ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 150. Επιφάνιος ( +310) Σαλαμίνας Κύπρου

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

150. Επιφάνιος ( +310) Σαλαμίνας Κύπρου


makaristos

Ο άντιρητικός
Γενική Θεώρηση
Ό Έπιφάνιος Κωνσταντίας (Σαλαμίνας) Κύπρου ήταν αξιόλογος εκκλησιαστικός συγγραφέας, φυσιογνωμία έξωτερικά εντυπωσιακή καί πατριαρχική. Φιλομόναχος καί δραστήριος, σταθερός οπαδός των αποφάσεων τής Νίκαιας κι έπιφανειακός στις κρίσεις του, άνα μείχτηκε πολύ έντονα στά έκκλησιαστικοθεολογικά πράγματα τής έποχής του, άπό τό 350 περίπου μέχρι τό 402. Γεννήθηκε σέ παραδοσιακό περιβάλλον, στήν Παλαιστίνη, καί δή στήν περιοχή τής Γάζας, όπου ό άγιος 'Ιλαρίων ( + 371) εισήγαγε τόν μοναχισμό. ’Αποφασιστική ήταν ή παραμονή του στήν ’Αλεξάνδρεια, γιά σπουδές, καί στήν αιγυπτιακή έρημο, γιά μύηση στόν μοναχισμό. Έκει άπέ κτησε τήν μέτρια κλασική του παιδεία, τόν σεβασμό στό πρόσωπο καί τήν θεολογία τού Μ. ’Αθανασίου, τόν άντιαρειανισμό του, τό φι λομόναχο πνεύμα, άλλά καί τόν άντιωριγενισμό μέ τήν περιφρονώ ση στήν θύραθεν παιδεία, πού έξέφραζαν όμάδες μοναχών.
Τά στοιχεία αύτά προσδιόρισαν τήν πολυετή δράση του, πού άρχισε μέ τήν Ιδρυση μονής στό χωριό του Βησανδούκη, κοντά στήν Έλευθερούπολη τής Γάζας. Ή ’Αλεξάνδρεια τόν είχε θεολογικά προετοιμάσει έτσι, ώστε στήν άρειανική λαίλαπα νά άντιδράσει σταθερά καί όρθόδοξα ώς έπίσκοπος (άπό τό 366) καί ώς συγγραφέας θεολόγος.
Επιχείρησε ν’ αντιμετωπίσει δλες τίς αιρέσεις καί τις κακοδοξίες των χρόνων του, τόν άρειανισμό τής άρχικής μορφής, τήν άρνηση τής θεότητας τοΰ άγ. Πνεύματος, τόν άπολιναρίσμό μέ τις συνέπειές του καί τόν ώριγενίσμό. Τό έργο άνέλαβε μέ τις προϋποθέσεις ένός άντιωριγενιστή: θεωρούσε τήν φιλοσοφία, τήν άλληγορική έρμηνεία καί τόν ίδιο τόν ’Ωριγένη πηγή όλων των κακοδοξιών ερμήνευε ώς αίρεση κάθε σκέψη, σχολή, κίνηση πνευματική, πού δέν όδηγεΐ στόν αληθινό Θεό. Γι’ αυτό καί δέν είναι παράδοξο ότι αρχίζει τήν αίρε σιολογία του μέ προχριστιανικά πνευματικά φαινόμενα, όπως τήν ελληνική φιλοσοφία, τήν όποια περιφρονει, τόν σκυθισμό, τόν ιουδαϊσμό, τόν βαρβαρισμό (!) κ.ά. Πάντως στά δύο πλούσια αντιρρητικά του έργα, τόν Άγκνρωτό καί τό Πανάριο, άσχολεΐται κατά κύριο λόγο μέ τίς κακοδοξίες των χρόνων του, αφήνοντας αναλογικά λίγο χώρο γιά τις προχριστίανικές καί προαρείανίκες αιρέσεις. Τά μακροσκελή κεφάλαια πού άφιερώνει στά καίρια θέματά του θέλουν νά έχουν τήν μορφή διατριβής, άλλά λείπουν οί πρωτότυπες θεολογικές τομές.
'Ο άντιαρειανισμός του τρεφόταν άπό τά έργα του Μ. ’Αθανασίου καί περιοριζόταν στά όρια τής θεολογίας εκείνου. Μέ πλήθος βιβλικών χωρίων υποστήριξε τήν όμοουσιότητα τοϋ Υίοϋ καί τήν θεότητα τοΰ άγ. Πνεύματος, τό όποιο όμως χαρακτήρισε ευκρινέστερα (Πανάριον 74, 11, 2) ό μ ο ο ύ σ ι ο καί Θεό, κάτι πού είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα μόνο ό Γρηγόριος Θεολόγος. Τό σημείο τοΰτο είναι τό μόνο στό όποιο έπηρεάστηκε άπό τήν θεολογία τών καππα δοκών θεολόγων.
Τό πρόβλημα, πού άνέκυψε μετά τήν αθανασίανή θεολογία περί τής φυσικής σχέσεως του Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, ήταν ή σχέση τής φύσεως (ή ουσίας) του Θεοϋ πρός τήν ύπόσταση τών τριών θείων προσώπων. Ό ’Αθανάσιος, άπό άντίδραση καί φόβο πρός τούς άρεια νούς, μίλησε πρώτα γιά ταύτιση ουσίας καί ύποστάσεως. "Επειτα, διαπιστώνοντας τό λάθος ή τήν δυσχέρεια άνέχτηκε τόν λόγο γιά τρεις υποστάσεις, άλλά προσπάθησε τό 362 (Τόμος πρός Άντιοχεϊς 5) νά σταματήσει τήν σχετική συζήτηση. Στό ίδιο πλαίσιο έμεινε καί ό Έπ., μολονότι τό πρόβλημα είχε λύσει ό Βασίλειος καί τό διαφώτιζαν οί λοιποί καππαδόκες. Διακήρυττε ότι δεχόταν καί τίς δύο διατυπώσεις: μία ύπόστασις, δηλ. τήν μία φύση τοϋ Θεοϋ, καί τρεις ύποστά σεις, δηλ. τά τρία πρόσωπα, χωρίς όμως νά προχωρεί σέ θεολογική θεμελίωση:
«Τριάς άγια αϋτη καλείται· τρία δντα, μία συμφωνία, μία θεότης τής αύτής ουσίας, τής αύτής θεότητος, τής αύτής ύ π ο  στάσεω ς... τρία πρόσωπα έξ ύποστάσεως ο δ  σης τριττής» (Άγκνρωτός 67, 47). «Δέχομαι την ... έρμη νείαν περί των υποστάσεων καί τής μιας ύποστάσεως, ήτοι ούσίας» (Παυλίνου ’Αντιόχειας 'Ομολογία, τήν όποια έπικροτεΐ ό Έπ.: Πα νάριον 77, 21).
Ό Έπ. δεν κατόρθωσε νά παρακολουθήσει τήν μεταθανασίανή πορεία τής θεολογικής σκέψεως. Καί μέ πρόφαση τήν έμμονή του στά παραδεδομένα συντάχτηκε μέ τόν Παυλΐνο ’Αντιόχειας καί τήν ρωμαϊκή Εκκλησία καί άντιτάχτηκε πρόςτόν Μελέτιο Αντιόχειας, δείχνοντας μάλιστα «κατανόηση» πρός τόν Άπολίνάριο καί τόν Μάρκελλο Άγκυρας, πού αδυνατούσαν καί αύτοί νά παρακολουθήσουν τήν θεολογία διακρίσεως ούσίας καί ύποστάσεων. Γι’ αύτό πολέμησε στήν άρχή έμμεσα καί τό 381 (μέ τήν σύγκληση τής Β' Οίκουμ. Συνόδου) άμεσα τήν ορολογία καί τήν τακτική των καππα δοκών. "Ηδη όμως από τό τέλος τού 377, ό Έπ., όταν είχε τελειώσει τό Πανάριόν του, άρχισε νά δείχνει κατανόηση γιά τόν όρο «τρεις ύποστάσεις», ενώ καί ό Δάμασος Ρώμης (λίγο ίσως ένωρίτερα), μέ τήν έπιμονή τού Βασιλείου, έπαυσε νά χρησιμοποιεί τόν όρο «μία ύ πόστασις», δέχτηκε δηλ. έμμεσα τήν θεολογία τού σχήματος μ ΐ α ούσία τρεις υποστάσεις. ’Έτσι έγινε δυνατή ή συνεννόηση Ανατολής καί Δύσεως καί άπέτυχαν οί προσπάθειες τού Έπ. καί τού Παυλίνου, πού τό 381/2 έπισκέφτηκαν τήν Ρώμη, γιά νά τήν στρέψουν κατά τής τακτικής τής Β' Οίκουμ. Συνόδου.
Στήν άδυναμία του γιά βαθύτερη θεολογική κατανόηση των όρων όφείλεται καί ή παρεξηγήσιμη φράση του περί τής έκπορεύσεως τού άγ. Πνεύματος: «Εί δέ Χριστός έκ τού Πατρός πιστεύεται θεός έκ θεού καί τό Πνεύμα έκ τού Χριστού ήπαρ’ άμφοτέρων» (Άχ κνρωτός 67, 1). Ένώ άλλοΰ τό Πνεύμα εκπορεύεται μόνο άπό τόν Πατέρα καί στέλλεταί άπό τόν Υιό, εδώ δηλώνεται ότι τό Πνεύμα προέρχεται «παρ’ άμφοτέρων». Ή έννοια όμως τής φράσεως σαφηνίζεται άπό τόν ίδιο τόν Έπ. μέ τήν άκολουθοΰσα έρ μηνευτική του πρόταση:
«ώς φησιν ό Χριστός· παρά τού Πατρός εκπορεύεται’ καί 'ού τος ( = ό Παράκλητος) έκ του έμού λήψεται» (αύτόθι).
Τό «παρ’ άμφοτέρων» δηλ. δέν σημαίνει τήν κοινή (ένδοτριαδική) έκπόρευση (τήν κοινή πηγή) τού Πνεύματος, τήν ad intra έπομένως κίνηση, αλλά τήν ad extra, τήν άποστολή δηλ. τού Πνεύματος άπό τόν Υίό.
Ό άντιαπολιναρισμός τού Έπ. βοίσκεται πάλι στά όρια τής σχετικής θεολογίας τοϋ ’Αθανασίου, δπως διατυπώνεται στην έπιστολή του Πρός Έπίκτητον. Τό «σαρξ έγένετο» κατανοεΐται όρθά ώς «τελεία ένανθρώπησις». Ό θειος Λόγος «τά πάντα τελείως άνεΐληφε» του ανθρώπου’ άρα καί τόν νοϋ, τόν όποιο ό Άπολίνάριος άπέκλειε στό μυστήριο τής ένσαρκώσεως (Άγκυρωτός 77,1. Πανάριον 77,29).
Παράλληλα ό Έπ. είναι ό αρχαιότερος εκκλησιαστικός συγγραφέας πού με ειδική διατριβή ύποστήριξε την όειπαρθενία τής Θεοτόκου (Έπιστολή πρός 'Άραβας) καί ό πρώτος εικονοκλάστης θεολόγος. Δεν κατόρθωσε νά συλλάβει τίς θεολογικές συνέπειες τής χριστολογίας του καί άντέδρασε βίαια πρός τήν διαδεδομένη συνήθεια τής κατασκευής εικόνων, επάνω σέ υφάσματα τότε. 'Υποστήριξε ότι ή ένσάρκωση του Κυρίου δέν δικαιώνει τήν κατασκευή εικόνων, τίς όποιες χαρακτήρισε νέα ειδωλολατρία. Κάλεσε τόν κλήρο καί τόν λαό νά άρνηθούν τήν συνήθεια, αλλά χωρίς άποτέλεσμα. Τότε, κινούμενος άπό άκριτο ζήλο, ζήτησε κακώς τήν επέμβαση τοϋ αύτοκράτορα Θεοδοσίου, ό όποίος ευτυχώς κώφευσε.
Μέ άντιωριγενισμό κάλυψε ό Έπ. τά τελευταία χρόνια τής ζωής του καί μέ άντιχρυσοστομισμό τις τελευταίες ήμέρες του. Στην διττή αύτή πολεμική του βάρυναν λόγοι περισσότερο προσωπικοί καί λιγότερο ούσιαστικοί. Πάντως οί ώριγενιστές τής Παλαιστίνης καί τής Αιγύπτου δέν μειώθηκαν άπό τήν πολεμική αύτή, ένώ ή άκριτη συμμετοχή τοϋ Έπ. στόν αγώνα κατά τοϋ Χρυσοστόμου οδήγησε στήν καταδίκη τοϋ τελευταίου (τό 303), πού ήταν τότε ή μεγαλύτερη μορφή τής Εκκλησίας.
Ό όρθόδοξος λοιπόν Έπ., επειδή άρνήθηκε νά παρακολουθήσει τήν αύξητική πορεία τής θεολογίας κι επειδή κυριαρχήθηκε άπό ζη λωτισμό, άπέβη παραδοσιοκράτης καί γι’ αύτό πολέμιος τών μετα θανασιανών διαμορφωτών τής εκκλησιαστικής σκέψεως, δηλ. τών καππαδοκών καί τοϋ Χρυσοστόμου.
Ή Εκκλησία έντούτοις παρέβλεψε τά σφάλματά του, τιμά τό λοιπό αξιόλογο έργο του καί έορτάζει τήν μνήμη του στίς 21 Μαίου.


ΒΙΟΣ
Ό Έπιφάνιος γεννήθηκε στό χωριό Βησανδούκη, κοντά στήν Έλευθε ρούπολη (Γάζα Παλαιστίνης), μεταξύ 310 καί 320. Νέος έπισκέφτηκε τήν ’Αλεξάνδρεια γιά σπουδές, πού δέν διήρκεσαν πολύ. ’Έξυπνος, ανήσυχος καί ζηλωτής, γνώρισε πολλούς παράγοντες τής αιγυπτιακής μεγαλουπό λεως, άλλά πολύ νέος ακόμη κατέφυγε σέ μοναχούς ασκητές τής γειτονικής ερήμου. Έκεΐ γιά πολλά χρόνια μυήθηκε στόν άσκητικό βίο καί συμμερίστηκε τόν άντιαρειανισμό τών μοναχών καί τόν άντιωριγενισμό μερικών άπό αύτούς. Έκεΐ έπίσης έμαθε καί άποδέχτηκε άπόλυτα την θεολογία του Μ. ’Αθανασίου, τόν όποιο θεωρούσε μέτρο όρθοδοξίας σέ όλη τήν ζωή του.
“Αγνωστο πότε, έπέστρεψε στην Βησανδούκη καί ίδρυσε μονή, στήν όποια χειροτονήθηκε Ιερέας. Μιλούσε κι έγραφε έλληνικά, πού έμαθε σέ σχολεία, κοπτικά, πού άκουσε στούς μοναχούς τής Αίγύπτου, καί συριακά, πού ήταν μητρική του γλώσσα. Γνώριζε ακόμη στοιχεία έβραϊκής καί λατινικής. Γρήγορα έγινε πολύ γνωστός γιά τήν άσκητικότητα, τήν παιδεία, τήν αυστηρότητα τής όρθοδοξίας του καί τήν ανάμειξή του στά έκκλησια στικά θέματα τής εποχής. "Ετσι τουλάχιστον άπό τό 362 πήρε θέση στό άντιοχειανό σχίσμα, άναγνωρίζοντας ώς έπίσκοπο ’Αντιόχειας δχι τόν Μελέτιο, άλλά τόν Παυλΐνο (πού χειροτόνησε ό δυτικός Loucifer Καλλάρε ως), επειδή αύτόν θεώρησε άκρακρνή ύποστηρικτή τού όμοουσίου καί έπειδή αύτόν άναγνώριζε καί ό Μ. ’Αθανάσιος, μέ τόν όποιο είχε σχέσεις. Ό Έπ. έπισκέφτηκε πολλές πόλεις, σχετίστηκε μέ πολλούς οπαδούς τού Συμβόλου Νίκαιας καί πρίν τό 366 βρέθηκε γιά λίγο ή πολύ στήν Κύπρο, οι επίσκοποι τής όποιας τό έτος αύτό τόν χειροτόνησαν έπίσκοπο Σαλαμίνας (ή όποια άπό τό 342 πού άνακτίστηκε μέχρι τό 648 πού καταστράφηκε άπό τούς “Αραβες ονομαζόταν Κωνσταντία).

Ώς επικεφαλής των επισκόπων τού νησιού πέτυχε τήν άποσύνδεση τής κυπριακής Εκκλησίας άπό τήν ’Εκκλησία τής ’Αντιόχειας (ή πλειοψηφία τής όποιας δέν υποστήριζε τό «όμοούσιο») καί τή σύνδεσή της μέ τήν Εκκλησία τής ’Αλεξάνδρειας, ή όποια μέ τόν Μ. ’Αθανάσιο ύπεράσπιζε τό «όμοούσιο» καί προπαντός δέν πρόβαλλε κυριαρχικά δικαιώματα (νά χειροτονεί τούς έπισκόπους) στήν ’Εκκλησία τής Κύπρου. Ένίσχυσε τήν όρ γάνωση τού μοναχισμού, πού είχε είσαχτεΐ κυρίως μέ τόν μεγάλο άναχωρητή Ίλαρίωνα ( + 371), καί συνέχισε νά ταξιδεύει στίς άπέναντι ασιατικές ά κτές καί μάλιστα στήν Παλαιστίνη, όπου καί ή μονή τής Βησανδούκης, στήν όποια φαίνεται διατήρησε κάποια ευθύνη, πνευματική, ίσως καί κανονική.
Δύσκαμπτος καί όξύς ό Έπ., άντιτέθηκε στόν Μ. ’Αθανάσιο, ύποστηρί ζοντας τόν έορτασμό τού Πάσχα τήν Κυριακή μετά τό εβραϊκό Πάσχα, καί στόν Μ. Βασίλειο, άπό τόν όποιο ζήτησε περί τό 377 νά μή θεωρεί τόν Μελέτιο κανονικό έπίσκοπο ’Αντιόχειας καί νά υποστηρίξει τόν Παυλΐνο, χάριν τού όποιου έπισκέφτηκε τήν ’Αντιόχεια περί τό 376. Καί στίς δύο περιπτώσεις άπέτυχε. Στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο τού 381, στήν όποια υιοθετήθηκε ή θεολογία καί ή τακτική (στό θέμα τής ’Αντιόχειας) των καππαδοκών, δέν έλαβε μέρος. Συνόδεψε μάλιστα τό 382 τόν Παυλΐνο στήν Ρώμη, γιά νά πετύχει τήν άναγνώριση αύτοϋ ώς κανονικού έπισκόπου ’Αντιόχειας. Μέ συγγράμματα καί δράση πήρε θέση έναντι των κακοδοξιών των χρόνων του, όπως: τού Άρείου, τόν όποιο καταδίκαζε αύστηρά τού Άπολι ναρίου, τόν όποιο γιά λόγους τακτικής μάλλον έπαινοΰσε άλλά καταδίκαζε τις άπόψεις του· καί τού Μαρκέλλου Άγκύρας, τόν όποιο παρά τις παρεκκλίσεις του θεώρησε δικαιωμένο, μέ ύπόδειξη δήθεν τού Μ. ’Αθανασίου. ’Αντίθετα κατηγορούσε ώς αιρετικούς τούς Μελέτιο ’Αντιόχειας καί Κύριλλο ’Ιεροσολύμων, τούς οποίους θεωρούσε όμοιουσιανούς, τόν ’Ιωάννη Ιεροσολύμων κ.ά., έπειδή μελετούσαν τόν Ωριγένη ή ήσαν ώριγενιστές.
Μεταξύ 387 καί 392 τοποθετείται μάλλον τό επεισόδιο, πού έδωσε άφορ μή στόν Έπ. νά έκφράσει την έντονη άντίθεσή του πρός τίς εικόνες: μπαίνοντας άνυποψΐαστος στόν ναό τοϋ χωριού Άνάβλατα, κοντά στην μονή τής Βησανδούκης, είδε νά κρέμεται ύφασμα μέ την εικόνα τού Χριστού ή κάποιου άγιου. ’Αμέσως, ενώπιον τού ’Ιωάννη 'Ιεροσολύμων κ.ά., έσχισε την εικόνα καί καταδίκασε την συνήθεια.

Λίγο άργότερα, περί τό 393, ό Έπ. κίνησε έντεχνα πολλούς μοναχούς τής Παλαιστίνης έναντίον τού λατίνου Ρουφίνου (πού είχε έγκατασταθεϊ στήν μονή τού ’Όρους των Έλαιών, μονή ιδρυμένη από τήν δυτική πατρικία Μελανία) καί έναντίον όσων μοναχών ή κληρικών θαύμαζαν τόν ’Ωριγένη καί διάβαζαν τά έργα του μέ τήν έπίδραση μοναχών τής Νιτρίας καί των Κελλίων. Ζήτησε (μέσω τού Άταρβίου) από τόν Ρουφΐνο άμεσα καί από τόν Ιωάννη Ιεροσολύμων έμμεσα τήν καταδίκη τού ’Ωριγένη, άλλά χωρίς άποτέλεσμα. Τότε μέ τήν ευκαιρία τών έορτών τών ’Εγκαινίων τού ναού τής Άναστάσεως στά Ιεροσόλυμα, ό Έπ. μίλησε από τόν άμβωνα μέ θέμα τήν αίρεση τού ’Ωριγένη. Τό άπόγευμα τής ίδιας ημέρας ό ’Ιωάννης μίλησε κατά τών άνθρωπομορφιτών, δηλ. τών άντιωριγενιστών καί άρα καί τού Έπ. Τό γεγονός σήμανε τήν έναρξη τής β' φάσεως τών ώριγενιστι κών έρίδων στήν Εκκλησία. ’Αμέσως μετά ό Έπ. προσπάθησε νά παρουσιάσει τόν ’Ιωάννη ύποπτο γιά κακοδοξία. Άπέτυχε, αναχώρησε γιά τήν Κύπρο καί επανήλθε τό 394, οπότε άντικανονικά χειροτόνησε στήν Βησαν δούκη τόν Παυλινιανό, αδελφό τού λατίνου ’Ιερωνύμου, πού είχε καί αυτός γίνει άντιωριγενιστής.

Ή διαμάχη όξύνθηκε μέ αμοιβαίες κατηγορίες καί μάλιστα πήρε πολύ εύρύτερες διαστάσεις μέ νέα πρόσωπα. Αύτό έγινε περί τό 400, όταν ό Θεόφιλος ’Αλεξανδρείας, γιά νά έξασθενίσει τίς έναντίον του κατηγορίες τού ’Ισιδώρου καί τών λεγάμενων μακρών άδελφών, μοναχών τών Κελλίων, τούς κατηγόρησε γιά ώριγενισμό, μολονότι ό ίδιος μέχρι τότε λοιδορούσε τούς άντιωριγενιστές. Ό Θεόφιλος συγκρότησε συνόδους έναντίον τους· τό ίδιο ζήτησε από άλλους καί άπό τόν Έπ., πού ήταν πρόθυμος γι’ αύτό. ’Έτσι, τό 402 μάλλον, μέ απόφαση συνόδου κυπριών έπισκόπων, ταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά προλάβει τήν έκεΐ δράση τών ώριγενιστών μακρών άδελφών, πού στό μεταξύ είχαν καταφύγει στήν πρωτεύουσα, γιά νά καταγγείλουν τόν Θεόφιλο καί νά ζητήσουν προστασία. Ό Έπ., μόλις άποβιβάστηκε, λειτούργησε καί χειροτόνησε διάκονο χωρίς τήν άδεια τού οικείου έπισκόπου, δηλ. τού Ίωάννου Χρυσοστόμου, τού όποιου άρνήθηκε τήν φιλοξενία, δηλώνοντας ότι δέν μπορεί νά συγκατοικήσει μ’ έναν αιρετικό. Στήν προσπάθειά του νά πετύχει καταδίκη τού ώριγενισμοΰ ήρθε σ’ έπαφή μέ όσους παρόντες έπισκόπους ήσαν έχθροί τού Χρυσοστόμου, ένώ στόν ναό τών 'Αγίων ’Αποστόλων κήρυξε κατά τού ’Ωριγένη, τών μακρών άδελφών καί τού ίδιου τού αρχιεπισκόπου τής πόλεως ιερού Χρυσοστόμου. Τότε όμως ό τελευταίος τού παρήγγειλε νά έγκαταλείψει τήν πρωτεύουσα, διότι μέ τίς αντικανονικές κι έχθρικές τρυ πράξεις ξεπέρασε κάθε όριο ανοχής τού τοπικού έπισκόπου άλλά καί τού λαού.
Ό Έπ. κατάλαβε τήν άπειλή, ίσως καί ότι είχε χρησιμοποιηθεί ο’)ς όργανο του Θεοφίλου, κι έγκατέλειψε τήν Κωνσταντινούπολη με πλοίο, αλλά στόν δρόμο πρός τήν Κύπρο πέθανε, τόν Μάιο μάλλον τοϋ 402. Παραταϋ τα ή κακή συμπεριφορά τοϋ Έπ. ένίσχυσε τό ύπαρχον κλίμα κατά τοϋ Χρυσοστόμου καί λίγο άργότερα σύνοδος στήν Δρύ (403) έκθρόνισε τόν τελευταίο, κλείνοντας έτσι τήν β' φάση των ωριγενιστικών έρίδων.
Πηγές τοϋ βίου καί τής δράσεως τοϋ Έπ. είναι τά έργα του, λίγες άναφο ρές σύγχρονων συγγραφέων, σύντομες καταχωρήσεις των Ιστορικών Σωζομενοϋ (Έκκλησ. ιστορία ΣΤ' 32) καί Σωκράτη (Έκκλησ. ιστορία ΣΤ' 1214) καί δύο Βίοι (W. Dindorf, Epiphanii Opera, V, Leipzig 1862, σσ. 345 [ό έκτενής των ’Ιωάννη καί Πολυβίου ] καί VXXVIII [ό σύντομος]), πού όμως είναι μεταγενέστερα έργα συναξαριστικής διαθέσεως καί περιέχουν στοιχεία πού δέν είχαν ελεγχθεί.
ΕΡΓΑ
Ό Έπιφάνιος άφησε σημαντικό άριθμό έργων πού άντικατοπτρίζουν τά ένδιαφέροντά του, τόν θυμικό κι εύέξαπτο χαρακτήρα του, τήν άδυναμία του νά προβεΐ σέ θεολογικές τομές καί θεμελιώσεις καί τήν έπιφανειακή εγκυκλοπαιδική άντιμετώπιση τών θεολογικοεκκλησιαστικών προβλημάτων. Πάντως άσχολήθηκε μέ τά πιό ποικίλα θέματα (άπό τήν τριαδολογία μέχρι τά μέτρα καί τά σταθμά τής /7Δ), κάτι πού μαρτυρεί εύρος γνώσεων καί ένδιαφερόντων.
’Έγραψε στήν λόγια κοινή καί άρα τά κείμενά του ήταν σέ όλους προσιτά. Ό λόγος του όμως δέν έχει τίποτα τό ιδιαίτερο. Λείπει τό ύφος καί τό κάλλος. Αύτό έν μέρει οφείλεται στό ότι μητρική του γλώσσα ήταν ή συ ριακή· έλληνικά έμαθε σέ σχολεία, τήν κλασική παιδεία τών οποίων περι φρονοϋσε. Στό σημείο τοϋτο είναι κατώτερος άπ’ όλους τούς μεγάλους συγγραφείς τών χρόνων του. Εντούτοις τό έργο του παραμένει εξαιρετικά χρήσιμο, ιδιαίτερα γιά τό άφθονο ύλικό πού διασώζει.
Γενικά, τά έργα του είναι άντιρρητικά (Άγκυρωτός, Πανάριον, Κατά τών κατασκευαζόντων εικόνας), εισαγωγικά καί έρμηνευτικά στήν ΠΑ (Περί μέτρων καί σταθμών, Περί τών 12 λίθων) καί έπιστολικά.



Έπιστολαί:

1.         Πρός Ευσέβιον, Μάρκελλον κ.ά. Σώζεται άπόσπασμα, όπου καί ή άποψη ότι τό Μυστικόν δεΐπνον έγινε ή μέρα Τρίτη καί όχι Πέμπτη.
2.         Πρός Άραβας κατά Άντιδικομαριανιτών. Γράφηκε μεταξύ 366 καί 373 καί άποτελεΐ διατριβή (καταχωρισμένη καί στό Πανάριον 78, 225) περί τού ότι ή Παρθένος Μαρία δέν γνώρισε άνδρα καί μετά τήν γέννηση τοϋ Ίησοΰ.
3.         Πρός κληρικούς τής Αίγυπτον. Πέντε συριακά άποσπάσματα. Μάλλον μεταξύ 375380. Κατά τοϋ άπολιναριστή Δωροθέου.
4.         Πρός Θεοδόσιον αύτοκράτορα (379395). Δεκατρία άποσπάσματα κατά τής τιμής τών εικόνων.
5.         Πρός Ίωάννην Ιεροσολύμων. Σέ λατινική μετάφραση τοϋ 'Ιερωνύμου (Έπιστ. 51).
6.         Σώζονται άκόμα σημείωμα επιστολικό πρός 'Ιερώνυμο καί τρία άπο σπάσματα τριών έπιστολών του.
Άγκυρωτός. Γράφηκε τό 374 γιά ν’ άντικρούσει τίς τριαδολογικές αιρέσεις (§274: τόν άπασχολοΰν ή όμοουσιότητα των θείων προσώπων καί ιδιαίτερα ή θεότητα τοϋ άγ. Πνεύματος), τόν άπολιναρισμό (§7582: περί ένσαρκώσεως τοϋ θείου Λόγου), τούς ώριγενιστές μοναχούς κ.ά., πού άρ νοϋνταν την άνάσταση των σωμάτων (§83100). Στις δύο τελευταίες §, 118119, καταχωρίζονται δύο Σύμβολα πίστεως. Τό πρώτο, πού έχει τίς προσθήκες τής Β' Οίκουμ. Συνόδου (381), οπωσδήποτε έμφιλοχωρήθηκε μετά τό 374, διότι τά νέα του στοιχεία (σέ σχέση μέ τό Σύμβολο τής Νίκαιας) λείπουν άπό τήν άρχαία αίθιοπική μετάφραση καί προπαντός άπό τό δεύτερο παρατιθέμενο Σύμβολο, πού συνιστώ ανάπτυξη (στά χριστολο γικά του κυρίως τμήματα) άπό τόν ίδιο τόν Έπιφάνιο τοϋ Συμβόλου τής Νίκαιας. νΕτσι τό πρώτο άπό τά δύο Σύμβολα τοϋ Άγκυρωτοϋ δέν άποτέ λεσε τήν βάση τοϋ Συμβόλου τής Κωνσταντινουπόλεως, όπως νόμισαν πολλοί. Μεταφράστηκε στήν κοπτική καί τήν αραβική
Έπιφανίου... Κύπρου κατά αίρέσεων (Πανάριον). Τοϋ αύτοϋ αγίου Έπιφανίου Λόγος Άγκυρωτός. Τοϋ αύτοϋ των τοϋ Παναρίου άπάντων Άνακεφαλαίωσις. Τοϋ αύτοϋ περί μέτρων καί σταθμών, Βασιλεία
Πανάριον (ό πλήρης τίτλος: «Κατά αίρέσεων τό έπικληθέν πανάριον εΐ του κιβώτιον»). Γράφηκε μεταξύ 374 καί 377 πρός αναίρεση λεπτομερή 80 αίρέσεων, 20 προχριστιανικών (βαρβαρισμός, σκυθισμός, ελληνισμός, ιουδαϊσμός κ.ά. άντιλήψεις καί φιλοσοφικές σχολές) καί 60 τής χριστιανικής εποχής, πού κατέγραψε ήδη στόν « Άγκυρωτό» (12). Γιά τίς 32 πρώτες αιρέσεις κύρια πηγή του, τήν όποια ακολουθεί σχεδόν δουλικά, είναι τό «Κατά πασών των αίρέσεων έλεγχος» τοϋ 'Ιππολύτου. Χρησιμοποιεί άκόμη κείμενα τοϋ Ειρηναίου καί διασώζει στό έργο του ονόματα, άντιλήψεις καί μάλιστα μεγάλο άριθμό σπουδαίων κειμένων (π.χ.: Τό Ευαγγελικόν καί Τό Λποστολικόν τοϋ Μαρκΐωνα Επιστολή τής συνόδου τής Άγκύρας τοϋ 358 έπιστολή Πτολεμαίου [γνωστικού] Πρός Φλώραν κ.ά. πολλά), πού άλλως έχουν χαθεί ή μάς είναι τελείως άγνωστα. Φυσικά είναι πολύ έκτενέ στερος στό τμήμα των χριστιανικών αίρέσεων καί δή στόν αρειανισμό, τούς πνευματομάχους, τούς άπολιναριστές, τούς ώριγενιστές καί τούς μεσσα λιανούς, πού, πλήν των τελευταίων, τόν άπασχόλησαν καί στόν «Άγκν ρωτό». Τό τμήμα τούτο άναφέρεται σέ πρόσωπα καί γεγονότα σύγχρονα, γι’ αύτό ή αξία του είναι καί ιστορική, μολονότι ό Έπ. συχνά ήταν πολύ ύποκειμενικός στίς κρίσεις καί τίς έκτιμήσεις του. Τό έργο τελειώνει μέ «Λόγον περί πίστεως». Πρόκειται γιά τό έκτενέστερο άντιαιρετικό έργο τής άρχαίας Εκκλησίας, πού όμως έχει λίγη πρωτοτυπία. Μεταφράστηκε στην αραβική καί τήν γεωργιανή: .
Περί μέτρων καί σταθμών. Μέ τόν τίτλο αύτό παραδόθηκαν τρία κείμενα, Περί των έβδομήκοντα (καί άλλων) έρμηνεντών, Περί μέτρων καί σταθμών καί Περί τοπικών όνομάτων στήν ΠΔ, τά όποια συνήρμοσε ό Έπ. τό 392 μέ κάποιες δικές του παρεμβάσεις. Μέρος των συναρμοσμένων κειμένων άποτελοΰσαν ίσως παλαιότερα δοκίμια τού ίδιου τού Έπ. Τό έργο είναι πλούσιο σέ εισαγωγικό ύλικό τής ΠΑ. Στήν έλληνική σώθηκε τό πρώτο μόνο μέρος (καί σέ Επιτομή από άγνωστον) καί στήν συριακή όλόκληρο.
Περί των δώδεκα λίθων. Γράφηκε λίγο πρίν τό 394 γιά νά έρμηνεύσει άλ ληγορικά τούς 12 πολύτιμους λίθους στό στήθος τού άρχιερέα τής ΠΑ, υπογραμμίζοντας τήν θεραπευτική τους ιδιότητα καί τόν συμβολισμό τών 12 κριτών τού Ισραήλ. Σώθηκε όλόκληρο στήν γεωργιανή καί άποσπασμα τικά στήν κοπτική καί τήν αραβική, ενώ έχουμε Επιτομή του στήν έλληνική, τήν άρμενική καί τήν λατινική.
Κατά τών έπιτηδευόντων... εικόνας. Γράφηκε περί τό 394. Σύντομο κείμενο πρός καταπολέμηση τής συνήθειας κατασκευής εικόνων. ’Αποσπάσματα σώθηκαν άπό τίς σχετικές συνόδους τών ετών 754 καί 787, από τόν Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως (806815), τόν Θεόδωρο Στουδίτη καί τόν Ιωάννη Δαμασκηνό.
Διαθήκη. Την έγραψε πρός τό τέλος τής ζωής του, γιά νά έξορκίσει τους πιστούς τής νήσου νά τηρήσουν τήν αρχαία παράδοση καί νά μή δεχτούν ποτέ εικόνες στους ναούς καί τά κοιμητήρια. ’Αναθεματίζονται δσοι παραβούν τήν προτροπή του. Σώθηκαν αποσπάσματα όπως τού προηγούμενου έργου.
Σχόλια. Στις ποικίλες έρμηνευτικές Σειρές έπισημάνθηκαν σχόλια τού Έπ. στήν Γένεση, στούς Ψαλμούς, στίς Παροιμίες, στόν Ματθαίο, στόν Λουκά, στόν Ιωάννη καί σ’ Επιστολές τού Παύλου. Σχόλια στά Ευαγγέλια έπισημάνθηκαν επίσης σέ Σειρές κοπτικές καί αραβικές.


Νόθα
Σημαντικός αριθμός ανώνυμων κειμένων αποδόθηκε ηθελημένα ή από άγνοια στόν Έπ.:
Άνακεφαλαίωσις. Είδος περιλήψεως πρίν από κάθε ένα από τά επτά μέρη τού Παναρίου (βλ. έκδ. αύτοΰ). Κείμενο μεταγενέστερο.
Φυσιολόγος («Είς τόν Φυσιολόγον τόν διεξελθόντα περί τής έκάστου φύ σεως των θηρίων τε καί των πετεινών»). "Εργο τού Β' αί., άπειρες φορές αναθεωρημένο, συμπληρωμένο καί μεταφρασμένο στήν λατινική καί άλλες γλώσσες, ανατολικές καί ευρωπαϊκές. Μέ τήν βοήθεια Ιδιοτήτων διάφορων ζώων εξηγούνται, άλληγορικά βέβαια, αλήθειες τής πίστεως καί αρετές.
Όμιλίες «Εις τά Βάια», «Εις τήν θεόσωμον ταφήν του Κυρίου», «Εις τήν του Χριστού άνάστασιν», «Εις τήν άνάληψιν τού Κυρίου», «Έγκώμιον εις τήν Θεοτόκον», «Περί βαΐων» (απόσπασμα), «Εις τήν άνάστασιν» (μόνο λατινικά), «Εις τήν Ύπαπαντήν»
«Εις τήνΓέν νησιν του Κυρίου»
Περί των αριθμών των μυστηρίων
Περί των προφητών, πώς έκοιμήθησαν καί πού κεϊνται (PG 43, 393414, 415428). ’Απαρίθμηση  έλεγχος τών 72 προφητών καί προφητίδων. Κατάλογος τών αποστόλων, κατάλογος τών μαθητών, όνόματα τών αποστόλων
’Εξηγητικά έργα σέ ανατολικές μόνο γλώσσες: Υπόμνημα εις τήν Έ ξαήμερον (αραβικά καί αίθιοπικά), Υπόμνημα είς τούς Ψαλμούς (αρμένικά) καί Όμιλίαι είς Λουκάν
Μαρτυρίαι... περί τής... επί τής γης τού Μονογενούς... παρουσίας
"Εκθεσις πρωτοκλησιών πατριαρχών τε καί μητροπολιτών (περί τάξεως πατριάρχων κ.λπ., δηλ. Notitiae episcopatuum). Συντάχτηκε μάλλον τόν ΣΤ'/Ζ' αί., άλλα είναι τό Αρχαιότερο σχετικό κείμενο.
Περί τον τέλους των καιρών (ή περί ’Αντίχριστου) (αρμένικά).
’Αποφθέγματα 17 (σέ αλφαβητική σειρά: PG 65, 161167).
Περί πίστεως, Αποσπάσματα (Diekamp, Doctrina Patrum, σ. 317).
Πρός Θεοδώρητον (!) αύτοκράτορα, επιστολή (Ανέκδοτη).
Εις τήν άειπάρθενον Μαρίαν (στήν γεωργιανή).
ΕΙς τήν σύλληψιν τής "Αννης (στήν γεωργιανή).
Εις τά ’Επιφάνια (στήν κοπτική).
’Αποσπάσματα στήν Αραβική..
Ή Αειτουργία των προηγιασμένων δώρων καί ή ’Αναφορά αίθιοπική μέ όλιγόστιχη ευχή κι έναν έξορκισμό Αποδίδονται συχνά στόν Έπιφάνιο..
Περί άγ. Πνεύματος (τό μνημονεύει απλώς ό Άνδρέας Κρήτης



151. ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΕΡΓΑ (τέλος Δ' αί.)
Α' ΑΡΕΙΑΝΙΚΑ ΕΞΗΓΗΤΙΚΑ
1.         Opus imperfectum in Matthaeum
Ή χειρόγραφη παράδοση διέσωσε στην λατινική γιά τό Εύαγγέλιο τοΰ Ματθαίου έκτενές ύπομνηματιστικό έργο, τό όποιο είναι γνωστό ώς Opus imperfectum in Matthaeum (’Ατελές έργον εις τόν Ματθαίον) καί άπό τό όποιο λείπει ό ύπομνηματισμός των τριών τελευταίων κεφαλαίων τοΰ Ματθαίου. Τό έργο άποτελεΐ σημαντικό έξηγητικό έπίτευγμα καί είναι τό άξιο λογότερο ερμηνευτικό κείμενο των άρειανικών κύκλων. Μέχρι τόν ΙΣΤ' αΐ. σχεδόν τό υπόμνημα τοϋτο κυκλοφορούσε έσφαλμένα ώς έργο τού Χρυσοστόμου, ένας ακόμη λόγος γιά τόν όποιο στην Δύση διαβαζόταν πολύ. Ή έρευνα πίστευε ότι γράφηκε Απευθείας λατινικά, μέχρι πού ό J. Stiglmayr, τό 1910, διατύπωσε πειστικά την άποψη ότι τό έργο συντάχτηκε αρχικά στήν ελληνική, άπό κάποιον άρειανό πρεσβύτερο Τιμόθεο, πού δροΰσε στην Κωνσταντινούπολη στίς αρχές τού Ε' αΐ. Ό Ρ. Nautin πρόσφατα ένίσχυσε την άποψη αύτή, πού βρήκε σοβαρό έρεισμα μέ την επισήμανση έλληνικοϋ χωρίου, τό όποιο έξέδωκε ό A. Stuiber καί τό όποιο φαίνεται ότι ανήκει στό Opus ... in Matthaeum (PG 56, 9289). Ό M. Simonetti φρονεί ότι συντάκτης τού έργου στήν έλληνική είναι άρειανός επίσκοπος, ενώ ό J.Bouhot άμφιβάλλει άν πρόκειται γιά έναν συντάκτη. Τέλος ό Schlatter επανέρχεται στήν άποψη ότι τό έργο γράφηκε άρχικά στήν λατινική. Δυστυχώς ό λατίνος μεταφραστής άρχικά καί οί αντιγράφεις του μετά έπιχείρησαν σοβαρές επεμβάσεις καί προσθήκες στό κείμενο. Τό γεγονός δημιουργεί σύγχυση στήν χειρόγραφη παράδοση, άπομακρύνει τήν έλπΐδα αναγωγής στήν άρχική μορφή τού κειμένου καί δυσχεραίνει τήν Αξιολόγηση τού έργου.
Πάντως τό έργο, πού στήν παρούσα του λατινική μορφή αποτελεί έλεύ θερη μετάφραση τού πρωτοτύπου (κατά τόν Ε' αί.;) καί πού ύπήρξε τό εκτενέστερο ύπόμνημα στόν Ματθαίο τής αρχαίας λατινικής γραμματείας, μπορεί νά τοποθετηθεί χρονικά στό τέλος τού Δ' ή τίς αρχές τού Ε' αΐ. καί τοπικά σέ περιοχές όπου ζοΰσαν ομάδες άρειανών (τής Θράκης;), πιε ζόμενες μάλιστα καί άπό τούς όρθοδόξους καί άπό τήν κρατική έξουσία. Τούς παράγοντες αύτούς ό συντάκτης θεωρεί διώκτες καί αιρετικούς, τούς ταυτίζει σχεδόν μέ τόν Αντίχριστο καί περιμένει τήν εξαφάνισή τους στήν τελική κρίση τού Κυρίου.
Ό συντάκτης τού Opus έχει εύρεία παιδεία, γνώση τών ερμηνευτικών τάσεων τής ’Αντιόχειας καί τής ’Αλεξάνδρειας καί δή τού ’Ωριγένη, τόν όποιο συνεχώς υπενθυμίζει μέ πολλούς τρόπους. Προτιμά πάντα τήν άλλη γορική άπό τήν γραμματική ερμηνεία καί χάνεται σέ λεπτομερείς συμβολισμούς, ένώ ή Απαισιοδοξία του γιά τήν επικράτηση στήν γή τής Αλήθειας διαπερνά τό έργο του, μάλλον διότι βλέπει τήν άρειανική του ομάδα νά χάνει έδαφος.
 
2.     Διασώθηκαν άκόμη δύο έρμηνευτικά κείμενα μέ οίκοδομητικό χαρακτήρα. Παραδίδονται άνώνυμα καί χρονολογούνται πολύ δύσκολα. Βέβαιο είναι ότι συντάχτηκαν από άρειανούς θεολόγους, πού δροϋσαν μεταξύ βόρειας ’Ιταλίας καί Παννονίας, μάλλον πρός τό τέλος τού Δ' ή τό πολύ στίς άρχές τού Ε' αιώνα. Ό Meslin προτείνει χωρίς πειστικότητα ώς συντάκτη τους τόν άρειανό Μαξιμΐνο ( + μετά τό 427).
Τό Tractatus in Lucae Evangelium είναι αποσπάσματα έρμηνευτικά (στίχων των κεφ. I, 4, 5 καί 6) άπό όλόκληρο υπόμνημα στό Ευαγγέλιο τού Λουκά, τού όποιου έρμηνεύει περίπου 40 στίχους. Ό συντάκτης του γνωρίζει τήν άλληγορική μέθοδο καί τήν χρησιμοποιεί μέ σύνεση, ένώ έμφανίζει κάποια συγγένεια πρός τό επίσης άνώνυμο Opus imperfectum in Matthaeum.
Anonymus in Job. Ό άγνωστος συγγραφέας του συνέταξε στην λατινική μακροσκελές υπόμνημα στόν Ίώβ (13, 19), τόν όποιο παρουσίασε ώς προ τύπωση τού πάσχοντα Χριστού, γιά νά τονίσει κυρίως τήν καρτερία τού ήρωά του. Τό υπόμνημα έσφαλμένα παραδόθηκε ώς έργο τού ’Ωριγένη καί δένέχει σχέση μέ άλλο, στήν έλληνική αύτό, υπόμνημα στόν Ίώβ, έκδεδο μένο άπό τόν Hagedorn καί άνηκον στόν νεοαρειανό Ίουλιανό (βλ. σχετικό κεφάλ. τού παρόντος τόμου). Προτιμάει τήν γραμματική έρμηνεία.


Β'. ΑΡΕΙΑΝΙΚΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΑ
Sermo arrianorum (Λόγος άρειανών). Σύντομο κατηχητικό έγχειρίδιο, γραμμένο άπό άνώνυμο άρειανό, περί τά τέλη μάλλον τού Δ' αί., προφανώς γιά τούς Γότθους πού είχαν είσέλθει στήν Ιταλία μέ τόν Άλάριχο (376410). Τό αναιρεί κι έτσι τό διασώζει ό Αύγουστΐνος στό έργο του Contra sermonem Arianorum.
Fragment a arriana (’Αποσπάσματα άρειανικά). ’Από ποικίλα έργα άρεια νόφρονα συγγραφέα, τού τέλους μάλλον τού Δ' αί., διασώθηκαν 19 άπο σπάσματα σέ παλίμψηστο κώδικα (Vatic, lat. 5750 καί Ambros. Ε 147 sup.). Ό άγνωστος συγγραφέας άναμείχτηκε στήν διαμάχη, πού προκάλεσαν ό
Μακεδόνιος καί οί όπαδοί του (ταυτίστηκε από τόν Meslin μέ τόν όμοιου σιανό τής συνόδου Σελεύκειας [359] Σωφρόνιο Πομπη'ι'ουπόλεως), καί συνέταξε όμολογία πίστεως, ή όποια σώζεται στό fragmentum 17.
Γ'. ΠΡΑΚΤΙΚΑ
Collatio Alexandri el Dindimi τιτλοφορούνται τρία πολύ σύντομα έπιστο λικά κείμενα, πού αφορούν στην υποχρέωση πειθαρχίας των βραχμάνων καί πού ίσως γράφηκαν στό τέλος τού Δ' αΐ.
Postulationes III de reconciliandis peccatoribus, επικλήσεις δηλαδή καί αιτήσεις γιά συγχώρηση άμαρτημάτων κατά τό λατινικό λειτουργικό έθος τής Μ. Πέμπτης. ’Αποδίδονται σέ άγνωστο ρωμαίο αρχιδιάκονο, τού Δ' αΐ. μάλλον.
Sortes Sangallenses. Άγνωστος χριστιανός Γαλάτης, στό τέλος μάλλον τού Δ' αΐ., συνέταξε Sortes (χρησμούς), πού βρέθηκαν στόν παλίμψηστο κώδικα 908 τού SaintGall. Πρόκειται γιά λαϊκό συμβουλευτικό έγχειρίδιο, πού δίνει απαντήσεις μέ μορφή χρησμών γιά θέματα κοινωνικού βίου καί σχέσεων, συμβουλές επαγγελματικής καί ήθικής συμπεριφοράς καί όδη γίες γιά παντός είδους ζητήματα τού καθημερινού βίου.
152. ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΑ
1. Δύο ψευδοκυπριανικά έργα, τά Exhortatio de paenitentia καί De centesima, sexagesima, tricesima, συντάχτηκαν μάλλον στό τέλος τού Δ' αΐ., από άγνωστο άφρικανό συγγραφέα. Τό πρώτο, μέ αφορμή τούς νοουατια νούς, άποτελεΐ παράθεση βιβλικών χωρίων, μέ τά όποια ό συντάκτης έδειχνε ότι συγχωρούνται όλα τά αμαρτήματα εις αυτόν πού στρέφεται πρός τόν Θεό έξ όλη ς καρδίας. Τά χωρία εκπροσωπούν άφρικανική άλλά μετα κυπριανική παράδοση τοΰ βιβλικού κειμένου. Τό δεύτερο προϋποθέτει γνώση καί χρήση των γνήσιων κυπριανικών έργων, ενώ σκοπό έχει νά γνωστοποιήσει τίς άμοιβές πού άναμένουν τούς μάρτυρες, τούς ασκητές καί τούς ένάρετους χριστιανούς.
2. Μεταξύ των πολλών έργων πού εσφαλμένα ή χειρόγραφη παράδοση αποδίδει στόν απολογητή ’Ιουστίνο (+ 165) βρίσκεται καί μία έπιστολιμαία διατριβή «Πρός Ζηνάν καί Σερήνον». Στήν πρώτη μάλιστα παράγραφο τής επιστολής μνημονεύονται καί δύο άλλες τοΰ ίδιου συγγραφέα «Πρός πάπαν» καί «Πρός άρχοντας», τών^όποίων όμως δέν έχουμε οϋτε ίχνη. 'Ο συντάκτης τής έπιστολής «Πρός Ζηνάν...» παραμένει άγνωστος, έμπνέε ται από τήν στωική ήθική, έμφανίζει εξάρτηση άπό τόν Άλεξανδρέα Κλή μη κι έπιθυμεΐ νά διδάξει τήν χριστιανική συμπεριφορά καί ήθική, άλλά τό έργο ανήκει περισσότερο στόν χώρο τής λαϊκής φιλοσοφικής ήθικής.
Ό χρόνος συντάξεως τοϋ έργου προβληματίζει ακόμη, άλλά δέν θά είναι λάθος, άν αύτό τοποθετηθεί στό τέλος τοϋ Δ' ή τίς αρχές τοϋ Ε' αι.
3.         Ή χειρόγραφη παράδοση διέσωσε «Βίον Πολυκάρπου Σμύρνης», Αγιολογικό κείμενο, γραμμένο περί τά τέλη τοΰ Δ' αϊ. ή καί Αργότερα καί Αφιερωμένο στήν ζωή καί τό μαρτύριο τοΰ Πολυκάρπου Σμύρνης (+ 156 ή 167/8). Ή Αξία του είναι μικρή κι έσφαλμένα προσγράφεται στόν γνωστό μάρτυρα τών χρόνων τοϋ Δεκίου (250) Πιόνιο πού ύπήρξε πρεσβύτε ρος τής Εκκλησίας. Ό ανώνυμος συντάκτηςπού μπορεί καί νά δνομαζόταν Πιόνιος Από ζήλο, εύσέβεια καί Αφέλεια θέλησε νά συμπληρώσει κατά τό δοκοϋν τό περίφημο «Μαρτύριον τοϋ Πολυκάρπου», δηλ. τήν Επιστολή τής Εκκλησίας Σμυρναίων πρός τήν Εκκλησία Φιλομηλίου (Φρυγίας) καί πρός όλες τίς Καθολικές Εκκλησίες (βλ. Πατρολογία, τ. Α', σσ. 223226). Τοϋ «Βίου» εκπονήθηκε Αργότερα κι Επιτομή.
153. ΑΠΟΚΡΥΦΑ
Ή παραγωγή άποκρύφων κειμένων συνεχίστηκε καί στον Δ' αί., μολονότι μέ πολύ μικρότερη ένταση άπ’ δ,τι στους προηγούμενους αιώνες καί δή στόν Β', όπότε καί συντάχτηκε τό μεγαλύτερο μέρος τους.
Άποκάλυψις Παύλου. Περί τά τέλη τού Δ' ή στίς άρχές του Ε' αί., ένας καλός γνώστης τής άπόκρυφης γραμματείας καί δή τής «Άποκαλύψεως Πέτρον» επεξεργάστηκε καί συμπίλησε ανάλογο ύλικό των μέσων τού Γ' αί., πού τό προσάρμοσε κατά δύναμιν στόν ’Απόστολο Παύλο, αλλά χωρίς ρεαλισμό. Η προσωπική συμβολή τού άγνωστου συντάκτη έγκειται περισσότερο στην άναχρονιστική σύνδεση δήθεν καινοδιαθηκικών γεγονότων μέ λαϊκοθρησκευτικές κοσμολογικές αντιλήψεις των χρόνων του. Σχετιζόταν μάλιστα περιθωριακά μέ άσκητικομοναστικούς κύκλους, τά μέλη μοναχοί καί μοναχές  των όποιων έκτιμοΰσε πολύ. Εχθρευόταν τούς κληρικούς καί καταριθμεί στόν ένδεικτικό κατάλογο εκείνων πού βρίσκονται στήν κόλαση έναν πρεσβύτερο, έναν έπίσκοπο, έναν διάκονο κι έναν άνα γνώστη. Ανάλογα υποβαθμίζει τήν λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας καί τονίζει έμφαντικά μόνο τό κήρυγμα καί τήν μετάνοια.
Τό κείμενο, πού κατά τόν πρόλογό του βρέθηκε δήθεν στήν οικία τού ό ποστόλου Παύλου στήν Ταρσό, έπί Μ. Θεοδοσίου (379395), γράφηκε στήν έλληνική, αλλά άπό αύτό σώθηκε μόνο είδος περιλήψεως, ή οποία έκπο νήθηκε πολύ άργότερα, όπότε προστέθηκαν καί άντινεστοριανικές θέσεις. Φαίνεται ότι σωζόμενη αρχαία λατινική μετάφραση (Visio Pauli) βρίσκεται κοντά στό πρωτότυπο. ‘Ανατολικές μεταφράσεις (συριακή, αρμένική, κο πτική καί σλαβική) καί μάλιστα ή κοπτική βοηθούν λίγο στήν προσέγγιση τής εικόνας τού πρωτοτύπου, κάτι πού είναι πολύ δύσκολο, γιατί μεσολάβησαν τόσες καί τέτοιες έπεξεργασΐες κι έπεμβάσεις, ώστε ή κάθε μετάφραση νά συνιστά καί διαφορετική μορφή τής «Άποκαλύψεως Παύλου».
Τό περιεχόμενο τής παρούσας «άποκαλύψεως» έχει αφετηρία τήν άρπα γή τού Παύλου στόν παράδεισο ('Β' Κορ. 12, 24). Έκεΐ ξεναγεΐται άπό άγγελο, ό όποίος τού δείχνει δ,τι ό συντάκτης γνώριζε καί φανταζόταν γιά τόν παράδεισο, στόν όποιο ύποδέχτηκαν τόν Παύλο οί Ένώχ καί Ήλίας. ’Αναμιγνύει ελληνικές μυθολογικές καί κοσμολογικές άντιλήψεις περί Ά χερουσίας λίμνης, περί πλοίου, χρυσού μάλιστα, πού τόν όδηγεΐ στήν πόλη τού Χριστού, όπου φθάνουν οί άμαρτωλές ψυχές άφοϋ βαπτιστοϋν. Μετά ό Παύλος επισκέπτεται καί τήν κόλαση, όπου όδηγοϋνται οί καταδικασμένες ψυχές άπό τόν τάρταρο γιά βασανισμό.
«'Η Άποκάλυψις Παύλου» τών γνωστικών έργων τού Nag Hammadi είναι κείμενο διαφορετικό (κώδ. 5, 2).
Martyrium beati Pauli... a Lino episcopo conscriptum (Μαρτύριον τοϋ μακαρίου Παύλου... ύπό Λίνου επισκόπου συνταχθέν). Πρόκειται γιά επεξεργασία τοϋ τέλους τοϋ Μαρτυρίου Παύλου (μέρους των Πράξεων Παύλου τοϋ Β' αί.) πού έγινε από λατίνο χριστιανό, ϊσως κατά τόν Δ' αί.
"Ιστορία Ιωσήφ τοϋ Μνήστορος. Γράφηκε έλληνικά στην Αίγυπτο, περί τό 400, από συντάκτη πού γνώριζε τό απόκρυφο Εύαγγέλιον τοϋ Θωμά (δηλ. Τά παιδικά τοϋ Κυρίου) καί πού κυμαινόταν συνεχώς μεταξύ χριστιανισμού, γνωστικισμοϋ καί θρησκείας αιγυπτιακής. Σώθηκε μόνο σέ δύο κοπτικές μεταφράσεις καί σέ μία αραβική. Παρουσιάζει τόν Χριστό διηγούμενο τά πρίν καί τά κατά τήν γέννησή του καί τά παιδικά του χρόνια. Μετά εισέρχεται στό κυρίως θέμα του, δηλ. στόν ρόλο τοϋ Ιωσήφ καί μάλιστα στήν άσθένειά του, τόν θάνατο καί τήν ταφή του, γιά νά τόν εμφανίσει πρότυπο ευσεβούς άνθρώπου, ό οποίος κηδεύεται μέ τό αιγυπτιακό τυπικό τοϋ ’Όσιρη.
Άβγάρου καί ’Ιησού αλληλογραφία. Στήν Έκκλησ. ιστορία του (Α' 13) ό Ευσέβιος μεταγράφει, καθώς πληροφορεί, συριακό κείμενο, τό όποιο βρισκόταν στά αρχεία τής ’Έδεσσας καί τό οποίο περιελάμβανε Επιστολή Άβγάρου πρός τόν Ιησού, ’Απάντηση τοϋ ’Ιησού πρός τόν Άβγαρο καί Διήγηση γιά τήν άποστολή καί τήν δράση τοϋ αποστόλου Θαδδαίου στήν ’Έδεσσα, όπου όμως ή σχετική παράδοση άπαντά μόλις περί τά τέλη τοϋ Δ' αί.
Ό W. Baur ύποθέτει μ’ εύλογοφάνεια ότι τά σύντομα αυτά κείμενα κατασκευάστηκαν περί τό 313 επί έπισκοπείας στήν "Εδεσσα τού Kune. Σέ μία, λοιπόν, άπό τίς αναθεωρήσεις  πού συνεχίστηκαν μέχρι τό 324/5  τής Ιστορίας του ό Ευσέβιος περιέλαβε καί τό απόκρυφο υλικό πού σχετίζεται με τόν Άβγαρο.
Ό Άβγαρος Ούχάμα ( = μαύρος) ύπήρξε βασιλέας  τοπάρχης τής “Εδεσσας (Μεσοποταμίας) (946 μ.Χ.) κι έστειλε δήθεν μέ τόν Άνανία επιστολή στόν ’Ιησού. Σ’ αύτήν βεβαίωνε τόν ’Ιησού ότι πίστευε στην θεότητα του καί τόν προσκαλεΐ πλησίον του, γιά νά τόν θεραπεύσει (τόν Άβγαρο) άπό χρόνια άσθένεια καί νά μείνει έκεΐ, εφόσον στά 'Ιεροσόλυμα ό ’Ιησούς είχε προβλήματα μέ τούς Ιουδαίους. Ό ’Ιησούς άπαντά μακαρίζοντας τόν Άβγαρο, διότι πίστευσε χωρίς νά ΐδεΐ, τόν πληροφορεί ότι ό ίδιος (ό ’Ιησούς) όφείλει νά μείνει καί νά έκπληρώσει τήν αποστολή του στην Παλαιστίνη καί τόν βεβαιώνει ότι μετά τήν άνάστασή του καί τήν άνάληψή του θά στείλει στήν "Εδεσσα μαθητή του, πού θά είναι ό Θαδδαΐος, ένας των έβδομήκοντα.
Επεξεργασία των σύντομων τούτων κειμένων άποτελοΰν ή συριακή «Διδασκαλία Θαδδαίου» (Doctrina Addai) (τού Ε' αϊ.) καί οί ελληνιστί γραμμένες «Πράξεις Θαδδαίου».
Άποκάλυψις Θωμά. Σύντομο απόκρυφο κείμενο μέ γνωστικομανιχαϊκές έπιρροές, πού παρουσιάζει όσα θά προηγηθοΰν τής δευτέρας παρουσίας τού Κυρίου σέ έπτά ημέρες. Υπενθυμίζει εικόνες καί στοιχεία τής κανονικής «Άποκαλύψεως» τού Ιωάννη κι επισημαίνει ότι ή καταστροφή τού κόσμου θά γίνει τήν δγδοη ήμέρα. Τό ελληνικό πρωτότυπο, γραμμένο τόν Δ' αί., χάθηκε, αλλά προήλθαν άπό αύτό δύο λατινικές διασκευές τού Ε' αί., μία έκτενής (Epistula Domini... Christi ad Thomam discipulum) καί μία (αρχαιότερη) βραχεία, οί όποιες μάλιστα εμφανίζουν συγγένεια μέ πρισκιλλιανικά κείμενα.
Άποκάλυψις Σοφονίου. Ελληνικό μή σωζόμενο κείμενο, πού καταλέ γεται στά άπόκρυφα άπό τόν πατριάρχη Νικηφόρο (806818) (βλ. «Στιχομετρία» του). Σήμερα σώζεται όμώνυμο κοπτικό έργο, πού ύποθέτουμε ότι συνιστά έπεξεργασία τού έλληνικοΰ κατά τόν Ε' αί. Τό ένδιαφέρον τού ανώνυμου συντάκτη έπικεντρώνεται στήν περιγραφή τού χώρου καί τού τρόπου τιμωρίας των άμαρτωλων.




Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |