ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Η Νοσταλγία του Γιάννη

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Η Νοσταλγία του Γιάννη



 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η νοσταλγία του Γιάννη


- Δὲ μ᾿ λὲς Σαραφιανέ, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

Τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἀπηύθυνε περιοδικῶς ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἰς τὸν Σαραφιανόν, τὸν φαιδρὸν καὶ ἀνοικτόκαρδον καταστηματάρχην τοῦ ὡραίου, σχεδὸν ἐξοχικοῦ μαγαζιοῦ, τοῦ γερω-Θωμαδάκη. Ὁ γέρων ἦτο πατὴρ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ ὡς μαγαζὶ ἐχρησίμευεν ὅλον σχεδὸν τὸ ὑπόγειον τῆς εὐρυχώρου οἰκίας, συνεχομένης μὲ μέγα κῆπον καὶ αὐλήν, παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, καὶ ἐχούσης πρὸ αὐτῆς μικρὰν πλατεῖαν μὲ δύο τεραστίας πλατυφύλλους μορέας.

Ὁ Σαραφιανὸς ἐπροσπάθει μὲ διαφόρους τρόπους νὰ διασκεδάζῃ τὰς περιοδικὰς ταύτας νοσταλγίας τοῦ μπαρμπα-Γιάννη τοῦ Λιοσαίου. Τοῦ προσέφερε τσιγάρον μὲ καπνὸν καὶ μὲ ὀλίγην μπαρούτην – ὅσον διὰ νὰ γείνῃ ἀκίνδυνος μικρὰ ἔκρηξις, ἱκανὴ νὰ τσιροφλίσῃ τὰς τρίχας τοῦ μύστακος· τὸν ἐφίλευε τουρσὶ ἀπὸ ἀκρόδρυα «πιμπιράμφον» (τσιτσίραβλα), στυφὰ καὶ εὐώδη ὑπόξινα, τὸν ἐκέρνα ἐντόπιον ῥακί, καὶ τοῦ ἔβαζε κρασί, ὅσον ἥρκει διὰ νὰ κάμῃ κέφι ὁ μπαρμπα-Γιάννης. Διότι εὐκόλως ἔπαιρνε φωτιά. Μὲ δύο ποτήρια ἦταν ἱκανὸς νὰ φουσκώσῃ τὴν γκάϊδα καὶ ν᾿ἀρχίσῃ νὰ χορεύῃ ὁλομόναχος τὸν βουκολικόν, ὑποκάτω ἀπὸ τὰς ὁλοπράσινας μορέας, κατέμπροσθεν τοῦ μαγαζίου.


Εἶνε ἀληθὲς ὅτι, ὅσον εὔκολα εὐθυμοῦσε, τόσον γρήγορα ἐχόλιαζε. Μέσα εἰς τὴν ὁλοφούσκωτην γκάϊδαν ἔπλεεν ἡ εὐθυμία, εἰς τὸν πάτον τῆς γκάϊδας, ἀντηχούσης μὲ γογγυσμό, ἡ δυσθυμία ἐφώλευεν. Εἰς ὅλην τὴν ζωήν του σχεδόν, ἄλλο ἐπάγγελμα δὲν εἶχεν, εἰμὴ νὰ εἶνε παραγυιὸς – κοπέλλι – τοῦ Γιάννη τοῦ Ἀργαστιώτη, τοῦ μυλωνᾶ. Ἀλλὰ διὰ τὴν ἀκρίβειαν, παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς ὑπῆρξε παραγυιός του, καὶ παραπάνω ἀπὸ 15 φορὲς τοῦ ἔφευγε μέσ᾿ στὴ μέση καὶ τὸν ἄφηνε μάρμαρο. Ἦτο στραβόξυλον. Εἰς τὸ γόνα τὸ ἔτρωγε τὸ ψωμί.

Εἰς τὴν ἐλαχίστην ἀφορμὴν ἐθύμωνεν, ἐγκατέλειπε τὴν ἐργασίαν κι᾿ ἔφευγεν.

Ἦτο αὐτὸς 15 χρόνια γεροντότερος ἀπὸ τὸν ἀφεντικό του, νέον ἄνθρωπον καὶ πατέρα τέκνων· αὐτὸς ἦταν ἄγαμος, ἀπόκληρος, ἀκτήμων. Δὲν εἶχε «στὸν ἥλιο μοίρα».

Τότε, ἀφοῦ τὸ δαιμόνιον τῆς μελαγχολίας ἐξεθύμαινε κάπως, μετὰ μίαν ἢ δύο ἡμέρας ἐπέρνα ἀπὸ τὸ μαγαζὶ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ μὲ θλιβερὸν τόνον τὸν ἠρώτα:

- Δὲ μ᾿ λές, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

***

Βεβαίως τὰ ἐπονοῦσεν ὁ μπαρμπα-Γιάννης τὰ μουλάρια ἐκεῖνα. Κι᾿ ἐκεῖνα τὸν ἐγνώριζαν καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν πολύ. Ἦσαν ὁ Ἀράπης, ἓν ἀλογάκι μαῦρον, πολὺ τρελλόν, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν ἐδέχετο ἄλλον ἄνθρωπον πλησίον του, εἰμὴ τὸν ἀφέντην καὶ τὸν Λιοσαῖον. Ἡ Μούλα μεγαλόσωμος, ῥωμαλέα μὲ κοκκινωπὸν τρίχωμα, καὶ τὸ Μελαψί, τὸ χαϊδευμένον τῆς κυρᾶς του. Ὅλα ἦσαν πολυβασανισμένα ἀπὸ τὴν βαρεῖαν καὶ μονότονον ἐργασίαν τοῦ ἀλογομύλου καὶ ἦσαν νευροπαθῆ καὶ ὀξύχολα, ὅσον καὶ ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος.

***

Μίαν χρονιάν, τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ πάλιν ὁ Γιάννης εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ τὸν μύλον. Ὁ Σαραφιανὸς τοῦ ἔλεγε:

- Δὲν κάθησες τουλάχιστον νὰ φᾶς τ᾿ ἀρνί;

 - Δὲν μὲ μέλλει γιὰ τ᾿ ἀρνί, ἀπήντησεν ὁ Λιοσαῖος. Λυπᾶμαι ἐκεῖνα τὰ ζά…

Τὴν Δευτέραν καὶ Τρίτην τοῦ Πάσχα, ἀκόμη καὶ τὴν Παρασκευὴν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὁπότε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Θωμᾶ, ὅτε ἡ ἐκκλησία ψάλλει· «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις χορεύει», ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος ἐχόρευε κι᾿ ἐπήδα μὲ τὴν γκάϊδά του, ἔξωθεν τοῦ μαγαζίου τοῦ Θωμαδάκη, ὑπὸ τὸ πυκνὸν τῶν μορεῶν φύλλωμα. Καὶ τὴν ἡμέραν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου – «ἀνέτειλε τὸ ἔαρ δεῦτε εὐωχηθῶμεν…» – εἶχε γίνει μεγάλη σύναξις, ὑπὸ τὰ πελώρια δένδρα, ἀνδρῶν καὶ παιδίων καὶ μικρῶν κορασίων, διὰ ν᾿ ἀπολαύσουν τὸ θέαμα τῶν αἰπολικῶν χορῶν τοῦ Γιάννη καὶ ὀλίγων ἄλλων ἀγροδιαίτων νέων καὶ πανηγυριστῶν, κατελθόντων τὴν δείλην ἀπὸ τὸ βουνόν, ὅπου εἶχεν ἑορτασθῆ εἰς τὸ ἐξωκκλήσιόν του ὁ Ἅγιος.

Ὁ Λιοσαῖος ὅλος ἔνθους, ἐφύσα δαιμονιωδῶς τὸν βαρύαυλον, ἐκβάλλων διατόρους βαρεῖς ἤχους κι᾿ ἐγούρλωνε ἐκστατικὰ τὰ ὄμματα, αἱ παρειαί του καὶ τὸ στόμα του εἶχαν γίνει ἕνα μὲ τὴν γκάϊδαν. Ἔψαυε μὲ τὴν πλάτην του τὸν κορμὸν τοῦ δένδρου, ἀντεστήλωνε τὸν ἕνα του πόδα, ἔκαμπτε τὸν ἄλλον, κι᾿ ἐπάλλετο ὅλος, σύμφωνα μὲ τὸν ῥυθμὸν τοῦ μέλους, συνοδεύων τὸν εὔθυμον πηδηκτὸν χορὸν τῶν νεαρῶν σατυρίσκων τοῦ βουνοῦ:

Τῆς μικρῆς ξανθῆς τα νάζια
μὤβαλαν πολλὰ μαράζια.
Στὸ βουνό, στὸ μετερίζι,
σκύβ᾿ ἡ Ἀθοῦσα βοτανίζει,
κι᾿ ἡ ποδιά της ἀνεμίζει…

Τὰ παιδιά, οἱ θεαταὶ τῆς ψυχαγωγίας αὐτῆς ἐπευφήμουν, ἄλλα μὲ παιδικὴν εἰρωνίαν καὶ ἄλλα μὲ ἀφελῆ θαυμασμὸν τὸν χορὸν καὶ τὴν μουσικὴν ταύτην. Ὁ Σαραφιανὸς ἔφερνε γύρους ἀνάμεσα εἰς τὸν χορὸν καὶ τὸν ὅμιλον, ἔδιδε κέρματα εἰς τοὺς χορευτὰς κι᾿ ἔρριχνε πειράγματα εἰς τὸν Λιοσαῖον.

- Ὤμορφα, ὤμορφα Γιάννη· κύτταξε μὴ σκάσῃ ἡ γκάϊδα καὶ τότε τί θὰ γίνουμε!

Αἴφνης, τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, μακρυνὸς θόρυβος ἀκούεται. Φαιδρὰ ᾄσματα, τῶν ὁποίων ἡ ἠχὼ ἤρχετο ἔξωθεν ἀπὸ τὰ λειβάδια, πλησιάζουσα ὁλονέν, ἄλλη πολυάριθμος παρέα, κατέρχεται ἀπὸ τὸ βουνόν, ἐπιστρέφουσα ἀπὸ τὴν πανήγυριν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ νέοι οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν ἄλλοι πεζοί, ἄλλοι ὀχούμενοι ἐπὶ ὀναρίων, φαιδροί, στεφανωμένοι μὲ ρόδα καὶ μὲ παπαροῦνες, μὲ κλάδους πλατάνων καὶ μὲ φτέρες, πλησιάζουν εἰς τὰς δύο μορέας, χαιρετίζουν, καὶ ἄλλοι κάθηνται εἰς τοὺς σανιδένιους πάγκους, ἄλλοι μὲ ἐλεύθερον τρόπον πιάνονται εἰς τὸν ἴδιον χορόν, τῆς παρέας τοῦ Γιάννη τοῦ Λιοσαίου.

Ὁ εἷς τούτων βιάζει μὲ θάρρος τὸν Γιάννη νὰ πιασθῇ ὁ ἴδιος εἰς τὸν χορόν, χωρὶς ν᾿ ἀφίσῃ τὴν γκάϊδαν, καὶ μὲ τὴν δεξιὰν χεῖρα νὰ κρατῇ τὸ ὄργανόν του, μὲ τὴν ἀριστερὰν νὰ κρατῆται ἀπὸ τὴν χεῖρα τοῦ ἰδίου, ὅστις ἐτάχθη αὐτὸς δεύτερος, καὶ νὰ τὸν «βγάλῃ στὸν κάβο» ἤτοι νὰ σύρῃ τὸν χορόν.

Ὁ Γιάννης γελῶν, ἐφιλοτιμήθη ν᾿ ἀνταποκριθῇ εἰς τὴν ἰδιοτροπίαν τοῦ εὐθύμου νέου, κι ἐπροσπάθει ὅπως ἠδύνατο νὰ φυσᾷ τὴν γκάϊδα καὶ νὰ χορεύῃ ἅμα.

Ἀλλὰ μόλις ἔκαμε δύο γύρους, εἷς ἄλλος ἀπὸ τοὺς πανηγυριστάς, τοὺς νεωστὶ ἐλθόντας, ὅστις δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν χορόν, ἐπλησίασεν τὸν Λιοσαῖον καὶ τοῦ ὡμίλησε μὲ σιγανὴν φωνήν.

***

Αἴφνης ὁ Γιάννης, ἀφήσας τὴν χεῖρα τοῦ χορευτοῦ, πετὰ τὴν γκάϊδαν κάτω, τρέχει καὶ γίνεται ἄφαντος κατὰ τὰ λειβάδια. Οἱ παρεστῶτες πρὸς στιγμὴν ἔμεινον ἄφωνοι ἀπὸ τὴν ἔκπληξιν.

***

Τί εἶχε συμβεῖ;

- Τί τοῦ εἶπες Γιώργη; εἶπεν ἐκεῖνος ἐκ τῶν πανηγυριστῶν, ὅστις εἶχε βιάσει τὸν Λιοσαῖον νὰ πιασθῇ εἰς τὸν χορόν, πρὸς τὸν ἄλλον, τὸν ὁμιλήσαντα εἰς τὸ οὖς τοῦ Γιάννη.

- Τοῦ εἶπα τί ἐμάθαμε στὸν δρόμο.

- Καὶ τί σ᾿ ἔμελλε;… Νά τώρα μᾶς χάλασες τὴν διασκέδασι.

- Ἡμεῖς εἴδαμε καὶ πάθαμε νὰ τὸν βάλουμε στὸ καντίνι, εἶπε γελῶν ὁ Σαραφιανός. Εἶτα ἐπέφερε:

- Μὰ τί τρέχει;

***

Κατ᾿ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἶχε διατρέξει τὰ λειβάδια, τὸν πρώτον κάμπον ἔξω του χωριοῦ, ἔφθασεν εἰς τὰ Βουρλίδια, τὴν κοιλάδα, τρέχων τὸ ρέμμα-ρέμμα, καὶ ἤρχισε νὰ τρέχῃ εἰς τὸ βουνὸν τὸν ἀνήφορον. Ὅταν ἔφθασε εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τὰ λίαν γνωστὰ εἰς αὐτόν, ἤρχισε νὰ συρίζῃ ἓν σύριγμα τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ ἀπευθύνεται εἰς κάποιον ζῶν πλάσμα.

Εἶτα μετὰ τὸ σύριγμα ἐφώναζε:

- Μούλα! ἔ, μούλα! σ σ σ σ σ, ἔ, Μούλα!

Μικρὸν παραπονετικὸν χρεμέτισμα ἀπήντησεν εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην. Ὁ Γιάννης ἔτρεξε, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐντὸς μικρᾶς χαράδρας εὗρε δύο ζῷα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὅτι ἀρτίως εἶχαν σταματήσει, ὕστερ᾿ ἀπὸ βιαστικὸν περπάτημα. Ἦσαν κάθιδρα καὶ ἀσθμαίνοντα.

Ἐδέχθησαν τὸν Γιάννη μετὰ προφανοῦς χαρᾶς, τείναντα τὰς κεφαλὰς καὶ τοὺς λαιμούς των εἰς θωπείαν.

Ἦσαν ἡ Μούλα καὶ τὸ Μελαψί, καὶ τὰ δύο ἐκ τῶν ζῴων τοῦ ἀλογομύλου.

***

Ἰδοὺ τί εἶχεν εἰπεῖ ὁ Γιώργης εἰς τὸν Λιοσαῖον.

- Τί κάθεσαι Γιάννη; Ἡ Μούλα ἐπηλάλησε… Ἔρριξε μιὰ γυναῖκα κάτω.

Ὁ Γιάννης δὲν ἐζήτησε πλατυτέραν ἐξήγησιν, ἤξευρεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ Ἀργαστιώτης μ᾿ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του, καὶ μὲ τὰ τρία μουλάρια του, ἦτο πρῶτος εἰς ὅλα τα πανηγύρια καὶ πόσῳ μᾶλλον δὲν θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὸν Ἅϊ-Γιώργη, τοῦ λεβέντη καὶ καβαλλάρη τὴν ἑορτήν; Ἠννόησε λοιπὸν ὅτι ἡ Μούλα ἀναγκασθεῖσα νὰ δεχθῇ ἀκουσίως βάρος ἀνθρώπων εἶχε ρίξει τὸ φορτίον της καὶ εἶχεν ἀποσκιρτήσει.

Δὲν τὸν ἔμελλε τὸν Γιάννη διὰ τὸ ἀνθρώπινον φορτίον, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποῤῥίψει μὲ μικρὸν ἄλλως κίνδυνον τὸ ζῷον, τὸν ἔμελλε διὰ τὴν Μούλαν, διὰ τὸν Ἀράπη καὶ τὸ Μελαψί. Γι᾿ αὐτὸ ἔτρεξε, ἔφθασε καὶ ὡδήγησε εἰς τὸν σταῦλον τῶν τὰ ζῷα. Ἀπὸ τότε ὁ Γιάννης ἐπανῆλθε εἰς τὸν ἀλογόμυλον.


==========

2 Ο ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΧΗΡΩΝ


Ἐκάθητο τὸ πρωΐ, φουμάρων τὸν ναργιλέν του εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ Σταθμοῦ τοῦ Σιδηροδρόμου, καὶ ἀντέγραφε καλλιγραφικῶς διάφορα σχέδια ἀναφορῶν ἐπὶ ἡμιθλάστου χάρτου. Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχε κάποιαν ἐργασίαν. Τὸ τοιοῦτον τοῦ συνέβαινε δὶς τοῦ ἔτους, τὸν Δεκέμβριον καὶ τὸν Μάρτιον. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν διήρχετο τὰς πρωίας του εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ σιδηροδρόμου, ἢ εἰς τὸ γεῖτον αὐτοῦ, τὸ γωνιακὸν ἀντικρὺ τοῦ Θησείου, ἢ ἂν ἦτο ἡ συνήθης λιακάδα, ἀνέβαινε πέραν τοῦ Θησείου, εἰς τὸ ἐξοχικὸν καφενεδάκι, κ᾿ ἐκάθητο ἐκεῖ νὰ λιασθῇ. Ἐσώρευεν ἔμπροσθέν του ὅλας τὰς ἐφημερίδας χωρὶς ν᾿ ἀναγινώσκῃ καμμίαν κ᾿ ἔρριπτε βλέμματα εἰς τὰς εἰδήσεις, ἁλιεύων ν᾿ ἀνακαλύψῃ καμμίαν τῆς ἀρεσκείας του. Ἀλλ᾿ αἴφνης ἐξῆγεν ἀπὸ τὴν τσέπην του μέγαν τόμον τῆς Βενετίας, παλαιόν, ἐφθαρμένον, τὸν ἤνοιγεν καὶ ρίπτων βλέμμα εἴς τινας σελίδας τὰς ὁποίας εἶχε σημαδευμένας, ἔγραφεν ἐπὶ τεμαχίου χάρτου μὲ τὸ μολυβδοκόνδυλον διαφόρους σημειώσεις. Εἶτα, ἀφοῦ εἶχεν ἀποστακτωθῇ ὅλον τὸ τουμπεκὶ τοῦ ναργιλέ του, ἠγείρετο, ἐτυλίγετο μὲ τὸ σάλι του, τὸ ὁποῖον δὲν ἔπαυε νὰ φορῇ ἢ νὰ φέρῃ μαζί του ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου μέχρι τοῦ Μαΐου, καὶ ἀνέβαινε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ εἰσήρχετο εἰς ἓν τῶν καφενείων τῶν περὶ τὴν Μητρόπολιν ἢ εἰς τοῦ Καλαμιώτου, καὶ ἐν τῷ ἅμα τῷ ἤρχετο ὁ ἀργιλές. Ἐκάθητο ἐκεῖ, μέχρι τῆς ἑνδεκάτης ὥρας συζητῶν πολιτικὰ μὲ τοὺς φίλους, ἂν ὑπῆρχόν τινες εὔκαιροι. Ἄλλως ἔβγαζε πάλιν ἀπὸ τὴν τσέπην του σημειώσεις τινάς, τὰς ὁποίας εἶχε γράψει ὁ ἴδιος, καὶ τὰς ἀνεγίνωσκεν. Ἐπὶ τεμαχίου δὲ χάρτου, ἐδοκίμαζε νὰ συναρμολογήσῃ ταύτας καὶ καταρτίσῃ ἐν εἴδει ὑπομνήματος ἢ πραγματείας. Ἢ ἔβγαζεν ἀπὸ τὴν ἄλλην βαθεῖαν τσέπην τοῦ μακροῦ παλτοῦ του δεύτερον βιβλίον, ἔκδοσιν τῆς Βενετίας, καὶ τὸ ἐφυλλολόγει ἐπὶ πολύ.

Τὴν ἑνδεκάτην ὥραν καὶ πέντε λεπτὰ ἠγείρετο καὶ ἀνήρχετο τὴν ὁδὸν τοῦ Ἑρμοῦ. Ἔφθανεν εἰς τὴν πλατεῖαν, ἀνέβαινε τὰ δύο σκαλοπάτια καὶ εἰσήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον τῆς Ἀνατολῆς. Ἀμέσως, «ἀργιλὲ στὸ χέρι». Ἐζήτει τὰς ἐφημερίδας, καὶ τὰς ἐξαναδιάβαζε. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν τὰς εἶχε διαβάσει. Ἐπίσης εἶναι ἀληθὲς ὅτι ποτὲ δὲν ἔλεγεν «ἀγγαζὲ» οὔτε ποτὲ καὶ ἐκράτει ἐπὶ ἓν δευτερόλεπτον ἐφημερίδα ἅμα ἄλλος τις τοῦ ἐφώναζε τὴν λέξιν. Δὲν ἀγαποῦσε τὰ γαλλικά.

Κατόπιν ἔβγαζεν ἀπὸ τὴν μέσα τσέπην τοῦ παλτοῦ τετράδιά τινα συνερραμμένα καὶ τὰ ἐξαναδιάβαζε διὰ τριακοστὴν φοράν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐσυζητοῦσε πολιτικὰ μὲ δύο ἀποστράτους ἀξιωματικούς, μ᾿ ἕνα πρῴην ἔπαρχον καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς δημοσιογράφους. Τέλος, ὅταν τὸ ὡρολόγιον ἐδείκνυε μίαν παρὰ ἕνδεκα λεπτά, ἐσηκώνετο, διευθύνετο πρὸς τὴν ἔσω συνοικίαν, κατήρχετο διὰ τοῦ Λέκκα, ἔφθανεν εἰς τὴν ὁδὸν Αἰόλου, ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὴν Ἀγοράν, ἐψώνιζε κάτι, ἔφθανεν εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ τὴν μίαν καὶ μισὴν ἐγευμάτιζε.

Εἰς τὰς δύο καὶ τέταρτον ἐξήρχετο, κατέβαινεν εἰς τὴν ὁδὸν Πειραιῶς, ἐκάθητο εἰς τὸ πρῶτον καφενεῖον, κ᾿ ἐκάπνιζε ναργιλέν. Εἶτα ἐτραβοῦσε περίπατον κατὰ τὸν δρόμον τοῦ Χασεκῆ, ἐπέστρεφε, καὶ εἰς τὸ πρῶτον καφενεδάκι τῆς ὁδοῦ παρὰ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἐκάθιζεν εἰς τὴν λιακάδαν κ᾿ ἐφουμάριζε ναργιλὲ «βρέξε λίγο». Ἐκεῖ ἐσύχναζον καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι φίλοι του, μὲ τοὺς ὁποίους ἐσυζητοῦσεν ἐπεισοδιακῶς θρησκευτικὰ πράγματα, ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε ἐπανέφερε τὸν λόγον εἰς τὰ πολιτικά. Εἶτα, πρὶν νυκτώσῃ, ἀνέβαινεν εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως, καὶ εἰς ἕνα δρομίσκον πλησίον τοῦ Ἁγ. Γεωργίου εἰσήρχετο εἰς ἓν καφενεδάκι, τὸ ὁποῖον ἄλλος θὰ ἐχρειάζετο πιλότον διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ. Ἐκεῖ ἀμέσως «βρέξε λίγο». Ἤρχοντο δύο ἢ τρεῖς φίλοι του, μὲ τοὺς ὁποίους συνεζήτει ἐναλλὰξ θρησκευτικὰ καὶ πολιτικά. Ἀφοῦ ἀπετελείωνε τὸν πρῶτον ναργιλέν, ὁ εἷς τῶν φίλων τούτων τὸν ἐτρατάριζε δεύτερον «πολὺ γιαβάσικον*» καὶ ὁ ἕτερος τὸν ἐκέρνα καφὲν «βαρὺν καὶ ὄχι».

(Ἀνολοκλήρωτο)

(1947)







Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |