ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 90. Μακαριανικά Εργα

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

90. Μακαριανικά Εργα


stylianos


Οδηγός Νηπτικού βίου
Εισαγωγή      
         
Μέ τό όνομα τοΰ Μακαρίου του Αιγυπτίου (+ 390) κυκλοφόρησαν εκατό περίπου Λόγοι καί Όμιλίές σέ πέντε συλλογές, πού έπηρέα σαν αποφασιστικά τόν άσκητικό βίο ’Ανατολής καί Δύσεως. Μετά τά ’Ασκητικά τοϋ Μ. Βασιλείου, πού προηγήθηκαν καί είχαν πρακτικότερο καί γενικότερο χαρακτήρα, τά μακαρίανικά έργα διαβάστηκαν περισσότερο προπαντός από τούς ασκητικούς κύκλους, πού ένδιαφέρονταν έντονα γιά τόν αυστηρό νηπτικό βίο καί τίς θεοπτικές θεωρητικές εμπειρίες του. Καί μολονότι αυτά διατηρούν κάποια ίχνη μεσσαλιανικά, οί μοναχοί όρθώς τά χρησιμοποίησαν ώς όρθό δοξη συλλογή νηπτικών κειμένων, πού τούς άφορούσαν ευθέως καί ήταν ώς τέτοια τά αρχαιότερα καί τά εύληπτότερα. 'Η εύρεία χρήση των μακαριανικών έργων εξηγείται καί άπό τό γεγονός ότι τά σχετικά καί σχεδόν σύγχρονα κείμενα τοϋ Εύαγρίου καί τού Γρηγορΐου Νύσσης παρουσιάζουν προβλήματα κακοδοξίας τοϋ πρώτου καί κα τανοήσεως τοΰ δευτέρου. Ό Εύάγριος διατύπωσε καί σαφώς κακόδοξες άντιλήψεις, ένώ δέν είναι τόσο επαγωγικός καί ακριβής. 'Ο Γρηγόριος Νύσσης εξ άλλου στά έξοχα νηπτικά του έργα κατανοεΐ ται περισσότερο άπό τούς μορφωμένους μοναχούς, ένεκα τής φιλοσοφικής του γλώσσας καί τών βαθέων θεολογικών άναλύσεων, μέ τίς όποιες θεμελιώνει τόν νηπτικό βίο. ”Ετσι, ένώ τά μακαρίανικά είναι ό σπουδαίος πρακτικός όδηγός στόν νηπτικό βίο, ό Γρηγόριος Νύσσης είναι ό πρώτος θεωρητικός θεμελιωτής τοϋ βίου αύτοϋ.
Δυστυχώς τά μακαρίανικά έργα περικλείουν τεράστια ίστορίκο φιλολογικά προβλήματα, όπως: τής ταυτότητας τοϋ Μακαρίου στόν όποίο συνήθως αποδίδονται, τής σχέσεως τοϋ συντάκτη τους μέ τούς μεσσαλιανούς, τής ορθοδοξίας τους καί τής σχέσεως μεταξύ τών κει μενών πού περιέχουν οί πέντε συλλογές. Γι’ αύτό πριν παρουσιάσουμε την δομή καί τήν θεολογία των έργων αυτών, είναι άνάγκη νά έξε τάσουμε σύντομα τά ίστορικοφιλολογικά τους προβλήματα,
Τό πρόβλημα τών μακαριανικών έργων
"Οπως ήδη σημειώσαμε, τά έργα αυτά παραδίδονται άπό πέντε συλλογές (τέσσερες ελληνικές καί μία αραβική) κι έχουν τήν μορφή όμιλΐας, λόγου, έπιστολής καί ερωταποκρίσεων. 'Όλα, πλήν κυρίως τής Μεγάλης Έπιστολής, πού έχει χαρακτήρα διατριβής, δίνουν τήν εντύπωση καταγραμμένου προφορικού λόγου μέ πολλές επαναλήψεις καί χωρίς αυστηρή δομή. Γενικά όμως ό λόγος είναι καθαρός, εύληπτος, άπλός, χωρίς ρητορικά σχήματα, μέ ίχνη σημιτικά καί στοιχεία συριακής θεολογίας. Ό συντάκτης, όπως προκύπτει άπό εσωτερικές μαρτυρίες, πρέπει νά έζησε στόν μεσοποταμιακό χριστιανικό χώρο, νά είχε παιδεία έλληνορωμαϊκή, νά γνώρισε τό έργο τών καππαδοκών θεολόγων (κυρίως τά άσκητικά τού Μ. Βασιλείου) καί νά έγραψε μεταξύ Μικρασίας καί Μεσοποταμίας, μάλλον στήν δεκαετία τού 380.
Ποιός είναι ό συντάκτης αυτός;
Ή έρευνα, παλαιότερη καί πρόσφατη, άρνήθηκε δικαιολογημένα τήν πατρότητα τού περίφημου ασκητή Μακαρίου τού Αιγυπτίου (+ 390), διότι αυτός ήταν απαίδευτος καί διότι οί αρχαίες πηγές αγνοούν έργα του. ’Ήδη τόν ΙΗ' αί. ό Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης (17131784. Βλ. σχετικά Κ. Δυοβουνιώτη: ΕΕΒΣ 1 [1924] 8690) άπο σύνδεσε τόν Μακάριο άπό τά μακαρίανικά έργα, διότι τά βρήκε μεσ σαλιανικά. Τήν άποψη δέχτηκε μετά ό Δωρόθεος Βουλησμάς, πού εξήγησε τά μεσσαλιανικά στοιχεία τών μακαριανικών έργων ώς ηθελημένη νόθευσή τους. Παράλληλα, μεμονωμένα κείμενα τών πέντε συλλογών προσγράφονται άπό τήν χειρόγραφη παράδοση σέ διάφορους συγγραφείς, όπως στόν Συμεών, τόν Έφραίμ τόν Σύρο, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Άλεξανδρέα (ή Πολιτικό) Μακάριο, τόν Εύά γριο Ποντικό ή τόν Μάρκο Ερημίτη. Ή έρευνα άπέκλεισε όλους καί συζήτησε μόνο τήν περίπτωση τού Συμεών, έπειδή τό όνομά του ά ναφέρεται μεταξύ εκείνων πού διακρίνονταν στούς μεσσαλιανικούς κύκλους (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Δ' 10: PG 82, 1144. Μ. Kmosko, Liber graduum: Patrologia syriaca, 1/3, Paris 1926, στήλ. CXCII, CXCIX, CCLIV κ.ά.) κι επειδή τά μακαρίανικά έργα έχουν ίχνη μεσσαλιανικά. ’Ακόμη, έπειδή τό μεσσαλιανικό κίνημα έχει κοιτίδα τήν Μεσοποταμία, όλοκληρώθηκε άπό τόν A. Wilmart τό όνομα τοΰ συντάκτη: Συμεών Μεσοποταμίας. Τό συμπέρασμα όμως είναι αυθαίρετο, διότι ό Συμεών αυτός όχι μόνο δέν μνημονεύεται ώς συγγραφέας, άλλά παρουσιάζεται καί ώς κακόδοξος, πού δέν θά μπορούσε νά συντάξει έργα τόσο σημαντικά ορθόδοξα, όπως είναι στό σύνολό τους τά μακαρίανικά, καθώς θά δούμε. Ή πρόταση αυτή τοΰ Wilmart, πού, έστω μέ έπιφυλάξεις, υιοθετείται σήμερα, ένισχύθηκε από τό γεγονός ότι ή πέμπτη (αραβική) συλλογή (TV) θέλει συντάκτη τόν Συμεών Στυλίτη ( + 459). Άλλά ό άναχρονίσμός αυτός δείχνει τήν άγνοια πού είχε ό άραβας μεταφραστής τής συλλογής καί όχι τήν γνώση τοΰ συγγραφέα της.
Ή σχέση των μακαριανικών έργων μέ τούς μεσσαλιανούς
'Η συριακή λέξη mesallyane (καί έλληνικά: μεσσαλιανοΐ ή μασσαλιανοί) δηλώνει τούς προσευχόμενους ή απλώς εύχιτες, όπως επίσης άναφέρονται στίς έλληνικές πηγές. Οί μεσσαλιανοΐ έξέφραζαν μιά τάση «άνώτερου» χριστιανισμού, άντιθεσμικοΰ, άντικομφορμι στικοΰ καί άντικοινωνίκοΰ. Τό συμβατικό τους πλαίσιο ήταν ό μοναχικός βίος, άλλά ελεύθεροι άπό κανόνες καί σχήματα, όπως ελεύθεροι αισθάνονταν άπό τήν οργανωμένη Εκκλησία καί τά μυστήριό της. Κέντρο τής ζωής τους ήταν ή προσευχή, θορυβώδης καί άτακτη, πού τούς έκανε ανώτερους άπό κανόνες, Εκκλησία καί μυστήρια, δεδομένου ότι αυτά δέν τούς εξασφάλιζαν τήν επιφοίτηση στήν καρδία τού άγιου Πνεύματος, πού μέ βεβαιότητα γινόταν μέσω τής προσευχής, τής όποιας  ισχυρίζονταν  είχαν όλους τούς καρπούς. Ή αίσθηση τής αύτοαπελευθερώσεως άπό τά εκκλησιαστικά σχήματα τούς οδήγησε φυσικά σέ ποικίλες παρεκκλίσεις, ατασθαλίες καί ήθικές παρεκτροπές.
Ζοΰσαν σέ μικρές όμάδες, έλεύθερα γυναίκες καί άνδρες, μετακινούνταν άπό τόπο σέ τόπο καί άναστάτωναν ποικιλοτρόπως τούς χριστιανούς. Εμφανίστηκαν στόν συρομεσοποταμιακό χώρο αρχικά (ίσως στήν "Εδεσσα), τουλάχιστον άπό τό 365. Απλώθηκαν μετά στήν Μικρασία, τόν Πόντο, τήν Αντιόχεια, τήν Κωνσταντινούπολη καί αλλού, διότι έβρισκαν οπαδούς καί διότι διώχτηκαν άπό τήν ’Εκκλησία τής κοιτίδας τους. Ή Εκκλησία, όσο γνωρίζουμε, άντέ δρασε έπίσημα στό κίνημα τών μεσσαλιανών μόλις περί τό 390, μέ σύνοδο στήν Σίδη τής Λυκαονίας, στήν όποια προήδρευσε ό Άμφι λόχιος Ίκονίου. Ασφαλώς, έκπρόσωπος(ή εκπρόσωποι) τού κινήματος είχε διατυπώσει καί γραπτώς μεσσαλιανικές άντιλήψεις, πολύ πρίν άπό τό 390. Τό μεσσαλιανικό βιβλίο «’Ασκητικόν», πού άνα φέρθηκε στήν Γ' Οικουμ. Σύνοδο (431), πρέπει νά είχε μακρά προϊστορία καί νά εξέφραζε τις θεμελιώδεις θέσεις τους, άνεξάρτητα άπό τήν τελική του μορφή. Προφανώς αυτό προϋπέθετε σύντομες συλλογές μεσσαλιανικών άρχών με μικρές ή μεγάλες μεταξύ τους αποκλίσεις, ανάλογα μέ τίς όμάδες πού εξέφραζαν οί έπιμέρους συλλογές. ’Από αυτές τίς συλλογές καί άπό τό «Ασκητικόν» λήφτηκαν τά «κεφάλαια» (= οί φράσεις) πού καταδικάστηκαν τό 426 (Κωνσταντινούπολη) καί τό 431 στήν Έφεσο καί πού τά κατέγραψαν ό πρεσβύτερος Τιμόθεος (PG 86, 4552) καί ό Δαμασκηνός Ιωάννης (PG 94, 729732).
Μέ βάση τά καταδικασθέντα σημεία των μεσσαλιανικών κειμένων καί τοΰ ’Ασκητικού, τό όποίο δέν θά αντιπροσώπευε όλες τίς όμάδες τους, οί ίδιάζουσες θεολογικές τους προϋποθέσεις ήταν πολύ συνοπτικά οί έξης: Στόν άνθρωπο, πού έχει μία ουράνια καί μία ανθρώπινη ψυχή, άπό τήν γέννησή του ήδη κατοικεί καί ό Σατανάς καί τό άγιο Πνεύμα. Τό κακό (ή ό δαίμονας) είναι φυσικά ενωμένο μέ τήν ψυχή καί τόν νοϋ τοϋ ανθρώπου καί κατέχει αυτά τόσο στέρεα, ώστε ούτε τό βάπτισμα δέν μπορεί νά τά καθαρίσει άπό τό κακό. Τό βάπτισμα κόβει τά άμαρτήματα, αλλά δέν εκριζώνει τό κακό. Αυτό έπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν έπίμονη προσευχή, ή όποια διώχνει τόν δαίμονα καί προσελκύει τό άγιο Πνεϋμα. Ή διαδικασία αύτή γίνεται μέ τρόπο εντυπωσιακά αισθητό καί αντιληπτό, όδηγεί στήν απάθεια καί τήν μετουσία στό άγιο Πνεϋμα, κατάσταση άπό τήν όποια μάλιστα δέν μπορεί νά έκπέσει ό προσευχόμενος. Αυτός δέχεται «αίσθητώς» τήν υπόσταση τοΰ Πνεύματος καί κοινωνεΐ μέ τόν νυμφίο Χριστό όπως ό άνδρας μέ τήν γυναίκα. Αυτός πού έπισκιά ζεται άπό τό άγιο Πνεϋμα δέν χρειάζεται νά εργάζεται χειρωνακτικά, νά επιδιώκει τίς γνωστές χριστιανικές άρετές, νά εκκλησιάζεται καί νά υπολογίζει τίς σαρκικές άμαρτίες, τούς άφορισμούς, τούς όρκους καί τήν εκκλησιαστική εύταξία, διότι έχει ελευθερωθεί τέλεια καί οριστικά άπό τήν άμαρτία.
Οί άντιλήψεις αυτές, πού άρχικά διατηρούνταν μυστικές καί ύπεν θυμίζουν γνωστικούς, συρίακό χώρο καί αιρετικούς κύκλους τοϋ Β' καί Γ' αΙώνα, δείχνουν ότι τό μεσσαλιανικό κίνημα άπέβλεπε γενικά σ’ έναν «άληθινό» χριστιανισμό (άπελευθερωμένο άπό τίς μορφές καί τούς κανόνες πού είχε δημιουργήσει ή Εκκλησία) καί όχι μόνο στήν προβολή μιας μορφής μοναχισμοΰ.
Επανερχόμενοι στά μακαριανικά έργα, παρατηρούμε ότι μερικές άπό τίς άντιλήψεις τών μεσσαλιανών τίς βρίσκουμε σ’ αύτά κατά λέξη ή λίγο παραλλαγμένες. Έτσι π.χ. στό β' καταδικασμένο κεφάλαιο άναφέρεται ή φράση «Ό σατανάς καί οί δαίμονες κατέχου σι τόν νοΰν τών άνθρώπων καί ή φύσις τών άνθρώπων κοινωνική έστι τών πνευμάτων τής πονηριάς», πού βρίσκεται κατά λέξη στήν 'Ομιλία ΚΖ' 19 (συλλογής II). Τοΰ κεφαλαίου ιζ' ή φράση «τοϊς εύχομέ νοις δύναται φανεροϋσθαι ό σταυρός έν φωτί... καί κατά τινα καιρόν εύρεθήναι άνθρωπον παρεστώτα τώ θυσιαστηρίω καί προσηνέχθαι αύτφ τρεις άρτους δι’ έλαίου πεφυρμένους» βρίσκεται λίγο παραλλαγμένη στήν 'Ομιλία Η' 3 (συλλογής II). Καί ή έκφραση «μετου σία τοΰ αγίου Πνεύματος» του στ' κεφαλαίου βρίσκεται στήν Μεγάλη Επιστολή 11 καί άλλου, αλλά με διαφορετικές προϋποθέσεις, κάτι πού συμβαίνει καί μέ άλλες φράσεις των καταδικασμένων κεφαλαίων τοΰ ’Ασκητικόν των μεσσαλιανών.
Επομένως τά μακαριανικά έργα σχετίζονται μέ τούς μεσσαλια νούς καί μέ τό βιβλίο τους ’Ασκητικόν, άλλα σέ καμμία περίπτωση δέν πρέπει νά ταυτίσουμε, όπως προτείνεται (V. Desprez), μέρος ή όλα τά μακαριανικά έργα μέ τό χαμένο τούτο βιβλίο. Τότε θά έπρεπε όλα τά σωζόμενα τμήματά του νά βρίσκονται αυτούσια ή παραλλαγμένα στά μακαριανικά έργα. Φαίνεται ότι προηγήθηκαν σχετικά γραπτά κείμενα, άπό τά όποια άντλησαν καί τό ’Ασκητικό καί τά μακαριανικά έργα. 'Ο συντάκτης τοΰ πρώτου άνήκε σέ άκραίους μεσ σαλιανούς. Ό συντάκτης των δευτέρων άνήκε άσφαλώς στούς ήπιους μεσσαλιανούς ή μόνο σχετιζόταν μ5 αυτούς, γνώριζε καλά τόν συρομεσοποταμιακό χώρο, κατανοούσε άπόλυτα τίς παρεκκλίσεις τους καί μέ τά έργα του επιχείρησε ειρηνικά καί σοφά νά διορθώσει τίς παρεκκλίσεις αυτές καί νά δώσει πνοή καί θεμελίωση ορθόδοξη σέ μοναστικές κοινότητες πού ήταν μεσσαλιανικές ή επηρεάζονταν άπό μεσσαλιανούς. ’Αλλιώς ούτε την άμεση πολεμική κατά τών μεσ σαλιανών καί την ορθοδοξία τών έργων κατανοούμε, ούτε τίς μεσ σαλιανίκές σ’ αυτά άπηχήσεις θεμάτων, τρόπου καί κλίματος άσκητικού μπορούμε νά εξηγήσουμε. Μεταγενέστερες έπεμβάσεις στά κείμενα δέν έξηγοΰν τήν όλη ορθή δομή καί άνέλιξή τους. Ενδεικτικά άναφέρουμε ότι συμβουλεύει τούς άκροατές του νά μή θορυβούν στήν προσευχή, νά καταπολεμούν τόν ύπνο, νά συμπερίφέ ρονται μέ τάξη καί νά μήν άποφεύγουν τήν εργασία. ’Απορρίπτει τήν βεβαιότητα γιά τήν τέλεια άπάθεια, τήν όποια μάλιστα λέει ότι δέν συνάντησε ποτέ. Καί μολονότι δέν έχει σαφείς άναφορές στήν ιστορική Εκκλησία, δέν τήν άποστρέφεται άντίθετα τονίζει τόν ρεαλισμό τοΰ μυστηρίου τής Εύχαρίστίας. ’Ακόμη καί τήν «μετουσίαν τού άγιου Πνεύματος» συνδέει μέ τήν χάρη καί τήν ενέργεια τοΰ Θεού. "Ολα αυτά φανερώνουν συνεχή φροντίδα τοΰ συντάκτη ν’ άπαλλά ξει τό περιβάλλον του άπό τίς παρεκκλίσεις, πού αύτό καλλιεργούσε καί πού οί όρθοφρονοΰντες είχαν έπισημάνει. ’Ακόμη παρατηρούμε ότι τό νηπτικό κλίμα καί οί εμπειρίες τών μακαριανικών έχουν συγγένεια πρός τόν αιγυπτιακό μοναχισμό.
0 συντάκτης, λοιπόν, πρέπει νά ήταν άπόλυτα ένήμέρος τών καταστάσεων, χαρισματοΰχος καί διακριτικός ορθόδοξος, γιά νά επιτύχει γενικά τήν ύπέρβαση τοΰ μεσσαλιανισμοΰ. Βέβαια, πρέπει νά ύπογραμμΐσουμε ότι δεν παρακολουθούσε έντονα τίς δογματικοθε ολογικές συζητήσεις των χρόνων του ούτε ήταν πολύ μεγάλος θεολόγος. ’Από αύτό ακριβώς έξηγοΰνται πολλές γενικότητες του, οί άτυχίες του καί μερικές του έκφράσεις, συνήθεις στους μεσσαλιανι κούς κύκλους. Αύτά όμως τά στοιχεία παρεξηγοΰνται μόνο άν κανείς δεν έκτιμά τήν διάθεση τού συντάκτη καί τίς συνθήκες, στις όποιες έγραψε. Ή προσπάθεια τοϋ συντάκτη των μακαριανικών έργων είναι άνάλογη μέ αυτήν τοϋ Μ. Βασιλείου, ό όποίος, χωρίς νά είναι εύσταθιανός, σχετιζόταν μέ τόν Ευστάθιο Σεβαστείας κι έγραψε τά άσκητικά του καί γιά νά διορθώσει τίς παρεκκλίσεις των εύ σταθιανών μοναχών, στούς όποίους προσέφερε τό ορθόδοξο πλαίσιο τοϋ μοναχικού βίου.
Γιά τό όνομά του, Μακάριος ό Αιγύπτιος, τό όποίο ή σύγχρονη έρευνα άπορρίπτει, σημειώνουμε μόνο ότι μπορεί καί νά άνταποκρΐ νεται στήν αλήθεια, έάν λείψει τό «ό Αιγύπτιος». Τό Μακάριος ήταν σύνηθες τήν έποχή εκείνη. Π.χ. ό Μ. Βασίλειος στέλνει τήν Επιστολή 18 σέ κάποιον Μακάριο (καί ’Ιωάννη), πού άγωνιζόταν γιά τήν αλήθεια καί ύπέφερε γΓ αύτήν.
Ή σχέση των κειμένων τών τεσσάρων έλληνικών συλλογών δέν εΐνμι σαφής. “Οχι μόνο θέματα καί ιδέες, άλλά καί όλόκληρα κείμενα έπαναλαμβάνονται σ’ αυτές. Αύτό δηλώνει μακρά διαδικασία συγκροτήσεως τών συλλογών καί προπαντός συχνές έπεμβάσεις στά κείμενα. 'Η συγκρότηση τών συλλογών τοποθετείται στόν Θ' ή Γ αιώνα, άλλά συνετότερο είναι νά δεχτούμε ότι άρχισε πολύ νωρίτερα.
Τό μοναστικό καί εκκλησιαστικό πλαίσιο
[Στό έξης ή παραπομπή στά μακαριανικά κείμενα θά γίνεται ώς έξης: Στις 50 'Ομιλίες (συλλογή II) μέ τά στοιχεία Α έως Ν. Στις όμιλίες συλλογής III μέ τά στοιχεία III Α... /ΝΑ... Στήν Μεγάλη ’Επιστολή μέ τήν συν τομογραφία ΜΕπ.].
Τά μακαριανικά έργα συνιστούν έμπειρική καί περιγραφική εισαγωγή στόν νηπτικό βίο, πού κυρίως έπιχειρεΐται στά πλαίσια τού μοναχισμού, άλλά καί έν μέρει ισχύει γενικότερα. Οί ακροατές καί άναγνώστες, οί αδελφοί, άνήκουν σέ αδελφότητα, τήν όποια συγκροτούν μοναστήρια, όπου καταφεύγουν όσοι μένουν παρθένοι κι επιλέγουν τόν «μονήρη βίον» (ΜΕπ 1415). Τό μοναστήρι άποτελοΰσε οίκημα γιά ομάδα μοναχών μέ έπικεφαλής ηγούμενο, πού ήταν δοκιμασμένος άσκητής καί είχε τήν φροντίδα τής πνευματικής προκοπής τών άλλων. Οί άσκητές ένεργοΰσαν ώς προεστώτες τής όλης αδελφότητας καί μαζί φρόντιζαν τήν άρμονία στούς κόλπους της (ΜΕπ 16). Αύτό ήταν πολύ δύσκολο, διότι έλειπε ό γενικός ήγούμε νοζ όλων των μοναστηριών, όπως τόν γνωρίζουμε στην Κοινωνία του Παχωμΐου. Επομένως ή άδελφότητα έδώ, δηλαδή όπως τουλάχιστον θά ήθελε ό τελικός συντάκτης των μακαριανικών, ήταν είδος λαύρας, μερικά μοναστήρια μέ χαλαρή ένότητα μεταξύ τους.
Ή οργάνωση γενικά ήταν ύποτυπώδης, κάτι πού έξηγεΐται από τό άντιθεσμικό πνεύμα των μεσσαλιανών, από τήν σπάνια αναφορά στήν ιστορική Εκκλησία, τήν οποία χαρακτηρίζουν μία φορά μέ τήν λέξη «ορατή» (Περί άγάπης 29), καί από τό ότι μόνο μερικές φορές προϋποθέτουν τόν λειτουργικό βίο καί τούς ιερείς. 'Η Εκκλησία έχει δύο μορφές ή πρόσωπα. Είναι τό σύνολο των πιστών, πού συχνά νοείται ώς ουράνια (ιδεατή;) Εκκλησία ('Ιερουσαλήμ), καί ή ψυχή τού ανθρώπου, έφ’ όσον έχει τούς λογισμούς της ενωμένους καί προσηλωμένους στόν Θεό:
«Εκκλησία έν δυσί προσώποις νοείται, τφ συστήματι των πιστών καί τφ συγκρίματι τής ψυχής» (.ΛΖ 8).
«Εκκλησία ούν λέγεται καί έπΐ πολλών καί έπί μιας ψυχής. Αϋτη γάρ ή ψυχή συνάγει όλους τούς λογισμούς καί έστιν Εκκλησία τφ Θεφ» (ΙΒ 15).
“Ετσι κατανοούμε γιατί δέν άναφέρεται ή οργάνωση τής ιστορικής Εκκλησίας, ένώ συχνά υπογραμμίζεται ό ρεαλισμός τού μυστηρίου τής Ευχαριστίας. Τό ίδιο τονίζεται καί ή ανάγκη τής άσκήσεως, αλλά λείπουν περιγραφές λεπτομερείς τόΰ είδους καί των βαθμών τής άσκήσεως.
Κεντρικό πρόσωπο τού μακαρίανικοΰ μοναχισμού είναι ό άσκη τής, πού μέ τήν βοήθεια τού αγίου Πνεύματος προσεύχεται άδιάλει πτα γιά νά καθαρθεΐ από τά πάθη, νά αγιαστεί καί νά μετάσχει ενεργητικά στήν χάρη τού αγίου Πνεύματος, νά «άποθεωθεΐ». Ό ασκητής ήταν δυνατόν νά ζεΐ καί έξω από τό μοναστήρι. Οί λοιποί άδελφοί έπρεπε νά τόν βλέπουν ώς πρότυπο, νά τόν διευκολύνουν (ΜΕπ 23) στό δύσκολο έργο του καί νά μήν απαιτούν από αυτόν χειρωνακτική έργασία, γιά τήν όποια ήταν γενικά όλοι ύποχρεωμένοι. ’Αλλά καί ό ασκητής οφείλε νά δίνει καρπούς τής υψηλής άσκήσε ώς του, πού γενικά ήταν ή αγάπη καί ειδικά τό χάρισμα τής ένεργη τικής παρουσίας τού Πνεύματος στήν καρδία του. 'Η παρουσία τού Πνεύματος παρείχε εσωτερική βεβαιότητα ( = πληροφορία) στόν ασκητή, πού ενίοτε καταυγαζόταν μέ άρρητο θειο φώς, ορατό καί στούς άλλους. 'Η κατάσταση αυτή σήμαινε τήν απελευθέρωση τού ανθρώπου άπό τό κακό, τήν τέλεια έλευθερΐα τού Πνεύματος (Β 3. Η 5).
Καρδία καί ψνχή: κοινωνικοί τον Πνεύματος
'Η προηγμένη πνευματική άσκηση προϋποθέτει καλή γνώση τοΰ έσω ανθρώπου, όπου καί διεξάγεται. Ό νηπτικός συγγραφέας περιγράφει καί άναλύει τίς προϋποθέσεις, τό πεδίο, τίς δυσκολίες καί τόν τρόπο τοϋ πνευματικού άγώνα. Αύτά τόν ύποχρεώνουν νά κάνει στοιχειώδη μεταφυσική, άνθρωπολογία καί θεολογία. Πρέπει όμως νά σημειώσουμε ότι ό Μακάριος δεν έχει πολύ σταθερή μεταφυσική, ούτε παρακολουθεί τήν εξέλιξη τής θεολογίας. Αυτό πού έν τούτοις τόν συγκρατεΐ σέ ορθόδοξο έδαφος είναι ότι στά θέματά του δέν δημιουργεί θεωρίες, ούτε επιχειρεί νέες θεολογικές θεμελιώσεις. Εκφράζει μέ βιβλική κυρίως θεμελίωση τήν πείρα του, ό,τι όρθόδοξα ζεϊ ώς μοναχός. "Ο,τι εκθέτει συνδέεται μέ προσωπική πείρα:
«άρρητα γάρ έστι τά πνευματικά, μή δυνάμενα λόγω άνθρωπΐνω φρασθήναι, έάν μή αύτό τό Πνεϋμα πείρα καί ένεργεΐα διδάξη τήν άξίαν καί πιστήν ψυχήν» (IIIΙΣΤ 3/ΟΓ3. Βλ. καί Περίάγάπης 12).
Δέν έχει νόημα ούτε είναι άσφαλές νά μιλάει κανείς γιά τόν άρτο πού δέν έφαγε καί γιά τό τραπέζι στό όποίο δέν κάθισε (ΚΖ 12). "Ομολογεί μέ ταπείνωση αλλά καί σαφήνεια ότι στίς καταστάσεις πού παρουσιάζει είσήλθε προσωπικά (Περί άγάπης 12). Ό άνθρωπος δια κρίνεται στόν έσω καί τόν έξω. Τόν ένδιαφέρει ό έσω, πού είναι εικόνα τοΰ Θεού καί νοερά ούσία (ΙΕ 32), αλλά πού κατοικεΐται άπό τό κακό, αιχμαλωτισμένος καί πουλημένος σ’ αύτό. ’Ακριβέστερα ό έσω άνθρωπος ορίζεται ώς καρδία καί ψυχή, πού διακρίνονται, αλλά ενίοτε φαίνονται ταυτόσημες (ΙΑ 11). Ή καρδία άναφέρεται ώς κέντρο καί βασιλέας τοΰ όλου σωματικού ανθρώπου, ώς τόπος όπου εστιάζονται «ό νοΰς καί οί λογισμοί τής ψυχής», ώς χώρος όπου δρά ή χάρη τοΰ άγιου Πνεύματος ώς τό «παλάτιον» τοΰ Χριστού: «ή γάρ καρδία ήγεμονεύει καί βασιλεύει όλου τοϋ σωματικού όρ γάνου. Καί έπάν κατάσχη τάς νομάς τής καρδίας ή χάρις, βασιλεύει όλων των μελών καί των λογισμών. Έκεΐ γάρ έστιν ό νοϋς καί οί λογισμοί τής ψυχής καί ή προσδοκία αύτής· διό καί διέρχεται ή χάρις εις όλα τά μέλη τοϋ σώματος» (ΙΕ 20).
"Η ψυχή είναι φύση νοερά (πνεύμα), ομοίωμα καί εικόνα τού Θεού, κτΐσμα ώραΐο, καλό καί θαυμαστό, πού διακρίνεται άπόλυτα άπό τήν άκτιστη θεία φύση, όπως καί στόν Γρηγόριο Νύσσης. Μέλη τής ψυχής είναι ό νοΰς, ή συνείδηση, τό θέλημα καί οί λογισμοί. Αύτά χαρακτηρίζονται καί βασιλικοί λογισμοί, στούς όποίους προσθέτει τήν άγαπητική δύναμη (Α 3). Οί λογισμοί, καί μάλιστα οί πονηροί, συνδέονται περισσότερο μέ τήν καρδία καί λιγότερο μέ τόν νού, τόν όποίο καί πολεμούν:
«πάσαι αί νοεραί ούσίαι, λέγω δή άγγέλων καί ψυχών καί δαιμόνων, Ακέραιοι καί άπλούστατοι ύπό τού δημιουργού έκτίσθησαν» (ΙΣΤ 1).
«Οϋτε γάρ φύσεως τής θεότητός έστιν ή ψυχή, οϋτε φύσεως του σκότους τής πονηριάς, άλλ’ έστι κτίσμα τι νοερόν καί ώραΐον καί μέγα καί θαυμαστόν καί καλόν, όμοΐωμα καί είκών Θεοϋ. Καί διά την παράβασιν είσήλθεν εις αύτήν ή πονηριά των παθών τοϋ σκότους» (Λ 7).
«Ούδέν κοινόν τής αύτοΰ ( = τοΰ Θεοϋ) φύσεως καί αύτής (= τής ψυχής)» (ΜΘ 4).
«Ούτος Θεός, αϋτη ( = ή ψυχή) ού Θεός... ούτος κτίστης, αΰτη κτίσμα... ούδέν κοινόν τής αύτοϋ καί τής αύτής φύσεως τυγχάνει» (III ΚΣΤ 8/ΠΓ 8).
«μέλη ψυχής είσι πολλά, νους, συνείδησις, θέλημα, λογισμοί κα τηγοροϋντες καί άπολογούμενου άλλά ταΰτα πάντα εις ένα λογισμόν είσιν άποδεδεμένα, μέλη δέ έστι ψυχής, μία δέ έστι ψυχή ό έσω άνθρωπος» (Ζ 8).
Ό νους είναι «ήνίοχος» τής ψυχής (Μ 5) καί «ήγεμών», ένώ συγχρόνως κυβέρνα την καρδία (ΙΕ 33). Ταυτίζεται μάλιστα μέ την «διάνοια» ή την διανοητική καί διακριτική δύναμη, πού τήν θεωρεί τό σπουδαιότερο μέλος τής ψυχής (Δ 1). Ή ψυχή προικίστηκε από τόν δημιουργό μέ αρετές πολλές, άλλά κριτήριο καί φύλακας καί βασιλέας της είναι ό νους, πού θεωρείται θρόνος τής θεότητας καί ή θεότητα θρόνος του νοϋ (ΣΤ 5). Καταπολεμώντας τόν δυϊσμό τής συρι ακής σκέψεως καί των μεσσαλιανών, υπογραμμίζει ότι ή ψυχή δεν άνήκει στήν φύση τοϋ σκότους, τοϋ κακοϋ. Αντίθετα δημιουργήθη κε έτσι, ώστε νά μπορεί νά κοίνωνεΐ καί νά μετέχει στό άγιο Πνεϋμα καί νά φανερώνεται ό Κύριος στήν ψυχή μέσω των αρετών τής γνώ σεως, τής φρονήσεως, τής αγάπης καί τής πίστεως, τίς όποιες ό δημιουργός έθεσε στήν ψυχή δημιουργώντας την:
«Έν δέ τώ δημιουργήσαι τήν ψυχήν τοιαύτην αύτήν πεποίηκεν έν τή φύσει αύτής κακίαν ούκ ένέθηκεν, ούκ ήδει κακίαν ή φύσις αύτής, άλλά κατά τήν είκόνα των άρετών τοϋ Πνεύματος έποίησεν αύτήν. Έθηκεν είς αύτήν νόμους άρετών, διάκρισιν, γνώσιν, φρό νησιν, πίστιν, άγάπην καί τάς λοιπός άρετάς... Έτι γάρ καί νϋν τή γνώσει καί φρονήσει καί άγάπη καί πίστει εύρίσκεται καί φανε ροϋται ό Κύριος. "Εθηκεν είς αύτήν διάνοιαν, λογισμούς, θέλημα, νοϋν ήγεμόνα, ένθρονήσας έν αύτή καί άλλην τινά πολλήν έχου σαν έν αύτή λεπτότητα. Έποίησεν αύτήν εύκίνητον, εϋπτερον, ά κοπον τό έν ροπή έρχεσθαι καί τοΐς φρονήμασι διακονεΐν αύτώ ένθα τό Πνεϋμα βούλεται καί άπαξαπλώς έκτισεν αύτήν τοιαύτην τοϋ γενέσθαι αύτήν νύμφην καί κοινωνικήν έαυτοϋ, τοϋ αύτόν μετ’ αύτής κεκράσθαι καί είς έν πνεϋμα μετ’ αύτοϋ αύτήν γενέσθαι» (III ΚΣΤ Ί/ΠΓ 7).
Ή ψυχή «έχει είκόνα καί μορφήν», όμοιαν μ’ έκείνη τών άγγέλων (Ζ 7), όπως έχει καί πολλήν λεπτότητα, δηλαδή ποιότητα, πού φαίνεται στήν εύκινησία της, στό εύκολο σκίρτημά της, στήν άκοπη διακονία τοΰ Πνεύματος, στην καταλληλότητά της νά έλθει σέ κοινωνία καί συνάφεια μέ τόν Κύριο. Την ποιότητα ή λεπτότητα όμως τής ψυχής δέν μπορεί νά γνωρίσει ή νά αισθανθεί, παρά μόνο αυτός στόν όποίο θά την άποκαλύψει τό ίδιο τό άγιο Πνεύμα:
«Ούτε δέ σοφοί διά τής σοφίας ούτε φρόνιμοι διά τής φρονήσεως ήδυνήθησαν καταλαβεϊν ψυχής λεπτότητα ή είπεΐν περί αύτής ώς έστιν, εΐ μή μόνον οίς διά τοΰ άγίου Πνεύματος άποκαλύπτεται ή κατάληψις καί γνώσις άκριβής περί ψυχής γνωρίζεται» (ΜΘ 4).
'Όσο ή ψυχή στό πλαίσιο τής καρδίας ζοΰσε μέ τήν θεία χάρη, τά μέλη της είχαν ενότητα κι έπικρατούσε ειρήνη, όπως επικρατεί θερμότητα εκεί όπου ό ήλιος στέλνει τίς ακτίνες του (ΪΣΤ 13).
Καρδία καί ψνχή: κοινωνικοί τοϋ σατανά καί τοϋ Πνεύματος
Άπό κάποια στιγμή καί μετά, ψυχή καί καρδία γνωρίζουν καί ζούν τό δράμα τής διασπάσεως, των παθών, τής άμαρτίας, τοϋ θανάτου, πού όφείλονται στην παράβαση των πρωτοπλάστων:
«Ό Άδάμ, παραβάς τήν έντολήν τοϋ ΘεοΟ καί άκούσας τοϋ πονηρού δφεως, έπράθη καί έπώλησεν έαυτόν τφ διαβόλω καί ένεδύ σατο τήν ψυχήν ό πονηρός, τό καλόν κτίσμα, δ κατεσκεύασεν ό Θεός πρός τήν αύτοϋ εικόνα... διά τήν παράβασιν είσήλθεν ή πονηριά τών παθών τοϋ σκότους» (Α 7).
'Η παράβαση σήμαΐνε ότι ό άνθρωπος παραδόθηκε στις δαιμονικές δυνάμεις, πού πλέον έχουν τήν δυνατότητα νά κατευθύνουν τούς λογισμούς τής καρδίας, νά κοινωνοΰν μέ τήν ψυχή, νά κατοικούν σ’ αυτήν ώς είς τόν θρόνο τους καί νά κατέχουν τόν ήγεμόνα τής ψυχής, τόν νοΰ:
«ή άμαρτία έχει έξουσίαν διαλογίζεσθαι έν τή καρδίςι. Γέγραπται γάρ· 'είσήλθεν ό σατανάς είς τήν καρδίαν ’Ιούδα’» (ΙΕ 145). «Πάντως πνεύματά είσι πονηρά ό σατανάς καί οί δαίμονες, κατέ χοντες τόν νοϋν καί περισκελίζοντες τήν ψυχήν. Ό γάρ πολύπλοκος διάβολος... κατέχει τάς νομάς τής ψυχής καί τούς λογισμούς καί ούκ έφ όρθώς προσεύχεσθαι καί προσεγγίζειν Θεω. Επειδή αύ τή ή φύσις κοινωνική έστι τών δαιμόνων καί τών πνευμάτων τής πονηριάς, όμοίως καί άγγέλων καί Πνεύματος άγίου. Ναός έστι τοϋ σατανά καί ναός τοϋ άγίου Πνεύματος» (ΚΖ 19).
«Ό θρόνος τής θεότητος ό νοϋς ήμών έστι. Καί πάλιν, ό θρόνος τοϋ νοϋ ή θεότης έστί καί τό Πνεϋμα. 'Ομοίως δέ καί ό σατανάς καί αί δυνάμεις καί οί άρχοντες τοϋ σκότους άπό τής παραβάσε ως τής έντολής ένεκάθισαν είς τήν καρδίαν καί είς τόν νοϋν καί είς τό σώμα τοϋ Άδάμ ώς είς ίδιον θρόνον» (ΣΤ 5).
«ώσπερ δι όχετοϋ διέρχεται ΰδωρ, οϋτω γάρ καί διά τής καρδίας καί τών λογισμών ή άμαρτία» (ΙΕ 21).
Ή άνάγκη, τήν όποια αισθάνεται ό συντάκτης τών μακαριανικών έργων, νά τονίσει την καταθλιπτική καί δυναμική παρουσία τής ά μαρτίας ή τής δράσεως τών δαιμόνων, αλλά καί ή έπήρεια τής συ ρίακής Οεολογικής σκέψεως, τόν όδηγεΐ ελάχιστες φορές σέ υπερβολές κι έπικίνδυνες διατυπώσεις. ’Έτσι, χάριν έμφάσεως  νομίζουμε— καί άπό έλλειψη καλής γνώσεως τής μεταφυσικής καί τής θεολογικής διεργασίας τοΰ Δ' αιώνα, άποδίδει συχνά φύση στην ά μαρτία καί βλέπει δρώντα στόν νοϋ (ΙΖ 6) ή στην καρδία δύο πρόσωπα, τής άμαρτίας καί τής χάριτος (βλ. Β 2. ΜΕπ 10. III Δ 4 / ΞΑ 4). Τό φαινόμενο συνδέεται μέ τήν κακοδοξία τών μεσσαλιανών ότι τό βάπτισμα κόβει άλλά δέν έκριζώνει τό κακό. Ό Μακάριος απορρίπτει τήν αντίληψη αυτή καί έξηγεϊ ότι «ή αμαρτία συνεκρι ζοΰται» μέ τήν δύναμη τοΰ Πνεύματος (ΚΣΤ 2), άλλά δέν αναφέρει έάν αύτό γίνεται καί κατά τό βάπτισμα. Επιμένει όμως — καί όρθά  ότι τό κακό μπορεί νά δράσει στήν ψυχή καί μετά τό βάπτισμα, ότι είναι τόσο ισχυρό πού δέν έκδιώκεται παρά μόνο μέ τήν έπέμβαση του ΘεοΟ καί τήν προσευχή. Καί οπωσδήποτε ή καρδία ή ή ψυχή δέν μεταστοιχειώνονται σέ κακή φύση. Τό κακό μόνο αιχμαλωτίζει, διέρχεται άπό τήν καρδία καί μπαίνει μέσα της ώς «λεπτή δύναμις» (ΛΒ 10). ΓΤ αυτό ή ψυχή δέν μπορεί μόνη της νά όδεύσει πρός τόν Θεό, άλλά όπως τό βρέφος κλαίει καί κραυγάζει χωρίς μόνο του νά μπορεί νά φθάσει στήν μητέρα (ΜΣΤ 3), έτσι καί ή ψυχή ψάχνει, έρευνα καί άναζητά. Στήν κίνηση αυτή σπεύδει βοηθός ό Θεός, όπως ή μητέρα πρός τό βρέφος.
«’Αλλά λέγεις, ότι ό Κύριος έλθών διά τοϋ σταυροϋ 'κατέκρινε τήν άμαρτίαν’ (Ρωμ. 8,3) καί ούκέτιέστίν έσω ( = ή άμαρτία) ...καί μετά τό βάπτισμα πολλαί άμαρτίαι γίγνονται καί πολλοί άμαρτάνου σΐν. Έχει ούν νομήν καί μετά τό βάπτισμα είσελθεΐν ό ληστής καί πράττεΐν ά θέλει» (ΙΕ 15).
«’Αδύνατον ούν έστι χωρΐσαι τήν ψυχήν άπό τής άμαρτίας, έάν μή ό Θεός παύση καί στείλη (= σταματήσει) τόν πονηρόν τούτον άνεμον, τόν ένοικοΰντα τή ψυχή καί τφ σώματι» (Β 3).
Πρός τήν ελευθερία τον Πνεύματος
Ή ψυχή, άφοϋ δέν μεταβλήθηκε σέ άμαρτία ή φύση κακή, έπιδιώκει τήν άπελευθέρωσή της άπό τό κακό, τά πάθη: σκοπός της είναι «ή ελευθερία τοΰ Πνεύματος» καί μάλιστα ή τελεία έλενθερία, τήν όποια είχαν μόνο οί άπόστολοι (Β 3. ΙΖ 7) πού ήταν τέλειοι χριστιανοί. Η έλευθερία ταυτίζεται μέ τήν άπάθεια (ΚΘ 7) καί είναι τόσο δισεπΐτευκτη, ώστε ό Μακάριος υπογραμμίζει ότι σέ τέλειο βαθμό δέν τήν πραγμάτωσε κανείς, όσο αύτός γνώριζε:
«ούκ έστι τέλειος οΰτε έλεύθερος τό όλο ν έκ τής άμαρτίας... ’Ακμήν (= μέχρι τώρα) γάρ ούδένα είδον τέλειον χριστιανόν ή έλεύ θερον» (Η 5).
'Η αμαρτία (ή ό δαίμονας) παραβρίσκεται στην καρδία καί κάποια στιγμή μπορεί νά την επηρεάσει. Ό σατανάς «έμπερίπατεΐ» στόν νοΰ καί τούς λογισμούς (ΙΑ 11), βρίσκεται πλησίον τους, άκόμη καί όταν  στην καρδία κατοικεί ή χάρη καί όταν  αύτή δοκιμάζει γλυκύ τητα πνευματική καί όταν  έχει Αποκαλύψεις καί όταν  μέ τήν χάρη καί τήν άσκηση τά μέλη της προσηλώνονται στόν Θεό καί βασιλεύει πλέον ειρήνη σέ όλο  τόν άνθρωπο (Η 6). Περιμένει τήν στιγμή πού θά βρει τήν καρδία πρόσφορη στήν αιχμαλωσία. Ή διαπίστωση αύτή τοϋ Μακαρίου βασίζεται όχι μόνο στίς πληροφορίες του άλλά καί στίς προσωπικές του εμπειρίες. Όμολογεΐ ότι εισήλθε καί ό ίδιος στήν ελευθερία, άλλά λίγες φορές καί «μερικώς», όχι σέ τέλειο βαθμό καί διαρκώς... Ή όμολογία του υπογραμμίζει τόν ορθόδοξο ρεαλισμό του, πού δίνεται ώς απάντηση ατούς ισχυρισμούς τών μεσσαλιανών γιά τέλεια καί διαρκή έλευθερία καί Απάθεια:
«ει καί Αναπαύεται τις έν τη χάριτι καί εισέρχεται εις μυστήρια καί Αποκαλύψεις καί είς ήδύτητα πολλήν τής χάριτος, όμως καί ή Αμαρτία σύνεστιν Ακμήν ( = άκόμη) έσω... ’Ακμήν δέ ούδένα είδον έλεύθερον, έπειδή κάγώ μερικώς έν καιροΐς τισιν εισήλθον είς έ κεΐνο τό μέτρον καί οίδα καταμαθών, πώς ούκ έστι τέλειος ό Ανθρωπος» (Η 5).
Ή Απελευθέρωση Από τά πάθη, ή Απάθεια, σημαίνει ότι ό άνθρωπος «έρχεται εις τά μέτρα τού πρώτου Άδάμ», τά όποια όμως ξεπερνάει καί τότε «άποθεοϋται» (ΙΕ 35  ΙΣΤ 2). Καί αύτό διότι ή Απάθεια, ό καθαρισμός τής καρδίας καί ό Αγιασμός, προϋποθέτουν βέβαια τήν άσκηση, γίνονται όμως τελικά «διά τής μετουσΐας τοϋ τελείου καί θεϊκού Πνεύματος», κατά τήν όποια ή ψυχή παραδΐδει τόν εαυτό της όλοκληρωτικά στόν Θεό (ΜΕπ 6):
«...δεξαμένη ή ψυχή τόν Κύριον έν έαυτή καί κοινωνήσασα τω Πνεύματι αυτού, γένηται μετ’ αύτοϋ είς 'έν πνεύμα’ (Α7 Κορ. 6, 17) καί άνακαινισμός καί άλλοίωσις τής καρδίας γένηται καί παθών κατάργησις καί σβέσις...» (III ΙΣΤ 4/ ΟΓ 4).
Τό γεγονός τής «μετουσίας» αυτής, πού έκφράζεται συχνά καί μέ τόν δρο «κοινωνία θείας φύσεως» (ΟΓ 6. ΟΕ 1), συνιστά θεία ενέργεια, σημαίνει κατάσταση υψηλότερη Από τήν άδαμική καί ταυτίζεται μέ τήν θέωση, πού βέβαια έχει πολλούς βαθμούς. Κεντρικό σημείο τής άσκήσεως είναι ή έπιμέλεια τού σπουδαιότερου μέλους τής ψυχής, τών λογισμών, καί δή τοϋ διακριτικού καί τού διανοητικού λογισμού. Αυτά γίνονται εκφραστές τών δαιμονικών δυνάμεων καί αύτά, εφόσον φυλάσσονται, μπορούν νά διακρίνουν τά «παρά φύ σιν» πάθη καί κινήματα τής ψυχής, πού έφερε ή παρακοή, Από τήν καθαρή φύση καί κατάσταση τής χάρης καί τής μετουσίας τού Πνεύματος (Δ 1. ΣΤ 3. MB 3).
Ή άσκηση στόν Μακάριο ώς θεολογική προϋπόθεση τής θεώσε ως γενικά καί τής κοινωνίας μέ τόν Θεό ειδικά συνδέεται μέ την κάποια δυνατότητα του άνθρώπου νά συμβάλει ενεργά. "Ετσι μιλάει γιά «συνεργία» του άνθρώπου, την όποια στηρίζει στήν «αυτεξούσιον προαίρεσιν», την όποια διασώζει καί την όποια μπορεί νά δραστηριοποιήσει:
«Οϋτως δέ φκονόμησεν ή θεία χάρις, ΐνα Ιδία γώμη καί ΐδίφ θελή μάτι καί πόνω καί άγώνι τήν νοητήν αϋξησιν έκαστος προσλαμβάνει καθ’ όσον πιστεύει καί καθ’ όσον αγωνίζεται. Καί καθ’ όσον άγαπά καί καθ’ όσον  άγώνι σωματικώ καί ψυχικφ... έκδίδωσι, το σοΰτον καί τήν μετουσΐαν του Πνεύματος εις τήν πνευματικήν ά σκησιν τής άνακαινώσεως τοΰ νοός προσκτάται, χάριτι μέν καί δωρεά θείμ τήν σωτηρίαν κομιζόμενος, πίστει δέ καί άγάπη καί άγώνι αύτεξουσίου προαιρέσεως τήν προκοπήν καί αϋξησιν έπί τό τέλειον μέτρον τής πνευματικής ήλικίας δεχόμενος... οϋτε τό δ λον διά τής θείας δυνάμεως καί χάριτος άνευ τής τοϋ άνθρώπου συνεργίας καί σπουδής τήν αϋξησιν τής προκοπής λαμβάνων, οϋτε τό όλο ν διά τής ιδίας δυνάμεως καί σπουδής καί ισχύος άνευ τής συνεργίας καί βοήθειας τοϋ αγίου Πνεύματος εις τό τέλειον τοΰ Θεοϋ θέλημα καί τό τής έλευθερίας καί καθαρότητος μέτρον φθά σαι δυνά μένος» (ΜΕ π 5).      ·
Μετουσία, κοινωνία καί άνάκραση μέ τήν έννπόστατη χάρη τοϋ άγ. Πνεύματος «εν αίσθήσει καί πληροφορία»
Τό γεγονός τής άπελευθερώσεως άπό τήν αμαρτία καί τής θεώσε ως (δέν άναφέρει τόν δρο τοϋτον) χαρακτηρίζει ώς μετουσία καί κοινωνία καί άνάκραση, όπως συνηθίζει καί ό Γρηγόριος Νύσσης, πράγμα πού δείχνει τήν σχέση των δύο συγγραφέων. Συχνά όμως έ ξηγεΐ ότι, άφοϋ δέν ύπάρχει κοινότητα φύσεως τοϋ Θεοϋ καί φύσεως τής ψυχής (ΜΝ 4), μετουσία γίνεται στήν δύναμη τοϋ Πνεύματος. Κοινωνία γίνεται στήν άγιότητα τοϋ Θεοϋ, στήν πνευματική του ενέργεια, δηλαδή στήν θεία χάρη μέ τήν όποια άνακράται ή ψυχή: «Τοΰτ’ έστιν άπό τής κοινωνίας καί άνακράσεως τοϋ άγιου Πνεύματος» (Ε 7. Βλ. καί ΙΗ 10).
'Η ψυχή «κοινωνός θείας φύσεως γένηται, άνακραθεΐσα τή χάρι τι...» (/// ΙΣΤ 6/ΟΓ 6).
«Τόν δέ τρόπον τής μετουσΐας καί μεταλήψεως άκριβώς ύποση μειωσάμενος έν πληροφορία γινομένης 'κατά τήν ένέργειαν’, φη σί, τής δυνάμεως 'αύτοϋ, ήν ένήργησεν έν τφ Χριστώ, έγείρας αύτόν έκ νεκρών’ (Έφ. 1, 1920)» (ΜΕπ 11).
«...τήν πλήρη τής θείας τοϋ Πνεύματος δυνάμεως άρρητον καί μυστικήν έν άγιασμφ κοινωνίαν, έν καρδίαις άγιων ένεργουμένην» (13). «ή κοινωνία τής τοϋ Θεοϋ άγιότητος καί τής πνευματικής έ νεργείας» (Μ 2).
Ή χάρη ή ή δύναμη, στην οποία μετέχει ή ψυχή, είναι πραγματική κι ένυπόστατη, είναι αυτή, έξήγησε, με τήν όποια άναστήθηκε ό ίδιος ό Κύριος. Τήν ταυτίζει μέ τήν προφητική ενέργεια, μέ τό φως πού κατηύγασε τόν Μωυσή, μέ τήν ελλαμψη καί τό θειο φως. Καί τήν όρίζει ώς «καθ’ ύπόστασιν», γιά νά τονίσει τήν πραγματικότητα, τήνδραστικότητα καί τήν άποτελεσματικότητά της. ’Ακόμη διακρίνει ό Μακάριος δύο στάδια έλλάμψεως: αύτό πού ταυτίζει μέ τήν άποκαλυπτική ενέργεια του Θεού ή τόν φωτισμό τής γνώσεως (τής άλήθειας) καί αύτό πού είναι διαρκές ύποστατικό φως καί δύναμη στήν ψυχή, τήν όποια καταυγάζει όλόκληρη ώς πυρ καί ήλιος, καί πού δηλώνει τήν άνάκραση:
«Ή τοιαύτη, φησΐ, του Πνεύματος έλλαμψις, ούχ οίον νοημάτων μόνον άποκάλυψίς έστι καί φωτισμός χάριτος... άλλ ύποστατι κοϋ φωτός έν ταΐς ψυχαΐς βεβαία καί διηνεκής έλλαμψις...» (Περί έλευθερίας τον νοός 22).
«Καί τω μακαρίφ δέ Παύλφ, φησί, τό έλλάμψαν έν τή όδω φως (Πρξ. 9, 3) ου νοημάτων τις καί γνώσεως φωτισμός ήν, άλλά δυ νάμεως τοϋ άγαθοΰ Πνεύματος καθ’ ύπόστασιν έν τή ψυχή έλλαμ ψις...» (23).
Ό άπ. Παύλος έδειξε ότι «δι ένεργεΐας θείας» λαμβάνει «πείραν» του μυστηρίου τού ύποστατικοΰ φωτός, πού είναι περισσότερο καί πληρέστερο άπό τόν φωτισμό «των νοημάτων» (21). Κάποιες άντι λήψείς καί ισχυρισμοί των μεσσαλιανών γιά αισθητές έλλάμψεις καί φώτα πού έβλεπαν, ύποχρεώνει τόν Μακάριο νά προσγειώσει τό περιβάλλον του στήν άπτή έσωτερική πνευματική εργασία, πού μόνο άν είναι «ένυπόστατος», δηλαδή «ένέργεια θείας δυνάμεως», έλευ θερώνει άπό τήν αμαρτία. Καί μόνο άν κανείς «αισθάνεται» μέσα του τήν ένέργεια τής θείας δυνάμεως, κοινωνεϊ μέ τήν θεία φύση (III ΙΗ \/ΟΕ 10). Είναι φανερό, πώς, μή έχοντας τις θεολογικές προϋποθέσεις νά έξηγήσει έδώ τίς θείες ένέργειες, χρησιμοποιεί γι’ αυτές τούς όρους ύπόστασις, καθ’ ύπόστασιν, ένυπόστατος, πού τότε οι καππαδόκες εΐσήγαγαν οριστικά γιά τά πρόσωπα τής άγ. Τριάδας. Έν τούτοις δέν είναι άνάγκη νά τόν παρεξηγήσει κανείς. "Οπως δέν πρέπει νά παρερμηνεύσει καί τήν συχνή του έκφραση «έν δυνάμει καί αισθήσει καί πληροφορίφ». Μέ αυτήν θέλει νά τονίσει τήν άσφα λή πείρα πού ζεΐ στήν καρδία του ό προσευχόμενος, νά τονίσει ότι έχει αίσθηση σαφή καί πληροφορία έσωτερική τής θείας ένεργεΐας πού δρά μέσα του και τόν άνακαινίζει:
«ένεργείςι τινί θείου Πνεύματος έπιφοιτώντος καί έπισκιάζοντος τή ψυχή καί καρπούς άξιους τής χάριτος έπιδεικνυούσης έν δυνάμει καί αίσθήσει καί πληροφορία καί τή τοϋ νοός Ανακαινίσει καί Αλλαγή καινή καί νέα κτίσει κατά τόν έσω τής καρδίας Ανθρωπον» (III 25, 6/ΠΒ 6).
«"Εστι δέ ή γεΰσις αΰτη ( = τής θείας χάριτος) ένεργητική έν πληροφορία δύναμις Πνεύματος, διακονούσα έν καρδίςι» (ΙΕ 20).
'Η αίσθηση καί πληροφορία είναι αποτέλεσμα πραγματικής άνα κράσεως. ’Αλλά ό Μακάριος, διότι δέν παρακολουθεί όλη τήν θεολογία τής εποχής του καί διότι πρέπει νά τονίσει τήν άνάκραση τής χάρης μέ τήν ψυχή, καταφεύγει στίς πολύ έπικίνδυνες έκφράσεις, σύμφωνα μέ τίς όποιες ή χάρη ζυμώνεται καί φυσικά συνυπάρχει μέ τήν ψυχή «ώς μία ουσία»:
«Ή μέν χάρις άδιαλείπτως σύνεστι καί έρρίζωται καί έζύμωται έκ νέας ήλικίας καί ώς φυσικόν καί πηκτόν έγίνετο τό συνόν τφ άν θρώπφ ώς μία ούσία...» (Η 2).
Ή αίσθηση τής χάρης στήν ψυχή είναι δυνατή ένεκα τής άγάπης τοΰ Κυρίου καί τής φύσεως τής ψυχής, τήν όποια όρΐζει ώς «σώμα λεπτόν» μέ ύπόσταση καί χαρακτήρα. "Οπως λοιπόν ή ψυχή, διότι είναι λεπτό σώμα, περιέβαλε όλο τό άνθρώπινο σώμα καί «συνεκρά θη» μέ αυτό, έτσι καί ό Χριστός σμικρύνεται καί σωματοποιεί γιά νά άνακραθεΐ καί νά περιβάλει τίς πιστές ψυχές. Στήν άνάκραση αυτή τό αποτέλεσμα είναι «έν πνεύμα», «ψυχή εις ψυχήν», «ύπόστασις εις ύπόστασιν» (Περί ύψώσεως του νοός 67), χωρίς αυτό νά σημαίνει ύποχρεωτικά κατάργηση τής μιας ύποστάσεως, δηλαδή τής ψυχής.
’Αδιάλειπτη προσευχή: εύφροσύνη, φωτισμός, έλλαμψη
Τό νηπτικό έργο τοΰ μοναχού επιβλέπει απαραίτητα πεπειραμένος άσκητής, στόν όποίο καταφεύγει ό αρχάριος, διότι τό έργο έμ φανίζει δυσκολίες καί περικλείει παγίδες. Αύτά ίσχύουν καί γιά τά ανώτερα πνευματικά στάδια, όταν στόν έσω άνθρωπο συμβαίνουν έκτακτα φαινόμενα φωτισμού καί έλλάμψεων. Κορύφωμα καί ανακεφαλαίωση τοΰ νηπτικού έργου είναι ή προσευχή πού προκύπτει καί γίνεται αδιάλειπτη. 'Ο όρος αδιάλειπτος προσευχή περιέχει καί προϋποθέτει κάθε είδους πρακτική άσκηση, άπό τήν παρθενία μέχρι τήν νηστεία, καί κάθε είδους αρετή, όπως τήν αγάπη, τήν χαρά, τήν πραότητα, τήν ταπείνωση, τήν διακονία, τήν έλπίδα, τήν πίστη, τήν ύ πακοή, τήν άπλότητα κ.ά. Άπό τήν κεφαλαιώδη άρετή τής προσευχής προκύπτουν οί άλλες πού καί αυτές συνδέονται μεταξύ τους ώς αίτιο πρός αιτιατό. "Ετσι, τό άδιαλείπτως αφορά τόν όλο ασκητικό άγώνα, τήν μέριμνα γιά τήν κάθαρση, τόν έρωτα τού Κυρίου, τήν μνήμη τού Κυρίου (Μ 1. ΜΕπ 22 23 17).
Η προσευχή έως ότου γίνει τέλεια, κατά τό δυνατόν, αδιάλειπτη όσο γίνεται, ακολουθεί μία τακτική (στάδια), πού δέν είναι πάντοτε ή ίδια, δέν έχει ισχύ κανόνα καί ό Μακάριος άποφεύγει νά τήν περί γράψει μέ ακρίβεια καί συνέπεια. Ό έμπειρος ασκητής πρώτα δίνει άπλή τροφή. cO νέος ασκείται νά εμμένει στήν προσευχή, νά στρέφεται στόν Κύριο. Αύτό είναι απαραίτητο, διότι όσο τό άνθρώπινο πρόσωπο μένει προσηλωμένο στόν Κύριο, τόσο αυτός ώς καλός ζωγράφος εντυπώνει καί ζωγραφίζει τήν θεία εικόνα Του στόν άνθρωπο (Λ 4). 'Η προσευχή γίνεται σέ σιωπή, όχι μέ κραυγές. Ό νούς πρέπει νά στέκει νηφάλιος καί προσηλωμένος στόν Θεό, γιά νά δέχεται ό,τι τοϋ χαρίζει ό Θεός. ΓΗ κατάσταση αυτή φέρνει τούς πρώτους καρπούς: ή καρδία του γεμίζει από πόθο γιά τά ούράνια καί τά θεία, αισθάνεται κατάνυξη, αγάπη καί γλυκύτητα έσωτερική, άλλά ή ελευθερία του κάθε άλλο παρά τελεία είναι. Ή κατάσταση αυτή αύξάνει καί προκύπτει μέ διαρκέστερη προσευχή, μέ άγώνα εντονότερο, πού συμπορεύεται καί πραγματώνεται μέ αυξημένη θεία χάρη.
Ειρήνη εσωτερική
Ή δύναμη πού τό άγιο Πνεύμα χαρίζει στόν προσευχόμενο διευρύνεται καί βαθαίνει. Τότε ή νηπτική εργασία παίρνει μορφή περισσότερο συγκεκριμένη. Επιδιώκει τήν ένότητα των δυνάμεων (ή μελών) τής ψυχής καί τήν έστίασή τους στήν καρδία. Ή θεία χάρη διδάσκει τόν νού νά συνάγεται στήν καρδία καί νά κυριαρχεί ατούς λογισμούς, ώστε αυτοί νά τόν άφήνουν απερίσπαστο στήν προσευχή, νά προσεύχεται «άρεμβάστως». Ό προσευχόμενος τότε κυριολεκτικά προσεύχεται «δυνάμει Πνεύματος» (IIIΙΣΤ 2/ΟΓ 2) καί ή ελευθερία του από τήν άμαρτΐα καί τά πάθη είναι γεγονός. ’Αποτέλεσμα τής καταστάσεως αυτής είναι ή ειρήνη σέ «όλα τά μέλη καί τήν καρδΐαν». "Ολος ό έσω κόσμος ειρηνεύει, αφού τά μέλη τής ψυχής ειρηνεύουν καί άναφέρονται ενωμένα στόν Θεό. 'Η ψυχή χαίρει ώς άκακο παιδί γιά όλο τόν κόσμο, δέν κατακρίνει, έχει καθαρόν οφθαλμό νά βλέπει τά πάντα καί έχει διάθεση ν’ αγαπά όλους τούς ανθρώπους, πιστούς καί άπιστους (Η 6). Αύτά σημαίνουν άνακαινι σμό καί αλλοίωση τής καρδΐας μέ τήν ένυπόστατη ενέργεια τοϋ Πνεύματος (/// ΙΣΤ 4/ΟΓ 4).
Ιδιαίτερα ή αίσθηση τής ειρήνης καί τής αγάπης είναι γιά τόν προσευχόμενο άπόδειξη ότι ενεργεί στήν ψυχή του τό άγ. Πνεύμα. Διότι μπορεί νά ενεργήσει παραπλανητικά καί ό δαίμονας, μπορεί αύτός νά τοϋ παρουσιάσει φωτισμούς καί έλλάμψεις καί γνώσεις, άλλά ό δαίμονας ποτέ δέν φέρνει άγάπη καί ειρήνη. Στήν κατάσταση αυτή οί λογισμοί διακρίνουν τήν άγαθή φύση τών πραγμάτων καί ό έσω άνθρωπος έχει «αϊσθησιν» (Ζ 5). Μέ τόν όρο αίσθηση δηλώνεται ή δυνατότητα τού ανθρώπου νά συνειδητοποιεί, νά διακρίνει, νά βιώ νει τήν ειρήνη καί τήν άγάπη, τήν πνευματική του άλλοίωση καί τήν παρουσία του άγ. Πνεύματος. Πρόκειται γιά τό στάδιο πριν από τόν καθαυτό φωτισμό.
’Άρρητο φώς καί φωτισμός
Μέ στερεή πνευματική τροφή, πού συνεχώς αύξάνει, ό νους τού προσευχομένου χαριτώνεται περισσότερο, εθίζεται σταθερότερα στήν αδιάλειπτη μνήμη τοΰ Κυρίου, άποκτά θεωρία όχι μόνο των κτιστών όντων αλλά καί τών θείων πραγμάτων. Η καρδΐα του πλημμυρίζει από τήν θεία ενέργεια, ή ψυχή του ευφραίνεται Απερίγραπτα καί ό νοϋς του φωτίζεται φώς γνώσεως. Φώς πλημμυρίζει όλη τήν καρδία καί όλα έτσι στόν νού γίνονται γνωστά καί θεατά, ενώ ή γνώση του προχωρεί καί σέ θεία πράγματα. Στήν καρδία του καί σέ όλο τό είναι του αισθάνεται όχι μόνο άπλετο φώς άλλά καί πϋρ (φωτιά) αύ ξομειούμενο, πού τόν πυρώνει καί τόν καίει μέ άφατη γλυκύτητα καί λαμπρότητα. Τό φώς τούτο είναι ένυπόστατη δύναμη τού άγ. Πνεύματος, είναι μέρος τοΰ αρρήτου κάλλους τής θείας δόξας, είναι ή πάγκαλλη θεία ώραιότητα, πού καταυγάζει τήν ψυχή ολόκληρη, κυκλικά, σέ όλα τά μέρη της, σέ βάθος καί πλάτος, ώστε όλη ή ψυχή νά είναι φώς, όλη πρόσωπο, όλη δόξα, όλη πνεύμα, όλη νέο κατασκεύασμα τού Χριστού, όλη κατοικητήριο τού Χριστού, όλη σέ πλήρη κοινωνία μέ τό άγιο Πνεύμα, ελεύθερη.
"Οταν πλέον ό νούς καί οί λογισμοί αρπάζονται άπό τά εγκόσμια πρός τά θεΐα, όταν φωτίζονται απόλυτα καί φαιδρύνονται ένωμένοι μέ τήν ενέργεια τοΰ Πνεύματος, τότε είναι δυνατό νά δοκιμάσουν άκόμα γλυκύτερο, «ενδότερον καί βαθύτερον καί άπόκρυφον φώς» (Η 3). Τότε έχουμε τήν πανίερη έλλαμψη πού γίνεται φανερή καί στό ίδιο τό σώμα, παρουσιαζόμενο καί αυτό «εν άλλη μορφή», φωτεινό καί λαμπρό, «θεοειδές», ακόμη καί εξωτερικά (Περίελευθερίας νοός 25). Είναι ή ώρα τής εισόδου τού νού σέ άδυτα μυστήρια τής θεότητας, ή ώρα τών Αποκαλύψεων, τών άρρητων πνευματικών θεωριών, τών Απόκρυφων μυστηρίων, ή ώρα πού θεάται τήν ύποστατική Αλήθεια καί γνωρίζει ό,τι δέν μπορούν νά γνωρίσουν οί άλλοι. Κι εδώ προχωοεΐ άπό βάθος σέ βάθος, άπό θαυμαστά σέ θαυμαστά. Ό Θεός τοΰ εμπιστεύεται όλο καί περισσότερα. 'Ολόκληρος πλέον ό άνθρωπος, ψυχή καί σώμα, πλέει καί λούεται στό φώς, έτσι ώστε ή ελευθερία του νά είναι πλήρης, άφού καί τό σώμα είναι πέρα άπό τήν κατάσταση πού θά μπορούσε νά διαπράξει Αμαρτία. Ή χαρισματική καί δυναμική αύτή κατάσταση δέν διαρκεΐ. Κάποια στιγμή υποχωρεί, τό φώς λιγοστεύει, ή εύφροσύνη μικραίνει, τό θειο πΰρ μόλις πού γίνεται αισθητό. Τότε ό Ασκητής ζει μέ τήν μνήμη τής άφατης δωρεάς καί τήν εκζήτησή της. ’Ακόμη περισσότερο, τόν άσκητή μπο ρεΐ πάλι νά τόν ένοχλήσει ό δαίμονας, νά τόν θυμηθούν κάποια πα λαιά του πάθη. Γι’ αύτό, διαβεβαιώνει ό Μακάριος ότι, παρ’ δλες τίς πνευματικές άναβάσεις, τίς θεωρίες καί τίς έλλάμψεις, ό προσευχόμενος δέν άποκτά τήν όριστική καί τέλεια έλευθερία του παρά μόνο στόν μέλλοντα αιώνα:
«Κεφάλαιον δέ πάσης Αγαθής σπουδής καί κορυφαΐον των κατορθωμάτων έστίν ή τής προσευχής προσκαρτέρησις, δι ής καί τάς λοιπάς άρετάς διά τής παρά Θεοϋ αίτήσεως όσημέραι προσκτά σθαι δυνάμεθα» (ΜΕπ 21).
«Δεΐήμάς μή κατά έθος σωματικόν, μήτε κραυγής έθει, μήτε συνήθεις σιωπής, μήτε κλίσεως γονάτων προσεύχεσθαι, άλλά νηφα λέως τφ νω προσέχοντας προσδοκάν τόν Θεόν... ή ψυχή όλη  δι’ όλο υ άποδεδόσθω εις τήν πρός Κύριον αΐτησιν καί Αγάπην, μή ρεμ βομένη καί περκρερομένη τοΐς λογισμοΐς... Καί ούτως αύτός ( = ό Κύριος) έπιλάμψει, Αληθινήν διδάσκων αΐτησιν, διδούς ευχήν καθαρόν πνευματικήν» (ΛΓ 12).
«Σπούδαζε έπισυνάγειν πάντοτε έαυτόν εις τό έργον καί είς τήν ζή τησιν καί εις πόθον Θεού, έκεϊ έκτείνου καί ένθυμού καί μελέτα, όπου τό σώμα εύχεται, ήτοι βοής χρεία ή σιγής ή ώσδηποτοϋν, μόνον νηφούση καί προσεχούση διανοίς» (IIIΙΓ 4/0 4). «"Εκαστος... έν τή έαυτοϋ καρδίς σπουδαζέτω καί ζητείτω παρά Θεού άδιαλείπτως έχειν ( = Αγάπην καί φόβον Θεού) καί διά τής συνεχούς, μάλλον δέ Αδιάλειπτου, μνήμης <τού> Κυρ'ίου καί έρωτος ούρανίου ταύτην όσημέραι κατά προκοπήν διά τής χάριτος έπαυξάνων προσκτάσθω» (ΜΕπ 17).
«"Ωσπερ γάρ ό είκονογράφος προσέχει τω προσώπω τού βασιλέ ως καί γράφει... τόν αύτόν τρόπον καί ό ...Χριστός τοΐς... Ατενί ζουσι διά παντός πρός αύτόν εύθέως ζωγραφεΐ κατά τήν εΙκόνα αύτού έπουράνιον Ανθρωπον έκ τού αύτού Πνεύματος, έκ τής ύ ποστάσεως αύτού, τού φωτός τού Ανεκλαλήτου, γράφει εικόνα ού ράνιον καί δίδωσιν αύτή τόν καλόν καί Αγαθόν αύτής νυμφίον» (Λ 4).   1
«Έστιν αΐσθησις καί έστιν δρασις καί έστι φωτισμός. Καί ούτος ό έχων τόν φωτισμόν μειζότερός έστι τού έχοντος τήν αΐσθησιν... Πλήν Αλλο έστίν Αποκάλυψις, ότι πράγματα μεγάλα καί μυστήρια Θεού Αποκαλύπτεται τή ψυχή» (Ζ 5).
«Πολλοϊς δέ καί ποικίλοις τρόποις τής χάριτος κατά προκοπήν καί αύξησιν καί χρονική παρατάσειείς τά τέλεια μέτρα τής καθα ρότητος ή χάρις τού Πνεύματος καταξιοϊ έλθεΐν ψυχάς τάς ύπη κόους αύτή κατά πάντα... Είς τούς προσευχομένους έν ταΐς Αρχαΐς δίδωσι τροφήν γάλακτος πνευματικήν, γλυκύτητος καί πόθου έ πουρανίου μεστήν έν τή καρδΐςι... Εΐτα κατά προκοπήν καί αΰξη σιν τής ψυχής Ανακαινιζόμενης στερεωτέραν τού πνεύματος δίδωσι τροφήν, Αμα τε καί αί τής χάριτος πτέρυγες (τούτ5 έστιν ή δύναμις τού Πνεύματος) προκοπτούσης έν τοΐς άγαθοΐς έργοις τής ψυχής
αυξάνονται έν αύτή. Εϊτα διδάσκει ή θεία χάρις... τήν διάνοιαν ΐ πτασθαι πρώτον μέν περί τήν νοσσιάν (= φωλεάν) τής καρδίας, ήτοι τών λογισμών (τοϋτ’ έστιν άρεμβάστως κατά Θεόν εϋχεσθαι δυνάμει Πνεύματος). Ειτα δσω τροφήν στερεωτέραν τού Πνεύματος τής θεότητος λαμβάνει, τοσούτφ καί ίπτασθαι δύναται μειζό νως καί άνωτέρως ύπό του Πνεύματος δδηγουμένη καί διαβασταζομένη. Έπάν δέ λοιπόν άνδρωθή... άπό βουνού είς βου νόν καί άπό όρους εϊς δρος {τοϋτ’ έστιν άπό τού κόσμου τούτου εις τόν άνω κόσμον καί άπό τού αϊώνος τούτου εις τόν μακάριον καί άφθαρτον καί άπειρον αιώνα) εύκόλως ό νούς ίπταται έν πολλή άμεριμνίμ καί άναπαύσει ύπό τών πτερύγων τού Πνεύματος βασταζόμενος καί όδηγούμενος 'είς όπτασίας καί άποκαλύψεις’ μυστηρίων έπουρανίων καί εις θεωρίας πνευματικός άρρήτους, ώσπερ γλώσσα σαρκός λαλήσαι ού δύναται» (/// ΙΣΤ 2/ΟΓ 2). «...ψυχή γάρ ή καταξιωθεΐσα κοινωνήσαι τφ Πνεύματι τού φωτός αύτοΰ καί καταληφθεΐσα ύπό τού κάλλους τής άρρήτου δόξης αύ τοΰ, έτοιμάσαντος αύτήν έαυτφ είς καθέδραν καί οίκητήριον, όλη  φώς γίνεται καί όλη  πρόσωπον καί όλη  δφθαλμός... ώσπερ πϋρ, αύτό τό φώς τού πυρός, όλο ν όμοιον αύτφ έστί... οϋτω καί ή ψυχή ή καταληφθεΐσα τελείως ύπό τού άρρήτου κάλλους τής δόξης τού φωτός τού προσώπου Χριστού...» (Λ 2).
«Εισέρχεται τις κλΐναι γόνυ καί ή καρδία πληροϋται τής θείας έ νεργείας καί εύφραίνεται ή ψυχή μετά τού Κυρίου ώς νύμφη μετά νυμφίου... Καί συμβαίνει ότι, άσχολούμενος ούτος ( = δ άσκητής) πάσαν ή μέραν, έν μι$ ώρμ δίδωσιν έαυτόν είς εύχήν καί άρπάζε ται εις προσευχήν δ έσω άνθρωπος, είς άπειρον βάθος έκείνου τού αϊώνος έν ήδύτητι πολλή, ώστε ξενίζεσθαι τόν νοϋν όλο ν, δντα μετέωρον καί ήρπασμένον έκεΐ, ώστε κατ’ εκείνον τόν καιρόν λήθην έγγενέσθαι τοΐς λογισμοΐς τού φρονήματος τού έπιγείου, διά τό με στωθήναι τούς λογισμούς καί αίχμαλωτισθήναι είς τά θέΐα καί έ πουράνια...» (Η 1).
«Ποτέ μέν πλέον έκκαίεται καί άπτεται τό (= θειον) πϋρ (= είς τήν καρδίαν), ποτέ δέ ώς μαλθακώτερον καί πραΰτερον. Καί αύτό τό φώς κατά καιρούς τινας πλέον έξάπτεται καί λάμπει, ποτέ δέ ύ ποστέλλεται καί στυγνάζει. Καί αϋτη ή λαμπάς ( = ή ψυχή) πάντοτε καιομένη καί λάμπουσα, όταν  φαιδρυνθή πλέον, έν μέθη έξάπτεται τής άγάπης τού Θεού αύθις δέ κατ’ οικονομίαν ένδίδω σι, καίτοι συνόν τό φώς άμβλύτερόν έστιν» (Η 2).
«Έν άλλιρ δέ καιρφ αύτό τό φώς έν τή καρδία φαΐνον ήνοιγε τό ένδότερον καί βαθύτερον καί άπόκρυφον φώς, ώστε όλο ν τόν άνθρωπον καταποθέντα είς έκείνην τήν γλυκύτητα καί θεωρίαν μη κέτι έχειν έαυτόν... ώστε τόν άνθρωπον κατ’ έκεΐνον τόν καιρόν έλευθερωθέντα φθάσαι είς τά τέλεια μέτρα καί είναι καθαρόν καί έλεύθερον έκ τής άμαρτίας. ’Αλλά μετά ταϋτα ύπέστειλεν ή χάρις καί ήλθε τό κάλυμμα τής έναντίας δυνάμεως φαίνεται δέ πως μερικώς καί έστη είς ένα βαθμόν κατώτερον τής τελειότητος» (Η 3).
«... των μέν ούν αγίων ή θεοειδής τοϋ Πνεύματος εϊκών από τοϋ νϋν Ενδον, ώσπερ Εντυπωθεΐσα, καί τό σώμα θεοειδές Εξω καί ούρα νιον Επεργάσεται» (Περί έλευθερίας νοός 25).
ΕΡΓΑ
Λόγοι 64 (Συλλογή I). Ή εκτενέστερη καί λιγότερο γνωστή από τίς συλλογές. Ό 1ος Λόγος ταυτίζεται μέ τήν περίφημη Μεγάλη ’Επιστολή, γιά τήν όποια βλ. παρακάτω, καί ό 40ός επίσης είναι Επιστολή. Ό 62ος 122 βρίσκεται στά Εργα των Κλήμη Άλεξανδρέα καί Μαξίμου Όμολογητή (GCS 17 [1969] 221223) καί άρα είναι νόθος.
Όμιλίαι πνευματικοί 50 (Συλλογή 11). Ή γνωστότερη καί πιό φροντισμένη συλλογή.
Λόγοι 43 (Συλλογή 111). ’Από αύτούς 15 περιέχονται στην Συλλογή II καί 8 στην Συλλογή 1. Έκδόθηκαν γιά πρώτη φορά τό 1961.
Μεγάλη Επιστολή. Σπουδαίο νηπτικοασκητικό κείμενο σέ μορφή πραγματείας. Ό Εκδότης της W. Jaeger τήν θεωρεί έξαρτώμενη άπό τό έργίδιο «Περί τού κατά Θεόν σκοπού» τοΰ Γρηγορίου Νύσσης, Ενώ ό R. Staats υποστήριξε άρκετά πειστικά, φρονούμε, ότι ό Γρ. Νύσσης διασκεύασε τήν παρούσα Επιστολή, πού μέρος της βρίσκεται στήν μακαριανική 'Ομιλία 40 (Συλλογή 11). 'Ο Μακάριος Εδώ ύπερασπίζεται τόν άσκητισμό των κύκλων του καί άπαλείφει τίς παρεκκλίσεις τους.
Όμιλίαι 7. Δύο χειρόγραφα τής Συλλογής II περιέχουν ασύνδετες καί 7 ομιλίες, άπό τις όποιες ή 2 καί ή 5 βρίσκονται στήν συλλογή III, Ενώ οί
Πραγματεία! (ή Λόγοι) 7. Περί φυλακής καρδίας (είναι αποσπάσματα άπό τήν συλλογή 1). Περί τελειότητος, Περί προσευχής, Περί υπομονής, Περί ύψώσεως τοϋ νοός, Περί αγάπης καί Περί έλευθερίας νοός. Οί πραγματείες 27 είναι άποσπάσματα τής Συλλογής IV, πού περιέχεται στην Συλλογή I, καί παρουσιάζονται επίσης μέ τήν μορφή 150 Κεφαλαίων: PG 34, 821968. ΒΕΠ 42, 179252. 'Υπάρχουν ανέκδοτες καί άλλες συναγωγές άποσπασμά των άπό όμιλίες μακαριανικές.
Μεταφράσεις. Ενωρίς τά μακαριανικά έργα μεταφράστηκαν ή διασκευάστηκαν σέ άρχαΐες Ανατολικές γλώσσες (συρίακή, κοπτική, αραβική, Αρμένική, γεωργιανή, αίθιοπική) καί στήν σλαβική. 'Η ερευνά τους είναι Ακόμη στήν Αρχή, Αλλά γνωρίζουμε ότι κείμενα των μεταφράσεων αύτών Απουσιάζουν άπό τίς έλληνικές συλλογές καί άρα είναι κατά τεκμήριο νόθα. Σημειώνουμε μόνο ότι παλαιότερη μετάφραση είναι ή συριακή, πού έγινε τό 534 (έκδίδεται άπό τόν W. Strothmann, Die syrische Obcrlicferung der Schriften des Makarios. Tcil 1 [Syrischer Text] und Teil 2 [γερμανική μετάφραση], Wiesbaden 1981), ενώ μεγαλύτερη σημασία έχει ή αραβική (σέ χρήση κοπτών) Συλλογή (IV), πού Αποδίδεται στόν Συμεών Στυλίτη καί περιέχει τμήματα των ελληνικών Συλλογών I, II καί III. Τά κείμενα τής IV μετέφρασε στήν γερμανική ό W. Strothmann, Makarios/Symeon. Das arabische Sondergut, Wiesbaden 1975. Βλ. CFG II 24202427.
ΕΥΠΡΕΠΙΟΣ ΠΑΛΤΟΥ. Ό Σεβήρος, μονοφυσίτης επίσκοπος ’Αντιόχειας (513518), στό έργο του Contra additiones Juliani (έπισ κόπου 'Αλικαρνασσού) Αναφέρει ύπομνήματα Contra Adelphios μεσσαλιανοϋ, τόν όποίο προσπάθησε νά κερδίσει στήν όρθοδοξία ό Φλαβιανός ’Αντιόχειας (380403). Στό Κατά ’Αδελφιού τούτο ύπόμνημα ό Σεβήρος βρήκε χωρίο 67 Αράδων κάποιου Εύπρεπίου έπισ κόπου Πάλτου (δυτικά τής Λαοδίκειας στήν Συρία). Τό χωρίο Ανήκε σέ είδος έκθέσεως τών μεσσαλιανικών Αντιλήψεων καί Απευθυνόταν πρός τόν Παυλΐνο ’Αντιόχειας (+ 388;). Προφανώς ό Εύ πρέπιος έναντιώθηκε στούς μεσσαλιανούς παράλληλα μέ τόν συντάκτη τών Μακαριανικών έργων, μέ τά όποια όμως δέν γνωρίζουμε Αν είχε κάποια σχέση. ’Έκδοση: R. Hespel: COSCO 295 (1968) 34, όπου τό συριακό κείμενο, καί COSCO 296 (1968) 2829, όπου γαλλική του μετάφραση. 















91.       ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΝΕΟ ΑΡΕΙ ΑΝΟΣ
α. 'Υπόμνημα εις Ίώβ β. Διαταγαί ’Αποστόλων γ. Άποστολικοί κανόνες δ. Έπιστολαί ψευδοΊγνατίου
Στην εποχή τοΟ 355380 περίπου ήκμασε κι έδρασε ό νεοαρείανός Ίουλιανός. Έζησε μάλλον στήν ’Αντιόχεια, άναμΐχτηκε με δικό του σιωπηρό τρόπο στις θεολογικές συζητήσεις τής εποχής κι έγινε υπομνηματιστής, συμπιλητής καί φαλκίδευτής έκκλησιαστικών κειμένων. Γνώριζε τήν ερμηνευτική παράδοση τής ’Αλεξάνδρειας καί τής ’Αντιόχειας, τήν κανονιστική γραμματεία τής Εκκλησίας καί τόν τρόπο νά κυκλοφορεί τίς άπόψεις του μέσω κειμένων του πού δέν αναφέρουν τό όνομά του. Θεολογικά ήταν τοποθετημένος μέ τούς νεοαρειανούς (Άέτιο, Εύνόμιο) ή τό λιγότερο κινήθηκε μεταξύ αυτών καί των όμοιων. Γιά τήν ζωή του δέν γνωρίζουμε τίποτα, ούτε μπορούμε νά τόν ταυτίσουμε μέ άλλον σύγχρονό του Ίουλιανό.
Τό όνομα τού Ίουλιανοΰ βρίσκεται στίς ερμηνευτικές Σειρές στόν Ίώβ. Ταυτίζοντας μ’ ευκολία τό πλήθος ερμηνευτικών αποσπασμάτων, πού φέρουν τό όνομα τούτο, μέ τό ανώνυμα παραδιδόμενο στά χειρόγραφα (Paris gr. 454 καί 169) ύπόμνημα στόν Ίώβ, έχουμε τόν συντάκτη τού τελευταίου, πού από παρανόηση είχε θεωρηθεί έργο τού Ίουλιανοΰ Άλικ(αρνασσέα) ή τού ’Ωριγένη. Ό D. Hagedorn, βάσει των παραπάνω χειρογράφων καί τών Σειρών, έξέδωκε κριτικά (1973) τό ύπόμνημα τούτο καί μέ συγκριτική μελέτη στερέωσε τήν παλαιότερη ύπόθεση ότι ό συντάκτης του Ίουλιανός ταυτίζεται μέ τόν άνώνυμο συμπιλητή τής κανονιστικής συλλογής Διαταγαί τών ’Αποστόλων, όπως καί μέ τόν άνώνυμο συντάκτη τών λεγάμενων έκτενών ψευδοιγναπανών Επιστολών. Πράγματι τά παράλληλα χωρία στά κείμενα αυτά είναι πολλές φορές εντυπωσιακά. Τό ϊδιο πα ρατηρεΐται καί γιά θεολογικά σημεία τους. Επομένως ή πρόταση τού
Hagedorn είναι δικαιολογημένη καί μάς ύποχρεώνει νά περιλάβουμε τά τρία κείμενα στό παρόν κεφάλαιο. Τό άσθενές σημείο τής προ τάσεως είναι ή έλλειψη κοινής γιά τά τρία έργα ορολογίας, κάτι πού ίσως εξηγεί ό συμπιληματικός χαρακτήρας τής έπεμβάσεως του Ίου λιανοΰ σέ ύλικό παλαιότερο. Διατυπώθηκε άκόμα ή μή εύλογοφα νής υπόθεση ότι τά τρία κείμενα συμπιλήθηκαν σέ οργανωμένο εργαστήριο κατασκευής ψευδεπιγράφων, όπου έργαζόταν όλόκληρη ομάδα ειδικών μέ κάποιον επικεφαλής (Μ. Metzger).
'Υπόμνημα εις τόν Ίώβ. Κείμενο μεγάλης σημασίας, κυρίως διότι, φαίνεται, είναι τό πρώτο σωζόμενο ύπόμνημα τής αρχαίας Εκκλησίας στόν Ίώβ. Ό Ίουλιανός, άκολουθώντας τήν αλεξανδρινή ερμηνευτική παράδοση καί γνωρίζοντας τήν άντίοχειανή, έγινε πρωτοπόρος τής ερμηνείας τοΰ Ίώβ, χρησιμοποιώντας μάλιστα τό κείμενο του Λουκιανού, πού επικρατούσε στήν Μικρασία καί τήν ’Αντιόχεια. Μέ τά μεταγενέστερα σχετικά ύπομνήματα τού Διδύμου, τοΰ Όλυμπιοδώρου καί τοΰ Χρυσοστόμου δέν έχει σχέση τό έργο τοΰ ’Γουλιανού. ’Αλλά καί οί συγκεκριμένες πηγές του, άν είχε, μάς είναι άγνωστες. Στό έργο δέν γίνονται άναφορές στίς θεολογικές διαμάχες τής εποχής. Μερικές φράσεις του όμως στά κεφάλαια 37, 2223 καί 38, 2729 προδίδουν τήν θεολογική του τοποθέτηση. Ή προβληματική του σχετικά μέ τήν γέννηση τού Υίοΰ από τόν Πατέρα είναι σχεδόν όμοια μ’ εκείνη τού Άετΐου καί των όμοιων. Ό Υιός δέν είναι όμοούσιος, ούτε όμοιούσιος, δέν έχει μετουσΐα στήν φύση τού Πατέρα, εφόσον αύτός είναι άπαθής καί μέ τήν γέννηση θά πάθαινε τροπή. Τό ιδιαίτερο έπιχείρημά του, γιά νά τονίσει τήν μοναδικότητα τού Υιού, είναι ότι μόνος ό Υίός γεννήθηκε «άμεσιτεύτως» καί γΓ αύτό είναι «άτρεπτος» καί «άφθαρτος» σέ άντίθεση μέ τά κτίσμα τα, πού προήλθαν μέ τήν μεσιτεία τοΰ Υίοΰ καί γΓ αύτό είναι τρεπτά κτιστά. Τό ίδιο έπιχείρημά βρίσκουμε καί στίς Διαταγές των ’Αποστόλων (Η' 12, 7). Ή ορολογία καί ή προβληματική αυτή όδήγη σαν τόν Hagedorn στήν χρονολόγηση τού υπομνήματος στά έτη 357365 καί τόν Metzger στήν εποχή τοΰ 360. Προσεκτική μάλιστα σύγκρισή τους μέ τήν προβληματική καί τήν ορολογία των κειμένων των Γεωργίου Λαοδικείας καί Βασιλείου Άγκύρας (Έπιφανίου, Πανάριον 73) δείχνουν ότι θά μπορούσαμε νά τοποθετήσουμε τό έργο τοΰ Ίουλιανοΰ στήν εποχή τοΰ 358/9.
D. HAGEDORN, Der Hiobkommentar des Arianers Julian, Berlin 1973. Μεταφράστηκε στά λατινικά άπό τόν Βενεδικτίνο J. Perionius (+ 1559) καί ό Πρόλογός του στήνάρ μενίκή: OC I 1 (1911) 2631.
L. DIEU: Melanges Ch. Moeller, I, Louvain 1914, σσ. 192196. R. DRAGUET: RHE 20(1924)3865. H. LIETZMANN, Catenen. Mitteilungen iiber ihre Geschichte und hand schriftliche Oberlieferung, Freiburg i. Br. 1897, σσ. 2834.
Διαταγαί των αγίων αποστόλων διά Κλήμεντος. Τό εκτενέστερο κανονιστικό έργο τής αρχαίας Εκκλησίας. Συμπιλήθηκε μάλλον στην Αντιόχεια περί τό 380 καί φυσικά δέν έχει ένότητα θεματικής καί ορολογίας. Τό ψευδεπίγραφο τοΰτο έργο άποτελεΐται από 8 βιβλία, πού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό καί δίνουν εντολές καί ό δηγίες δήθεν των ‘Αποστόλων στους λαϊκούς καί τούς κληρικούς. Είναι αποτέλεσμα έλαφρής έπεξεργασίας παλαιού ύλικοΰ, τό όποίο κυριαρχεί. Τά βιβλία Α'ΣΤ' άντλοϋν άπό την «Διδασκαλίαν τών Αποστόλων» (βλ. Α' τόμο Πατρολογίας, σσ. 380382) καί συμβουλεύουν τούς λαϊκούς (Α'), όρίζουν την θέση καί τήν συμπεριφορά τών κληρικών στήν Εκκλησία (Β'), άναφέρονται στίς χήρες (Τ'), στά ορφανά (Δ') καί τούς μάρτυρες (Ε') καί ομιλούν αποτρεπτικά περί τών σχισμάτων στήν Εκκλησία. Τό βιβλίο Ζ' αντλεί άπό τήν «Διδαχήν τών Αποστόλων» κι έπεκτείνεται στήν θεία Ευχαριστία καί περισσότερο στό Βάπτισμα. Τό βιβλίο Η', πού είναι καί τό σπουδαιότερο, άντλεΐ άπό τήν «Άποστολικήν παράδοσιν» (ή άλλιώς «Διά ταξιν Αιγυπτιακήν Εκκλησιαστικήν»' βλ. Α' τόμο Πατρολογίας, σσ. 377/8) καί άπό άλλες άγνωστες γιά μάς πηγές καί παρουσιάζει έκτενώς τήν λειτουργική πράξη τής ’Αντιόχειας, τήν τάξη χειροτο νίας τού επισκόπου, τού πρεσβυτέρου καί τού διακόνου καί τίς ποικίλες χειροθεσίες. Τά διάφορα τμήματα τού κειμένου είσάγονται ώς έντολές τών ’Αποστόλων καί αύτές πάλι μεταδίδονται δήθεν μέσω τού Κλήμη Ρώμης.
Εξαιρετικής καί μοναδικής σημασίας είναι ότι, γιά νά παρουσιάσει τήν χειροτονία τού επισκόπου, καταγράφει ολόκληρη τήν θεία Λειτουργία (Η' 515). Στό σημείο μάλιστα πού πρόκειται νά άρχίσει ή Αναφορά ύπαγορεύει δήθεν τό κείμενο ό άδελφόθεος Ιάκωβος (12). Τό κείμενο τούτο τής Λειτουργίας είναι τό άρχαιότερο καταγραμμένο, εκτός άπό τήν ’Αναφορά ττ\ς«Άποστολικής παραδόσεως» καί τού παπύρου τής Der Balyzeh, πού άνάγονται στόν Γ' αΐ. Ή παρούσα Λειτουργία τών Διαταγών τών Αποστόλων, πού όνομάζεται καί «Κλημέντιος», δέν φαίνεται νά είναι άκριβώς αύτή πού τελούσε ή άν τιοχειανή Εκκλησία, άλλά συναγωγή σχετικών εύχών, έπικλήσεων κι εκφωνήσεων, πού γενικά χρησιμοποιούσαν οί Εκκλησίες τού πα λαιστινού καί άντιοχειανοΰ χώρου. Ειδικά όμως τά λειτουργικά στοιχεία τού κειμένου είναι μάλλον αύτούσια, χωρίς σοβαρές παρεμβάσεις τού Ίουλιανοΰ, πού άρκέστηκε νά συνάξει όσες ευχές κι επικλήσεις γειτονικών τοπικών Εκκλησιών θεωρούσε άπαραίτητες ή άξιόλο γες. Μολονότι λοιπόν ή Κλημέντιος Λειτουργία μάλλον δέν είναι ά κριβής καταγραφή τής λειτουργικής πράξεως τής ’Αντιόχειας, άπο τελεΐ καθαρή καί πλούσια είκόνα τής λειτουργικής πράξεως τής περιοχής, κάτι πού έχει τεράστια σημασία, διότι τό κείμενο καθεαυτό,
όντας φιλολογικό, έμεινε αναλλοίωτο έκτοτε, χωρίς δηλαδή την εξέλιξη πού γνώριζαν τά καθαυτό λειτουργικά κείμενα. Παράλληλα διαπιστώνουμε ότι τά στοιχεία της είναι καί πολύ άρχαιότερα του 380, γεγονός πού επιτρέπει νά πιστεύουμε ότι έχουμε αποκρυστάλλωση τού διαγράμματος τής λειτουργικής πράξεως ήδη από τόν Γ' αί., πού όμως έπέτρεπε την αυξομείωση των στοιχείων του.
Τό όλο έργο «Διαταγαί» προϋποθέτει βέβαια ποικίλο παλαιό υλικό πού γνώρισε πολλές επεξεργασίες, αλλά την τελική του μορφή οφείλει σ’ ένα πρόσωπο, στόν Ίουλιανό (Hagedorn, σσ. XLIXLVII). Ό Ίουλιανός τό προσέγραψε στόν Κλήμη Ρώμης γιά νά εξασφαλίσει τήν κυκλοφορία του καί νά καλύψει τήν άρειανικότητά του. Ή ’Εκκλησία ενωρίς υποπτεύτηκε τό έργο καί οττ\ν Πενθέκτη Οίκουμ. Σύνοδο (692) τό καταδίκασε ώς αιρετικό (κανόνας 2). Ό νεοαρεια νός συμπιλητής αποφεύγει νά χρησιμοποιήσει γιά τόν Υίό τούς όρους άνόμοιος ή μή όμοούσιος, άλλά ή δήθεν άκίνδυνη φρασεολογία του, όπως
«βαπτίζομαι εις ένα άγέννητον μόνον άληθινόν θεόν παντοκράτορα... καί εϊς τόν Κύριον Ίησοϋν τόν Χριστόν, τόν μονογενή αύτοϋ Υίόν... τόν πρό αιώνων εύδοκίςι τοΰ Πατρός γεννηθέντα, ού κτι σθέντα» (Ζ' 41, 45)· καί ό Πατήρ «γεννήσας βουλήσει καί δυνάμει καί άγαθότητι άμεσιτεύτως» (Η' 12, 7).
όδηγοϋν στήν θεολογία τοϋ Εύνομίου. ’Έτσι ό καθαυτό «άληθινός θεός» είναι «μόνος» ό «Παντοκράτωρ» Πατέρας, πού γεννά «βου λήσει» καί όχι «φύσει», όπως δίδασκαν οί ορθόδοξοι. Άλλά καί σέ άναλυτική ομολογία πίστεως άίδιος είναι «μόνον» ό Πατέρας, ό Υίός είναι άπλώς «πρωτότοκος πάσης δημιουργίας» καί τό άγιο Πνεύμα έχει «ποιητήν» τόν Πατέρα, επομένως είναι κτίσμα, τό πρώτο των λειτουργικών πνευμάτων, σύμφωνα καί μέ γραφή χειρογράφου (Αθηνών 1435) τοΰ ΙΒ' αί. Πρόκειται γιά τό χωρίο Η' 12, 8, από τό όποίο οί νεώτεροι άντιγραφεΐς, γνωρίζοντας τήν κακοδοξότητα τής διατυπώσεως, άφήρεσαν τήν επίμαχη φράση. Ή παραπάνω ομολογία στό κρίσιμο σημείο:
«'Ημείς δέ..., τόν ιερόν καί εύθύ λόγον κηρύσσοντες τής εύσεβείας, ένα μόνον Θεόν καταγγέλλομεν... των δντων δημιουργόν, τοΰ Χρίστου Πατέρα... άίδιον καί άναρχον... ού δεύτερον όντα ή τρίτον ή πολλοστόν, άλλά μόνον άιδίως... Θεόν καί Πατέρα του μονογε νοϋς καί πρωτοτόκου πάσης δημιουργίας, ένα Θεόν ένός Υίοΰ Πατέρα, ού πλειόνων, ένός Παρακλήτου διά Χρίστου καί των άλλων ταγμάτων ποιητήν» (ΣΤ' 11, 12).
Ό σεβασμός τόν όποίο δείχνει τό κείμενο στόν «Νόμον» καί τούς Προφήτες είναι γενικής φύσεως, ένώ ή περίεργη πρόταση τής άργίας του Σαββάτου (Η' 33) καί μερικές παλαιοδιαθηκικές προσευχές κα τανοοΰνται καλύτερα ώς άπηχήσεις παλαιότερων πηγών, παρά ώς
ίουδαΐζουσες τάσεις τοΰ συμπιλητή, όπως υποστηρίχτηκε (Bousset). Συχνά μάλιστα καταδικάζει τούς 'Ιουδαίους καί τόν συνεορτασμό τοϋ Πάσχα μέ αυτούς (Ε' 17, 12). Επομένως τό κείμενο δέν μπορεί νά προήλθε από ίουδαΐζοντες χριστιανούς τής ’Αντιόχειας, όπως πρό τεινε ό Π. Χρήστου (ΘΗΕ 4, 1182).
Ό Ίουλιανός άσχολήθηκε μέ τις «Διαταγές των Αποστόλων» μάλλον μετά την σύνταξη τοϋ υπομνήματος στόν Ίώβ καί σ' εποχή πού έλειψε κάθε αύτοκρατορικό έρεισμα γιά τούς άρειανούς μέ τόν θάνατο τοΰ Ούάλη (378), άν κρίνουμε άπό τήν φροντίδα του νά κρύβει τό φρόνημά του καί νά μήν εκφράζεται σαφώς κατά των «όμοου σιανών», όπως έκανε στό προηγούμενο έργο του.
Μεταφράστηκαν στήν λατινική, στήν άραβική καί τήν αίθιοπική


ποιο καταχωρίζονται τά κανονικά πλήν τής Άποκαλύψεως βιβλία τής Π καίΚΔ. Σ’ αύτά συμπεριλαμβάνονται τά βιβλία των Μακκα βαίων καί μάλιστα δύο Επιστολές Κλήμη Ρώμης καί οί Διαταγές ’Αποστόλων τοϋ ίδιου, τίς όποιες «ού χρή δημοσιεύειν επί πάντων διά τά έν αύταίς μυστικά», κάτι πού λεγόταν συνήθως στά ψευδεπίγραφα καί άπόκρυφα έργα.
Πρόκειται γιά σπουδαιότατη συλλογή, τήν σπουδαιότερη μέχρι τότε, ή όποια είχε άποτελεστεΐ πρίν άπό τήν συμπίληση των Διαταγών καί ή όποια στό περιεχόμενο μοιάζει μέ τούς κανόνες τής συνόδου τής ’Αντιόχειας (341) καί τής Λαοδίκειας (τέλος του Δ' αί.). Χρησιμοποιήθηκε κυριολεκτικά ώς πηδάλιο κανονιστικό τοϋ εκκλησιαστικού βίου καί τό 692 ένδύθηκε συνοδικό κύρος άπό τήν Πενθέκτη Σύνοδο (2ος κανόνας), χωρίς όμως νά γίνει πιστευτή καί ή άποστο λική της προέλευση. Ό Διονύσιος Exiguus ( + 545) μετέφρασε στήν λατινική τούς 50 πρώτους κανόνες κι έτσι τό έργο χρησιμοποιήθηκε ευρέως καί στήν Δύση. Μεταφράστηκαν ακόμη στήν συριακή, τήν κοπτική, τήν αρμένική, τήν αραβική, τήν γεωργιανή καί τήν αίθιο πΐκή (CPG 1 1740).
Εκτενείς Έπιστολαί τού ψευδοΊγνατίου. Πρόκειται γιά διασκευή (περί τό 380) των επτά γνησίων Επιστολών τού Ιγνατίου (πρός Έ~ φεσίους, Μαγνησιεϊς, Τραλλιανούς, Ρωμαίους, Φιλαδελφεΐς, Σμνρ ναίονς καί Πολύκαρπον), στις όποιες προστίθενται καί έξι νέες, δηλαδή Μαρίας πρός Ιγνάτιον, Πρός Μαρίαν, Πρός τούς έν Ταρ σώ, Πρός Άντιοχεϊς, Πρός "Ηρωνα Διάκονον καί Πρός Φιλιππη σίους. ’Ήδη άπό τόν ΙΖ' αι. ό συντάκτης των κειμένων τούτων είχε ταυτιστεί μέ τόν συμπιλητή των Διαταγών τών ’Αποστόλων (J. Ussher, Polycarpi et Ignatii epistulae, Oxford 1644, σσ. LX11I έξ.). Καί ό μνημονευθείς Hagedorn στερέωσε τήν άποψη ότι ό κοινός αύτός συντάκτης είναι ό Ίουλιανός (σσ. XXXVIIL11), πού άφησε στό φαλ κιδευτικό καί ψευδεπίγραφο τούτο έργο του ίχνη τών νεοαρειανικών του άντίλήψεων.
92.       ΠΕΤΡΟΣ Β' ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (+ 373380)
ΓΕΝΙΚΑ
Στό στενό περιβάλλον τοϋ Μ. ’Αθανασίου έζησε κι έδρασε ό πρε σβύτερος Πέτρος, τόν όποίο καί υπέδειξε ό ’Αθανάσιος ώς διάδοχό του. "Ο Πέτρος έγινε (373) επίσκοπος μέ κανονική εκλογή κι επιδοκιμασία των πιστών, αλλά ό έπαρχος Παλλάδιος, μ’ εντολή τοϋ αύ τοκράτορα Ούάλη, επιτέθηκε στόν ναό τοϋ άγ. Θεωνα γιά νά συλλάβει τόν Πέτρο. Αυτός κατόρθωσε νά διαφύγει καί μέ πλοίο ταξίδεψε στήν Ρώμη, όπου βρήκε φιλικό κλίμα. Ό Παλλάδιος, άφοϋ εκδίωξε τούς ορθοδόξους, κακοποίησε καί φόνευσε άφιερωμένες παρθένες, εξόρισε καί φόνευσε ορθόδοξους έπισκόπους καί πρεσβυτέρους, έγκα τέστησε τόν άρειανόφρονα Λούκιο στόν επισκοπικό θρόνο, μέ τήν βοήθεια τοϋ ’Αντιόχειας Εύζωίου καί κάποιου Μάγνου. Τά γεγονότα καταγράφονται από τούς ιστορικούς Θεοδώρητο (Έκκλ. ιστορία Δ' 1722), Σωκράτη (Έκκλ. ιστορία Δ' 21) καί Σωζομενό (Έκ κλησ. ιστορία ΣΤ' 19) καί άπό τόν ϊδιο τόν Πέτρο στήν Εγκύκλιον έπιστολήν του.
Στήν Ρώμη ό Πέτρος έμμεσα ή άμεσα επηρέασε τήν εκκλησιαστική τακτική τοϋ Δαμάσου. Οί δύο άνδρες άντιτάχτηκαν στήν προσπάθεια τοϋ Μ. Βασιλείου νά αναγνωριστεί στήν ’Αντιόχεια ό ορθόδοξος Μελέτιος καί νά καταδικαστεί ό Μάρκελλος Άγκύρας (καί ώς μαθητής αύτοϋ ό Παυλΐνος). Τελικά έφθασαν στήν καταδίκη τοϋ Μαρκέλλου καί τοϋ Άπολιναρίου, άλλά ύπεράσπιζαν πάντα στήν ’Αντιόχεια τόν Παυλΐνο.
Τό θέρος τοϋ 378 ό Πέτρος έπέστρεψε στήν έδρα του καί ό λαός εκδίωξε τόν Λούκιο. Στίς 28 Φεβρουάριου ό Θεοδόσιος κυκλοφόρησε έδικτο, πού διακήρυττε ότι ορθόδοξος είναι όποίος συμφωνεί μέ τόν Πέτρο καί τόν Δάμασο Ρώμης. Λίγο αργότερα ό Πέτρος άναμί χτηκε στά έκκλησιαστικά τής Κωνσταντινουπόλεως εις βάρος τοϋ αρχιεπισκόπου της Γρηγορΐου τοϋ Θεολόγου. Τόν Πέτρο εκτιμούσαν αρχικά οί καππαδόκες Πατέρες ώς άκόλουθο καί «θρέμμα» τοϋ Μ.
’Αθανασίου. Ό θάνατός του πρέπει νά τοποθετηθεί στις 14 Φεβρουάριου τοΰ 380.
Ό Πέτρος δέν υπήρξε θεολόγος, άλλα ή ανάμιξή του στά εκκλησιαστικά πράγματα έμμεσα έπηρέασε τά θεολογικά. “Εγραψε πάντως Επιστολές καί τουλάχιστον μία 'Ομιλία:
Εγκύκλιος επιστολή: Περιγράφει τά τής φυγής του άπό τήν ’Αλεξάνδρεια καί τούς διωγμούς των ορθοδόξων. Δέν σώθηκε ολόκληρη.
Διασώθηκαν αποσπάσματα λατινικά άπό τήν Epistula ad episcopos Aegyptios fidei causa exsules (PG 33, 12911292) καί έλληνικά άπό 'Ομιλίαν εις τό Πάσχα (Μ. Richard: SO 38 [1963] 80 έξ.).
ΛΟΥΚΙΟΣ, έπιβήτορας τού άλεξανδρινοϋ θρόνου (373378). 'Υπήρξε ά κραϊος οπαδός τοΰ Άρείου, επιχείρησε άνεπιτυχώς καί τό 367 νά γίνει επίσκοπος ’Αλεξάνδρειάς, πάλι μέ τήν βοήθεια τοΰ άρειανόφρονα αύτοκρά τορα Ούάλη. 'Υποστήριξε κι επέβαλε μέ βία τούς άρειανόφρονες στήν Αίγυπτο, άφοϋ έκδίωξε τούς ορθόδοξους επισκόπους καί πρεσβυτέρους. Δέν φαίνεται νά είχε άξιόλογη παιδεία άλλά έγραψε τουλάχιστον μία 'Ομιλίαν εις τό Πάσχα, άπό τήν όποια διασώθηκε απόσπασμα (βλ. F. Diecamp, Doctrina Patrum de incarnatione Verbi..., Munster i. W. 1907, σσ. 65 XV).
93.       ΣΥΝΟΔΟΣ SARAGOSSA (Caesaraugusta, ΙΣΠΑΝΙΑΣ) (380)
Ό πρισκιλλιανίσμός, πού βρήκε πρόσφορο έδαφος ιδιαίτερα στό βορειοανατολικό μέρος τής Ισπανίας, καταπολεμήθηκε σέ πολλές εκκλησιαστικές συνάξεις καί μάλιστα τό 380, στήν σύνοδο τής Saragossa. Έκεΐ προ ήδρευσε ό Ύδάτιος τής Merida καί καταδίκασε διδασκαλίες καί έθιμα των πρισκιλιανίστών, χωρίς οί κατηγορούμενοι νά προσέλθουν γι’ άπολογία. Τής συνόδου σώζονται όκτώ κανόνες εκκλησιαστικής ευταξίας, τήν οποία τάρασσαν ή άλλαζαν ό Πρισκιλλιανός καί οί οπαδοί του μέ τίς επικίνδυνες άσκητικοανανεωτικές τάσεις τους. Σύμφωνα μέ τούς κανόνες αυτούς αποκλείονταν οί γυναίκες άπό τίς επίσημες έκκλησιαστικές συνάξεις, καταδικάζονταν ή νηστεία τής Κυριακής καί οί έκκλησιαστικές παρασυναγωγές, άφοριζόταν όποίος μετέφερε τήν θεία Εύχαριστία εκτός των ναών, επιβαλλόταν ή καθημερινή παρουσία στους ναούς άπό τίς 17 Δεκεμβρίου μέχρι τήν έορτή των Επιφανειών κ.ά. Ό Ύδάτιος πέτυχε ακόμη, μέ κατηγορητήριο έγγραφο πρός τόν αύτοκράτορα Γρατιανό, νά προκαλέσει διάταγμα τού τελευταίου, πού καταδίκαζε τούς πρισκιλλιανιστές ώς μανιχαίους καί ψευδεπισκόπους.
MANSI, III, 633 έξ. PG 84, 315316.
J. Μ. BLAZQUEZ, Prisciliano, introductor del ascetismo en Hispania. Las fuentes. Estudio de la investigacion moderna. Γ Concilio Caesaraugustano: Zaragoza, Inst. Fernardo el Catolico 1980, σσ. 65121. J. ORLANDISD. RAMOSL1SS0N, Die Synoden auf der lbcrischen Halbinsel bis zum Einbruch des Islam (711), Paderborn Schoningh 1981, σσ. 3239.
94.       ΑΝΩΝΥΜΟΥ: Βίος Ευσεβίου Σαμοσάτων
Σέ συριακή γλώσσα ύπάρχει εκτενής Βίος του Ευσεβίου Σαμοσάτων (361380), ό όποίος συνδεόταν καί συνεργαζόταν μέ τούς'καπ παδόκες Πατέρες καί δή τόν Βασίλειο. Ό Ευσέβιος αντιμετώπισε τίς πιέσεις καί τήν οργή των αύτοκρατόρων Ίουλιανοΰ καί Κωνσταν τίου, εξορίστηκε (374378) άπό τόν Ούάλη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στήν σύνοδο τής Αντιόχειας του 379 καί, ένώ εργαζόταν γιά τήν εμπέδωση τής ορθοδοξίας στήν Συρία μέ τήν έγκατάσταση ορθόδοξων έπισκόπων, τόν φόνευσε (380) στήν Δολίχη τής Συρίας μία φανατική οπαδός τοϋ αρειανισμού. Τιμάται ώς μάρτυρας (22 καί 21 ’Ιουνίου άπό τήν ’Ανατολική καί τήν Δυτική Εκκλησία άντίστοιχα).
Ό συντάκτης τού Βίου, πού έγραψε λίγο μετά τόν θάνατο τού Ευσεβίου, παραμένει άγνωστος. ’Έδωσε κείμενο φροντισμένο καί δέν γνωρίζουμε άν είχε κάποιο ελληνικό πρότυπο. Πάντως στήν έλληνι κή σώζονται λείψανα πολύ μεταγενέστερης ακολουθίας πρός τιμήν τού Ευσεβίου. Ό Βίος μεταφράστηκε στήν άραβική.
Ρ. BEDJAN, Acta Martyrum et Sanctorum, VI, Paris 1896, σσ. 335377. Μετάφραση στήν γαλλική εις ΑΒ 85 (1967) 195240. "Ενας Βίος έλλην. του Ευσεβίου (εκδ. εις ΑΒ 85 11967] 515) είναι τό τμήμα πού αφιερώνει στον άγιο ό Θεοδώρητος Κύρου (Έκκλησ. ιστορία Δ' 1315).
95.       ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ (+ 381)
ΓΕΝΙΚΑ
Εντυπωσιακή φυσιογνωμία καί ομολογητής. Χωρίς νά είναι θεολόγος έγινε τό επίκεντρο των ένδοορθόδοξων αμφισβητήσεων από τό 360 μέχρι τό 381, όταν κοιμήθηκε προεδρεύοντας στήν Β' Οικουμενική Σύνοδο. Καταγόταν από τήν Μελιτηνή τής Μικρής ’Αρμενίας καί τό 358 έγινε επίσκοπος Σεβαστείας (’Αρμενίας), οί κάτοικοι τής όποιας δεν τόν δέχτηκαν, μένοντας πιστοί στόν έκθρονισμένο (ένεκα ήμιαρειανισμοϋ καί άλλων παρεκκλίσεων) πρώην επίσκοπό τους Εύστάθιο. Τό 359 ό Μελέτιος έδειξε κάποια συμπάθεια (βλ. Γρη γόριο Θεολόγο, Περί τόν εαυτού βίον: PG 37, 1135) πρός τούς όμοιους ή καί υπέγραψε σύμβολο πίστεώς τους (συνόδου Σελεύκειας). Τό γεγονός δέν φαίνεται νά έγινε πολύ γνωστό. Τό έπόμενο έτος (360), μέ υπόδειξη τού επικεφαλής των όμοιων ’Ακακίου Καισαρείας (Παλαιστίνης), κλήθηκε ό Μελέτιος νά γίνει επίσκοπος ’Αντιόχειας μέ τήν δυσεξήγητη συμφωνία όλων των άρειανών καί όλων των ορθοδόξων, πού μάλιστα υπέγραψαν κοινό «ψήφισμα» καί πού επιφύλαξαν ενθουσιώδη ύποδοχή στόν νέο επίσκοπό τους. Στήν ένθρονιστήρια ομιλία του, μέ θέμα τό κρίσιμο γιά τήν εποχή χωρίο «Κύριος έκτισέ με αρχήν όδών αύτοΰ εις έργα αυτού» (Παροιμ. 8, 22) (πού τού είχε δώσει ό ίδιος ό αύτοκράτορας, παρών στήν τελετή), ό Μελέτιος δέν χρησιμοποίησε τόν όρο «όμοούσιος», άλλά μέ άλλες εκφράσεις καί σχήματα έδειξε ότι ακολουθούσε τήν πίστη τής Νίκαιας καί ότι οπωσδήποτε δέν ήταν άρειανός. Οί ορθόδοξοι ένθουσιάστηκαν, ενώ οί άρειανοί, αφού άπέτυχαν νά τόν μεταπείθουν, τόν εξόρισαν αμέσως (361) στήν γενέτειρά του. ’Αλλά πλέον στήν ’Αντιόχεια επικρατούσε φοβερή εκκλησιαστική πολυαρχία. Μικρή ομάδα αυστηρών ορθοδόξων οπαδών τού εκθρονισμένου (330) Ευσταθίου ’Αντιόχειας είχε ώς επικεφαλής τόν ιερέα Παυλΐνο, τόν όποίο στήριζε ό Μ. ’Αθανάσιος καί ή Ρώμη. Ή πλειονότητα τών ορθοδόξων φανερά ή σιωπηρά άναγνώριζε τόν Μελέτιο, πού είχε στήν ’Αντιόχεια ώς έκπρο σώπους τούς λαϊκούς ακόμη Φλαβιανό (έπειτα ’Αντιόχειας) καί τόν Διόδωρο (έπειτα Ταρσού). Παράλληλα βέβαια υπήρχε ή κρατική εκκλησία τών άρειανών, ή κοινότητα τήν όποια ίδρυσε αργότερα ό Ά πολινάριος Λαοδικείας μέ τόν Βιτάλιο, καί ό Παυλΐνος, πού τό 362 έγινε επίσκοπος καί πού είχε κοινωνία μέ τούς οπαδούς τού Μαρ κέλλου Άγκύρας.
Τό 362 ό Μελέτιος επανήλθε στήν Αντιόχεια καί τό έπόμενο έτος τάχτηκε μέ σα νεια σέ σύνοδο) ύπέρ τού Συμβόλου τής Νίκαια καί τοϋ «όμοουσίου» μέ τήν επεξήγηση «ότι έκ τής ουσίας του Πα τρός 6 Υιός έγεννήθη καί όμοιος κατ’ οόσίαν τφ Πατρΐ» είναι. ’Έκ τοτε δέν ύπήρχε ή παραμικρή αμφιβολία γιά τήν όρθοδοξία του, γιά τήν όποια ύπέστη μέχρι τό 378 διωγμούς κι εξορίες καί γιά τήν (προφορική τουλάχιστον) έκφραση τής όποιας χρησιμοποίησε όλους τούς γνωστούς όρους, όπως βεβαιώνει ό Μ. Βασίλειος (Έπιστ. 266, 2). Δυστυχώς ό Μελέτιος άπέφυγε νά συναντήσει τό 363 τόν Μ. Αθανάσιο στήν Αντιόχεια καί τό σχίσμα τής Εκκλησίας αυτής πήρε τεράστιες διαστάσεις, διαιρώντας ’Ανατολή καί Δύση. Ό ’Αθανάσιος άρχικά καί ό Ρώμης μετά αναγνώριζαν ώς κανονικό επίσκοπο στήν ’Αντιόχεια τόν Παυλΐνο, ενώ οί καππαδόκες καί οί λοιποί ά νατολικοί γενικά τόν Μελέτιο, πού δοκίμασε πάλι καί πάλι τήν πικρία τής εξορίας (365367, 369378) στά Γήτασα τής ’Αρμενίας, κοντά στήν Νικόπολη.
’Από τό 371 ό Μ. Βασίλειος κατέβαλε πολλές προσπάθειες γιά τήν λύση του άντιοχειανοΰ σχίσματος, απευθυνόμενος πρός τόν Μ. ’Αθανάσιο, πού είχε μέγα κύρος, καί πρός τόν Ρώμης καί τούς δυτικούς, πού στήριζαν επίμονα τόν Παυλΐνο. Γιά νά έπέλθει ομόνοια στήν Εκκλησία τής ’Ανατολής ζητούσε άπ’ όλους νά αναγνωρίσουν τόν Μελέτιο, ώς τόν μόνο ορθόδοξο, διότι ό Παυλίνος χειροτονήθηκε αντικανονικά από τόν Λουκίφερ Cagliari καί προπαντός διότι ά σπαζόταν κακοδοξίες τού Μαρκέλλου.
'Η μετά τό 360 άνεπίληπτη όρθοδοξία τού Μελετίου, οί διωγμοί καί οί κακουχίες του, ή συνετή καί άφιλόδοξη στάση του καί ή προβολή πού τού έκανε ό Μ. Βασίλειος τόν άνέδειξαν σέ άνδρα έκκλη σιαστικό μεγάλου κύρους γιά όλη τήν ’Ανατολή. ’Έτσι, όταν φονεύτηκε (378) ό διώκτης τών ορθοδόξων Ούάλης κι ενώ τήν 1η ’Ιανουάριου 379 κηδεύτηκε ό πρώτος εκφραστής τής ορθοδοξίας Μ. Βασίλειος, ό Μελέτιος είχε τήν έμπιστοσύνη καί τήν αναγνώριση τών ορθοδόξων τής ’Ανατολής. Κάλεσε λοιπόν τό φθινόπωρο τού 379 περίπου 150 επισκόπους σέ σύνοδο στήν ’Αντιόχεια, όπου ήνωσε τούς ορθοδόξους καί προετοίμασε αποφασιστικά τό θεολογικό καί κανονικό έδαφος γιά τήν Β' Οικουμενική Σύνοδο. Πολυσήμαντο είναι ότι στήν σύνοδο τού 379 ό Μελέτιος επιδοκίμασε ομολογία πίστε ως, τήν όποια συνέταξε σύνοδος (;) τής Ρώμης (377) καί στήν όποια γιά πρώτη φορά ή Ρώμη μέ τόν Δάμασο επίσκοπο δέν ταύτιζε ύπο στάσεις καί ουσία στόν Θεό. "Ετσι ό,τι επίμονα «άξιούσε» ό Μ. Βασίλειος γινόταν τώρα πραγματικότητα μέ τόν Μελέτιο. Στήν Κωνσταντινούπολη (381) μέ τήν συγκατάθεση καί τούς επαίνους τού αύ τοκράτορα Θεοδοσίου έγινε πρόεδρος τής συνόδου καί πέθανε (τέλος Μαΐου 381) πρίν αυτή τελειώσει. Πλήν άλλων επικήδειο Λόγο εκφώνησε ό Γρηγόριος Νύσσης, ενώ άργότερα ό ’Ιωάννης Χρυσόστομος έγραψε δύο σχετικούς Λόχους. Την μνήμη του τιμά ή Εκκλησία στις 12 Φεβρουάριου.
ΕΡΓΑ
Ό Μελέτιος δέν υπήρξε γόνιμος συγγραφέας. "Εγραψε λίγα, σώθηκαν ελάχιστα καί του αποδόθηκαν έσφαλμένα περί τίς 10 ομιλίες (στην γεωρ γιανή 9 καί στήν αρμένική ένα απόσπασμα).
"Ομιλία εις Παροιμιών β' 22. Τήν έκφώνησε όταν ένθρονίστηκε στήν ’Αντιόχεια τό 360. Τήν διέσωσε ό Έπιφάνιος Κύπρου.
Επιστολή συνοδική πρός Ίοβιανόν τόν αύτοκράτορα. Τήν συνέταξε τό 363 καί τήν διέσωσαν οί Σωκράτης καί Σωζομενός.
Ό ’Ιωάννης Δαμασκηνός τού άποδίδει ένα απόσπασμα στά Ιερά παράλληλα (PG 96, 484) καί άγνωστος γεωργιανός συγγραφέας ή μεταφραστής 9 "Ομιλίες άνέκδοτες (CPG II 3425), μέ τίς όποιες δέν έχει σχέση.
96.       ΑΜΜΩΝ ΑΝΤΙΝΟΗΣ (;)
Μία από τίς πολλές ελληνικές πηγές γιά τόν βίο τοΰ Παχωμίου, γιά τήν δράση των μαθητών του καί τήν ζωή των κοινοβίων τους είναι καί ή «Επιστολή ”Αμμωνος έπιακόπου περί πολιτείας καί βίου μερικόν Παχωμίου καί Θεοδώραν» πρός Θεόφιλο ’Αλεξάνδρειάς (;), πού έπισκόπευε μεταξύ 385 καί 412. Κατά τό ίδιο τό κείμενο ό "Αμμων έγινε κοινοβιάτης γιά μερικά χρόνια στό Βαΰ τής Θηβαίδας, όπου ήγουμένευε ό Θεόδωρος Ταβεννησιώτης, άρα μετά τό 350. ’Άγνωστο γιατί μόνασε μετά γιά πολλά χρόνια στην Νιτρΐα. Τέλος έγινε επίσκοπος Άντινόης (;). Ό Θεόφιλος, άρα μετά τό 385, τοϋ ζήτησε νά γράψει ό,τι γνώριζε γιά τούς θαυμαστούς άνδρες Παχω μιο καί Θεόδωρο. Ό "Αμμων άνταποκρίθηκε, αλλά τό ενδιαφέρον του συγκεντρώνεται στήν έξαρση κυρίως του προσώπου του Θεοδώρου. Τά Ιστορικά του στοιχεία δέν συμφωνούν πάντα μέ όσα παραδίδουν οί κοπτικοί Βίοι τον Παχωμίου, παρουσιάζει ενίοτε ώς παχωμιανά κάποια λειτουργικά ήθη καί νοοτροπία των μοναχών τής Νιτρίας, άσχολεΐται κυρίως μέ τά προορατικά καί προφητικά χαρίσματα τών ήρώων του καί οπωσδήποτε δέν έχει τήν ένάργεια καί τήν πειθώ τοϋ αύτόπτη μάρτυρα. "Ισως διότι έλειψε πολλά χρόνια άπό τό κέντρο τοΰ παχωμιανοΰ μοναχισμού. Γιά τούς λόγους αυτούς άμφισβητήθηκε ή γνησιότητα τής «’Επιστολής», ενώ συζητεΐται ή ταυτότητα τοΰ "Αμμωνα καί τοΰ παραλήπτη Θεοφίλου.




Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |