ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ὁ ἐξαγνισμὸς τῆς καρδιᾶς

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Ὁ ἐξαγνισμὸς τῆς καρδιᾶς




ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ - ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Μετάνοια πραγματικὴ εἶναι πρῶτα νὰ συναισθανθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ σφάλμα του, νὰ πονέση,
νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ μετὰ νὰ
ἐξομολογηθῆ. Ἔτσι θὰ ἔρθη ἡ θεία παρηγοριά.
Γι᾿ αὐτὸ πάντα συνιστῶ μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση.
Μόνον ἐξομολόγηση ποτὲ δὲν συνιστῶ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Ἡ ἁμαρτία βασανίζει τὸν ἄνθρωπο

Ὁ ἐξαγνισμὸς τῆς καρδιᾶς

Γέροντα, ὁ Χριστὸς χωράει σὲ ὅλες τὶς καρδιές;
– Ὁ Χριστὸς χωράει, οἱ ἄνθρωποι δὲν Τὸν χωρᾶνε, γιατὶ δὲν προσπαθοῦν νὰ
διορθωθοῦν.  Γιὰ  νὰ  χωρέση    Χριστὸς  μέσα  μας,  πρέπει  νὰ  καθαρίση    καρδιά.
«Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός...»1.
– Γέροντα, γιατί τὰ ἄγρια ζῶα δὲν πειράζουν τοὺς Ἁγίους;
   Ἀφοῦ   ἡμερεύουν   οἱ   ἄνθρωποι,   ἡμερεύουν   καὶ   τὰ   ἄγρια   ζῶα   καὶ ἀναγνωρίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀφεντικό τους. Στὸν Παράδεισο, πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, τὰ ἄγρια θηρία ἔγλειφαν τοὺς Πρωτοπλάστους μὲ εὐλάβεια, ἀλλὰ μετὰ τὴν πτώση πήγαιναν νὰ τοὺς ξεσκίσουν.
Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, τὰ ζῶα τὸν ἀναγνωρίζουν πάλι γιὰ ἀφεντικό. Σήμερα ὅμως βλέπεις ἀνθρώπους ποὺ εἶναι χειρότεροι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, χειρότεροι ἀπὸ τὰ φίδια. Ἐκμεταλλεύονται ἀπροστάτευτα παιδιά, τοὺς παίρνουν τὰ χρήματα καί, ὅταν ἔρχωνται σὲ δύσκολη θέση, τὰ ἐνοχοποιοῦν, καλοῦν τὴν ἀστυνομία, τὰ πηγαίνουν καὶ στὸ ψυχιατρεῖο. Γι᾿ αὐτὸ τὸν 147ο Ψαλμό, ποὺ διάβαζε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, γιὰ νὰ ἡμερέψουν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ νὰ μὴν κάνουν κακὸ στοὺς ἀνθρώπους, τὸν διαβάζω, γιὰ νὰ ἡμερέψουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μὴν κάνουν κακὸ στοὺς συνανθρώπους τους καὶ στὰ ζῶα.
– Πῶς ἐπανέρχεται, Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος στὴν προπτωτικὴ κατάσταση;
– Πρέπει νὰ ἐξαγνισθῆ ἡ καρδιά. Νὰ ἀποκτήση τὴν ψυχικὴ  ἁγνότητα, δηλαδὴ εἰλικρίνεια, τιμιότητα, ἀνιδιοτέλεια, ταπείνωση, καλωσύνη, ἀνεξικακία, θυσία. Ἔτσι συγγενεύει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀναπαύεται μέσα του ἡ θεία Χάρις. Ὅταν κάποιος ἔχη τὴν σωματικὴ ἁγνότητα, ἀλλὰ δὲν ἔχη τὴν ψυχικὴ ἁγνότητα, δὲν ἀναπαύεται ὁ Θεὸς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ ὑπάρχει μέσα του πονηρία, ὑπερηφάνεια, κακία κ.λπ. Τότε ἡ ζωή του εἶναι μιὰ κοροϊδία. Ἀπὸ ᾿δῶ νὰ ξεκινήσετε τὸν ἀγώνα σας: Νὰ προσπαθήσετε νὰ ἀποκτήσετε τὴν ψυχικὴ ἁγνότητα.
– Γέροντα, μιὰ κακὴ συνήθεια μπορεῖ νὰ κοπῆ ἀμέσως;
  Κατ᾿  ἀρχὰς  πρέπει  νὰ  καταλάβη    ἄνθρωπος  ὅτι  αὐτὴ    συνήθεια  τὸν βλάπτει καὶ νὰ θελήση νὰ ἀγωνισθῆ, γιὰ νὰ τὴν κόψη. Χρειάζεται νὰ ἔχη κανεὶς πολλὴ θέληση, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὴν κόψη ἀμέσως. Ὅπως λ.χ. τὸ σχοινὶ κάνει σιγὰ- σιγὰ μιὰ μικρὴ αὐλακιὰ στὸ χεῖλος τοῦ πηγαδιοῦ καὶ δὲν γλιστρᾶ πιά, ἔτσι καὶ κάθε συνήθεια  λίγο-λίγο  χαράζει  μιὰ  αὐλακιὰ  στὴν  καρδιὰ  καὶ  δύσκολα  βγαίνει  ἀπὸ αὐτήν. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει πολὺ νὰ προσέξη κανείς, νὰ μὴν ἀποκτήση κακὲς συνήθειες, γιατὶ μετὰ χρειάζεται πολλὴ ταπείνωση καὶ πολλὴ θέληση, γιὰ νὰ μπορέση νὰ τὶς ἀποβάλη. Ἔλεγε ὁ Παπα-Τύχων: «Καλὴ συνήθεια, παιδί μου, ἀρετή· κακὴ συνήθεια, πάθη».
Πάντως  διαπίστωσα  ὅτι,  ὅταν    ἄνθρωπος,  ἐνῶ  ἀγωνίζεται,  συνεχίζη  νὰ
σφάλλη καὶ δὲν ἀλλάζη, αἰτία εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία καὶ ἡ ἰδιοτέλεια. Λείπει ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἀγάπη, καὶ ἔτσι ἐμποδίζεται ἡ θεία ἐπέμβαση. Δὲν βοηθάει ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήση. Ἂν π.χ. τὸν βοηθήση ὁ Θεὸς νὰ ξεπεράση ἕνα




πάθος του,  θὰ τὸ πάρη ἐπάνω του, θὰ ὑπερηφανευθῆ, γιατὶ θὰ νομίζη ὅτι μόνος του
τὸ ξεπέρασε, χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.


Ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας


– Εἶναι πολὺ βαρύ, Γέροντα, νὰ μολύνη κανεὶς τὸ Ἅγιο Βάπτισμα;
– Ἀνάλογα πόσο τὸ μολύνει. Ἄλλος τὸ μολύνει πολύ, ἄλλος λίγο, ἄλλος κάνει ἕναν λεκέ, ἄλλος δύο...
– Καὶ εἶναι τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα ποὺ μολύνουν τὸ Βάπτισμα;
– Ἔ, φυσικά, τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα τὸ μολύνουν καὶ τότε ἡ θεία Χάρις
ἀπομακρύνεται  ἀπὸ  τὸν  ἄνθρωπο.  Βέβαια  δὲν  τὸν  ἐγκαταλείπει,  ὅπως  οὔτε  ὁ Φύλακας Ἄγγελος δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Θυμᾶστε τί εἶχε πεῖ ὁ διάβολος στὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων γιὰ τὸν μοναχὸ ποὺ ἤθελε νὰ παντρευτῆ τὴν κόρη του; «Μὴ βιάζεσαι· αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὸν Θεό, ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐγκατέλειψε ἀκόμη»2.
– Γέροντα, μπορεῖ κανεὶς νὰ ζῆ στὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴν τὸ αἰσθάνεται;
– Ὄχι, τὴν αἴσθηση ὅλοι τὴν ἔχουν, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀδιαφορία. Γιὰ νὰ ἔρθη κανεὶς στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νὰ θέλη νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ἂς πάρουμε γιὰ παράδειγμα κάποιον ποὺ κλείσθηκε κατὰ λάθος σὲ ἕνα σκοτεινὸ ὑπόγειο. Μόλις δῆ μιὰ ἀκτίνα νὰ περνάη ἀπὸ μιὰ ρωγμή, κοιτάζει πῶς νὰ βγῆ στὸ φῶς. Θὰ ἀνοίξη σιγὰ-σιγὰ τὴν ρωγμή, γιὰ νὰ βρῆ τὴν πόρτα καὶ νὰ βγῆ ἔξω. Ἔτσι καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ αἰσθανθῆ τὸ καλὸ ὡς ἀνάγκη καὶ μπῆ μέσα του ἡ καλὴ ἀνησυχία, θὰ καταβάλη προσπάθεια νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Ἂν πῆ: «αὐτὸ ποὺ κάνω εἶναι λανθασμένο, δὲν πηγαίνω καλά», ταπεινώνεται, ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα προχωράει κανονικά. Ἀλλά, ἂν δὲν μπῆ μέσα του ἡ καλὴ ἀνησυχία, εἶναι δύσκολο νὰ βοηθηθῆ. Κάποιος λ.χ. βρίσκεται σὲ κλειστὸ χῶρο καὶ αἰσθάνεται ἄσχημα. Τοῦ λές: «σήκω, ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ βγὲς ἔξω νὰ πάρης λίγο ὀξυγόνο, γιὰ νὰ συνέλθης», καὶ ἐκεῖνος ἀρχίζει: «Δὲν μπορῶ νὰ βγῶ ἔξω. Καὶ γιατί νὰ εἶμαι κλεισμένος μέσα καὶ νὰ μὴν μπορῶ νὰ πάρω ἀναπνοή; Καὶ γιατί νὰ μὴν ἔχω ὀξυγόνο; Καὶ γιατί ὁ Θεὸς νὰ μὲ ἔχη ἐδῶ καὶ τοὺς ἄλλους ἔξω;». Ἔ, μπορεῖ αὐτὸς νὰ βοηθηθῆ; Ξέρετε πόσοι βασανίζονται, ἐπειδὴ δὲν ἀκοῦν κάποιον ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς βοηθήση πνευματικά;
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἁμαρτία κάνει τὸν ἐπίγειο παράδεισο ἐπίγεια κόλαση. Ἂν ἡ ψυχή του μολυνθῆ μὲ θανάσιμες ἁμαρτίες, ζῆ μιὰ δαιμονικὴ κατάσταση· ἀντιδρᾶ, βασανίζεται, δὲν ἔχει εἰρήνη. Ἀντίθετα, ὅποιος εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, ἔχει τὸν νοῦ του στὰ θεῖα νοήματα καὶ ἔχει πάντοτε καλοὺς λογισμούς, εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ζῆ τὸν Παράδεισο στὴν γῆ. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει κάτι ξεχωριστὸ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ αὐτὸ εἶναι αἰσθητὸ καὶ στοὺς ἄλλους. Νά, αὐτὸ εἶναι ἡ θεία Χάρις, ἡ ὁποία προδίδει τὸν ἄνθρωπο, ἀκόμη κι ἂν κρύβεται.


Τὰ ἐκ προθέσεως σφάλματα






Νὰ προσέξουμε πολὺ τὰ ἐκ προθέσεως σφάλματα, γιατὶ αὐτὸ ποὺ θὰ ἐξετάση ὁ
Θεὸς  εἶναι    πρόθεσή  μας.  Τὰ  σφάλματα  ποὺ  κάνουμε  ἀπὸ  ἀπροσεξία  εἶναι
ἐλαφρότερα. Μερικὲς ἁμαρτίες εἶναι ἁμαρτίες, ἀλλὰ ἔχουν καὶ ἐλαφρυντικά.
Ὕστερα,  ὅταν  σφάλουμε  χωρὶς  νὰ  τὸ  θέλουμε,    Θεὸς  οἰκονομάει  ἔτσι  τὰ
πράγματα, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθῆ τὸ σφάλμα μας γιὰ καλό. Δηλαδή, ὄχι ὅτι ἔπρεπε νὰ σφάλουμε, γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ τὸ καλό, ἀλλὰ ἀφοῦ σφάλαμε χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, ὁ Θεὸς ἀξιοποιεῖ τὸ σφάλμα μας καὶ βγαίνει καλό. Ὅταν ὅμως κάνουμε ἕνα σφάλμα ἐν γνώσει μας καὶ ἔπειτα μετανοιώσουμε, νὰ εὐχηθοῦμε νὰ μὴ γίνη κακὸ ἀπὸ τὶς συνέπειες τοῦ σφάλματός μας.
– Γέροντα, ἐκεῖνος ὁ μοναχὸς ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐεργετινὸς ὅτι δέκα χρόνια
ἔπεφτε σὲ κάποια ἁμαρτία κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα μετανοοῦσε3, πῶς σώθηκε;
– Ἐκεῖνος ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο κυριευμένος, αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία. Δὲν εἶχε κακὴ διάθεση, ἀλλὰ δὲν εἶχε βοηθηθῆ, σπρώχτηκε στὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ δικαιοῦτο τὴν θεία βοήθεια. Πάλευε, πονοῦσε, εἶχε μετάνοια εἰλικρινῆ, καὶ ὁ Θεὸς τελικὰ τὸν ἔσωσε. Βλέπεις, ἕνας μπορεῖ νὰ ἔχη καλὴ διάθεση· ἂν ὅμως δὲν βοηθηθῆ ἀπὸ μικρὸς καὶ παρασυρθῆ στὸ κακό, εἶναι δύσκολο μετὰ νὰ σηκωθῆ. Κάνει μιὰ προσπάθεια, πάλι πέφτει, πάλι σηκώνεται· παλεύει δηλαδή. Ὁ Θεὸς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο  δὲν  θὰ  τὸν  ἀφήση,  γιατὶ    καημένος  κάνει  τὴν  μικρή  του  προσπάθεια, ζητάει καὶ τὴν θεία βοήθεια καὶ δὲν ἁμαρτάνει ἐν ψυχρῷ. Κάποιος λ.χ. ξεκινάει νὰ πάη κάπου, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸ νὰ ἁμαρτήση, ἀλλὰ πηγαίνοντας τοῦ συμβαίνει ἕνας πειρασμὸς καὶ πέφτει σὲ κάποια ἁμαρτία. Μετανοεῖ, κάνει μιὰ προσπάθεια, τοῦ στήνουν πάλι μιὰ παγίδα καί, ἐνῶ δὲν ἔχει διάθεση νὰ κάνη κάτι κακό, ὁ καημένος ξαναπέφτει καὶ πάλι μετανοεῖ. Αὐτὸς ἔχει ἐλαφρυντικά, γιατὶ δὲν θέλει νὰ κάνη τὸ κακό, ἀλλὰ παρασύρεται στὸ κακὸ καὶ ὕστερα μετανοεῖ. Ὅποιος ὅμως λέει: «γιὰ νὰ πετύχω ἐκεῖνο, πρέπει νὰ κάνω αὐτὴν τὴν ἀδικία· γιὰ νὰ πετύχω τὸ ἄλλο, πρέπει νὰ κάνω ἐκείνη τὴν πονηριὰ» κ.λπ., αὐτὸς ἁμαρτάνει ἐσκεμμένως καὶ ἐν γνώσει του. Καταστρώνει δηλαδὴ τὸ ἁμαρτωλό του σχέδιο καὶ βάζει πρόγραμμα μὲ τὸν διάβολο τί ἁμαρτία θὰ κάνη. Αὐτὸ εἶναι πολὺ κακό, ἐπειδὴ εἶναι προμελετημένο. Δὲν εἶναι ὅτι πέφτει σὲ πειρασμό, ἀλλὰ ξεκινάει νὰ κάνη κάτι μαζὶ μὲ τὸν πειρασμό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ βοηθηθῆ, γιατὶ δὲν δικαιοῦται τὴν θεία βοήθεια, καὶ τελικὰ πεθαίνει ἀμετανόητος.
Ἀλλὰ καὶ ὅσοι λένε ὅτι θὰ μετανοιώσουν, ὅταν γεράσουν, πῶς εἶναι σίγουροι
ὅτι θὰ προλάβουν νὰ μετανοιώσουν καὶ δὲν θὰ πᾶνε ἀπὸ αἰφνίδιο θάνατο; Ἔλεγε κάποιος ἐργολάβος: «ὅταν γεράσω, θὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, ὁπότε θὰ ἐξαλειφθοῦν ὅλες οἱ ἁμαρτίες μου», καὶ συνέχιζε νὰ ζῆ ἁμαρτωλά.   Τελικά,   ὅταν   πλέον   δὲν   εἶχε   ἄλλο   κουράγιο,   ἴσα-ἴσα   ποὺ   μόλις περπατοῦσε, ἀποφάσισε νὰ πάη. Λέει σὲ ἕναν μάστορά του: «Μάστορα, ἀποφάσισα νὰ πάω στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βαπτισθῶ στὸν Ἰορδάνη ποταμό». «Ἄ, ἀφεντικό, τοῦ λέει ἐκεῖνος, ἂν εἶσαι καθαρός, θὰ πᾶς· ἂν δὲν εἶσαι καθαρός, στὸν δρόμο θὰ μείνης!». Λὲς καὶ προφήτευσε! Μόλις πῆγε στὴν Ἀθήνα νὰ βγάλη τὰ χαρτιά του, πέθανε! Τοῦ πῆραν ὅλα τὰ χρήματα οἱ ἄλλοι, τὸν πῆγαν σὲ ἕνα γραφεῖο κηδειῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἔστειλαν μὲ τὸ φέρετρο πίσω στὸν τόπο του.




Νὰ κάνουμε τὸ καλὸ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ


– Γέροντα, φοβᾶμαι, ὅταν σκέφτωμαι τὰ δύσκολα χρόνια ποὺ περιμένουμε.
– Τί φοβᾶσαι, μήπως πᾶς στὴν κόλαση καὶ βασανίζεσαι μαζὶ μὲ τὰ ταγκαλάκια; Τὸ νὰ λές: «βοήθησέ με, Χριστέ μου, νὰ πάω στὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ μὴ Σὲ στενοχωρήσω, γιατὶ εἶναι βαρὺ μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔκανες γιὰ μένα νὰ μὲ νιώθης στὴν κόλαση», αὐτὸ τὸ καταλαβαίνω. Ἀλλὰ νὰ θέλης νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ βολευτῆς, αὐτὸ δὲν ἔχει φιλότιμο. Δὲν τὸ λέω αὐτό, γιὰ νὰ ἀφήσουμε ρέμπελη τὴν ζωή μας, νὰ κάνουμε ἀταξίες καὶ νὰ πᾶμε στὴν κόλαση, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς μπαίνει μιὰ προσπάθεια4: νὰ κάνω τὸ καλό, γιὰ νὰ μὴ χάσω τὸν Παράδεισο. Ἂν ἔχουμε φιλότιμο, θὰ σκεφθοῦμε: «Τόσοι ἄνθρωποι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση, οἱ καημένοι, ποὺ καὶ σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν ἔνιωσαν λίγη ἀληθινὴ χαρά, κι ἐγὼ θὰ σκεφθῶ τὸν ἑαυτό μου;». Εἰλικρινὰ σᾶς λέω, δὲν μὲ ἀπασχολεῖ ποῦ θὰ πάω. Τὸν ἑαυτό μου τὸν ἔχω πετάξει. Ὄχι ὅτι θέλω νὰ εἶμαι μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μὲ ἀπασχολεῖ ἂν πάω στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ δὲν εἶναι σκοπός μου νὰ κάνω τὸ καλό, γιὰ νὰ πάω στὸν Παράδεισο. «Καὶ νὰ μὲ πετάξης, λέω, Χριστέ μου, εὐχαριστημένος θὰ εἶμαι· δὲν ἀξίζω γιὰ τὸν Παράδεισο».
Σήμερα ἡ ζωή μας ἔγινε ἄχαρη καὶ δύσκολη, γιατὶ λιγόστεψε ὁ ἡρωισμός, τὸ φιλότιμο. Ἀκόμη καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι σκέφτονται μπακαλίστικα. Φθάνουν νὰ ζοῦν μία ζωὴ δῆθεν πνευματική. Κοιτᾶνε νὰ ἀπολαύσουν ὅ,τι θέλουν, μέχρι ἐκεῖ ποὺ δὲν κολάζονται. Λογαριάζουν: «Αὐτὸ κολάζει; δὲν κολάζει. Ἄρα μπορῶ νὰ τὸ ἀπολαύσω». Στὸ θέμα τῆς νηστείας π.χ. λένε: «Αὔριο εἶναι Παρασκευή. Ἔ, ἀπόψε μπορῶ νὰ φάω κρέας μέχρι δώδεκα παρὰ πέντε τὴν νύχτα· φέρε λοιπὸν νὰ φᾶμε. Μετὰ τὶς δώδεκα ὅμως δὲν κάνει· ἀλλάζει ἡ μέρα· εἶναι ἁμαρτία». Δηλαδή, θέλουν καὶ τὸν Παράδεισο νὰ μὴ χάσουν, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν ζωὴ νὰ τὴν ἀπολαύσουν. Ἔτσι ἀντιμετωπίζουν καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν κόλαση μὲ τρόπο μπακαλίστικο. Ἂν ὅμως σκέφτονταν  φιλότιμα,  θὰ  ἔλεγαν:  «Ὁ  Χριστὸς  σταυρώθηκε  καὶ  ὑπέφερε  τόσα  γιὰ μένα κι ἐγὼ πῶς νὰ Τὸν πληγώσω μὲ μιὰ ἁμαρτωλὴ πράξη μου; Δὲν θέλω νὰ πάω στὴν κόλαση, ὄχι γιὰ τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ γιατὶ δὲν θὰ ἀντέξω νὰ στενοχωριέται ὁ Χριστός, ποὺ θὰ εἶμαι στὴν κόλαση».
Νὰ μὴν  κάνουμε  τὸ  καλὸ  μὲ ὑπολογισμό, γιὰ νὰ πάρουμε μισθό,  ἀλλὰ νὰ
ἀγωνιζώμαστε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Ὅ,τι κάνουμε, νὰ τὸ κάνουμε καθαρό, γιὰ τὸν Χριστό· νὰ προσέχουμε νὰ μὴν ἔχη μέσα τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, φιλαυτία, ἰδιοτέλεια κ.λπ. Νὰ ἔχουμε στὸν νοῦ μας ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ, καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ μὴν Τὸν στενοχωροῦμε. Διαφορετικὰ ξεφτύζει καὶ ἡ πίστη μας καὶ ἡ ἀγάπη μας.
Καὶ ἂν ἐξετάσουμε αὐτὰ ποὺ κάνουμε στὴν πνευματικὴ ζωή, ἄσκηση, νηστεία,
ἀγρυπνία κ.λπ., θὰ δοῦμε ὅτι ὅλα βοηθοῦν νὰ ἔχουμε καὶ καλὴ σωματικὴ ὑγεία. Κοιμᾶται  κανεὶς  σὲ  σκληρὸ  κρεββάτι;  Καὶ  οἱ  γιατροὶ  συνιστοῦν:  «Νὰ  κοιμᾶσαι  σὲ
σκληρὸ στρῶμα, γιατὶ δὲν ὠφελεῖ νὰ κοιμᾶσαι στὰ μαλακά». Ἢ κάνει μετάνοιες; Οἱ



ἀποχαυνώνει τὸν ἄνθρωπο. «Αὐτὸς εἶναι κοιμισμένος, ὁ ἄλλος εἶναι ξύπνιος», δὲν λένε; Δηλαδὴ τὰ πνευματικὰ ποὺ κάνει τὸν βοηθοῦν καὶ στὴν σωματική του ὑγεία. Ὕστερα ἡ ἐγκράτεια βοηθάει πολὺ τὸν ἄνθρωπο. Βλέπεις, καὶ ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ ἔρευνες κ.λπ. κοιτάζουν νὰ ζοῦν ἁγνὴ ζωή, νὰ μὴν εἶναι ζαλισμένοι, γιὰ νὰ ἔχουν διαύγεια. Ἐμεῖς βέβαια δὲν ἐγκρατευόμαστε γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ πνευματικὰ ποὺ κάνουμε βγαίνει καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἐπιδιώκουν οἱ κοσμικοί. Κάνουμε  τὸ  πνευματικὸ  καὶ  μέσα  ἀπὸ  τὸ  πνευματικὸ  βγαίνει  καὶ    ὑγεία  τοῦ σώματος.


Οἱ πειρασμοὶ στὴν ζωή μας


   Θεὸς   ἐπιτρέπει   τοὺς   πειρασμοὺς   ἀνάλογα   μὲ   τὴν   πνευματική   μας κατάσταση. Ἄλλοτε ἐπιτρέπει νὰ κάνουμε ἕνα σφάλμα, λ.χ. μιὰ μικρὴ ἀπροσεξία, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄλλη φορὰ προσεκτικοὶ καὶ νὰ ἀποφύγουμε ἢ μᾶλλον νὰ προλάβουμε ἕνα μεγαλύτερο κακὸ ποὺ θὰ μᾶς ἔκανε τὸ ταγκαλάκι. Ἄλλοτε ἀφήνει τὸν διάβολο νὰ μᾶς πειράζη, γιὰ νὰ μᾶς δοκιμάση. Δίνουμε δηλαδὴ ἐξετάσεις καὶ ἀντὶ κακὸ ὁ διάβολος μᾶς  κάνει  καλό.  Θυμηθῆτε  τὸν  Γερο-Φιλάρετο  ποὺ  ἔλεγε:  «Τέκνον,  ἐγκατάλειψις Θεοῦ, οὐδένα πειρασμὸν σήμερα»5. Ἤθελε νὰ παλεύη κάθε μέρα μὲ τοὺς πειρασμούς, γιὰ νὰ στεφανώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ἕνας δυνατός, ὅπως ὁ Γερο-Φιλάρετος, δὲν ἀποφεύγει τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ λέει στὸν Χριστό: «Στεῖλε μου, Χριστέ μου, πειρασμοὺς καὶ δῶσε μου κουράγιο νὰ παλέψω». Ἕνας ἀδύνατος ὅμως θὰ πῆ: «Μὴν ἐπιτρέπης, Χριστέ μου, νὰ πειρασθῶ».
«Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν...»6. Ἐμεῖς ὅμως πολλὲς φορές, ὅταν ἔχουμε ἕναν
πειρασμό, λέμε: «ἔ, μὰ εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ· δὲν ἀντέχω ἄλλο!», ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦμε: «Δὲν εἶμαι ἄνθρωπος· εἶμαι παλιάνθρωπος. Θεέ μου, βοήθησέ με νὰ γίνω ἄνθρωπος». Δὲν λέω νὰ ἐπιδιώκουμε ἐμεῖς τοὺς πειρασμούς, ἀλλά, ὅταν ἔρχωνται, νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ καρτερία καὶ προσευχή.
Σὲ κάθε πνευματικὴ χειμωνιὰ νὰ περιμένουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα τὴν πνευματικὴ ἄνοιξη. Οἱ μεγαλύτεροι πειρασμοὶ εἶναι συνήθως στιγμιαῖοι καί, ἐὰν ἐκείνη τὴν στιγμὴ τοὺς ξεφύγουμε, περνάει καὶ φεύγει ἡ φάλαγγα τῶν δαιμόνων καὶ γλυτώνουμε. Ὅταν ἑνωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, δὲν ἔχει πιὰ πειρασμούς. Μπορεῖ ὁ
διάβολος νὰ κάνη κακὸ στὸν Ἄγγελο; Ὄχι, καίγεται.
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἶναι πολὺ ἁπλὴ καὶ εὔκολη· ἐμεῖς τὴν κάνουμε δύσκολη,
γιατὶ δὲν ἀγωνιζόμαστε σωστά. Μὲ λίγη προσπάθεια καὶ πολλὴ ταπείνωση καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, μπορεῖ κανεὶς νὰ προχωρήση πολύ. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ διάβολος· καί, ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος, ἑπόμενο εἶναι νὰ μὴν ὑπάρχουν καὶ πειρασμοί.
– Γέροντα, ἡ πτώση σὲ μιὰ ἁμαρτία μπορεῖ νὰ γίνη κατὰ παραχώρηση τοῦ
Θεοῦ;





– Ὄχι, εἶναι βαρὺ νὰ ποῦμε ὅτι παραχωρεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἁμαρτήσουμε. Ὁ Θεὸς
ποτὲ δὲν παραχωρεῖ νὰ ἁμαρτήσουμε. Ἐμεῖς κάνουμε παραχωρήσεις καὶ ἔρχεται ὁ
διάβολος καὶ μᾶς πειράζει. Ὅταν λ.χ. ὑπερηφανεύωμαι, διώχνω τὴν θεία Χάρη, φεύγει ὁ  Φύλακας  Ἄγγελός  μου,  ἔρχεται    ἄλλος  ...ἄγγελος,    διάβολος,  καὶ  σπάζω  τὰ μοῦτρα μου. Αὐτὴ εἶναι δική μου παραχώρηση, καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ.
– Εἶναι σωστό, Γέροντα, ὅταν ἔχουμε μιὰ πτώση νὰ λέμε: «Ὁ πειρασμὸς μὲ
ἔρριξε»;
  Πολλὲς  φορὲς  ἀκούω  κι  ἐγὼ  μερικοὺς  ἀνθρώπους  νὰ  λένε  ὅτι  φταίει 
πειρασμός, ὅταν ταλαιπωροῦνται, ἐνῶ φταῖνε οἱ ἴδιοι ποὺ δὲν ἀντιμετωπίζουν σωστὰ τὰ πράγματα. Ἔπειτα ὁ πειρασμός, πειρασμὸς εἶναι. Μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμποδίση ἀπὸ τὸ κακό; Τὴν δουλειά του κάνει. Νὰ μὴν τὰ φορτώνουμε καὶ ὅλα στὸν πειρασμό. Ἕνας ὑποτακτικός, ποὺ ζοῦσε σὲ μιὰ Καλύβη μὲ τὸν Γέροντά του, μιὰ φορὰ ποὺ ἔμεινε γιὰ λίγο μόνος του, πῆρε ἕνα αὐγό, τὸ ἔβαλε πάνω σὲ ἕνα κλειδὶ – ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μεγάλα, τὰ παλιὰ κλειδιὰ – καὶ ἄναψε ἀπὸ κάτω ἕνα κερί, γιὰ νὰ τὸ ψήση! Μπαίνει ξαφνικὰ ὁ Γέροντας καὶ τὸν βλέπει. «Τί κάνεις ἐκεῖ;», τοῦ λέει. «Νά, Γέροντα, ὁ πειρασμὸς μὲ ἔβαλε νὰ ψήσω ἐδῶ ἕνα αὐγό», τοῦ λέει ὁ ὑποτακτικός του. Καὶ τότε ἀκούσθηκε μιὰ ἄγρια φωνή: «Αὐτὴν τὴν τέχνη ἐγὼ δὲν τὴν ἤξερα· ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἔμαθα»! Ὁ διάβολος μερικὲς φορὲς κοιμᾶται, καὶ ἐμεῖς τὸν προκαλοῦμε.


Οἱ ἁμαρτωλοὶ ἔχουν πολὺ ὑλικὸ γιὰ ταπείνωση


Ὅσοι  ἔζησαν  ἁμαρτωλὴ  ζωὴ  καὶ  ὕστερα  μετανόησαν  καὶ  ἄρχισαν  νὰ  ζοῦν
πνευματικά, πρέπει νὰ δέχωνται στὴν συνέχεια μὲ χαρὰ τὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς θλίψεις ποὺ τοὺς συμβαίνουν, γιατὶ ἔτσι ἐξοφλοῦν. Βλέπουμε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ ἔζησε ἁμαρτωλὴ ζωή, ὅταν μετάνοιωσε καὶ ἄλλαξε ζωή, οἱ κοσμικὲς ἐπιθυμίες τὴν βασάνιζαν. Ἔκανε ὅμως μεγάλη πάλη, γιὰ νὰ τὶς διώχνη. Τῆς ἔλεγε ὁ διάβολος: «Τί θὰ χάσης, ἂν δῆς λιγάκι τὴν Ἀλεξάνδρεια; Δὲν σοῦ λέω νὰ διασκεδάσης, μόνο νὰ τὴν δῆς λίγο ἀπὸ μακριά», καὶ ἐκείνη οὔτε γύριζε νὰ κοιτάξη. Τί μετάνοια εἶχε!  Ἄλλες Ὅσιες, ποὺ δὲν εἶχαν  ζήσει  κοσμικὴ ζωή,  δὲν εἶχαν  πόλεμο.    Ὁσία Μαρία, ποὺ εἶχε ζήσει κοσμικὴ ζωή, εἶχε καὶ πόλεμο. Ἡ ταλαιπωρία αὐτὴ εἶναι ἡ καυτηρίαση τῶν πληγῶν τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἔτσι φθάνουν στὸ τέλος καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ στὴν ἴδια κατάσταση.
– Σ᾿ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, Γέροντα, δὲν ὑπάρχει καθόλου θεία παρηγοριά;
– Πῶς! πολλή, πολλή! Ἡ Ὁσία Μαρία εἶχε φθάσει σὲ τέτοια μέτρα πνευματικά,
ποὺ βρισκόταν ἕναν πῆχυ πάνω ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν προσευχόταν.
Οἱ πολὺ ἁμαρτωλοί, ἂν γνωρίσουν τὸν ἑαυτό τους, ἔχουν φυσιολογικὰ καὶ πολὺ
ὑλικὸ γιὰ ταπείνωση. Ἡ κάθε πτώση εἶναι φυσικὰ πτώση, ἀλλὰ εἶναι καὶ ὑλικὸ γιὰ ταπείνωση καὶ προσευχή. Οἱ ἁμαρτίες, ἂν ἀξιοποιηθοῦν γιὰ ταπείνωση, εἶναι σὰν τὴν κοπριὰ ποὺ ρίχνουμε στὰ φυτά. Γιατί νὰ μὴ χρησιμοποιήση λοιπὸν κανεὶς αὐτὸ τὸ ὑλικό, γιὰ νὰ λιπάνη τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ γίνη γόνιμο καὶ νὰ καρποφορήση; Ἕνας δηλαδὴ ποὺ ἔχει κάνει μεγάλες ἁμαρτίες, ἂν αἰσθανθῆ πόσο ἔφταιξε καὶ πῆ: «δὲν πρέπει νὰ σηκώνω κεφάλι, νὰ βλέπω ἄνθρωπο», ἐπειδὴ ταπεινώνεται πολύ, δέχεται πολλὴ Χάρη, προχωρεῖ σταθερὰ καὶ μπορεῖ νὰ φθάση σὲ μεγάλα μέτρα. Ἐνῶ ἕνας ποὺ δὲν ἔχει κάνει μεγάλες ἁμαρτίες, ἂν δὲν τοποθετηθῆ

σωστά, ὥστε νὰ πῆ: «μὲ φύλαξε ὁ Θεὸς ἀπὸ τόσες κακοτοπιές· εἶμαι πολὺ ἀχάριστος,
εἶμαι πιὸ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν πιὸ ἁμαρτωλό», ὑστερεῖ πνευματικὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον.
Θυμηθῆτε π.χ. τὸν Φαρισαῖο καὶ τὸν Τελώνη7. Ὁ Φαρισαῖος εἶχε ἔργα, ἀλλὰ εἶχε καὶ ὑπερηφάνεια. Ὁ Τελώνης εἶχε ἁμαρτίες, ἀλλὰ εἶχε ἀναγνώριση, συντριβή, ταπείνωση – τὸ κυριώτερο ποὺ ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ Χριστός  –, γι᾿ αὐτὸ μὲ εὔκολο τρόπο σώθηκε. Εἴδατε πῶς τὸν ἔχουν τὸν Φαρισαῖο σὲ μιὰ εἰκόνα! Δείχνει μὲ τὸ δάχτυλό του τὸν Τελώνη: «Δὲν εἶμαι σὰν κι αὐτόν!»... Ὁ καημένος ὁ Τελώνης κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὴν κολόνα· δὲν εἶχε μοῦτρα νὰ δῆ γύρω του. Καὶ ὁ Φαρισαῖος ἔδειξε στὸν Χριστὸ ποῦ βρισκόταν ὁ Τελώνης! Τὸ προσέξατε; Λὲς καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἤξερε  ποῦ  ἦταν    Τελώνης!    Φαρισαῖος,  ἐνῶ  ἔκανε  ὅλα  τὰ  τυπικά,  ὅλα  πῆγαν χαμένα. Τί κάνει ἡ ὑπερηφάνεια! Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔχη ἁμαρτίες καὶ δὲν ἔχη ταπείνωση, τότε ἔχει τὶς ἁμαρτίες τοῦ Τελώνη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια τοῦ Φαρισαίου. Διπλά... χαρίσματα! «Ἒμ ψωριάρης, ἒμ κασσιδιάρης», ὅπως λένε στὴν Ἤπειρο.


Ὅσο μπορεῖτε, προσπαθῆστε νὰ ἀποβάλετε τὶς πνευματικὲς τοξίνες, τὰ πάθη, γιὰ νὰ ἀποκτήσετε τὴν πνευματική σας ὑγεία.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


1 Ψαλμ. 50, 12.
2 Βλ. Εὐεργετινός, τόμος Α´, Ὑπόθεσις Α´, σ. 54 κ.ἑ.
3 Βλ. Εὐεργετινός, τόμος Α´, Ὑπόθεσις Α´, σ. 34 κ.ἑ.
4 Στὴν ἀσκητικὴ γλῶσσα ἡ λέξη «προσπάθεια» σημαίνει ἐμπαθῆ προσκόλληση σὲ κάτι
ἢ ἐπιδίωξη γιὰ τὴν ἱκανοποίηση μιᾶς φίλαυτης ἐπιθυμίας.
5 Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, σ. 63.
6 Ματθ. 6, 13.
7 Βλ. Λουκ. 18, 9-14.

Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/









Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |