ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 8. Αλήθεια και Εμπάθεια

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

8. Αλήθεια και Εμπάθεια




Τό κλίμα τής συγχύσεως πού είναι ένα άπό τά κύρια χαρακτηριστικά τής έποχής μας, δέν έχει άφήσει δυστυχώς ανηπηρέαστη τή ζωή τής Εκκλησίας, γιατί δέν έπηρεάζει μόνο ή Εκκλησία τόν κόσμο, άλλά καί ό κόσμος τήν Εκκλησία.
Τό πνεύμα τής συγχύσεως μέσα στήν Εκκλησία παρουσιάζεται, κυρίως, μέ τήν τάση πού φαίνεται νά έχουμε σέ κάποιο βαθμό όλοι μας, νά πιστεύουμε ότι εμείς μόνο άντιλαμβανόμαστε σωστά τή διδασκαλία τού Χριστού. Όλοι μας, σέ κάποιο βαθμό, θέλουμε νά έχουμε τό μονοπώλιο της εύσεβείας ή τής "Ορθοδοξίας καί αισθανόμαστε καί τήν όνάγκη νά συντρίψουμε οποιονδήποτε άλλο διεκδικεί αύτά τα μονοπώλια.
Πολύ  συχνά  αύτός  ό  πόλεμος  κατά  τών  άνταγωνιστών  μας  παίρνει  τό  χαρακτήρα  πολέμου  "ιερού, παρουσιάζεται σάν προφητικό λειτούργημα, σάν ή εκπλήρωση μιάς "ιερής αποστολής γιά τήν καταδίκη τής διαφθοράς καί τή διακήρυξη τής άλήθειας.
Πολύ σπάνια έχουμε τή δυνατότητα ή τή διάθεση νά εξετάσουμε τά έσωτερικά κίνητρα αύτού τοϋ προφητικού μένους καί φαίνεται νά μάς διαφεύγει ότι τόν   Ιησού Χριστό δέν  τόν ενδιαφέρει τόσο αύτό πού κάνουμε, όσο ό λόγος γιά τόν οποίο τό κάνουμε.

[51]
«Ό Θεός αξιολογεί τά έργα μας άναλόγως τού  σκοποϋ, έάν δηλαδή τά κάνουμε γι' Αύτόν ή γι' άλλη αιτία»1
1.Μαξίμου Όμολογητοΰ, Κεφ. 36, έκατοντάς β', Περί άγάπης.
[52]
«Οί δαίμονες οϋτε τή σωφροσύνη μισούν, ούτε τή νη στεία άποστρέφονται, ούτε τήν προσφορά χρημάτων οϋτε τή φιλοξενία ή τήν ψαλμωδία, ούτε τήν έπίδοση «τή μελέτη, ούτε τήν ήσυχία, ούτε τίς ύψηλές διδαχές, οΰτε τόν άσκητικό ϋπνο καταγής, ούτε τήν άγρυπνία καί γενικά τίποτε όπ' όλα έκεΐνα έξ αιτίας τών οποίων ή ζωή μας μπορεί νά χαρακτηρίζεται "κατά Θεόν", έφ' όσον όλων αύτών ή αιτία καί ό σκοπός κλίνει πρός αύτούς»2.
2.Μαξίμου      Όμολογητοϋ,   Κεφ. 9, έκατοντάς ε',    Περί θεολογίας.
Ό πόλεμος πού κάνουμε έναντίον τών άλλων γιά νά προστατεύσουμε τήν άλήθεια ή τήν άρετή, πολύ συχνά είναι σύμπτωμα τοϋ ότι έχουμε έμπλακεΐ σ' έναν άγώνα έπικροτήσεως μ' αύτούς, μέ τόν όποιο θέλουμε νά έξασφαλίσουμι τή δική μας ύπεροχή.
[53]
«Αύτό γέννησε όλες τίς αιρέσεις. Γιατί, έπειδή δέν άγαποϋσαν τούς άδελφούς τους, τούς φθονούσαν πού εύδοκιμοϋσαν έξ αιτίας τοϋ φθόνου ήθελαν νά κυβερνούν καί έξ αιτίας τής άγάπης γιά τήν έξουσία γέννηααν τίς αιρέσεις»3.
3. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. Β', Εις Α Τιμόδεον,Migne  62, σελ 509.
Συνήθως ή ιερή μας άγανάκτηση γιά τή διαφθορά τών άλλων είναι ό εύσεβής τρόπος μέ τόν όποίο καθιερώνουμε τή δική μας αγιότητα καί είναι συνέπεια τής άπουσίας της αυτογνωσίας. Όταν έχουμε αυτογνωσία άποκτοϋμε πραγματική ταπεινοφροσύνη. «Ακολουθεί δέ τη ταπεινοφροσύνη η επιείκεια»4 γιά τούς άλλους, όπως γράφει ό Ισαάκ ό Σύρος.
4 Ιουστίνου Πόποβιτς, Ή γνωσιολογία τοϋ άγιου Ισαάκ  τοϋ Σύρου, Αθωνικοί Διάλογοι, 7171, Απρίλιος1 Ιούνιος 1980, σελ. 9.
"Οταν ή ταπεινοφροσύνη δέν ακολουθείται άπό επιίκεια γιά τούς άλλους, είναι ταπεινολογία. [54]
«Κάποτε στή Σκήτη έπεσε αδελφός σέ σφάλμα καί έπειτα άπό συνεδρίαση έστειλαν πρόσκληση στόν άββά Μωυσή. Αύτός όμως δέν ήθελε νά έλθει. Απέστειλε λοιπόν πρός αύτόν ό πρεσβύτερος μήνυμα λέγοντας: "Ελα, διότι σέ περιμένει ό λαός. Αύτός δέ ξεκίνησε καί ήλθε. Καί άφοϋ έπήρε ένα τρυπημένο καλάθι, τό έγέμισε άμμο καί τό έβάσταζε. Οί δέ άδελφοί, πού έβγήκαν σέ προϋπάντησή του, τοϋ λέγουν: Τί είναι τούτο πάτερ;
Τούς είπε δέ ό γέρων: Οί άμαρτίες μου πού είναι πίσω μου καταρρέουν καί δέν τίς βλέπω  καί ήλθα έγώ σήμερα νά κρίνω ξένα άμαρτήματα;
Αύτοί δέ, καθώς άκουσαν, δέν είπαν τίποτε στόν άδελφό καί τόν συγχώρησαν»5.
5. Αποφθέγματα Γερόντων, ό.π., σελ. 446447.
Τί γίνεται όμως μέ τό προφητικό λειτούργημα; Δέν έπιτρέπεται  νά λέμε τήν αλήθεια; Ναί, άπαντάει ό Παϋλος, αλλά όταν μπορούμε νά τή λέμε μέ αγάπη. Μπορούμε νά καταδικάζουμε τήν πλάνη καί τό κακό καί μπορούμε νά επικρίνουμε τόν άνθρωπο πού κάνει κάποιο σφάλμα, άλλά μόνο όταν είμαστε βέβαιοι ότι τόν αγαπάμε. Άν δέν εϊμαστε   βέβαιοι γι'  αύτή τήν άγάπη, τό λιγότερο πού μπορούμε να κάνουμε, στό όνομα τοϋ Ίησοϋ Χριστού, είναι νά σωπαίνουμε.
«Ήλθαν κάποτε μερικοί αιρετικοί πρός τόν άββά Ποιμένα καί άρχισαν νά καταλαλοΰν τόν άρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας, ότι τάχα έχει τή χειροτονία άπό πρεσβυτέρους. Ό δέ γέροντας, όφοΰ έσιώπησε, έφώναξε τόν άδελφό του καί τοϋ είπε: Στρώσε τό τραπέζι καί βάλε τους νά φάγουν καί απόστειλέ τους ειρηνικά»6.
6.        "Ο.π., σελ. 560561.
Οί προσωπικές επιθέσεις είναι σχεδόν πάντοτε συμπτώ ματα εμπάθειας. Στήν έρώτηση «τί έστί τό σημείον, καί πότε γινώσκει ό άνθρωπος ότι ήλθε ή καρδία εις καθαρότητα;» ό Ισαάκ ό Σύρος άπαντάει: «Όταν πάντας  άνθρώπους    καλούς  θεωρή  καί  ού  φαίνηταί  τις  αύτώ  άκάθαρτος  ή  βέβηλος»7.Αν  κάποιος  πού αισθάνεται ότι έχει προφητικό καθήκον, διαβάζοντας αύτές τίς γραμμές σκέφθεί: «Ό Ιωάννης ό Χρυσόστομος όμως...», θά έπρεπε, μόνο γιατί συγκρίνει τόν έαυτό του μέ ένα τόσο μεγάλο άγιο, νά άνησηχήσει γιά τήν πνευματική του κατάσταση.
7.        Ιουστίνου Πόποβιτς, δ.η., σελ. 12.


ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΦΥΣΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ολοι μας κάποτε, άν όχι πολύ συχνά, ρίχνουμε μιά ματιά γύρω μας καί αισθανόμαστε ότι «έρημός έστιν ό τόπος», όπως αισθάνθηκαν οί  μαθητές  τού  Χριστού  σ' αύτόν  τό  φαινομενικά έρημο  τόπο, όπου χιλιάδες άνθρωποι είχαν καταφύγει, ζητώντας να   ικανοποιήσουν κάποιες βασανιστικές ανάγκες τους. Κοιτάμε τήν κοινωνία στήν όποία ζούμε μέ το έγκλημα, τή διαφθορά, τήν άδικία, τόν άνταγωνισμό, τήν ακοινωνησία καί λέμε μέ άπογοήτευση «έρημός έστιν ό τόπος. ..»   Κοιτάμε τό χώρο τής έπαγγελματικής μας δραστηριότητας, δέν βρίσκουμε σ' αύτόν τίποτε πού νά ανταποκρίνεται στίς βαθύτερες άναζητήσεις μας καί έπαναλαμβάνουμε
«έρημός έστιν ό τόπος». Κοιτάμε τήν οίκογένειά μας, τή σύζυγο ή τό σύζυγο μας καί τά παιδιά μας, πού δέν είναι αυτό  πού θά θέλαμε έμεΐς νά είναι καί άποφαινόμαστε, Πολλές φορές μέ άπόγνωση, «έρημός έστιν ό τόπος». Κοιτάμε  μέσα μας καί βλέπουμε λιγότερο ή περισσότερο χαλάσματα καί διαπιστώνοντας έτσι ότι καί έκεί «έρημός έστιν ό τόπος», αισθανόμαστε μιά έντονη παρόρμηση γιά φυγή. Βρίσκουμε τήν άπόδραση σάν τή μόνη διέξοδο, τή μόνη λύση. Νομίζουμε ότι πρέπει νά άλλάξουμε περιβάλλον, νά ιιόμι σέ μιά άλλη χώρα, σέ μιά άλλη κοινωνία, νά βρούμε άλλους άνθρώπους, μιά άλλη σύζυγο, έναν άλλο εαυτό. Λέμε:
Θά πάγω σ' άλλη γη, θά πάγω σ' άλλη θάλασσα Μιά πόλις άλλη θά βρεθεί καλλίτερη άπό αύτή. Κάθε προσπάθειά μου μιά καταδίκη είναι γραφτή κι είν' ή καρδιά μου σάν νεκρός θαμμένη. Ο νούς μου ώς πότε μές τόν μαρασμόν θά μένει. Οπου τό μάτι μου γυρίσω, όπου κι άν δώ έρείπια μαύρα τής ζωής μου βλέπω έδώ, πού τόσα χρόνια πέρασα καί ρήμαξα καί χάλασα.
Οταν, όπως γίνεται συχνά, δέν  βρίσκουμε γύρω μας  και    μέσα μας  πηγές ζωής, σκεπτόμαστε τή φυγή. Πιστεύουμε  συχνά, ότι κάπου αλλού θά βρούμε πηγές ζωής, όπως οί μαθητές τού Χριστού, πού πίστευαν ότι ό τόπος στόν όποίο βρίσκονταν δέν είχε τίποτε νά προσφέρει στό έκεί  συγκεντρωμένο πλήθος καί είπαν στόν Χριστό «άπόλυσον τούς όχλους, ίνα άπελθόντες εις τάς κώμας άγοράσωσιν έαυτοίς βρώματα» (Ματθ. 14,
15).
"Οπως  καί  οί  μαθητές  τού  Χριστού, έτσι  κι  έμείς, πολύ  συχνά, δέν  βλέπουμε  τίποτε  γύρω  μας  πού  θά μπορούσαμε νά προσφέρουμε στήν άνάγκη τού άλλου..
Πολύ συχνά κάποιος έρχεται στό σπίτι μας καί δέν βρίσκουμε τίποτε στό ψυγείο μας νά τού προσφέρουμε παρά μόνο... πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια. Αύτό πού βλέπουμε μάς φαίνεται ανεπαρκές. Τό ίδιο συμβαίνει συχνά καί όταν κάποιος μάς ζητάει ένα μικρό κομμάτι άπό τόν έαυτό μας Κοιτάμε μέσα μας καί νομίζουμε ότι δέν έχουμε τίποτε νά τού δώσουμε, παρά μόνο άφθονο χρόνο πού τόν σπαταλάμε σέ ναρκισσιστική αύτοαπασχόληση, ή τή δυνατότητα νά άκούσουμε γιά λίγο τόν πόνο του καί νά σταθούμε γιά λίγο πλάι του, άλλά αύτά μάς φαίνονται άνεπαρκή καί τόν άπο πέμπουμε μέ άδεια τά χέρια.
Πολλές φορές πού, νομίζοντας ότι «έρημος έστιν ό τόπος», φεύγουμε μόνο γιά νά φύγουμε, νά άποδράσουμε, χρησιμοποιούμε σάν μέσα άποδράσεως τήν ιδεολογία, τήν πολιτική, τή θρησκεία, τήν ύπεραπασχόληση, τήν ύπερκοινωνικότητα, τό ποδόσφαιρο, τή μοτοσυκλέτα, τά ναρκωτικά κ. ά.
Αλλά καί όταν φεύγουμε γιά νά εξασφαλίσουμε κάπου αλλού  «έαυτοίς βρώματα», πολύ συχνά ανακαλύπτουμε ότι και  τό νέο περιβάλλον καί ό νέος «τόπος» είναι έρημος και πάλι επαλαμβάνουμε καί πάλι τό «έρημός έστιν ό τόπος», ώστε   κάποτε διαπιστώνουμε ότι δέν φταίει ό  «τόπος»,  δέν φταίει τό περιβάλλον καί λέμε μέ άπόγνωση στόν έαυτό μας:
Καινούριους τόπους δέν θά βρεις δέν θά ' βρεις άλλες θάλασσες. Η πόλις θά σ' άκολουθεΐ. Στούς δρόμους θά γυρνάς τους ίδιους.Και στές γειτονιές τές ίδιες θά γερνάς· και μές τά ίδια σπίτια αύτά θ' άσπρίζεις.
Πάντα στήν πόλι αύτή θά φθάνεις. Γιά τά αλλού –μη έλπιζειςΔεν χει πλοίο γιά σέ, δέν έχει όδό. Ετσι  πού τή ζωή σου ρήμαξες έδώστην κώχη τούτη τή μικρήν, σ' όλην τήν γή τήν χάλασες.
Κ. Καβάφης

Δέν είναι ή πόλη τό πρόβλημά μας. Δέν είναι ή κοινωνία. Δεν είναι ή οίκογένειά μας. Δέν είναι οί άδυναμίες καί οί αναπηρίες μας. Είναι ό τρόπος πού τά βλέπουμε όλα αύτά και άν δέν τόν αλλάξουμε αύτός ό τρόπος θά μάς άκολουθεί όπου καί νά πάμε.
Κάποτε, κάποιος μοναχός άποφάσισε νά φύγει άπό τό μοναστήρι καί νά πάει στήν έρημο, γιατί στό μοναστήρι τόν πέιραζε ό Διάβολος καί άρχισε νά έτοιμάζει τά πράγματά του
Δίπλα στό κελλί του άκουσε κάποιο θόρυβο. Κοίταξε  και είδε τό Διάβολο πού έτοιμαζόταν κι αύτός. «'Εσύ τί κάνεις  έκεί;», τόν ρώτησε. «Ετοιμάζομαι γιά νά σέ άκολουθήσω στήν έρημο», απάντησε ό Διάβολος.
Ένώ όμως οί μαθητές τοϋ Χριοτού  σέ μιά περίπτωση βρίσκουν τόν τόπο έρημο καί συνιστούν τή φυγή, σέ μιά άλλη περίπτωση, έναν παρόμοιο τόπο, τό ξερό καί άγονο Θαβώρειο Ορος, τό βλέπουν σάν τόπο παραδείσιο καί λένε, «καλόν έστιν ήμάς ώδε είναι» (Ματθ. 17, 4). Σ' αύτή τήν περίπτωση οί μαθητές θέλουν νά μείνουν στόν τόπο πού βρίσκονται γιά πάντα, πού δέν τόν βλέπουν άγονο, φτωχό καί χωρίς πηγές ζωής. Αντίθετα, αισθάνονται ότι κανένας άλλος τόπος δέν θά μπορούσε νά ικανοποιήσει τίς άνάγκες τους τόσο, όσο ό τόπος στόν όποιο βρίσκονται.
Όμως ό τόπος αύτός ήταν ίδιος μέ τόν άλλο τόπο. Ποιά είναι τότε ή διαφορά; Ή διαφορά είναι ότι στήν πρώτη περίπτωση αύτό πού βλέπουν οί μαθητές δέν είναι φωτισμένο άπό τό φώς τοϋ Χριστού, τό φώς τής άλήθειας καί της  άγάπης, άλλά είναι βυθισμένο στό σκοτάδι τού έγωκεντρισμού. Γι' αύτό δέν βρίσκουν σ' αύτό πηγές ζωής, δέν βρίσκουν δυνατότητες. Δέν βρίσκουν τίποτε πού νά μπορεί να καλύψει τίς δικές τους άνάγκες καί τίς ανάγκες τών άλλιον, Τό άν θά δούμε τόν πραγματικό κόσμο πού ύπάρχει   γύρω μας ή κάποιο τρομακτικό έφιάλτη, έξαρτάται άπό τό άν θά τόν δούμε φωτισμένο άπό τό φώς τής άγάπης, ή βυθισμένο στό σκοτάδι τοϋ εγωκεντρισμού. Γιά τόν Χριστό, πού έβλεπε τό γύρω του κόσμο φωτισμένο άπό τό φώς τής άγάπης του, τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια ήταν αρκετά νά θρέψουν τούς πέντε χιλιάδες άνθρώπους πού τόν περιστοίχιζαν, ένώ γιά τούς μαθητές πού έβλεπαν τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια μέσα άπό τό σκοτάδι τής έγωκεντρι κής τους άπληστίας, μόλις πού έφταναν γιά νά γεμίσουν τά δικά τους στομάχια. Αύτό πού έκανε ό Χριστός, νά θρέψει πέντε χιλιάδες ανθρώπους μέ πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια, δέν ήταν ύπερφυσικό, αντίθετα, αύτό πού συνέβη μέ τούς μαθητές ήταν άφύσικο. Ό πραγματικός κόσμος είναι αύτός πού βλέπουμε πλημμυρισμένο άπό τό φώς τής άγάπης και  όχι αύτός πού βλέπουμε βυθισμένο στό σκοτάδι τοϋ έγωκεντρισμοϋ. Όποιος δει τόν κόσμο όπως τόν βλέπει ό Χριστός  θά μπορεί κι αύτός, όχι μόνο νά θρέψει πέντε χιλιάδες ανθρώπους μέ πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια, άλλά «καί μείζονα τούτων ποιήσει» (Ίωάν. 14, 12). Άν δούμε τίς δυό ντομάτες καί τό λίγο τυρί πού έχει τό ψυγείο μας φωτισμένα από το φώςτής αγάπης τού Χριστού, θά μπορέσουμε άνετα να φιλοξενήσουμε τούς άπρόσμενους έπισκέπτες μας. Αν δούμε τίς έσωτερικές δυνατότητες πού έχουμε φωτισμένες από  το φως τής άγάπης τοϋ Χριστού, οϋτε έμεΐς θά χρειαστεί να άποδράσουμε, νά πάμε σ' άλλη γή, νά πάμε σ' άλλη θάλασσα, οϋτε θά στείλουμε αύτούς πού μάς ζητάνε νά ανταποκριθοϋμε στίς γνήσιες άνάγκες τους κάπου άλλοϋ, γιο νό άγοράσουν «έαυτοίς βρώματα», γιά νά βρούνε πηγές ζωής»
Γιά πολλούς άνθρώπους τό θαύμα είναι ένας μαγικός τρόπος μέ τόν όποιο μπορεί ένας άνθρωπος νά άπαλλαγεί από  τίς δυσάρεστες συνέπειες τής «παρά φύσιν» ζωής του, συνεχίζοντας νά ζει μιά «παρά φύσιν» ζωή. Άλλά τό θαύμα είναι να άνοιγμα άπό τόν «παρά φύσιν» κόσμο, στόν «κατά φύσιν» κόσμο, άπό τήν  κίβδηλη, τήν παραχαραγμένη  πραγματικότητα, στήν πραγματική πραγματικότητα, πού δέν γνωρίζει οϋτε τήν άνεπάρκεια, οϋτε τήν έλλειψη, οϋτε τήν αρρώστια, οϋτε τή φθορά, οϋτε τό θάνατο καί πού δέν βρίσκεται  ται άλλοϋ, άλλά βρίσκεται άλλοιώς. Δέν είναι ένας άλλος χώρος, άλλά μιά άλλη κατάσταση άπό έκείνη τής αμαρτίας, πού αποκαλύπτεται σέ όποιον καί όποτε τήν αναζητήσει πραγματικά.
[56]
«Μήν πεις στήν καρδιά σου, ποιός θά άνεβεί στόν ουρανό; Γιά νά κατεβάσει δηλαδή τόν Χριστό ή, ποιός θα κατεβεί στή χώρα τών νεκρών; Γιά νά άνεβάσει δηλαδή τόν Χριστό άπό τούς νεκρούς... Κοντά σου είναι ό λόγος, είναι στό στόμα σου καί στήν καρδιά σου. Ό λόγος δηλαδή τής πίστεως...» (Ρωμ. 10, 68)
Ή πραγματική πραγματικότητα τής Βασιλείας τοϋ Θεού  δέν βρίσκεται σ' άλλον τόπο, άλλά βρίσκεται στήν καρδιά  μ' άλλον τρόπο άπό έκείνον πού μάς έμαθε ό κόσμος της φθοράς καί τοϋ θανάτου.
' Απ' όσα άναφέρθηκαν συνάγεται, ότι τό θαύμα τό γνωρίζει πραγματικά καί ούσιαστικά έκεΐνος, γιά τόν όποιο λειτουργεΐ σάν άνοιγμα στή Βασιλεία τοϋ Θεοϋ, γιά νά τή γνωρίσει καί νά τή γευθεί. Αύτός πού έχει γνωρίσει τό θαύμα σε αύτό τό έπίπεδο, έχει γνωρίσει τό σημαντικότερο και τό ούσιαστικότερο θαύμα. Τό θαύμα σάν μιά έξωτερική υπέρβαση τών φυσικών νόμων, πού δέν είναι αποτέλεσμα μιας έσωτερικής άνθρώπινης μεταμορφώσεως, μπορεί νά είνιιι χρήσιμο καί ίσως απαραίτητο μόνο σ' αύτόν πού βρίσκεται , σέ βαθειά πνευματική νάρκη, άπό τήν όποία μπορεί νά τόν βγάλει ό συγκλονισμός ενός τέτοιου θαύματος. Πάντως το ένδιαφέρον καί ή άνταπόκριση στό θαύμα αύτού του   είδους δέν είναι έκείνο πού ζητάει κυρίως ό Ιησούς Χριστός. «Μή χαίρετε», λέει, «ότι τά πνεύματα ύμίν ύπο τάσσεται, χαίρετε δέ ότι τά ονόματα ύμών έγράφη έν τοίς  ούρανοίς» (Λουκ. 10, 20).
[57]
«Γιατί λοιπόν, λέγει, δέν γίνονται σήμερα θαύματα;  Έδώ, σάς παρακαλώ, προσέξτε ιδιαίτερα· γιατί άπό πολ λούς τό άκούω αύτό καί άναζητοϋν τήν έξήγησή του διαρκώς καί πάντοτε. Γιατί όσοι βαπτίζονταν τότε μιλου σαν όλοι ξένες γλώσσες καί τώρα δέν όμιλούν πιά; Ας μάθουμε πρώτα τί σημαίνει ότι μιλούσαν γλώσσες καί ύστερα θά πούμε γιά τήν αιτία. Τί σημαίνει λοιπόν ότι μιλούσαν ξένες γλώσσες; Έκεΐνος πού βαπτιζόταν μιλου σε άμέσως τή γλώσσα τών Ινδών, τών Αιγυπτίων, των Περσών, τών Σκυθών, τών Θρακών, καί ένας άνθρωπος ήξερε τότε πολλές γλώσσες, καί αύτοί πού βαπτίσθηκαν σήμερα, άν βαπτίζονταν τότε, θά τούς άκουες αμέσως νή  όμιλοϋν  διάφορες  γλώσσες.  Γιατί  καί  ό  Παύλος,  λέγει,συνάντησε  κάποιους  πού  βαπτίσθηκαν  μέ  τό βάπτισμα του   Ιωάννη καί τούς λέγει: «Μήπως λάβατε τό άγιο Πνεύμα όταν πιστέψατε; Αύτοί τοϋ άπάντησαν:  Ούτε κάν άκούσαμε άν ύπάρχει άγιο Πνεύμα» (Πραξ. 19, 2)  Και  άμέσως τούς συμβούλευσε νά βαπτισθούν. Καί όταν ο Παύλος έθεσε επάνω στά κεφάλια τους τά χέρια του, ήρθε σ'  αύτούς τό άγιο Πνεΰμα καί όλοι μιλούσαν διάφορες... γλώσσες (Πραξ. 19, 6).
Γιά ποιό λόγο λοιπόν περιορίσθηκε καί έξαφανίσθηκε τώρα αύτή ή χάρη; Όχι επειδή δέν μάς τιμά ό Θεός, αλλ΄ έπειδή άκριβώς μάς τιμά πάρα πολύ. Πώς; Έγώ θα σας το πώ. Οί άνθρωποι τότε συμπεριφέρονταν πιό άνόητα επειδή  λίγο πιό πριν είχαν έγκαταλείψει τά είδωλα, και  τό μυαλό τους ήταν άκόμη κατώτερο πνευματικά καί πιό άναίσθητο καί τρόμαζαν καί έμεναν μ' άνοιχτό το στόμα μπροστά σ' όλα τά ύλικά πράγματα, καί δέν είχαν ακόμη καμιά γνώση γιά τά πνευματικά χαρίσματα, οϋτε γνώριζαν τί ακριβώς είναι ή πνευματική χάρη, πού μόνο με τήν πίστη μπορούσε νά τήν κατανοήσει κάποιος. Γι'αυτό γίνονταν θαύματα. Γιατί, άπό τά πνευματικά χαρίσματα άλλα είναι αόρατα καί κατανοούνται μόνο μέ τήν πίστη, καί άλλα παρουσιάζουν κάποιο αισθητό σημάδι για  νά τά δοϋν οί άπιστοι. Κάτι τέτοιο έννοώ  ή συγχώρηση τών άμαρτιών είναι πνευματικό πράγμα, είναι αόρατο χάρισμα. Γιατί δέν βλέπουμε μέ τά μάτια τοϋ σώματος πώς  καθαρίζονται οί αμαρτίες μας. Γιατί τέλος πάντων; Γιατί ή ψυχή είναι αύτή πού καθαρίζεται καί ή ψυχή δέν βλέπεται μέ τά μάτια τού σώματος.
Η κάθαρση λοιπόν τών άμαρτιών είναι κάποια πνευματική δωρεά καί δέν μπορεί νά γίνει άντιληπτή μέ τά μάτια  τοϋ  σώματος.  Καί  τό  νά  ομιλεί  κάποιος  διάφορες  γλώσσες  είναι  βέβαια  καί  αύτό  χάρισμα  τής πνευματικής ενέργειας τού άγίου Πνεύματος, άλλά δίνει καί αισθητό σημάδι, πού εύκολα τό καταλαβαίνουν καί  οί  άπιστοι.  Γιατί  ή  γλώσσα,  έπειδή  τήν  άκοϋμε, είναι  κάποια  φανέρωση  καί  άπόδειξη  τής  άόρατης ενέργειας πού γίνεται μέσα στήν ψυχή μας. Γι' αύτό καί ό Παϋλος λέγει: "Και στόν καθένα δίνεται τό χάρισμα, πού είναι ή φανέρωση τοϋ άγίου Πνεύματος, γιά τό συμφέρον όλων μας" (Λ Κορ. 12, 7). Έγώ λοιπόν δέν έχω άνάγκη άπό θαύματα Γιά ποιό λόγο; Γιατί έχω μάθει νά πιστεύω στόν Κύριο καί χωρίς νά μοϋ δώσει κάποιος άποδείξεις.  Γιατί  εκείνος  πού  δέν  πιστεύει  χρειάζεται  έγγύηση,  έγώ  όμως  πού  πι  στεύω  δέν  χρειάζομαι έγγύηση, οϋτε θαύματα, άλλά, και άν δέν μιλήσω ξένη γλώσσα, γνωρίζω ότι καθαρίσθηκα άπό τίς άμαρτίες. Εκείνοι όμως τότε δέν πίστευαν, άν δέν είχαν κάποια απόδειξη. Γι' αύτό τούς έδινε άποδείξεις, σάν έγγύηση τής πίστης, στήν όποία πίστευαν. Συ νεπώς τούς έδινε τίς άποδείξεις όχι. γιατί ήταν πιστοί, άλλά γιατί ήταν άπιστοι, ώστε νά γίνουν πιστοί. "Ετσι καί ό Παύλος λέγει: Όί άποδείξεις δέν χρειάζονται στούς πιστούς, άλλά στούς άπιστους" (Α' Κορ. 14, 22). Βλέπετε  ότι τό νά σταματήσει ό Θεός νά παρουσιάζει θαύματα είναι άπόδειξη όχι γιατί δέν μάς τιμά, άλλά γιατί μάς τιμα, Γιατί τό έχει κάνει αύτό, επειδή θέλει ν' άποδείξει τήν πίστη μας, ότι πιστεύουμε σ' αύτόν χωρίς έγγυήσεις και  θαύματα. Εκείνοι, βέβαια, άν δέν έπαιρναν πρώτα κά ποια έγγύηση καί κάποια άπόδειξη, δέν θά πίστευαν στόν Θεό γιά τά αόρατα πράγματα, έγώ όμως καί χωρίς αύτά πιστεύω μ' όλη μου τήν καρδιά. Αύτή λοιπόν είνιιι ή αιτία πού δέν γίνονται τώρα θαύματα»1.
1. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. Α', Εις τήν Άγίαν Πεντηκοστήν. 4, ΕΠΕ, τόμ. 36, σελ. 312317.
Ή  πίστη  είναι  ένα  αισθητήριο  άσύγκριτα  ύψηλότερο  άπό  τίς  φυσικές  αισθήσεις.  "Οποιος  γνώρισε  τήν πραγματικότη τα καί τήν αλήθεια μέσα άπό τήν πίστη, έχει άποκτήσει μιά γνώση πού ύπερβαίνει άσύλληπτα τή
γνώση πού άποκτιέται  με τίς αισθήσεις. Μέ τό θαϋμα πού ύποπίπτει στίς αισθήσεις  βλέπουμε τήν άλήθεια καί τήν πραγματικότητα «δι' εσόπτρου έν αίνίγματι» καί «έκ μέρους», μέ τό αισθητήριο της , πίστεως όμως τή βλέπουμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α' Κορ. 13, 12).


ΔΑΙΜΟΝΟΛΗΨΙΑ
Πολλοί θά διερωτώνται γιατί οί Γεργεσηνοί βγήκαν άπό (ήν ιιόλη τους γιά νά συναντήσουν τόν Χριστό μετά τή θεραπεία τών δαιμονιζομένων καί νά τόν παρακαλέσουν »όπως μεταβή άπό τών όρίων αυτών» (Ματθ. 8, 34).
Θά περίμενε κανείς νά κάνουν ακριβώς τό άντίθετο. Ό Χριστός μόλις είχε δείξει τή δυνατότητά του νά θεραπεύει. Θα έπρεπε τουλάχιστον οί Γεργεσηνοί νά τόν δοϋν σάν ένα χρήσμο άνθρωπο. Εκείνοι όμως τόν είδαν σάν έναν έπικίνδυνο άνθρωπο. Έκ πρώτης όψεως, ή συμπεριφορά των των Γεργεσηνών φαίνεται άκατανόητη καί 'ίσως έχει ταλαιπωρήσε πολλούς «επιστήμονες» έρμηνευτές τής Βίβλου, πού, για  νά βρούν τή λύση τού μυστηρίου, θά έχουν ψάξει σέ πολλά σκονισμένα ράφια βιβλιοθηκών. "Οταν θέλουμε όμως νά καταλάβουμε τό λόγο τού Θεού, είναι άπαραίτητο να τόν έξετάζουμε στή συνάφεια τής ζωής, γιατί ό λόγος του Θεού  είναι ζωή καί δέν θά τόν κατανοήσουμε ποτέ έρευνώντας .. άψυχα βιβλία σέ σκονισμένες βιβλιοθήκες.
Αν θέλουμε νά καταλάβουμε τίς ανησυχίες τών Γεργεσηνών, άς έξετάσουμε δικούς μας σχετικούς φόβους καί τότε Θά δοϋμε ότι ό Χριστός δέν είχε δείξει στούς Γεργεσηνούς μόνο τή δυνατότητά του νά θεραπεύει τούς άνθρώπους, άλλά τούς είχε δείξει καί τή δυνατότητά του νά άποκαλύπτει  τούς δαίμονες πού κρύβουν μέσα τους οί άνθρωποι.Γι' αύτό ακριβώς οί Γεργεσηνοί θεώρησαν τόν Χριστό επικίνδυνο, όπως θά θεωρούσαμε καί εμείς επικίνδυνο όποιον έδειχνε ότι διαθέτει μιά τέτοια δυνατότητα.
Σ' αύτό πού έχει λεχθεί, ότι ή μεγαλύτερη έπιτυχία του διαβόλου είναι νά πείθει τόν άνθρωποότι δένύπάρχει θα μπορούσε νά προστεθεί ότι μιά εξίσου έπιτυχημένη παραπλάνηση τοϋ άνθρώπου άπό τό διάβολο είναι νά τόν κάνει  νά πιστεύει ότι βρίσκεται μόνο μέσα σ' αύτόν πού κυλιέται  στή γή βγάζοντας αφρούς άπό τό στόμα, τρίζοντας τά δόντια καί βλαστημώντας ιερόσυλα.
Αύτή ή παραπλάνηση δέν μάς έπιτρέπει νά άντιληφθούμε ότι τά διάφορα συμπτώματα πού μάς ταλαιπωρούν, όπως οί σωματικές άρρώστιες, οί διαπροσωπικές δυσκολίες  καί οί παντοειδείς τάσεις αύτοκαταστροφής, είναι συμπιωματα  δαιμονικής  κυριαρχίας, πού  παίρνει  τή  μορφή  τών  άνθρωπίνων  παθών, όπως  ή  φιλαυτία, ή απληστία, ή ματαιο δοξία, ή φιλαργυρία κ.ά."Ομως, άν καί μπορεί νά μάς βασανίζουν τά συμπτώματα, δέν αποκαλύπτουν τό πραγματικό μας πρόσωπο. Μιά καρδιοπάθεια π.χ. δέν αποκαλύπτει συνήθως τήν άπληστία πού τήν προκαλεί. Συχνά μάλιστα τά συμπτώματα είναι οί τρόποι πού άνεπίγνωστα ίσως χρησιμοποιούμε γιά νά κρό βουμε τό πραγματικό μας πρόσωπο. Γι' αύτό κι έμείς, όπως καί οί  Γεργεσηνοί, θέλουμε νά άπομακρύνουμε όποιον  θα  μάς θεράπευε άπό τά δυσάρεστα συμπτώματά μας, άποκαλύπτοντας όμως ταυτόχρονα τό πραγματικό μας πρόσωπο,
Ένώ όμως έμείς έπιμένουμε, άπό μιά σκοπιμότητα έστω καί ύποσυνείδητη, νά θεωρούμε σάν συμπτώματα δαιμονο ληψίας κάποιους γελοίους θεατρινισμούς, πού έχουν μάλι στα έμπνεύσει καί κινηματογραφικά έργα, όπως ό «Έξορκιστής», ή γνήσια παράδοση τής Εκκλησίας παρουσιάζει   μέ συνέπεια σάν έπενέργεια τού διαβόλου στόν άνθρωπο τά πάθη. "Ετσι  γίνεται λόγος γιά τό δαίμονα τής ύπερηφανείας, τό δαίμονα τής άκηδίας, τό δαίμονα τής φιλαργυρίας κτλ «Καί όταν άκούωμεν Διάβολον, άδελφοί μου, αύτός είναι όπου παρακινά  τούς άνθρώπους να ύπερηφανεύονται, νά σκοτώνουν, νά κλέπτουν, νά πορνεύουν, νά μοιχεύουν, νά κάμνουν όρκους, νά λέγουν ψεύματα... Αύτός είναι, ό  Διάβολος... όπού έμβαίνει καί μέσα εις ζωντανόν άνθρωπον καί παίρνει τήν εικόνα τού Ιησού Χριστού, τής Παναγίας ή κανενός  Αγίου καί τρέχει άπάνου κάτου ώσάν δαιμονισμένος καί λέγει πώς κάμνει θαύματα»1.
1. Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, ό.π., σελ. 126.
[58]
«Ερώτησε ό Αβραάμ, ό μαθητής τού αββά Αγάθωνος, τόν άββά Ποιμένα: Πώς μέ πολεμούν οί δαίμονες;
Καί τού είπε ό άββάς Ποιμήν: Εσένα πολεμούν οί δαίμονες; Δέν πολεμούν μέ μάς, έφ' όσον πραγματοποιούμε τά θελήματά  μας. Διότι τά θελήματά μας  έχουν  γίνει δαίμονες, καί  αύτοί είναι πού μάς  θλίβουν  νά τά εκλπηρώσουμε »2.
2. Αποφθέγματα Γερόντων, ό.π, σελ. 554555.
Στήν άκολουθία τής κατηχήσεως, πού προηγείται τής Ακολουθίας τής βαπτίσεως, καλείται ό πρός τό βάπτισμα ερχόμενος νά άποτάξει τό σατανά, στρεφόμενος πρός τή Δύση, άπ' όπου έρχεται τό σκοτάδι, πού είναι τό βασίλειο του Σατανά, γιά νά μπορέσει στή συνέχεια νά συνταχθεί μέ τόν Χριστό, πού είναι ό "Ηλιος τής δικαιοσύνης καί τό φώς το άληθινό.
Οι δαίμονες, πού είναι απαραίτητο νά έξορκισθοϋν, γιά νο μπορέσει ό πρός τό βάπτισμα έρχόμενος νά συνταχθεί με τόν Χριστό, είναι τό πνεύμα τής «πλάνης», τό πνεύμα της ειδωλολατρίας καί πάσης πλεονεξίας» καί τό πνεύμα του ψεύδους καί πάσης άκαθαρσίας».
Είναι προφανές ότι ή Εκκλησία θεωρεί κατ' έξοχήν δαιμονόπληκτο τόν άνθρωπο πού κατέχεται άπ' αύτά τά δαιμονικά πνεύματα. Τό πρώτο είναι τό δαιμονικό έ κείνο πνεύμα, πού άποπροσανατολίζει τόν άνθρωπο άπό τήν αλήθεια γιά τόν Θεό, γιά τόν άνθρωπο καί γιά τόν κόομο Είναι τό πνεύμα πού άπομακρύνει τόν άνθρωπο άπό την 'Ορθοδοξία. Ή  Εκκλησία θεωρεί τό πνεύμα τής πλάνης, σάν τό πιό επικίνδυνο άπό τά κακά πνεύματα, γιατί ό ό ανθρωπος πού έχει καταληφθεί άπ' αύτό έχει ήδη κερδηθή άπό τό διάβολο, άφού είναι εξασφαλισμένο ότι έξαπατημένος θά άκολουθήσει δρόμους, πού όδηγούν στήν καταστροφή καί στό θάνατο.
Όμως ό διάβολος, όπως ύπογραμμίζει καί ό Ιωάννης Χρυσόστομος, δέν κατακτά τόν άνθρωπο μόνο σάν πνεύμα   πλάνης, άλλά καί σάν πνεύμα «ψεύδους  καί πάσης άκαθαρσίας»,  όπως επίσης καί σάν «πνεύμα
ειδωλολατρίας καί πάσης πλεονεξίας».  Δηλαδή ή δαιμονική κατοχή δέν έκδηλώνεται μόνο σάν κακοδοξία,άλλά καί σάν κακοπραξία, σάν διεστραμμένος τρόπος ζωής.
[59]
«Αύτό λοιπόν θά μπορούσε νά τό πεί κανείς όχι μόνο γιά τίς διδασκαλίες άλλά καί γιά τή ζωή. Γιατί τό θέλημι (τού Θεοϋ) είναι νά ζούμε σωστά. Όμως μερικοί είνα παγιδευμένοι άπό τό διάβολο λόγω τής ζωής τους. Δέν θά πρέπει έπομένως νά τούς παραβλέψουμε κι αύτούς « μήπως κάποτε τούς δώσει ό Θεός μετάνοιαν «λέει διά νά γνωρίσουν τήν άλήθεια καί νά συνέλθουν, ξεφεύγοντας άπό τήν παγίδα τού  διαβόλου, όπου έκρατούντο αιχμάλωτοι, διά νά κάνουν τό θέλημά του» (Β' Τιμ.2. 26). Καί αύτό τό "μήπως κάποτε" είναι ένδεικτικό πολλής μεγαλοψυχίας. Είναι λοιπόν διαβολική παγίδα τό να  μή ζούμε σύμφωνα μέ τό θέλημα τοϋ Θεοϋ. Γιατί, όπως τό σπουργίτι, άν καί δέν είναι πιασμένο ολόκληρο, άλλό άπό "ένα μέρος, άς πούμε τό πόδι, βρίσκεται κάτω άπό τήν έξουσία έκείνου πού έστησε τήν παγίδα, έτσι κι έμείς, άν δέν κατεχόμεθα έξ ολοκλήρου, δηλαδή καί άπό την  πίστη καί άπό τή ζωή, άλλά μόνο άπό τή ζωή, είμαστε κάτω άπό τήν εξουσία τού διαβόλου, γιατί λέει:
«Δέν θά μπεί  εις τήν βασιλείαν τών ούρανών καθένας πού μού λέγει Κύριε, Κύριε» καί πάλι: «Ποτέ δέν σάς έγνώρισα· φύγετε άπό έμέ έσείς οί έργάτες τής άνομίας» (Ματθ. 7, 21, 23).
Βλέπεις ότι ή όρθή πίστη δέν είναι κανένα κέρδος γιά μας, όταν μάς άγνοεί ό Θεός; Καί στίς παρθένους τό ϊδιο είπε :  "Δέν σάς ξέρω". Ποιό είναι λοιπόν τό κέρδος τής παρθενίας καί τών πολλών ίδρώτων, όταν τά αγνοεί αύτά ά Θεός; Καί σέ πολλές άλλες περιπτώσεις βρίσκουμε νά μήν κατηγορούνται (οί άνθρωποι) γιά τήν ορθότητα τής πίστεώς τους, άλλά νά κολάζονται μόνο γιά κακή ζωή· όπως άλλοΰ, νά μήν κατηγορούνται γιά τίποτε όσον άφορά τή ζωή, νά χάνονται όμως έξ αιτίας τής διεστραμμένης διδασκαλίας, γιατί αύτά άλληλοσυνδέονται.  Βλέπεις  ότι  όταν  δέν  κάνουμε  τό  θέλημα  τού  Θεοϋ  έχουμε  πέσει  στήν  παγίδα  τοϋ διαβόλου; "Οχι μόνο δέ άπό κακή ζωή κλλά καί άπό ένα έλάττωμα μπαίνουμε στή γέεννα, άν δέν ύπάρχουν άλλες αντίρροπες άρετές. Γιατί καί οί παρθένες δέν κατηγορήθηκαν οϋτε γιά πορνεία, οϋτε γιά μοιχεία, οϋτε γιά φθόνο, οϋτε γιά βασκανία, ούτε γιά μέθη, οϋτε γιά κακοπιστία, άλλά γιά έλλειψη έλαίου, δηλαδή δέν είχαν φιλανθρωπία, γιατί αύτό είναι τό έλαιον. Κι αύτοί πού κατακρίθηκαν "Φύγετε  άπ'  έμέ, καταραμένοι, στήν αιωνία φωτιά" γιά τίποτε άπ' όλα αύτά δέν εκατηγοροϋντο, άλλά καί αύτοί έπειδή δέν έθρεψαν τόν Χριστό»3.
3. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ VI, Εις Β ' Τιμόθεον, Migne 62, σελ. 633.
Το  πνεύμα «ψεύδους καί πάσης ακαθαρσίας», είναι τό πνεύμα πού ύποβαθμίζει τήν ποιότητα τών σχέσεών μας με τούς άλλους ανθρώπους. Όταν δέν είμαστε αύθεντικοί άνθρωποι σέ σχέση μέ τούς άλλους, τότε οί άλλοι γιά μάς είναι πράγματα πού θέλουμε νά χρησιμοποιήσουμε γιά τή δική μας έγωκεντρική ικανοποίηση καί όχι πρόσωπα γιά νά τά άγαπήσουμε.
"Οταν συμβαίνει αύτό, τότε όλες οί ακαθαρσίες όπως ή κλοπή, ό φόνος, ή άπάτη, ή μοιχεία, ή πορνεία κτλ.είναι άναπότρεπτες.Μιά άπό τίς πιό ύπουλες καί ολέθριες έπενέργειες αυτού τού δαιμονικού πνεύματος είναι ένας ακαθόριστος έσωτερικός πανικός πού δημιουργεί στόν άνθρωπο, όταν προσεγγίζει άλλους άνθρώπους ή όταν προσεγγίζεται άπό άλλους άνθρώπους. Αύτό τό πνεύμα μηχανεύεται απίστευτα τεχνάσματα καί μέσα γιά νά άποκλείσει αύτή τήν προσέγγιση καί έτσι νά άποκλείσει τήν ικανοποίηση τού διακαέστερου πόθου καί τής βασικότερης άνάγκης τοϋ ανθρώπου, πού είναι ή άνάγκη τοϋ νά ενωθεί μέ τόν άλλο, τόν άνθρωπο καί τόν Θεό.
Αύτό τό «παμπόνηρον καί άκάθαρτον καί μιαρόν καί έβδελυγμένον καί άλλότριον» πνεύμα, προκειμένου νά άποκλείσει  τήν  ένωση  τοϋ  άνθρώπου  μέ  τόν  άλλον  άνθρωπο, καλλιεργεί  μέσα  του  τήν  καχυποψία,  τήν άνθρωποφοβία  καί  τή  μισανθρωπία,  πού  συνήθως  τίς  μεταμφιέζει  ύπουλα.  "Ετσι,  γιά  νά  αποτρέψει  τόν άνθρωπο άπό τήν προσέγγιση τού συνανθρώπου του, άλλοτε τόν πείθει ότι όλοι οί  άλλοι  άνθρωποι τόν άδικοϋν, ότι θέλουν τό κακό του ή ότι θέλουν νά τόν εκμεταλλευτούν άλλοτε τόν πείθει ότι αύτός είναι καθαρός, έντιμος, ένάρετος καί αθώος καί οί άλλοι άνθρωποι είναι διεφθαρμένοι καί έξαχρειωμένοι πού θά τόν μολύνουν άν βρεθούν κοντά του άλλοτε τόν πείθει ότι αύτός είναι άνθρωπος άνώτερος, μέ ύψηλά ιδανικά καί εύγενή ιδεολογία, ένώ οί άλλοι είναι χυδαίοι, ποταποί καί διεφθαρμένοι καί γι' αύτό πρέπει νά τούς περιφρονεί καί νά τούς άποφεύγει.
Άλλά αύτό τό «μιαρόν» πνεύμα ένεργεί μέ τόν πιό ύπουλο τρόπο, όταν περιβάλλεται εκκλησιαστικά άμφια, χρησιμοποιεί θεολογική γλώσσα καί παρουσιάζεται σάν διαπρύσιος υποστηρικτής τής πνευματικότητας καί τής λειτουργικής ζωής τής Εκκλησίας. Φτιάχνει οδοφράγματα μέ έκκλησιαστικά καί θεολογικά βιβλία μπροστά στόν άνθρωπο, μέ τά όποια τοϋ κλείνει τό δρόμο πού θά τόν έφερνε κοντά στόν άλλο, χρησιμοποιεί τό ναό, γιά νά τόν κρατήσει μέσα σ' αύτόν άποκλεισμένο άπό τούς άλλους, καί μέ ϋφος σεμνό καί μεταρσιωμένο τοϋ ψιθυρίζει ότι οί συναναστροφές μέ τούς άλλους τόν άποσποϋν άπό τήν προσευχή καί τόν έκκοσμικεύουν.
"Ομως, τελικά, ή ψυχοπαθολογία είναι ϊσως ή ειδεχθέστερη μορφή μέ τήν όποία αύτό τό «έβδελυγμένον καί άλλότριον» πνεύμα έμφανίζεται στή ζωή τοϋ ανθρώπου. Ενα κύριο χαρακτηριστικό τού σχιζοφρενή ή αύτοϋ πού στήν ψυχιατρική γλώσσα ονομάζεται οριακή προσωπικότης, είναι ένας απερίγραπτος τρόμος πού αισθάνεται ό άνθρωπος, πού έχει αύτή τήν παθολογία, όταν νιώθει ότι κάποιος άλλος άνθρωπος βρίσκεται πολύ κοντά του. Τέτοιος είναι ό τρόμος πού αισθάνεται αύτός ό άνθρωπος, ώστε δέν διστάζει νά προβεί στήν πιό αύτοκαταστροφική ένέργεια γιά νά άπομακρύνει τόν άλλο. Ή φρίκη αύτής τής καταστάσεως περιγράφεται μέ ανεπανάληπτη ένάργεια στό Εύαγγέλιο, πού λέει γιά τούς δαιμονιζόμενους τής χώρας τών Γεργεσηνών ότι «ύπήντησαν αύτώ (τω Χριστώ)... έκ τών μνημείων έξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μή ίσχύειν τινά παρελθείν διά τής όδοϋ εκείνης»  (Ματθ. 8, 28). Είναι γεγονός, ότι ό ψυχασθενής καταφέρνει συχνά ν' άπομακρύνει τόν άλλο μέ έναν τόσο άποτελεσματικό τρόπο καί αύτό άποτελεί τή μεγάλη του τραγωδία, γιατί ή άπουσία τοϋ άλλου άπό τή ζωή του καί ή μοναξιά του είναι ή κύρια πηγή τής άπερίγραπτης οδύνης του.
Είναι πραγματικά αύτό τό πνεύμα «παμπόνηρον», «μιαρόν» καί «έβδελυγμένον», γιατί, προκειμένου νά καταστρέψει τόν άνθρωπο καί νά τόν οδηγήσει στό χάσμα τής άπωλείας καί τόν ολοκληρωτικό θάνατο, τοϋ άποκλείει τήν πιό κρίσιμη πηγή τροφοδοσίας, πού είναι ή ένωσή του μέ τόν άλλον άνθρωπο. Τό «μιαρόν» αύτό δαιμονικό πνεύμα έχει πάντοτε ύπόψη του αύτό πού, ένώ θά ' πρεπε νά τό γνωρίζει καί νά τό θυμάται πιό πολύ ό άνθρωπος, συνήθως ή τό άγνοεΐ ή τού διαφεύγει, ότι δηλαδή, άν δέν ενωθεί μέ τό συνάνθρωπο του, δέν έχει καμιά ελπίδα νά ένωθεϊ μέ τόν Θεό καί έπόμενως ό ολοκληρωτικός χαμός του είναι έξασφαλισμένος.
Τέλος, δέν μπορεί ό άνθρωπος νά δεχθεί τόν Χριστό, όταν κατέχεται άπό πνεύμα «ειδωλολατρίας καί πάσης πλεονεξίας»,  όπως  χαρακτηριστικά  άναφέρεται  στούς  έξορκισμούς  τής  άκολουθίας  τοϋ  βαπτίσματος.  Τό πνεύμα τής πλεονεξίας καί τό πνεύμα τής ειδωλολατρίας ταυτίζονται, γιατί τό πνεύμα τής πλεονεξίας είναι έκεΐνο τό δαιμονικό πνεύμα πού μάς ώθεί νά λατρεύουμε τά κτίσματα άντί γιά τόν κτίστη καί ή πλεονεξία δέν είναι μόνο ή κατ' έξοχήν λατρεία τών κτισμάτων, άλλά καί ή πιό άποκρουστική.Στήν παράδοση τής Εκκλησίας γενικά ή δαιμονική κυριαρχία περιγράφεται μέ τά συμπτώματα τής άμαρτίας.
Στούς  έξορκισμούς  τοϋ  Μεγάλου  Βασιλείου  τό  δαιμονικό  πνεϋμα  ονομάζεται  «αναιδές»,  «φιλόνικον»,
«άκατάστατον», «λάγνον», «δυσώδες», «ερωτομανές», «φιλόχρυσον» καί «φιλάργυρον» καί ή ένέργειά του ονομάζεται   «ειδωλολατρία»,   «ήδυπάθεια»,   «φιλαργυρία»,   «μέθη»,   «πορνεία»,   «μοιχεία»,   «άσέλγεια»,«αναίδεια», «όργή», «φιλονικία», «άκαταστασία» καί «πάσα ύπόνοια πονηρά».
Τά συμπτώματα τών δαιμονιζομένων τής χώρας τών Γεργεσηνών μπορεί νά τά δεί κανείς σ' όλους τούς ανθρώπους πού ζοϋν άμαρτωλά.
[60]
«... οί άνθρωποι πού είναι πνευματικώς όμοιοι μέ τούς χοίρους προσβάλλονται εύκολα άπό τίς ένέργειες τών δαιμόνων. Καί έν όσω είναι άνθρωποι αύτοί πού τά υφίστανται αύτά, μπορούν πολλές φορές άκόμη καί νά ύπερισχύσουν  τών  δαιμόνων,  άν  όμως  μεταβληθούν  έξ  ολοκλήρου  σέ  χοίρους,  όχι  μόνο  διατελούν  ύπό τήνέξουσία τών δαιμόνων, άλλά καί κατακρημνίζονται...»
[61]
«Τί θά έλεγε κανείς γιά τό φιλάργυρο; Δέν είναι καί αύτός τέτοιος (δηλ. δαιμονιζόμενος); Γιατί ποιός θά μπορέσει ποτέ νά τόν συγκρατήσει; Μήπως καθημερινώς δέν τού προβάλλονται οί φόβοι καί οί άπειλές καί οί παραινέσεις καί οϊ συμβουλές; Άλλά όλα αύτά τά δεσμά τά σπάζει · καί άν έλθει κάποιος νά τόν άπαλλάξει άπό τή φιλαργυρία του, τόν ύποχρεώνει μέ όρκο νά μήν τόν έλευθερώσει, γιατί θεωρεί πολύ πιό μεγάλο τό βάσανο νά μή βρίσκεται κάτω άπό αύτό τό βάσανο τής φιλαργυρίας του. Τί θά μπορούσε νά ύπάρξει πιό άθλιο άπ' αύτό τό γεγονός; Γιατί έκείνος μέν ό δαίμονας, μολονότι περιφρόνησε τούς άνθρώπους, έν τούτοις ύποχώρησε μπρός στό πρόσταγμα τοϋ Χριστού καί αμέσως εξήλθε άπό τό σώμα τού άνθρώπου· αύτός όμως ούτε στό πρόσταγμα τοϋ Κυρίου ύποχωρεί. Νά, λοιπόν, άκούει καθημερινά αύτόν πού τοϋ λέει: "Δέν μπορείτε νά εργαζόσαστε γιά τόν Θεό καί γιά τόν μαμωνά" καί ένώ τόν άπειλεί μέ τή γέεννα τοϋ πυρός καί τίς σκληρές τιμωρίες, έν τούτοις δέν ύπακούειόχι έπειδή είναι ισχυρότερος τοϋ Χριστού, άλλ' έπειδή ό Χριστός δέν μάς φρονιματίζει χωρίς τή θέλησή μας. Καί άκριβώς γι' αύτό, αύτοϋ τοϋ είδους οί άνθρωποι ζοϋν σάν μέσα σέ έρήμους καί άν άκόμη βρίσκονται στό κέντρο τών πόλεων. Καί βέβαια, ποιός λογικός άνθρωπος θά ήθελε νά συναναστρέφεται μέ τέτοιου είδους ανθρώπους; Έγώ τουλάχιστον θά προτιμούσα νά συζώ μέ μυρίους δαιμονισμένους ανθρώπους, παρά μέ έναν πού ύποφέρει άπ' αύτήν τήν άρρώστια. Καί ότι δέν άπατώμαι λέγοντας αύτά, γίνεται φανερό άπ' αύτά πού συμβαίνουν στόν καθένα. Γιατί, αύτοί μέν θεωρούν έχθρό τους αυτόν πού δέν τούς έβλαψε σέ τίποτε καί θέλουν νά τόν κάμουν δούλο τους, μολονότι είναι έλεύθερος, καί σκέπτονται μύρια κακά έναντίον του· οί δαιμονισμένοι όμως δέν κάνουν τίποτε τό παρόμοιο, άλλ' αντιθέτως στρέφουν τό πάθος τους έναντίον τοϋ έαυτοϋ τους. Καί έκείνοι μέν καταστρέφουν πολλά σπίτια καί γίνονται άφορμή νά βλασφημείται τό όνομα τοϋ Θεοϋ καί αποτελούν καταστροφή γιά τήν πόλη καί όλη γενικώς τήν οικουμένη, ένώ, άντιθέτως, αύτοί πού ένοχλοϋνται άπό τούς δαίμονες είναι μάλλον άξιοι έλέσυς καί δακρύων. Καί οί μέν δαιμονισμένοι κάνουν τά περισσότερα ασυναίσθητα, οί φιλάργυροι όμως παρεκτρέπονται μέ περίσκεψη, συμπεριφέρονται σάν τρελλοί στό κέντρο τών πόλεων καί καταλαμβάνονται άπό κάποια πρωτάκουστη μορφή μανίας. Γιατί τί παρόμοιο κάνουν όλοι μαζί οί δαιμονισμένοι μέ αύτό πού τόλμησε νά κάνει ό Ιούδας, ό όποιος διέπρεξε τή χειρίστη παρανομία; Καί όλοι δέ πού είναι μιμητές έκείνου, όπως άκριβώς τά φοβερά θηρία, πού ξέφυγαν άπό τίς παγίδες τους, διαταράσσουν τίς πόλεις χωρίς νά μπορεί κανείς νά τούς συγκρατήσει. Καί βέβαια περιβάλλονται μέν καί αύτοί άπό παντού μέ δεσμά, όπως λόγου χάριν ό φόβος τών δικαστών, ή άπειλή τών νόμων, ή περιφρόνηση έκ μέρους  τών  περισσοτέρων άνθρώπων  καί  άλλα  πολύ περισσότερα άπό  αύτά, άλλ' όμως σπάζουν καί αύτά τά δεσμά καί όλα τά κάνουν άνω κάτω. Καί άν κάποιος άφαιροϋσε άπό αύτούς όλα αύτά τά δεσμά, τότε θά μπορούσε νά δει καθαρά τό δαίμονα πού βρίσκεται μέσα τους νά είναι πολύ περισσότερο άγριος καί μανιώδης άπό αύτόν πού βγήκε άπό τούς δαιμονισμένους.
Άλλά έπειδή αύτό δέν είναι δυνατό νά συμβεί κατ' αρχήν, άς τό ύποθέσουμε καί ας άφαιρέσουμε άπό αύτόν όλα τά δεσμά καί τότε θά γνωρίσουμε καθαρά τήν ορμητική μανία τοϋ φιλάργυρου. Άλλά μή φοβηθείτε τό θηρίο όταν θά τό άποκαλύψουμε, γιατί ή σκηνή είναι ύποθετική καί δέν είναι αύτό άλήθεια. Άς ύποθέσουμε λοιπόν ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος πού εκπέμπει φωτιά άπό τά μάτια του, πού είναι μαύρος καί έχει στόν κάθε ώμο του άντί χέρια δράκοντες έστω δέ ότι έχει καί στόμα πού φέρει αντί γιά δόντια καρφωμένα ξίφη, άντί δέ γιά γλώσσα πηγή πού αναβλύζει δηλητήριο καί φαρμάκι. ' Η δέ κοιλιά του, πού κατατρώει περισσότερο
άπό οποιοδήποτε καμίνι, καταστρέφει όλα γενικώς όσα τής ρίχνουν. Καί κάποια πόδια του πού έχουν φτερά καί κινούνται μέ μεγαλύτερη ταχύτητα άπό τή φωτιά. Καί έστω ότι τό πρόσωπο του είναι κατασκευασμένο άπό σκύλο καί λύκο, καί ή ομιλία του δέν είναι ανθρώπινη, άλλά μοιάζει μέ κάποιον ήχο πού προκαλεί άηδία καί είναι φοβερός άς ύποθέσουμε δέ ότι στά χέρια του κρατεί φλόγα. "Ισως νά σάς φαίνονται φοβερά όσα ειπώθηκαν άλλ' όμως δέν τόν περιγράψαμε άκόμη κατά τρόπο άντάξιο, γιατί μαζί μέ αύτά πρέπει νά προσθέσουμε καί άλλα. "Ας ύποθέσουμε, λοιπόν, ότι σφάζει αύτούς πού συναντά καί τρώει καί κατακαίει τίς σάρκες τους. Άλλ' όμως ό φιλάργυρος είναι πολύ πιό φοβερός άπ' αύτόν, γιατί όλους τούς καταδιώκει, όπως ό Άδης, καί όλους τούς καταπίνει, καί περιφέρεται σάν κοινός εχθρός τοϋ άνθρωπίνου γένους. Αφού έπιθυμεί νά μήν ύπάρχει κανένας άνθρωπος ώστε νά έξουσιάζει τά πάντα. Καί ούτε έδώ σταματά, άλλ' άφοϋ τούς καταστρέψει όλους σύμφωνα μέ τήν έπιθυμία του, έπιθυμεί νά άλλάξει καί τήν ούσία τού χώματος καί νά τό δει νά γίνεται χρυσός καί όχι μόνο τό χώμα, άλλά καί τά βουνά καί τά φαράγγια καί τίς πηγές καί γενικώς όλα όσα βλέπει. Καί γιά νά πληροφορηθείτε ότι δέν περιγράψαμε άκόμη τή μανία του, άς ύποθέσουμε ότι δέν ύπάρχει κανένας κατήγορος του καί κανένας πού νά τόν έκφοβίζει καί άφαίρεσε τό φόβο άπό τούς νόμους όσο χρόνο θά συζητούμε, καί θά τόν δεις νά άρπάζει ξίφος καί νά τούς φονεύει όλους καί νά μή λυπάται κανένα, ούτε φίλο, ούτε συγγενή, ούτε άδελφό, ούτε αύτόν  τόν  'ίδιο  τόν  πατέρα του. Μάλλον  δέ  έδώ οϋτε κάν χρειάζεται νά υποθέσουμε, άλλ' άς τόν ρωτήσουμε, άν δέν πλάθει συνεχώς φαντασίες αύτοϋ τού είδους καί δέν επιτίθεται νοερώς γιά νά τούς φονεύσει όλους, καί τούς φίλους καί τούς συγγενείς καί αύτούς άκόμα τούς γονείς του. Μάλλον όμως οϋτε έρώτηση χρειάζεται, όφοϋ όλοι ξέρουν ότι αύτοί πού είναι κατακυριευμένοι άπό αύτό τό πάθος θεωρούν βάρος καί τά γηρατειά τοϋ πατέρα τους, καί αύτό πού είναι γλυκό καί άπό όλους περιπόθητο, τό νά έχουν δηλαδή παιδιά, τό θεωρούν βαρύ καί δυσβάστακτο φορτίο. Πολλοί, λοιπόν, έξ αιτίας αύτοϋ, προτίμησαν τήν άτεκνία καί άκρωτηρίασαν τή φύση τους, όχι μέ τό νά σκοτώσουν τά παιδιά πού γεννήθηκαν, άλλά μέ τό νά μήν έπιτρέψουν νά έλθουν ούτε κάν στή ζωή.
Μήν άπορείτε, λοιπόν, άν παραστήσαμε τό φιλάργυρο κατ' αύτό τόν τρόπο, άφοϋ είναι πολύ χειρότερος άπό αύτά πού άναφέρθηκαν, άλλά άς σκεφθούμε πώς θά τόν ελευθερώσουμε άπό τό δαίμονα. Πώς λοιπόν θά τόν έλευθερώσουμε;»4.
4. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. ΚΗ' Εις Ματθαίον, ΕΠΕ, τόμ. 10, σελ. 266273.
[62]
«Πρόσεχε όμως ότι οί δαίμονες είναι παντού καί δέν τολμούν νά προβάλουν αντίρρηση, ούτε νά κατηγορήσουν τούς Αποστόλους, οϋτε τόν Χριστό. Εκεί λένε: "Γνωρίζουμε ποιός είσαι" καί "Γιατί ήρθες έδώ πρίν άπό τήν ώρα νά μάς βασανίσεις;" καί πάλι, "Γνωρίζω ποιός είσαι, ό Υιός τοϋ Θεοϋ", έδώ δέ: "Αύτοί οί άνθρωποι είναι δούλοι τοϋ Θεοϋ τού Υψίστου" καί πάλι "Τόν μέν Ίησοϋ τόν γνωρίζω, καί τόν Παύλο τόν γνωρίζω" διότι φοβούνταν πάρα πολύ καί έτρεμαν τούς άγιους έκείνους.»
"Ισως άκούοντας κάποιος άπό σάς αύτά νά ποθεί ν' άποκτήσει αύτή τήν εξουσία, ώστε νά μήν μπορούν οί δαίμονες νά ρίξουν επάνω του τό βλέμμα τους, καί μακαρίζει τούς αγίους έκείνους γι' αύτό, διότι είχαν τόση μεγάλη δύναμη. Άλλ' άς ακούει τόν Χριστό πού λέγει: "Μή χαίρεσθε γιά τό ότι ύποτάσσονται τά δαιμόνια σέ σάς" (έπειδή γνώριζε ότι όλοι οί άν&ρωποι γι' αύτό πρό πάντων χαίρονται, παρασυρόμενοι άπό ματαιοδοξία)· διότι, άν ζητάς αύτό πού είναι άρεστό στόν Θεό καί είναι συμφέρον όλων μας, ύπάρχει άλλη, μεγαλύτερη οδός. Δέν είναι τόσο μεγάλο πράγμα τό ν' άπαλλάξεις κάποιον άπό δαίμονα, όσο τό νά τόν λυτρώσεις άπό τήν αμαρτία. 'Ο δαίμονας δέν έμποδίζει νά έπιτύχομε τή βασιλεία τών ούρανών, άλλά καί μάς βοηθεϊ, χωρίς μέν νά τό θέλει, μάς βοηθεΐ όμως, κάμνοντας πιό σώφρονα έκεϊνον πού τόν έχει, ένώ ή αμαρτία μάς εξορίζει άπ' αύτήν.
Άλλ'ίσως πει κάποιος: "Είθε νά μή συμβεί νά τύχω έναν τέτοιο σωφρονισμό". Ούτε έγώ τό θέλω, άλλ' όλα τά κάμνω γιά άλλο λόγο, έξ αιτίας τοϋ πόθου μου γιά τόν Χριστό. Θά μπορούσε βέβαια νά συμβεί, πράγμα πού εύχομαι νά μή γίνει, καί γι' αύτό νά παρακαλώ. 'Εάν λοιπόν ό μέν δαίμονας δέν μάς άπομακρύνει άπό τή βασιλεία τών ούρανών, ένώ ή άμαρτία μάς έξορίζει άπ' αύτήν, τό ν' άπαλλαχθεί κάποιος άπό έκείνην άποτελεί μεγαλύτερη εύεργεσία. Λοιπόν άπό αύτήν άς φροντίζομε ν' άπαλλάσσομε τούς συνανθρώπους μας καί πρίν άπό τούς συνανθρώπους μας τόν ίδιο τόν έαυτό μας. "Ας  προσέξουμε νά μήν έχομε δαίμονα  άς έξετάσομε τόν έαυτό μας μέ προσοχή. Φοβερότερη άπό τό δαίμονα είναι ή άμαρτία διότι εκείνος μάς κάνει ταπεινούς. "Η δέν βλέπετε τούς δαιμονισμένους, όταν άπαλλαχθοϋν άπό τήν άσθένειά τους, πώς είναι λυπημένοι; Πώς είναι σκυθρωποί; Πώς τά πρόσωπά τους είναι γεμάτα άπό ντροπή; Πώς δέν τολμούν οϋτε νά σηκώσουν τό βλέμμα τους καί νά δοΰν;
Πρόσεχε τό παράλογο έκείνοι μέν ντρέπονται γιά εκείνα πού παθαίνουν, έμείς όμως δέν ντρεπόμαστε γι' αύτά πού κάνομε εκείνοι, ένώ αδικούνται, ντρέπονται, έμεΐς, άν καί άδικούμε, δέν ντρεπόμαστε, άν καί βέβαια τά όσα κάνουν έκείνοι δέν είναι άξια ντροπής, άλλ' εύσπλαχνίας καί φιλανθρωπίας καί συγγνώμης καί πολλού θαυμασμού καί μυρίων έπαίνων, όταν, άν καί άγωνίζονται εναντίον τέτοιου δαίμονος, όλα τά ύπομένουν μέ εύχαρίστηση· τά όσα όμως κάνομε έμεΐς, άν καί είναι πραγματικά άξια γιά γέλια, άξια ντροπής, κατηγορίας, κολάσεως, τιμωρίας, καί τών χειρότερων κακών καί τής γέεννας τού πυρός, όμως δέν είναι άξια καμιάς συγγνώμης.
Βλέπεις ότι  ή άμαρτία είναι φοβερότερη άπό  τό  δαίμονα; Καί εκείνοι  μέν  άπό τά κακά  πού παθαίνουν αποκομίζουν κέρδος διπλό   ένα μέν τό ότι σωφρονίζονται καί γίνονται πιό εύσεβείς, δεύτερο δέ τό ότι, τιμωρούμενοι έδώ γιά τά άμαρτήματά τους, θά μεταβούν πρός τόν Κύριο καθαροί (καθόσον πολλές φορές μιλήσαμε γι' αύτό, καί δείξαμε ότι εκείνοι πού τιμωρούνται έδώ, άν μέ εύγνωμοσύνη ύπομείνουν τήν τιμωρία, φυσικό είναι ν' άπαλλάσσονται άπό πολλά άμαρτήματά τους . Άπό τά άμαρτήματα όμως διπλά είναι τά κακά ένα μέν τό ότι συγκρουόμαστε μέ τόν Κύριο, τό άλλο δέ τό ότι γινόμαστε χειρότεροι. Προσέχετε αύτό πού λέγω. Δέν είναι μόνο αύτό πού αδικούμαστε άπό τήν αμαρτία, τό ότι άμαρτάνομε, άλλά καί άλλο, ότι δηλαδή άποκτά συνήθεια ή ψυχή, όπως ακριβώς δηλαδή συμβαίνει καί στό σώμαδιότι θά γίνει αύτό πού λέγω πιό κατανοητό άναφέροντας ένα παράδειγμα. "Οπως άκριβώς λοιπόν έκείνος πού ύπέφερε άπό πυρετό δέν ύπέστη μόνο αύτή τή βλάβη, τό ότι δηλαδή είναι άσθενής, άλλά ότι μαζί μέ τήν άσθένεια γίνεται στό έξής άσθενέστερος, καί άν άκόμα έπανακτήσει τήν ύγεία του μετά άπό μακροχρόνια άσθένεια, έτσι λοιπόν καί στήν περίπτωση τής άμαρτίας, καί άν άκόμα είμαστε ύγιεΐς, έχομε ακόμα άνάγκη άπό πολλή δύναμη»5.
5. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Όμιλ. ΜΑ' Εις Πράξεις, 3,4, ΕΠΕ, τόμ. 16Α, σελ. 520527.
«...άλλά σκοπήσωμεν πώς τοϋ δαίμονος άπαλλάξομεν (τόν δαιμονιζόμενον). Πώς ούν άπαλλάξωμεν;»
Τό πώς άπελευθερωνόμαστέ άπό τήν κυριαρχία τοϋ διαβόλου είναι ένα καίριο έρώτημα. «Μά άς είναι δοξασμένος ό Θεός πού μάς έχάρισε τρία άρματα καί μετ'  έκεϊνα νά τόν πολεμούμεν. Άνίσως είναι έδώ κανένας άπό λόγου σας όπού δαιμονίζεται καί θέλει νά μάθει τά ιατρικά του, εύκολον είναι: έξομολόγησιν, νηστείαν καί προσευχήν. "Οσον έξομολογάται ό άνθρωπος, νηστεύει καί προσεύχεται συχνάκις, τόσον κατακαίεται καί φεύγει ό διάβολος»6.
6. Ιωάννου Μενούνου, Κοσμά Αιτωλού Διδαχές, ό.π., σελ. 126127.
«Τούτο τό γένος έν ούδενί δύναται έξελθείν ει μή έν προσευχή καί νηστεία» (Μάρ. 9, 29).
Πραγματικά, άν δαιμονική κυριαρχία είναι ή ύποδούλωση στήν άμαρτία, ή διαδικασία τής άπελευθερώσεως τοϋ ανθρώπου άπό τό διάβολο είναι ή 'ίδια ή διαδικασία τής άπελευθερώσεως τοϋ ανθρώπου άπό τήν αμαρτία καί όχι μιά διαδικασία μαγική.
[63]
«"Ελεγε ό άββάς Πιτυρίων, ό μαθητής τοϋ άββά Αντωνίου: "Οποιος θέλει νά άπομακρύνει δαίμονες, πρώτα νά ύποδουλώνει τά πάθη. "Οποιο πάθος του κατανικήσει, αύτοϋ καί τό δαίμονα άπομακρύνει, Άκολουθεΐ, λέγει, ό δαίμων τήν όργή   έάν νικήσεις τήν οργή, έχει άπομακρυνθεί   καί ό δαίμων αύτής. Όμοίως καί γιά κάθε πάθος»7.
7. 'Αποφθέγματα Γερόντων, ό.π., σελ. 622623.
Η άκολουθία τών εξορκισμών, όπως όλες οί ακολουθίες τών μυστηρίων, δέν είναι ή διαδικασία τής απαλλαγής τοϋ  άνθρώπου  άπό  τά  πάθη  καί  τήν  αμαρτία,  άλλά  τό  ξεκίνημα  αϋτής  τής  διαδικασίας.  Αύτό  φαίνεται ξεκάθαρα άπό τό ακόλουθο παράδειγμα.
«Ό π. 'Αλύπιος, τής Ί. Μονής Ξενοφώντος, διακρινόταν πολύ γιά τό ζήλο του. Ιδιαίτερα αγαπούσε νά βρίσκει ένα ήσυχο μέρος καί νά προσεύχεται συνεχώς μέ τήν "εύχή", δηλαδή τό "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τοϋ Θεοϋ, έλέησόν με". Κάθε φορά πού έλεγε τήν "εύχή" σκιρτούσε ή ψυχή του άπό ούράνια, άνέκφραστη χαρά.
Κάποτε όμως τά πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Χωρίς νά μπορεί κι ό ίδιος νά καταλάβει τί συνέβη, άδυνατούσε νό συνεχίσει τήν "εύχή". Άν δοκίμαζε μία φορά νά τήν πει, άμέσως φοβερό καί άνεξήγητο άρχιζε νά σείεται ό τόπος. Τί γέροντες καί Πνευματικοί τόν είδαν, τί προσευχές καί έξορκισμούς τού διάβασαν... Τό άποτέλεσμα μηδέν.
Ή ύπόθεσις έπαιρνε τραγικές διαστάσεις. Έπειδή ό π. Άλύπιος είχε, χρόνια τώρα, γίνει ένα μέ τήν εύχή, δέν μπορούσε νά τή σταματήσει. "Ετσι  άσυναίσθητα, στό κελλί του, στήν Εκκλησία, στό φαγητό, στήν έργασία κλπ. έπρόφερε ένδόμυχα τά ιερά λόγια. Καί άμέσως τό κρεβάτι ή τά στασίδια ή τό τραπέζι ή τά πράγματα τής έργασίας όλα έσείοντο. Καί όσοι τυχόν πατέρες ήσαν δίπλα του, πήγαιναν καί αύτοί πέραδώθε!
 Σταμάτα, πάτερ Άλύπιε, νά λές τήν "εύχή". Δέν βλέπεις τί κακό γίνεται;
 Μά μήπως τό θέλω; Άσυναίσθητα τήν προφέρω. Συγχωρήστε με πατέρες.
Αφού άπελπίσθηκαν άπ' όλους, σκέφθηκαν τό γεροΔανιήλ. Καί ό π. Άβέρκιος, ό οικονόμος τοϋ μοναστηριού,
ξεκίνησε μέ τόν π. Άλύπιο γιά τά Κατουνάκια. Βράδυασαν στή Σιμωνόπετρα.
Πρόσεχε, πάτερ Άλύπιε. Τώρα πού θά πάμε στό μοναστήρι μήν πείς τήν "εύχή" καί τρομοκρατήσουμε τούς πατέρες...
Στό νάρθηκα όμως τής Εκκλησίας ξεχάσθηκε καί την πρόφερε μία φορά καί γύρω του τότε γίνηκε... σεισμός.
Τήν άλλη ήμερα έφθασαν στά Κατουνάκια.
Ό γεροΔανιήλ έμαθε έν ολίγοις τό ιστορικό καί μετά πήρε ιδιαίτερα τόν π. 'Αλύπιο.
Έγώ, τοϋ είπε, δέν είμαι Πνευματικός, άλλά πρέπει νά μάθω λεπτομερώς τήν πνευματική σου ζωή. Θά μοϋ κάνεις λοιπόν γενική έξομολόγηση καί θά περιγράψεις τό πώς σοϋ συνέβη γιά πρώτη φορά τό φαινόμενο.
Εκείνη τή νύχτα άγρυπνοϋσα στό Ναό τοϋ "Αγίου Γεωργίου τοϋ μοναστηριού καί προσευχόμουνα μέ τό κομποσχοίνι. Σέ μία στιγμή χτύπησε ό μάνταλος τής πόρτας. Έγώ συνέχισα άτάραχος τήν προσευχή. Έν τω μεταξύ τά χτυπήματα έγιναν περισσότερα. Ο μάνταλος πήγαινε πάνωκάτω. Σέ λίγο άρχισε νά χτυπάει καί ή πόρτα. "Ενα δυνατό χτύπημα. Δεύτερο δυνατό χτύπημα. Αντιλήφθηκα πώς ήταν κάτι σατανικό. Προχώρησα ώς τήν πόρτα, άλλά δέν είδα τίποτα. Σέ λίγο πάλι χτυπήματα. Βεβαιώθηκα τότε πώς ήταν τοϋ διαβόλου καί δέν έδωσα σημασία. Μέ περισσότερο τώρα ζήλο έλεγα τήν "εύχή". Τά χτυπήματα όμως αύξήθηκαν καί όχι μόνο ή πόρτα, άλλά καί ολόκληρη ή Εκκλησία βρισκόταν σέ μιά περίεργη κίνηση. Άπό τή στιγμή έκείνη, όταν σταματούσα τήν "εύχή" έπαυαν οί κινήσεις. "Οταν τήν έλεγα, άρχιζαν. Έτσι έχουν τά πράγματα, άγιε γέροντα.
Ό γεροΔανιήλ βυθίσθηκε σέ σκέψεις. Πρωτάκουστη περίπτωση. Άλλά δέν τόν έφόβισε. Καί δικαίως, γιατί στούς πνευματοφόρους άνθρώπους τίποτε δέν μένει άνεξήγητο. "Ό πνευματικός", όπως τό γράφει καί ό "Απόστολος, "άνακρίνει πάντα". Γιά μιά στιγμή, σάν νά φωτίσθηκε, ρώτησε τό μοναχό:
Πάτερ Άλύπιε, όταν άρχισαν τά πρώτα έντονα χτυπήματα στήν πόρτα, καί άντελήφθης ότι πρόκειται γιά διαβολική ένέργεια, τί είπες μέ τό λογισμό σου; Τί αισθήματα κυριάρχησαν στήν ψυχή σου; Φόβος καί δειλία ή άταραξία καί περιφρόνηση; "Η μήπως κάτι άλλο τυχόν;
Ό  π.  Άλύπιος  ανέφερε  λεπτομέρειες.  Καί  ό  γεροΔανιηλ  βρήκε  τήν  έξήγηση  τοϋ  φαινομένου:  Καθώς  ό διάβολος δη μιουργοϋσε τό θόρυβο, ό π. Άλύπιος έλεγε μέσα του: "Άς χτυπάει όσο θέλει. Εμένα δέν πρόκειται νά μέ άποσπάσι ι άπό τήν προσευχή μου. Μήπως τά  ίδια δέν έκανε καί στόν Μέγα Αντώνιο; Αύτός τή δουλειά του κι έγώ τή δική μου". Δηλαδή τόν κατέλαβε μία άδιόρατη έκ πρώτης όψεως όμι χλη ύπερηφανείας καί έδειξε πρός τόν έχθρό ύπεροπτικη περιφρόνηση, σάν νά είχε φθάσει στά μέτρα τοϋ Μεγάλου Αντωνίου. Μολυσμένη πιά ή προσευχή του άπό τήν οίηση δέν άνέβαινε εύπρόσδεκτη στό Θεό.
Ό γεροΔανιήλ ανέλυσε σέ βάθος τήνύπόθεση καί συμβούλεψε τόν πολεμούμενο:
 Άπό τώρα καί πέρα λέγε τήν "εύχή" μέ ταπείνωση, με  συντριβή. Νά αισθάνεσαι, όταν τό λές. Νά τό πιστεύεις ότι είσαι ένας άμαρτωλός, ένας ύπόδικος στά μάτια τοϋ Θεού, "Ετσι μόνο θά έλκύσεις τή Θεία Χάρη.Ο ταλαιπωρημένος άπό τό διάβολο μοναχός βρήκε τη θεραπεία του. Προσευχήθηκε ταπεινά καί ειρήνεψε. Ρίχθηκε άπό τότε μέ περισσότερο ζήλο στούς πνευματικούς άγώνες καί στήν κατάκτηση τής ταπεινώσεως. Αναφέρεται σχετικά ότι απέκτησε τό κατά δαιμόνων χάρισμα, άφοϋ μέ τίς προσευχές του ένας δαιμονισμένος, πού τόν έφεραν στήν Ί. Μονή Ξενοφώντος, θεραπεύτηκε»8.
8. Άρχιμ. Χερουβείμ, Σύγχρονες "Αγιορείτικες Μορφές, Δανιήλ ό Κα τουνακιώτης, Εκδόσεις άδελφότητος «Ό Παράκλητος», Ωρωπός Άττικής, 1970, σελ. 4244.
Άν συμβαίνει, λοιπόν, νά μήν αισθανόμαστε ιδιαίτερη συ μπάθεια γιά όσους προσπαθούν νά μάς άπαλλάξουν πραγματικά άπό τούς δαίμονες μας, όπως οί Γεργεσηνοί γιά τόν Χριστό καί άν διαλέγουμε νά θεωρούμε σάν δαιμονοληψίο κάποιες κακόγουστες θεατρικές παραστάσεις καί νά πιστεύουμε ότι ή απελευθέρωση άπό τούς δαίμονες είναι μια διαδικασία μαγική, αύτό είναι έπειδή δέν θέλουμε ούτε εμείς νά δούμε, ούτε οί άλλοι νά δούν τούς δαίμονες πού κρύβουμε μέσα μας, ούτε νά ακολουθήσουμε τό δύσκολο καί έπίπονο, άλλά καί μόνο γνήσιο, τρόπο γιά νά απαλλαγούμε άπ' αύτούς.
Πώς νά τό κάνουμε, ό,τι κι άν λέμε, είμαστε οί άνθρωποι ιών κουμπιών καί τών χαπιών, πού άπαιτούμε άμεσες καί Ανώδυνες λύσεις, έστω καί άν δέν είναι γνήσιες, ή ίσως έπειδή άκριβώς δέν είναι γνήσιες. 


 Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Διατυπώθηκαν ορισμένες προσωπικές απόψεις, γιά τό τί μπορεί νά σημαίνει, γιά τή θέση ένός άνθρώπου στήν Εκκλησία, ή τέλεση πολιτικού γόμου καί ποιές θά μπορούσαν νά είναι ο'ι συνέπειες. Υποστηρίχθηκε λοιπόν, μεταξύ άλλων, ότι έκεΐνος πού κάνει πολιτικό γάμο δέν θά πρέπει νά έχει τή δυνατότητα νά γίνει άνάδοχος, άφοΰ ό άνάδοχος είναι εκείνος πού έχει τήν εύθύνη τής καθοδηγήσεως τού νεοφώτιστου στό δρόμο τής χριστιανικής πίστεως καί ζωής, θά πρέπει όμως νά μπορεί νά γίνει παράνυμφος, αφού ό ρόλος τού παρανύμφου είναι «διακοσμητικός» και ύποστηρίχθηκε άκόμη ότι ή Εκκλησία δέν θά πρέπει νά άρνηθεί σ' αύτόν πού τέλεσε πολιτικό γάμο τίς έξόδιες εύχές της, όταν έκδημήσει, γιατί είναι μιά στοργική μητέρα, πού δέν κλείνει σέ κανένα τήν πόρτα τής άγάπης της.
Τό ζήτημα αύτό είναι άσφαλώς πολύ σοβαρό καί δέν μπορεί νά άφεθεΐ ή άντιμετώπισή του στίς προσωπικές άπόψεις οποιουδήποτε, άλλά είναι απαραίτητο νά άναζητηθεί κατάλληλα ή γνήσια θέση τής Εκκλησίας καί νά διατυπωθεί έγκυρα.
Είναι πάντως βέβαιο, ότι τό ζήτημα αύτό είναι περίπλοκο καί είναι άπαραίτητο, γιά νά άντιμετωπισθεί, νά δοθεί προηγουμένως άπάντηση στό έρώτημα, ποιός μπορεί νά θεωρείται μέλος τής Εκκλησίας. Λέγεται συχνά, καί πολύ σωστά, ότι ή Εκκλησία δέν είναι μιά κοινότητα καθαρών και επομένως, δέν παύει νά είναι κανείς μέλος τής Εκκλησίας έπειδή άμάρτησε καί προστίθεται ότι μέλη τής Εκκλησίας είναι όσοι έχουν βαπτιστεί καί συμμετέχουν στά μυστήρια. Μέ αύτό τό τελευταίο όμως αρχίζουν οί περιπλοκές. Πώς καθορίζεται τό άν συμμετέχει κανείς στά μυστήρια ή όχι; Είναι θέμα χρονικό; Υπάρχει δηλαδή κάποιο χρονικό όριο συμμετοχής στά μυστήρια πού, όταν  κανείς  τό  ύπερβεί, άποκόπτεται άπό  τό  σώμα τής  Εκκλησίας; Καί  άν  ναί, πώς έξακριβώνεται ότι κάποιος ύπερέβη τό όριο, καί τί γίνεται γι' αύτούς πού είναι έξακριβωμένο ότι δέν μετέχουν στά μυστήρια; Είναι άποκομμένοι άπό τό σώμα τής Εκκλησίας καί έπομένως δέν μπορούν νά συμμετάσχουν σέ οποιαδήποτε μορφή έκκλησιαστικής ζωής; Δηλαδή πρέπει ή Εκκλησία νά άρνηθεΐ τό μυστήριο τοϋ γάμου καί τίς έξόδιες εύχές σ' αύτόν πού μετά τήν παιδική ήλικία δέν μετάλαβε ποτέ τών άχράντων μυστηρίων; Ή πρέπει νά άρνηθεΐ νά ορκίσει στό όνομα τής άγίας Τριάδος τό δημόσιο άνδρα πού άναλαμβάνει κάποιο κρατικό άξίωμα, όταν είναι βέβαιο ότι δέν συμμετέχει στή μυστηριακή ζωή τής Εκκλησίας;
Ή εκκλησιαστική διοίκηση στήν Ελλάδα έχει άποφύγει νά άντιμετωπίσει αύτή τήν περίπλοκη πραγματικότητα, σάν νά μήν ύπάρχει καί σάν νά συνεχίζεται τό παλαιό καθεστώς, όπου τό γένος ταυτιζόταν μέ τήν Εκκλησία καί, μ' έξαίρεση τούς δεδηλωμένους αιρετικούς, έκ τών πραγμάτων σέ κανένα δέν θά μπορούσε νά άμφισβητηθεΐ ή ιδιότητα τού μέλους τής Εκκλησίας.
Βέβαια, άκούγονται  συχνά  οί  φωνές  κάποιων  «ζηλωτών»  , οί  όποιοι  θά  ήθελαν  νά  λειτουργήσει  κάποιο άνακριτικό όργανο στήν Εκκλησία ανάλογο μέ τήν Ιερά "Εξέταση, μέ τήν άπαραίτητη καί κατάλληλα έκπαιδευμένη αστυνομική δύναμη, πού θά άνακαλύπτει ποιοί έχουν έκπέσει τής ιδιότητας τοϋ μέλους τής Εκκλησίας, έπειδή δέν πληρούν τίς άπαραίτητες προϋποθέσεις. Άλλά αύτές οί φωνές μάλλον δέν έκφράζουν τή θέση τής "Εκκλησίας.
Δέν θά πρέπει όμως νά παύουν νά είναι μέλη τής 'Εκκλησίας εκείνοι πού διαδηλώνουν ότι δέν θέλουν νά είναι μέλη τής Εκκλησίας; Άλλά πώς θά πρέπει νά δηλώσει κανείς ότι δέν θέλει νά είναι μέλος τής Εκκλησίας, γιά νά ληφθεί ύπ' όψη ή δήλωσή του; Μόνο προφορικά ή γραπτά; Λέν ύπάρχουν άλλοι τρόποι μέ τούς όποιους μπορεί νά γίνει αύτό; Μήπως ή τέλεση τού πολιτικού γάμου είναι ένας άπ' αύτούς; Καί, άν είναι, τότε, άν έπιβάλλουμε στό άτομο πού είχε τελέσει πολιτικό γάμο μιά έκκλησιαστική κηδεία, όταν τό άτομο αύτό έκδημήσει, θά δείξουμε φιλανθρωπία ή έλλειψη σεβασμού γιά τή θεόσδοτη έλευθερία του; Καί έπομένως θά έχει σάν κίνητρο αύτή ή ένέργειά μας τήν άγάπη ή μήπως θά είναι μιά προσπάθεια δημιουργίας δημοκοπικών έντυπώσεων; Άκόμη, μήπως μιά τέτοια «φιλάνθρωπη» στάση είναι ένας δόλιος ή έστω άδολος στρουθοκαμηλισμός, ό όποιος τελικά θά μεταβάλλει τήν όρατή Εκκλησία σέ γραφείο τελετών, πού άπλώς θά έξασφαλίζει ένα καλό εισόδημα στό προσωπικό του;
Πρίν άπό τήν καθιέρωση τού πολιτικού γάμου, ή άναγκαστική έπιβολή τοϋ έκκλησιαστικοϋ γάμου σέ ανθρώπους πού δήλωναν ότι δέν ήθελαν νά έχουν καμιά σχέση μέ τήν Εκκλησία, τήν όποία συχνά διακωμωδούσαν προκλητικά, λειτούργησε κατ' αύτό τόν τρόπο. Καί τώρα δέν θά πρέπει νά πανηγυρίζουμε πού είναι τόσο μεγάλο τό ποσοστό έκείνων πού συνεχίζουν νά τελούν έκκλησιαστικό γάμο, γιατί οί πιό πολλοί τό κάνουν έπειδή ό ναός καί οί παπάδες μέ τά άμφιά τους προσφέρουν μιά πολύ πιό έντυπωσιακή τελετή άπό εκείνη τού Δημαρχείου.
"Οσον  άφορά  τήν  άποστροφή  πού  φαίνεται  νά  αισθάνονται  πολλοί  γιά  τήν  έκκλησιαστική  πράξη  τοϋ άφορισμοϋ,  ίσως  νά  μήν  οφείλεται  στή  φιλάνθρωπη  διάθεσή  τους,  όπως  θέλουν  νά  νομίζουν,  άλλά  νά οφείλεται σέ μιά τραγική άγνοια καί παρεξήγηση. Ή πράξη τής διατυπώσεως ένός εκκλησιαστικού άφορισμοϋ, άπό τόν έπίσκοπο τής τοπικής Εκκλησίας ή μιά σύνοδο, δέν είναι πράξη δικαστική, ούτε είναι πράξη άξιολογήσεως τής πνευματικής καταστάσεως ενός άνθρώπου. Ή Εκκλησία, όπως καί ό ιδρυτής της, δέν είναι στόν κόσμο γιά νά τόν κρίνει, άλλά γιά νά τόν σώσει   Η Εκκλησία επομένως δέν είναι δικαστήριο άλλά νοσοκομείο, όπως έπιμένουν νά τονίζουν οί πατέρες τής Εκκλησίας καί όλες της οί πράξεις είναι θεραπευτικές καί σωστικές. Ή διατύπωση τού αφορισμού δέν είναι ό άφορισμός. Ό άνθρωπος γιά τόν οποίο διατυπώνεται ό άφορισμός, είναι ήδη αύτοαφορισμένος καί ή διατύπωση τού άφορισμού είναι μιά πράξη διαγνώσεως τής καταστάσεώς του πού, όπως κάθε ιατρική διάγνωση, δέ δημιουργεί τήν κατάσταση πού διαγνώνει, άλλά είναι τό πρώτο άπαραίτητο βήμα γιά τή θεραπεία της. Ή διατύπωση τού άφορισμού ούσιαστικά είναι μιά πράξη κατ' εξοχήν φιλάνθρωπη. Ή άρχαία "Εκκλησία τοποθετούσε τόν αύτοαποκομμένο στό νάρθηκα τού ναού προσκλαίοντα, γιά νά τόν βοηθήσει έτσι νά συνειδητοποιήσει τήν πραγματική θέση του στήν Εκκλησία. Θά ήταν φοβερά άπάνθρωπο νά βλέπουμε έναν άνθρωπο πού βρίσκεται ούσιαστικά έκτός τής "Εκκλησίας, χωρίς νά τό ύποπτεύεται καί νά μήν κάνουμε τίποτε νά τόν βγάλουμε άπό τήν ολέθρια πλάνη του, όπως θά ήταν άπάνθρωπο νά βλέπουμε κάποιον πού, χωρίς νά τό ξέρει, τρώει δηλητηριασμένη τροφή καί νά τόν άφήνουμε νά παραμένει στή θανατηφόρα άγνοιά του.
«Αν συμβαίνει ή σκέψη τής διατυπώσεως ένός άφορισμού νά μάς προκαλεί τώρα τόσο άποτροπιασμό, αύτό όφείλεται στό ότι έχουμε άποδεχθεί έντελώς τήν άντίληψη ότι ή Εκκλησία είναι δικαστήριο καί ότι οί κληρικοί είναι δικαστές, πού άποφαίνονται ποιοί άνθρωποι είναι καλοί καί ποιοί κακοί, ποιοί θά πάνε στόν παράδεισο καί ποιοί στήν κόλαση.»
Στήν πραγματικότητα, τό έπιτίμιο τού άποκλεισμοϋ άπό τή Θεία Εύχαριστία είναι άφορισμός, πού ή έπιβολή του έχει αύτό τό διαγνωστικό καί θεραπευτικό χαρακτήρα, γιά τόν όποιο έγινε λόγος.
Χρειάζεται νά έχει πολλή άγάπη κανείς γιά έναν άνθρωπο γιά νά τού πει ότι κάτι δέν πάει καλά στή ζωή του, πού  αύτός ό ίδιος δέν τό ύποπτεύεται, γιατί, μεταξύ άλλων, κανείς δέν αισθάνεται συμπάθεια γι' αύτόν πού τοϋ λέει κάτι δυσάρεστο.
Τέλος, άξίζει  νά λεχθεί, ότι  ό  ρόλος  τοϋ  παρανύμφου δέν  είναι  διακοσμητικός. Τίποτε δέν  είναι  άπλώς διακοσμητικό στή ζωή τής Εκκλησίας, άκόμη καί στήν αρχιτεκτονική ή τή ζωγραφική. Ό,τι χρησιμοποιείται στή ζωή τής Εκκλησίας μας είναι στοιχείο λειτουργικό, άκόμη καί όταν, έκ πρώτης όψεως, φαίνεται διακοσμητικό. Άν συμβαίνει κάποτε νά γίνονται μόνο διακοσμητικά ορισμένα στοιχεία τής εκκλησιαστικής μας ζωής, αύτό είναι άποτέλεσμα κάποιας διαστροφής. "Ετσι, πολλά, άρκετά σημαντικά, στοιχεία τής έκ κλησιαστικής μας ζωής έχουν καταντήσει διακοσμητικά. Διακοσμητικός είναι πολύ συχνά ό ρόλος τοϋ άναδόχου καί γιά πολλούς άνθρώπους διακοσμητικό στοιχείο τής ζωής τους είναι κι αύτή ή ίδια ή βάπτιση.
Στήν  πραγματικότητα,  ή  παράδοση  τής  Εκκλησίας  έχει  άναθέσει  στόν  παράνυμφο  τό  πολύ  σοβαρό λειτούργημα νά είναι στό γάμο ή προσωποποιημένη παρουσία τής κοινότητας, έξω άπό τήν όποία δέν μπορεί νά ύπάρξει ό γάμος καί τήν όποία ό παράνυμφος πρέπει νά άντιπροσωπεύσει, προσφέροντας πρακτικά καί άποφασιστικά μιά εξωτερική καί άμερόληπτη συμπαράσταση στούς συζύγους, στήν προσπάθειά τους νά πραγματοποιήσουν τό «έσονται οί δύο εις σάρκα μίαν».
Τό έπιμύθιο τής ιστορίας είναι ότι ή Εκκλησία καλείται νά αντιμετωπίσει τήν καινούρια πραγματικότητα πού δημιούργησε ή έποχή μας, ένσαρκώνοντας καί πάλι γι' αύτήν τόν αιώνιο Λόγο τοϋ Θεοϋ, καί τό έργο αύτό θά έπιτελεσθεί μέ πόνο, μέ άγωνία, μέ αύτοανάλωση καί μέ γνήσιο καί άμεσο ένδιαφέρον καί άγάπη γιά τό σημερινό άνθρωπο, πού χτυπιέται άνελέητα άπ' αύτή τήν πραγματικότητα. "Ο,τι δέν είναι έκφραση βαθειάς άγωνίας καί πόνου καί σταυρωμένης έμπρακτης αγάπης, δέν είναι ούσιαστική άντιμετώπιση αύτής τής νέας πραγματικότητας.

χριστος



Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΗΘΟΣ ΑΗΘΕΣ
Π.ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |