκείνου, πού έχει τήν ύγεία του...». Καί πάλι· «Αύτά συμβαίνουν μέ έκείνον, πού είναι άσθενής σωματικά· έκείνος όμως, πού είναι άρρωστος πνευματικά, άφού περιέλθη τόν άσώματο ιατρό καί προσποιητά όμολογήση καί δείξη τήν άσθένειά του, τήν άφήνει νά έπεκτείνεται καί νά σαπίζη τό πάθος, ώστε νά άπλωθή σέ όλη τήν έπιφάνεια· άλλά σύνελθε καί γνώρισε τόν έαυτό σου». Καί άλλού πάλι λέει: «Ή μέν ύπόσχεσις, πού δίνουμε στόν Θεό, λέει, ότι θά έχουμε μετάνοια, ένώ ή πράξις μας δέν δείχνει κάτι τό έπίπονο, άλλά δείχνουμε τόν ίδιο τρόπο ζωής, σάν αύτόν, πού είχαμε, πρίν άπό τήν άμαρτία. Διότι υπάρχει ή ίδια φαιδρότητα καί ή ίδια ένδυμασία καί πλούσια άπόλαυσις τών φαγητών καί ύπνος πολύς καί πού φθάνει τόν κορεσμό. Άκόμη ύπάρχουν διάφορες άσχολίες καί φροντίδες, οί όποιες κάνουν τήν ψυχή νά λησμονήση τήν φροντίδα τού έαυτού της μόνο τό όνομα τής μετανοίας έχουμε πάνω μας χωρίς καρπό καί χωρίς ένέργεια». β) Διότι, όσοι βρίσκονται κάτω άπό κανόνα καί άμαρτία θανάσιμη, δέν πρέπει νά χαίρωνται καί νά έχουν τήν ίδια εύχάριστη διατροφή καί τόν ίδιο τρόπο ζωής, όπως οί άλλοι άνθρωποι, πού δέν είναι στήν ίδια κατάστασι μέ αύτούς, όπως λέει ό Προφήτης Ώσηέ: «Μή χαίρεσαι λαέ τού ’Ισραήλ, ούτε νά ευφραίνεσαι όπως οί άλλοι λαοί, διότι έπόρνευσες άπό τού Θεσϋ σου» (Ώσ. 9,1). Αύτό τό ίδιο λέα καί ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος: «Άλλη είναι ή έγκράτεια πού πρέπει σ' έκείνους πού είναι  ύπεύθυνοι γιά κάτι καί άλλη σ' έκάνους, πού είναι άνεύθυνοι. Διότι οί μέν πρώτοι έχουν ώς γνώμονα τήν σαρκική κίνησι, ένώ οί άλλοι, μέχρι τόν θάνατό τους καί μέχρι τό τέλος, συμπφκρέρονται πρός αύτό μέ σκληρότητα καί άδιαλλαξία» (Λόγος Περί γαστριμαργίας). Καί γενικά αύτός ό πόνος είναι, πού θά σέ κάνη νά γίνης Μοναχός ή τούλάχιστον νά ζής σάν Μοναχός, καί ένώ βρίσκεσαι στόν κόσμο. Αύτός ό πόνος όμως καί ή λύπη δέν είναι πικρός, ώστε νά προξενή άπόγνωσι, (διότι τήν παρόμοια λύπη καί τόν παρόμοιο πόνο, πού προξενεί άπόγνωσι, πρέπει νά τήν διώξης άπό μέσα σου, διότι προέρχεται άπό τόν πονηρό). Άλλά ό πόνος αύτός είναι γλυκός καί χαροποιός, γιατί είναι ενωμένος μέ τήν έλπίδα τής σωτηρίας, μέ τήν πολλή γλυκειά κατάνυξι καί μέ τά δάκρυα καί μέ τό ξαλάφρωμα τής συνειδήσεως.

Γι’ αύτό καί ό άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος λέει: «Έγώ καθώς σκέπτομαι τήν ποιότητα τής κατανύξεως, μένω έκθαμβος. Πώς αύτό, πού ονομάζεται πένθος καί λύπη είναι συμπεπλεγμένο μέ τήν χαρά καί τήν εύφροσύνη, όπως τό μέλι μέ τό κερί! Καί τί διδασκόμαστε άπό αύτό; 'Ότι ή κατάνυξις είναι ένα δώρο τού Κυρίου. Καί στήν ψυχή, πού κατανύσσεται, ύπάρχει μία άληθινή ήδονή, διότι ό ίδιος ό Θεός μέ μυστικό τρόπο παρηγορεί έκείνους, «πού έχουν καρδιά συντετριμμένη» (Λόγος Ζ' Περί πένθους). Καί τέλος αύτός ό πόνος θά ξερριζώση άπό τήν καρδιά σου τίς κακές έξεις καί συνήθειες τής άμαρτίας καί θά σού προξενήση τήν άληθινή μετάνοια, πού είναι, σύμφωνα μέ τόν 'Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ένας έξαφανισμός όχι μόνο τών έργων καί τών πράξεων τής άμαρτίας, άλλά καί τών διαθέσεων καί κλίσεων τής καρδιάς καί τών νοημάτων καί τών προσβολών πού δέχεται ή διάνοια «Αύτό είναι μετάνοια, λύσις καί έξαφάνισις τών προηγουμένων ή έκείνων πού γίνονταν έμπρακτα, ή έκείνων, πού σκεπτόταν κάποιος» (Λόγος περί Μετανοίας). Ώ πόνος τόσο γλυκύς, πού προξενεί τήν άληθινή μετάνοια μέ τήν Θεία Χάρι! πόνος, πού προξενεί τήν χαρά, πού κάνει τόν άνθρωπο άκίνητο ή δυσκίνητο πρός τό κακό. Πόνος μακάριος, πού προξενεί τήν μακαριότητα έκείνη, πού δέν έχει πόνο!

 Έμαθες, άδελφέ·
Α) πώς νά κόβης τά βλαστάρια καί τά κλαδιά τής άμαρτίας μέ τήν άποφασιστική άποχή τής πράξεως τής άμαρτίας.
Β') "Εμαθες πώς νά ξερριζώνης άπό τήν καρδιά σου τίς ρίζες τής άμαρτίας μέ τόν δυνατό καί παντοτινό πόνο.
Γ) Τώρα όμως μάθε, πώς πρέπει νά φυτέψης στήν καρδιά σου άντί γιά τά προηγούμενα άγρια δένδρα, δένδρα ήμερα καί καρποφόρα, δηλαδή άντί γιά τίς κακίες, τίς άρετές.
 Άντί γιά τήν ύπερηφάνεια, τήν ταπείνωσι. Άντί τής γαστριμαργίας, τήν έγκράτεια. Άντί γιά τήν φιλαργυρία, τήν έλεημοσύνη. Άντί γιά τή σκληρότητα, τήν πραότητα.
Άντί τών σαρκικών παθών, τήν παρθενία καί τήν σωφροσύνη. Άντί τής άδικίας καί τής άρπαγής, τήν δικαιοσύνη καί τό νά δίνης καί τά δικά σου.
 Άντί τού φθόνου καί τού μίσους, τήν άγάπη καί τήν φιλαδελφία. Καί άντί τής πρώτης παραβάσεως τών έντολών τού Θεού, τήν φύλαξι καί τήν έργασία τους.
Γιατί δέν είναι άρκετό γιά τή σωτηρία σου, άδελφέ, καί γιά τήν άπόκτησι τής άληθινής μετάνοιας τό νά ξερριζώσης άπό τήν καρδιά σου τίς ρίζες τής άμαρτίας καί κατόπιν τόν τόπο αύτό νά τόν άφήσης χέρσο καί νά μή φυτέψης έκεί μερικά άπό τά φυτά καί τά δένδρα τών άρετών. Διότι άν άφήσης τήν καρδιά σου άκαλλιέργητη, πάλι θά ξαναβλαστήση άγκάθια καί δένδρα άγρια, δηλαδή, πάθη καί άμαρτίες· γι’ αύτό καί σέ συμβουλεύει τό Άγιο Πνεΰμα μέ τόν ψαλμογράφο Δαβίδ, νά άποφεύγης τά κακά καί νά πράττης τά άγαθά «Έκκλινον άπό κακού καί ποίησον άγαθόν» (Ψαλμ. 33,15)231.
Δ') Καί τελευταίο, άφού φυτέψης αύτές τίς άρετές στήν καρδιά σου, πρέπει νά τίς φυλάγης, όσο μπορείς, μέχρι νά ριζώσουν, δηλαδή, μέχρι νά σού γίνουν συνήθεια μέ τήν έξι, όπως σού έγιναν προηγουμένως έξις τά πάθη και οί άμαρτίες. Καί μέχρι νά άνθίσουν καί νά κάνουν καρπό σωτηρίας καί άληθινής μετανοίας καί συγχωρήσεως τών άμαρτιών σου. Γιατί άν δέν τίς προσέχης καί δέν τίς φροντίζης, έρχεται ό σπορέας τών ζιζανίων, ό διάβολος, καί τόν καιρό, πού έσύ κοιμάσαι καί άδιαφορέίς, τίς ξερ ριζώνει καί φυτοία πάλι τά ζιζάνια καί τίς δικές του κακώς, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τού Εύαγγελίου, πού λέει: «Ή βασιλεία τών ούρανών μοιάζει μέ έναν άνθρωπο, πού έσπειρε καλό σπόρο στό χωράφι του. Ένώ όμως οί άνθρωποι κοιμούνταν, πήγε ό έχθρός του κι έσπειρε ζιζάνια άνάμεσα στό σιτάρι κι έφυγε» (Ματθ. 13,24). Καί άκόμη, γιατί άν δέν φυλάττης τίς άρετές αύτές μέ φροντίδα, τά πάθη πάλι θά έπιστρέψουν στήν καρδιά σου. Γι' αύτό καί οί Πατέρες ώνόμασαν τά πάθη φιλεπίστροφα, δηλαδή άγαποόν νά επιστρέφουν στόν τόπο τους. Καί όταν έπιστρέφουν καί βρούν τόν τόπο τής καρδιάς καλλιεργημένο καί δουλεμένο, ριζώνουν καλλίτερα άπό πρώτα μέσα του καί έτσι

«Γίνονται τά έσχατα χείρονα τών πρώτων» καθώς είπε ό Κύριος (Ματθ. 12,45), πράγμα, πού εύχομια, ποτέ νά μή σού συμβή, άγαπητέ.
Αύτά τά τέσσερα είναι, άδελφέ, τά συστατικά τής άληθινής μετανοίας. Μέ αύτά μπορείς ν' άποκτήσης στόν έαυτό σου άληθινή μετάνοια, χάρισμα παρακαλεί ή Εκκλησία μέ κάποιες εύχές τόν Θεό νά μάς τό δώση λέγοντας: «Νά εύδοκήσης νά μάς όδηγήσης σέ άληθινή μετάνοια». Αύτά είναι οί καρποί καί τά άποτελέσματα τής άληθινής μετανοίας. Μέ αύτά μπορείς νά πληροφορηθής, ότι ό Θεός όντως σού συγχώρησε τίς άμαρτίες καί συμφιλιώθηκε μαζί σου.
Πόσα καί ποιά είναι τά σημεία τής άληθινής συγχωρήσεως τών άμαρτιών άπό τόν Θεό.
Ή συγχώρησις αύτή τών άμαρτιών, ή άληθινή καί σίγουρη, έχει τέσσερα σημεία, τό ένα σέ ύψηλότερο βαθμό άπό τό άλλο· πρώτο σημείο είναι τό νά μισήση ό άνθρωπος τήν άμαρτία μέ όλη του τήν καρδιά, όταν τήν θυμάται, φοβούμενος μήπως πέση πάλι σ' αύτήν καί νά μή ευχαριστιέται ούτε νά αισθάνεται κάποια κλίσι πρός αύτήν. Δεύτερο σημείο άνώτερο άπό αύτό, είναι τό νά θυμάται ό άνθρωπος τίς άμαρτίες του χωρίς πάθος, όμως, δηλαδή, χωρίς εύχαρίστησι ή λύπη καί μίσος τρίτο καί άνώτερο άπό αύτό είναι τό όταν κάποιος θυμάται τίς άμαρτίες του καί χαίρεται, δοξάζει τόν Θεό γιά τό πλήθος τών άρετών, πού άπόκτησε έξ αίτιας τών άμαρτιών του μέ τήν Θεία Χάρι καί τήν μετάνοια τέταρτο σημέϊο, τό πιό σπουδαίο άπό όλα, είναι τό νά βγάλη ό άνθρωπος γενικά άπό τήν καρδιά του τά έμπαθή νοήματα τής καρδιάς του καί νά τά λησμονήση τόσο τέλεια, ώστε ούτε νά τόν προσβάλλουν.
Τό πρώτο σημέϊο μάς τό βεβαιώνει ό Μ. Βασίλαος όταν ρωτήθηκε ό "Αγιος, πώς θά πληροφορηθή ή ψυχή, ότι συγχώρησε ό Θεός τά άμαρτήματα, άπάντησε, ότι αύτό θά τό πληροφορηθή, άν, αύτός, πού μετανοεί, έχει τήν διάθεσι έκείνου, πού είπε Έμίσησα τήν άδικία καί τήν συχάθηκα’ ("Οροι κατ' έπιτ. ιβ'). Τήν ίδια άπάντησι έδωσε καί ό άββάς Ισαάκ, πού ρωτήθηκε γιά τό ίδιο θέμα, ότι δηλαδή τότε θά καταλάβη κάποιος, ότι συγχωρέθηκαν οί άμαρτίες του,
«'Όταν αίσθανθή μέσα στήν ψυχή του, ότι τίς έχει μισήσει τελείως μέσα άπό τήν καρδιά του» (Λόγος πδ', σελ. 48)[232.]
Τό δεύτερο σημείο μάς τό βεβαιώνει ό Νικήτας Ηράκλειας ό Σερραΐος (ή σύμφωνα μέ άλλους ό Σερρών)· σχολιάζοντας λοιπόν αύτός τό ρητό τού άγιου Γρηγορίου τού Θεολόγου στό Πάσχα, πού λέει· «Καί άν άκόμη μείνης πίσω άπό τούς άλλους μαθητές, όπως ό άπόστολος Θωμάς.... νά γίνης πιστός τότε άπό τά σημάδια, πού άφησαν τά καρφιά»· σχολιάζοντας, λέω, τό ρητό αύτό γράφει· «"Αν όμως δέν πεισθής μέ αύτά, τότε νά πεισθής μέ τήν τύπωσι τής άπαθούς μνήμης τών παλιών σου άμαρτημάτων στό νού,  τότε νά γνωρίζης, ότι μέσα σου άναστήθηκε ό λόγος τής άρετής · άπαθής μνήμη είναι ή τύπωσις αύτών, πού έγιναν χωρίς ήδονή καί λύπη, χωρίς νά συμβαίνουν τραυματισμοί άπό τήν ένθύμησι τών τραυμάτων, έξ αιτίας τής άπάθειας πού συνέβη, τήν όποια, έκείνος, πού δέν τήν έχει, δέν θά πιστέψη σέ άλλον, όπως ό Θωμάς. Είναι λοιπόν οί μέν μνήμες τών άμαρτημάτων τύποι, καί αύτές οί άμαρτίες τά καρφιά, τά όποια τρυπούν αύτούς, πού πέφτουν πάνω σ' αύτά. "Οταν λοιπόν μπορέσης, νά τά θυμηθής αύτά, χωρίς πάθος, τότε γνώριζε, ότι μέσα σου άναστήθηκε ό παρόμοιος λόγος».

Τό τρίτο σημείο τό βρίσκουμε στό Λαυσαϊκό, στό βίο τού Μακαρίου τού Νεωτέρου. Αύτός, λοιπόν,όταν κάποτε ρωτήθηκε, άν λυπάται, όταν θυμηθή τόν άκούσιο φόνο, πού έκαμε όταν ήτανε νέος, άπάντησε, ότι δέν λυπάται, άντίθετα χαίρεται όχι γι' αύτό καθ' έαυτό τό άμάρτημα τού φόνου, άλλά διότι αύτό έγινε αιτία νά μετανοήση καί ν’ άποκτήση πλήθος άπό άρετές καί ότι δοξάζει καί εύχαριστεί τήν άγαθότητα τού Θεού, διότι αύτή καί αύτά μερικές φορές, πού άπό τήν φύσι τους είναι κακά, τά μεταβάλλει σέ άγαθά· όπως μετέβαλε καί τόν φόνο, πού έκανε ό Μωυσής στήν Αίγυπτο καί τόν έκανε αίτια άγαθού γιατί άναχωρώντας ό Μωυσής έξ αιτίας του στήν έρημο, άξιώθηκε νά γίνη θεόπτης. Γι' αύτό καί ό ’Απόστολος είπε: «Σ' έκείνους πού άγαπούν τόν Θεό, όλα άποβαίνουν σέ καλό» (Ρωμ. 8,28). Αύτό τό χωρίο σωστά έρμηνεύοντας ό άγιος Αύγουστΐνος είπε, ότι σ' έκείνους, πού άγαπούν τόν Θεό, πολλές φορές καί οί κακίες καί οί άμαρτίες βοηθούν στήν άρετή: «Αύτοί, πού είναι γραμμένοι στήν βίβλο τής ζωής, δέν μπορούν νά καταστραφούν· σέ αύτούς όλα βγαίνουν γιά καλό καί αύτά άκόμη τά άμαρτήματα διότι όταν πέσουν, δέν σπάζουν κάποιο άπό τά μέλη τους» (Εύχή κη’).

Τό τέταρτο σημείο μάς τό άναφέρει ό άγιος Θεόδωρος ό ’Εδέσσης, ό όποίος στό ενδέκατο κεφάλαιο άναφέρει: «Όσα πράξαμε μέ έμπάθεια, οί μνήμες αύτών τυραννούν τήν ψυχή μας. "Οταν όμως τά έμπαθή νοήματα έξαλειφθούν έντελώς άπό τήν ψυχή μας, ώστε ούτε νά τήν προσβάλλουν, τότε φαίνεται τό σημείο τής συγχωρήσεως τών προηγουμένων άμαρτημάτων» (Φιλοκαλία σελ. 266). Αύτό τό ίδιο σχεδόν λέει καί ό άγιος Μάξιμος, διότι αναφέρει: «Ψευδοπροφήτες είναι καί οί λογισμοί, πού παρουσιάζουν ώς μικρά τά άμαρτήματα καί πού προλέγουν, ότι ή συγχώρησι τους ήδη έχετ γίνα αύτοί οί λογισμοί, είναι λύκοι άρπακτικοί, πού είναι ντυμένοι μέ τό μανδύα τού προβάτου, τούς όποίους θά τούς γνωρίσουμε άπό τούς καρπούς τους. Γιατί όσο καιρό άκόμη ό νούς μας ενοχλείται άπό τά πάθη, δείχνει ότι άκόμη δέν δεχθήκαμε τήν τέλεία συγχώρησι, ούτε δείξαμε άκόμη καρπούς άξιους τής μετανοίας καρπός τής μετανοίας είναι ή άπάθεια τής ψυχής καί άπάθεια είναι ή έξάλειψις τής άμαρτίας. Μή έχοντας όμως τέλεια άπάθεια, καί άλλοτε ένοχλούμενοι άπό τά πάθη, καί άλλοτε μή ένοχλούμενοι, άς μή δεχώμαστε τούς λογισμούς, πού μάς μαντεύουν τήν συγχώρησι» (Είς τήν σειράν τού κατά Ματθαίον, κεφ. ζ')·

 Βλέπεις, άδελφέ, πώς άποκτάται ή άληθινή μετάνοια; Βλέπεις μέ τί κόπους καί μόχθους καί αίματα κερδίζεται ή άληθινή συγχώρησις τών άμαρτιών; [233]  Πώς λοιπόν έσύ λές, «άς άμαρτήσω καί θά έξομολογηθώ καί θά μετανοήσω», σάν νά είναι κάποιο εύκολο πράγμα ή άληθινή μετάνοια; Γι' αύτό άπό έδώ καί τώρα πρόσεχε, γιά τήν άγάπη τού Θεού, καί όταν σέ παρακινήση ό διάβολος σέ κάποια άμαρτία, άντί νά διευκολύνης τό γκρέμισμά σου λέγοντας· «θά έξομολογηθώ, θά μετανοήσω», έσύ νά τοποθέτησης στήν ψυχή σου αύτό τό άνίκητο κάστρο καί νά λές: «Ποιος γνωρίζει, άν έξομολογηθώ καλά; ποιος γνωρίζει, άν ή άμαρτία αύτή, πού σκέπτομαι νά κάνω, είναι ή τελευταία καί τήν όποια ό Θεός δέν θά τήν άνεχθή καί δέν θά μέ συγχωρήση, άλλά θά κόψη τό σχοινί τής ύπομονής του καί θά μέ άφήση νά πέσω στήν άπώλεια; ποιος, άν ό Θεός μού δώση τό χάρισμα τής άληθινής μετανοίας, τό όποίο δέν έδωσε σέ άλλους παρόμοιους μέ έμένα άμαρτωλούς, πού φλογίζονται τώρα στόν άδη; ποιος γνωρίζει άν ίσως κι έγώ, πού συνήθισα νά μή φοβούμαι τόν Θεό, δοθώ σιγά σιγά σέ μία άποδοκιμασμένη ζωή καί σέ έσχατη άπελπισία; «Ή καρδιά τού συνετού άνθρώπου, θά σκεφθή τήν παροιμία» λέει ό Σειράχ» (Σοφ. Σειρ. 3,29). Καί σύ, άν είσαι φρόνιμος καί σοφός στήν καρδιά, μή διακινδυνεύσης τόσο φανερά τήν σωτηρία σου, στηρίζοντας τήν έλπίδα σου σέ μία άκαρπη έξομολόγησι καί σέ μία ψεύτικη μετάνοια, καί ένώ μπορείς νά κρεμάσης τή σωτηρία σου σέ ένα δυνατό σχοινί, γιά νά σωθής, νά θέλης νά τήν κρεμάσης σέ μία σάπια κλωστή, πού, άφού κοπή, θά σέ βυθίση σέ ένα πέλαγος άτέλειωτου καί άπειρου πυρός. Τό δυνατό σχοινί είναι ή άποχή άπό τήν διάπραξι τής άμαρτίας, ό άγώνας νά ξερριζώσης άπό τήν καρδιά σου τίς κακές κλίσεις μέ ένα δυνατό πόνο καί ή άπόκτησις τής άληθινής μετανοίας καί συγχωρήσεως τών άμαρτιών σου μέ τήν πράξι τών άρετών καί τήν έργασία τών έντολών τού Θεού. Ή μή άποχή άπό τήν  άμαρτία άπό κάποιον, είναι ή άμάσητη κατάποσι τής άμαρτίας, μέ τό όποίο δείχνει, ότι ό άνθρωπος αύτός είναι έντελώς άνόητος, γιατί θεληματικά κάνει ένα κακό άμέτρητο, ορίζοντας γιά τόν έαυτό του έκείνο, πού βρίσκεται μόνο στό χέρι τού Θεού, δηλαδή μέ τό νά όρίση καιρό γιά μετάνοια καί βοήθεια τού Θεού, γιά νά μετανοήση άξίωςσάν νά ήταν ό Θεός σχεδόν φίλος τών άμαρτωλών καί όχι ό πιό μεγάλος καί πιό φοβερός τους έχθρός καί πιό δυνατός άπό έκείνους, πού μπορούν νά τούς έκδικηθή· καί σάν νά μή ήταν έκείνος, πού μισεί θανάσιμα κάθε άμαρτία.

Πώς έρμηνεύεται τό «πίπτ' έγειραι», δηλαδή, τό πέσε καί σήκω.

Άς μή σέ πλανήση, άδελφέ, ό λογισμός λέγοντάς σου νά πού οί Πατέρες λέγουν «πίπτ' έγειραι», δηλαδή, όσες φορές πέσης, σήκω καί σώζεσαι. Λοιπόν αύτή είναι ή μετάνοια, τό νά πέφτη κανείς, δηλαδή, καί νά σηκώνεται καί τό νά σηκώνεται καί πάλι νά πέφτη; Άδελφέ, πλανεμένη καί κακή έξήγησις είναι αύτή, πού κάνεις τού ρητού αύτού· διότι οί Πατέρες τό είπαν αύτό, γιά νά βγάλουν άπό τούς άνθρώπους τόν φόβο τής άπογνώσεως καί όχι γιά νά τούς κάνουν νά άμαρτάνουν μέ τήν έλπίδα τής έξομολογήσεως καί τής μετανοίας. Μακρυά άπό έσένα μία τέτοια σκέψις! Γι’ αύτό λέει ό άγιος ’Ισαάκ: «Τήν άνδρεία, πού οί θείοι Πατέρες τοποθέτησαν στίς θείες τους Γραφές. .. δέν πρέπει γιά μάς νά γίνη βοήθεια τής άμαρτίας... Γιά νά έχουμε έμεϊς έλπίδα μετανοίας, σκέφθηκαν νά κλέψουν άπό τό νού μας τόν φόβο τής άπογνώσεως» (Λόγος o'). Έπατα οί πατέρες είπαν «πίπτ' έγειραι»· πέσε καί σήκω και όχι σήκω καί πέσε, όπως άντίστροφα τό έρμηνεύεις έσύ· πολύ διαφέρει τό ένα άπό τό άλλο. 'Ώστε τό νά πέφτη κάποιος καί νά σηκώνεται, καί κατόπιν, άφού σηκωθή πάλι νά πέφτη, αύτό ούτε είναι, ούτε ονομάζεται μετάνοια, όπως τήν ονομάζεις έσύ, άλλά είναι καί ονομάζεται άπό τόν Απόστολο Πέτρο σκύλος, πού γυρίζει στόν έμετό του, καί γουρούνι, πού κυλιέται πάλι στήν προηγούμενη λάσπη του «Κύων έπιστρέψας έπί τό ίδιον έξέρασμα καί ύς λουσαμένη είς κύλισμα βορβόρου (Β' Πέτρου 2,22). Τό δέ άληθινό νόημα τού «Πίπτ' έγειραι» είναι, ότι ό άνθρωπος πρέπει μέ όλες του τίς δυνάμεις νά βρίσκεται μακρυά άπό τήν άμαρτία καί νά φυλάγεται νά μή πέση. νΑν όμως άπό ασθένεια άνθρώπινη πέση καί όχι μέ τήν δική του προαίρεσι, δέν πρέπει νά άπελπίζεται, άλλά άμέσως νά σηκώνεται καί νά έξομολογήται καί νά μετανοή χωρίς νά χάση καιρό. Έπειδή σύμφωνα μέ τόν άγιο ’Ιωάννη τής Κλίμακος· «Γνώρισμα τών ’Αγγέλων είναι τό νά μήν πέφτουν, ίσως καί διότι δέν μπορούν άνθρώπων όμως γνώρισμα είναι τό νά πέφτουν, καί άν ποτέ συμβή αύτό, άμέσως νά σηκώνωνται» (Λόγος δ’ περί Ύπακοής). Γι’ αύτό καί σύ, άδελφέ, άν ίσως έπεσες άπό τήν μεγάλη σου δυστυχία καί άσθένεια, μή γελασθής καί πής στόν έαυτό σου έγώ τώρα έπεσα καί έπεσα, λοιπόν άς ξαναπέσω άκόμη καί άς κάνω πάλι καί πάλι τήν άμαρτία, έπειδή έπεσα μία φορά στήν λάσπη, καί υστέρα έξομολογούμαι καί μετανοώ γιά όλα καί άπομακρύνομαι πλέον άπό τό κακό. Γιά τήν άγάπη τού Κυρίου, άδελφέ, μήν άκούς τό λογισμό αύτό, γιατί φανερά προέρχεται άπό τόν διάβολο, πού ζητεί τήν καταστροφή σου. ’Αλλά μόλις άμαρτήσης μία φορά, μή τό κάνης γιά δεύτερη φορά πάλι, μή άργοπορήσης, ουτε νά ύπομένης καί νά κυλιέσαι μέσα στή λάσπη: «Μήν άναβάλης τήν έπιστροφή σου πρός τόν Κύριο, καί μήν άναβάλης άπό ήμέρα σέ ήμέρα» (Σοφ. Σειρ. 5,7), άλλά σήκω καί πήγαινε στόν Πνευματικό καί έξομολογήσου διότι όσο νέα είναι ή πληγή, τόσο πιό εύκολα θεραπεύεται. Καί όσο περισσότερο παλαιώνει, τόσο πιό δύσκολα ιατρεύεται, όπως λέει ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος: «'Όσο άκόμη τό τραύμα είναι νέο καί ζεστό, γρήγορα θεραπεύεται ένω τά χρόνια τραύματα, έπαδή δέχθηκαν τήν άδιαφορία καί παρέμαναν άφρόντιστα, δύσκολα θφαπεύονται» (Λόγ. έ πφί Μετανοίας). Καί άν πάλι δέν βρής πρός τό παρόν καιρό γιά έξομολόγησι, δείξε μετάνοια στόν Θεό, χωρίς νά πφιμένης τόν καιρό τής Έξομολογήσεως καί προσπάθησε νά συμφιλιωθής καί νά ειρήνευσής μέ τόν Θεό διά μέσου πολλών πράξεων πόνου καί συντριβής καί μετανοώντας, όσο μπορείς καί μή κοιμηθής ούτε: μία νύκτα ευχαριστημένος, άν προηγουμένως δέν προσπέσης καί δέν μετανοήσης στόν 0ro, μέχρις ότου πάς στόν Πνευματικό νά έξομολογηθήςδιότι αύτή είναι μία άνυπόφορη αύθάδεια, όντας έσύ κάθτ ώρα καταδικασμένος σέ θάνατο, νά σταθής έστω καί γιά μία στιγμή σέ κάποια θανάσιμη άμαρτία καί νά κρεμασθής άπό μία κλωστή, όπως είναι ή ζωή σου, πάνω στήν άβυσσο όλων τών κακών, όπως είναι ό "Αδης. "Αχ! Άλλά έσύ ταλαίπωρε:, όχι μόνο μία στιγμή παραμένεις στήν άμαρτία άμετανόητος, άλλά παραμένεις μήνες καί καιρούς. Καί γιά νά βγής άπό ένα τέτοιο κίνδυνο, πφίμένας τήν ήμέρα τής Άαμπρής ή τών Αποστόλων ή τών Χριστουγένων, γιά νά έξομολογηθής καί παίζας καί γτλάς καί κοιμάσαι άμέριμνος σάν νά έβλαπτες όχι τήν λογική καί άθάνατη ψυχή σου, άλλά ένα άναίσθητο δαυλό, πού δέν αισθάνεται τήν βλάβη, πού τού προξενείς, ουτε μπορεί νά σέ έκδικηθή. Γι’ αύτό, άκουσε αύτό τό φοβερό περιστατικό, πού διαβάζουμε στίς ιστορίες.

Ιστορία φοβερή

'Ένας νέος δέθηκε καρδιακά άπό τόν έρωτα καί τά δεσμά μιάς πόρνης. Άφού έλέγχθηκε πολύ γι’ αύτό άπό τούς γονείς του καί άπό τούς συγγενείς του καί άπό τόν Πνευματικό του, άποφάσισε νά σπάση τά δεσμά αύτά τής άμαρτίας μέ μία γενική καί καθολική έξομολόγησι όλων του τών άμαρτιών. Συγκεντρώνοντας λοιπόν τό πλήθος τών άμαρτιών του τίς έγραψε σέ ένα χαρτί. Στήν έξέτασι όμως τών άμαρτιών του, πού έκανε, δέν είχε καί τόν άπαραίτητο πόνο καί τήν συντριβή στήν καρδιά του, όπως πρέπει νά κάνουν έκείνοι, πού θυμούνται τίς άμαρτίες τους καί ετοιμάζονται νά έξομολογηθούν, άλλά τόσο πολύ λίγο πόνο είχε, πού πηγαίνοντας, γιά νά έξομολογηθή, στόν δρόμο πέρασε πάλι άπό τήν πόρτα τού καταραμένου σπιτιού τής πόρνης έκείνης, στό όποίο, σάν άγνωστος, παρακινήθηκε πάλι νά μπή καί, άφού μπήκε, άποφάσισε πάλι νά πέση στήν άμαρτία καί κοντά στίς παλιές νά προσθέση καί πάλι μία νέα άμαρτία, μέ τήν έλπίδα, ότι θά έξομολογηθή όλες τίς άμαρτίες του. Άλλά τί άκολούθησε; όπως βρισκόταν πάνω σ’ έκείνο τόν πονηρό λογισμό, νά πέση στήν πορνεία, νά καί έφθασε καί άλλος νέος συνεραστής καί άγαπητικός τής ίδιας πόρνης, ό όποίος, βλέποντάς τον έκεί, θύμωσε καί κτυπώντας τον μόνο μέ μία πληγή τόν σκότωσε. Παίρνοντας κατόπιν οί έκεί άνθρωποι τό λείψανό του, γιά νά τό ένταφιάσουν, βρήκαν πάνω του τό χαρτί, στό όποίο είχε γραμμένες τίς άμαρτίες του, γιά νά τίς έξομολογηθή.

 Ω έλεεινός θάνατος! ’Ελπίδες ψεύτικες!  λογισμός πλανεμένος τού δυστυχισμένου αύτού νέου!
Τώρα άν είσαι καί έσύ, άδελφέ, παρόμοιος μέ τόν τρισάθλιο αύτόν νέο στήν αύθάδεια, νά βλάπτης τόν Θεό και νά άμαρτάνης μέ τήν έλπίδα τής συγχωρήσεως, έλα σέ συναίσθηση σέ παρακαλώ, έλα, γιά νά μή τύχης καί γίνης καί σύ μία μέρα παρόμοιός του στήν άπώλεια καί στήν τιμωρία.

Ή κόλασις είναι ένα τόσο μεγάλο καί φοβερό κακό, πού μόνο αύτό τό συμβάν καί μόνον αύτή ή ιστορία, πρέπει νά σέ κάνη πολύ νά φρίξης καί νά σέ έμποδίση άπό κάθε άμαρτία «Όταν τιμωρήται ό κακοποιός, τότε όποίος παρεκτρέπεται άπό έπιπολαιότητα, γίνεται προσεκτικώτερος» (Παροιμ. 19,25). Άφησε λοιπόν αύτή τήν αύθάδεια καί τό ψεύτικο θάρρος τού νά άμαρτάνης μέ τήν έλπίδα τής μετανοίας καί τής έξομολογήσεως καί έχοντας πάντοτε στή μνήμη σου τό παράδειγμα αύτού τού δυστυχισμένου νέου, μή ξεθαρρεύης ποτέ, άλλά νά έργάζεσαι «τήν σωτηρία σου μέ φόβο καί τρόμο» (Φιλιπ. 2,12) όπως σού παραγγέλλει ό ’Απόστολος. Γιατί καί ή άληθινή μετάνοια γεννιέται άπό τόν φόβο· καί ή μέν μετάνοια μοιάζει μέ τό καράβι, πού σέ οδηγεί στό λιμάνι τής άγάπης, ένώ ό φόβος είναι ό καραβοκύρης τού καραβιού αύτού, όπως λέει ό άββάς ’Ισαάκ. Καί σέ άλλο σημείο πάλι λέει: «Ή μετάνοια είναι ή δεύτερη χάρις καί γεννιέται στήν καρδιά άπό τόν φόβο καί τήν πίστι» (Λόγος οβ'). Καί πάλι: «Ή μετάνοια είναι τό πλοίο, ό φόβος είναι ό κυβερνήτης, καί ή άγάπη τό λιμάνι τό θεϊκό» (Λόγος οβ', σελ. 418).

Γι' αύτό, άγαπητοί μου έν Χριστώ, άδελφοί, (στρέφω τώρα τό ένικό σχήμα τού λόγου σέ πληθυντικό άριθμό) στήν μετάνοια, στήν μετάνοια σάς προσκαλώ όλους μέ τόν παρόντα λόγο, όλους, μικρούς καί μεγάλους, ιερωμένους καί λαϊκούς· στήν μετάνοια άς τρέξουμε όλοι μας άδελφοί, άνδρες καί γυναίκες, νέοι καί γέροντες άς καταφύγουμε όλοι, όλοι στίς άγκαλιές τής μετανοίας, χωρίς νά έξαιρεθή κανένας, γιατί δέν μπορεί άλλη άρετή νά μάς συμφιλιώση μέ τόν Θεό όλους έμάς, πού μία φορά άμαρτήσαμε, παρά μόνον ή μετάνοια. Άς φωνάξουμε κι έμεϊς μέ τόν Δαβίδ: «Ελάτε άς προσπέσουμε καί άς κλίνουμε τά γόνατά μας σ' Αύτόν! Άς γονατίσουμε μπροστά στόν Κύριο τόν Δημιουργό μας, γιατί αύτός είναι ό Θεός μας καί έμεϊς λαός του καί πρόβατα, πού τά οδηγεί τό χέρι του» (Ψαλμ. 94,6). Άς φωνάζουμε δυνατά μαζί μέ τούς Τρεις Παΐδας πρός τόν Θεό: «Άμαρτήσαμε, άνομήσαμε, άπομακρυνθήκαμε άπό κοντά σου· άμαρτήσαμε σέ όλα, δέν άκούσαμε τίς έντολές σου, δέν τίς τηρήσαμε, δέν πράξαμε, όπως μάς διέταξες» (Αίνος Τριών Παίδων 5). Κάθε ένας άπό έμάς άς άπομακρυνθή άπό τόν πονηρό του δρόμο, όπως έκαναν έκείνοι οί Νινευΐτες καί όπως φώναξαν έκείνοι, άς φωνάξουμε κι έμεϊς πρός τόν Θεό: «Ποιος γνωρίζει μήπως μετανοήση ό Θεός... καί δέν θά χαθούμε;». Καί όποίος άπό έμάς έσφαλε στόν Θεό μετά τό άγιο Βάπτισμα, αύτός μέρα καί νύκτα άς μή παύση νά φωνάζη έκείνα τά κατανυκτικά λόγια, πού τόν διδάσκει ό κήρυκας τής μετανοίας καί χρυσός στήν γλώσσα καί τήν καρδιά Ιωάννης, λέγοντας: «"Οποιος άμάρτησε έχοντας τό άγιο Βάπτισμα, στόν ούρανό άμάρτησε. Γιατί έκείνος, πού άμαρτάνει πρίν άπό τό Βάπτισμα, άμαρτάνει στή γή· «Γή είσαι καί στή γή θά έπιστρέψης», λέχθηκε στόν Αδάμ (Γέν. 3,19). "Οποιος όμως μέ τό Βάπτισμα ντύθηκε τό Χριστό, δέν είναι πλέον γή, άλλ' ούρανός· «"Οπως είναι ό χωματένιος, τέτοιοι είναι καί οί χωματένιοι, καί όπως είναι ό έπουράνιος, τέτοιοι είναι καί οί έπουράνιοι» (Α' Κορ. 15,48). Άν λοιπόν κάποιος άμάρτησε μετά τό Βάπτισμα, στόν ούρανό άμάρτησε. Γι' αύτό, άς προσέρχεται καί άς λέη· «Πατέρα, άμάρτησα στόν ούρανό καί ένώπιόν σου, καί δέν είμαι άξιος νά όνομάζωμαι υιός σου» (Λουκ. 15,18). Γιατί; λέγτ τήν αιτία

Διότι τήν καρδιά μου, πού ήταν λουσμένη μέ τό αίμα τού Χριστού καί είχε άνθίσει σάν τό τριαντάφυλλο, τήν βρώμισα μέ τίς ήδονές, σέ έξώργισα, παρεπίκρανα τό Πανάγιο Πνεΰμα σου· τήν άστραφτερή στολή τής πίστεως τήν λέρωσα μέ τήν άμαρτία τήν ψυχή μου, πού έλευθερώθηκε μέ τό Βάπτισμα καί μέ τό άγιο Φώτισμα έγινε σάν τό χιόνι, τήν υποδούλωσα στό σκοτάδι τής άμαρτίας. Κάνε με όπως έναν άπό τούς ύπηρέτες σου» (Τόμ. ζ' Λόγ. ξ').

Ας φροντίσουμε, άδελφοί μου, νά άποκτήσουμε τήν άληθινή μετάνοια μέσα στήν ψυχή μας καί τά σημάδια τής άληθινής μετανοίας, όπως άποδείξαμε στόν παρόντα λόγο. νΑς άγωνισθούμε γιά νά έχουμε πάντοτε στήν καρδιά μας καί τόν πόνο γιά τίς άμαρτίες μας, πού είναι στοιχείο τής άληθινής μετανοίας, ό όποίος πόνος γενικά άποτελείται άπό δύο αίτια, ένα έκούσιο καί ένα άκούσιο. Τό εκούσιο πάλι άποτελείται άπό δύο αίτια, ένα έσωτερικό (ψυχικό) καί άπό ένα έξωτερικό (σωματικό). Έσωτερικό λοιπόν αίτιο, πού προκαλεί στήν καρδιά πόνο καί συντριβή, είναι πρώτα ένας λογισμός άπό λύπη καί πένθος ένωμένος μέ τήν αύτομεμψία καί τήν κατηγορία τού έαυτού μας, ότι άμαρτήσαμε καί γιά τίς άμαρτίες μας λυπήσαμε καί πικράναμε τόν Θεό, ότι χάσαμε τήν χάρι καί τήν Βασιλεία του καί ότι κερδίσαμε μία αιωνιότητα άπειρων κολάσεων καί βασάνων γιατί αύτός ό λογισμός, όπως ή πέτρα πλακώνει τά σταφύλια καί βγάζουν τό κρασί, έτσι κι αύτός, πλακώνοντας τήν καρδιά μας, δέν τήν άφήνει νά σκιρτά στά πάθη καί τίς σαρκικές ήδονές, άλλά τήν στενοχωρεί, τήν συντρίβει καί τήν κάνει νά πονάη καί νά βγάζη δάκρυα. Έτσι μάς λέει ό άγιος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης· «Αλλά και ή αύτομεμψία μόνη καθ' έαυτήν, έγκαθιστάμενη μόνιμα στό λογιστικό τής ψυχής σάν ένα νοητό βάρος, συνθλίβει και πιέζει καί έκθλίβει τόν οίνον τόν σωτήριο, πού εύφραίνει τήν καρδιά τού άνθρώπου (Ψαλμ. 103,15), δηλαδή τόν έσωτερικό μας άνθρωπο. Καί τέτοιος οίνος είναι ή κατάνυξις. Διότι αύτή μαζί μέ τό πένθος έκθλίβει καί τά πάθη καί γεμίζει τήν ψυχή μέ μακαριστή χαρά, άφού τήν άπαλλάξη άπό τό δεινό βάρος τους γι’ αύτό «Μακάριοι οί πενθούντες, ότι αύτοί παρακληθήσονται» (Πρός Μοναχήν Ξένην). Ή έσωτερική αύτή λύπη τής ψυχής προξενεί τήν άληθινή μετάνοια, όπως είπε καί ό Απόστολος: «Ή λύπη, πού άντιμετωπίζεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, οδηγεί σέ μετάνοια» (Β' Κορ. 7,10).


 Δεύτερον καί ή μνήμη τών άμαρτιών, τό ταπεινό φρόνημα καί ή δέησις, πού γίνεται πρός τόν Θεό άπερίσπαστα καί μέ όλη τήν καρδιά καί ή προσευχή γιά τίς άμαρτίες μας, πότε λέγοντας, «Κύριε, Ίησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, έλέησον με», καί «Ίησού μου γλυκύτατε πολύ σέ λύπησα», πότε «Άμάρτησα Κύριε άμάρτησα». Καί «Πατέρα, άμάρτησα στόν ούρανό καί ένώπιόν σου καί δέν είμαι άξιος νά όνομάζωμαι υιός σου» καί άλλα παρόμοια, τά όποια συντρίβουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν νά βγάζη δάκρυα. Γι' αύτό είπε ό άββάς Μάρκος: «Ό νούς, όταν προσεύχεται άπφίσπαστα, συνθλίβει τήν καρδιά. Τήν καρδιά, όμως, πού είναι συντετριμμένη καί ταπανωμένη, ό Θεός δέν θά τήν έξουθενώση» (Κεφ. λδ' Πφί τών οίομένων...). Καί άλλού πάλι ό ίδιος είπε «Μνήμη Θεού είναι πόνος τής καρδιάς, πού γίνεται γιά χάρι τής εύσέβειας».

Τά έκούσια πάλι καί έξωτερικά σωματικά αίτια, πού συντρίβουν τήν καρδιά, είναι ή σωματική φτώχεια, ή έγκράτεια τών φαγητών καί τών ποτών καί τού ϋπνου καί κάθτ άνέσεως καί ήδυπαθείας τού σώματος. Γι’ αύτό άπό τή μιά μφΐά είπε ό άγιος Μάρκος «Αδύνατον είναι ν’ άπαλλαγή κανείς άπό τήν κακία χωρίς τό σύντριμμά τής καρδιάς. Συντρίβει τήν καρδιά ή τριπλή έγκράτεια, τού ύπνου, τής τροφής καί τής σωματικής άνέσεως» (κεφ. σέ). Καί άπό τήν άλλη μεριά ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος αναφέρει «Ή δίψα καί ή άγρυπνία έξέθλιψαν τήν καρδιά. Καί μόλις θλίβηκε ή καρδιά, έξεπήδησαν τά δάκρυα» (Λόγος Στ' Περί θανάτου). "Οπως λοιπόν άπό τά παραπάνω γεννιέται ή συντριβή τής καρδιάς καί ή κατάνυξις, έτσι καί άπό τά άντίθετα άπό αύτά, δηλαδή άπό τόν πλούτο, τά εύχάριστα φαγητά καί τήν πολυϋπνία καί τήν σωματική άνάπαυσι, προέρχεται ή σκληρότητα τής καρδιάς καί ή πώρωσις καί ή ήδυπάθεια τής ψυχής. Έτσι μάς τό βεβαιώνουν οί παραπάνω θείοι Πατέρες. Γιατί ό άγιος Μάρκος λέει: «Τό περίσσευμα αύτών προσθέτει τήν ήδυπάθεια. Καί ή ήδυπάθεια προξενεί τούς πονηρούς λογισμούς» (σι'). Καί ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος άναφέρει· «Ή άναλγησία τής καρδιάς πώρωσε τόν νού, καί τό πλήθος τών φαγητών ξήρανε τίς πηγές» (Λόγος στ' Περί Θανάτου). Έπισφράγισμα τών λόγων τών θεοφόρων αύτών Πατέρων είναι ή γνώμη τού άγιου Γρηγορίου τού Παλαμά, άρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, πού άναφέρει: «"Οπως άκριβώς άπό τήν άνεσι καί τήν τρυφή καί τήν καλοπέραση προέρχεται ή άναλγησία, ή πώρωσις καί ή σκληρότητα τής καρδιάς, έτσι άπό τήν έγκράτεια καί άπό τήν προσεκτική δίαιτα προέρχεται ή συντριβή τής καρδιάς καί ή κατάνυξις, πού άποτρέπει κάθε πικρία καί χορηγεί τήν γλυκειά ίλαρότητα» (Πρός τήν Ξένην).

Τά άκούσια πάλι αίτια, πού συντρίβουν τήν καρδιά καί τής προξενούν πόνο, τά μέν έσωτερικά καί ψυχικά είναι οί αισχροί καί βλάσφημοι καί πονηροί λογισμοί, πού προσβάλλει ό διάβολος στό νού μας σάν βέλη καί σαΐτες μέ φωτιά. Παρόμοια καί τά σωματικά καί ψυχικά πάθη, πού μάς ένοχλούν καθημερινά, διότι πρέπει μέ όλη μας τήν δύναμι νά παλαίψωμε έναντίον αύτών καί νά μή άφήνουμε τόν λογισμό μας νά συγκατατεθή ή νά κάνη συνδυασμό μέ αύτά. Άλλά νά προστρέχουμε στόν Ίησού Χριστό καί μέ τήν βοήθεια έκείνου, νά τά διώχνουμε καί νά μή τά άφήνουμε νά μπαίνουν στήν καρδιά μας. Πόσου πόνου καί συντριβής καί θλίψεως αιτία είναι ό άκατάπαυστος αύτός πόλεμος, αύτό τό γνωρίζουν μόνον έκείνοι, πού τό δοκίμασαν μέ τήν πείρα. Γι' αύτό γιά τόν πόλεμο αύτό έγραφε ό Θεολόγος Γρηγόριος: «Καί αύτός είναι φοβερός πόλεμος. Καί αύτή ή παράταξις είναι μεγάλη. Καί αύτή ή νίκη είναι μεγάλη» (Λόγος δ').

 Τά έξωτερικά πάλι καί σωματικά αίτια, πού συντρίβουν τήν καρδιά είναι οί ύβρεις, οί άτιμίες, οί άδικίες καί οί άλλες θλίψεις καί οί διάφοροι πειρασμοί, πού μπορεί νά μάς συμβούν άπό τούς άνθρώπους, άπό τούς δαίμονες καί άπό τήν φύσι, όπως άναφέραμε προηγουμένως διότι όλα αύτά πρέπει εύχαρίστως νά τά δέχεται έκείνος, πού θέλει άληθινά νά μετανοήση, νά ΐατρευθή καί νά δεχθή τή συγχώρησι τών άμαρτιών του. "Έτσι μάς τό βεβαιώνουν οί προηγούμενοι θείοι Πατέρες· Ό άγιος Μάρκος λέει: «Τό έργο τής μετανοίας στίς έξής τρεις άρετές φαίνεται στήν καθαίρεσι τών λογισμών, στήν άδιάλειπτη προσευχή καί στήν ύπομονή τών έπερχομένων θλίψεων» (στά σχόλια τού ε λόγου τής Κλίμακος). Καί πάλι· «Κάθε πόνος, πού προέρχεται χωρίς τήν θέλησί σου, άς σού γίνη διδάσκαλος μνήμης καί δέν θά σού λείψη άφορμή γιά μετάνοια» (νζ'). Καί άλλού: «Νά σκέφτεσαι τό άποτέλεσμα κάθε θλίψεως, πού σού συμβαίνει χωρίς τήν θέλησί σου καί θά βρής στήν θλΐψι αύτή έξαφάνισι τής άμαρτίας» (ξζ'). Καί άλλού πάλι άναφέρει: «Σημείο τής μετάνοιας γιά τήν όποια ό άνθρωπος άγωνίσθηκε είναι τό έξής Τό νά θεωρούμε τούς έαυτούς μας άξιους όλων τών έπερχομένων θλιβερών καταστάσεων, ορατών καί άοράτων καί άκόμη περισσότερων» (Λόγος ε Περί μετανοίας). Λέει καί ό άγιος Γρηγόριος έπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Αύτός πού θεωρεί ύπεύθυνο τόν έαυτό του γιά τά δυνατά φάρμακα τής μετανοίας, περιμένει συνέχεια κάθε θλΐψι καί ύπομένει κάθε πειρασμό σάν νά τού έπρεπε καί τού άρμοζε καί χαίρεται, πού πέφτει στούς πειρασμούς, σάν νά έπεσε στό φάρμακο, πού καθαρίζει τήν ψυχή, καί αύτό τό χρησιμοποιεί ώς υλικό γιά τήν κοπιαστική καί ώφελιμώτατη προσευχή καί όχι μόνο δέν κρατάει κακία άλλά καί εύχαριστεί έκείνους, πού τόν πειράζουν καί προσεύχεται γι' αύτούς, σάν νά προσεύχεται γιά τούς εύεργέτες του. Γι' αύτό καί αύτός δέν δέχεται μόνον τήν συγχώρησι γιά όσα έσφαλε, σύμφωνα μέ τόν λόγο τού Κυρίου, άλλά πετυχαίνει καί τήν βασιλεία τών ούρανών καί τήν θεία εύλογία» (Είς τήν έπιστολήν πρός Ξένην). Έκείνος, όμως, πού θέλει νά μετανοήση πραγματικά καί νά θεραπεύση τίς πληγές τών άμαρτιών του καί δέν δέχεται μέ εύχαρίστησι τίς θλίψεις, πού τού συμβαίνουν, άλλά ταράσσεται καί γογγύζει καί ζητεί έκδίκησι, αύτός, άς γνωρίζη, ότι ούτε έχει άληθινή μετάνοια, ούτε ιατρεύει τίς άμαρτίες του. Έτσι μάς άναφέρει καί πάλι ό ίδιος ό άγιος Μάρκος λέγοντας: «Χωρίς τίς τρεις άρετές, πού προαναφέραμε, δέν είναι δυνατό τό έργο τής μετανοίας νά φθάση στό τέλος» (στά σχόλια τού ε΄λόγου τής Κλίμακος)· καί άλλού· «'Όταν κάποια ψυχή, πού έχα άμαρτίες, δέν δέχεται τίς θλίψεις, πού τής συμβαίνουν, τότε οί Άγγελοι λένε γι’ αύτήν· «Ίατρεύσαμε τήν Βαβυλώνα καί δέν θεραπεύθηκε» (Ίερ. 28,9) (Κεφ. πβ').


'Όλοι φωνάζουμε πρός τόν Θεό· «Κύριε, έλέησον»· καί «Δέσποτα, συγχώρησε τίς άνομίες μας». Καί όταν ό Θεός μάς στείλη τό έλεος του καί τήν συγχώρησι τών άμαρτιών μας, έμεϊς τά διώχνουμε μόνοι μας, γιατί; διότι όταν τύχη νά μάς έλθη κάποιος πειρασμός ή κάποια θλΐψις, μέ τά όποια ό Θεός μπορεί νά μάς χαρίση τό έλεος του καί τήν συγχώρησι τών άμαρτιών μας, έμεϊς δέν τά δεχόμαστε μέ χαρά, ουτε ύπομένουμε τήν θλΐψι έκείνη καί τόν πειρασμό, άλλά ταρασσόμαστε καί στενοχωριούμαστε καί γογγύζουμε. Γι' αύτό κοντά στούς θεληματικούς πόνους καί κόπους τής μετανοίας, πρέπει νά ύπομένουμε καί αύτούς, πού συμβαίνουν χωρίς τήν θέλησί μας καί τίς θλίψεις καί τούς πόνους, πού έρχονται άπό έξω, διότι τά εκούσια, σάν πιό εΰκολα, εύλογούνται άπό τά άκούσια, σάν πιό δύσκολα, όπως άναφέρει ό μέγας Γρηγόριος έπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «'Όποίος φροντίζει γιά τήν σωτηρία του, φθάνει στήν τελείωσι μέ τήν ύπομονή τών πόνων, πού γίνονται μέ τήν θέλησί του καί χωρίς τήν θέλησί.... γιατί χωρίς τήν ύπομονή έκείνων, πού έρχονται χωρίς τήν θέλησί μας, δέν θά εύλογηθούν καί έκείνα, πού κάνουμε μέ τήν θέλησί μας» (Είς τήν έπιστολήν πρός Ξένην).

Μέ αύτά πού είπαμε, άδελφοί, άς φροντίσουμε νά άποκτήσουμε τόν πόνο τής καρδιάς, γιατί χωρίς αύτόν δέν μπορούμε ν’ άποκτήσουμε ούτε τήν άληθινή μετάνοια καί αύτό συμβαίνει μέ φυσικό καί σωστό τρόπο. ’Επειδή κάθε άμαρτία ξεκίνησε καί πραγματοποιήθηκε μέσα στήν ψυχή μας μέ τήν ήδονή καί τήν εύχαρίστησι, πού αίσθάνθηκε ή καρδιά· γι' αύτό πάλι μέ τήν οδύνη καί τόν πόνο τής καρδιάς πρέπει νά θανατωθή αύτή ή ίδια ή άμαρτία. Καί έτσι νά γίνουν τά άντίθετα ιάματα στά άντίθετα, σύμφωνα μέ τή γνώμη τών ’Ιατρών καί τών Ηθικών καί Φυσικών και Θεολόγων. Καί αύτό τό μαρτυρεί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού λέει: «Έπειδή ή άμαρτία είσήλθε στό άνθρώπινο γένος μέ τήν ήδονή, θά έκδιωχθή οπωσδήποτε μέ τό άντίθετο τής ήδονής...» (Λόγος η' στούς Μακαρισμούς).


Άς έγκαταλείψουμε τίς πολλές καί παράκαιρες συνομιλίες καί συναναστροφές, διότι αύτά διώχνουν άπό μέσα μας τήν μετάνοια, όπως λέει ό άγιος ’Ισαάκ: «Μετάνοια μέ συναναστροφές, μοιάζει μέ τρύπιο πιθάρι» (Λόγος νη'). νΑς άγαπούμε τήν ήσυχία καί τήν άπομάκρυνσι άπό τούς άνθρώπους, έπειδή βοηθούν πολύ στήν άπόκτησι τής μετανοίας, όπως πάλι μάς τονίζει ό ίδιος άγιος ’Ισαάκ λέγοντας: «’Άν άγαπάς τήν μετάνοια, άγάπη στ καί τήν ήσυχία. Γιατί χωρίς τήν ήσυχία δέν άποτελειώνεται ή μετάνοια. Καί άν κάποιος άντιλέγη σ’ αύτό, μή φιλονικήσης» (Λόγος λδ', σελ. 224). Σ’ αύτό βοηθάα καί ή έντολή τού Θεού πρός τόν Κάϊν μετά τήν άμαρτία, πού τού είπε: «Άμάρτηστς; Ησύχασε» (Γεν. 4,7). Δηλαδή· «Γνώρισε: τί έκανα; καί, μετά τήν έπίγνωσι, νά μετανοήσης γιά ό,τι έκαντς»· έτσι έρμηνεύεται τό άνωτέρω χωρίο στό Επίγραμμα πτρί Σιωπής τού άγιου Ισαάκ στό όποίο προστίθεται καί τό έξής: «Όποίος δέν μπόρτστ νά ήρτμήση, δέν μπόρτστ καί νά μετανοήση, ουτε: μπορετά νά καταλάβη τί τίναι μετάνοια».

 Άν όμως δέν μπορούμε νά ησυχάσουμε τούλάχιστον άς έχουμε μία ή δύο ώρτς τήν ήμέρα καθωρισμέντς άπαραιτήτως καί ύποχρεωτικά καί προπαντός κατά τό βράδυ καί τότε: άποσυρόμενοι σέ ένα άπόμτρο καί ήσυχο μέρος, συμμαζτύοντας στήν καρδιά μας τόν νού καί τίς αΐσθήσας μας (έκτος άπό τίς σαρκικές, όπως τϊπαμτ στή συμβουλή μας πρός τόν μετανοούντα), τίς πφασμένες πού κάναμε μέ έργο, λόγο ή συγκατάθτσι λογισμών, όσο καί τίς συγγνωστές άμαρτίες, πού σφάλαμε: τήν ήμέρα έκείνη· καί άς μετανοούμε πικρά μέ λύπη καί πόνο καρδιακό γι’ αύτές καί άς ζητάμε άπό τόν Θεό τή συγχώρησι γι’ αύτές. Διότι έτσι μάς προστάζει τό Πνεΰμα τό άγιο νά κάνουμε διά μέσου τού Προφήτου Δαβίδ: «'Όσα λέγετε στίς καρδιές σας, νά τά σκέφτεστε στό κρεββάτι σας» (Ψαλμ. 4,5). Έτσι είπε καί ό ίδιος ό Χριστός στόν θεράποντά του άγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο: «Σκέψου νά μήν κάνης κανένα άπό τά κακά έκείνα, πού σέ στερούν τά καλά αύτά, πού άξιώθηκες νά άπολαύσης· έάν όμως, γιά νά θυμάσαι τήν ταπείνωσι, κάποτε σφάλης, προσπάθησε νά μή φύγης άπό τήν μετάνοια γιατί ή μετάνοια μαζί μέ τήν δική μου φιλανθρωπία, έξαφανίζει καί τά περασμένα καί τά παρόντα άμαρτήματα» (Λόγος πστ’).

Καί άς μή περνάη καμμία ήμέρα χωρίς νά κάνουμε αύτή τή σωτηριώδη μελέτη καί πνευματική έργασία, άναβάλλοντάς την γι' άλλον καιρό γιατί λέει ό άγιος ’Ιωάννης τής Κλίμακος: «Μή άπατάσαι, άνόητε έργάτα, ότι θά συμπληρώσης τόν χρόνο, πού έχασες. Γιατί δέν έπαρκεί ή ήμέρα ή ίδια νά έκπληρώση τό δικό της χρέος στόν Δεσπότη Χριστό» (Λόγος στ’ περί θανάτου). Είπε άκόμη καί ό Μέγας Βασίλειος: «Νά μή περιφρονής κανένα σφάλμα κι άν άκόμη φαίνεται ότι είναι μικρότερο καί άπό ένα σκουπίδι άλλά μέ τήν μετάνοια νά φροντίζης γρήγορα νά τό διορθώνης... μετάνοια είναι σωτηρία άμετανοησία, όμως, θάνατος» (Λόγος άσκητικός, περί άποταγής βίου).

Τί νά λέω πολλά; Ό Θεός, άγαπητοί μου άδελφοί, δέν θά μάς κατηγορήση καί δέν θά μάς κατακρίνη τήν ήμέρα έκείνη τού θανάτου καί τής κρίσεως, έπειδή δέν θεολογήσαμε ή δέν κάναμε θαύματα ή δέν γίναμε θεωρητικοί όχι· άλλά θά μάς κατακρίνη έπειδή δέν μετανοήσαμε καί δέν λυπηθήκαμε γιά τίς άμαρτίες μας. Έτσι λέει ό άγιος Ίωάννης τής Κλίμακος «Δέν θά κατηγορηθούμε, άγαπητοί, κατά τήν έξοδο τής ψυχής, έπειδή δέν κάναμε θαύματα, ούτε έπειδή δέν θεολογήσαμε, ούτε έπειδή δέν γίναμε θεωρητικοί θά δώσουμε όμως οπωσδήποτε λόγο στόν Θεό, διότι δέν πενθήσαμε» (Λόγος 0· Γι' αύτό καί μείς οί άμαρτωλοί χρωστάμε καθημερινά, γιά νά μή λέω καί κάθε ώρα, νά έξετάζουμε τόν έαυτό μας, άν βρισκώμαστε στήν άληθινή μετάνοια καί άν ύποθέσουμε κάνουμε τήν ήμέρα έκείνη μέ τήν βοήθεια τού Ίησού Χριστού καί άλλες άρετές καί άγαθοεργίες τήν ήμέρα έκείνη, όμως πάντοτε πρέπει νά θυμώμαστε τήν άρετή τής μετανοίας καί ποτέ νά μή τήν ξεχάσουμε. Καί τήν ήμέρα έκείνη, πού δέν μετανοήσαμε καί δέν λυπηθήκαμε γιά τίς άμαρτίες μας, νά λέμε ότι χάσαμε τήν ήμέρα έκείνη κι άν άκόμη τήν ήμέρα έκείνη κάναμε καί κάποια άλλα άγαθά. Γι' αύτό είπε πάλι ό άγιος Ιωάννης, πού άναφέρθηκε παραπάνω: «Αύτός, πού άληθινά δίνει λογαριασμό, κάθε ήμέρα πού δέν πενθεί τήν αισθάνεται ώς χαμένη, κι άν άκόμη τήν ήμέρα έκείνη έκανε: κάποια άγαθά» (Λόγος έ περί μετανοίας).

Τελειώνω καί λέω μέ τόν άγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο, ότι πρέπα όλοι έμεϊς οί Χριστιανοί νά γιατρευθούμε άπό τά πάθη καί τίς πληγές τής άμαρτίας, καί κατόπιν νά φυλάξουμε καί όλες τίς έντολές τού Κυρίου καί νά κάνουμε κάθε: άρετή. Έάν όμως δέν προλάβουμε νά έκτελέσουμε καί άλλες έντολές τού Κυρίου καί άλλες άρετές, τό λιγότερο λιγότερο είναι νά βρεθούμε ύγιείς καί ολόκληροι άπό τίς πληγές καί άσθένειες τής άμαρτίας διά μέσου τής έντολής καί τής άρετής τής μετανοίας. Διότι, άν πιάνουμε ύγιέϊς καί ίατρευμένοι άπό τά πάθη καί τίς άμαρτίες, έρχόμαστε στήν Βασιλεία τών Ούρανών· άν όμως πεθάνουμε άγιάτρευτοι, άσθενείς καί πνευματικά άνάπηροι μέ τήν άμετανοησία, πηγαίνουμε στόν 'Άδη» (Λόγος ιβ'). Έπειδή ή Βασιλεία τών Ουρανών δέν είναι νοσοκομείο, γιά νά δέχεται τούς άσθενείς καί άνάπηρους, άλλά είναι κατοικία καί παλάτι, γιά νά δέχεται τούς ύγιείς καί γερούς. Γι' αύτό, δικοί μου σύντροφοι άμαρτωλοί, άς φωνάζουμε πάντοτε πρός τόν Θεό έκείνες τίς κοινές δεήσεις τής έκκλησίας«Άγιε, έπίσκεψε καί γιάτρεψε τίς άσθένειές μας γιά χάρι τού ονόματος σου». Καί· «Έπουράνιε Βασιλέα, παράλαβέ μας σέ κατάστασι μετανοίας καί έξομολογήσεως ώς άγαθός καί φιλάνθρωπος».


ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ

Σελίδες 342 έως 391

Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΤΑΡΙΟΝ»                  

Σύντομη διδασκαλία πρός τόν Πνευματικό πώς νά έξομολογή μέ βοηθό τούς Κανόνες τού άγίου Ίωάννου τού Νηστευτού έξηγημένους μέ άκρίβεια, γλαφυρή συμβουλή πρός τόν μετανοούντα πώς νά έξομολογήται, όπως πρέπει καί λόγο ψυχωφελή περί μετάνοιας.
               
Η ηλεκτρονική επεξεργασία ψηφοποίηση σκανάρισμα, μορφοποίηση κειμένου και εικόνων  έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια (Διαβάστε και τούς όρους χρήσης του ©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ) , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[228] Καί ό ίάαγιος Μάρκος λέει· «’Άν ό Κύριος ώρισε τήν μετάνοια μέχρι τήν ώρα τού θανάτου, έκέϊνος, πού ισχυρίζεται, ότι τήν άποτελείωσε πρίν άπό τόν θάνατο, καταλύει τήν έντολή, άφαιρώντας τόν θάνατο· έτσι γιά μικρούς καί μεγάλους είναι άτέλειωτη ή μετάνοια» (Λόγος περί μετανοίας).


[229]    Ό Βησσαρίων Μακρης στήν ’Ορθόδοξη 'Ομολογία καί άλλοι λένε, ότι ό Χρυσόστομος επιθυμεί νά μή μείνη ίχνος όχι στήν παρούσα ζωή, άλλά στήν μέλλαυσα.


[230]    Ό άγιος Μάρκος προχωρώντας άκόμη περισσότερο λέει ότι κι άν ύποθέσσυμε άκόμη ότι εμείς δέν σφάλλουμε ποτέ προαιρετικά. Πράγμα πού είναι άδύνατο, όμως καί γιά μόνη την προπατορική άμαρτία τού Άδάμ πρέπει νά μετανοούμε στόν Θεό. «Αύτός πού είναι άξιος θανάτου μία φορά, σύμφωνα μέ τόν νόμο, πρέπει νά θανατωθή· αύτό πού ζέϊ, ζεί μέ τήν πίστι έξ αιτίας της μετάνοιας κι άν όχι γιά δική του άμαρτία, άλλά γιά τήν άμαρτία τής παραβάσεως» (Λόγ. περί μετανοίας). Σύμφωνος μέ αύτούς καί ό μέγας Θεσσαλονίκης Γρηγόριος λέει· «Ή μετάνοια καί άρχή είναι καί μεσότητα καί τέλος τής χριστιανικής ζωής. Γ ι’ αύτό καί πρίν άπό τό άγιο Βάπτισμα καί κατά τό άγιο Βάπτισμα καί κατόπιν ζητείται καί όφείλεταυ> (λόγος είς τήν παραμονήν τών Φώτων).


[231]     Γ ι’ αύτό λέει ό φωστήρας της Νύσσης άγιος Γ ρηγόριος· «Ζημιώθηκες από την τρυφή; Μέ νηστεία θεράπευσε την άπόλαυσι· ζημίωσες την ψυχή μέ τήν άκολασία; ή σωφροσύνη άς γίνη φάρμακο τής άσθενείας· ή πολύτροπη πλεονεξία προκάλεσε τόν νοητό πυρετό; Ή έλεημοσύνη ,άς άφαιρέση τή πλησμονή, γιατί ή μετάδοσις έκείνων τών άγαθών, πού έχουν πλεονάσει, είναι καθάρσιο μάς έβλαψε ή άρπαγή τών ξένων ύπαρχόντων; άς έπανέλθη τό άρπαγμα στόν οικοδεσπότη του· τό ψέμμα μάς ώδήγησε κοντά στήν άπώλεια; άς σταματήση τόν κίνδυνο ή άλήθεια, πού έχει μελετηθή» (Λόγ. περί μετανοίας).


[232]    Γι’ αύτό καί ό άγιος Ισαάκ είπε τό άξιομνημόνευτο λόγιο· «Δέν γινόμαστε άμαρτωλοί, όταν διαπράξουμε την άμαρτία, αλλά όταν δέν τήν μισήσουμε καί δεν μετανοιωσουμε γι’ αύτήν» (έπιστολή δ' σέλ. 545).


[233]     Έάν έπιθυμής, άδελφέ, νά λάβης στήν ψυχή καί στήν μνήμη σου εικόνα καί παράδειγμα της άληθινής Μετάνοιας, άνοιξε τό βιβλίο τού Αγίου Ίωάννου τής Κλίμακος, βρές τόν περί μετανοίας πέμπτο Λόγο του, καί διάβασε περί τών μετανοούντων τών καταδικασμένων νά κάθωνται στό Μοναστήρι έκέϊνο, πού λέγεται Φυλακή, γιά τόν άπαρηγόρητο τόπο στόν όποίο βρισκόταν. Καί έκεί θά δής α) δίαιτα καί ζωή τών άληθινά μετανοούντων· διότι οί έκεί μετανοούντες άδελφοί δέν έτρωγαν λάδι, δέν έπιναν κρασί, δέν γεύονταν φαγί μαγειρευμένο, άλλά μόνο άρτο καί λάχανα ώμά. Πολλοί άπό αύτούς κατακαίγονταν άπό τήν δίψα καί είχαν έξω βγαλμένες τίς γλώσσες σάν τούς σκύλους. ’Άλλοι παίρνοντας μόνο λίγο ψωμί, τό ύπόλοιπο τό έρρτχναν, κρίνοντας άνάξιο τόν έαυτό τους νά τρώνε λογική τροφή, διότι έπραξαν τά έργα τών άλογων ζώων· στρώμα δέν είχαν, ουτε πλυμένο φόρεμα νά φορέσουν, άλλά όλα τά φορέματά τους ήταν σχισμένα, λερωμένα καί γεμάτα άπό ψείρες. Έκεί θά δής β) έργα καί πράγματα τών άληθινά μετανοούντων· διότι άπό έκείνους τούς μακάριους μετανοούντες, άλλοτ στέκονταν όρθιοι καί προσεύχονταν όλη τήν νύκτα, χωρίς νά κοιμηθούν καθόλου έως τό πρωί· άλλοι είχαν δεμένα πίσω τά χέρια τους σάν κατάδικοι· άλλοι καθήμενοι έπάνω σέ σάκκο καί στάκτη κτυπούσαν τό μέτωπό τους στήν γή· άλλοι έβρεχαν τήν γή άπό τά δάκρυά τους· καί άλλοι, μή μπορώντας νά βγάλουν δάκρυα, πλήγωναν, κατέκοβαν τίς σάρκες καί μέλη τους, γιά νά πονέσουν. Βασάνιζαν τόν έαυτό τους μέ τόν καύσωνα τού θέρους καί τιμωρούσαν τό σώμα τους μέ τήν ψύχρα τού χειμώνα· καί, όταν τελείωναν τήν ζωή τους, παρήγγειλαν καί δέν τούς έθαβαν στήν γή, ώς άνάξιους ταφής· άλλά τούς έρριχναν, ή στό ρεύμα τού ποταμού ή σέ κανένα γκρεμό. Έκεί θά άκούσης γ) λόγια καί φωνές τών άληθινά μετανοούντων· διότι άπό τό στόμα τών άοιδίμων έκείνων άλλο δέν άκουγόταν παρά τά έξής λόγια· «Ούαί, σύαί! Αλλοίμονο, άλλοίμονο! Δικαίως δικαίως! Σπλαγχνίσου, σπλαγχνίσου Δέσποτα! Έλέησον Κύριε, έλέησον! Συγχώρησον Δέσποτα, συγχώρησαν, έάν καί είναι δυνατό». Καί άλλοι άπό έκείνους κτυπώντας τό στήθος τους δυνατά καί σάν νά βρίσκονταν στήν πόρτα τού ούρανσΰ φώναζαν· «’Άνοιξέ μας, Κριτά, άνοιξε τήν θύρα τού έλέους σου, έπειδή γιά τίς άμαρτίες μας τήν κλείσαμε»· άλλοι πάλι σκύβοντας στήν γή, έλεγαν· «Ναί, ξέρουμε, ξέρουμε, ότι είμαστε άξιοι κάθε τιμωρίας καί κολάσεως· καί τί νά άπολογηθσΰμε δέν έχουμε πρός τά τόσα χρέη τών άμαρτιών μας, καί άν άκόμη όλη τήν οικουμένη καλέσσυμε, γιά νά κλάψη γιά μας· όμως έκέϊνο μόνο σέ παρακαλσΰμε, νά μή μάς παιδεύσης μέ τόν θυμό καί τήν όργή σου, ούτε νά μάς κολάσης, καθώς μάς πρέπει, κατά τήν δικαιοκρισία σου· άλλά λίγο έλαφρότερα καί μάς είναι άρκετό τό νά έλευθερωθούμε μόνον άπό τά βάσανα έκείνα τά άρρητα καί άπόκρυφα, καί όχι έντελώς νά έλευθερωθούμε άπό όλα». Έκεί, τέλος πάντων, θά δής, άγαπητέ, καί σχήματα καί είδη τών άληθινά μετανοούντων· διότι, έκείνων τών τρισμακάριων τά γόνατα ήταν σκληρά άπό τό πλήθος τών μετανοιών, πού έκαμναν· οί οφθαλμοί τους ήταν καταξηραμένοι καί μέσα βαθσυλωμένοι, τά μάγουλά τους ήταν σάν καμμένα άπό τά ζεστά δάκρυα, πού έχυναν, τά πρόσωπά τους ήταν καταμαραμένα καί κίτρινα, παρόμοια τών νεκρών, τά στήθη τους ήταν πληγωμένα καί τά πτύσματά τους ήταν ματωμένα άπό τούς πολλούς γρονθισμούς, πού έδιναν στό στήθος τους· τό σχήμα τους ήταν σκεπτικό, σκυθρωπό, λυπηρό καί όμοιο τών καταδίκων. Τί νά περιττολογώ; έκέΐ θά δής καί δίαιτα καί έργα καί λόγια καί σχήματα τών μετανοούντων πραγματικά, τά όποια μπορούσαν νά βιάσουν τον άβίαστο Θεό καί νά πείσσυν σύντομα τήν φιλανθρωπία του, γιά νά τούς συγχωρήση· καί βλέποντας αύτά, είμαι βέβαιος, ότι θά πάρης καί έσύ, άδελφέ, άνδρεία ψυχής, γιά νά τούς μιμηθής κάπως στήν μετάνοιά σου· είμαι βέβαιος, ότι θά συμπονέσης τούς άοίδιμους έκείνους καί θά συντρίψης τήν καρδιά σου τόσο, ώστε τελειώνοντας νά κλείσης τό Βιβλίο μέ δάκρυα.


















Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

1 σχόλια :

Nik Vythoulkas on 27 Ιουλίου 2016 στις 11:29 μ.μ. είπε...

Τί νά περιττολογώ; έκέΐ θά δής καί δίαιτα καί έργα καί λόγια καί σχήματα τών μετανοούντων πραγματικά, τά όποια μπορούσαν νά βιάσουν τον άβίαστο Θεό καί νά πείσσυν σύντομα τήν φιλανθρωπία του, γιά νά τούς συγχωρήση· καί βλέποντας αύτά, είμαι βέβαιος, ότι θά πάρης καί έσύ, άδελφέ, άνδρεία ψυχής, γιά νά τούς μιμηθής κάπως στήν μετάνοιά σου· είμαι βέβαιος, ότι θά συμπονέσης τούς άοίδιμους έκείνους καί θά συντρίψης τήν καρδιά σου τόσο, ώστε τελειώνοντας νά κλείσης τό Βιβλίο μέ δάκρυα.

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |