ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τό Αγριολούλουδο - Δ΄

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τό Αγριολούλουδο - Δ΄




Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄
 

Τρεις μέρες ύστερα από την ιδιαίτερη βραδινή συνομιλία της κ. Κράλη με τον ανιψιό της, ο Άλκης ταξίδευε για τον τόπο της προσωρινής αυτοεξορίας του.
Έτσι είχε κανονίσει τα πράματα η προβλεπτική σοφία της θείας του. Μετά το τελευταίο χτύπημα — το χτύπημα της χάριτος — που είχε καταφέρει η Καίτη στον έρωτα του Άλκη, ο νέος είχε πεισθεί να κόψει κάθε σχέση με τη γυναίκα, που η θεία του είχε χαρακτηρίσει πρόστυχη. Ύστερ’ από μια νύχτα αγρυπνίας, παραδόθηκε χωρίς όρους.
— Εγώ είμαι ανίκανος να σκεφθώ και να αποφασίσω το παραμικρό! είπε το άλλο πρωί στη θεία του. Ό,τι νομίζεις πως μπορεί να γίνει, με το φιλανθρωπότερο τρόπο για ένα κορίτσι, που ό,τι κι αν είναι, δε μου χρωστάει τίποτα να υποφέρει εξαιτίας μου, δεν έχετε παρά να το κανονίσετε με το θείο και με το γιατρό. Και εγώ δεν έχω παρά να υπακούσω και να υποφέρω.
Η Καίτη τον συγχάρηκε για τη θέληση, που έδειξε πως έχει σωθεί από μια κακή περιπέτεια, και του έδωκε να καταλάβει, ότι η νέα δεν ήτανε πρώτη φορά, που της συμβαίνει μια τέτοια απογοήτευση.
— Έννοια σου και θα βρει, σε βεβαιώνω, πολύ γρήγορα τον τρόπο να παρηγορηθεί. Σε κάθε περίσταση, δεν είναι από τις γυναίκες που παίρνουν κατάκαρδα μια ερωτική περιπέτεια, όπως φαντάζεσαι.


Ο Άλκης, χωρίς να παρηγορηθεί από την επιχειρηματολογία της θείας του, ρώτησε ξερά.
— Μήπως έστειλαν από χθες να με ζητήσουν; Μήπως κανένα γράμμα;
— Απολύτως τίποτε! του είπε η Καίτη.
— Μου φαίνεται παράξενο. Φαντάζομαι, πως δε θα ήτανε δύσκολο να μαντέψουν, ότι βρίσκομαι εδώ. Η ξαφνική εξαφάνισή μου...
— Φαντάζεσαι, Άλκη, ότι θα μπορούσα να σου κρύψω ένα γράμμα; είπε μ’ ένα τόνο διαμαρτυρίας η Καίτη.
Και όμως δεν έλεγε την αλήθεια. Το άλλο βράδυ ακριβώς, ένας μικρός υπηρέτης είχε φέρει κάποιο γράμμα για τον Άλκη και είπε πως θα περιμένει απάντηση. Η καμαριέρα της Καίτης, ειδοποιημένη από πριν, έφερε το γράμμα στην κυρία της. Εκείνη το άνοιξε και το διάβασε βιαστικά. Ήτανε ένα γράμμα της Στέλλας, που έγραφε, ότι βρίσκονταν στο ξενοδοχείο του προαστίου, ότι είχανε βεβαιωθεί για τη διαμονή του στη βίλλα της θείας του, ότι ήσαν τρομερά ανήσυχες μήπως είναι άρρωστος ή του συμβαίνει τίποτε δυσάρεστο, ότι τέλος δεν μπορούσαν να εξηγήσουν την ξαφνική του και χωρίς κανένα λόγο εξαφάνιση. Με συγκινητικά λόγια τον παρακαλούσε κατόπιν, αν τον δυσαρέστησε σε τίποτε χωρίς να το καταλάβει, να τη συχωρέσει, γιατί θα της ήτανε αδύνατο να υποφέρει την τύψη, πως ίσως, ποιος ξέρει, τον πίκρανε, έστω και χωρίς να το θέλει. Και στο τέλος τον ικέτευε να πάει να τη δει, έστω και μια στιγμή, στο ξενοδοχείο, ή να της γράψει δύο λόγια — δυο λόγια μόνο από το χέρι του — για να της πει, ότι εξακολουθεί να την αγαπά, όπως τον αγαπά. Τίποτε περισσότερο. Δυο λόγια μονάχα. Δυο λόγια από το χέρι του...
Η Καίτη, μαντεύοντας, ότι το γράμμα αυτό ήτανε άξιο να της καταστρέψει όλο το έργο της, το ’σχισε με θυμό, έχωσε τα κομμάτια του στο βάθος ενός συρταριού και παράγγειλε στην καμαριέρα της να πει στον μικρόν υπηρέτη, ότι έδωκε το γράμμα στα χέρια του κ. Άλκη, κι αυτός, αφού το διάβασε, είπε να πει σ’ αυτόν που το ’φερε, ότι δεν έχει απάντηση. Έτσι ξερά: Ο κύριος μου είπε, ότι δεν έχει απάντηση!
— Δεν ξέρω ποια θα είναι η γνώμη του θείου σου και του γιατρού! εξακολούθησε η Καίτη. Δυο πράματα όμως είναι απαραίτητα. Πρώτο να μη βγεις καθόλου από το σπίτι, όσο βρίσκεσαι εδώ, και δεύτερο να βρεθεί τρόπος ν’ απομακρυνθείς το γρηγορότερο από τας Αθήνας για λίγον καιρό, χωρίς να τη συναντήσεις.
Ο Άλκης δεν είχε καμιά δύναμη πια να αντισταθεί. Καταλάβαινε κι ο ίδιος, ότι θα του ήταν αδύνατο να ξαναϊδεί τη
Στέλλα και να επιμένει στη σκληρή του απόφαση. Και ένοιωθε τώρα μόνος του την ανάγκη να φύγει μια ώρα αρχύτερα και να προσπαθήσει να ξεχάσει, όσο μπορεί να ξεχάσει κανείς έναν πόνο, που τον σέρνει μαζί του, σαν ανοιχτή κι αγιάτρευτη πληγή.
— Να φύγω! είπε. Αυτό βλέπω κι εγώ. Αλλά πού και πώς;
Η Καίτη, που είχε καταστρωμένο πια το σχέδιό της έκαμε πως σκέφθηκε λιγάκι, και ύστερα, σαν να της ήρθε μια ξαφνική έμπνευση, είπε.
— Να μια ιδέα! Ο φίλος μας ο κ. Σταλίδης, φεύγοντας τον περασμένο μήνα με την κόρη του για τον Αίνο της Κεφαλλονιάς, με είχε παρακαλέσει να του συστήσω κανένα νέο γιατρό, χωρίς μεγάλη πελατεία, που θα μπορούσε να μείνει μαζί τους στο βουνό για δυο τρεις μήνες. Η κόρη του είχε συχνές αιμοπτύσεις και φοβότανε, πως στην ερημιά εκεί απάνω, χωρίς κανένα για-τρό, θα μπορούσε να της τύχει τίποτε δυσάρεστο. Υποθέτω, ότι πλαγίως μου έκανε μια πρόταση για σένα. Αλλά τότε δε θέλησα να κάμω λόγο. Φανταζόμουν, ότι δε θ’ αποφάσιζες ν’ απομακρυνθείς από την εργασία σου στις βιβλιοθήκες των Αθηνών. Τώρα όμως... Τώρα νομίζω πως θα μπορούσες να δεχθείς.
— Φαντάζεσαι, — ρώτησε ο Άλκης — ότι δεν άλλαξαν γνώμη από τότε;
— Βέβαια όχι! είπε η Καίτη. Ακόμα την περασμένη βδομάδα είχα γράμμα από το Σταλίδη. Δεν έχω παρά να τηλεγραφήσω και να φύγεις αμέσως.
Ύστερ’ από τρεις μέρες ένα κλειστό αυτοκίνητο έφερε τον Άλκη στο λιμάνι του Πειραιώς, ακριβώς την ώρα που το βαπόρι σήκωνε τις άγκυρες του για το ταξίδι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
 

Στην πλώρη του βαποριού, μακριά απ’ τους άλλους επιβάτες, διψώντας μοναξιά, θέλοντας να μείνει μοναχός του με τον ουρανό, το πέλαγο και τον πόνο του, ο Άλκης είχε ακουμπήσει απάνω στο παραπέτο και άφηνε τη σκέψη του να φεύγει και να ταξιδεύει, χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, μαζί με τα κύματα, μαζί με τους λευκούς αφρούς.
Για μια στιγμή συλλογίστηκε το άλλο του ταξίδι — εδώ και λίγους μήνες — όταν γύριζε από την Ευρώπη. Έφευγε και τότε από τον ίδιο τον εαυτό του, γυρεύοντας να βρεθεί μακριά απ’ τον ωραιότερο κύκλο της ζωής του, από τον κύκλο της αγάπης. Έπρεπε και τότε να ξεχάσει μια γυναίκα, που είχε αφήσει σκληρά πίσω του, μια γυναίκα που είχε δεθεί με τις καλύτερες μέρες της νεότητάς του. Κι έκανε ο ίδιος στον εαυτό του το κακό, που μόνος ο θάνατος θα μπορούσε να του κάνει, ο θάνατος που τόσες φορές τον είχε φοβηθεί στις στιγμές της ευτυχίας του. Και τώρα πάλι τα ίδια. Έφευγε πάλι μακριά από την ευτυχία του, έφευγε όπως φεύγει κανείς από μια θεομηνία, μια καταστροφή. Έφευγε πάλι κυνηγημένος από τον ίδιο τον εαυτό του. Και γιατί όλ’ αυτά; Θυμήθηκε τα λόγια της θείας του.
— Σε συγχαίρω, Άλκη, γιατί δείχνεις πως έχεις θέληση...
Γέλασε πικρά μια στιγμή. Θέληση! Αλλά τι είναι θέληση; Είναι το να αντιστέκεται κανένας σε όλα τα ορμέμφυτα της ψυχής του, να σβήνει μ’ ένα φύσημα όλους του τους πόθους, να συντρίβει με τα ίδια του χέρια την ευτυχία του; Και δεν είναι θέληση το ν’ αντιταχθεί κανείς στη θέληση των άλλων, στη γνώμη της κοινωνίας, στη δεισιδαιμονία του κοινωνικού νόμου, και να υπερασπίσει τον εαυτό του εναντίον της επιβουλής των άλλων; Και όμως, ένας άνθρωπος, που έχει τη θέληση αυτή, την πραγματική, τη φυσιολογική θέληση, που απορρέει από τις πιο απόκρυφες ανάγκες της ζωής του, θεωρείται ένας άβουλος, ένας άνθρωπος χωρίς χαρακτήρα. Τι αστεία πράματα!
Ένας ναύτης πέρασε κοντά του και του ζήτησε το τσιγάρο του ν’ ανάψει.
— Από πού είσαι, παλικάρι; τον ρώτησε, από ανάγκη να βγει μια στιγμή από το λαβύρινθο των λογισμών του.
— Απ’ το Καρπενήσι! είπε ο ναύτης.
— Κι έγινες θαλασσινός;
— Ο πατέρας μου ήθελε να με κάνει τσοπάνη, όπως ήτανε και ο ίδιος. Εγώ δεν ήθελα! Μ’ άρεσε να γυρίζω τον κόσμο. Κι έφυγα κρυφά από το σπίτι μας.
— Δε μετάνιωσες τώρα;
Ο ναύτης γέλασε.
— Γιατί να μετανιώσω; Έκανα αυτό που μ’ άρεσε! Άναψε το τσιγάρο του και χώθηκε σφυρίζοντας στο καμπούνι της πλώρης.
— Αυτή είναι η αληθινή θέληση! είπε μέσα του ο Άλκης. Και όμως, πώς έχασαν τη σημασία τους τα λόγια! Την αβουλία και την υποταγή σε μια πρόληψη τη λέμε θέληση και λέμε αβουλία την αντίσταση του ορμέμφυτου στην κοινωνική συνθήκη.
Έσκυψε προς τη θάλασσα, που τη χρύσωναν οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου.
— Δεν έπρεπε να φύγω! είπε σε λίγο. Δεν έπρεπε!
Και είχε μιλήσει, φαίνεται, δυνατά, γιατί ξαφνίσθηκε από τον ήχο της φωνής του.
Σηκώθηκε κι έκανε λίγα βήματα απάνω κάτω στο κατάστρωμα. Ένοιωθε με το σούρουπο ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Αν ήτανε στο χέρι του, θ’ άρπαζε το τιμόνι του βαποριού και, με μια γρήγορη στροφή, θα ’βαζε πλώρη προς την Αθήνα, θα γύριζε αποκεί που ήρθε, χωρίς να λογαριάσει τίποτε, κανέναν. Δεν είχε τάχα το δικαίωμα; Και είχε το δικαίωμα ο καπετάνιος του καραβιού να διευθύνει και τη δική του ζωή, όπως διεύθυνε το άψυχο εκείνο καράβι, και να την ταξιδεύει σύμφωνα μ’ ένα δρομολόγιο, που το είχε συντάξει η θεία του; Και η ψυχή του λοιπόν; Η δική του η ψυχή δεν ήταν ο καπετάνιος της ζωής του; Δεν ήτανε τίποτε η ψυχή του; Ένοιωσε να τον πνίγει ένα βαθύ παράπονο. Και παρηγορήθηκε μονάχα με μια ξαφνική απόφαση. Να βγει στο πρώτο λιμάνι που θα ’πιανε το βαπόρι και να ξαναγυρίσει πάλι στην Αθήνα.
Ξανακάθισε πάλι στα μπάγκο, ησυχότερος τώρα, παρηγορημένος από την απόφασή του. Ο σκύλος του, ο Γκραφ, που ήτανε κουλουριασμένος στα πόδια του, σηκώθηκε άξαφνα, έβαλε τα πόδια του απάνω στα γόνατά του και τον κοίταξε στα μάτια, σα να ’θελε να τον ρωτήσει κάτι.
Του χάιδεψε με αγάπη το μεγάλο, έξυπνο κεφάλι.
— Ναι, του είπε, σα ν’ απαντούσε στην άφωνη ερώτηση του ζώου· ναι, καλέ μου φίλε! θα ξαναγυρίσουμε, θα ξαναγυρίσουμε γρήγορα. Μη λυπάσαι!
Με την υπόσχεση αυτή, που έδωσε στο πιστό του ζώο, για να τη δώσει στον εαυτό του, παρηγορήθηκε. Είχε πάρει την απόφασή του, που καμιά δύναμη δε θα τον έκανε να την αλλάξει. Στη Ζάκυνθο θα έβγαινε έξω και θα περίμενε το πρώτο βαπόρι, που θα περνούσε για τον Πειραιά, για να ξαναγυρίσει εκεί που τον τραβούσε μια συμπαθητική αγάπη και ένα καθήκον. Ένα καθήκον — γιατί όχι; — που δεν μπορούσε να το καταλάβει η στενή και εγωιστική ηθική της θείας του.
— Πότε περνάει από τη Ζάκυνθο βαπόρι για τον Πειραιά; ρώτησε κάποιον ναύτη.
— Αύριο το βράδυ! του είπε ο ναύτης.
— Εμείς τι ώρα θα φθάσουμε;
— Κατά το μεσημέρι.
— Προφθαίνω λοιπόν να το πάρω;
Ο ναύτης έκανε ένα σχήμα επιβεβαιωτικό.
— Ου!... Θα μείνετε και κάμποσες ώρες να φάτε μαντολάτο. Το αστείο του ναύτη τον άφησε ψυχρό.
— Ευχαριστώ, παιδί μου! είπε αδιάφορα.
Και κατέβηκε στην πρώτη θέση, ήσυχος και ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε πάρει την απόφασή του. Ήτανε η ώρα του γεύματος και οι επιβάτες είχαν μαζευτεί, εύθυμοι και φλύαροι από την προαίσθηση μιας χαράς, που είναι η μεγαλύτερη και η μοναδική σχεδόν φροντίδα των ανθρώπων που ταξιδεύουν.
— Θα λάβετε μέρος στο γεύμα; τον ρώτησε, με ένα ύφος απορίας, ο καμαρότος, που έβαζε τις τελευταίες του πινελιές στην εύθυμη διακόσμηση του τραπεζιού.
Ο Άλκης θυμήθηκε, πως μια ώρα πρωτύτερα είχε δηλώσει στον καμαρότο, πως ήτανε κακοδιάθετος και δε θα ’παιρνε μέρος στο γεύμα.
— Έχεις δίκιο, παιδί μου... προσπάθησε να δικαιολογηθεί. Σου είχα πει... Βέβαια! Με είχε πειράξει λίγο η θάλασσα. Τώρα όμως αισθάνομαι καλύτερα. Αν δεν είναι δύσκολο...
Αισθανότανε, πράγματι, καλύτερα και η κνίσα του φαγητού, που έφθανε από την κουζίνα, τον γαργάλιζε όπως και όλους τους άλλους επιβάτες. Σχεδόν πεινούσε.
— Πολύ ευχαρίστως, κύριε! τον καθησύχασε ο καμαρότος. Το φαγί είναι μπόλικο, θα λείψουν, βλέπετε, και μερικές κυρίες που τις πείραξε η θάλασσα.
— Υπάρχει λοιπόν και κάτι τι δυνατότερο από τη γυναίκα; είπε κάποιος επιβάτης, που η πείνα του του είχε γίνει πνεύμα.
Το πνεύμα του στομάχου γενικεύθηκε σε λίγο. Το ανεξάντλητο γυναικείο θέμα, που τρέφει το πνεύμα των ανδρών στις χαμένες ώρες, έγινε το θέμα της συντροφιάς. Δεν έμεινε κοινοτοπία, που να μην επαναλήφθηκε, με αξιώσεις μεγαλοφυΐας. Δεν έλειψαν και τα προαιώνια καλαμπούρια. Δυο τρεις κυρίες, που ήσαν στο σαλόνι, παρακολουθούσαν την ξαφνική αυτή άνθηση του ανδρικού πνεύματος, με σοφά χαμόγελα, χωρίς καμιά διάθεση να λάβουν μέρος στη συζήτηση. Ο Άλκης, σε μια γωνιά του καναπέ, ακολουθούσε σιωπηλός τη δική του σκέψη, χωρίς να προσέχει στην ομιλία.
— Εσείς δε λέτε τίποτε, κύριε; του είπε μια από τις κυρίες, με την οικειότητα που αναπτύσσεται μεταξύ άγνωστων στα ταξίδια.
Οι άλλες κυρίες, που είχαν προσέξει συμπαθητικά τη σιωπή και τη σοβαρότητα του νέου, έσκυψαν ν’ ακούσουν την απάντησή του.
— Τι να πω, κυρία μου; είπε ο Άλκης. Σας βεβαιώνω, ότι δεν επρόσεξα. Δεν παρακολούθησα την ομιλία.
— Αυτοί οι κύριοι — του εξήγησε η συνομιλήτριά του — ζητούν απλούστατα να μας καταποντίσουν.
Ο Άλκης χαμογέλασε.
— Φαντάζεσθε, πως μπορούν να το κάμουν; είπε. Οι καημένοι οι άνδρες! Είναι οι πιο ακίνδυνοι εχθροί των γυναικών. Ίσως γιατί δεν κατορθώνουν να γίνουν εχθροί, και όταν ακόμα σας κηρύττουν τον πόλεμο. Ένας είναι ο μεγάλος, ο τρομερός εχθρός της γυναίκας. Η γυναίκα!
Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να μαντεύουν τη σκέψη του νέου ταξιδιώτη, που πετούσε τώρα προς τη θεία του.
— Περάστε στις θέσεις σας! ειδοποίησε ο καμαρότος.
Η μεγάλη είδηση έβαλε τέλος στη συζήτηση. Οι συζητηταί, αφού καταβρόχθισαν τις γυναίκες, επήραν γρήγορα τις θέσεις των στο τραπέζι και ρίχτηκαν τώρα, με την ίδια κακία, στα ορεχτικά. Σε λίγο το θέμα της ομιλίας έγινε ο μάγειρος και η γαστρονομική γεωγραφία της Ελλάδος. Οι κύριοι στο θέμα αυτό ήσαν πολύ σοφότεροι και, χωρίς άλλο, πνευματοδέστεροι. Ο Άλκης σε όλη τη διάρκεια του γεύματος, εξακολούθησε τη συνομιλία του με τις κυρίες, που τον εύρισκαν θελκτικό. Και, στα επιδόρπια, είχε καταλάβει, ότι τίμησε το γεύμα με περισσότερη όρεξη, απ’ όσο φανταζότανε.
— Κάνουμε μια παρτίδα πόκερ, κύριοι; πρότεινε κάποιος από τους επιβάτες.
Βρέθηκαν τρεις πάρτενερς.
— Μας κάνετε τον τέταρτο; είπαν στον Άλκη.
Ο Άλκης, που φοβότανε ν’ απομονωθεί πολύ γρήγορα στην καμπίνα του και να βρεθεί πάλι αντιμέτωπος με τον εαυτό του, δέχτηκε με μεγάλη προθυμία.
— Πολύ ευχαρίστως, κύριοι.
— Συνηθίζετε να κάνετε μπλόφες; τον ρώτησε μια από τις κυρίες.
— Δυστυχώς, κυρία μου, συνηθίζω να κάνω μπλόφες. Αλλά όχι στους άλλους. Κάνω μπλόφες στον εαυτό μου.
Οι κυρίες γελάσανε, χωρίς να καταλάβουν ή να προσπαθήσουν να καταλάβουν τίποτε στην αινιγματική αυτή φράση, που την πήραν σα μια εύθυμη ανοησία, απ’ αυτές που συνηθίζουν ν’ ακούνε τόσο συχνά από τα χείλη των ανδρών. Όμως ο Άλκης είχε προφέρει αυτή τη φράση με μια πτυχή πόνου στο κάτω του χείλι, που πέρασε απαρατήρητη.
Έπαιξαν ως τις πρωινές ώρες. Ο Άλκης, όταν αποσύρθηκε στην καμπίνα του, ήτανε κατάκοπος κι ένοιωθε τα μάτια του βαριά από τον ύπνο. Έπεσε και κοιμήθηκε ως το πρωί, με τον ήσυχο και ανόνειρο ύπνο του εργάτη, που είναι το δώρο του φυσικού κόπου. Όταν ξύπνησε κατά τις δέκα, αισθάνθηκε τον εαυτό του ήσυχο και σχεδόν εύθυμο. Ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήτανε μια μέρα γεμάτη φως και θριάμβους χρωμάτων απάνω στα κύματα, στις πρασινάδες των ακτών, στις μενεξένιες σιλουέτες των μακρινών βουνών. Ένα θάρρος και μια αισιοδοξία παράξενη πλημμύρησε τα στήθη του Άλκη. Κάθισε σ’ ένα πάγκο του καταστρώματος και ακολουθούσε με την ψυχή του, που είχε κάμει άσπρα φτερά κι αυτή, τα παιγνίδια των γλάρων, μέσα στη χρυσογάλανη αποθέωση της ατμοσφαίρας. Ο ναύτης, που του είχε μιλήσει εχθές, πέρασε.
— Ζυγώνουμε στη Ζάκυνθο, του είπε. Πρέπει να ετοιμάσετε τα μπαγκάζια σας, να τα ’χετε πρόχειρα εδώ στο κατάστρωμα.
— Σε πόση ώρα θα φουντάρουμε; ρώτησε ο Άλκης.
Στην πλώρη του καραβιού ξεχώριζε χαρούμενο το λουλούδι της Ανατολής, η «θεία Ζάκυνθος», όπου είχε ονειρευθεί να κοιμηθεί ο ξενιτεμένος ποιητής.
— Φτάσαμε! είπε ο ναύτης. Σε μισή ώρα το πολύ θα φουντάρουμε.
Θα ’βγαινε λοιπόν στη Ζάκυνθο ο Άλκης; Άρχισε ν’ αναθεωρεί τώρα ψυχραιμότερα την απόφασή του. Πώς θα δικαιολογούσε την επιστροφή του; Και καθώς είχε πάντα το φόβο του γελοίου, φοβήθηκε το ειρωνικό χαμόγελο της θείας του, που το ’βλεπε από τώρα να σχεδιάζεται στα λεπτά, τα φαρμακωμένα της χείλη. Και η «θέλησις»; Το τροπάρι της «θελήσεως» που θ’ άκουγε πάλι; Σκέφθηκε μια στιγμή να εξακολουθήσει το ταξίδι του και ν’ αποφασίσει αργότερα. Μπορούσε να μείνει δυο τρεις μέρες στην Κεφαλλονιά, να προφασισθεί κάποια αρρώστια και να γυρίσει. Μέσα στους δισταγμούς του αυτούς, συλλογίσθηκε τη φράση που είχε πει το βράδυ στην κυρία.
— Συνηθίζω να κάνω μπλόφες στον εαυτό μου.
Είχε λοιπόν κάνει άλλη μια τραγική μπλόφα στον εαυτό του; Χαμογέλασε πικρά. Με τον κρότο της άγκυρας, που έπεφτε στα νερά του ωραίου νησιού, αγκυροβόλησε και η σκέψη σε μια απόφαση. Δε θα ’βγαινε στη Ζάκυνθο, θα εξακολουθούσε το ταξίδι του. Και την απόφαση του τη δυνάμωσε μια γρήγορη ιδέα που πέρασε από το νου του.
— Επιτέλους — σκέφθηκε σχεδόν δυνατά, γιατί άκουσε πάλι τον ήχο της φωνής του — αν η Στέλλα είχε πάρει κατάκαρδα το χωρισμό μου, θα ’δινε κάποιο σημείο ζωής, τις ημέρες που έμενα στην Αθήνα.
Μήπως ήτανε λοιπόν πράγματι μια «πρόστυχη» και μια τιποτένια, όπως την είχε χαρακτηρίσει η θεία του; Και άξιζε τότε να έχει τόσες τύψεις για ένα πλάσμα, που ίσως τη στιγμή αυτή λησμονούσε τον ερωτά του στην αγκαλιά ενός οποίου, που θα της «πλήρωνε — ίσως — και το λογαριασμό του μπακάλη της»;
Άναψε ένα τσιγάρο, χάιδεψε το μεγάλο, ωραίο κεφάλι του σκύλου του και εξακολούθησε το ταξίδι του.




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |