ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 9. Οι χαρές

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

9. Οι χαρές



ΠΛΑΝΑΣ

ΟΛΗ ΚΕΙΝΗ τή νύχτα έβρεχε άδιάκοπα. Κόντευε νά σαπίσει ή Αθήνα. Μάλιστα δέν έλεγε νά σταματήσει ούτε τήν άλλη μέρα τό πρωί, χαράματα, όταν ξύπνησε ό παπα-Νικόλας γιά νά πάει νά λειτουργήσει στον Άγιο Αθανάσιο. Τό εκκλησάκι αυτό βρισκόταν κεΐ στό Βρυσάκι, κάτω άπό τόν ίσκιο τής Ακρόπολης.
Ήταν κάτι πολύ δυνατό αυτό πού ένιωθε μέσα του. Ακατανίκητο. Τίς περισσότερες ώρες έπρεπε νά βρίσκεται στό πραγματικό σπίτι του, στήν Εκκλησία. Σ’ όποια Εκκλησία καί αν ήταν αυτή.
«...ήρέσκετο νά ένδιατρίβη συνεχώς εις μικρά παρεκκλήσια είτε τής παλαιάς πόλεως των Αθηνών, περί τήν Άκρόπολιν, είτε και μακραν αυτής εν τοις προαστείοις...».
Καί κανένα έμπόδιο δέν ήταν ποτέ δυνατό νά τόν σταματήσει σ’ αυτή τήν ώθηση τοΰ εαυτού του.
-Είσαι έτοιμη κόρη μου νά ξεκινήσουμε, είπε στή Βικτωρία πού έβλεπε μέσα άπό τό μικρό παράθυρο καί άναλογιζόταν τό πρακτέο
-Μά, γέροντα, δέ βλέπεις τί γίνεται έξω; Δέ μπορεί νά ξεμυτίσει κανένας Πού θά πάμε; Βρέχει συνέχεια.
-Οί άνθρωποι πορεύονται τό δρόμο τους Βικτωρία καί μεϊς τόν έδικό μας. Τοιμάσου νά πηγαίνουμε. Πρέπει νά συντρέξουμε τόν παπά τ’ Άι-Θανάση. Αλλιώς δέ γίνεται

-Ναί, μά τό καμαράκι τοϋ παπα-Διάκου βρίσκεται πλάι στήν έκκλησιά.
-Καί μεΐς μέ δυό δρασκελιές κειδά θά βρεθούμε.
-’Άς είναι ευλογημένο είπε ή μόνιμη ψάλτρια καί συνοδός τοϋ παπα-Νικόλα καί βρήκαν παρευτύς στά βροχερά χαράματα.
Ό Άγιος Αθανάσιος βρισκόταν κοντά ατούς Αγίους Αποστόλους κι ήταν ένα παμπάλαιο, λιθόκτιστο έκκλησάκι πού ό κύριος ναός του στό μπροστινό μέρος είχε μιά πρόσθετη, ξύλινη κατασκευή οέ μορφή παράγκας, μέ κεραμοσκεπή.
Τό δάπεδο, πολύ παλιό, τό είχαν στρώσει μέ μεγάλες, χοντρές, άκανόνιστες, γκρίζες πέτρες. Κι όταν έμπαινες μέσα σοΰ έκαναν εντύπωση τά δυό τεράστια μανουάλια δεξιά καί ζερβά.
Γιά νά πας στόν Άι-Θανάση περνούσες μέσα άπό στενά, τρίστρατα, αύλές καί μαγαζάκια πού πάντοτε ήταν γεμάτα ζωή καί κίνηση. Ήταν κοντολογίς ένας τόπος μέ μυστήριο, ομορφιά καί μνήμες. Μέ πηγάδια, άνηφοριές, περιβολάκια, μάντρες, πλατειοϋλες, μπαλκονάκια καί πολλά λουλούδια.
Ώς έφτασαν στήν έκκλησία ό παπα-Νικόλας κι ή συνοδός του, βρίσκονταν κιόλας κάμποσοι χριστιανοί καί περίμεναν προφυλαγμένοι άπό τή συνεχιζόμενη βροχή.
Ή Βικτωρία, μούσκεμα ή καημένη άπό τό νερό δέν πήγε εύτύς στό άναλόγιο, άλλά βρήκε κάποια γωνιά τοϋ ναού γιά νά στραγγίζει άπό τό νερό τής βροχής καί νά σκουπιστεί. Ένώ ό παπα-Νικόλας μπήκε στό Ιερό, φόρεσε τά άμφιά του καί περίμενε νά βάλει μπροστά τό «Εύλογητός ό Θεός...».
Σάν τακτοποιήθηκε όμως ή Βικτωρία καί πήγε κοντά του νά πάρει κάποιες οδηγίες καί τόν είδε έτοιμο κιόλας νά λειτουργήσει, παραξενεύτηκε.
-Πώς, έκεΐνος δηλαδή δέν βράχηκε, όπως έγώ; Ή ίδια βροχή έπεφτε πάνω μας, συλλογίστηκε. Καί άπό περιέργεια, δίχως νά τήν άντιληφτεΐ ό παπούλης, έπιασε τό ρασάκι του πού ήταν κρεμασμένο σέ μιά γωνιά τοϋ 'Ιεροΰ. Δεν είχε βραχεί καθόλου Ήταν ολόστεγνο. Αλλά κι ό ίδιος δέ φαινόταν πως είχε υποστει τη νεροποντή
Ή Βικτωρία σταυροκοπήθηκε, πήρε τούς ορισμούς πού ήθελε άπό τόν παπα-Νικόλα καί γύρισε στό άναλόγιό της.
Ωστόσο, τή μεγάλη χαρά πού είχε άπό μικρό παιδί ό παπα-Νικόλας νά βρίσκεται συνέχεια μέσα στόν οίκο τοΰ Θεού καί νά τόν λατρεύει άκόμα καί τις νύχτες, ήρθε ξαφνικά νά τή δηλητηριάσει μιά άδικαιολόγητη άπόφαση. Ό μητροπολίτης τής Αθήνας Μελέτιος Μεταξάκης έτσι ξαφνικά άπαγόρευσε τίς άγρυπνίες στήν Αθήνα. Καί κοντολογίς άπόκοψε άπό τήν έκκλησιαστική, λειτουργική ζωή έναν κόσμο πού έβρισκε σ’ αύτές καταφυγή, τροφή πνευματική καί κουράγιο στή βιοπάλη του.
Αν τοΰ έκοβαν τότε τόν άγέρα πού άνάπνεε θά ήταν κα-λύτερα γιά τόν παπα-Νικόλα. Τόσο βαθιά πήρε τό ζήτημα. Κι δλο κείνο τό καλοκαίρι ήταν θαύμα τό πώς άντεξε Επειδή τόν άνάγκασαν νά χάσει άπό τή ζωή του αύτή τήν άνάγκη κι αύτή τήν άπόλαυοη.
Μά τί νά κάνει; Τί νά πει; Μέ λύπη καί μέ πόνο υπάκουσε σ’ αύτή τήν πρόκληση καί τή στέρηση.
Ώς ήρθε όμως τό φθινόπωρο ό παπα-Νικόλας έριξε όλο τό βάρος τής δουλειάς του στήν ένορία του, τόν Αι-Γιάννη. Κι έτσι μέρα καί νύχτα ήταν άπασχολημένος μέ τά προβλήματα τοΰ ποιμνίου του καί τής έκκλησιάς του, πού είχε ώς συνέπεια άκόμα ν’ άκτινοβολήσει ό χώρος καί νά είναι ό λαός πολύ εύχαριστημένος. Μαζί του καί κείνος.
Αλλά καθώς μπήκε ό Νοέμβρης ένα παγκόσμιο γεγονός ήρθε κι έφερε μιά μεγάλη χαρά Τέλειωσε ό πόλεμος. Ό οδυνηρός καταστροφικός Πρώτος Παγκόσμιος, πού τόσες συμφορές είχε προκαλέσει.
«...Ό πόλεμος, ό πόλεμος, ό πιό φρικτός πόλεμος πού έγινε ώς τώρα, ό Παγκόσμιος Πόλεμος πήρε τέλος Παραδόθηκε τό τέρας 'Ύστερ’ άπό τοϋτον τόν πόλεμο, δεν είναι δυνατόν νά ξαναγίνει ποτέ πόλεμος. Έτσι λέει ό πατέρας. Έτσι πιστεύει όλος ό κόσμος. Δέν θά ξαναγίνει πιά πόλεμος Τέλος.

« Αγρυπνείτε καί προσεύχεσθε ίνα μή είσέλθητε εις πειρασμόν».

(Ματθ. 26,42)



Τό εκκλησάκι "Αγιος Αθανάσιος στό τέρμα της όδον Απολλοδώρου,σχεδόν πάνω στό βράχο τον Αρείου  Πάγου. Τό γκρέμισε μαζί μέ όλη  τήν περιοχή Βρυσάκι ή σκαπάνη τής Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής, γιά χάρη τής Αρχαίας Αγοράς.

Ή άνθρωπότητα άς χαρεϊ, ας άναπνεύσει, ας ζήσει, ας ξαναζήσει Γιά τούτο ή χαρά όλων είναι τρελή, φρενιασμένη γίνεται ολοένα καί πιό έντονη παραζάλη καί μέθη.
»Ναί, φίλε μου καλέ, τελειώνει ό πόλεμος μιά καί καλή. Δέν πρόκειται νά δει κανείς πιά τέτοια παραφροσύνη, τέτοια φρίκη» (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης).
Φυσικά μεγάλη ήταν καί ή χαρά τού παπα-Νικόλα μέ τό σταμάτημα τού πολέμου. Σώθηκαν άνθρώπινες υπάρξεις. Καί ίσως οί ηγέτες κατάλαβαν ότι ό θρίαμβος τής νίκης δέν βρισκόταν στό πεδίο τής πολεμικής μάχης, άλλά στήν προ-σπάθεια των άνθρωπιστικών κατακτήσεων.
Αμέσως τέλεσε δοξολογία στό ναό του. Κι ευχαρίστησε μαζί μέ τό πλήθος τού λαού πού συνέρρευσε, τό Θεό γιά τήν ειρήνη πού ήρθε.
Ωστόσο μέσα στήν ψυχή τού παπα-Νικόλα εξακολουθούσε νά υπάρχει ή πίκρα πού δέν μπορούσε νά κάνει άγρυπνίες. ’Άν έπιτρεπόταν θά άποτελοΰσε πανηγυρική έκδήλωση εύχαριστίας πρός τό Δημιουργό καί ευκαιρία των χριστιανών γιά μιά σύναξη πνευματικής πανδαισίας.
Καθώς μάλιστα τέλειωνε τό έτος 1918 κι ερχόταν ή πρωτοχρονιά τού 1919, τούτη ή άνάγκη γιά τιμητική, δοξολογική άγρυπνία ήταν πολύ μεγάλη. Καί τί δέ στοχαζόταν μέρα καί νύχτα ό νούς τού παπα-Νικόλα γιά νά βρει λύσεις. Νά κατορθώσει τό άκατόρθωτο. Όντας μάλιστα δισυπόστατος ό ναός τού 'Άι-Γιάννη είχε καί παρεκκλήσι τού Άγιου Βασιλείου, τού άρχιεπισκόπου Καισαρείας- τό πρόβλημα γινόταν έντονότερο.
Ώς ήρθε λοιπόν ή παραμονή τής πρωτοχρονιάς ό παπα - Νικόλας σύναξε τή συνοδεία του κι είπε τόν πόνο του. Δεν άντεχε άλλο καί θά παρανομούσε... Ναί ή υποταγή Ναί ή ύπακοή Μά τούτο ήταν μαρτύριο πού τού στοίχιζε πολύ. Τόν βασάνιζε. Ωστόσο πρίν άποφασίσει τελεσίδικα, γιά μιά ακόμα φορά θά ύποταζόταν καί συμφώνησαν όλοι νά σταλεί ή κυρα-Σημίνα στή Μητρόπολη καί νά ζητήσει άδεια άπό μέρους τού ποιμνίου γι’ αύτό τό ζήτημα.
Έτσι καί έγινε Μά στό διάστημα πού έλλειψε ή νεωκόρισσα ό παπα-Νικόλας είχε κλειστεί στό Ιερό καί προσευχόταν.
Πέρασε ή ώρα καί νά πού έπιτέλους κάποτε εμφανίστηκε ή κυρα-Σημίνα έχοντας ή καημένη, παρά τό βάρος της, φτερά στά πόδια Έτρεξαν πρός τό μέρος της νά μάθουν τήν είδηση καί τότε έκείνη τούς άνάγγειλε ότι ή Μητρόπολη επιτρέπει στόν παπα-Πλανά τίς άγρυπνίες. Κι όχι μόνον αύτό, άλλά όποτε θέλει καί όπου θέλει νά τίς τελεί καί νά πανηγυρίζει.
Ποιος νά συγκροτήσει τή χαρά των άπλών άνθρώπων. "Ολοι τους άρχισαν νά πανηγυρίζουν καί νά θορυβούν τόσο, ώστε βγήκε καί ό παπα-Νικόλας έξω δακρυσμένος γιά νά λάβει μέρος κι άφοϋ τούς εύλόγησε είπε:
-Ήκαμα μεγάλη προσευχή γιά νά γυρίσει ή Ασημίνα. Τρέξτε τώρα γιατί δέ μάς παίρνει ό καιρός. Πρέπει νά ετοιμαστοΰμε γιά τό βράδυ...
Κείνη ή άγρυπνία παραμονή τής πρωτοχρονιάς τού 1919 ήταν μιά πνευματική σύναξη πού δέν είχε ξαναγίνει... Ή συμμετοχή καί ή θρησκευτική έξαρση έφθασαν στό κατακό- ρυφο. Μά καί ή χαρά τού παπα-Νικόλα ήταν άπερίγραπτη. Τά μάτια του έλαμπαν κι έλεγες ότι ό ίδιος πετοϋσε παρά τά εβδομήντα χρόνια τής ηλικίας του.
-Άκούς; Άκοΰς Μαριγούλα μου τούς Αγγέλους πού ψέλνουν; Ψιθύριζε καί ξανά ψιθύριζε σιγανά στή γυναίκα πού τού παραστεκόταν.
-Δέν άκούω τίποτις, πάτερ μου.

-Δεν τούς άκοϋς;
-Όχι, όχι ποΰθε έρχονται;
-Καλά καλά, έκανε ό παπα-Νικόλας. Δέν ήπρεπε νά σοΰ πώ τίποτις κόρη μου Δέν ήπρεπε.
«Πολλάκις είδον τήν έξαϋλωμένην Βιβλικήν μορφήν του, την κατάλευκον καί άσκητικήν, μέ ύποκλίνοντα πάντοτε τόν τράχηλον αύτοΰ, στρεφόμενη εκατέρωθεν τής Αγίας Τραπέζης καί τρόπον τινά άνταλλάσσουσαν νοήματα μετ’ άλλων προσώπων, ως εαν επροκειτο περί συλλειτουργουντων ιερέων. Τί νά ήσαν άραγε διηρωτώμην, Άγγελοι Θεοϋ ή Θεοφόροι πατέρες;».
Μετά τό ευχάριστο μαντάτο άπό τήν Αρχιεπισκοπή γιά τήν άδεια των άγρυπνιών καί τήν ευφορία τής πρωτοχρονιάς τού 1919, άκόμα μιά χαρά προσωπική ήρθε νά εύφράνει τήν καρδιά τοϋ παπα-Νικόλα. Καλά ξεκίνησε ό χρόνος. Καί καλά τέλειωνε, άφοϋ ώς ήρθε ό Σεπτέμβρης θά γινόταν καί ό γάμος τοϋ γιου του, τοϋ Γιάννη.
Θά ήταν πραγματικά ένας γάμος ευλογημένος άνάμεσα σ’ άνθρώπους πού προέρχονταν άπό γνωστές, γιά τήν εύσέβειά τους οικογένειες καί τήν καλοσύνη τους.
Ό γιός τοϋ παπα-Νικόλα εύτύς ώς γεννήθηκε έχασε τή μητέρα του. Μά άν έτσι στερήθηκε τό μητρικό γάλα, ό Θεός βοήθησε νά πέσει σέ χέρια στοργικά καί νά μεγαλώσει μέσα σ’ ένα κλίμα τρυφερότητας κι άγάπης.
Στήν άρχή τόν κράτησαν, ώς νήπιο, ή κυρα-Αύγουστίνα καί κατόπιν ή άδελφή τοϋ παπα-Νικόλα, ή κυρα-Σουσάνα Μετοχαράκη. Στή συνέχεια όμως βρέθηκε σ’ άλλους συγγενείς κοντά -ξαδέλφια καί άνήψια- πού πραγματικά άγκάλιασαν τό Γιάννη Πλανά, τόν μεγάλωσαν καί τόν σπούδασαν ώς νά ’ταν παιδί δικό τους.
Σ’ όλα αύτά τά χρόνια ό παπα-Νικόλας δέν έλειψε άπό τό γιό του. Μά πάντοτε τό όνειρο καί ή προσήλωσή του βρισκόντουσαν στούς πνευματικούς άγώνες του. Ταξίδευε στίς δικές του θάλασσες Γι’ αυτό καί γιά πολλά χρόνια αν καί είχε μόνιμο στέκι, κατάλυμα καί συγκεκριμένο σταθμό διαμονής, συχνά όπου βρισκόταν έτσι πρόχειρα έγερνε σέ κάθε σπίτι τής Αθήνας, γιά νά άναπαυθεϊ κάποιες ώρες καί ύστερα νά ριχτεί καί πάλι στά χρέη τής παπαδοσύνης του.




Ό γάμος τοϋ γιου του όμως δημιουργούσε έπιτέλους τις προϋποθέσεις, ώστε νά έχει μόνιμη φροντίδα, μιά καί ή γυναίκα τοΰ γιου του τόν άγαποΰσε καί τόν ήθελε συνέχεια κοντά της.
Ή Μαρία Δεκουλάκου -αυτό ήταν τό όνομα τής νύφης τοΰ παπα-Πλανά- καταγόταν άπό τό Γύθειο. Ήταν τό πρώτο τέκνο τοϋ πολυφαμελίτη -είχε οκτώ παιδιά- Γιώργου Δεκουλάκου, ό όποιος ήταν δάσκαλος καί είχε υπηρετήσει μάλιστα στήν Άμπέτειο. Ηξερε τούς Πλανάδες καί τούς άγαποΰσε. Γι’ αύτό κι όταν παντρεύτηκαν ό Γιάννης Πλανάς σέ ήλικία 39 χρονώ καί ή Μαρία Δεκουλάκου 35, μετακόμισαν άπό τήν όδό Πατμεζά 2 όπου έγινε ό γάμος στις 17 τοϋ Σεπτέμβρη 1919, στό σπίτι τοϋ Δεκουλάκου, κεΐ στό Κουκάκι, στήν ένορία τ’ 'Άι-Γιάννη τής Γαργαρέτας, Δράκου 39. Κι όταν τακτοποιήθηκαν πήραν μαζί τους καί τόν παπα-Νικόλα. Κι όχι μόνο αύτό, άλλά ή άγαπημένη του Μαριγούλα, πού τή γνώριζε άπό μικρό παιδί, έγινε μιά άκόμα πιστή μυροφόρα του, πού τόν υπηρετούσε καί ώς πατέρα καί ώς πνευματικό ποιμένα. Τοΰ έφτιαξε μάλιστα καί δική του γωνιά μέσα στό σπίτι όπού μπορούσε όχι μόνο νά διαμένει καί νά φροντίζεται άπό κείνη σέ όλες τις άνάγκες του, άλλά καί νά κάνει κειμέσα άκολουθίες, συνάξεις καί όποια άλλη θρησκευτική τελετή ήθελε «κατ’ οίκον».
Έτσι τό δωματιάκι του είχε μεταβληθεΐ σέ μιά έκκλησία γεμάτη άπό εικόνες κι άλλα αγιωτικά, πού τοΰ έφερναν άπό τό Άγιον Όρος ή παράγγελνε νά τοΰ τά κατασκευάζουν.
Ξεχωριστά τις εικόνες τις πρόσφερνε ώς δώρο ή ένθύμιο ευλογίας συχνά σ’ αυτούς πού τόν έπισκέπτονταν

-Πώς σέ λένε κόρη μου; ρωτούσε.
-Αικατερίνη. Γιατί παπούλη;
-Νά πάρε αυτή τήν είκονίτσα. Είναι τής μεγαλομάρτυρος νά σέ προστατεύει.
-Έλα καί σύ έδώ Παναγιώτη...
-Παναγιώτη; Καί πώς ξέρεις γέροντα ότι αύτό είναι τό όνομά μου;
-Παναγιώτη δέ σέ λένε;
-Καί βέβαια
-Έ, μη ρωτάς γιόκα μου. Πάρε τούτη τήν Παναγίτσα. Είναι εύλογία άπό τό 'Άγιον Όρος νά ’χουμε τή χάρη της.
Κι έτσι ξεκρεμοϋσε κάθε τόσο μιά ξύλινη εικόνα άπό τόν τοίχο καί τήν πρόσφερνε σ’ όποιον τόν επισκεπτόταν, ώς εύλογία καί φυλακτό, δίνοντας νά καταλάβει ό καθένας τόν πλούτο καί τά χαρίσματα πού διαθέτει ή Εκκλησία. Αλλά καί τό ρόλο πού διαδραματίζει ένας καλός καί σοκττός ποιμένας, ώσάν τόν παπα-Νικόλα Πλανά.

Πολέμιος της οκνηρίας


ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ό κίνδυνος, όσο άφοσιωμένος κι άν είναι ένας ορθόδοξος κληρικός στό έργο του, νά  εξοικειωθεί μέ τά Μυστήρια τής Εκκλησίας, τήν Αγία Τράπεζα, τά ιερά άντικείμενα, τά σκεύη καί τά αγιοκέρια μέ τά όποια έρχεται σέ καθημερινή έπαφή. Ένώ ό έθισμός στή λειτουργική τάξη φέρνει συχνά άνία καί έλλειψη πνευματικής συμμετοχής.
Έρχεται ώρα πού ένας φυσικός κορεσμός διαδέχεται τόν πρώτο ενθουσιασμό καί άφαιρεΐ άπό τήν παιδική ζωή όλη έκείνη τήν έκπληξη τής μυστικιστικής άπορίας, τού υπερφυσικού θέλγητρου, τού θαυμασμού καί τού θαύματος. Καί τότε οί πράξεις, οι κινήσεις, τά λόγια, οί λειτουργικές τελετές γίνονται χωρίς κάποιο βαθύτερο σεβασμό. Χωρίς τήν άγωνία τής έπικοινωνίας μέ τό Θεό. Αλλά τυπικά, διανοητικά, δίχως τόν έσωτερικό συγκλονισμό καί τήν έννοια τού ξοδέματος καί τής κένωσης.
Καί σ’ αύτόν όμως τόν πειρασμό πενήντα ολόκληρα χρόνια ό παπα-Νικόλας δέν παγιδεύτηκε. Δέν ύπέκυψε καί ούτε έδωσε «νυσταγμόν τοϊς βλεφάροις του καί ύπνον τοΐς όφθαλμοίς του». Αλλά καθημερινά, μέ μιά πηγαία, παιδική άφέλεια μπροστά στό θαύμα τής ζωής καί στό μυστήριο τής Εκκλησίας, έξακολουθοΰσε νά έχει έναν άπέραντο σεβασμό καί νά νιώθει ότι όλα γύρω του είχαν μιά άνερμήνευτη δύναμη πού δέν προερχόταν άπό τούτο τόν κόσμο

Γι’ αυτό καί στεκόταν ώς λειτουργός καί ποιμένας ατάραχος σε κάθε έξωτερικό ερέθισμα ή ενδεχόμενο. Έμενε βυθισμένος κι άπορροφημένος, μετάρσιος θά έλεγες, μπροστά στίς άκολουθίες πού έκανε. Τίποτα δέν μπορούσε νά τόν άποσπάσει άπό την άμεση καί μοναδική συναισθηματική του προσήλωση σ’ αυτό πού έκανε. Καί πού ήταν τόσο άπόλυτο ώστε νά ξεχνάει κι αύτή τήν ϊδια τήν ύπαρξή του.
"Οταν λειτουργούσε ό παπα-Νικόλας ήθελε όλα νά συντελούνε σέ μιά μυστική μεγαλοπρέπεια. Ή κάθε πράξη, ενέργεια καί κίνησή του ήταν ένταγμένα μέσα σ’ ένα άδιάσπαστο, προσωπικό τυπικό καί ρυθμό πού έπιζοΰσαν διαχρονικά άπό τήν ορθόδοξη άνακάλυψη.
Έτσι λογουχάρη κατά τήν είσοδο τού Εύαγγελίου ήθελε όχι ένα μικρό κεράκι μά μιά μεγάλη λαμπάδα. Εξάλλου δταν έλεγε τά «Τριαδικά» άναβε πολλά κεριά μπροστά στήν εικόνα τού Χριστού. Καί ό ίδιος κρατούσε κερί άναμμένο στίς περισσότερες περιπτώσεις.
Μιά φορά μάλιστα ήταν τόσο άφοσιωμένος στήν ψαλτική του, ώστε τό άναμμένο κερί πού κρατούσε είχε τελειώσει πιά καί σέ λίγο θά τού έκαιγε τά δάχτυλα τού χεριού Εκείνος δμως δέν έδινε σημασία. Εύτυχώς πού παρευτύς έτρεξε μιά γυναίκα άπό τή συνοδεία του καί τού τό άντικατέστησε ένώ έκεινος συνέχιζε μέ άπόλυτη προσήλωση τήν προσευχή του.
«Ιερέας» γιά τόν παπα-Πλανά δέν σήμαινε κάτι ξεχωριστό άπό τό λαό, άποξενωμένο άπό τά καθημερινά προβλήματα τής κοινότητας. Ούτε άπομάκρυνση άπό τίς βιοτικές τακτικές. Αλλά εμπλοκή καί συμμετοχή, σύνδεση καί συμπόρευση, γνωριμία καί στενή άγάπη μέ τούς άνθρώπους.
Πίστευε ότι κανένα πρόβλημα δέν λύνεται μέ ξόρκια, μέ εύχολόγια, έτσι, μαγικά κι άπό μακριά Όλα ξεκινούν άπό μιά έσωτερική διάθεση. Αλλά γρήγορα πρέπει ν’ άκολουθή σει καί ή άλληλεγγύη, ή άγάπη καί ή άγόγγιστη συμπαρά¬σταση. Καί γιά νά γίνει αύτό, ιδιαίτερα άπό τόν παπα - ποιμένα, χρειάζεται προσευχή, έγρήγορση, αγωνία, επιμονή, άκρόαση, πρωτοτυπία, έξέταση, ευθύνη καί άμόλυντη καρ¬διά. Στοιχεία πού δεν άφήνουν κανένα άνοιχτό παραθυράκι γιά νά εισχωρήσει ή οκνηρία πού σάν συνέπεια φέρνει τήν έξοικείωση καί κείνη μέ τή σειρά της προκαλεϊ τόν πνευματικό θάνατο τού ιερέα.
Ό παπα-Νικόλας ήταν βαριά χρεωμένος μέ τήν κάθε ψυχή πού τού έμπιστευόταν ό Θεός. Δέ ρωτούσε άπό πού καί πώς βρέθηκε κοντά του. Αλλά εύτύς θεωρούσε τόν έαυτό του δέσμιο μαζί της άναρριγώντας κάθε στιγμή μέ τή σχέση πού δημιουργόταν καί πού στένευε ολοένα ίσαμε νά γίνει μιά άπόλυτη κοινωνία
Ό παπα-Πλανάς στήν ένορία του δέν κρατούσε τετράδια, άρχεϊα καί ευρετήρια, τεφτέρια καί φυλλάδες τού ποιμνίου του. Ήταν άλλος παπάς γι’ αύτά. Κι ούτε είχε ποτέ τήν περιέργεια γιά τό τί καί τό πώς τών άνθρώπων, ώστε νά τούς κρίνει ύστερα καί νά τούς κατευθύνει «ψυχολογικά» καί «θεολογικά», μέ λόγια καί δικανικά τερτίπια. Πάνω άπ’ όλα ό παπα-Νικόλας ήταν πατέρας. Καί τό μόνο πού τού έφτανε ήταν τά δάκρυα, ή συντριβή καί ή μετάνοια.
Συχνά έρχονταν νά τόν έπισκεφτοΰν άνθρωποι δήθεν άξιοσέβαστοι καί έξωτερικά συντετριμμένοι... Μά όταν έφευγαν ό παπα-Νικόλας φαινόταν λυπημένος. Καί τότε τόν ρωτούσε ή νύφη του άν θά γίνουν καλά ή αν χυθεί βάλσαμο στήν ψυχή τους. Καί ό παπα-Νικόλας κουνούσε τό κεφάλι του άρνητικά, ψιθυρίζοντας:
-Δέν έχουν Μαριγούλα μου μερικοί άνθρωποι ψυχή Δέν έχουν δάκρυα, τί νά τούς κάμω; Τί νά τούς κάμω;
Αντίθετα έρχονταν κοντά του καί τού ζητούσαν έλεος ύπάρξεις ρακένδυτες, ψυχές μέ μάτια πρησμένα, μέ χαρακτηριστικά ρουφηγμένα άπό τις έγνοιες καί τόν πόνο. Κι ό παπα-Νικόλας έλεγε πώς αύτοί ήταν πραγματικοί άγγελοι τού Θεού. Γιατί, άφού γλίτωναν πρώτα άπό τήν άπελπισία καί τόν εσωτερικό κατατρεγμό, στή συνέχεια γινόντουσαν άφοσιωμένα μέλη τής Εκκλησίας.
'Ο μόνος τρόπος νά σωθείς μέσα στό τρικυμισμένο πέλα-γος είναι νά κατορθώσεις νά αύτοπροσδιοριστεΐς σωματικά καί πνευματικά. Κι υστέρα δίχως ψευδαισθήσεις καί φαντασιώσεις νά άντιμετωπίσεις τά άγρια προβλήματα καί τό φόβο, μέσα άπό τήν προσέγγιση καί τήν άγάπη.
«...ή μή άγάπη είναι ή άπροθυμία νά επεκτείνει κανείς τόν εαυτό του. Ή οκνηρία είναι τό άντίθετο τής άγάπης... μέσα στόν καθένα μας βρίσκεται τό προπατορικό αμάρτημα τής οκνηρίας, ή πανταχοϋ παρούσα δύναμη τής έντροπίας (αταξίας) πού μάς σπρώχνει πίσω...».
Καί σ’ αύτή τήν έλξη τής δειλίας, καί τής οκνηρίας, τού φόβου καί τής άδρανοποιημένης εξοικείωσης ό παπα- Πλανάς άνπδροϋσε μέ τό πιό άμεσο καί κινητικό τρόπο. Μέ τήν άοκνη άγάπη του καί τήν προσωπική του κατάθεση γιά τήν άρση τοϋ πόνου, τής φτώχειας, τής μοναξιάς καί τής έγκατάλειψης τών ανθρώπων.
Ό κόσμος τού παπα-Νικόλα ήταν άπτός, συγκεκριμένος καί καθημερινός κόσμος. Γι’ αύτό καί βρισκόταν κοντά στό Θεό. Δέν έψαχνε μάλιστα στό μέλλον ούτε έκανε μεγαλεπήβολα σχέδια, γιά κάποιες πανανθρώπινες δήθεν ιδέες καί επιτυχίες. Τόν έκοφτε πιότερο ή οικονομία τοϋ παρόντος καιροϋ καί τοϋ παρόντος άνθρώπινου προβλήματος ύλικοΰ ή πνευματικοϋ. Καί μέσα σ’ αύτή προσπαθούσε μέ πρωτοβουλίες πού μόνο ή άληθινή άγάπη εφευρίσκει νά διασώσει τήν εικόνα τοϋ Θεοΰ στά πρόσωπα πού τόν ακολουθούσαν.
«Κανένας δέν κατάλαβε πόσο άνόητη σύλληψη είναι ή ιδέα πώς μπορεί κανείς νά προτρέχει τής έποχής του, όταν τό μόνο πού καταφέρνει είναι νά χάνει όλα τά τραίνα τής καθημερινότητας. Τούτη ή φυγή τοϋ χτές είναι άπαλλαγμένη . άπό ένα στοιχείο τρόμου. Τό μέλλον δέν ύπάρχει, πρώτα γιατί είναι μέλλον καί τούτο σημαίνει πώς δέν έχει άνατείλει άκόμα. Δέν πρόκειται λοιπόν γιά όραματισμό ή γιά νέους εύρεΐς ορίζοντες, άλλά γιά φυγή. Φεύγουμε τό παρελθόν πρώτα γιατί είναι συγκεκριμένο, ένώ τό μέλλον είν’ ένας άσπρος τοίχος, πού πάνω του μπορεί λεύτερα, άνεύθυνα κι αυθαίρετα νά γράψει κανείς ό,τι θέλει...» (Κ. Μπαστιάς).
«Έξελενσεται άνθρωπος έπί τό έργον αύτοϋ καί έπί τήν έργασίαν αύτοϋ έως εσπέρας».
Ό παπα - Νικόλας δέν είχε παγωμένες θεολογικά ηθικές άρετές. Ούτε ή άγάπη του ήταν μιά άγάπη γενική καί άφηρημένη. Κι άκόμα δέν ζοΰσε μέ φαντάσματα καί μέ υποθέσεις, μέ έπιφανειακές δικαιολογίες καί υπεκφυγές πού φέρνουν τόν κόρο, τήν άνία καί τήν πλαδαρότητα.
Ή ψυχή του φλεγόταν συνέχεια άπό μιά δημιουργική ένέργεια, έπειδή ή κάθε πράξη του είχε τόν προσωπικό χαρακτήρα. Τή συγκεκριμένη άνθρώπινη άνάγκη πού έμφανι- ζόταν κάθε στιγμή σ’ όλη τή διάρκεια τής ζήσης του. Καί ήταν ένας άλλος κόσμος αυτός, καθημερινός, πού δέν είχε σχέση μέ τήν ομοιομορφία καί τήν έξοικείωση. Άλλά μέ τήν πυρακτωμένη συνείδηση πού ε’ίτε βρίσκεται μπροστά στό θυσιαστήριο είτε στους δρόμους είτε πλάι στόν άρρωστο καί στόν άβοήθητο, καίγεται άπό ένδιαφέρον, άπό ζήλο καί πάθος γιά νά έπαρκέσει. Γιά νά άνταποκριθεΐ στούς άνθρώπινους κύκλους τής κάθε ώρας.
Κι αυτό είναι, χωρίς κουβέντες, χωρίς έριδες, χωρίς δισταγμούς καί φόβους τό βάθος τής ζωής. Ή πεμπτουσία τοΰ Ευαγγελικού λόγου καί τής άποστολής τού καλού ποιμένα.
Μέσα σ’ αύτή τή σκέψη, μέσα σ’ αύτή τήν ένεργητικότητα. Μέσα σ’ αυτή τή φλέγόμενη άγάπη καί τήν άγρύπνια γιά τόν πλησίον του, μέσα σ’ αυτόν τόν άεικίνητο κόσμο, πώς μπορούσε νά έχει θέση στή ζωή τού παπα-Νικόλα ή άνία καί ό πνευματικός θάνατος;

 
Τό ιστορικό έκκλησάκιοί άγιοι Θεόδωροι στον Ανάλατο Νέας Σμύρνης, όπου ονχνά πήγαινε ό παπα-Νικόλας και λειτουργούσε ή έκανε αγρυπνίες. Εκεί άναφέρεται καί θαϋμα του.
Γι’ αύτό καί μέχρι τη θανή του είχε όρθια τή συνείδησή του. Υψηλό τό φρόνημά του. Κι ήταν σημαία, λάβαρο τής άνάστασης ή ψυχή του.
«Άπηρνεϊσο Νικόλαε,
τής σαρκός σον πάσαν τυχόν ευπάθειαν
καί έβίωσας ώς "Αγγελος
επί γης νοϋν έχων αυτοκράτορα.»
Αρχιμ. Νικόδημος Παυλόπουλος

Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΑΠΑΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΕ ΠΛΑΝΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΕΡΟΥΣΗ
Αφηγηματική βιογραφία

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |