ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 3. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

3. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή



ΜΟΝΗ

Γύρισα πίσω και μόλις έφθασα στο σπίτι του αξιωματικού όλοι οι κατάδικοι ήσαν έτοιμοι για να ξαναρχίσουν τον δρόμο τους. Επήγα γρήγορα κοντά σ' αυτούς τους δυο στρατιώτες και τους έδωσα το ρούβλι λέγοντας: «Μετανοείτε και προσεύχεστε· ο Χριστός αγαπά όλους τους ανθρώπους και δεν θα σας εγκαταλείψει ποτέ» κι αμέσως τους άφησα κι εξακολούθησα τον δρόμο μου. Μετά από 40 χιλιομέτρων πορεία στον αμαξωτό δρόμο, έκοψα σ' ένα μονοπάτι για νάχω περισσότερη ησυχία και να διαβάσω. Περπάτησα κάμποσο μέσα από την καρδιά του δάσους και πολύ σπάνια συναντούσα κανένα συνοικισμό. Μερικές φορές, καθόμουν όλη την ημέρα κάτω από τα δένδρα και διάβαζα με μεγάλη προσοχή την Φιλοκαλία, απ' την οποία έπαιρνα πολλές, πάρα πολλές γνώσεις. Η καρδιά μου φλεγόταν από την επιθυμία να ενωθεί με τον Θεό με την εσωτερική προσευχή και ανυπομονούσα να μάθω σχετικώς για την ένωση αυτή, με το μέτρο και την καθοδήγηση του βιβλίου μου αυτού. Συγχρόνως ήμουν και λυπημένος γιατί δεν είχα μια κατοικία που θα μπορούσα να διαβάζω ήσυχος αυτά που ήθελα. Διάβαζα κι απ' το Ευαγγέλιο και αισθανόμουν ότι καταλάβαινα καθαρότερα τώρα από άλλοτε, μερικά που δεν ημπορούσα να εννοήσω καθαρά και που με έκαναν να πέσω θύμα των διαφόρων αμφιβολιών
. Οι άγιοι Πατέρες είχαν πολύ δίκιο όταν είπαν ότι η Φιλοκαλία είναι το κλειδί για την κατανόηση των μυστηρίων της Αγίας Γραφής. Με την βοήθειά της άρχισα να αντιλαμβάνομαι πολλές από τις κεκαλυμμένες έννοιες του Λόγου του Θεού. Άρχισα να ξεκαθαρίζω στο μυαλό μου ρητά, όπως «ο εσωτερικός μυστικός άνθρωπος της καρδιάς», «η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν», «η αληθής προσευχή λατρεύει εν πνεύματι», «το Πνεύμα εντυγχάνει υπέρ υμών στεναγμοίς αλαλήτοις», «μείνατε εν εμοί», «δος μοι υιέ σην καρδίαν», «ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν»,
«δους (ο Χριστός) τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών και την κραυγήν εκ του βάθους των καρδιών ημών, δια της οποίας κράζομεν αββά ο πατήρ», και άλλα.

Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου προσευχήθηκα με την καρδιά μου και κάθε τι γύρω μου, φαινόταν θαυμάσιο κι ευχάριστο.

Τα δένδρα, η πρασινάδα, τα πουλιά, ο αέρας, το φως, μου φαίνονταν πως μου έλεγαν, ότι δημιουργήθηκαν για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου και για να μαρτυρούν την αγάπη του Θεού προς αυτόν, την αγάπη που δείχνει ο Θεός στον άνθρωπο με αυτά, και με όλα τ' άλλα πλάσματά του που τον δοξολογούν καθημερινά.

Έτσι κατανόησα αυτό που η Φιλοκαλία ονομάζει «γνώσιν της γλώσσης των πλασμάτων» και αντιλήφθηκα τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν τα πλάσματα με τον πλάστη τους.

Περιπλανήθηκα έπειτα για κάμποσο και περπάτησα τρεις ολόκληρες ημέρες, χωρίς να συναντήσω ούτε ένα χωριό, ενώ τα παξιμάδια μου άρχισαν να τελειώνουν, και με κατέλαβε ο φόβος μήπως εξακολουθήσει έτσι η κατάσταση, και πεθάνω από την πείνα μέσα στην ερημιά. Άρχισα να προσεύχομαι περισσότερο από τα τρίσβαθα της καρδιάς μου, κι όλοι οι φόβοι μου διαλυθήκανε, γιατί έθεσα στον Θεό όλη μου την ελπίδα. Η ειρήνη του μυαλού μου επανήλθε και πάλι, καθώς επίσης και η ευδιαθεσία μου.

Όταν προχώρησα ακόμη στον αμαξωτό δρόμο που εκτεινότανε στο μάκρος ενός τεραστίου δάσους, είδα ένα σκύλο να βγαίνει απ' αυτό και να έρχεται ολόισια κατ' επάνω μου. Του σφύριξα και με ζύγωσε  κουνώντας  ημέρα  την  ουρά  του.  Δόξασα  τον  Θεό  που  μούδειξε  ακόμη  μια  φορά  την αγαθότητά του.

Σίγουρα θα υπήρχε κανένα κοπάδι ή κανένας κυνηγός μέσα στο δάσος και οπωσδήποτε θα εύρισκα κανένα κομμάτι ψωμί, που είχα είκοσι τέσσερεις ώρες να φάγω, ή θα μπορούσα να μάθω, έστω, που βρισκόταν το πλησιέστερο χωριό.

Ο σκύλος στριφογύρισε λίγο γύρω μου χαρούμενα, περιμένοντας να του δώσω κάτι, και έπειτα γύρισε προς το δάσος όπου μπήκε ακολουθώντας ένα στενό μονοπάτι. Τον ακολούθησα και σε πεντακόσια μέτρα απόσταση περίπου, τον είδα να μπαίνει σε μια τρύπα από την οποία ξαναβγήκε κι άρχισε να γαυγίζει. Συγχρόνως ένας ισχνός και μεσόκοπος χωρικός βγήκε πίσω από ένα μεγάλο δένδρο. Μ' ερώτησε από  πού έρχομαι αλλά κι εγώ πράγματι πολύ ήθελα να μάθω γιατί μένει εκεί, κι έτσι αρχίσαμε φιλική συζήτηση.

Μ' επήρε μέσα στην λασπωμένη καλύβα του και μου είπε ότι ήταν φύλακας στο μέρος αυτό του δάσους που είχε πουληθεί για υλοτομία.




Μου έδωσε να φάγω ψωμί και αλάτι κι αρχίσαμε τη συζήτηση.

«Πόσο ζηλεύω», του είπα, «που μπορείς να είσαι μόνος και να ζεις εδώ τόσο ήσυχα και δεν είσαι σαν και μένα που γυρίζω από τόπο σε τόπο και συναντώμαι με κάθε είδους ανθρώπους»!

«Μπορείς να μείνεις και εσύ εδώ, αν θέλεις» μου απήντησε. «Κοντά εδώ υπάρχει του παλιού φύλακα η καλύβα, και είναι μεν λίγο χαλασμένη, αλλά καλή να μείνεις το καλοκαίρι αυτό. Πιστεύω πως έχεις διαβατήριο. Όσο για ψωμί θα έχουμε, γιατί μου φέρνουνε κάθε εβδομάδα αρκετό απ' το χωριό. Η πηγή αυτή εδώ έχει πάντα άφθονο νερό. Όσο για μένα, αδελφέ μου, τα τελευταία δέκα χρόνια δεν τρώγω τίποτε άλλο από ψωμί και δεν πίνω τίποτα άλλο από νερό.

»Έτσι έχουν τα πράγματα. Όταν έλθει το φθινόπωρο και οι χωρικοί τελειώσουν την εργασία τους στην γη, τότε θα έλθουν διακόσιοι περίπου εργάτες για να κόψουν όλο το τμήμα αυτό του δάσους. Τότε κι εγώ θα φύγω από εδώ, αλλά κι εσύ δεν θα μπορέσεις να μείνεις περισσότερο».

Όταν άκουσα όλα αυτά που μου είπε, θέλησα απ' τη χαρά μου να πέσω στα πόδια του και να τον ευχαριστήσω.  Δεν  ήξερα  πώς  να  ευχαριστήσω  τον  Θεό  για  την  καλοσύνη  του  προς  εμένα.  Θα περνούσα  τέσσερεις  μήνες  εκεί  μέχρι  το  φθινόπωρο,  κι  έτσι  στην  ησυχία  και  τη  σιωπή,  θα απολάμβανα την μελέτη της Φιλοκαλίας, με σκοπό να μάθω περισσότερο την ασίγαστη προσευχή της καρδιάς.

Συνομίλησα ακόμη λίγο με αυτόν τον απλό αδελφό, που μου παρεχώρησε το καταφύγιο, κι έμαθα την ιστορία της ζωής του και τις ιδέες του.

«Ήμουν καλός νοικοκύρης στο χωριό μου», μου είπε, «είχα ένα βαφείο υφασμάτων και ζούσα καλά, αν κι όχι δίχως αμαρτία. Πολλές φορές απατούσα στις συναλλαγές τους συνανθρώπους μου, έπαιρνα ψεύτικους όρκους, έπινα και φιλονικούσα. Εις το χωριό μου όμως ζούσε ένας αναγνώστης, που είχε ένα βιβλίο «Περί της μελλούσης Κρίσεως», συνήθιζε δε να πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και να διαβάζει εις επήκοον των οικογενειών, παίρνοντας και κάτι, σαν μικρό φιλοδώρημα. Ήλθε και σε μένα. Με λίγα χρήματα κι ένα ποτήρι κρασί μπορούσε να σου διαβάσει ολόκληρη νύκτα. Διάβασε και για μένα κι εγώ άκουγα καθώς δούλευα. Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση αυτά που άκουσα για το τι μας περιμένει στην Κόλαση, για την αλλαγή του κόσμου αυτού, για την ανάσταση των νεκρών, για τις σάλπιγγες που θα ηχήσουν και για το πώς ο Χριστός θα κρίνει ζώντας και νεκρούς και θα ευλογήσει τους καλούς και ενάρετους, θα στείλει δε τους φαύλους και κακούς εις «το πυρ το εξώτερον».

»Μια μέρα όπως άκουγα την ανάγνωση, με κατέλαβε τρόμος μεγάλος και είπα με τον εαυτόν μου: Αλλοίμονο! Τι βασανιστήρια έχω να υποστώ! Θα φροντίσω απ' εδώ και πέρα να εργασθώ για τη σωτηρία της ψυχής μου, ελπίζοντας ότι με την δύναμη της προσευχής θα αποφύγω τα αποτελέσματα της αμαρτίας. Σκέφτηκα πολύ μ' αυτόν τον τρόπο, και τέλος άφησα την εργασία μου, πούλησα το σπίτι μου κι όπως ήμουν μόνος στον κόσμο, έπιασα δουλειά ως φύλακας δασών και το μόνο που παρεκάλεσα τις κοινοτικές αρχές για την αμοιβή μου, ήταν να μου δίνουν ψωμί, ρούχα και μερικές λαμπάδες  για τις προσευχές  μου. Έτσι  δουλεύοντας,  έχω περάσει  πάνω  από  δέκα  χρόνια  τώρα. Τρώγω μια φορά την ημέρα ψωμί και πίνω μόνο νερό. Σηκώνομαι το πρωί σχεδόν νύκτα για τις πρωινές μου προσευχές κι ανάβω εμπρός στις εικόνες επτά λαμπάδες.

»Όταν κάνω κάθε μέρα τον συνηθισμένο γύρο, στο δάσος, φορώ σιδερένιες αλυσίδες στο κορμί μου που έχουν βάρος είκοσι οκάδες. Ποτέ δεν γκρινιάζω, ποτέ δεν πίνω ποτό, ποτέ δεν μαλώνω με κανένα και δεν συναναστρέφομαι με γυναίκες καθόλου στην ζωή μου. Εις την αρχή η ζωή αυτή με ευχαριστούσε, αλλά τελευταία άλλες σκέψεις έχουν καταλάβει την ψυχή μου και δεν ημπορώ να απαλλαγώ απ' αυτές. Ο Θεός ξέρει αν θα μπορέσω να λειώσω τις αμαρτίες μου μ' αυτήν την σκληρή ασκητική ζωή που κάνω. Αλλά τώρα τελευταία, σκέπτομαι πολλές φορές, τάχα είναι αληθινό το κάθε τι που έγραφε το βιβλίο αυτό; Πώς είναι δυνατόν ένας νεκρός να αναστηθεί, εάν μάλιστα είχε πεθάνει εδώ και διακόσια χρόνια πριν και δεν υπάρχει ούτε η σκόνη του; Ποιος ξέρει αν πραγματικά υπάρχει Κόλαση; Ποιος είναι δυνατόν να γνωρίζει τίποτε για τον άνθρωπο όταν αυτός πεθαίνει και αποσυντίθεται; Ίσως αυτό το βιβλίο το έγραψαν παπάδες και θεολόγοι για να φοβίσουν εμάς τους ανόητους φτωχούς και να μας κρατούν ήσυχους. Ποια βεβαιότητα, πως όλα είναι όπως τα γράφει το βιβλίο αυτό, μπορεί να έχει κανείς που σαν εμένα υποθήκευσε τον εαυτό του για τίποτα, και καταδίκασε μάταια κάθε ευχαρίστηση του κόσμου; Υπόθεσε ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή απ' αυτήν. Δεν είναι, λοιπόν, καλύτερα να χαρεί κανείς τούτη την ζωή του εδώ και να μη στενοχωρείται για τίποτα; Σκέψεις σαν τις παραπάνω συχνά με στενοχωρούν και δεν ξέρω αν καμιά μέρα δεν γυρίσω πάλι στην παλιά μου εργασία».

Τον άκουσα με συμπάθεια. Λένε μόνον ότι οι μορφωμένοι και οι ευφυείς σκέπτονται ελεύθερα και δεν πιστεύουν σε τίποτα. Αλλά να ένας της δικής μου τάξεως άνθρωπος, ένας απλός χωρικός, έγινε λεία παρόμοιας απιστίας. Η βασιλεία του σκότους ανοίγει τις πύλες της μπροστά στον κάθε ένα, ίσως δε μάλιστα στους απλούς επιτίθεται πολύ πιο εύκολα. Ώστε ο καθένας πρέπει να μάθει να είναι συνετός και να δυναμώνει την ψυχή του με την μελέτη του λόγου του Θεού, όσο μπορεί περισσότερο, εναντίον των εχθρών της ψυχής.

Έτσι με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσω τον αδελφό μου αυτόν και να κάνω ό,τι θα περνούσε από το χέρι μου για να ενισχύσω την πίστη του, έβγαλα από το σακίδιό μου την Φιλοκαλία. Γύρισα στο 109ον κεφάλαιο,  που  γράφει  «Περί  ησυχίας»  και  του  το  διάβασα.  Έβαλα  όλα  τα  δυνατά  μου  να  του αποδείξω πόσο ανωφελές και μάταιο πράγμα είναι η αποφυγή της αμαρτίας απλώς και μόνο για το φόβο των βασάνων της Κολάσεως. Του είπα ότι, η ψυχή είναι δυνατόν να ελευθερωθεί από τις εφάμαρτες σκέψεις με την θέληση, με την κυριαρχία επάνω στο μυαλό μας και με την κάθαρση της καρδιάς, και πως αυτά μπορούν να γίνουν κατορθωτά με την εσωτερική προσευχή.

Πρόσθεσα ακόμη ότι σύμφωνα με όσα οι άγιοι Πατέρες λένε, όποιος πράττει καλές πράξεις απλώς και μόνο από φόβο να μη κολασθεί, ακολουθεί το δρόμο της δουλείας, αυτός δε που αγαθοεργεί για να λάβει την ανταπόδοση του Παραδείσου ακολουθεί τον δρόμο κάποιου παζαρέματος με τον Θεό. Ο πρώτος ονομάζεται δούλος, ο δεύτερος μισθοφόρος. Αλλά ο Θεός θέλει όλους μας να έλθουμε προς Αυτόν σαν τα παιδιά στον πατέρα τους. Θέλει όλους μας να συμπεριφερόμαστε προς Αυτόν με τιμή, και από αγάπη προς Εκείνον, να εργαζόμαστε δε με ζήλο το θέλημά Του. θέλει όλους μας να ευρίσκουμε την ευτυχία μας στην ένωση του εαυτού μας με Αυτόν, στην ένωση του νου και της καρδιάς μας με τον Σωτήρα μας.

«Οσοδήποτε και αν αναλώσεις τον εαυτόν σου με το να κακοποιείς το σώμα σου», του είπα, «ποτέ δεν θα βρεις την ειρήνη στον νουν σου με αυτόν τον τρόπο, και εάν έχεις το Θεό μέσα στον νου σου και την ασίγαστη Προσευχή του Χριστού μέσα στην καρδιά σου, θα κινδυνεύεις κάθε στιγμή να πέσεις στην αμαρτία με την παραμικρότερη αφορμή. Άρχισε, αδελφέ μου, την εργασία να συνηθίσεις να λες αδιάκοπα την Προσευχή του Ιησού Χριστού. Έχεις τόσο ωραία ευκαιρία να το κάνεις αυτό εδώ σ' αυτό το μοναχικό μέρος, και σε λίγο χρονικό διάστημα θα κατορθώσεις να κερδίσστην επιτυχία της. Δεν θα σε καταλάβουν πια άθεες σκέψεις και η αληθινή πίστη και η αγάπη για τον Χριστό θα αποκαλυφθούν σε σένα. Θα καταλάβεις τότε, με ποιόν τρόπο οι νεκροί θα αναστηθούν, και θα δστην Μέλλουσα Κρίσι στο πραγματικό της φως. Η Προσευχή αυτή θα σε κάνει να αισθάνεσαι τόσην ανακούφιση και τόση ευλογία μέσα στην καρδιά σου, ώστε και συ ο ίδιος θα απορήσεις γι' αυτό και όλη η πορεία της ζωής σου δεν θα είναι πια ούτε θλιβερή ούτε βασανισμένη».

Έπειτα προχώρησα για να του εξηγήσω, όπως καλύτερα μπορούσα, πώς ν’ αρχίσει και πώς να προχωρήσει χωρίς διακοπή, με την Προσευχή του Ιησού Χριστού, και ακόμη, το πώς ο Λόγος του Θεού και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, μας διδάσκουν σχετικά με αυτή.





Συμφώνησε με όλα όσα του είπα, και αμέσως μου φάνηκε ότι έγινε ηρεμότερος.

Τον άφησα έπειτα απ' αυτό, και κλείστηκα στην καλύβα που μου είχε δείξει.

Ω! Πόσον ευχαριστημένος ήμουνα, πόσον ήρεμος και ευτυχής, όταν περνούσε το κατώφλι αυτής της μοναχικής καλύβας ή καλύτερα αυτού του τάφου! Σε μένα φαινόταν σαν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι με κάθε είδους ανάπαυση και ευχαρίστηση. Με δάκρυα εκστάσεως ευχαρίστησα τον Θεό και είπα στον εαυτό μου: Εδώ στην ειρήνη αυτή και την ησυχία πρέπει να εργασθώ σοβαρά και να ικετεύσω τον Θεό να μου χαρίσει φώτιση. Έτσι άρχισα το διάβασμα της Φιλοκαλίας πάλι, απ' την αρχή μέχρι το τέλος, με μεγάλη προσοχή.

Ύστερα από όχι μεγάλο  χρονικό διάστημα την διάβασα όλη και αντιλήφθηκα πόση σοφία, πόση αγιότητα  και  πόσο  βάθος  ενοράσεως  υπήρχε  σ' αυτό  το  ευλογημένο  βιβλίο.  Είδα  δε  ακόμη  ότι χειρίζεται τόσα άλλα θέματα, και περιλαμβάνει τόσες διδασκαλίες από τους θείους Πατέρας, έτσι που δεν μπορούσα να συλλάβω με μιας όλα όσα ήταν γραμμένα για την εσωτερική Προσευχή, επειδή εγώ ενδιαφερόμουν  να  μάθω  απ'  το  βιβλίο  αυτό,  κυρίως,  πώς  να  εφαρμόσω  την  Προσευχή  που αυτενεργεί στην καρδιά μέσα. Αύτη ήταν η μεγάλη μου επιθυμία, σύμφωνα και με του αποστόλου Παύλου τα λόγια, «Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείττονα» και «Το Πνεύμα μη σβέννυται». Περιεργάστηκα το ζήτημα αυτό μέσα στη σκέψη μου αρκετό χρόνο. Τι έπρεπε να γίνει; Το μυαλό μου και η αντίληψή μου δεν είχαν ανάλογη δύναμη με το έργο που ζητούσα να φέρω εις πέρας και δεν είχα κανένα να μου το εξηγήσει όταν χρειαζόταν. Απεφάσισα, λοιπόν, να ικετεύσω τον Θεό στις προσευχές μου, μήπως με βοηθήσει να το καταλάβω κάπως. Επί είκοσι τέσσερεις ώρες δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να προσεύχομαι χωρίς ούτε μιας στιγμής διακοπή. Τέλος η σκέψη μου ηρέμησε και αποκοιμήθηκα. Εις τον ύπνο μου ονειρεύθηκα ότι ήμουν με τον μακαρίτη τον Πνευματικό μου οδηγό στο κελί του και ότι αυτός μου εξηγούσε την Φιλοκαλία. «Το άγιο αυτό βιβλίο είναι γεμάτο από πλούτο σοφίας» μου έλεγε, «είναι ένα μυστικό θησαυροφυλάκιο διαφόρων εννοιών και εντολών του Θεού. Δεν είναι καταληπτό παντού κι απ' τον κάθε ένα, δίνει όμως ασφαλώς στον κάθε άνθρωπο ό,τι του χρειάζεται· στον σοφό είναι σοφός οδηγός και στον απλό παρέχει απλά την καθοδήγηση. Γι' αυτό σεις οι απλοί που δεν έχετε μεγάλη μόρφωση δεν πρέπει να διαβάζετε τα κεφάλαιά του το ένα ύστερα από το άλλο, όπως είναι με την σειρά τους μέσα στο βιβλίο. Η σειρά είναι βαλμένη έτσι, για τους θεολόγους. Αυτοί που δεν έχουν εμβαθύνει στην θεολογία αλλ' επιθυμούν να μάθουν για την εσωτερική Προσευχή απ' αυτό το βιβλίο, πρέπει να διαβάζουν απ' εκείνο σύμφωνα με την παρακάτω σειρά:

1. Πρώτα απ' όλα πρέπει να διαβάσουν όσα έχει γράψει ο μοναχός Νικηφόρος κι αυτό βρίσκεται στο δεύτερο μέρος της Φιλοκαλίας.

2. Έπειτα, όλο το βιβλίο του Γρηγορίου του Σιναΐτου, εκτός από τα μικρά κεφάλαια.

3. Μετά, ό,τι έχει γράψει ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος για τους τρεις τύπους της Προσευχής, καθώς και τους λόγους «Περί Πίστεως» και,

4. Τέλος, το βιβλίο που έγραψαν οι μοναχοί Κάλλιστος και Ιγνάτιος. Εις αυτούς τους Πατέρας υπάρχει τέλεια καθοδήγηση και διδασκαλία για την εσωτερική Προσευχή της καρδιάς, με τέτοιον τρόπο που ο κάθε ένας μπορεί να την καταλάβει. Κι αν θέλεις ακόμη να βρεις μια πολύ καταπληκτική διδασκαλία για την Προσευχή, γύρισε στο τέταρτο μέρος του βιβλίου και θα βρεις ένα περιληπτικό σχέδιο Περί Προσευχής, γραμμένο απ' τον αγιότατο Κάλλιστο, τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως».

Εις το όνειρό μου αυτό είδα πως κρατούσα την Φιλοκαλία στα χέρια μου και άρχισα να ψάχνω για το περιληπτικό αυτό σχέδιο, αλλά δεν ημπορούσα να το βρω. Ο Πνευματικός μου οδηγός όμως γύρισε κάμποσες σελίδες και μου είπε: «Εδώ είναι, θα το σημειώσω για να μη το χάσεις». Πήρε δε ένα κομματάκι κάρβουνο από κάτω και σημείωσε μια γραμμή στο περιθώριο εκεί που άρχιζε το κεφάλαιο. Τον άκουγα με πολλή προσοχή και προσπάθησα να εντυπώσω στο μυαλό μου κάθε μια του λέξι όπως την έλεγε.

Όταν ξύπνησα ήταν ακόμη σκοτάδι. Ήμουν ακόμη ξαπλωμένος, όταν η σκέψη μου περιστράφηκε γύρω στο όνειρό μου και σ' αυτά που ο μακαρίτης ο οδηγός μου μου είχε πει. «Ο Θεός ξέρει» σκέφθηκα, «εάν αληθινά ήταν το πνεύμα του μακαρίτη αυτό που είδα, ή ήταν όλο αυτό αποτέλεσμα των σκέψεών μου, που προέρχονται από την Φιλοκαλία και από όσα με δίδαξε αυτός όταν ζούσε».

Με αυτή την αμφιβολία στο μυαλό μου σηκώθηκα, επειδή άρχισε να χαράζει. Και τι είδα; Επάνω στην πλάκα που χρησίμευε για τραπέζι της καλύβας βρισκόταν ανοιγμένη η Φιλοκαλία στην σελίδα που μου είχε δείξει η ψυχή του οδηγού μου και είχε την γραμμή τραβηγμένη με κάρβουνο στο περιθώριο, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο όνειρό μου! Ακόμη και το κομματάκι το κάρβουνο, ήταν αφημένο επάνω στην πλάκα, δίπλα στο βιβλίο! Το κοίταξα με μεγάλη έκπληξη, γιατί θυμόμουν πολύ καλά πως το βιβλίο από βραδύς το είχα βάλει κλειστό, κάτω από τα πανιά που μου χρησίμευαν για μαξιλάρι και ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί που τώρα έβλεπα την γραμμή, τραβηγμένη με κάρβουνο. Ύστερα απ' αυτά βεβαιώθηκα για την αλήθεια του ονείρου μου και για το ότι ο ευλογημένος και αξέχαστος διδάσκαλός μου είχε βρει «παρρησία» στον Θεό.

Άρχισα, λοιπόν, να διαβάζω απ' την Φιλοκαλία όλα αυτά που είχε αυτός ορίσει. Τα πέρασα με την σειρά μια φορά κι έπειτα δεύτερη, αυτή δε η μελέτη άναψε μέσα στην καρδιά μου την επιθυμία και τον  ζήλο  να  εφαρμόσω  τέλεια  αυτά  που  είχα  διαβάσει.  Κατενόησα  πολύ  καθαρά  τι  σημαίνει εσωτερική  Προσευχή,  πώς  κατορθώνεται, ποιοί  είναι  οι  καρποί της,  πώς  γεμίζει την  καρδιά του ανθρώπου και την ψυχή του με ευφροσύνη και πώς αυτός που την αποκτά μπορεί να εξηγήσει αν αυτή η ευφροσύνη προέρχεται από τον Θεό, από τον εξωτερικό κόσμο, ή από τον πειρασμό.

Έτσι άρχισα να ερευνώ την καρδιά μου σύμφωνα με την διδασκαλία του Συμεών του νέου Θεολόγου. Με κλειστά τα μάτια μου προσήλωσα την σκέψη μου και την φαντασία μου επάνω στην καρδιά μου. Προσπάθησα να την απεικονίσω και να ακούσω τα κτυπήματά της στο αριστερό μέρος του στήθους μου. Άρχισα να το πράττω αυτό κάμποσες φορές την ημέρα, για μισή ώρα κάθε φορά, και στην αρχή δεν αισθάνθηκα παρά μόνον μιαν αίσθηση σκοταδιού. Όμως, σιγά-σιγά, για πολύ λίγο χρονικό διάστημα κάθε φορά, μπορούσα να απεικονίζω την καρδιά μου μέσα στο μυαλό μου και να παρακολουθώ  τις  κινήσεις  της. Με τη βοήθεια  δε του  ρυθμού  της  αναπνοής  μου μπορούσα  να ρυθμίζω την προσευχή του Χριστού όπως την διδάσκουν σχετικώς οι Πατέρες, Γρηγόριος ο Σιναΐτης και ο Κάλλιστος και ο Ιγνάτιος.

Όταν ανέπνεα, με την εισπνοή έλεγα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ», και με την εκπνοή συμπλήρωνα λέγοντας στην καρδιά μου μέσα: «ελέησόν με». Εις την αρχή αυτό διαρκούσε μιαν ώρα, έπειτα δυο ώρες, μετά όσο περισσότερο μπορούσα, και εις τέλος όλη την ημέρα. Εάν συνέβαινε καμιά δυσκολία, εάν με κατελάμβανε οκνηρία ή αμφιβολία, έσπευδα να ανοίξω την Φιλοκαλία και να διαβάσω τα μέρη αυτά που πραγματεύονται για την εργασία της καρδιάς, και έτσι ξανάβρισκα τον ζήλο και την θερμότητα για την «Προσευχή» αυτή.

Έπειτα από τρεις εβδομάδες αισθάνθηκα ένα πόνο στην καρδιά μου κι έπειτα μια εξαιρετικά ευφρόσυνη  θερμότητα  και  παρηγοριά  και  ειρήνη.  Αυτό  μου  έδωσε  μεγάλη  ενίσχυση  και  με παρακίνησε να αφιερωθώ όσο περισσότερο μπορούσα στην φροντίδα μου να λέω την «Προσευχή» και συνέβη ώστε να αισθανθώ ύστερα απ' αυτό, σαν να είχα καταληφθεί απ' αυτή, πράγμα που μούδινε άφατη χαρά. Από το σημείο αυτό άρχισα να έχω από καιρό σε καιρό διαφορετικά συναισθήματα στην καρδιά και σκέψεις στο μυαλό μου. Άλλοτε η καρδιά μου αισθανόταν σαν να κόχλαζε από χαρά, τόσος ήταν ο φωτισμός, η ελευθερία και η παρηγοριά που εδρεύανε μέσα της. Άλλοτε αισθανόμουν μια καυτερή αγάπη για τον Χριστό και για όλα τα πλάσματα του Θεού. Άλλοτε



βούρκωναν τα μάτια μου από δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για το έλεος το πλούσιο που έδειξε σε μένα, έναν άθλιο αμαρτωλό. Άλλοτε η διάνοιά μου, που πολλές φορές πριν, είχε αποδειχθεί αδύνατη και ατελής, έπαιρνε τόσο φως, ώστε γινόταν ικανή να κατανοήσει και να περιεργασθεί θέματα και ζητήματα, που μέχρι τότε δεν ήταν σε θέση ούτε καν να τα φαντασθεί. Άλλοτε η αίσθηση της θερμής ευχαριστήσεως μέσα στην καρδιά μου απλωνότανε και κατελάμβανε όλη μου την ύπαρξη και άλλοτε με κατελάμβανε βαθειά συγκίνηση από το γεγονός ότι μπορούσα να κατανοώ τι είναι η πανταχού παρουσία του Θεού. Άλλοτε, τέλος, με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού, σκεπαζόμουνα από ουράνια ευλογία και τότε μπορούσα να καταλάβω την έννοια των λόγων «Η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν».

Έχοντας όλα αυτά κι άλλα παρόμοια συναισθήματα, αντιλήφθηκα ότι η «Προσευχή» φέρνει τους καρπούς της με τρεις τρόπους: με το Πνεύμα, με τα συναισθήματα και με τις αποκαλύψεις.

Εις την πρώτη περίπτωση π.χ. καρπός της Προσευχής είναι: «η γλυκύτης της αγάπης του Θεού, η εσωτερική ειρήνη, η ήρεμη χαρά του νου, η καθαρότης της σκέψεως και η γλυκειά ανάμνησις του Θεού». Εις την δευτέρα περίπτωση καρπός είναι: «η ευχάριστη θερμότης της καρδιάς, η πληρότης της ευτυχίας που καταλαμβάνει και όλα τα μέλη του σώματος ακόμη, το κόχλασμα ευτυχίας στην καρδιά, ο φωτισμός και το θάρρος, η βαθύτερη άγνωστη χαρά της ζωής και η δύναμις της υπομονής στην λύπη και την αρρώστια». Εις την τρίτη, τέλος, περίπτωση, αποτέλεσμα και καρπός της «Προσευχής» είναι: «η διάνοιξις του νου με φωτισμό, η κατανόησις των Αγίων Γραφών, η γνώσις της γλώσσης των διαφόρων δημιουργημάτων, η απόκτησις ελευθερίας μέσα από την ματαιότητα και τον θόρυβον, η γνώσις της χαράς της εσωτερικής ζωής, και τέλος, η βεβαιότης της προσεγγίσεως του Θεού προς εμάς και η γνώσις της αγάπης Του για όλους μας».

Έπειτα από πέντε μήνες ζωής με προσευχή και με ευτυχία σαν κι αυτή, συνήθισα τόσο πολύ την
«Προσευχή  του  Χριστού»,  ώστε  την  είχα  σύντροφό  μου  συνεχή  και  σταθερό.  Εις  το  τέλος  η
«Προσευχή» ενεργούσε μόνη της μέσα στο μυαλό μου, χωρίς καθόλου προσπάθεια από μέρους μου και αυτό συνέβαινε όχι μόνον όταν ήμουν ξύπνιος αλλά και στον ύπνο μου ακόμη. Τίποτε δεν ημπορούσε να την διασπάσει ούτε για ένα λεπτό της ώρας και καμιά μου απασχόληση δεν την έβλαπτε. Η ψυχή μου έστελνε συνεχώς ευχαριστίες προς τον Θεό και η καρδιά μου έλειωνε από ατέλειωτη ευτυχία.

Ήλθε όμως κι ο καιρός που το δάσος έπρεπε να υλοτομηθεί. Οι εργάτες άρχισαν να έρχονται ομάδες - ομάδες κι εγώ έπρεπε να εγκαταλείψω την ήσυχη αυτή διαμονή μου. Ευχαρίστησα τον φύλακα του δάσους, είπα μερικές προσευχές, φίλησα το μέρος της γης επάνω στο οποίον ο Θεός καταδέχθηκε να χαρίσει σε μένα τον ανάξιο, το μέγα του έλεος, έβαλα στην πλάτη μου το σακίδιο με τα βιβλία και ξεκίνησα.

Για ένα πολύ μεγάλο διάστημα περιπλανιόμουν σε διάφορα μέρη, μέχρις ότου έφτασα τέλος στο Ιρκούτσκ. Η αυτενεργούσα Προσευχή μέσα στην καρδιά μου, μου ήταν σε όλο το δρόμο μου ανακούφιση και παρηγοριά. Ο,τιδήποτε και αν συναντούσα, η «Προσευχή» δεν σταματούσε από του να με χαροποιεί σε ανάλογο βαθμό, ανάλογα με τις διάφορες καταστάσεις. Όπου κι αν ήμουνα, ό,τι κι αν έκανα, η «Προσευχή» ούτε εμπόδιο ήταν σε τίποτε, ούτε από τίποτε εμποδιζόταν.

Την ώρα της εργασίας η «Προσευχή του Χριστού» προχωρεί μόνη της μέσα στην καρδιά μου κι η δουλειά  τελειώνει  γρηγορότερα.  Όταν  διαβάζω  ή  παρακολουθώ  ή  ακούω  κάτι  με  προσοχή,  η
«Προσευχή» καθόλου δεν με σταματά, και το ίδιο χρονικό διάστημα είμαι ενήμερος και των δυο, σαν να έχω δύο εαυτούς, σαν να έχω δύο ψυχές, σε ένα και το αυτό σώμα. Τι μυστήριο αλήθεια είναι ο άνθρωπος! Γι' αυτό ο καθένας με όλη την ψυχή του ας δοξολογεί τον Θεό λέγοντας: «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».

Πολλά μου συνέβησαν στον δρόμο αυτό· πολλές και παράξενες περιπέτειες. Εάν δε άρχιζα να τις διηγούμαι όλες δεν θα μου έφθανε ούτε ένα ημερονύκτιο ολόκληρο.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, π.χ., βάδιζα μόνος μου μέσα σ' ένα δάσος προς ένα χωριουδάκι που το έβλεπα ν' απέχει μόλις ενάμιση χιλιόμετρο εμπρός μου και που λογάριαζα να παραμείνω την νύκτα αυτή. Ξαφνικά ένας λύκος πρόβαλε μπροστά μου και έκανε να έλθει προς το μέρος μου. Είχα στα χέρια μου το μάλλινο κομποσκοίνι του γέροντα οδηγού μου, γιατί δεν το αποχωριζόμουν ποτέ κι έκανα να κτυπήσω τον λύκο μ' αυτό. Μου έφυγε όμως το κομποσκοίνι από τα χέρια μου και τυλίχθηκε στου λύκου τον λαιμό. Το ζώο άρχισε να απομακρύνεται από μένα, αλλά όπως πήδησε πιο πέρα επάνω  σ'  ένα  θαμνώδες  αγκάθι,  πιάστηκαν  σ'  αυτό  τα  πισινά  του  πόδια  κι  όπως  γύριζε  να ελευθερωθεί, έμπλεξε και το κομποσκοίνι σ' ένα πάσσαλο ξερού δένδρου έτσι, ώστε σε κάθε στροφή του  ο  λύκος  τυλιγόταν  και  περισσότερο.  Έκανα  το  σταυρό  μου  με  πίστη  και  προχώρησα  να ελευθερώσω το αγρίμι, κυρίως γιατί φοβόμουνα μήπως στην αγωνία του, κόβοντας το κομποσκοίνι το έσερνε μαζί του, και έτσι θα έχανα το πολύτιμο αυτό δώρο του Γέροντά μου. Κράτησα κάπως το κομποσκοίνι  κι  έτσι  ελευθερώθηκε  το  κεφάλι  του  λύκου,  που  έφυγε  χωρίς  ν'  αφήσει  ίχνη. Ευχαρίστησα  τον  Θεό,  έχοντας  στο  μυαλό  μου  τον  ευλογημένο  Πνευματικό  οδηγό,  κι  έφθασα ασφαλώς στο χωριό, όπου ζήτησα κατάλυμα για μια νύχτα σ' ένα χάνι.

Μπήκα  μέσα.  Δυο  άνδρες  εκεί,  ο  ένας  γέρος  και  ο  άλλος  μεσόκοπος  και  καλοδεμένος,  ήσαν καθισμένοι σε μια γωνιά σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάι. Δεν φαίνονταν να είναι απλοί άνθρωποι κι ερώτησα τον ιπποκόμο τους, ποιοι ήσαν. Έμαθα, λοιπόν, απ' αυτόν ότι ο γέρος ήταν δάσκαλος σ' ένα δημοτικό σχολείο και ο άλλος γραμματεύς επαρχιακού δικαστηρίου. Ήσαν και οι δυο άνθρωποι καλυτέρας τάξεως, πήγαιναν δε σ' ένα  πανηγύρι καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα απ' εκεί. Αφού κάθισα λίγο, παρεκάλεσα την οικοδέσποινα του καταφυγίου μου να μου δώσει λίγη κλωστή και μια βελόνα, ζύγωσα στο φως μιας λαμπάδας κι εκάθησα να ράψω το κομποσκοίνι μου, που είχε ξηλωθεί σ' ένα μέρος κι ήταν έτοιμο να κοπεί.

Ο γραμματεύς με κοίταξε και μου είπε:

«Φαντάζομαι πόσο σκληρά θα προσευχήθηκες για να σπάσει το κομποσκοίνι σου».

«Δεν το έσπασα εγώ», απήντησα, «ένας λύκος μου το έκανε έτσι».

«Ένας λύκος; Ώστε και οι λύκοι λένε προσευχές»; είπε πειρακτικά.

Τους είπα όσα συνέβησαν και πόσο πολύτιμο ήταν αυτό το κομποσκοίνι για μένα.

Ο γραμματεύς γέλασε, λέγοντας πάλι: «θαύματα πάντα συμβαίνουν σε σας τους φθηνούς αγίους. Σαν τι αγιότητα μπορεί να έχει ένα γεγονός σαν κι αυτό που μας είπες; Είναι απλούστατο. Ο λύκος φοβήθηκε από αυτό που του πέταξες και έφυγε. Είναι γεγονός ότι οι λύκοι και οι σκύλοι τρομάζουν όταν τους πετάξει κανείς κάτι και το να μπλέκουνε σ' ένα θάμνο είναι κάτι το πολύ κοινό. Αυτά πολλές φορές συμβαίνουν. Πού το βλέπετε το θαύμα»;

Αλλά ο γέρος απήντησε ως εξής: «Μην πηδάς σε συμπεράσματα σαν κι αυτά, αγαπητέ μου. Σου διέφυγε  η  βαθύτερη  έννοια  του  περιστατικού.  Από  μέρους  μου,  εγώ  βλέπω  στην  ιστορίαν  του χωρικού αυτού το μυστήριο της φύσεως απ' τις δυο του μεριές, την αισθητή και την πνευματική».

«Πώς συμβαίνει αυτό»; ρώτησε ο γραμματεύς.

«Λοιπόν, τα πράγματα έχουν πάνω - κάτω ως εξής: Αν και δεν έχεις πανεπιστημιακή μόρφωση, έχεις βεβαίως όμως μάθει την ιερά ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, με το σύστημα των



περιληπτικών ερωτήσεων και απαντήσεων, στο σχολείο. Θυμάσαι ότι τον προπάτορα Αδάμ, όταν βρισκόταν ακόμη στην κατάσταση της αγίας αθωότητας, όλα τα ζώα τον υπάκουαν, τον ζύγωναν με φόβο κι αυτός έδωσε στο καθένα το όνομά του; Ο γέρος στον οποίον ανήκε το κομποσκοίνι αυτό, ήταν άγιος άνθρωπος. Λοιπόν, ποια είναι η έννοια της αγιότητας; Για τον αμαρτωλό δεν είναι τίποτε άλλο πάρα η επάνοδος, με την προσπάθεια και αυτοκυριαρχία, σε μια κατάσταση αθωότητας και αναμαρτησίας που ζυγώνει την αγνότητα των πρωτοπλάστων. Όταν η ψυχή καθίσταται αγία, το σώμα επίσης γίνεται άγιο. Το κομποσκοίνι αυτό βρισκότανε, ποιος ξέρει για πόσα χρόνια, στα χέρια ενός ανθρώπου που καθημερινά άγιαζε τον εαυτό του. Η επαφή του μ' αυτό, το έκανε να πάρει από την άγια δύναμη της αγνότητος του πρώτου ανθρώπου, πριν από την αμαρτία! Αυτό είναι το μυστήριο της πνευματικής φύσεως! Όλα τα ζώα πάντοτε καταλαβαίνουν αυτήν την δύναμη, την οσφραίνονται κατά ένα τρόπο, επειδή είναι γνωστό, ότι σ’ όλα τα ζώα η όσφρηση είναι η σπουδαιοτέρα των αισθήσεων. Αυτό είναι το μυστήριο της φύσεως».

«Σεις οι μορφωμένοι διανοείστε σχετικά με τη δύναμη και την σοφία, αλλά εμείς αντιλαμβανόμεθα τα πράγματα πολύ απλά. Αδειάζουμε μ' ευχαρίστηση ένα ποτήρι γεμάτο βότκα κι αυτό αποτελεί την δική μας τη δύναμη», είπε ο γραμματεύς και προχώρησε για να πληρώσει.

«Αυτά είναι για σένα μόνο», είπε ο δάσκαλος, «αλλά θέλω να σε παρακαλέσω, την γνώση να την αφήσεις για μας»...

Μου άρεσε ο τρόπος που μίλησε, τον ζύγωσα και του είπα: «Θα μπορούσα να σας απασχολήσω λίγο, λέγοντάς  σας  κάτι  περισσότερο  για  τον  Πνευματικό  μου  οδηγό»;  Έτσι  του  διηγήθηκα  για  την εμφάνισή του στον ύπνο μου, την διδασκαλία που μου έκανε τότε και το σημάδι που χάραξε με το καρβουνάκι στην Φιλοκαλία. Με άκουγε με προσοχή σε όσα του έλεγα, αλλά ο γραμματεύς, που είχε πιο πέρα ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα, μουρμούρισε:

«Είναι αλήθεια ότι το πολύ διάβασμα της Γραφής παίρνει τα μυαλά του ανθρώπου. Έτσι δεν είναι, όταν πιστεύεις ότι ένα φάντασμα νεκρού ανθρώπου κάνει την νύκτα διάφορα σημάδια σ' ένα βιβλίο; Απλούστατα, άφησες το βιβλίο να πέσει στο έδαφος, ενώ ήσουν μισοκοιμισμένος και όπως έπεσε, το κάρβουνο που ήτανε κάτω, έκανε τη γραμμή που λες στο περιθώριο του βιβλίου. Αυτό είναι το θαύμα του βιβλίου σου. Απατεώνες! Έχω συναντήσει μέχρι τώρα πολλούς από σας».

Μουρμουρίζοντας όλα αυτά, ο γραμματεύς γύρισε προς τον τοίχο για ν’ αποκοιμηθεί κι εγώ ξαναγυρίζοντας προς τον διδάσκαλο, του είπα αν θέλει να του δείξω το ίδιο το βιβλίο με τη γραμμή στο περιθώριο.

«Κοίταξέ το με προσοχή», του είπα, βγάζοντάς το από το σακίδιό μου, «είναι σημειωμένο προσεκτικά και όχι λερωμένο. Αυτό που με εκπλήσσει, εξακολούθησα, είναι το πώς ένα πνεύμα χωρίς σώμα μπορεί να πιάσει ένα κάρβουνο και να γράψει μ' αυτό».

Ο δάσκαλος, κοίταξε τη χαραγμένη γραμμή και είπε: «Αυτό επίσης είναι ένα πνευματικό μυστήριο και θα προσπαθήσω να σου το εξηγήσω. Όταν τα πνεύματα παρουσιάζονται σ' ένα πρόσωπο, περιβεβλημένα με ανθρώπινο σώμα, το σώμα τους αυτό γίνεται αντιληπτό να μπαινοβγαίνει π.χ. κάπου και να κάνει ένα σωρό κινήσεις και πράξεις, όταν δε εξαφανίζεται, αποθέτει πάλι το υλικό στοιχείο, που είχε για λίγο χρόνο περιβληθεί. Ακριβώς όπως η ατμόσφαιρα έχει τη δύναμη να συστέλλεται και να διαστέλλεται, έτσι και η ψυχή μέσα στο σώμα, μπορεί να πάρει ο,τιδήποτε σχήμα, μπορεί να πράξει οποιαδήποτε κίνηση, καθώς και να γράψει. Αλλά ποιο είναι αυτό το βιβλίο; Ας του ρίξω μια ματιά».

Με το άνοιγμα έπεσε το μάτι του στους λόγους Συμεών του Νέου Θεολόγου.




«Αυτό πρέπει να είναι θεολογικό έργο», είπε.

«Είναι όλο ένα απάνθισμα», του εξήγησα. «Πραγματεύεται και για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, την νοερά, που γίνεται με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού, το περιεχόμενό του δε προέρχεται από συγγράμματα τριάντα Πατέρων της Εκκλησίας».

«Α! κι εγώ ξέρω κάτι γι' αυτή την εσωτερική προσευχή», απήντησε.

Τον ικέτευσα πραγματικά, να μου μιλήσει γι' αυτή, και το έκανε, λέγοντας:

«Λοιπόν, η Καινή Διαθήκη, λέγει ότι ο άνθρωπος και όλη η Πλάση είναι υποκείμενα στην ματαιότητα όχι θεληματικά, και στενάζουν με την προσπάθεια και την επιθυμία να εισέλθουν στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Ο μυστηριώδης αυτός αναστεναγμός της όλης δημιουργίας, η εσωτερική αυτή τάση κάθε ψυχής προς τον Θεό, είναι ακριβώς αυτό που λέμε εσωτερική προσευχή, δεν είναι όμως ανάγκη να την διδαχθεί κανείς, γιατί είναι φυσική στον κάθε ένα από μας».

«Μα τι πρέπει να κάνει κανείς, να την βρει την Προσευχή αυτή, να την αισθανθεί, να την αναγνωρίσει στην θέλησή του μέσα, να την πάρει και να απολαύσει την ευτυχία της και το φως της, για να φθάσει έτσι στην σωτηρία του»; ερώτησα.

«Δεν ξέρω αν το θέμα αυτό θίγεται στα θεολογικά βιβλία», απάντησε.

«Λοιπόν, εδώ το κάθε τι είναι απλοποιημένο», είπα, δείχνοντας το βιβλίο μου και πάλι.

Ο  δάσκαλος  σημείωσε τον  τίτλο του βιβλίου και  είπε,  πως  θα  αγόραζε  απαραίτητα  ένα από το Τομπόλσκ, για να το μελετήσει. Μετά, χωρίσαμε για να πάρει ο καθένας την πορεία του. Ευχαρίστησα τον Θεό γι' αυτή την συνομιλία με το δάσκαλο, και παρεκάλεσα ο Θεός να ευδοκήσει ώστε και ο γραμματεύς να καταλάβει την ανάγκη να διαβάσει την Φιλοκαλία, έστω και για μια φορά, για να βρει με τη βοήθειά της την σωτηρία του.

Άλλη μια φορά, ήταν άνοιξη τότε, πέρασα από ένα χωριό όπου φιλοξενήθηκα από τον παπά. Ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος και ζούσε ολομόναχος. Πέρασα τρεις ημέρες κοντά του. Με παρακολούθησε το λιγοστό αυτό διάστημα και μου είπε: «Μείνε εδώ, και θα έχεις και μια μικρή πληρωμή. Έχω ανάγκη από έναν έμπιστο άνθρωπο. Όπως βλέπεις έχουμε αρχίσει να κτίζουμε μια πετρόκτιστη εκκλησία κοντά στην παλιά ξύλινη και είναι καιρός που γυρεύω να βρω έναν τίμιο άνθρωπο  να  επιβλέπει  τους  εργάτες  και  να  μένει  την  ημέρα  μέσα  στο  μικρό  εκκλησάκι,  όπου βρίσκεται το κουτί των προσφορών για την ανέγερση. Είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται για σένα και για τον τρόπο της ζωής σου. Θα είσαι μόνος στο παρεκκλήσι και θα λες τις προσευχές σου. Υπάρχει εκεί παραπλεύρως ένα μικρό μοναχικό δωμάτιο για τον νεωκόρο. Σε παρακαλώ μείνε εκεί, τουλάχιστον μέχρις ότου τελειώσει η εκκλησία που κτίζουμε.

Αρνήθηκα για κάμποσο, αλλά στο τέλος υποτάχθηκα στις παρακλήσεις του καλού ιερέως και παρέμεινα εκεί, μέχρι το φθινόπωρο, στο δωματιάκι που ήταν προορισμένο για τον νεωκόρο. Εις την αρχή το βρήκα ήσυχο και κατάλληλο για προσευχή, αν και πολύς κόσμος μπαινόβγαινε προ παντός τις εορτές· άλλοι για να προσευχηθούν, αλλά και μερικοί με τον σκοπό να κλέψουν χρήματα από τον δίσκο της ανοικοδομήσεως της εκκλησίας.






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |