ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ἡ εὐθύνη τῶν γονέων γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ εὐθύνη τῶν γονέων γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 - Ἡ εὐθύνη τῶν γονέων γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν


Νὰ ἐμπιστευθοῦν οἱ γονεῖς τὰ παιδιά τους στὸν Θεὸ


Ὁ Θεὸς ἔδωσε στοὺς Πρωτοπλάστους, στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα, τὴν μεγάλη εὐλογία νὰ γίνωνται συνδημιουργοί Του. Στὴν συνέχεια οἱ γονεῖς, οἱ παπποῦδες κ.λπ. εἶναι καὶ αὐτοὶ συνδημιουργοὶ μὲ τὸν Θεό, γιατὶ δίνουν τὸ σῶμα.
Ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεωμένος νὰ νοιαστῆ γιὰ τὰ παιδιά.
Ὅταν βαπτισθῆ τὸ παιδάκι, ὁ Θεὸς διαθέτει καὶ ἕναν Ἄγγελο, γιὰ νὰ τὸ προστατεύη, ὁπότε τὸ παιδὶ προστατεύεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν Φύλακα Ἄγγελο καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς. Ὁ Φύλακας Ἄγγελος εἶναι συνέχεια κοντά του καὶ τὸ βοηθάει. Ὅσο μεγαλώνει τὸ παιδί, τόσο οἱ γονεῖς ἀπαλλάσσονται ἀπὸ τὶς εὐθύνες. Ἂν οἱ γονεῖς πεθάνουν, ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ ψηλὰ καὶ ἀπὸ κοντά, ἀλλὰ καὶ ὁ Φύλακας Ἄγγελος ἀπὸ κοντά, συνεχίζουν γιὰ πάντα νὰ προστατεύουν τὸ παιδί.

Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ βοηθοῦν πνευματικὰ τὰ παιδιά, ὅταν εἶναι μικρά, γιατὶ τότε καὶ τὰ ἐλαττώματά τους εἶναι μικρὰ καὶ εὔκολα μποροῦν νὰ κοποῦν. Εἶναι ὅπως ἡ φρέσκια πατάτα· λίγο ἂν τὴν ξύσης, ξεφλουδίζεται. Ἂν ὅμως παλιώση, πρέπει νὰ πάρης μαχαίρι νὰ τὴν καθαρίσης καί, ἂν ἔχη καὶ κανένα μαυράκι, πρέπει νὰ προχωρήσης καὶ πιὸ βαθιά. Ἂν τὰ παιδιὰ βοηθηθοῦν ἀπὸ μικρὰ καὶ γεμίσουν Χριστό, θὰ εἶναι κοντά Του γιὰ πάντα. Καὶ νὰ ξεφύγουν λίγο, ὅταν μεγαλώσουν, λόγῳ τῆς ἡλικίας ἢ μιᾶς κακῆς συναναστροφῆς, πάλι θὰ συνέλθουν. Γιατὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ εὐλάβεια, ποὺ πότισαν τὶς καρδιές τους στὴν μικρὴ ἡλικία, δὲν εἶναι δυνατὸν ποτὲ νὰ ἐξαλειφθοῦν.
Ὕστερα, στὴν ἐφηβεία, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη ἡλικία, ἡ ἀγωνία τῶν γονέων
εἶναι μεγαλύτερη γιὰ τὰ παιδιά τους, μέχρι νὰ τὰ μορφώσουν καὶ νὰ τὰ ἀποκαταστήσουν. Οἱ γονεῖς τότε ἂς κάνουν ὅ,τι μποροῦν, γιὰ νὰ τὰ βοηθήσουν, καὶ ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν, γιατὶ ξεπερνάει τὶς δυνάμεις τους, ἂς τὸ ἀναθέτουν στὸν Παντοδύναμο Θεό. Ὅταν ἐμπιστευθοῦν τὰ παιδιά τους στὸν Θεό, τότε ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ βοηθήση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν γίνονται ἀνθρωπίνως. Ἂν λ.χ. τὰ παιδιὰ δὲν ἀκοῦν,  νὰ τὰ ἐμπιστευθοῦν  στὸν  Θεό,  καὶ ὄχι  νὰ βρίσκουν διάφορους τρόπους νὰ τὰ ζορίζουν. Νὰ πῆ ἡ μητέρα στὸν Θεό: «Θεέ μου, δὲν μ᾿ ἀκοῦν τὰ παιδιά μου. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε. Φρόντισέ τα Ἐσύ».
Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση προχθὲς στὴν ἀγρυπνία μιὰ μητέρα ποὺ τὴν γνώριζα ἀπὸ  παλιά.  Ἦρθε  νὰ  μὲ  χαιρετήση.  Βλέπω,  εἶχε  μαζί  της  μόνον  τὰ  μεγαλύτερα παιδιά. «Ποῦ εἶναι τὰ μικρά;», τὴν ρωτάω. «Στὸ σπίτι, Γέροντα, μοῦ λέει. Τέτοια μέρα θέλαμε νὰ ᾿ρθοῦμε στὴν ἀγρυπνία καὶ εἴπαμε μὲ τὸν σύζυγο: "Ἀφοῦ σὲ ἀγρυπνία πᾶμε, δὲν πᾶμε κάπου γιὰ διασκέδαση, ὁ Θεὸς θὰ διαθέση ἕναν Ἄγγελο νὰ φυλάξη τὰ μικρά μας"». Σπάνια συναντᾶς σήμερα τέτοια ἐμπιστοσύνη, γιατὶ τώρα, ὅπως ἔλειψε ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν παιδιῶν στοὺς γονεῖς, ἔλειψε καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη τῶν γονέων στὸν Θεό. Καὶ ἀκοῦς συχνὰ πολλοὺς γονεῖς νὰ λένε: «Γιατί τὸ δικό μας παιδὶ νὰ πάρη κακὸ δρόμο; Ἐμεῖς ἐκκλησιαζόμαστε». Δὲν δίνουν τὸ κατσαβίδι στὸν Χριστὸ νὰ σφίξη στὰ παιδιὰ λίγο καμμιὰ ...βίδα· θέλουν νὰ τὰ κάνουν ὅλα μόνοι τους. Καὶ ἐνῶ ὑπάρχει ὁ Θεός, ποὺ προστατεύει τὰ παιδιά, καὶ ὁ Φύλακας Ἄγγελος εἶναι συνέχεια κοντά τους καὶ τὰ προστατεύει καὶ αὐτός, αὐτοὶ ἀγωνιοῦν, μέχρι ποὺ ἀρρωσταίνουν. Καὶ παρόλο ποὺ εἶναι πιστοὶ ἄνθρωποι, φέρονται σὰν νὰ μὴν ὑπάρχη Θεός, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχη

Φύλακας   Ἄγγελος,   ὁπότε   ἐμποδίζουν   τὴν   θεία   ἐπέμβαση.   Ἐνῶ   πρέπει   νὰ
ταπεινώνωνται καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ Καλὸς Θεὸς θὰ προστατέψη
τὰ παιδιά.


Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τῶν παιδιῶν


– Γέροντα, γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν εὐθύνονται μόνον οἱ γονεῖς;
  Κυρίως  οἱ  γονεῖς  εὐθύνονται,  γιατί,  ἀνάλογα  μὲ  τὴν  ἀνατροφὴ  ποὺ  θὰ
δώσουν στὰ παιδιά, θὰ γίνουν καλοὶ κληρικοί, καλοὶ ἐκπαιδευτικοὶ κ.λπ., καὶ θὰ βοηθοῦν καὶ αὐτὰ μὲ τὴν σειρά τους τὰ παιδιά, καὶ τὰ δικά τους καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ μητέρα μάλιστα ἔχει περισσότερη εὐθύνη ἀπὸ τὸν πατέρα γιὰ τὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.
Ἂν οἱ γονεῖς, κατὰ τὸ διάστημα ποὺ τὸ παιδάκι εἶναι ἀκόμη στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας, προσεύχωνται, ζοῦν πνευματικά, τὸ παιδάκι θὰ γεννηθῆ ἁγιασμένο. Καὶ στὴν συνέχεια, ἂν τὸ βοηθήσουν πνευματικά, θὰ γίνη ἁγιασμένος ἄνθρωπος καὶ θὰ βοηθάη τὴν κοινωνία, εἴτε στὴν Ἐκκλησία θὰ διακονῆ εἴτε στὴν ἐξουσία θὰ ἀνεβῆ κ.λπ. Πρέπει ὅλοι νὰ βοηθοῦμε τὰ παιδιά, ὥστε νὰ γίνουν σωστοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ μείνη λίγο προζύμι γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές. Γιατὶ τώρα, ὅπως πᾶνε τὰ πράγματα, πάει νὰ χαθῆ καὶ τὸ προζύμι. Καὶ ἂν χαθῆ τὸ προζύμι, μετὰ τί θὰ γίνη;
Οἱ γονεῖς ποὺ γεννοῦν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς δίνουν τὸ σῶμα πρέπει νὰ συντελέ-
σουν, ὅσο μποροῦν, καὶ στὴν πνευματικὴ ἀναγέννησή τους. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ἀναγεννηθῆ πνευματικά, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση. Ὕστερα οἱ γονεῖς, ὅ,τι δὲν μποροῦν νὰ κάνουν οἱ ἴδιοι γιὰ τὰ παιδιά τους, θὰ τὸ ἀναθέσουν σὲ δασκάλους. Γι᾿ αὐτὸ λέει καὶ ἡ Ἐκκλησία μας «τοὺς γονεῖς ἡμῶν καὶ διδασκάλους»1. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ πνευματικοὶ Πατέρες, ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχουν παιδιά, ἀλλὰ βοηθοῦν πιὸ θετικὰ στὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν, γιατὶ ἐργάζονται γιὰ τὴν πνευματική τους ἀναγέννηση.
Θέλω νὰ πῶ, ὅλοι πρέπει νὰ βοηθοῦν, καθένας μὲ τὸν τρόπο του, μὲ τὸ παρά- δειγμά του, γιὰ νὰ ἀναγεννηθοῦν τὰ παιδιά, ὥστε νὰ ζήσουν εἰρηνικὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ νὰ πᾶνε στὸν Παράδεισο. Ὅταν τὰ παιδιὰ γίνουν πνευματικοὶ ἄνθρωποι, οὔτε νόμους χρειάζονται οὔτε τίποτε. «Δικαίοις νόμος οὐ κεῖται»2. Ὁ νόμος εἶναι γιὰ τοὺς  παρανόμους.     πνευματικὴ  ἐξουσία  εἶναι   ἀνώτερη   ἀπὸ   τὶς   ἀνθρώπινες ἐξουσίες.


Τὸ παράδειγμα τῶν γονέων


– Γέροντα, ὅταν τὸ παιδὶ δὲν ὑπακούη καὶ ἀντιδρᾶ, πῶς πρέπει νὰ φερθοῦν οἱ γονεῖς;


– Γιὰ νὰ μὴν ὑπακούη τὸ παιδὶ καὶ νὰ φέρεται ἄσχημα, κάτι θὰ φταίη. Μπορεῖ
νὰ βλέπη ἄσχημες σκηνὲς ἢ νὰ ἀκούη ἄσχημα λόγια μέσα στὸ σπίτι ἢ ἔξω ἀπὸ αὐτό. Πάντως τὰ παιδιὰ στὰ πνευματικὰ θέματα τὰ βοηθοῦμε κυρίως μὲ τὸ παράδειγμά μας, ὄχι μὲ τὸ ζόρισμα. Περισσότερο μάλιστα τὰ βοηθάει ἡ μητέρα μὲ τὸ παράδειγμά
της, μὲ τὴν ὑπακοή της καὶ τὸν σεβασμό της πρὸς τὸν σύζυγο. Ἂν σὲ κάποιο θέμα ἔχη
διαφορετικὴ γνώμη ἀπὸ ἐκεῖνον, ποτὲ νὰ μὴν τὴν ἐκφράζη μπροστὰ στὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν τὸ ἐκμεταλλεύεται ὁ πονηρός. Ποτὲ νὰ μὴ χαλνάη τὸν λογισμὸ τῶν παιδιῶν γιὰ τὸν πατέρα. Ἀκόμη καὶ ἂν φταίη ὁ πατέρας, νὰ τὸν δικαιολογῆ. Ἂν λ.χ. φερθῆ ἄσχημα, νὰ πῆ στὰ παιδιά: « Ὁ μπαμπᾶς εἶναι κουρασμένος, γιατὶ ξενύχτησε, γιὰ νὰ τελειώση μιὰ ἐπείγουσα δουλειά. Καὶ αὐτὸ γιὰ σᾶς τὸ κάνει».
Πολλοὶ  γονεῖς  μαλώνουν  μπροστὰ  στὰ  παιδιὰ  καὶ  τοὺς  δίνουν  ἄσχημα
μαθήματα.  Τὰ καημένα τὰ παιδιὰ θλίβονται.  Ἀρχίζουν μετὰ οἱ  γονεῖς,  γιὰ νὰ τὰ παρηγορήσουν, νὰ τοὺς κάνουν ὅλα τὰ χατίρια. Πηγαίνει ὁ πατέρας καὶ καλοπιάνει τὸ παιδί: «Τί θέλεις, χρυσό μου, νὰ σοῦ πάρω;». Πηγαίνει καὶ ἡ μάνα, τὸ καλοπιάνει κι ἐκείνη, καὶ τελικὰ τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν μὲ νάζια καὶ καμώματα καὶ ὕστερα, ἂν δὲν μποροῦν οἱ γονεῖς νὰ τοὺς δώσουν ὅ,τι τοὺς ζητοῦν, τοὺς ἀπειλοῦν ὅτι θὰ αὐτοκτονήσουν.
Καὶ βλέπω πόσο βοηθάει τὰ παιδιὰ τὸ καλὸ παράδειγμα τῶν γονέων. Ἦρθαν σήμερα δυὸ κοριτσάκια – τὸ ἕνα θὰ ἦταν τριῶν χρονῶν καὶ τὸ ἄλλο τεσσάρων – μὲ τοὺς γονεῖς τους ποὺ ἦταν πολὺ εὐλαβεῖς. Πόσο τὰ χάρηκα! Σὰν ἀγγελούδια ἦταν. Κάθονταν καὶ σκέπαζαν μὲ τὰ φορεματάκια τους τὰ γονατάκια τους. Εἶχαν μιὰ συστολή, ἕναν σεβασμό! Καὶ ὅλο αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῶν γονέων. Ὅταν τὰ παιδιὰ βλέπουν τοὺς γονεῖς τους νὰ ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, νὰ ἔχουν σεβασμό, νὰ φέρωνται μὲ σύνεση, νὰ προσεύχωνται κ.λπ., τότε αὐτὰ τὰ τυπώνουν στὴν ψυχή τους. Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι ἡ καλύτερη κληρονομιὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἀφήσουν οἱ γονεῖς στὰ παιδιά τους εἶναι νὰ τοὺς μεταδώσουν τὴν δική τους εὐλάβεια.
Νὰ βλέπατε ἕνα κοριτσάκι στὴν Αὐστραλία͵ τί ἀρχοντιὰ εἶχε! Ἤμασταν στὴν
Κανμπέρα. Εἶχα δεῖ τοὺς τελευταίους ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἔρθει ἐκεῖ καὶ σὲ λίγο θὰ φεύγαμε. Βλέπω, σταματάει ἕνα αὐτοκίνητο καὶ κατεβαίνει ἕνα ἀνδρόγυνο μὲ τὸ κοριτσάκι τους. «Γέροντα, σᾶς προλάβαμε», μοῦ λένε. «Ναί, τοὺς λέω, σὲ λίγο φεύγουμε». «Γέροντα, λέει ὁ ἄνδρας, ἐγὼ ἂς μὴν ἔρθω· δὲν πειράζει· μόνον ἡ σύζυγος νὰ σᾶς δῆ λίγο, γιὰ νὰ ἀναπαυθῆ, γιατὶ εἶναι εὐαίσθητη». Πήγαμε λίγο πιὸ πέρα μὲ τὴν μάνα, γιὰ νὰ μοῦ πῆ τί ἤθελε. Τὸ κοριτσάκι ἔτρεχε ἀπὸ πίσω της. «Κάθησε, τοῦ λέω, θὰ ἔρθη ἡ μαμά». «Ἐσὺ ἔχεις μαμά;», μὲ ρωτάει. «Δὲν ἔχω», τοῦ λέω. Βλέπω, τὰ ματάκια του βούρκωσαν. «Θέλεις νὰ σοῦ δώσω τὴν δική μου μαμά;», μοῦ λέει. Τὸ ρωτάω  τότε  κι  ἐγώ:  «Ἐσὺ  ἔχεις  παπποῦ;».  «Ὄχι»,  μοῦ  λέει.  «Θέλεις  παπποῦ;».
«Θέλουμε, μοῦ λέει. Θέλεις νὰ καθήσης στὸ σπίτι τὸ δικό μας ἢ θέλεις νὰ καθήσουμε
ἐμεῖς στὸ δικό σου; Ὅπως θέλεις», μοῦ λέει. Τέτοια ἀρχοντιά! Μικρὸ παιδὶ νὰ θυσιάση τὴν μάνα του! Καὶ νὰ δῆτε, εἶχε ἀντιγράψει τοὺς γονεῖς του. Ὁ πατέρας εἶχε πολλὴ ἀρχοντιά. Τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα, τὸν συνεχάρηκα. Πόσες εὐχὲς τοῦ ἔδωσα! Τέτοιοι ἄνθρωποι συγκινοῦν καὶ τὸν πιὸ σκληρόκαρδο ἄνθρωπο, πόσο μᾶλλον τὸν Θεό!


Τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ χορτάσουν στὸ σπίτι στοργὴ καὶ ἀγάπη


Τὸ παιδὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ πολλὴ ἀγάπη καὶ στοργὴ καὶ ἀπὸ πολλὴ καθοδήγηση. Θέλει νὰ καθήσης κοντά του, νὰ σοῦ πῆ τὰ προβλήματά του, νὰ τὸ χαϊδέψης, νὰ τὸ φιλήσης. Ὅταν τὸ μικρὸ παιδὶ εἶναι καμμιὰ φορὰ ἀνήσυχο καὶ κάνη

σκανταλιές, ἂν τὸ πάρη ἡ μάνα στὴν ἀγκαλιά, τὸ χαϊδέψη καὶ τὸ φιλήση, ἠρεμεῖ,
γαληνεύει. Ἂν χορτάση στοργὴ καὶ ἀγάπη, ὅταν εἶναι μικρό, ὕστερα ἔχει δύναμη νὰ
ἀντιμετωπίση τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς.
Σήμερα ὅμως τὰ περισσότερα παιδιὰ βλέπουν τοὺς γονεῖς τους γιὰ λίγο τὸ
βράδυ καὶ δὲν χορταίνουν ἀγάπη. Πολλὲς φορὲς οἱ γονεῖς ποὺ εἶναι ἐκπαιδευτικοὶ ἢ γιατροὶ καὶ ἀσχολοῦνται στὴν δουλειά τους μὲ παιδιὰ δίνουν τὴν στοργή τους στὰ ξένα παιδιὰ καί, ὅταν γυρίζουν στὸ σπίτι, δὲν ἔχουν στοργὴ γιὰ τὰ δικά τους παιδιά. Εἶναι κουρασμένοι. Ἔχει τελειώσει πιὰ ἡ μπαταρία. Ὁ πατέρας ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ξαπλώνει στὴν πολυθρόνα, παίρνει καὶ τὴν ἐφημερίδα νὰ διαβάση κανένα νέο καὶ δὲν ἀσχολεῖται καθόλου μὲ τὰ παιδιά· πάει κοντά του τὸ παιδάκι καί, ἀντὶ νὰ τοῦ μιλήση, ἀντὶ νὰ τὸ χαϊδέψη λίγο, τὸ διώχνει. Ἡ μάνα ἀπὸ τὴν ἄλλη πάει νὰ ἑτοιμάση κάτι γιὰ φαγητό, ὁπότε οὔτε αὐτὴ δὲν εὐκαιρεῖ νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ παιδιά, κι ἔτσι τὰ καημένα μεγαλώνουν στερημένα ἀπὸ ἀγάπη. Ἢ μερικοὶ δικαστικοί, ὅταν τὸ παιδὶ κάνη καμμιὰ ζημιά, κάνουν καὶ στὸ σπίτι δικαστήριο. Δὲν φέρονται στὰ παιδιὰ μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη, γι᾿ αὐτὸ μετὰ καὶ αὐτὰ ἔχουν ψυχολογικὰ προβλήματα.


Ἡ ταλαιπωρία τῶν παιδιῶν ἐξ αἰτίας τῶν γονέων


  Γέροντα,  μιὰ  μητέρα  μᾶς  ρώτησε  τί  νὰ  κάνη  ποὺ    κόρη  της  βρίζει  τὴν
Παναγία.
– Νὰ ἐξετάση ἀπὸ ποῦ ξεκινάει τὸ κακό. Μερικὲς φορὲς σὲ τέτοιες περιπτώσεις φταῖνε οἱ γονεῖς. Ὅταν οἱ ἴδιοι δὲν συμπεριφέρωνται καλά, δὲν βοηθοῦν τὰ παιδιὰ καὶ ἐκεῖνα μιλοῦν μὲ ἀναίδεια. Τότε δέχονται μιὰ ἐπήρεια δαιμονικὴ καὶ ἀντιδροῦν ἄσχημα. Ἄλλοτε πάλι οἱ γονεῖς νομίζουν ὅτι μὲ τὸ ζόρι θὰ κάνουν καλὰ παιδιά. Μπαίνει  καὶ    ἐγωισμὸς  καὶ  τοὺς  μιλοῦν  μὲ  ἀγανάκτηση,  ἐνῶ  πρέπει  νὰ  τοὺς φέρωνται πάντα μὲ τὸ καλό.
Σήμερα μιὰ γυναίκα μὲ ἔσκασε! Ἔχει ἕνα παιδάκι καὶ τὸ δέρνει ἀλύπητα. Ἀπὸ τὴν φοβία τὸ κακόμοιρο τρέμει· δὲν μπορεῖ νὰ μιλήση· ἔπαθαν τὰ νεῦρα του. «Ἔχει δαιμόνιο», τῆς λένε καὶ αὐτὴ τὸ ἀφήνει νηστικό, γιὰ νὰ φύγη δῆθεν τὸ δαιμόνιο. «Δὲν τοῦ δίνω νὰ φάη, μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ φύγη τὸ δαιμόνιο». «Βρέ, εἶσαι στὰ καλά σου; τῆς λέω. Δῶσε στὸ παιδὶ νὰ φάη. Κοίταξε, τὰ δικά σου δαιμόνια νὰ φύγουν. Ἐσὺ ἔγινες ἀφορμὴ καὶ σακατεύτηκε τὸ παιδί. Τὸ παιδὶ δὲν ἔχει δαιμόνιο· τρέμει, γιατὶ φοβᾶται ἐσένα ποὺ τὸ δέρνεις! Τὸ κοινωνᾶς τακτικά;». «Ὄχι», μοῦ λέει. Ἄντε νὰ συνεννοηθῆς!
– Γέροντα, μήπως, ἐπειδὴ μερικὲς φορὲς βρίζει, γι᾿ αὐτὸ λένε ὅτι ἔχει δαιμόνιο;
– Βρίζει! Ὅταν μὲ τὸ ζόρισμα ποὺ τοῦ κάνει ἡ μάνα πάη νὰ τὸ πνίξη, δὲν ξέρει κι ἐκεῖνο τί κάνει μετά. Κρίμα τὸ καημένο! Δαιμονισμένη εἶναι ἡ μάνα του, δὲν εἶναι τὸ παιδί.
Πάντως θὰ δοῦμε παράξενα πράγματα τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Στὰ χρόνια
τῆς  εἰδωλολατρίας  οἱ  μητέρες  ἔκαιγαν  τὰ  παιδιά  τους  μπροστὰ  στὸ  ἄγαλμα  τοῦ
Μολόχ3,  γιὰ  νὰ  συμμετάσχουν  στὴν  δοξολογία  πρὸς  τὸν  θεό4!  Ἂν  γνώριζαν  τὸν πραγματικὸ Θεό, τί θυσίες θὰ ἔκαναν! Αὐτὲς θὰ ἔχουν ἐλαφρυντικὰ τὴν ἡμέρα τῆς
Κρίσεως, γιατὶ  παρασύρθηκαν. Οἱ  σημερινὲς ὅμως μητέρες μὲ τὴν  ἀδιαφορία ποὺ
ἔχουν  γιὰ  τὰ  παιδιά  τους  τί  ἐλαφρυντικὰ  θὰ  ἔχουν;  Θὰ  τὶς  πῆ    Θεός:  «Ἐσεῖς γνωρίζατε τὸν ἀληθινὸ Θεό, βαπτιστήκατε, τόσα ἀκούσατε, τόσα μάθατε, ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ σᾶς σώση, καὶ τί κάνατε; Βαριόσασταν νὰ πᾶτε τὰ παιδιά σας νὰ τὰ κοινωνήσετε στὴν ἐκκλησία! Ἐκεῖνες νόμιζαν ὅτι ὁ Μολὸχ εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ πρόσφεραν θυσία ἀκόμη καὶ τὰ παιδιά τους. Ἐσεῖς τί κάνατε;».
Τὰ   σφάλματα   τῶν   γονέων   τὰ   πληρώνουν   τὰ   παιδιά!   Μερικοὶ   γονεῖς
καταστρέφουν τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἄδικος· ἔχει μεγάλη καὶ ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν ἀδικηθῆ στὸν κόσμο αὐτὸν εἴτε ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους εἴτε ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους. Ὅταν οἱ γονεῖς γίνωνται αἰτία νὰ πάρη τὸ παιδὶ στραβὸ δρόμο, ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἀφήση, γιατὶ δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια. Θὰ οἰκονομήση ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ βοηθηθῆ. Νά, βλέπουμε μερικοὺς νέους, ἀλλὰ καὶ ἡλικιωμένους ἀκόμη, πῶς κάποια στιγμὴ παίρνουν ἀπότομα μιὰ καλὴ στροφή. Θυμᾶμαι μιὰ περίπτωση: Σὲ μιὰ οἰκογένεια μὲ δυὸ παιδιά, ὁ πατέρας, ἡ μάνα καὶ ἡ κόρη ἦταν ἄθεοι. Τὸ ἀγόρι ἔμπλεξε πρῶτα μὲ τὸν μαρξισμό. Δὲν ἀναπαύθηκε, πῆγε στὸν Ἰνδουισμό. Δὲν ἀναπαύθηκε κι ἐκεῖ, καὶ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐρχόταν συχνὰ στὸ Καλύβι, πήγαινε καὶ σὲ ἄλλα Κελλιά. Οἱ γονεῖς του ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ «Χριστέ μου, Παναγία μου, φύλαξε τὸ παιδί μας», ἔλεγαν. Ἀφοῦ κάθησε ἕνα διάστημα στὸ Ὄρος καὶ κάπως συνῆλθε καὶ δυνάμωσε πνευματικά, γύρισε στὸ σπίτι του – γιατὶ δὲν ἦταν γιὰ τὸν Μοναχισμό -, καὶ βοήθησε πνευματικὰ καὶ τὸν πατέρα καὶ τὴν μάνα του. Τώρα, βλέπω, ὁ πατέρας του πρῶτος-πρῶτος στέκεται στὴν ἀγρυπνία. Λέει τὸν Προοιμιακὸ5 στὴν ἐκκλησία, διαβάζει στὸ σπίτι τὸν ἑσπερινό, τὸ ἀπόδειπνο, τὴν παράκληση. Πῶς τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεός! Πῆγε ὁ διάβολος νὰ κάνη κακό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὰ ᾿φερε ἀπὸ ᾿δῶ-ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ τοὺς ἔφερε ὅλους σὲ λογαριασμό.
– Καὶ τὸ κορίτσι, Γέροντα;
– Κι αὐτὸ σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται σὲ λογαριασμό. Δίνει εὐκαιρίες ὁ Θεός.
– Γέροντα, μερικοὶ γονεῖς ποὺ ἀρχίζουν νὰ ζοῦν πνευματικὰ σὲ μεγάλη ἡλικία
στενοχωριοῦνται  ποὺ  δὲν ἔδωσαν  χριστιανικὴ ἀγωγὴ στὰ παιδιά τους,  ὅταν  ἦταν μικρά.
– Ἂν ἔχουν εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ νὰ βοηθήση τὰ παιδιά τους, ὁ Θεὸς κάτι θὰ κάνη γι᾿ αὐτά· θὰ τοὺς ρίξη κανένα σωσίβιο, γιὰ νὰ σωθοῦν  ἀπὸ  τὴν  φουρτούνα  στὴν  ὁποία  βρίσκονται.  Ἀκόμη  καὶ  ἂν  δὲν παρουσιασθοῦν ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τὰ βοηθήσουν, μπορεῖ καὶ κάτι ποὺ θὰ δοῦν νὰ συντελέση, ὥστε νὰ πάρουν μιὰ καλὴ στροφή. Νὰ ξέρετε, αὐτοὶ οἱ γονεῖς εἶχαν καλὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν βοηθήθηκαν μικροὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειά τους καὶ δικαιοῦνται τὴν θεία βοήθεια.
– Καμμιὰ φορά, Γέροντα, τὰ παιδιὰ ζοῦν πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ συναντοῦν
πολλὲς δυσκολίες ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους ποὺ εἶναι ἀδιάφοροι.
– Γι᾿ αὐτὰ τὰ παιδιὰ ὁ Θεὸς φροντίζει περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα ποὺ ἔχουν
γονεῖς ποὺ ζοῦν πνευματικά, ὅπως φροντίζει καὶ γιὰ τὰ ὀρφανά.






Ἐπιδράσεις ποὺ δέχονται τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ περιβάλλον


– Ἀπὸ ποιά ἡλικία, Γέροντα, τὰ παιδιὰ ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὸ περιβάλλον;
– Τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὴν κούνια ἀκόμη ἀντιγράφουν τοὺς γονεῖς. Ξεσηκώνουν ὅ,τι βλέπουν νὰ κάνουν οἱ μεγάλοι καὶ τὰ γράφουν ὅλα στὴν ἄδεια κασέτα τους. Γι᾿ αὐτὸ οἱ  γονεῖς πρέπει  νὰ ἀγωνισθοῦν νὰ κόψουν τὰ πάθη τους. Ἄσχετα  ἂν  μερικὰ τὰ κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς δικούς τους γονεῖς, θὰ δώσουν λόγο στὸν Θεό, ὄχι μόνο γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκαν νὰ τὰ κόψουν, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἔχουν εὐθύνη ποὺ τὰ μεταδίδουν στὰ παιδιά τους.
– Γέροντα, παιδάκια ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια ἀγωγὴ ἀπὸ τὸ σπίτι τους, πῶς γίνεται μερικὲς φορὲς νὰ μὴ μοιάζουν καθόλου;
– Συχνὰ τὸ παιδὶ δέχεται καὶ πολλὲς ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ περιβάλλον. Ἀλλά,  ὅταν  μεγαλώση,  ἂν  ἔχη  καλὴ  διάθεση,    Θεὸς  θὰ  τοῦ  δώση  περισσότερη φώτιση, γιὰ νὰ καταλάβη τὶς ἀρνητικὲς ἐπιδράσεις ποὺ ἔχει δεχθῆ καὶ νὰ ἀγωνισθῆ νὰ τὶς ἀποβάλη.
Σήμερα ὑπάρχει στὸν κόσμο μιὰ κακότητα. Πᾶνε νὰ καταστρέψουν τὰ παιδιὰ ἀπὸ μικρά. Ἀντὶ νὰ τὰ φρενάρουν ἀπὸ τὸ κακό, μέχρι νὰ ἐνηλικιωθοῦν, τὰ ἐμποδίζουν καὶ ἀπὸ τὸ καλό. Καὶ ὕστερα, τὰ κακόμοιρα, ὅταν πέφτουν στὴν ἁμαρτία καὶ ταλαιπωροῦνται, θέλουν νὰ σηκωθοῦν καὶ δὲν ξέρουν πῶς νὰ σηκωθοῦν. Γιατί, ἅμα πάρουν τὸν γλυκὸ κατήφορο, δύσκολα μποροῦν νὰ σταματήσουν. Ἔρχονται στὸ Καλύβι παιδιὰ εἴκοσι πέντε, εἴκοσι ἑπτὰ χρονῶν, ποὺ παίρνουν ναρκωτικὰ κ.λπ., καὶ τὰ καημένα ζητοῦν βοήθεια. Ἔτυχε μιὰ φορὰ νὰ βοηθήσω ἕνα-δυὸ παιδιὰ νὰ πάρουν μιὰ καλὴ στροφή, καὶ τώρα φέρνουν τὸν φίλο τους, τὸν φίλο τοῦ φίλου τους, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν. Σοῦ σπαράζουν τὴν καρδιά. Ἕνα παιδί, τὸ καημένο, ἔπαιρνε βαριὰ ναρκωτικὰ καὶ ἦταν τελείως γιὰ πεθαμό. Τὰ χέρια του, τὰ δόντια του ἦταν χάλια. Ὕστερα τὰ σταμάτησε καὶ βοήθησε καὶ ἄλλους νέους. Κάπου δεκαπέντε παιδιὰ ἦταν στὴν συντροφιά του καὶ ὅποιο ἐρχόταν μετὰ ἔλεγε: «Εἶμαι τοῦ τάδε». Τὸν εἶχαν γιὰ
...Γέροντα! Πολλὰ ὅμως ἔχουν φθάσει στὸν γκρεμό, κάνουν ἐνέσεις, πουλοῦν τὸ αἷμα τους... Καταστρέφουν καὶ τὸν ἑαυτό τους, καταστρέφουν καὶ τοὺς γονεῖς τους. Καὶ βλέπεις, ὁ πατέρας νὰ πεθαίνη ἀπὸ ἐγκεφαλικό, ἡ μητέρα ἀπὸ καρδιά, ἀπὸ συκώτι...


Ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν


Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ καλλιεργοῦν τὴν ἀγάπη μεταξὺ τῶν παιδιῶν καί, ὅταν θέλουν νὰ ἐνισχύσουν τὸ πιὸ ἀδύνατο, νὰ προετοιμάζουν τὸ ἔδαφος παίρνοντας τὴν συγκατάθεση τοῦ δυνατώτερου ἀδελφοῦ. Νὰ τὸν βοηθήσουν δηλαδὴ νὰ καταλάβη ὅτι πράγματι τὸ ἄλλο παιδὶ ἔχει ἀνάγκη. Ἡ δικαιοσύνη εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει νὰ ἀπονέμεται καὶ στὸν μεγάλο καὶ στὸν μικρὸ ἐξίσου. Στὸν μεγάλο μὲ σεβασμό, στὸν μικρὸ μὲ ἀγάπη, χωρὶς νὰ βλαφθῆ. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρει καὶ τὸ Δευτερονόμιο6. Ἂν λ.χ. φταίη ὁ μεγάλος, θὰ δικαιώσουμε τὸν μικρό, χωρὶς νὰ θίξουμε τὸν μεγάλο μπροστὰ καταλάβη τὸ σφάλμα του.
– Γέροντα, ἡ ζήλεια  ποὺ παρουσιάζεται συνήθως στὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια πρὸς τὰ μικρότερα πῶς ἀντιμετωπίζεται;
– Ἡ ζήλεια εἶναι πάθος. Ὅταν ὅμως ἕνα παιδάκι εἶναι τριῶν ἐτῶν καὶ ἡ μάνα του θηλάζη τὸ νεογέννητο ἀδελφάκι του, εἶναι κάπως δικαιολογημένο νὰ τὸ ζηλεύη, γιατὶ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ θήλαζε καὶ αὐτό. Τώρα βλέπει τὸ ἀδελφάκι του στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, καὶ λέει: «Μέχρι χθὲς ἡ μαμά μου μὲ εἶχε στὴν ἀγκαλιά της, τώρα μὲ ἔβαλε στὴν ἄκρη!». Καὶ ἂν ἔχη καὶ γιαγιά, κάτι γίνεται. Ὅταν ὅμως γίνη τεσσάρων  ἐτῶν,  πρέπει  νὰ  ζηλεύη  λιγώτερο.  Ὅταν  γίνη  ἕξι,  πρέπει  νὰ  τοῦ  πῆ  ἡ μητέρα του: «Ὁλόκληρο παιδὶ εἶσαι τώρα. Ποιά μητέρα κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα τόσο μεγάλο παιδί;». Ἂν τὸ βοηθήση νὰ τὸ ἀντιμετωπίση ἔτσι, τότε θὰ θυμᾶται τὴν μάνα του, μόνον ὅταν ὑπάρχη λόγος. Ἂν θέλη νὰ κρατάη τὴν μάνα του συνέχεια ἀπὸ τὸ φουστάνι, αὐτὸ εἶναι κάτι ἀρρωστημένο.


Οἱ παρέες πολὺ ἐπηρεάζουν τὰ παιδιὰ


– Γέροντα, πῶς συμβαίνει ἕνας νέος, ἐνῶ ἀπὸ παιδὶ ζοῦσε πνευματικὰ καὶ εἶχε φιλότιμο, νὰ φθάση σὲ σημεῖο νὰ παραστρατήση τελείως;
– Ἂς μὴν κρίνη κανείς. Εἶναι πολλοὶ παράγοντες ποὺ ἐπιδροῦν. Τὰ παιδιὰ ποὺ
ζοῦν κοσμικά, ἀπρόσεκτα, ἐλέγχονται, ὅταν βλέπουν τὰ ἄλλα ποὺ ζοῦν ἁγνά, πνευματικά, καὶ θέλουν νὰ τὰ παρασύρουν. Μιὰ φορὰ προχωροῦσαν στὸν δρόμο δυὸ παιδιά. Τὸ ἕνα κάποια στιγμὴ σκόνταψε καὶ ἔπεσε μέσα σὲ ἕναν λάκκο μὲ λασπόνερα καὶ ἔγιναν τὰ ροῦχα του ὅλο λάσπες. Μόλις πῆγαν παραπέρα, ἔσπρωξε τὸν φίλο του καὶ τὸν ἔρριξε σὲ ἕναν λάκκο, γιὰ νὰ λασπωθῆ, γιατὶ ἔνιωθε ἄσχημα νὰ εἶναι αὐτὸς λασπωμένος καὶ ἐκεῖνος καθαρός.
Οἱ παρέες πολὺ ἐπηρεάζουν τὰ παιδιά. Ἐγώ, ὅταν ἤμουν μικρός, εἶχα μέσα στὴν φύση μου τὴν ἀγάπη. Ξεκινοῦσα νὰ πάω κάπου μὲ τὰ ζῶα καὶ κοίταζα νὰ βάλω καὶ τὸν ἕναν ἐπάνω στὸ ζῶο, νὰ βάλω καὶ τὸν ἄλλον, νὰ πάρω καὶ τὸν μικρὸ ἀδελφό μου στὸν ὦμο. Μιὰ φορὰ ὁ ἕνας ἀδελφός μου σκότωσε ἕνα πουλάκι κι ἐγὼ στενοχωρέθηκα πολὺ καὶ τὸν μάλωσα. Πῆρα μετὰ τὸ πουλάκι καὶ τὸ ἔθαψα μὲ κλάματα. Ἐκεῖνο τὸ διάστημα ἔκανα παρέα μὲ παιδιὰ τῆς ἡλικίας μου. Πηγαίναμε στὸ δάσος, προσευχόμασταν, διαβάζαμε Συναξάρια, νηστεύαμε.  Μετὰ οἱ μητέρες τους ἄρχισαν νὰ μὴν τὰ ἀφήνουν νὰ ἔρχωνται μαζί μου. «Μὴν κάνετε παρέα μ᾿ αὐτόν, τοὺς ἔλεγαν, θὰ σᾶς χτικιάση». Ὁπότε μὲ ἄφησαν καὶ ἔνιωθα μόνος. Μὲ κορόιδευαν κιόλας, «καλόγερο ἀπὸ ἐδῶ, μὲ ἔλεγαν, καλόγερο ἀπὸ ἐκεῖ», μοῦ εἶχαν κάνει τὴν ζωὴ μαρτύριο. Ἔφθασα κάποτε σὲ σημεῖο ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντέξω τὴν κοροϊδία. Τότε εἶπα κι ἐγώ: «Θὰ πάω μὲ τὰ μεγαλύτερα παιδιὰ καὶ θὰ ὑποκρίνωμαι». Ἄρχισα λοιπὸν νὰ  κάνω  συντροφιὰ  μὲ  μεγαλύτερα  παιδιά.  Πῆρα  λάστιχα  καὶ  ἔκανα  σφενδόνα. Πρῶτα ἔβαζα δῆθεν σημάδι μόνο μὲ τὴν σφενδόνα. Ὕστερα πῆρα σκάγια καὶ εἶχα γίνει ὁ καλύτερος σκοπευτής. Μιὰ φορά, μόλις σκότωσα ἕνα πουλάκι καὶ τὸ εἶδα σκοτωμένο, συνῆλθα. Πέταξα καὶ τὰ λάστιχα, καὶ τὰ σκάγια. «Ἐσὺ ἔκλαιγες, εἶπα, ὅταν ὁ ἀδελφός σου σκότωσε ἕνα πουλάκι, καὶ τὸν μάλωσες, ποὺ τὸ σκότωσε, καὶ τώρα ποῦ ἔφθασες; Σκοτώνεις πουλιὰ καὶ σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσης νὰ σκοτώνης καὶ

ζῶα». Πράγματι, ἂν συνέχιζα ἔτσι, θὰ προχωροῦσα στὸ κυνήγι ζώων καὶ μετὰ θὰ τὰ
ἔγδερνα κιόλας.
Ἀπὸ μία εὐαισθησία σὲ τί κακότητα μπορεῖ νὰ φθάση κανείς, ἂν δὲν προσέξη καὶ παρασυρθῆ ἀπὸ κακὲς παρέες! Ἐνῶ, οἱ καλὲς συντροφιὲς πολὺ βοηθοῦν. Ὁ Θεὸς γέμισε τοὺς ἀνθρώπους μὲ διάφορα χαρίσματα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅπως βλέπει τὴν διαστροφὴ τῶν ἄλλων, ἔτσι μπορεῖ νὰ δῆ καὶ τὴν ἀρετή τους καὶ νὰ τὴν μιμηθῆ.


Βοήθεια στὰ παραστρατημένα παιδιὰ


Στὸ σπίτι εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ὑπάρχη ἀτμόσφαιρα ἀγάπης καὶ εἰρήνης. Τὸ παιδί, ἂν πάρη λίγη ἀγάπη ἀπὸ τὸ σπίτι, καὶ νὰ ξεφύγη κάποια στιγμή, θὰ δῆ ὅτι δὲν βρίσκει ἀλλοῦ ἀγάπη, ἀλλὰ μόνον ὑποκρισία, καὶ θὰ γυρίση πίσω. Ἂν ὅμως θυμᾶται ἄσχημες σκηνὲς μέσα στὸ σπίτι, μαλώματα καὶ ἀντιδικίες, πῶς νὰ τοῦ κάνη καρδιὰ νὰ γυρίση πίσω;
– Γέροντα, ὅταν τὸ παιδὶ φύγη ἀπὸ τὸ σπίτι, τί πρέπει νὰ κάνουν οἱ γονεῖς;
– Νὰ προσπαθήσουν νὰ διατηρήσουν μιὰ ἐπαφὴ μαζί του, ὥστε, ὅταν συνέλθη,
νὰ μπορέση νὰ ἐπιστρέψη στὸ σπίτι. Νὰ τοῦ μιλήσουν μὲ τὸ καλό, νὰ τὸ προβληματίσουν,  γιὰ  νὰ  τὸ  βοηθήσουν.  Ἂν  λ.χ.  τὸ  παιδὶ  ξενυχτάη,  νὰ  τοῦ  πῆ  ἡ μητέρα: «Ἔλα ἐδῶ, παιδάκι μου. Ἂν ἤσουν ἐσὺ στὴν θέση μου καὶ ἀργοῦσαν τὰ παιδιά σου νὰ γυρίσουν τὸ βράδυ στὸ σπίτι, θὰ μποροῦσες νὰ μὴν ἀνησυχῆς;».
Καὶ ἡ πιὸ σοβαρὴ πτώση τῶν παιδιῶν δὲν πρέπει νὰ φέρνη σὲ ἀπόγνωση τοὺς γονεῖς, γιατὶ στὴν ἐποχή μας ἡ ἁμαρτία ἔγινε μόδα. Νὰ ἔχουν δὲ πάντοτε ὑπ᾿ ὄψιν τους καὶ τὸ ἑξῆς: Τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς μας θὰ ἔχουν καὶ ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὶς ἀταξίες ποὺ κάνουν. Τὸ ἑπτὰ – βαθμὸς διαγωγῆς τῆς σημερινῆς ἐποχῆς – ἔχει τὴν ἀξία τοῦ δέκα, τοῦ ἄριστα, τῆς δικῆς μας ἐποχῆς. Φυσικὰ οἱ γονεῖς θὰ προσπαθοῦν νὰ βοηθοῦν τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦν ὑπερβολικά. Τὰ παιδιὰ θὰ βάλουν μυαλὸ ἀργότερα. Τώρα μπορεῖ νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ καλό, γιατὶ τὸ μυαλό τους δὲν ὡρίμασε. Εἶναι θολὸ καὶ δὲν ἔχουν τὴν διαύγεια νὰ διακρίνουν τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουν καὶ τὴν ἀνεπανόρθωτη ζημιὰ ποὺ μποροῦν νὰ πάθουν.
Καλὸ εἶναι οἱ γονεῖς νὰ δείχνουν στὸ παιδὶ ὅτι στενοχωριοῦνται γιὰ τὶς ἀταξίες
ποὺ κάνει, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸ πιέζουν καὶ νὰ προσεύχωνται. Ἡ προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πόνο φέρνει θετικὰ ἀποτελέσματα. Ἂν πάλι τὸ παιδὶ κάνη κάποιο σφάλμα πολὺ σοβαρό,  τότε  οἱ  γονεῖς  νὰ  ἐπέμβουν  μὲ  τρόπο.  Ἂν  δὲν  εἶναι  σοβαρό,  ἂς  τὸ παραβλέψουν λίγο, γιὰ νὰ μὴν ἐρεθίσουν τὸ παιδὶ καὶ χειροτερέψουν τὴν κατάστασή του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ κοντά τους. Μόνο νὰ προσεύχωνται στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία νὰ τὸ προστατεύη.
  προσευχὴ  τῶν  γονέων,  ἰδίως  τῆς  μάνας,  ἐπειδὴ  εἶναι  καρδιακὴ  καὶ  ἔχει πόνο, πολὺ εἰσακούεται. Ὅταν ἤμουν στὴν Σκήτη τῶν Ἰβήρων, ἦρθε τυχαίως ἕνας νεαρὸς καὶ μὲ βρῆκε. Γύριζε στὴν Χαλκιδική, βρῆκε μιὰ παρέα μὲ προσκυνητὲς ποὺ ἔρχονταν  στὸ  Ἅγιον Ὄρος καὶ  ἦρθε καὶ  αὐτὸς μαζί  τους στὸ  Κελλί.  Πὰ-πά,  ἦταν ἄθεος,  βλάσφημος,  ἀναιδέστατος!  Εἶχε  μιὰ  δαιμονικὴ  ἐξυπνάδα  καὶ  δὲν  πίστευε τίποτε. Τοὺς ἔβριζε ὅλους, μικροὺς-μεγάλους. Ἀπὸ ᾿δῶ-ἀπὸ ᾿κεῖ τὸν ἔφερα, ἦρθε σὲ ἕναν λογαριασμό· τὸν κούρεψα κιόλας, γιατὶ εἶχε κάτι μακριὰ μαλλιά!... «Κοίταξε, τοῦ λέω, ἂς εἶναι καλὰ ἡ μάνα σου. Οἱ προσευχές της σὲ κουβάλησαν ἐδῶ». «Ναί, Πάτερ, μοῦ λέει. Γύριζα στὴν Χαλκιδικὴ καὶ οὔτε κι ἐγὼ δὲν κατάλαβα πῶς ἦρθα ἐδῶ». «Ἂν τὸ  μάθη ἡ μάνα σου ποὺ ἦρθες στὸ Ἅγιον Ὄρος, τοῦ λέω, καὶ σὲ δῆ ἔτσι κουρεμένο, τί
χαρὰ θὰ κάνη!». «Ποῦ τὸ κατάλαβες, Πάτερ; μοῦ λέει. Πράγματι, χαρὰ ποὺ θὰ κάνη ἡ
μάνα μου νὰ μὲ δῆ ἔτσι ἀλλαγμένο!». Ὁ Θεὸς τὸν τύλιξε ἀπὸ ᾿δῶ, τὸν τύλιξε ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ τὸν πῆγε στὸν ...μάστορα! Πόση προσευχὴ θὰ ἔκανε ἡ καημένη ἡ μάνα του!


Τὸ μάλωμα καὶ ὁ ἔπαινος τοῦ παιδιοῦ


Οἱ  γονεῖς  πρέπει  νὰ  προσέχουν  πολὺ  νὰ  μὴ  μαλώνουν  τὰ  παιδιά  τους  τὸ βράδυ, γιατὶ τὸ βράδυ τὰ παιδιὰ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ διασκεδάσουν τὴν στενοχώρια τους καὶ ἡ μαυρίλα τῆς νύχτας τὴν μαυρίζει πιὸ πολύ. Ἀρχίζουν νὰ σκέφτωνται πῶς νὰ ἀντιδράσουν, ψάχνουν διάφορες λύσεις, μπαίνει στὴν μέση καὶ ὁ διάβολος, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν στὴν ἀπελπισία. Τὴν ἡμέρα, καὶ νὰ ποῦν τὰ παιδιά: «θὰ κάνω αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο», θὰ βγοῦν ἔξω, θὰ ξεχαστοῦν, ὁπότε διασκεδάζεται ἡ στενοχώρια.
– Γέροντα, τὸ ξύλο βοηθάει τὰ παιδιὰ νὰ διορθωθοῦν;
– Ὅσο γίνεται, οἱ γονεῖς νὰ τὸ ἀποφεύγουν. Νὰ προσπαθοῦν μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ὑπομονὴ νὰ δώσουν στὸ παιδὶ νὰ καταλάβη ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει δὲν εἶναι σωστό. Μόνον ὅταν εἶναι μικρὸ τὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλαβαίνη ὅτι αὐτὸ ποὺ πάει νὰ κάνη εἶναι ἐπικίνδυνο,  βοηθιέται,  ἂν  φάη  κανένα  σκαμπίλι,  γιὰ  νὰ  προσέχη  ἄλλη  φορά.  Ὁ φόβος,  μήπως  φάη  πάλι  σκαμπίλι,  γίνεται  φρένο  καὶ  τὸ  προστατεύει.  Ἐγώ,  ὅταν ἤμουν μικρός, περισσότερο βοηθιόμουν ἀπὸ τὴν μητέρα μου παρὰ ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν τὸ καλό μου. Καθένας ὅμως μὲ βοηθοῦσε μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρός. Ὅταν κάναμε σὰν παιδιὰ καμμιὰ ἀταξία, μᾶς ἔδινε σκαμπίλια. Ἐγὼ πονοῦσα λίγο ἀπὸ τὸ ξύλο, μαζευόμουν, ὅταν ὅμως περνοῦσε ὁ πόνος, ξεχνοῦσα καὶ τὸν πόνο καὶ τὶς συμβουλές του. Ὄχι ὅτι δὲν μὲ ἀγαποῦσε ὁ πατέρας μου· ἀπὸ ἀγάπη μὲ ἔδερνε. Μιὰ φορά, θυμᾶμαι – τριῶν χρονῶν ἤμουν –, ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας μου  ἕνα σκαμπίλι, μὲ τίναξε πέρα! Τί εἶχε γίνει; Δίπλα ἀπὸ τὸ σπίτι μας ἦταν ἕνα σπίτι ἐγκαταλελειμμένο. Οἱ ἰδιοκτῆτες εἶχαν φύγει στὴν Ἀμερικὴ καὶ εἶχε ρημάξει. Στὴν αὐλὴ εἶχε μιὰ συκιὰ ποὺ τὰ κλαδιά της ἔβγαιναν στὸν δρόμο. Ἦταν καλοκαίρι καὶ ἦταν γεμάτη σῦκα. Ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζα μὲ ἄλλα παιδιά, ἦρθε ἕνας γείτονας καὶ μὲ σήκωσε, γιὰ νὰ τοῦ κόψω μερικὰ σῦκα, γιατὶ δὲν ἔφθανε μόνος του νὰ κόψη. Τοῦ ἔκοψα πέντε-ἕξι καὶ μοῦ ἔδωσε κι ἐμένα δύο. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ πατέρας μου, θύμωσε πάρα πολύ. Μοῦ ἔδωσε ἕνα σκαμπίλι!... Ἐγὼ ἔβαλα  τὰ  κλάματα.    μάνα  μου  ποὺ  ἦταν  μπροστά,  γύρισε  καὶ  τοῦ  εἶπε:  «Τί  τὸ χτυπᾶς  τὸ  παιδί;  Τί  ἤξερε  αὐτό;  μικρὸ  παιδὶ  εἶναι.  Πῶς  μπορεῖς  νὰ  τὸ  ἀκοῦς  νὰ κλαίη;». «Ἅμα ἔκλαιγε τότε ποὺ τὸ σήκωσε ὁ ἄλλος, γιὰ νὰ κόψη τὰ σῦκα, δὲν θὰ ἔκλαιγε τώρα, εἶπε ὁ πατέρας μου. Ἀλλά, φαίνεται, ἤθελε νὰ φάη καὶ αὐτὸ σῦκα. Ἂς κλαίη λοιπόν τώρα». Ποῦ νὰ τολμήσω νὰ τὸ ξανακάνω! Καὶ ἡ μητέρα μου ἔβλεπε τὶς ἀταξίες μου καὶ στενοχωριόταν, ἀλλὰ εἶχε μιὰ ἀρχοντιά. Ὅταν ἔκανα καμμιὰ ἀταξία, γύριζε τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ καὶ ἔκανε πὼς δὲν μὲ βλέπει, γιὰ νὰ μὴ μὲ στενοχωρήση. Ἐμένα ὅμως αὐτὴ ἡ συμπεριφορά της μοῦ ράγιζε τὴν καρδιά. «Κοίταξε, ἔλεγα μέσα μου, ἐγὼ ἔκανα τέτοια ἀταξία καὶ ἡ μητέρα ὄχι μονάχα δὲν μὲ δέρνει, ἀλλὰ κάνει καὶ πὼς δὲν μὲ βλέπει! Ἄλλη φορὰ δὲν θὰ τὸ ξανακάνω! Πῶς νὰ τὴν ξαναστενοχωρήσω;». Μὲ αὐτὴν τὴν συμπεριφορά της ἡ μητέρα μου μὲ βοηθοῦσε περισσότερο, παρὰ ἂν μοῦ ἔδινε σκαμπίλι. Κι ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ ἐκμεταλλευόμουν, νὰ πῶ: «Ἔ, τώρα δὲν μὲ βλέπει, ἂς κάνω μεγαλύτερη ἀταξία». Ἐνῶ ὁ πατέρας μου, μόλις

ἔκανα κάτι, τάκ, σκαμπίλι. Βλέπεις, καὶ οἱ δύο μὲ ἀγαποῦσαν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ
διόρθωνε περισσότερο ἦταν ἡ ἀρχοντικὴ συμπεριφορὰ τῆς μάνας μου.
– Γέροντα, μερικὰ παιδιὰ ὅμως εἶναι πολὺ ἄτακτα· φωνάζουν, τρέχουν, κάνουν ζημιές. Πῶς νὰ ἀποφύγουν οἱ γονεῖς τὸ ξύλο;
– Κοίταξε, δὲν φταῖνε τὰ παιδιά. Τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μεγαλώσουν φυσιολογικά, θέλουν αὐλή, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ παίξουν. Τώρα τὰ κακόμοιρα εἶναι κλεισμένα μέσα στὶς πολυκατοικίες καὶ ζορίζονται. Δὲν μποροῦν νὰ τρέξουν ἐλεύθερα, νὰ παίξουν, νὰ χαροῦν. Δὲν πρέπει νὰ στενοχωριοῦνται οἱ γονεῖς, ὅταν τὸ παιδάκι εἶναι ζωηρό. Ἕνα ζωηρὸ παιδὶ ἔχει δυνάμεις μέσα του καὶ μπορεῖ νὰ προκόψη πολὺ στὴν ζωή του, ἂν τὶς ἀξιοποιήση.


Τὸ ζόρισμα δὲν βοηθάει τὰ παιδιὰ


Μερικοὶ γονεῖς κάνουν μεγάλο στρύμωγμα στὰ παιδιά τους, καὶ μάλιστα μπροστὰ στοὺς ἄλλους! Λὲς καὶ ἔχουν ἕνα μουλάρι καὶ τὸ ὁδηγοῦν μὲ τὴν βέργα νὰ πάη ἴσα μπροστά· ἔχουν τὸ καπίστρι στὸ χέρι καὶ τοῦ λένε: «Νὰ περπατᾶς ἐλεύθερα!». Ὕστερα φθάνουν καὶ αὐτὰ στὸ σημεῖο νὰ τοὺς δέρνουν. Σήμερα ἦρθε μιὰ μάνα μὲ τὸ παιδί της – ἕνα παλληκάρι μέχρι ἐκεῖ ἐπάνω –, ποὺ ἦταν ἄρρωστο. «Τί νὰ κάνω, Πάτερ; μοῦ λέει, τὸ παιδί μου δὲν τρώει καὶ δὲν θέλει οὔτε νὰ μᾶς δῆ». Τῆς εἶπα τί νὰ κάνη καὶ μὲ ξαναρωτάει: «Τώρα τί νὰ κάνω;».
– Μήπως, Γέροντα, δὲν κατάλαβε τί τῆς εἴπατε;
– Πῶς δὲν κατάλαβε! «Ἐγὼ οὔτε μιὰ ὥρα, τῆς εἶπα, δὲν μπορῶ νὰ καθήσω μαζί
σου, πῶς νὰ μείνη τὸ παιδὶ μαζί σου; τὸ παλάβωσες!». «Ὄχι, μοῦ λέει, τὸ ἀγαπάω». «Τί τὸ ἀγαπᾶς, ἀφοῦ δὲν ἀναπαύεται κοντά σου· θέλει νὰ φύγη ἀπὸ τὸ σπίτι, γιατὶ θέλει νὰ βρίσκεται σὲ ἄλλο περιβάλλον. Ὅταν βρίσκεται μακριά σας, εἶναι μιὰ χαρά. Γιὰ νὰ μὴ σᾶς θέλη, φαίνεται φταῖτε κι ἐσεῖς. Νὰ μὴν τὸ ἐρεθίζετε· τὸ σακατεύεις τὸ παιδὶ ἔτσι ποὺ φέρεσαι. Μὲ τὸ καλὸ νὰ τοῦ φέρεσαι, μὲ ὑπομονή». Ἀφοῦ τῆς εἶπα ὅλα αὐτά, μὲ ξαναρωτάει: «Τί νὰ κάνω; Τὸ παιδὶ δὲν μᾶς θέλει». Πῶς νὰ συνεννοηθῆς ἔτσι; Νὰ εἶναι τὸ παιδὶ μιὰ χαρὰ καὶ νὰ τὸ βγάζουν χαζό. Αὐτὸ εἶναι βλάβη.
Μὲ τὸ ζόρισμα οἱ γονεῖς δὲν βοηθοῦν τὰ παιδιά· τὰ πνίγουν. Συνέχεια «μὴ
αὐτό, μὴ ἐκεῖνο, αὐτὸ κάν᾿ το ἔτσι...». Πρέπει νὰ τραβοῦν τὰ γκέμια τόσο ποὺ νὰ μὴ σπάζουν. Νὰ ἐλέγχουν μὲ τρόπο τὰ παιδιά, γιὰ νὰ τὰ φέρνουν σὲ ἕναν λογαριασμό, ἀλλὰ νὰ μὴ δημιουργοῦνται χάσματα μεταξύ τους. Νὰ κάνουν ὅ,τι κάνει ὁ καλὸς κηπουρός, ὅταν φυτεύη ἕνα δενδράκι: Τὸ δένει ἁπαλὰ μὲ ἕνα σχοινάκι σὲ ἕναν πάσσαλο, γιὰ νὰ μὴ στραβώση καὶ νὰ μὴν τραυματίζεται, ὅταν τὸ γέρνη ὁ ἀέρας λίγο δεξιὰ-λίγο ἀριστερά. Τὸ φράζει κιόλας γύρω-γύρω καὶ συγχρόνως τὸ ποτίζει, τὸ φροντίζει, μέχρι νὰ μεγαλώσουν τὰ κλωνάρια του, γιὰ νὰ μὴν τὸ φᾶνε τὰ κατσίκια. Γιατί, ἂν τὸ κουτσουρέψουν τὰ κατσίκια, πάει, καταστράφηκε. Ἕνα κουτσουρεμένο δένδρο οὔτε νὰ καρπίση μπορεῖ οὔτε σκιὰ νὰ κάνη. Ὅταν μεγαλώσουν τὰ κλωνάρια του, τότε ὁ κηπουρὸς βγάζει τὸν φράχτη, ὁπότε καὶ καρπίζει τὸ δένδρο καὶ στὴν σκιά του μποροῦν νὰ φιλοξενοῦνται καὶ κατσίκια καὶ πρόβατα καὶ ἄνθρωποι.
Οἱ γονεῖς ὅμως πολλὲς φορὲς ἀπὸ ὑπερβολικὸ ἐνδιαφέρον θέλουν νὰ δέσουν
τὸ παιδὶ μὲ σύρμα, ἐνῶ πρέπει νὰ τὸ δένουν ἁπαλά, γιὰ νὰ μὴν τὸ πληγώνουν. Νὰ προσπαθοῦν νὰ βοηθοῦν τὰ παιδιὰ μὲ τὸν ἀρχοντικὸ τρόπο, ὁ ὁποῖος καλλιεργεῖ τὸ φιλότιμο στὶς ψυχές τους, ὥστε νὰ καταλάβουν τὸ καλὸ ὡς ἀνάγκη. Νὰ τοὺς ἐξηγοῦν

τὸ καλό, ὅσο μποροῦν μὲ καλὸ τρόπο, μὲ ἀγάπη καὶ μὲ πόνο. Θυμᾶμαι μιὰ μητέρα
πού, ὅταν ἔβλεπε τὰ παιδάκια νὰ κάνουν καμμιὰ ἀταξία, τὰ μάτια της βούρκωναν
ἀπὸ πόνο καὶ ἔλεγε: «μή, χρυσό μου παιδί». Καὶ μὲ τὸ παράδειγμά της τοὺς μάθαινε νὰ ἀγωνίζωνται μὲ χαρά, γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς, νὰ μὴν ταράζωνται εὔκολα μπροστὰ σὲ μιὰ δυσκολία, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουν μὲ προσευχὴ καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Σήμερα μικροὶ-μεγάλοι στὸν κόσμο ζοῦν σὰν σὲ τρελλοκομεῖο, γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται πολλὴ ὑπομονὴ καὶ πολλὴ προσευχή. Ἕνα σωρὸ παιδιὰ παθαίνουν ἐγκεφαλικό. Εἶναι λίγο χαλασμένο τὸ ρολόι, τὸ κουρντίζουν καὶ οἱ γονεῖς λίγο παραπάνω καὶ σπάζει τὸ ἐλατήριό του. Χρειάζεται διάκριση. Ἄλλο παιδὶ θέλει περισσότερο κούρντισμα καὶ ἄλλο λιγώτερο. Τὰ καημένα τὰ παιδιὰ εἶναι ἐκτεθειμένα σὲ ὅλα τὰ ρεύματα. Ὅταν ἀκοῦν ἔξω στὶς διάφορες συντροφιὲς «μὴ σέβεστε γονεῖς, μὴ σέβεστε τίποτε», καὶ οἱ μητέρες πᾶνε νὰ τὰ σφίξουν, τότε ἀντιδροῦν χειρότερα.
Γι᾿ αὐτὸ λέω στὶς μητέρες νὰ ζοριστοῦν στὴν προσευχή, καὶ ὄχι νὰ ζορίζουν τὰ
παιδιά. Ἂν συνέχεια λένε «μή, μὴ» στὸ παιδί, ἀκόμη καὶ γιὰ μικροπράγματα, ἢ καμμιὰ φορὰ καὶ ἄδικα, τότε, ὅταν πρόκειται γιὰ κάτι σοβαρό, ὅταν πάη λ.χ. τὸ παιδάκι νὰ ρίξη βενζίνη στὴν φωτιά, δὲν ἀκούει καὶ τὸ κάνει, ὁπότε μπορεῖ νὰ πάθη μεγάλη ζημιά. Τὸ παιδὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι μέσα στὸ «μὴ» κρύβεται ἡ ἀγάπη. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μεγαλώση λίγο, μπαίνει ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἀντιδράει, ὅταν τοῦ κάνουν καμμιὰ παρατήρηση, γιατὶ λέει: «μικρὸς εἶμαι καὶ μοῦ φέρονται ἔτσι;». Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ δώσουν στὸ παιδὶ νὰ καταλάβη ὅτι, ὅπως, ὅταν ἦταν μικρό, τὸ πρόσεχαν νὰ μὴν καῆ, ἔτσι καὶ τώρα ποὺ μεγάλωσε, ὑπάρχει ἄλλη φωτιά. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέχη, νὰ μὴ δίνη δικαιώματα στὸν πειρασμό, γιὰ νὰ διατηρήση τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.


Ἡ ἀδιάκριτη ὑπερβολικὴ ἀγάπη τῶν γονέων


– Γέροντα, μπορεῖ μιὰ μάνα ἀπὸ ἀδιάκριτη ἀγάπη νὰ βλάψη τὸ παιδί της;
   Καὶ   βέβαια   μπορεῖ.   Ὅταν   λ.χ.   κάποια   μάνα   βλέπη   τὸ   παιδάκι   νὰ
δυσκολεύεται νὰ περπατήση καὶ λέη: «κρίμα τὸ καημένο, δὲν μπορεῖ νὰ περπατήση», καὶ τὸ παίρνη συνέχεια ἀγκαλιά, ἀντὶ νὰ τὸ κρατήση λίγο ἀπὸ τὸ χεράκι, πῶς θὰ μάθη τὸ παιδὶ νὰ περπατάη μόνο του; Βέβαια ἀπὸ ἀγάπη κινεῖται, ἀλλὰ τοῦ κάνει ζημιὰ  μὲ  τὸ  πολὺ  ἐνδιαφέρον  της.  Γνώριζα  ἕναν  πατέρα  ποὺ  τὸ  παιδί  του  εἶχε τελειώσει τὸ στρατιωτικὸ καὶ τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ πήγαινε στὸν κουρέα.
«Ἔφερα τὸν γιό μου νὰ τὸν κουρέψης. Πόσα θέλεις καὶ πότε θὰ τελειώσης νὰ ἔρθω νὰ
τὸν πάρω;». Τὸ εἶχε σακατέψει τὸ παιδί.
   ἀγάπη   χρειάζεται   φρένο   μὲ   διάκριση.      πραγματικὴ   ἀγάπη   ἔχει
ἀνιδιοτέλεια, δὲν ἔχει μέσα τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἔχει σύνεση. Ἡ σύνεση εἶναι ἀπαραίτητη στὴν πολλὴ ἀγάπη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μὴ χαραμίζεται ἡ ἀγάπη της. Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι ἕνα παλληκάρι ποὺ ἦταν ἀγανακτισμένο μὲ τοὺς γονεῖς του. Οἱ καημένοι εἶχαν καλὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν ἤξεραν τὸν τρόπο νὰ τὸ βοηθήσουν. Μοῦ  ἔλεγε  λοιπὸν  ὅτι  οἱ  γονεῖς  του  τὸ  καταπιέζουν,  ὅτι  δὲν  τὸ  ἀγαποῦν  κ.λπ.
«Κοίταξε, τοῦ λέω, ὅταν ἤσουν μικρὸς καὶ σοῦ ἔβαζε ἡ μάνα σου ἕνα σωρὸ ροῦχα,
γιατί τὸ ἔκανε; Γιὰ νὰ μὴν κρυώσης ἢ γιὰ νὰ σὲ σκάση; Αὐτὸ εἶχε πολλὴ ἀγάπη μέσα». Ὅταν τελικὰ κατάλαβε πόσο τὸ ἀγαποῦσαν οἱ γονεῖς του, ἔβαλε τὰ κλάματα. Εἶχε

πολλὴ ἀγάπη ἡ μάνα του, ἄσχετα ἂν δὲν τὸν βοήθησε ἐκεῖνον, γιατὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ
τοῦ φερόταν τοῦ προκαλοῦσε ἀντιδράσεις.
Ἡ μάνα, ὅταν χρειάζεται, πρέπει νὰ φερθῆ αὐστηρὰ πρὸς τὸ παιδί. Δὲν τὸ βοηθάει,  ὅταν  εὔκολα  παίρνη τὸ  μέρος  του, δῆθεν  γιὰ  νὰ μὴ  στενοχωριέται.  Στὰ Ἄδανα͵ μιὰ χήρα γυναίκα εἶχε ἕνα μονάκριβο παιδὶ – Γιάννη τὸ ἔλεγαν. Ὅταν μεγάλωσε λίγο, τὸ πῆγε σὲ ἕναν μάστορα νὰ μάθη τσαγκάρης. Κάθησε μιὰ ἑβδομάδα ὁ μικρὸς στὴν δουλειὰ καὶ μετὰ εἶπε στὴν μητέρα του: «Μάνα, δὲν χρειάζεται νὰ πάω ἄλλο στὴν δουλειά· ἔμαθα τὴν τέχνη». «Πότε τὴν ἔμαθες κιόλας;», τὸν ρωτάει ἐκείνη.
«Ἂν  θέλης,  νὰ  σοῦ  δείξω  κι  ἐσένα  πῶς  φτιάχνουν  παπούτσια,  τῆς  λέει.  Νά,  ἔτσι κόβουν  τὴν  σόλα,  ἔτσι  βάζουν  τὸ  δέρμα,  τὸ  τακούνι,  ἔτσι  τὰ  καρφώνουν...».  Τὸ ἀφεντικό του ἦταν πολὺ καλὸ καὶ ἤθελε νὰ μάθη στὸν Γιάννη τὴν τέχνη, γιατὶ ἦταν ὀρφανός. Ὅταν εἶδε πὼς πέρασε μιὰ ἑβδομάδα καὶ ὁ Γιάννης δὲν φάνηκε, ἀνησύχησε μήπως ἀρρώστησε βαριὰ καὶ πῆγε στὴν μάνα του νὰ ρωτήση τί κάνει τὸ παιδί. «Τί ἔπαθε ὁ Γιάννης καὶ δὲν ξαναῆρθε στὴν δουλειά; ἄρρωστος εἶναι;», ρωτάει τὴν μάνα του. «Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ ἐκείνη, καλὰ εἶναι». «Τότε γιατί δὲν ἦρθε στὴν δουλειά;». «Ἔ, τί νὰ κάνη νὰ ἔρθη; τοῦ λέει ἐκείνη· ὁ Γιάννης ἔμαθε πιὰ τὴν τέχνη». «Μὰ πῶς τὴν ἔμαθε μέσα σὲ τόσο λίγες μέρες;», τὴν ρωτάει τὸ ἀφεντικό. «Νά, τοῦ λέει ἡ μάνα, παίρνει τὸ δέρμα, τὸ βάζει σὲ ἕνα καλούπι, τὸ καρφώνει, βάζει καὶ τὸ τακούνι καὶ μετὰ τὸ  βγάζει,  καὶ  αὐτὸ  εἶναι!».  Γέλασε  τὸ  ἀφεντικό,  τὴν  χαιρέτησε  καὶ  ἔφυγε.  Ὅταν γύρισε στὸ μαγαζί, τὸν ρώτησαν τὰ ἄλλα μαστορόπουλα: «Μάστορα, τί κάνει ὁ Γιάννης;». «Μιὰ χαρὰ εἶναι, τοὺς εἶπε ἐκεῖνος. Δὲν ἔμαθε μόνον ὁ Γιάννης τσαγκάρης, ἀλλὰ ἔμαθε καὶ ἡ μάνα του!»...
Αὐτὴν τὴν συμπεριφορὰ τὴν βλέπω σὲ πολλοὺς γονεῖς. Νομίζουν ὅτι ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ φέρονται τὰ καταστρέφουν. Ὅταν μιὰ μάνα, ἂς ὑποθέσουμε, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη της, φιλάη τὸ παιδὶ καὶ λέη «δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο τέτοιο παιδὶ σὰν τὸ δικό μου», τότε τοῦ καλλιεργεῖ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν  ἀρρωστημένη  αὐτοπεποίθηση.  Ὕστερα  τὸ  παιδὶ  δὲν  ὑπακούει  στοὺς  γονεῖς, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι τὰ ξέρει ὅλα.
Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ βοηθοῦν ἀπὸ τὴν μικρὴ ἡλικία τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν νὰ ἀναλαμβάνουν τὴν εὐθύνη τοῦ ἑαυτοῦ τους. Νὰ κάνουν μέσα στὴν οἰκογένεια κάποια δουλειὰ ποὺ μποροῦν· νὰ μὴν τὰ θέλουν ὅλα ἕτοιμα. Διαφορετικά, θὰ δυσκολευτοῦν, ὅταν μεγαλώσουν. Ἕνας μάστορας δούλεψε σκληρὰ καὶ μεγάλωσε τὰ παιδιά του. Ἐκεῖνα ὅλη τὴν ἡμέρα γύριζαν στὸ μεσοχώρι. Παντρεύτηκαν καὶ τὰ περίμεναν ὅλα ἀπὸ τὸν πατέρα τους. Ὅταν ὁ πατέρας τοὺς εἶπε πὼς εἶναι καιρὸς καὶ αὐτὰ νὰ κοιτάξουν μόνα τους τὰ σπίτια τους, τοῦ εἶπαν: «Καλά, πατέρα, ἐσὺ δὲν μᾶς ἄφησες, ὅταν ἤμασταν μικρά, τώρα ποὺ μεγαλώσαμε καὶ ἔχουμε ὑποχρεώσεις θὰ μᾶς ἀφήσης;»!


Ἡ διανομὴ τῆς περιουσίας


Οἱ γονεῖς ποὺ ἔχουν τὴν οἰκονομικὴ δυνατότητα, ἔχουν εὐθύνη νὰ φροντίσουν γιὰ τὸ μέλλον τῶν παιδιῶν τους. Φυσικά, τὸ κυριώτερο εἶναι νὰ τοὺς δώσουν καλὴ ἀνατροφή, μετὰ νὰ τὰ μορφώσουν ἢ νὰ τὰ στείλουν νὰ μάθουν κάποια τέχνη, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζήσουν, καὶ ὕστερα νὰ τοὺς ἐξασφαλίσουν ἕνα σπιτάκι κ.λπ. Ὅταν τὸ
1924 ἡ οἰκογένειά μας ἦρθε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, τότε μὲ

τὴν Ἀνταλλαγή, ὁ πατέρας μου, ὡς πρόεδρος τοῦ χωριοῦ, φρόντισε νὰ τακτοποιήση
ὅλους τοὺς συγχωριανούς μας. Τὴν οἰκογένειά μας τὴν ἄφησε τελευταία. Ἀργότερα
τὰ μεγαλύτερα ἀδέλφια μου τοῦ παραπονέθηκαν. «Ὅλους τοὺς φρόντισες, πατέρα, εἶπαν, ἐμᾶς δὲν μᾶς σκέφτηκες». Ἂν εἶναι κανεὶς μόνος του, μπορεῖ ὅλα νὰ τὰ δώση καὶ νὰ ἀδιαφορήση γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ αὐταπάρνηση, ἀπὸ ἀρχοντιά, ἀλλά, ἂν ἔχη οἰκογένεια, πρέπει νὰ σκεφθῆ καὶ τὴν οἰκογένειά του.
Βέβαια, οἱ γονεῖς δὲν πρέπει νὰ ξεθαρρεύουν καὶ νὰ δίνουν στὰ παιδιὰ ὅσα ἔχουν,  ὅλα  μαζί,  γιατὶ  τὰ  παιδιὰ  εἶναι  ἄπειρα  καὶ  μπορεῖ  νὰ  ξανοιχτοῦν  στὴν σύγχρονη ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει ἄκρη. Ὕστερα θὰ πονοῦν, ποὺ δὲν θὰ ἔχουν νὰ τὰ βοηθήσουν. Νὰ προσέξουν ἐπίσης, ὥστε τὸ πιὸ ἀδύνατο παιδὶ νὰ τὸ ἐνισχύσουν περισσότερο  ὑλικά, καὶ  ἀκόμη περισσότερο  ἠθικά,  γιὰ νὰ μὴν  τὸ  πάρη σβάρνα ὁ πανικὸς τῆς ἀποτυχίας, ἀλλὰ καὶ μὲ διάκριση καὶ ἀγάπη νὰ τακτοποιήσουν ὅλα τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν ψυχρανθοῦν μεταξύ τους.
Σπάνια  βρίσκεις  οἰκογένειες  ἀγαπημένες,  ποὺ  ζοῦν  πνευματικά,  καὶ  τὰ
ἀδέλφια δὲν μαλώνουν γιὰ οἰκόπεδα καὶ περιουσίες καὶ δὲν τρέχουν στὰ δικαστήρια. Εἶχα γνωρίσει μιὰ ἑπταμελῆ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς  εἶχαν κάτι χρυσαφικά. Μετὰ τὸν θάνατό τους, τὰ παιδιὰ εἶπαν νὰ τὰ πάρη ὁ ἕνας ἀδελφὸς ποὺ τοὺς εἶχε γηροκομήσει. Ἐκεῖνος ὅμως σκέφθηκε ὅτι ἡ ἀδελφή τους ἔχει μεγάλη οἰκογένεια καὶ ἔχει πιὸ πολλὴ ἀνάγκη καὶ τὰ ἔδωσε σ᾿ ἐκείνη. Αὐτὴ τὰ ἔδωσε στὸν ἄλλον ἀδελφό, ἐκεῖνος στὸν ἄλλον, καὶ τελικὰ γύρισαν στὸν πρῶτο! Ὅ,τι ἀκριβῶς ἔκαναν ἐκεῖνοι οἱ Πατέρες ποὺ διαβάζουμε στὸ Γεροντικό7. Στὸ τέλος, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ τὰ κρατήση, τὰ ἔδωσαν σὲ μιὰ ἐκκλησία.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1    Βλ.  Ὡρολόγιον  τὸ  Μέγα,  Ἀκολουθία  τοῦ  Μεσονυκτικοῦ,  Μικρὰν  Ἀπόλυσιν,  ἔκδ.
«Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι 1991, σ. 24.
2 Βλ. Α´ Τιμ. 1, 9.
3   Ὁ Μολὸχ ἦταν σημιτικὴ θεότητα. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀναφέρεται πάντοτε σὲ
σχέση μὲ τὶς ἀνθρωποθυσίες, ἰδίως μικρῶν παιδιῶν, τὰ ὁποῖα ἔσφαζαν καὶ στὴν συνέχεια
ἔκαιγαν ἐπάνω σὲ σχάρες καὶ τὰ πρόσφεραν θυσία στὸ ἄγαλμα τοῦ Μολόχ.
4 Βλ. Λευϊτ. 18, 21 καὶ 20, 2-4· Δ´ Βασ. 23, 10 καὶ 13, Ἱερ. 39, 35.
5 Ὁ 103ος Ψαλμὸς ὁ ὁποῖος διαβάζεται στὴν ἀρχὴ τοῦ Ἑσπερινοῦ.
6 Βλ. Δευτ. 1, 17.
7   Κάποτε πῆγαν σταφύλια στὸν Ἀββᾶ Μακάριο. Ἐκεῖνος, ἂν καὶ τοῦ ἄρεζαν, ἔκανε
ἐγκράτεια καὶ τὰ ἔστειλε σὲ κάποιον ἀσθενῆ ἀδελφὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ φάη σταφύλια. Ὁ ἀδελφός, μόλις τὰ εἶδε, χάρηκε πολύ, ἀλλά, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ ἱκανοποιήση τὴν ἐπιθυμία του, τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ καὶ τοῦ παρήγγειλε ὅτι αὐτὸς δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ τὰ φάη. Ἐκεῖνος ἔκανε πάλι τὸ ἴδιο, καὶ ἔτσι τὰ σταφύλια γύρισαν πολλοὺς ἀδελφούς, χωρὶς κανεὶς νὰ τὰ δοκιμάση. Ὁ τελευταῖος δὲ ἀδελφὸς μὴ ξέροντας ὅτι προέρχονταν ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Μακάριο τὰ ἔστειλε σ᾿ ἐκεῖνον ὡς μεγάλο δῶρο, ὁ ὁποῖος τὰ γνώρισε καὶ θαύμασε τὴν ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν. (Παλλαδίου, Ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως, Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν, Τόμος 6, ἔκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1996, σ. 122).


Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :

ΛΟΓΟΙ Δ΄ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΖΩΗ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν

«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»



Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο


©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


 http://www.alavastron.net/






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |