ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 10. Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ό Ε'

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

10. Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ό Ε'



NTIKON

Ό Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ό Ε' περιφρόνησε τίτλους καί αξιώματα δόξης καί τιμής καί παντός είδους ματαιοδοξία, έγκατέλειψε τά εγκόσμια καί κατετάγη σάν υποτακτικός καί άπλός μοναχός στή συνοδεία τής Καλύβης τών «Αγίων Αποστόλων», ποό είναι κάτω άπό τό Κυριάκό τής Σκήτης.
Ή Καλύβη αυτή είχε ένα κτήμα με ελαιόδεντρα κάτω στήν παραλία. τό όποιο καλλιεργούσαν οί πατέρες γιά άσκηση καί σκληραγωγία τού σώματος αφενός καί γιά ένα μικρό εισόδημα προς συντήρηση τών άδελφών άφετέρου.
Ό Πατριάρχης Κύριλλος, παρ’ όλη τήν προχωρημένη ήλικία του, πήγαινε πρώτος στο κτήμα νά βοηθήσει καί νά δίνει θάρρος στους αδελφούς, γιά νά έργάζονται με προθυμία. Επειδή όμως ήταν πολύ άπότομη ή άνηφόρα καί κατηφόρα, πολύ κουραστική σε νέους, πολύ δε περισσότερο σε γέρους, γιά τό λόγο αύτό καί με τήν άδεια τού Γέροντα τής Καλύβης, δόθηκε στον Πατριάρχη ένα υποζύγιο, γιά νά τον κατεβάζει καί ανεβάζει άπό τό κτήμα στο σπίτι.
Μία πολύ ζεστή καλοκαιρινή μέρα, στή μεγάλη ζέστη τού καλοκαιριού, τό γαϊδουράκι καταϊδρωμένο άνέβαζε τόν Πατριάρχη άπό το κτήμα στό σπίτι. Στό δυσκολότερο μέρος τού δρόμου ό Πατριάρχης είδε δόο νέους νά σκουπίζουν τόν ιδρώτα άπό τό πρόσωπο των διερχομένων. Όταν πλησίασε ό γάιδαρος πού μετέφερε τόν Πατριάρχη, οί νέοι σκούπισαν τόν ιδρώτα άπό τό ζώο. Ό Πατριάρχης, μόλις είδε τούς λαμπρούς έκείνους νέους νά σκουπίζουν μόνο τόν ιδρώτα τού ζώου, πειράχτηκε πού δεν σκούπισαν κι αυτόν καί μέσα του παραπονύθηκε καί είπε: «Περίεργο πράγμα, τό ζώο σκούπισαν καί όχι εμένα, άραγε είμαι χειρότερος άπό τό γαϊδούρι;» Τότε οί λαμπροφόροι νέοι εξαφανίστηκαν κι ό Πατριάρχης ακούσε μία φωνή νά τού λέει: «Έμείς σκουπίζουμε μόνον αυτούς πού ιδρώνουν άπό τόν κάματο τής εργασίας καί οχι αύτοός που ιδρώνουν από τήν άνάπαυση καί τις καιρικές συνθήκες».
"Υστερα απ’ αυτό ό Πατριάρχης δεν μεταχειρίστηκε τό ζώο, άλλ’ όταν μπορούσε πήγαινε κι αυτός με τα πόδια, για να έχει μισθό όπως καί οί άλλοι πατέρες.
Αφού παραιτήθηκε από όλα του τα αξιώματα, όπως είπαμε, έζησε σαν καλός υποτακτικός, έκτισε τήν εκκλησία «των Αγίων Αποστόλων» καί ανακαίνισε τήν Καλύβη εκ θεμελίων, ή όποια μέχρι σήμερα λέγεται τού Πατριάρχου. Προείδε καί προείπε τό θάνατό του καί κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο πλήρης ήμερων. "Εφυγε άπό τον κόσμο τούτον με όσιακό θάνατο, διότι ολόκληρο 24ωρο έλαμπε άπό χαρά τό πρόσωπό του, άπό τις οπτασίες καί έπισκέψεις τών Άγιων Αγγέλων καί τών Όσιων άγιορειτών πατέρων, ένώπιον τών όποιων παρέδωκε στον Ποιητή καί Πλάστη καί Θεό ήμών τήν άγια καί μακαρία του ψυχή! Αυτοί οί άξιοι ιεράρχες ζούν αιώνια κοντά στον Θεό.


Ό γερο-’Αρτέμιος καί ή σπηλιά



Ό Γέροντας τής Καλύβης «Αγία Τριάς», Ζαχαρίας μοναχός, μάς διηγήθηκε τό άκόλουθο γεγονός: Ήταν άνοιξη τού 1920. Ό γερο-Άρτέμιος άπό τή Σκήτη τής Αγίας ’Άννης, νέος μοναχός τότε, ξεκίνησε νά πάει, μέ εντολή τού Γέροντά του, στο Μοναστήρι τής Μεγίστης Λαύρας. Πριν φτάσει στο Ησυχαστήριο τού «ΚυρΉσαΐα», έχασε τό δρόμο, πήρε άγνωστο μονοπάτι καί σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μιά σπηλιά.
Ήταν άκόμη πρωί. Άπό περιέργεια προχώρησε μέσα στή σπηλιά καί έκεί διέκρινε χνάρια άνθρώπου. Είπε τή γνωστή προσευχή «Δι ευχών τών άγιων πατέρων ήμών, Κύριε Ίησού Χριστέ ό Θεός ήμών, έλέησον ήμάς» καί περίμενε νά άκούσει, όπως συνηθίζουν οί πατέρες νά λένε, τό «Αμήν», αλλά δέν πήρε καμμιά απάντηση.
Προχώρησε περισσότερο μέσα καί στο βάθος διέκρινε ένα μικρό σταμνί μέ λίγο νερό. Σκέφτηκε πώς κάπου έκεί κοντά θά πρέπει νά βρίσκεται κάποιος ασκητής έρημίτης. Περίμενε λίγο, τού φάνηκε πώς αίσθάνθηκε ευωδία σάν μοσχολίβανο, άλλά άνθρωπος δέν φαινόταν πουθενά. Τότε φώναξε καί πάλι τό «Δι’ ευχών...», άλλά άπόκριση δέν πήρε. Σκέφτηκε νά περιμένει γιά λίγο, βγήκε έξω άπό τή σπηλιά.
παρατήρησε τό μέρος δεξιά αριστερά, άλλα δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, ακούσε μόνο ένα μικρό θόρυβο. Ξεκίνησε να φύγει, κι όταν έφτασε στη Λαύρα, διηγήθηκε τό περιστατικό. Οί πατέρες στο μοναστήρι, που γνώριζαν καλά τά μέρη έκεινα, είπαν στο μοναχό Αρτέμιο ότι εκτός άπό τή σπηλιά τού «Παχωμίου» δεν υπάρχει άλλη έκεΐ κοντά.
Την άλλη μέρα, μαζί μέ άλλους τρεις άδελφοός τού μοναστηριού, ξαναπήγαν στό μέρος εκείνο, γιά νά δουν καί αύτοί την τοποθεσία, άλλά δεν μπόρεσαν νά βρουν τίποτε. Μόνον σε ένα σημείο αίσθάνθηκαν όλοι μία ουράνια ευωδία καί άρωμα μοσχολίβανου. ποό τους έκανε νά καταλάβουν πώς κάτι τό ύπερφυσικό υπήρχε στό μέρος έκείνο τού εύλογημένου Αγίου ’Όρους.

Σπηλιά στον Αγιο Παντελεήμονα


Πριν άπό 43 χρόνια, τό 1936, συνέβη κάτι παρόμοιο στή Σκήτη τής Αγίας ’Άννης. Πάνω άπό τή Σκήτη αύτή βρίσκεται ένα έκκλησάκι τού Αγίου Παντελεήμονος μέ σπηλιά. Έκεί κοντά υπάρχουν κι άλλες σπηλιές, γιά τις όποίες  είχαμε άκούσει θαυμαστά πράγματα. όπότε πριν άπό πολλά χρόνια άποφασίσαμε μέ τον Γέροντά μου, Ιωακείμ μοναχό, νά πάμε καί εμείς έκεΐ. Φτάσαμε μέ κόπο μπροστά στή σπηλιά, μπήκαμε μέσα καί είδαμε ίχνη που φανέρωναν πώς κάποιος εύλογημένος άνθρωπος θά πρέπει νά μένει σ’ αυτήν. Προχωρήσαμε πιο μέσα, είδαμε ένα σταμνάκι μέ νερό καί πιό ψηλά, στό όψος ένάμισυ άνθρώπου, υπήρχε καί άλλη σπηλιά, μικρότερη άπό τήν πρώτη. Προσπαθήσαμε νά βρούμε τρόπο γιά ν’ άνέβουμε ως έκεΐ, άλλά τούτο ήταν άδύνατο, γιατί τό μέρος ήταν πολύ άπότομο. Τότε στό βάθος τής σπηλιάς αυτής διακρίναμε μία κακοφτιαγμένη σκάλα. Φαίνεται πώς μ’ αυτήν ό έρημίτης κάτοικος τής σπηλιάς άνέβαινε καί κατέβαινε στό καταφύγιό του καί γιά νά μήν τον ένοχλοϋν οί τυχόν έπισκέπτες, μέ τό προορατικό χάρισμα πού τού είχε χαρίσει ό Θεός σάν άντιμισθία τής αύταπαρνήσεως καί των πολλών άσκητικών του κόπων, προαισθανόταν τον έρχομό τού έπισκέπτη κι άμέσως άνέβαινε στήν κρυφή σπηλιά του τραβώντας τή σκάλα, γιά νά μήν μπορεί κανείς άλλος ν’ άνέβει. Είπαμε μέ τόν Γέροντα τρεις φορές τό «Δι’ εύχών...» άλλά καμμιά άπόκριση δέν λάβαμε. Τότε άρχίσαμε τούς χαιρετισμούς τής Παναγίας κι έκεί πού κοντεύαμε νά τελειώσουμε, όταν λέγαμε τό «Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», «Ω πανύμνητε Μήτερ, ή τεκούσα τών πάντων αγίων άγιώτατον Λόγον...» καί κάναμε τρεις μεγάλες γονυκλισίες, ήρθε έντονη εύωδία μοσχολίβανου καί όλη ή σπηλιά γέμισε άπό άρρητη ευωδία! Περιμέναμε λίγο, μήπως εύδοκήσει ό Πανάγαθος Θεός νά βγει ό εύλογημένος έκείνος ερημίτης που άσφαλώς θά ήταν μέσα στη μικρή σπηλιά, άλλά δέν είδαμε τίποτε κι έπειδή άρχισε νά σκοτεινιάζει, κάμαμε τρεις μετάνοιες, δοξάσαμε τόν Θεό καί φύγαμε, θεωρώντας τους εαυτούς μας άνάξιους νά δούμε έναν τέτοιο άγιο άνθρωπο. Τά κρίματα τού Κυρίου είναι άνεξερεύνητα. «Ώ βάθος πλούτου καί σοφίας καί γνώσεως Θεού» (Ρωμ. ια' 33), διότι, όταν δοκιμάσαμε κάποια άλλη φορά νά έπισκεφθούμε τή σπηλιά αύτή. δέν βρίσκαμε τίποτε άπό έκείνα που είχαμε ίδεί. Άσφαλώς ό κάτοικος τής σπηλιάς εκείνης κατάλαβε πώς κάποιοί άνακάλυψαν τά ίχνη του καί αποφάσισε νά άλλάξει κατοικία. Μ’ αύτόν τόν τρόπο οί ευλογημένοι εκείνοι πατέρες άπέφευγαν τή δόξα τών άνθρώπων, γιά νά βρούνε δόξα καί παρρησία κοντά στον Θεό, γιά τόν όποίον «άπαυστος ό θείος πόθος έγένετο».


Άγιοι στη Σκήτη τής Αγίας ’Αννης


           
Ή Ιερά Σκήτη τής Αγίας ’Άννης έχει δώσει στή Μητέρα Εκκλησία δεκατέσσερις Αγίους, Όσιους καί Νεομάρτυρες:
1.         τόν όσιο Γερόντιο τόν Κτίτορα,
2.         τόν όσιο Ιερομόναχο Σωφρόνιο, ό βίος τού όποιου μοιάζει άπόλυτα μέ τόν βίο τού άγιου Αλεξίου «τού ανθρώπου τού Θεού»,
3.         τόν όσιομάρτυρτα Νικόδημο, που μαρτύρησε στο Έλβασάν τής Βορείου Ηπείρου,
4.         τόν όσιομάρτυρα Μακάριο τόν έκ Κίου τής Βιθυνίας, πού μαρτύρησε στην Προύσα,
5.         τόν όσιομάρτυρα Κοσμά, που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
6.         τόν όσιομάρτυρα Λουκά έξ Άνδριανουπόλεως, πού μαρτύρησε στή Μυτιλήνη,
7.         τόν όσιομάρτυρα Ίλαρίωνα άπό την Κρήτη, που μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη,
8.         τον όσιομάρτυρα Νικήτα τον Τραπεζούντιο, πού μαρτύρησε στις Σέρρες.
9.         τον όσιομάρτυρα Δαυίδ έκ Κυδωνιών Μ. Ασίας, πού μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη.
10.       τόν όσιομάρτυρα Παύλο έκ Σοπωτού Πελοπόννησου, πού μαρτύρησε στην Τρίπολη,
11.       τόν όσιομάρτυρα Νεκτάριο, πού μαρτύρησε στα Βούρλα τής Μ. Ασίας,
12.       τόν όσιο Γεράσιμο,
13.       τόν όσιο Νήφωνα και
14.       τόν όσιο Σάββα, μαθητή τού αγίου Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως, ό όποίος κοιμήθηκε όσιακό κα'ι αιώνιο ύπνο τό σωτήριο έτος 1948 στη νήσο Κάλυμνο, όπου μέχρι σήμερα βρίσκεται τό ιερό σκήνος του, σώο καί αδιάφθορο καί εκπέμπει άρρητη εύωδία, προς δόξαν Θεού, άλλα καί καταισχύνη τών υπό τού σατανά πλανωμένων, οί όποίοι  βλασφημούν άμφισβητούντες τήν αγιότητα τού μεγάλου φωστήρος τής Μητέρας Εκκλησίας αγίου Νεκταρίου τού θαυματουργού.
Εκτός τών επωνύμων τούτων Όσιων καί Όσιομαρτύρων, ή 'Ιερά Σκήτη τής Αγίας ’Άννης έχει πλήθος Αγίων καί Όσίών, οί όποίοι  από ύπερβολική ταπείνωση δεν θέλησαν να είναι γνωστοί στούς άνθρώπους. Όπως θά δούμε από τήν αρχή καί μέχρι τό τέλος αυτού τού βιβλίου, σ’ ολόκληρο τό Άγιον Όρος θά βρούμε περισσότερους άγνωστους αγίους παρά γνωστούς.


Υπόδειγμα άγνού καί αληθινού ύποτακτικού



Ό Γέροντας τής Καλύβης «τών Αρχαγγέλων» στή Σκήτη τής Αγίας ’Άννης, Άνανίας Ιερομόναχος, έστειλε τόν υποτακτικό του Μιχαήλ μοναχό στή Δάφνη για επείγουσα έργασία, με ρητή έντολή νά επιστρέφει τό βράδυ στήν Καλύβη τους.
Ή συγκοινωνία Δάφνης  Αγίας ’Άννης γινόταν τότε με βάρκες με κουπιά, αφού δεν είχαν βγει ακόμη οί μηχανές. Καί γιά τό λόγο αύτό ύλες οί ασκητικές Καλύβες πού βρίσκονταν κοντά στήν παραλία διατηρούσαν ψαρόβαρκες με τίς όποίες  πήγαιναν καί στή Δάφνη.
Ό μοναχός Μιχαήλ, που ήταν ένας άπό τους πιο καλούς καί συνεπείς υποτακτικούς, ξεκίνησε τό πρωί μέ τή βάρκα τού γερο-Γιωργάκη, ό όποίος, έπειδή δεν είχε άλλο εργόχειρο, έκανε μέ τή βάρκα του τή συγκοινωνία ΔάφνηΆγιάννα. ’Έφτασε στή Δάφνη, τελείωσε εκεί τήν έργασία για τήν όποια πήγε, άλλ’ έν τώ μεταξύ ό καιρός χάλασε, έπεσε στή θάλασσα δυνατός αέρας καί ξεσηκώθηκε απότομα μεγάλη θαλασσοταραχή μέ θεόρατα κύματα. Άπό τούς πατέρες πού είχανε πάει στή Δάφνη, επειδή ήταν αδύνατο να γυρίσουν στις Καλύβες τους, άλλοι πήγαν στά γειτονικά έκεί Μοναστήρια. Σίμωνος Πέτρας καί Ξηροποτάμου, κι άλλοι ξεκίνησαν μέ τα πόδια γιά τις Καρυές. Αυτό γινόταν τακτικά καί οί πατέρες ήταν μαθημένοι νά φέρουν κι αύτόν τό σταυρό τής πρόσθετης ταλαιπωρίας κι έτσι φορτωμένοι τούς τορβάδες μέ τα ψώνια, πήγαιναν αγόγγυστα μέ τα πόδια. Μέ τό κομποσχοίνι στό χέρι καί τήν εύχή στο στόμα καί τήν καρδιά, τελείωναν τις έργασίες τους, μέχρι πού βγήκαν μετά τό 1933 οί μηχανές καί τα μοτεράκια καί γλύτωσαν άπό τό πρόσθετο αυτό μαρτύριο.
Ό άδελφός Μιχαήλ, ένας άπλός μοναχός, αγαθός καί άκακος, έμεινε κοντά στήν παραλιακή άκτή, στό λιμάνι τής Δάφνης καί περίμενε τή θάλασσα, πού άφριζομανούσε μέ τά θεόρατα κύματά της, νά γαληνέψει καί δέν έννοοϋσε ν’ άπομακρυνθεΐ, παρ’ όλο πού ήταν στενοχωρημένος, γιατί είχε έντολή άπό τό γέροντά του νά γυρίσει οπωσδήποτε τό βράδυ στό σπίτι. Εκεί πού έκανε αυτές τις σκέψεις, βλέπει μπροστά του δύο λαμπροφορεμένους νέους, πού τον ρώτησαν γιά τό λόγο τής στενοχώριας του. Κι αύτός τούς είπε:
        ’Έχω έντολή άπό τόν Γέροντά μου νά γυρίσω οπωσδήποτε τό βράδυ καί νά μή μείνω ούτε μία βραδιά έξω άπό τήν άσκητική μας Καλύβη.
Οί νέοι τού είπαν:
        Θέλεις νά μπεις στή βάρκα μας, νά σέ πάμε έμείς στον Γέροντά σου; 'Ο άδελφός Μιχαήλ μετά χαράς δέχθηκε τήν πρόταση των νέων, μπήκε στή βάρκα τους καί ό ένας άπό τούς νέους πήρε τά κουπιά τής βάρκας, τά κούνησε δυότρείς φορές καί ξαφνικά βρέθηκαν στό λιμανάκι τής Αγίας ’Άννης (ας σημειωθεί ότι  σήμερα τά πετρελαιοκίνητα μοτεράκια άπό τή Δάφνη μέχρι τήν Άγιάννα κάνουν δύο περίπου ώρες νά φθάσουν, καί τότε μέ τά κουπιά ήθελαν περισσότερο άπό 5 ώρες).
Ό μοναχός Μιχαήλ, ευρισκόμενος ύπό τή σκέπη τής ύπακοής, δεν κατάλαβε τίποτε άπό τό ύπερφυσικό αυτό φαινόμενο καί άπό τή χαρά του πού φθάσανε νωρίς, άφοϋ βγήκε στην παραλία τής Αγίας ’Άννης, εύχαρίστησε τούς δύο λαμπρούς εκείνους νέους γιά την καλοσύνη πού τού έδειξαν, κι ανέβηκε σχεδόν τρέχοντας τόν ανήφορο, γιά νά φτάσει γρήγορα στον Γέροντά του.
Στο δρόμο τόν συνάντησε ό π. Γαβριήλ, όπως τού φάνηκε, άπό τήν Καλύβη «Ευαγγελισμός τής Θεοτόκου» καί άφοϋ χαιρετήθηκαν καλογερικά, «Ευλογείτε», «Ό Κύριος», ό π. Γαβριήλ ρώτησε τόν ύποτακτικό Μιχαήλ άπό πού ερχόταν καί γιατί ήταν τόσο βιαστικός. Ό π. Μιχαήλ απάντησε στο μοναχό ότι ό Γέροντας τόν είχε στείλει στη Δάφνη νά πάρει τρόφιμα καί νά γυρίσει τό βράδυ στο σπίτι, αλλά επειδή ό καιρός χάλασε καί ή θάλασσα είχε μεγάλη φουρτούνα, ή βάρκα τού γερο-Γιωργάκη πού κάνει τή συγκοινωνία, δεν μπορούσε νάρθει. Κι έ'τσι τόν πήραν δύο νέοι καί τόν έ'φεραν άπό τή Δάφνη μέ τή δική τους βάρκα καί τώρα έτρεχε νά φτάσει νωρίς στον Γέροντά του. γιά νά μή τόν μαλώσει καί τού βάλει Κανόνα  αύστηρή προσευχή καί νηστεία.
Τότε ό φαινόμενος μοναχός Γαβριήλ, ρώτησε τόν ύποτακτικό Μιχαήλ πού ήταν αύτοί οί νέοι πού τόν έφεραν μέ τή βάρκα τους κι αύτός απάντησε πώς έμειναν κάτω στήν παραλία, αλλά, έπειδή εκείνος έφυγε βιαστικά, δέν τούς ρώτησε πού θά μείνουν. Ό μοναχός Γαβριήλ λέγει στον καλό ύποτακτικό: «Αδελφέ, γιά ρίξε μία ματιά προς τή θάλασσα». Γύρισε καί είδε πώς ή θάλασσα είχε άσπρίσει άπό τούς άφρούς καί τά κύματά της σκέπαζαν, όχι μόνον τό λιμανάκι. αλλά καί όλη τήν παραλία μέχρι τά βράχια. Ούτε βάρκα ούτε ψυχή φαινόταν πουθενά.
Ό φαινόμενος μοναχός Γαβριήλ έγινε άφαντος άπό τά μάτια τού ύποτακτικού Μιχαήλ, ό όποίος συνήλθε άπό τήν έκσταση. Ή τυφλή ύπακοή προς τόν Γέροντά του τόν είχε μέχρι τή στιγμή έκείνη σκεπάσει καί μόνο τότε κατάλαβε πώς οί δύο έκείνοι νέοι ήταν, ό μέν ένας, πού πήρε τά κουπιά τής βάρκας άπό τή Δάφνη καί τά κούνησε τρεις φορές, ό Αρχάγγελος Μιχαήλ, ό δέ άλλος, πού παρουσιάστηκε μπροστά του μέ τό σχήμα τού μοναχού Γαβριήλ άπό τήν Καλύβη «Ευαγγελισμός», ό Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Τά μάτια τού καλού υποτακτικού Μιχαήλ μοναχού πλημμύρισαν άπό δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τούς Αρχαγγέλους και μ’ όλη τή δύναμη τής ψυχής και τού σώματος έτρεξε νά αναγγείλει τό θαύμα των Αρχαγγέλων στον Γέροντά του.
Όταν έφτασε στήν Καλύβη, βρήκε τόν Γ έροντά του. Άνανία Ιερομόναχο, γονατιστό μπροστά στήν εικόνα τών Αρχαγγέλων νά προσεύχεται και νά παρακαλεί τόν Θεό καί τούς Αρχάγγελους, πού στο μέσον τής είκόνος έχουν τόν Δεσπότη Χριστό. Μέ δάκρυα στά μάτια ζητούσε νά βοηθήσουν τόν ύποτακτικό του Γαβριήλ νά έπιστρέψει. Καί ιδού ό Πανάγαθος Θεός εισακούει τήν προσευχή τού Γέροντα και μέ τήν πρεσβεία τών Αγίων καί τών δούλων Του «αμ’ έπος, άμ’ έργον» γοργά εισακούει καί κάνει τό θέλημα τών φοβουμένων Αύτόν [3]

[3]  Βλέπετε όμως , αδελφοί, ότι δέν ήταν μόνον ό ύποτακτικός θεοφοβούμενος καί συνεπής στίς υποχρεώσεις του. άλλα κι ό Γέροντας του ήταν άγρυπνων καί προσευχόμενος καί παρακαλών τόν Θεό νά βοηθήσει καί νά σκεπάσει τόν ύποτακτικό του άπό κάθε κακό. Έτσι έρχεται ή χάρις καί ό φωτισμός τού Θεού στόν Γέροντα, άλλά καί ή πληροφορία στόν ύποτακτικό νά υπακούει τυφλά καί νά έχει άπόλυτη εμπιστοσύνη στόν Γέροντα καί πνευματικό καθοδηγητή του. Δέν πρέπει λοιπόν νά ζητούμε τά πάντα τέλεια άπό τόν ύποτακτικό, άλλά θά πρέπει νά συμβάλει πρός τούτο καί ή πνευματική άγωγή τού Γέροντα, Ηγούμενου καί ύπόλογου Προεστώτος, όπως λέγει κι ό Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί, πείθεσθε τοϊς ήγουμένοις ύμών καί ύπείκετε· αύτοί γάρ άγρυπνούσιν ύπέρ τών ψυχών ύμών ώς λόγον άποδώσοντες...» (Έβρ. ιγ' 17).



Τά αγαθά τής ύπακοής



Άλλος ύποτακτικός. ένας μοναχός (το όνομα τού όποιου δέν άναφέρομε, διότι βρίσκεται ακόμα έν ζωή), μού διηγήθηκε τό άκόλουθο φρικτό θαύμα, πού έγινε στίς ήμερες μας:
Ό αδελφός αύτός βρέθηκε κάποτε στό πανηγύρι ενός μεγάλου μοναστηριού, στίς εορτές τού όποιου συνήθως συρρέει πλήθος προσκυνητών μοναχών καί κοσμικών. Κατά τό μέσον τής αγρυπνίας τού Πανηγυριού ό μοναχός βρέθηκε στήν ανάγκη νά πάει στό μέρος γιά σωματική του χρεία. Μόλις μπήκε στό άποχωρητήριο, ένας κοσμικός όρμησε εναντίον τού μοναχού, μέ πρόθεση καί με τήν απειλή όπλου να κορέσει κτηνώδη έπιθυμία του.
Ό μοναχός, έκπληκτος καί κατατρομαγμένος, μέ πόνο ψυχής καί ακλόνητη πίστη στον Θεό καί στην ύπακοή, μ’ όλη του τή δύναμη, φώναξε: «Παναγία μου, μέ τις ευχές τού Γέροντα μου, σώσε με»· κι αμέσως ό ύποτακτικός αυτός, χωρίς να καταλάβει πώς καί πότε, βρέθηκε μπροστά στο κελλί τού Γέροντα του, που απείχε άπό τό μοναστήρι έκείνο μιάμιση ώρα. Τότε Γέροντας καί ύποτακτικός έδωσαν δόξα καί ευχαριστία στόν Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο, πού προστάτευσαν καί γλύτωσαν τόν αδελφό άπό τήν άπροσδόκητη επίθεση τού κακοποιού ανθρώπου!
Τό θαύμα αύτό μάς φανερώνει ότι καί επί τών ήμερών μας γίνονται θαύματα παρόμοια μέ αυτά πού γίνονταν τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, κατά τούς πρώτους αιώνες ακμής τού ερημικού καί ασκητικού Μοναχισμού, στή Μέση Ανατολή καί αλλαχού, όπως μελετάμε στά βιβλία τού Εύεργετινού καί τού Γερο-ντικού, διότι καθώς λέγει κι ό θείος Απόστολος τών Εθνών μακάριος Παύλος «Ιησούς Χριστός χθές καί σήμερον ό αύτός καί εις τούς αιώνας» (Έβρ. ιγ' 8), αρκεί νά έχουμε πίστη καί άγάπη πρός Αυτόν καί τό ευαγγέλιό Του.

Τρομερό αποτέλεσμα τής παρακοής



Σέ μία άπό τις παραλιακές Καλύβες τής Σκήτης πριν άπό 90 περίπου χρόνια άσκήτευαν πέντε μοναχοί, ό Γέροντας Ιερομόναχος καί Πνευματικός, ό διάδοχος ιερομόναχος, δύο μοναχοί καί ένας Δόκιμος μοναχός.
Ή ζωή τους, άκρα καλογερική, μέ όλους τους τύπους τής ιερής παράδοσης τού ασκητικού Μοναχισμού. Προσπαθούσαν μέ κάθε τρόπο νά ύποτάσσονται στό θέλημα τού Κυρίου καί νά ζούνε, όπως όλοι οί πατέρες τής Σκήτης, σύμφωνα μέ τά τυπικά καί τις παραδόσεις τών αγίων Πατέρων.
Ό δόκιμος έγινε μοναχός κι έλαβε τό όνομα Σάββας. Πέρασαν πολλά χρόνια στήν ύπακοή, πέθανε ό Πνευματικός καί κατά τήν τάξη έγινε ό διάδοχος Γέροντας στή Συνοδεία καί μέ τήν βοήθεια τού Θεού συνέχισαν τήν πορεία τής πνευματικής ζωής.
Ό νεώτερος μοναχός τής συνοδείας αύτής Σάββας, σαν αγαθός καί απλός που ήταν, είχε προκόψει πολό στην ύπακοή καί στην πνευματική ζωή, άλλα ό μισόκαλος διάβολος φθόνησε την προκοπή του κι άρχισε να σπέρνει ζιζάνια στο μυαλό του. Στην άρχή έβαλε επιθυμία στην καρδιά του να πάει στην κορυφή τού ’Άθωνα για να προσκυνήσει, έπειδή άκουγε άλλους μονάχους νά λένε, πήγα στήν κορυφή τού βουνού κι ήταν ώραΐα, θά πρέπει νά πάς καί σύ, άλλο είναι νά σού λέμε εμείς κι άλλο αυτό που θά δεις έσό. Άπό αυτά πείστηκε ό αδελφός Σάββας ότι πρέπει νά πάει κι αύτός νά δει πώς φαίνεται τό Όρος άπό τήν κορυφή του! Νόμιζε δέ. όπως τού παρέστησε ό σατανάς, ότι εκεί πάνω μένει κάποιος σεβάσμιος Γέροντας πού είναι άγιος καί τον προσκυνάνε καί Γι’ αύτό λέγανε, θά πάω κι έγώ νά προσκυνήσω τον γερο-’Άθωνα.
Είπε στον Γέροντα τους λογισμούς του καί τόν παρακαλούσε νά τού δώσει τήν άδεια, γιά νά εκπληρώσει τήν αγαθή, όπως νόμιζε, επιθυμία του.
Ό Γέροντάς του όμως είχε άντίθετη γνώμη καί τού έλεγε πώς δέν είναι καιρός άκόμη νά πάει στήν κορυφή τού βουνού. αλλά καί πώς δέν πρόκειται άπ’ αύτό τό πράγμα νά προκόψει καμμιά ψυχική ώφέλεια καί Γι’ αύτό άρνήθηκε νά του δώσει τήν άδεια.
Ό μοναχός Σάββας, πιεζόμενος άπό τούς πονηρούς λογισμούς τού σατανά, δέν μπορούσε νά ήσυχάσει κι έτσι άποφάσισε νά κάνει παρακοή καί νά πάει στήν κορυφή τού γερο-’Άθωνα. Άφού λοιπόν πήρε μόνος του τήν άπόφαση. έφυγε κρυφά άπό τήν άσκητική καλύβη τους καί πήγε στήν Κερασιά, κοινοβίασε στό Κελλί τών «Αγίων Πάντων» γιά μερικά χρόνια καί. όπως μάς διηγήθηκε ό μετέπειτα Γέροντας τού κελλιού αύτού γερο-Γρηγόρης, όταν αύτός ήταν πολύ νέος άκόμη, ένα άνοιξιάτικο πρωινό, χωρίς τήν άδεια καί εύλογία τού Γέροντά του Γρηγορίου 'Ιερομονάχου. ξεκίνησε γιά τόν γερο-’Άθωνα. Κανείς άπό τή συνοδεία δέν γνώριζε πού θά πήγαινε ό π. Σάββας, ό όποίος βάδιζε άρκετή ώρα. κι όταν έφτασε στη θέση «Χαΐρι» συνάντησε τόν σατανά σέ σχήμα Πνευματικού, όπως μάς διηγήθηκε ό γερο-Γρηγόριος. υπό τις άκόλουθες συνθήκες:
Σέ μία στροφή τού δρόμου παρουσιάζεται ένας άσπρογένης καί πολύ σεβάσμιος στήν όψη γέροντας πού έδειχνε πολύ κουρασμένος καί μέ πολλή τάχα συμπόνια είπε στόν μοναχό Σάββα: «Που πάς, παιδάκι μου, καί φαίνεσαι κατάκοπος καί πολύ στενοχωρημένος; Τί έχεις;». Ό μοναχός Σάββας, μόλις είδε αυτόν τόν άγνωστο γέροντα μπροστά του πού τόν είχε πλησιάσει πολύ, τα έχασε άπό τό φόβο του καί δέν ήξερε τί να απαντήσει. Τό μόνο πού κατάφερε να είπεΐ ήταν: «Θέλω νά προσκυνήσω τόν γερο-’Άθωνα». Τότε ό φαινόμενος γέροντας άρχισε μέ γλυκόλογα νά τού λέει: «Έγώ είμαι, παιδί μου, ό γερο-’Άθωνας, εσύ πού μένεις; Άπό πού έρχεσαι;». Ό μοναχός Σάββας συνήλθε λίγο άπό τό φόβο καί τού είπε: «Έγώ, Γέροντα, είμαι άπό τη Σκήτη τής Αγίας ’Άννης, μένω στην Κερασιά καί πηγαίνω γιά πρώτη φορά στον ’Άθωνα νά προσκυνήσω». Ό φαινόμενος άσπρογένης ρώτησε τόν μοναχό Σάββα: «Άπό την Άγιάννα είπες πώς είσαι, πώς δέν σέ ξέρω έγώ; Σέ ποια Καλύβη μένεις; Γιατί δέν σέ ξέρω; Έγώ τούς γνωρίζω όλους , άλλά σένα πρώτη φορά σέ βλέπω καί μοϋ φαίνεται παράξενο, πώς έγώ νά μη σέ ξέρω; Φαίνεται θά έφυγες άπό την ύπακοή». Ό μοναχός Σάββας τού άπάντησε: «Έγώ έμενα στην Άγιάννα πρώτα, άλλά έδώ καί μερικά χρόνια έφυγα καί πήγα στην Κερασιά στο Κελλί «τών Αγίων Πάντων». Έχω πολλά χρόνια στην Καλογερική, διαφώνησα μέ τούς παραδελφούς μου κι έμεινα στην Κερασιά, άλλά τώρα καί δύο χρόνια ξαναγύρισα στην πρώτη μου μετάνοια, την Καλύβη τού «Αγίου Δημητρίου». Ούτε ’γώ σέ γνωρίζω καί μου φαίνεται περίεργο πού λες πώς όλους  τούς ξέρεις! Έσύ ποιος είσαι καί πώς δέν μέ ξέρεις έμένα;».
Ό φαινόμενος γέροντας τού άπάντησε: «Έγώ, παιδί μου, όπως σοϋ είπα, είμαι Πνευματικός καί όλοι οί υποτακτικοί πού ξεθαρρεύουν καί θέλουν νά κάμουν τό θέλημά τους, έρχονται καί μού βάνουν μετάνοια. Σένα μέχρι τώρα φαίνεται σέ σκέπαζε ή ύπακοή πού έκανες στον Γέροντά σου καί Γι’ αύτό δέν σέ ξέρω, άλλά δέν πειράζει, τώρα δέν είναι άνάγκη νά κουραστείς άλλο, έγώ είδα τήν προαίρεσή σου καί ήρθα μόνος μου. Έλα νά μέ προσκυνήσεις καί νά μην κάνεις τόν κόπο νά άνέβεις επάνω στήν κορυφή. Βάλε μετάνοια καί γύρισε πίσω στό σπίτι σου καί στο θέλημά σου κι έγώ θά φροντίσω γιά σένα».
Ό μοναχός Σάββας, άπό τήν έπιθυμία πού είχε νά κάνει τό θέλημά του καί σκοτισμένος άπό τήν παρακοή, ξέχασε τή νοερά προσευχή, πού κάθε μοναχός έχει πάντα στήν καρδιά καί στά χείλη, καί χωρίς νά σκεφθεΐ τί κάνει, έσκυψε, έβαλε μετάνοια, κι έκεί πού φιλούσε τό χέρι τού φαινόμενου γερο-άσπρογένη, είδε τά νύχια του νά φτάνουν μέχρι τόν αγκώνα καί τό χέρι του να είναι καλυμμένο από μεγάλα λέπια. Τότε κατάλαβε πώς ό φαινόμενος γέροντας δεν ήταν άλλος άπό τόν πανούργο γερο-διάβολο καί σατανά. Τίταν άργά όμως, όταν κατάλαβε την απάτη· τό κακό είχε γίνει άπό τόν διάβολο, ό όποίος τού είπε: «Τώρα πλέον είσαι δικός μου καί θά έρθω μία μέρα νά σε πάρω». Αυτά είπε καί έγινε άφαντος.
Ό δυστυχής καί ταλαίπωρος Σάββας, μόλις φίλησε τό χέρι τού σατανά, ζαλίστηκε, έπεσε κάτω λιπόθυμος κι ύστερα άπό πολλές ώρες, περαστικοί μοναχοί τόν βρήκαν σέ πολύ κακά χάλια. Στην αρχή δέν μπορούσε νά πεί ούτε λέξη, τόν πήραν καί τόν πήγαν στήν Καλύβη πού έμενε στήν Αγία Άννα, πού ήταν καί ή πραγματική μετάνοιά του.
Μετά άπό τρεις μέρες ήρθε στόν εαυτό του καί με δάκρυα στά μάτια διηγήθηκε αύτό πού τού είχε συμβεί. Ζήτησε πολλές φορές συγχώρεση άπό τόν Γέροντά του καί τούς παραδελφούς του. Εκείνοι, μέ πόνο στήν ψυχή καί δάκρυα στά μάτια, τόν συγχώρεσαν μέ τήν καρδιά τους καί παρακαλούσαν μέρανύχτα τόν Θεό νά τόν συγχωρέσει καί νά παραβλέψει τό σφάλμα του, πού στό μεταξύ ώρεςώρες δέν ήταν στά λογικά του, άλλά κλεινόταν στόν έαυτό του καί έκλαιγε άπαρηγόρητα.
Στή Σκήτη τής Αγίας Άννης έμεινε περίπου οκτώ χρόνια, άλλά δέν μπορούσε νά ησυχάσει καί μέ τήν άδεια τού Γέροντά του έφυγε καί πήγε στό Μοναστήρι των Ίβήρων. πού βρίσκεται ή εικόνα τής Παναγίας τής Πορταΐτισσας. Έμεινε έκεί άλλα δεκαπέντε χρόνια, άλλά καί πάλι έφυγε άπό τή Μονή των Ίβήρων καί πήγε στόν Γέροντά του στήν Αγία Άννα.
Ή θεία Πρόνοια, γιά παραδειγματισμό καί ωφέλεια των άλλων, τιμωρεί τόν άνθρωπο, τιμωρεί τό σώμα γιά νά σωθεί ή ψυχή, όπως λέγει κι ό άπόστολος Παύλος: «Παραδούναι τόν τοιούτον τώ σατανά εις όλεθρον τής σαρκός, ϊνα τό πνεύμα σωθεί έν τή ημέρα τού Κυρίου Ιησού» (Α' Κορινθ. ε' 5), άλλά στόν άδελφό αύτό συνέβη κάτι τό τρομερό! Οί μοναχοί τής άσκητικής αυτής Καλύβης, όπως καί άλλες παραλιακές Καλύβες, είχαν μιά βάρκα καί πήγαιναν συχνά γιά ψάρεμα. Τρία χρόνια μετά τήν έπιστροφή τού μοναχού Σάββα, τόν πήραν καί μπήκαν στήν ψαρόβαρκα γιά νά πάνε γιά ψάρεμα. Τήν ίδια άκριβώς ώρα πού είχε βάλει μετάνοια στόν σατανά, σκέπασε τή βάρκα ένας στριφτός άέρας (σίφουνας) που μπροστά στα μάτια τών άδελφών άρπαξε τόν Σάββα όπως ήταν με τό σώμα και δέν τον ξαναείδε ποτέ κανείς, δηλαδή, όπως είπαν κα'ι οί άλλοι πατέρες, τόν πήρε ό σατανάς μέ τό σώμα του μπροστά άπό τά μάτια τους.
Αυτοί δυστυχώς είναι οί καρποί τής παρακοής μέ τά ολέθρια άποτελέσματά τους, έπειδή, όπως λέγει ό θείος Παύλος: «Δι’ ό  έρχεται ή οργή τού Θεού έπί τούς υιούς τής άπείθειας» (Κολ. γ' 6). Τό τρομερό αύτό πάθημα ας μάς γίνει μάθημα καί ας προσέξουμε την έπιβουλή τού σατανά ό όποίος δέν τρώει, δέν πίνει, δέν κοιμάται «άλλ’ ώς . λέων ώρυόμενος» ζητά ποιόν θά μπορέσει νά κατασπαράξει καί νά καταπιεί.


Ό κόπος πού γίνεται για πνευματικό σκοπό πληρώνεται



Στην Ιερά Μονή τής Αγίας Άννης έχουν άφιερώσει τή ζωή τους πολλοί εύλαβείς χριστιανοί, άπό όλα τά μέρη τής Ελλάδος καθώς καί άπό άλλα άκόμη ορθόδοξα χριστιανικά κράτη, Ρώσοι, Ρουμάνοι. Σέρβοι καί Βούλγαροι. Ιδιαίτερα στή Σκήτη τής Αγίας ’Άννης έχουν συνασκητέψει πολλά κατά σάρκα άδέλφια, μέ άρετή καί πνευματική προκοπή, όπως ήταν οί άδελφοί «Καρτσωναϊοι», τέσσερα κατά σάρκα άδέλφια, καί οί τέσσερις Πνευματικοί, οί «Λεονταϊοι», ό παπαΧαράλαμπος μέ τόν παπαΘεοδόσιο, ό Γαβριήλ μέ τόν Ιωάννη οί Μυτιληνιοί, πέντε άλλα άδέλφια στήν Καλύβη «Αγία Τριάς» καί πολλοί άλλοι γιά τούς οποίους άκούσαμε, άλλά δέν άξιωθήκαμε νά τούς γνωρίσουμε, Γι’ αύτό καί δέν άναφέρονται έδώ μέ τά όνόματά τους.
Γιά νά στερεωθεί περισσότερο ή πίστη τών πατέρων καί άδελφών αύτών καί νά μένουν μέχρι τέλους τής ζωής τους στά βράχια αυτά, ό Πανάγαθος Θεός, μέ διάφορα σημεία καί θαύματα, δυνάμωνε καί στερέωνε τήν πίστη καί τήν αγάπη τους γιά τά ιερά καί αγιασμένα μέρη αυτά τού Αγίου Όρους.
Σέ διάφορα σημεία τού Αγίου Όρους συναντάμε στό δρόμο προσκυνηταράκια, μικρές εικόνες ή σταυρούς, πού τό καθένα άπ’ αύτά έχει τήν ιστορία του. Γι’ αύτά σάς παραθέτουμε δσα οί πατέρες μάς είπαν: Στήν Αγία Άννα, ό δρόμος άπό τή θάλασσα μέχρι τή Σκήτη είναι πολύ άνηφορικός καί κοπιαστικός. Οί πατέρες, κατά τήν περίοδο τού Αύγούστου, ανέβαζαν μέ την πλάτη τό σιτάρι τους καί ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τροφή και συντήρηση και ανέβαιναν μετά κόπου πολύ βαριά φορτωμένοι, γιατί πρϊν από 5060 χρόνια δέν επιτρεπόταν να έχει κανείς υποζύγια.
Μετά άπό λίγα χρόνια καί μέχρι σήμερα ή πίστη μας λιγόστεψε, ή φύση μας αδυνάτισε ή γυρίσαμε σιγάσιγά στίς ανέσεις καί τις εύκολίες τής ζωής; Δέν γνωρίζω ποιό απ’ όλα συνετέλεσε, ώστε νά μη συνεχιστεί μέχρι σήμερα έκείνη ή ώραία, αύστηρή, άλλα καί πολύ βαριά καί δυσβάστακτη παράδοση, κατά την όποία δέν έπιτρεπόταν ή μεταφορά τών αγαθών μέ ύποζύγια, άλλ’ ας δούμε στην συνέχεια, πώς μέ διάφορες θαυματουργικές έπεμβάσεις τής Κυρίας Θεοτόκου καί τής θείας Πρόνοιας δυνάμωνε καί άνεζωπυρωνόταν ή πίστη καί αύταπάρνηση τών πατέρων μας.     .
Μία μέρα ένας ύποτακτικός νέος, ένώ ανέβαζε τό φορτίο μέ τά τρόφιμα στην πλάτη, γιά νά τό πάει άπό τη θάλασσα στην Καλύβη πού ήταν στη Σκήτη, κάθισε νά ξεκουραστεί λίγο. Τότε ό σατανάς δέν έχασε καιρό κι άρχισε νά τόν πειράζει μέ διάφορους λογισμούς, καί νά τού βάζει στό μυαλό πώς άδικα κοπιάζει κι ότι οί κόποι αύτοί θά πάνε χαμένοι, γιατί γίνονται γιά τό σώμα κι όχι γιά την ψυχή καί μέ άλλα παρόμοια τού βασάνιζε τό νού. Αύτά τού έφεραν κάποια απροθυμία καί στενοχώρια μαζί μέ ψυχική θλίψη. Έκείνη ακριβώς τή στιγμή άκουσε μία φωνή, πού πληροφορήθηκε πώς ήταν φωνή τής Παναγίας, νά τού λέγει; «Γιατί στενοχωριέσαι καί θλίβεσαι, παιδί μου; Οί κόποι σου δέν θά πάνε χαμένοι, τόν ιδρώτα πού χύνετε, όταν μέ προθυμία άνεβαίνετε αύτόν τόν δύσκολο άνήφορο καί πηγαίνετε κουβαλώντας στήν πλάτη τό φορτίο σας πάνω στή Σκήτη, ό Υίός καί Θεός μου, ό Δεσπότης Χριστός, θά τόν δεχθεί σαν αίμα μαρτυρικό. Καί αύτό πού σου λέγω νά τό πεις σ’ όλους τούς αδελφούς, γιά νά ανεβάζουν αγόγγυστα τό φορτίο τους καί νά έχουν μισθό αιώνιο».
Ό μοναχός, ενθουσιασμένος άπό τήν πληροφορία αύτή τής Παναγίας, πήγε γεμάτος χαρά στό Κυριάκό καί τή μετέφερε στούς πατέρες, οί όποίοι  μέ χαρά καί προθυμία ανέβαζαν πλέον στήν πλάτη τά φορτία τους άπό τή θάλασσα.
Σέ άνάμνηση αύτού τού θαύματος οί πατέρες στό σημείο έκείνο πού άκούστηκε ή φωνή έστησαν προσκυνητάρι μέ τήν εικόνα τής Κυρίας Θεοτόκου, εύχαριστώντας Την πού τούς έδειξε μέ τόν τρόπο αύτόν ότι οί κόποι τών μοναχών, άλλα και κάθε ανθρώπου, πού γίνονται από άγάπη στον Θεό και Γίό Της αναγνωρίζονται καί πληρώνονται.
Τελευταίως, ό Ύμνογράφος τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας. Γέρων Γεράσιμος Μ ικραγιαννανίτης, κατέγραψε τό ιστορικό αυτό γεγονός έπ'ι τού Ιερού Προσκυνηταρίου τής Αγίας ’Άννης.


Οί κόποι τού ύποτακτικοϋ


Λίγο μετά τό γεγονός αύτό, άλλος ύποτακτικός, πού καταγόταν άπό πλούσια οικογένεια καί ήταν νέος στην ηλικία, άνέβαζε κι αύτός άπό τή θάλασσα τό φορτίο του στην πλάτη καί άπό τον πολύ
κόπο δυσανασχέτησε κάπως καί παρακάλεσε τον Γέροντα του νά τού έπιτρέψει νά χρησιμοποιεί ύποζύγιο, για νά μεταφέρει τα απαραίτητα τρόφιμα άπό τη θάλασσα στην Καλύβη. Ό Γέροντάς του, γνωρίζοντας την αδυναμία τού υποτακτικού του, έπέτρεψε νά πάρει ένα γάιδαρο.
Μία μέρα πού ανέβαζε τό φορτίο του με τό γαϊδουράκι, σέ μία στροφή πού αποτελεί τό δυσκολώτερο σημείο τού δρόμου βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο νά βαστάει στά χέρια ένα σφουγγάρι μέ τό όποίο σκούπιζε τόν ιδρώτα άπό τό μέτωπο των διερχόμενων πατέρων καί τούς θύμιαζε. Τότε πλησίασε κι αυτός καί προτείνοντας τό μέτωπό του περίμενε νά τόν σκουπίσει, άλλά ό νέος άντ'ι νά σκουπίσει αύτόν, σκούπισε τό μέτωπο τού γαϊδάρου. Όταν ό μοναχός παραπονέθηκε, ό φαινόμενος νέος τού είπε: «Έγώ άδελφέ, σκουπίζω, άρωματίζω καί πληρώνω μόνον αύτούς πού κοπιάζουν καί ιδρώνουν κι όχι εκείνους πού ζητούν έδώ άνέσεις». Καί λέγοντας αύτά έγινε άφαντος.
Μετά τό μάθημα αυτό ό νέος μοναχός δεν μεταχειρίστηκε άλλη φορά τό ύποζύγιο. άλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός τό φορτίο του στην πλάτη όπως καί οί άλλοι πατέρες.


Ή φωνή άπό τό προσκυνητάρι


Άπό την παραλία τής Αγίας ’Άννης, άνεβαίνοντας δεξιά πρός τά επάνω, γιά νά πάμε συντομώτερα στη Μικρή Αγία Άννα, παίρνουμε ένα πολύ δύσκολο καί ανηφορικό δρόμο, όλο σκαλοπάτια. Στό δυσκολώτερο σημείο τής άναβάσεως ένας μεσηλικας μοναχός πού πριν γίνει μοναχός ήταν αξιωματικός τού Στρατού, άκούμπησε στον κορμό ενός δέντρου γιά νά ξεκουραστεί λίγο. Στενοχωρημένος άπό τήν κούραση, είπε μέσα του: «Άραγε θά έχουμε κανένα ιδιαίτερο μισθό πού μεταφέρουμε τά τρόφιμά μας καί δεν καθόμαστε κάτω στήν παραλία νά τά τρώμε, άλλά τά άνεβάζομε τόσο ψηλά; Δεν είναι άραγε άνόητο αυτό πού κάνουμε;» Σάν άπάντηση στή σκέψη του, άκουσε φωνή πού τού ’λεγε: «Όλοι οί κόποι άναγνωρίζονται καί τά βήματα πού κάνετε γιά τήν άγάπη τού Χριστού μετρώνται καί πληρώνονται». Ό άδελφός μετά άπό τήν πληροφορία αυτή άναπτερωμένος στό ηθικό, περνούσε συχνότερα άπό τό μέρος έκείνο, και μάλιστα χωρίς νά κουράζεται. Και στο σημείο αότό, οί πατέρες, για να θυμούνται τό θαύμα, έβαλαν εικόνα και παλαιότερα άναβαν καί καντηλάκι προς δόξαν Θεού.

Εισαγωγή  σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B

Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |