ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 86. Βασίλειος Καισάρειας ο Μέγας

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

86. Βασίλειος Καισάρειας ο Μέγας



stylianos


(+ Τελευταίες ήμέρες τού 378)
Γενική θεώρηση
Εισαγωγή
Ό Μέγας Βασίλειος άνήκει στά ρηξικέλευθα πνεύματα τής ιστορίας, πού κυριολεκτικά δημιουργούν τήν Ιστορία καί τήν όρίζουν. Θεμελίωσε τήν καππαδοκική θεολογία, πού ήταν συνέχεια τής νικαϊκήςάθανασιανής καί πού όλο κληρώθηκε άπό τόν Γρηγόριο Θεολόγο καί τόν Γρηγόριο Νύσσης. Ό Β. τήν δράση του στήν θεολογία καί τήν Εκκλησία εγκαινίασε ακριβώς όταν άρχισε νά οδεύει πρός τό τέλος του ό Μέγας Αθανάσιος. "Οταν ό «στύλος» αυτός τής καθόλου Εκκλησίας έδινε τίς τελευταίες του άναλαμπές καί λύγιζε άπό τόν χρόνο, τούς διωγμούς καί τούς άδιάκοπους αγώνες, αναλάμβανε δράση ό Β., στήν Καισαρεία τής Καππαδοκίας, περί τό 364. Τό κέντρο τής θεολογίας μεταφέρθηκε άπό τήν ’Αλεξάνδρεια στήν Καισαρεία, μολονότι άκόμα ζοΰσε ό ’Αθανάσιος ( + 373). Καί άπό τό 370 ό χριστιανισμός όλόκληρος θά είναι στραμμένος στην Καισαρεία, μέχρι την κοίμηση τοΰ Β., καί στην Καππαδοκία γενικότερα μέχρι νά μετατοπιστεί τό βάρος πρός την Κωνσταντινούπολη, μάλιστα όταν θά γίνει τό 398 αρχιεπίσκοπός της ό ιερός Χρυσόστομος.
Ό Β. ύπήρξε πολυτάλαντη φυσιογνωμία. Άπέβη ό πιό διακεκριμένος ρήτορας τής εποχής του μέ παντοδαπή μόρφωση, στέρεη φιλοσοφική παιδεία καί θαυμαστά όργανωτικά προσόντα. ΤΗταν θεληματικός άνδρας καί πειθαρχημένος, μέ βαθιά αίσθηση τοΰ μέτρου, πολύ εύαίσθητος, κοινωνικός καί άσκητικός παράλληλα, έτοιμος νά θυσιαστεί γιά τήν άλήθεια, αυστηρός κι εύέλικτος, εφόσον δέν τραυματιζόταν ή άλήθεια.
Τρεις παράγοντες προσανατόλισαν κυρίως τήν σκέψη καί τήν δράση του: α'. Τό οικογενειακό του περιβάλλον, όπου έζησε καί γνώρισε εμπειρικά τήν Παράδοση τής Εκκλησίας. Ή Παράδοση του έγινε βίωμα καί νόρμα, κανόνας, μέ τρόπο άβίαστο. Στήν παράδοση τής γιαγιάς του Μακρίνας πρέπει νά ζητήσουμε τήν άγάπη καί τόν σεβασμό πού είχε ό Β. γιά τόν Ωριγένη. Ό λόγος είναι άπλός: ή Μακρινά μαθήτευσε στόν Γρηγόριο Θαυματουργό, ό όποίος γιά πολλά χρόνια σπούδασε στήν Σχολή τοΰ ’Ωριγένη, στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης. β'. Ή παιδεία, τήν όποια ό Β. άπέκτησε στήν Καισάρεια, τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Αθήνα, άντιπροσώπευε ό,τι καλύτερο μπορούσε τότε νά δώσει τό άνθρώπινο πνεύμα. Τήν έλληνική παιδεία τήν αγάπησε μέ πάθος καί τής δόθηκε τόσο πολύ, ώστε τήν έμαθε πλατιά καί τήν σπούδασε βαθιά όσο σπάνια κατορθώνουν οί άνθρωποι. Οί έλληνες ποιητές, οί τραγικοί καί οί φιλόσοφοι τόν σαγήνευαν. ’Έτσι, έγινε καί ή παιδεία ποταμός πού πότισε καί τήν τελευταία ΐνα τοΰ είναι του. Τόν έθελγε καί τόν αιχμαλώτιζε. "Ας σημειωθεί ότι σπούδασε ακόμα καί αστρονομία, μαθηματικά καί ιατρική. Εκείνο πού μόνο παρέλειψε νά σπουδάσει ήταν ή μουσική, γ'. Ό μοναχισμός καί ή χριστιανική άσκηση έγιναν τό συγκλονιστικότερο σχολείο γιά τόν Β. Στήν Αίγυπτο, κυρίως, γνώρισε, θαύμασε καί άρχισε νά μιμείται τόν τρόπο ζωής των άναχωρητών καί των θεοπτών τής ερήμου. 'Ό,τι αγαπούσε ό Β. τό έκανε πάντοτε ζωή του. Τό μέγεθος τής χριστιανικής άσκήσεως έγινε μέτρο, μέ τό όποίο έκρινε καί μετρούσε ό,τι άλλο είχε στό πνεύμα του: χριστιανική πίστη καί θύραθεν παιδεία. Γι’ αύτό κι ένώ πολλά σχέδιά του θ’ άλλάξουν άπό τις συνθήκες καί τις άπαιτήσεις των καιρών, ή άσκηση καί ή θεωρία τής άλήθειας (ή θεολογία) θά είναι τό μόνιμο στοιχείο τής ύπάρξεώς του, τό στημόνι του πνευματικού του βίου.

'Η έποχή καί τά προβλήματά της
'Η έποχή πού ό Β. σπούδαζε ήταν απελπιστική γιά τήν Εκκλησία. Στήν ’Ανατολή αύτοκράτορας ό Κωνστάντιος (337-361), ύπο στηρικτής των άρειανών καί διώκτης των ορθοδόξων, πού διασώζονταν ώς νησίδες. Τόν διαδέχτηκε ό σαγηνευτικός πρίγκηπας τού παγανισμού Ίουλιανός (361-363), πού άναζωπύρησε τήν εθνική θρησκεία καί κήρυξε επιφανειακή άνεξιθρησκεία. Ό Ούάλης (364378) μετά κορύφωσε τό δράμα των όρθοδόξων. "Εκανε ό,τι μπορούσε γιά νά έπιβάλει μέ συνόδους καί παρασυναγωγές τόν Αρειανισμό, έστω καί ήπιο, διώκοντας τούς ορθοδόξους. Οί κακόδοξοι αύλικοΐ τόν είχαν πείσει ότι κατανοούσε τά θεολογικά πράγματα καί ότι ό αρειανισμός μπορούσε νά γίνει συνεκτικός παράγοντας γιά ένα ισχυρό κι ενωμένο κράτος. Άπό τό 330 καί μετά εύνοήθηκαν άπό τήν εξουσία κι έπικράτησαν οί διάφορες άρειανικές καί ήμιαρειανικές ομάδες: όμοιοι, ανόμοιοι, όμοιουσιανοΐ. Οί λίγοι ορθόδοξοι εξαντλούνταν στήν άχαρη άλλ’ άναγκαία προσπάθεια νά δείξουν τό γιατί έμμένουν στήν πίστη πού κύρωσε ή Α' Οικουμενική Σύνοδος, τό 325, γιατί δέν είναι αύτοί πού αναστατώνουν τό κράτος καί προκαλοΰν διαρκώς νέες συνόδους. Οί κεφαλές των όρθοδόξων μέ κορυφαίο τόν ’Αθανάσιο ήταν συνήθως εξόριστοι, αλλά δέν έπαυαν τόν αγώνα. Μέχρι τά μέσα σχεδόν τής δεκαετίας τού 360 τό βάρος έκπροσωπήσεως καί ύ περασπίσεως τής ορθοδοξίας είχε ό ’Αθανάσιος, ακόμη καί όταν  βρισκόταν σ’ εξορία. Μέ τήν δράση του καί τά έκκλησιολογικά του κείμενα, έδειξε πόσο αδικαίωτες ήταν οί άρειανικές σύνοδοι μετά τό 330. Μέ τά θεολογικά του κείμενα θεμελίωσε τήν ορθόδοξη τρια δολογία καί άνέτρεψε όλα τά έπιχειρήματα τού αρειανισμού. "Ετσι ό Αρειανισμός φάνηκε θεολογικά εξαντλημένος. Ηταν εξασφαλισμένος πολιτικά κι αισθανόταν Αδύνατος θεωρητικά. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ό Εύνόμιος, πού έδωσε νέα έπιχειρήματα, νέο αίμα στόν Αρειανισμό. Ή αίρεση άπό τό 360 Απέκτησε νέα αίγλη, έγινε καί πάλι πειστική μέ τήν έπιφανειακή διαλεκτικότητα τής σκέψεως τού Εύνομΐου. Νέα λοιπόν Απειλή γιά τήν Εκκλησία καί ό ’Αθανάσιος, πού γερνούσε, θά έδινε τήν σκυτάλη στόν Βασίλειο νά έκθεμελιώσει τόν νεοαρειανισμό τού Εύνομΐου καί νά υψώσει τό όρθόδοξο Ανάστημά του στόν αύτοκράτορα καί στούς αύλικούς, πού κατευθύνονταν άπό τούς άρειανόφρονες. Καί όπως παλαιότερα μέ τόν ’Αθανάσιο, έτσι καί τώρα· δσο οί ορθόδοξοι όλο υ τού κόσμου έβλεπαν όρθιο τόν Β., αναθαρρούσαν δσο οί κακόδοξοι σκέπτονταν τόν μικρόσωμο «Ανυπότακτο» τής Καισάρειας, αποθαρρύνονταν.
'Η διαρκής ένασχόληση τών κορυφαίων θεολόγων μέ τόν Αρειανισμό είχε καί άλλες Αρνητικές συνέπειες. Οί θεολόγοι ποιμένες δέν ήταν απερίσπαστοι νά κατηχήσουν καί νά οικοδομήσουν τούς πιστούς, πού αυξάνονταν τότε μέ καταπληκτικό ρυθμό σέ όλα τά διαμερίσματα του ανατολικού καί τού δυτικού κράτους. Τά πλήθη των μοναστικών όμάδων καί οί άναχωρητές, ιδιαίτερα στήν Μικρασία, τήν Αρμενία καί τήν Συρία, χρειάζονταν καθοδήγηση. Οί μορφωμένοι χριστιανοί έπρεπε νά αισθάνονται δικαιωμένοι έναντι τής φιλοσοφικής σκέψεως. Ή θεολογία έπρεπε νά μιλάει τήν γλώσσα τού πνευματικού κλίματος τής εποχής γιά νά είναι κατανοητή. Ό λειτουργικός βίος χρειαζόταν έμπλουτισμό καί ή έκκλησιαστική ζωή ευταξία. Οί τοπικές Εκκλησίες έπρεπε νά «κοινωνούν» μεταξύ τους καί νά έχουν ένότητα πίστεως. Σέ όλες αύτές τίς επείγουσες ανάγκες, στις προκλήσεις τής έποχής, προσπάθησε ν’ άπαντήσει ό Β. Τό έκανε με έπιτυχία καί τό έργο του συνέχισαν συμπληρώνοντάς το οί Γρηγόριος Θεολόγος καί Γρηγόριος Νύσσης.

Ή δόμηση τής άλήθειας
Τήν πρώτη δραστηριότητά του ό Β. έμφανΐζει περί τό 359, οπότε είχε άποσυρθεΐ νά μονάσει πρώτα στά Άννησα κι έπειτα στό ασκητήριό του, στόν ”Ιρι ποταμό. Έκεΐ, μέχρι τό 364, έγραψε τά πρώτα έργα του, πού γενικά είναι οίκοδομητικά (Τά Ηθικά), συμβουλευτικά γιά τούς νέους καί καθοδηγητικάκανονιστικά γιά τούς μοναχούς.
Ό άσκητικός βίος καί ή άναχώρηση άπό τόν κόσμο δέν σήμαινε γιά τόν Β. άγνόηση τών προβλημάτων, πού γεννιούνται στό στήθος τού πιστού πού ζεΐ στόν κόσμο. ’Αντίθετα μάλιστα, οί Επιστολές του αποτελούν απόδειξη τής προσωπικής συμμετοχής του σ’ αυτά. ’Ακόμη περισσότερο, δεχόταν στήν έρημό του παιδιά φίλων του, τά φιλοξενούσε μερικές ήμέρες, τά νουθετούσε καί τά δίδασκε.
Τό γεγονός αύτό άκριβώς έγινε ή πρώτη αφορμή νά δει σέ όλη τήν έκτασή του ένα τεράστιο πρόβλημα πού σιγόκαιγε ατούς κόλπους τής Εκκλησίας, χωρίς άκόμα νά δίδεται γνήσια λύση. Τό ίδιο πρόβλημα θά αντιμετωπίσει ό Βασίλειος σέ όλη τήν ευρύτητα καί σέ όλη τήν όξύτητά του λίγο μετά τό 365, στήν Καισάρεια, όταν σκεπτόταν νά υπομνηματίσει τήν «Έξαήμερον» ατούς πιστούς.
Ποιό ήταν τό πρόβλημα; Τό πώς ή αλήθεια τής Εκκλησίας θά δοθεί, πώς θά εκφραστεί, πώς θά δομηθεί καί μέ τί μέσα. Ή γλωσσολαλία τής Εκκλησίας είχε περάσει άνεπιστρεπτί. Οί εποχές καί οί λαοί έχουν τήν γλώσσα τους, τό πνευματικό τους κλίμα, πού τό έκ φράζουν συγκεκριμένες δομές.
Οί μορφωμένοι νέοι καί τό μορφωμένο άκροατήριο τής Καισάρειας στό θέμα αύτό ζοΰσαν μία σύγχυση, ή όποια καί ανάγκασε τόν Β. νά προχωρήσει. Άπό τά μέσα δηλαδή τού Δ' αί. διαμορφώθηκαν σχετικά δύο τάσεις στην Εκκλησία. 'Η μία περιφρονοΰσε καί άπερ ριπτε την θύραθεν παιδεία, σχεδόν τήν άπεχθανόταν. Ή άλλη την υπερτιμούσε (ή πιό ασθενική τάση). "Οταν ήρθε ό Ίουλιανός (361363) καί απαγόρευσε ατούς χριστιανούς δασκάλους νά διδάσκουν στις εθνικές σχολές καί στά παιδιά των χριστιανών νά σπουδάζουν σ’ αυτές, ή σύγχυση έπιτάθηκε άφόρητα.
Προσέχοντας κανείς τά πρώτα κείμενα τού Β. καί μάλιστα τήν ομιλία του «Πρός τούς νέους, όπως άν έξ έλληνικών ώφελοϊντο λόγων», τήν έρμηνεία του στήν «Έξαήμερον», τήν ομιλία του «Εις τό πρόσεχε σεαντφ» καί τό «Κατά Εύνομίον», πείθεται ότι έμμεσα έχουμε απάντηση στό πρόβλημα τού πώς θά δομηθεί ή αλήθεια καί προσπάθεια διαλύσεως τής σχετικής συγχύσεως πού άναφέραμε. Στά τρία πρώτα άπό τά παραπάνω έργα του αγωνίζεται μέ ποικίλους τρόπους νά διακρίνει τήν αλήθεια άπό τήν ανθρώπινη σοφία καί νά καταδικάσει άμεσα ή έμμεσα όσους άποστρέφονταν τήν δεύτερη, τήν όποια θεωρεί χρήσιμη. Συγχρόνως τά πρώτα του έργα συνιστούν τήν πρακτική, τό Sitz im Leben τής θεωρίας του.
Δέν εχθρεύεται κανέναν φιλοσοφικό χώρο. Προσέχει τούς έλληνες ποιητές καί τούς τραγικούς. "Ολα στά χέρια του άποτελοΰν σχήματα, καλούπια, εικόνες, μορφές, πού είναι πολύ ώραια. Δέν έχει απόλυτες προτιμήσεις. Μέ τόση άνεση χρησιμοποιεί τήν γλώσσα καί τις δομές τής εποχής, ώστε νά πείθεται κανείς ότι ό Β. δέν μπορεί ούτε στιγμή νά εκφραστεί έξω άπό αυτές. 'Η πραγματικότητα αύτή άποτελεΐ επίτευγμά του, δέν είναι μειονέκτημα ενός θεολόγου, όπως θά νόμιζε κανείς.
Ό Β. προϋποθέτει μιά θεμελιώδη καί ορθή διαπίστωση. Η άλήθεια τού Θεού δέν έχει δική της γλώσσα γιά νά εκφραστεί. Γλώσσα καί δομικό ύλικό γιά τήν άλήθεια είναι ή γλώσσα τού άνθρώπου, στόν όποίο άπευθύνεται, ή δομή κάθε έποχής, στήν όποια κηρύσσεται ή άλήθεια. Ό Θεός δέν άποκαλύπτει γλώσσα καί δομές, άλλά τήν ά λήθεια. Καί όσο πιό καθολικές, όσο πιό καλλιεργημένες, είναι οί χρησιμοποιούμενες δομές, τόσο μεγαλύτερος κύκλος πιστών δέχεται μέσω αύτών τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας. Ή επιλογή τών λέξεων καί τών δομών είναι έργο τού θεολόγου.
Τό εγχείρημα τού Β. γιά τήν δόμηση τής άλήθειας, γιά τήν μορφοποίηση τής χριστιανικής ύπάρξεως, ήταν τό μεγαλύτερο σέ βάθος καί τό πρώτο εκτεταμένο πού κυρώθηκε ώς γνήσιο στήν Εκκλησία. Ό θεολόγος πού διακρίνει στήν όρολογία μορφή καί περιεχόμενο είναι όρθόδοξος. ’Αντίθετα, εκείνος πού δέν έχει τήν άρετή τής διακρίσε ως γίνεται κακόδοξος. Ή διάκριση αύτή δέν ύπήρξε ευχερής ούτε γιά τόν Β.

Ή πλατωνική καί στωική άνθρωπολογία καί ηθική βρίσκεται πληθωρική στό «Πρός τούς νέους» καί «Εις τό 'πρόσεχε σεαντφ’». Καί μέ την έπΐδρασή της τό σώμα π.χ. θεωρείται δεσμωτήριο τής ψυχής, όπως ύποστήριξε ό Πλάτωνας. Ό άνθρωπος στήν ούσΐα είναι ψυχή καί νους, δεν είναι κ α ΐ σώμα, τό όποίο είναι απλώς δικό του (Εις τό «πρόσεχε σεαυτω» 3). Στά έργα αύτά, όπως καί σε άλλα, ή περιφρόνηση στό σώμα είναι διάχυτη, σε αντίθεση πρός τήν βιβλική θεώρηση του άνθρώπου ώς ενιαίου όλου, ώς απόλυτης ένότητας. Γρήγορα όμως ό Β. ξεπέρασε τήν επήρεια τής ελληνικής φιλοσοφικής σκέψεως καί θεμελιώθηκε στέρεα στήν άνθρωπολογΐα καί τήν κτισιολογία τής Εκκλησίας. "Ετσι, τό έργο του καί ή μέθοδός του κατακυρώθηκαν στήν Εκκλησία. Στό έξής, όσο πιό μεγάλοι καί πιό γνήσιοι θά είναι οί θεολόγοι της, τόσο περισσότερο θά τόν άκολου θοϋν, μέ τρόπο βέβαια προσωπικό. Θά έπιχειροΰν δηλαδή τήν δόμηση τής άλήθειας μέ τις δομές τής έποχής τους.
Ή θεολογία τον κάλλους
’Ιδιαίτερη σημασία ακόμη στό θέμα αύτό έχει καί ό δεύτερος λόγος, γιά τόν όποίο επιμένει ό Β. νά χρησιμοποιεί τήν θύραθεν σοφία. Εκτός από τις περιπτώσεις έκεΐνες, στις όποιες εκφράζει τήν άπο γοήτευσή του γιά τήν θύραθεν σοφία, τίς άλλες φορές τήν θεωρεί χρήσιμη καί ώς ένα βαθμό ώφέλιμη. Μάταια θά ζητήσει κανείς νά έπισημάνει στά σχετικά κείμενα μία έστω ιδέα τής θύραθεν σοφίας, πού καθεαυτή νά είναι κυριολεκτικά ταυτόσημη μέ τήν θεία αλήθεια. Ό Β. δηλαδή μιλάει αόριστα γιά τήν χρησιμότητα τής θύραθεν σοφίας καί αύτό δημιουργεί αμηχανία, πού δέν ξεπερνούν οί ερευνητές.
'Υπάρχει όμως ένα χωρίο στό πρώιμο έργο του «Πρός τούς νέους» (3), πού συνιστά τό κλειδί γιά τό θέμα μας:
«Οπου καθάπερ φυτού οικεία μέν άρετή τφ καρπφ βρύειν ώ ραίω, φέρει δέ τινα κόσμον καί τά φύλλα τοΐς κλάδοις περισειόμε να. Οϋτω δή καί ψυχή προηγουμένης μέν καρπός ή Αλήθεια, ούκ άχαρί γε μήν ούδέ τήν θύραθεν σοφίαν περιβεβλήσθαι, οΐόν τινα φύλλα, σκέπην τε τφ καρπφ καί δψιν ούκ άωρον παρεχόμενα». ( = Πραγματικά γιά ένα φυτό [δέντρο] φυσική άρετή είναι νά δίνει καρπό στήν ώρα του, μά τού δίνουν κάποια όμορφιά καί τά φύλλα πού κουνιούνται στά κλαδιά. "Ετσι λοιπόν καί ή ψυχή, έχει πρώτα γιά καρπό τήν άλήθεια, άλλά είναι ώραΐο νά φοράει καί τήν κοσμική σοφία, σάν φύλλα δηλαδή πού προστατεύουν τόν καρπό καί δίνουν καλή θέα).
Καί όχι μόνο ή σκέψη καί ή ποίηση, άλλά καί ή δημιουργία όλό κληρη έχει «κάλλος» (Εις τήν Έξαήμερον Α' 11 καί Β' 1), διότι ά ποτελεϊ κτίση τού Θεού, πού είναι τό κατ’ έξοχήν κάλλος (Όροι κατά πλάτος 2).
Ή δόμηση τοϋ μοναχικού βίου τροφοδοσία τών μοναχών
Ή αναστροφή του Β. μέ τίς μοναστικές όμάδες τοΰ Εύσταθίου Σεβαστείας έδωκε αφορμή νά άσχοληθεΐ σοβαρά μέ τά πνευματικά τους προβλήματα. Καί αύτά ήταν πολλά, διότι ό Ευστάθιος, ενώ είχε θαυμαστή Ικανότητα νά διεγείρει τήν αγάπη πολλών γιά τό μοναχικό βίο, δέν είχε τό χάρισμα νά καθοδηγεί όρθά καί έπαρκώς στόν βίο τοϋτο. Πολύ περισσότερο, διότι ό Ευστάθιος δέν ύπήρξε φορέας τής γνήσιας Παραδόσεως καί τής ορθής πΐστεως (στήν νεότητά του ήταν όπαδός τοϋ Άρεΐου) καί είχε άστατο χαρακτήρα. "Ετσι λοιπόν οί πολυπληθείς όμάδες μοναχών του, στις περιοχές τής Μικρής ’Αρμενίας, τοϋ Πόντου, τής Καππαδοκίας καί άλλοϋ, παρουσίαζαν πνευματική ατονία καί πολλές παρεκκλίσεις, ήθελημένεςή αθέλητες. Καί αύτά, σέ συνδυασμό μέ τό κύμα τών άτακτων ενθουσιαστών μεσ σαλιανών μοναχών, πού ερχόταν από τήν Μεσοποταμία, έδειχναν ότι ό μοναχισμός, τήν ώρα τής μεγάλης του άριθμητικής άναπτύξε ως, ήταν άρρυθμος πνευματικά καί γι’ αυτό επικίνδυνος γιά τούς Ιδιους τούς μοναχούς καί τήν όλη Εκκλησία.
Τήν κρίσιμη αύτή κατάσταση διαπίστωσε ό Β. καί ήδη μεταξύ 359 καί 362 έγραφε «'Όρους» καί «Κανόνες», τούς όποίους έξέδωκε πάλι καί πάλι. Τά κείμενα όμως αύτά δέν ήσαν κανονιστικά μέ τήν απόλυτη έννοια τής λέξεως. Ό τριακονταετής Β., μέ τήν βοήθεια τής θεολογικής του παιδείας καί τίς εμπειρίες πού απέκτησε, κυρίως όταν έπισκέφτηκε τούς μοναχούς τής Αίγύπτου πρίν δύοτρία χρόνια, έγραψε τά «Ασκητικά» του ώς πνευματικό «πά στώ» τών μοναχών, ώς όδηγό κοινοβιασμοϋ καί προσανατολισμού στήν άσκηση καί ώς διασάφηση τοϋ σκοπού, τών μέσων, τών ορίων, τών δυσχερειών καί τοϋ πλαισίου, στό όποίο πρέπει ό μοναχισμός νά κινείται. Πρόκειται συγχρόνως γιά κατήχηση καί ασκητικό όδηγό μέ πληθωρική χρήση βιβλικών χωρίων. Τό πρακτικό τους πνεύμα είναι εμφανές. Πρώτο του μέλημα είναι νά πείσει ότι ώς «κοινωνικόν ζώον» ό άνθρωπος (Όροι κατά πλάτος 3) πρέπει νά ζεΐ κοινοβιακά, σέ μονήμονα στήριον, πού ονομάζεται «άδελφότης» καί πού τότε δέν αποτελούσε σπουδαίο κτιριακό συγκρότημα. Οί διασκορπισμένοι μοναχοί έπρεπε νά συναχτούν καί οί όμάδες μέ χαλαρή συνοχή νά γίνουν συνειδητή άδελφότητα, νά γίνουν «κοινωνία», όπως τήν είχε δει ό Β. στίς μονές τοΰ Παχωμΐου, στήν Αίγυπτο. Πρέπει νά ύπάρχει ό «προεστώς» τής αδελφότητας, μέ πνευματική εύθύνη γιά τούς άδελ φούς, οί όποίοι πάλι οφείλουν νά ύπακούουν στόν προεστώτα καί νά αισθάνονται εύθύνη γιά τούς συμμοναστές. Γιά πρώτη φορά ή εξομολόγηση ύψώνεται σέ κανόνα άπαραίτητο τής πνευματικής ζωής ("Οροι κατ' έπιτομήν 229 καί "Οροι κατά πλάτος 26 ). Ή καθημερινή ζωή τους αφιερώνεται άπαραΐτητα καί ισόρροπα στήν προσευχή, τήν έργασία καί τήν μελέτη. Επιμένει, όσο κανείς άλλος ασκητικός συγγραφέας, στήν μελέτη τής Γραφής καί γενικότερα στήν παιδεία των μοναχών, πού μπορούν νά έχουν γιά τόν σκοπό αύτό στήν μονή καί δασκάλους (Όροι κατ’ επιτομήν 292).
Ό Β. προσπαθεί νά συνάξει τούς μοναχούς στούς κόλπους των επισκοπών καί τών μητροπόλεων, ένώ στήν Αίγυπτο ό Παχώμιος κατανοούσε τήν «κοινωνία» του κάτι σάν ενορία ή επισκοπή, άν καί συνδεόταν μέ τούς επισκόπους. Η πρακτικότητα καί ή άρετολογία τών ασκητικών έργων τά κάνει χρήσιμα καί γιά όλους τούς πιστούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από αυτά λείπουν έκτενεΐς καταγραφές κα τανυκτικών καταστάσεων καί προχωρημένων θεοπτικών έμπειριών, όπως λείπουν καί ακριβείς προσδιορισμοί σταδίων τού πνευματικού βίου. "Ο,τι κυρίως απασχολεί τόν Β. είναι ή απελευθέρωση τού άν θρώπου άπό τά πάθη καί τήν έπήρεια τού Σατανά, γιά νά φθάσει στόν τελικό σκοπό τού ανθρώπου, δηλαδή στήν «δόξα» τού Θεού. Ή ά γάπη πρός τόν Θεό αποτελεί τό θεμέλιο καί τό ασφαλές κίνητρο γιά τήν απελευθέρωση αύτή, πού εκφράζεται στήν καθαρή προσευχή. Τό ύψιστο έπίτευγμα, καθαρή κατάσταση προσευχής, φθάνει ό μοναχός, όταν αποκτά «άμετεώριστον νοΰν» ("Οροι κατά πλάτος 56. "Οροι κατ' έπιτομήν 201-202 - 306), δηλαδή όταν φθάνει σέ απάθεια γιά όλα καί ζεΐ απόλυτα προσκολλημένος στόν Θεό.
Οί μεγάλοι πνευματικοί κίνδυνοι τού άναχωρητικού βίου καί ή εκτροπή του σέ ενθουσιαστικές καταστάσεις οδήγησαν τόν Β. μέχρι τού νά άποτρέπει άπό τό είδος αύτό τής άσκήσεως. Συνιστοϋσε όμως ένα είδος συνδυασμού τού κοινοβιακοΰ καί τού άναχωρητικού βίου. Οί άναχωρητές νά άσκούνται σέ μικρή άπόσταση άπό τήν κοι νοβιακή μονή. "Ετσι οί κοινοβιάτες (οί «κοινωνικοί») θά ώφελοΰν ταν άπό τόν θεωρητικό βίο καί τά επιτεύγματα τών άναχωρητών. ’Αλλά καί οί άναχωρητές θά διδάσκονταν άπό τήν άγάπη πού καλλιεργούσαν οί κοινοβιάτες (βλ. καί Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 62: PG 36, 577).
Ή προσπάθεια τού Β. νά προσανατολίσει τούς μοναχούς όρθά καί νά δομήσει γενικά τόν μοναχισμό βρήκε τεράστια άπήχηση, διότι τό έργο αύτό ήταν βιβλικά θεμελιωμένο, είχε πρακτικό χαρακτήρα, δίδασκε μετριοπαθή άσκητικό βίο καί παρουσίαζε θαυμάσια ισορροπία θεωρίας καί πράξεως. Άπό τόν Δ' αι. καί μετά τά «\Ασκητικά» διαδόθηκαν εύρύτατα καί μελετήθηκαν όσο κανένα άλλο σχετικό κείμενο. Ιδιαίτερα στήν ’Ανατολή τά έργα αύτά έγιναν τό κατ’ έξο χήν εγχειρίδιο τών μοναχών. Ό Θεόδωρος Στουδΐτης ( + 826) μάλιστα, πού έπιμελήθηκε έκδοσή τους, στήριξε τόν μοναχισμό του άπόλυτα σ’ αύτά. Καί στήν Δύση όμως, όπου ό Ρουφΐνος (+ 410) μετέφρασε την πρώτη μορφή των «’Ασκητικών», βρήκε θαυμαστές κι έπηρέαοε δσους έγραψαν ασκητικά έργα καί δη δσους συνέταξαν μοναστικά Τυπικά ή Κανόνες, όπως οί Αυγουστίνος, Βενέδικτος Νουρσΐας, Columban κ.ά.
Συμβολή στήν άνάπτυξη του λειτουργικού βίου
Σπουδαία υπήρξε ή προσφορά του Β. καί στήν άνάπτυξη του λειτουργικού βίου τής Εκκλησίας. 'Η δραστηριότητά του αύτή συνδέεται μέ τήν προσπάθειά του πρώτα νά δώσει στους μοναχούς πληρέστερες άκολουθίες, γιά τήν καθημερινή τους προσευχή, καί κατόπιν μέ τό έργο του στήν Καισαρεία ώς πρεσβυτέρου, άπό τό 364. Ό Γρηγόριος Θεολόγος προσγράφει στόν Β. «ευχών διατάξεις» καί «εύ κοσμίας βήματος» (Λόχος 43, 34). Καί ό ίδιος ό Β. άναφέρεται στήν άκολουθία του 'Ορθρου καί τών Ωρών (Έπιστ. 207, 3. "Οροι κατά πλάτος ΛΖ' 34), γιά νά δηλώσει ότι καί οί δύο άκολουθίες υπήρχαν ήδη (ώς γνωστόν άπό τόν Γ' αί.) καί αύτός τίς έμπλούτισε μόνο, τις αύξησε καί οργάνωσε άντιφωνική ψαλμωδία. ’Έχει μάλιστα ιδιαίτερη σημασία ότι, μετά τήν ψαλμωδία τού ενός ψάλτη, οί παρόντες ή κάποιοι άπό τούς παρόντες «ύπηχοΰσι», δηλαδή ψέλνουν κάποιο έψύμνιο. Στήν σημερινή μορφή τής ακολουθίας τών ΓΩρών πέντε εύ χές προσγράφονται στόν Β. (2 στό Μεσώριον τής Α' "Ωρας, 1 στό Μεσώριον τής Γ' "Ωρας, 1 στήν ΣΤ' "Ωρα καί ή αύτή στό Μεσώ ριόν της καί 1 ατό Μεσώριον της Θ' "Ωρας). Επίσης καί δύο Ευχές στήν άκολουθία τού Μεσονυκτικοΰ. Χαρακτηριστικό τής αυτενέργειας του Β. στόν χώρο τούτο είναι ότι ή έρμηνεΐαδικαιολογΐα πού δίνει γιά κάθε "Ωρα είναι διαφορετική, άπό εκείνη πού έχουμε στήν «Άποστολική παράδοση» (41) τού Τππολύτου, ένώ Ψαλμοί τούς όποίους άναφέρει στό πλαίσιο τών Ωρών ύπάρχουν καί στήν σημερινή άκολουθία τών Ωρών Α', Γ' καί ΣΤ'.
Δυσχερέστερο είναι τό πρόβλημα τής σχέσεως τού Β. μέ τήν θεία Λειτουργία, πού φέρει τό όνομά του. ΤΗταν σέ χρήση ευρύτατη (π.χ. στήν Μικρασΐα καί τήν Νότια Ιταλία), άλλά σήμερα τελείται μόνο δέκα φορές τόν χρόνο, διότι γενικεύτηκε ή χρήση τής Λειτουργίας τού Ιωάννου Χρυσοστόμου. Βέβαιο θεωρείται μόνο ότι ό Β. πρόσθεσε ευχές μέ δογματικό μάλιστα περιεχόμενο κι έπενέβη στήν ρυθμικότερη τέλεση Λειτουργίας, πού άναμφίβολα υπήρχε ήδη. Ό Β. είναι μάρτυρας καί τής άρχαΐας συνήθειας νά διατηρούν στό σπίτι τους οί πιστοί θεία Ευχαριστία καί μάλιστα νά μεταλαμβάνουν, εφόσον είναι άξιοι, καθημερινά (Έπιστ. 93).

'Ο Βασίλειος έκκινά ώς όμουσιανός
Τήν πρώτη έντονη καί πικρή γεύση των θεολογικών συζητήσεων καί διαφωνιών δοκίμασε ό Β. τό 360, στήν σύνοδο τής Κωνσταντινουπόλεως, όπου πρωταγωνιστούσαν οί όμοιοι καί οί ανόμοιοι, ήπιοι καί ακραίοι άρειανόφρονες. Έκεΐ συνόδευε τόν Καισαρείας Διάνιο. Δεν έλαβε μέρος στις συζητήσεις, μολονότι έκεΐ βρισκόταν καί ό πολύς Εύνόμιος, συνηλικιώτης αλλά μακροβιότερος τού Βασιλείου. 'Ο Εύνόμιος εκπροσωπούσε ακραίο αρειανισμό μέ νέα όμως μέθοδο καί επιχειρήματα πού διατύπωσε τό ίδιο έτος στόν «’Απολογητικόν» του. Ό Β. ζοΰσε σέ περιοχή όπου επιπόλαζαν οί όμοιουσιανοί, μεταξύ των όποιων ό Ευστάθιος Σεβάστειας, σεβαστός καί στόν Βασίλειο, τόν όποίο ιστορικοί καί πατρολόγοι τοποθετούν στήν όμάδα των όμοιουσιανών. Αυτοί είχαν επικεφαλής τόν Βασίλειο Άγκύρας καί τόν Γεώργιο Λαοδικείας, πού δίδασκαν ότι ό Υιός έχει όμοια ουσία μέ τόν Πατέρα. Μέ καλυμμένο όμως τρόπο άρνοΰν ταν τήν άιδιότητααίωνιότητα τού Υιού (βλ. τό σχετικό κεφάλαιο). Οί ερευνητές λησμονούν δύο γεγονότα, πού είναι άποκαλυπτικά των θεολογικών φρονημάτων τού Β. στήν κρίσιμη καί συγκεχυμένη αυτή εποχή. Τό πρώτο αφορά στήν άτυχΐα τού Διανίου νά ύπογράψει τό 360 όμολογιακό κείμενο, πού μέ άνθρώπους του έστειλε ό όμοιου σιανός Γεώργιος σέ πολλούς επισκόπους. Τότε ό Βασίλειος λυπήθηκε τόσο πολύ, πού αναγκάστηκε νά διακόψει τήν επικοινωνία μέ τόν Διάνιο, τόν όποίο έπανεΐδε μόνο στήν επιθανάτια κλίνη, όταν ό τελευταίος κάλεσε κοντά του τόν Β. καί τού έξομολογήθηκε τήν με τάνοιά του γιά τήν υπογραφή τού κειμένου έκεΐνου (βλ. Έπιστ. 51,2). Τό δεύτερο γεγονός είναι ή Επιστολή 9 τού Β. γραμμένη τό 361/2. Έδώ λοιπόν, άπαντώντας σέ ερωτήσεις κάποιου «φιλοσόφου» Μα ξίμου, γράφει:
«Έγώ δέ, εί χρή τούμόν ίδιον είπεΐν, τό δμοιον κατ’ ούσίαν, εΐ μέν προσκείμενον έχει τόάπαραλλάκτως, δέχομαι τήν φωνήν ώς εις ταύτόν τφ όμοουσίω, φέρουσαν, κατά τήν ύγιά δηλονότι τού όμοουσίου διάνοιαν... Εΐ δέ τις τού όμοιου τό άπαράλλακτον άποτέμνοι, δπερ οί κατά τήν Κωνσταντινούπολιν πεποιήκασιν, ύποπτεύω τό ρήμα ώς τού Μονογενούς τήν δόξαν κα τασμικρύνον» (Έπιστ. 9,3).
Είναι άρα σαφές ότι ό Β. ήταν άπόλυτα νίκαϊκός καί ομολογούσε τό όμοονσιον τού Υιού. Τό ίδιο σαφές όμως είναι καί ότι κατανοούσε τήν προσπάθεια τής Εκκλησίας νά δημιουργήσει γέφυρα έπανό δου τών όμοιουσιανών στήν ορθοδοξία, κάτι πού κατακυρώθηκε συνοδικά τό 362 στήν σύνοδο τής ’Αλεξάνδρειας. Έκεΐ πρωτοστάτησε ό ’Αθανάσιος καί έπέτρεψε τήν χρήση τού όρου «φύσει Υιός» ώς ισοδύναμου πρός τό «όμοούσιος». Έδώ ό Βασίλειος, πριν ίσως άπό τήν σύνοδο αυτή, δέχεται ώς όρθοδόξους εκείνους, πού θά ομολογούσαν τόν Υίό «όμοιον κατ’ ούσίαν... άπαραλλάκτως», διότι τό «άπαραλλάκτως» σημαίνει ό,τι ακριβώς καί τό όμοονσιον, δηλαδή ταυτότητα ουσίας, όπως ήθελε ή Νίκαια. Προτάσεις ώς αυτές του Β. έκαναν μόνο οι άκραιφνεΐς όμοουσιανοί. Ή παρουσία τοϋ Β. μεταξύ όμοιουσιανών καί ή γιά πολλά άκόμη χρόνια επικοινωνία του μέ τόν Ευστάθιο Σεβαστείας έντάσσεται στήν προσπάθεια του Β. νά τούς προσελκύσει, άσχετα άν ο'ι ελπίδες δέν επαληθεύτηκαν.
Τά όνόματα (χαρακτηρισμοί) τον θεόν έπινοοννται άπό τόν άνθρωπο
'Ως αυστηρός όμοουσιανός ό Β. άντέδρασε μέ κάποια καθυστέρηση στήν νέα θεολογία τοΰ Εύνομίου, πού είχε τήν έξης άπλή κοσμολογική βάση: Τό «ποιούν» (ό Πατήρ) υπάρχει άναγκαστικά πρίν άπό τό «γινόμενον» (τόν ΥΙό) καί άρα «τό ποιούμενον» (Υίός) είναι χρονικά μετά «τό ποιούν» (Απολογητικός 7). Τώρα όμως ή διαφορά μεταξύ Πατέρα καί Υιού θεμελιώνεται στήν διαφορά των «ονομάτων» (λέξεων) πού χρησιμοποιούμε: άγέννητον γιά τόν Πατέρα, γεννητόν γιά τόν Υίό. Οί λέξεις αυτές παριστάνουν τήν ουσία τού Πατέρα καί τού Υιού κι επειδή είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έπεται ότι διαφορετικές είναι καί οί ούσίες τού Πατέρα καί τοΰ Υιού (αυτόθι, 8 καί 18). Τό άγιο Πνεύμα προέρχεται άπό τόν γεννητό Υίό διά κτίσεως. ’Έτσι έχουμε τρία όντα μέ διαφορετικές ούσίες: Τόν άγέν νητο άκτιστο Πατέρα, τόν γεννητό άπό τόν άκτιστο (Πατέρα) Υίό καί τό κτιστό άπό τόν γεννητό (Υίό) άγιο Πνεύμα. Καί τά τρία όντα προήλθαν μέ διαφορετική ενέργεια (αυτόθι, 20 καί 24), ή όποια καί παράγει τρεις διαφορετικές ούσίες, ή μία κατώτερη άπό τήν άλλη. “Ετσι, νόμιζε ό Εύνόμιος, διασαφηνίζεται καί τό πρόβλημα των τριών διακεκριμένων θείων ύποστάσεων, πού ταυτίζονται τελικά μέ τήν ού σία τους.
Τήν ορθότητα των τριών όντολογικών διακρίσεων καί μάλιστα τήν βεβαιότητα γιά τήν γνώση τής φύσεως τών τριών όντων (Πατέρα, Υιού καί Πνεύματος) στηρίζει ό Εύνόμιος στό ότι δήθεν τά όνόματα, άνταποκρίνόμενα στήν φύση τών θείων καί μή πραγμάτων, δόθηκαντέθηκαν άπό τόν ίδιο τόν Θεό (’Απολογία υπέρ Απολογίας εις Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εύνομίου  καί γι’ αύτό είναι άληθή καί σταθερά. Τά όνόματαχαρακτηρισμοί δέν άποτελούν έπινόηση («επίνοια») τών άνθρώπων. 'Η άντΐληψη αύτή άποτελεΐ τό θεμέλιο τής γνωσιολογίας τού Εύνομίου, πού έτσι άφαιρούσε άπό τόν άνθρωπο κάθε δυνατότητα ορθής γνώσεως άκόμη καί τής φυσικής πραγματικότητας.
«παρά του δημιουργήσαντος την φύσιν δεδωρήσθαι τοις άνθρώποις των τε ονομαζόμενων καί των όνομάτων την χρήσιν καί την γε των δεδομένων κλήσιν άνωτέραν είναι τής τών χρωμένων γενέσεως»
Ό Β. οφείλε ν’ ανατρέψει τά δύο θεμελιώδη στηρίγματα τού Εύ νομίου, δηλαδή ότι τά ονόματα άγέννητον καί γεννητόν άποκαλύ πτονται άπό τόν Θεό καί ότι αύτά χαρακτηρίζουνφανερώνουν τήν ούσία τού Θεού (τήν φύση).
Βέβαια τήν παραπάνω θέση του ό Εύνόμιος, ότι τά ονόματα τέθηκαν άπό τόν Θεό, γενίκευσε καί συστηματοποίησε τό 378 στήν «Απολογία ύπέρ ’Απολογίας», άλλά βρίσκεται καί στήν «’Απολογία» του (τού 360/1), εφόσον εκεί άπέρριπτε τήν έπίνοιαέπινόηση τών όνομάτων, διότι τά θεωρούσε κενά, κι έπέμενε ότι ορισμένα όνόμα τα, όπως τό «άγέννητον», είναι πράγματι χαρακτηριστικά τής ούσίας τού Θεού καί φανερώνονται άπό τόν Θεό.
Τήν άπάντησή του ό Β. άρχίζει μέ τήν άξιολόγηση τής έπίνοίας έπίνοήσεως τών όνομάτων τού Θεού καί τών πραγμάτων. Ή έπΐνοια είναι διαδικασία νοητική τού ανθρώπου, ό όποίος επινοεί φανταστικά πράγματα, άλλά επινοεί καί ύπαρκτά, τών όποιων επιπλέον ά ναλύει ιδιότητες, όψεις κ.λπ. (Κατά Εύνομΐου 6 καί 7). Επομένως τά έπινοούμενα ονόματα γιά τόν Θεό έχουν πραγματικό άντίκρυσμα (είδος nominalismus πού ομοιάζει κάπως μέ αυτόν τού W. Ockham). ’Ακόμη δέν ήταν δύσκολο στόν Β. νά δείξει πόσο τεχνητό καί σοφιστικό ήταν τό θεμέλιο τού Εύνομΐου, παρατηρώντας ότι τά όνόματα άγέννητον καί γεννητόν δέν ήσαν τά μόνα γιά τόν Πατέρα καί τόν Υιό. "Αν, λοιπόν, άλήθευε ή θεωρία τού Εύνομΐου, τότε τά όνόματα άγέννητος, άναρχος κ.λπ. τού Πατέρα θά δήλωναν καί διαφορετική τό καθένα ούσία, πράγμα άδύνατο.

Τά όνόματα δηλώνουν τις ιδιότητες καί όχι τήν ούσία τού Θεού
Ό Β., άφοΰ γίνει πειστικός γιά τήν άποψή του αύτή, προχωρεί στό καίριο πρόβλημα: σέ τί άφοροΰν τά όνόματα; στήν ούσία τού Θεού ή σέ κάτι άλλο;
Κατ’ άρχήν στήν ούσία τού Θεού δέν μπορεί ν’ άφοροϋν, άφοΰ σέ όλη τήν Παράδοση τής ’Εκκλησίας ή θεία ούσία ή φύση μένει άγνωστη καί άπρόσιτη καί άποτελεΐ ματαιότητα καί ύβρη ή άναζήτησή της (Κατά Εύνομίου Α' 12-13 καί Β' 31). Έδώ ό Β. κάνει τήν ριζική όντολογική τομή καί διακρίνει σαφώς δύο πραγματικότητες όλως άλλες μεταξύ τους, τήν άκτιστη καί τήν κτιστή:
«Δύο γάρ δντων πραγμάτων, κτίσεως τε καί θεότητος. Καί τής μεν κτίσεως έν δουλείςι καί ύπακοή τεταγμένης, άρχικής δέ οϋσης καί δεσποτικής τής θεότητος» (Κατά Εύνομίον Β' 31).
Ή κτιστή φύση, ώς όλως άλλη, δεν μπορεί νά άναχθεΐ στην άκτιστη. ’Αλλά παρά ταΰτα έχουμε καί στην Γραφή καί τήν μετέπειτα Παράδοση ονόματαχαρακτηρισμούς τής άκτιστης θεότητας. ’Ισχύει, λοιπόν, καί γιά τήν άκτιστη θεότητα ή ανθρώπινη έπίνοια, ή επινόηση ονομάτων; Ή απάντηση είναι καταφατική βάσει τής εμπειρίας καί τής ζωής τής Εκκλησίας. Τά ονόματα άγαθός, Πατήρ, Υιός, άγιο Πνεύμα κ.λπ. αφορούν ασφαλώς στήν άκτιστη θεότητα καί δέν είναι κενά, εφόσον ή σχέση τού κτιστού π.χ. με τόν Υιό καί τό άγιο Πνεύμα είναι πραγματική.
Αφού όμως τά ονόματα δέν άφοροΰν στήν θεία ούσΐα, σέ τΐ αφορούν; 'Η απάντηση στό έρώτημα συνιστά τήν πρώτιστη θεολογική συμβολή τού Β.: τά ονόματα είναι μόνο «δηλωτικά» ή «σημαντικά» των ιδιοτήτων (ή των προσόντων ή των ιδιωμάτων) τού είναι τής άκτιστης θεότητας, δηλαδή τού Πατέρα, τού Υιού καί τού αγίου Πνεύματος. Δηλώνουν όχι τήν ούσία, άλλά τίς ιδιότητες των διακρινόμε νων μεταξύ τους θείων ύποστάσεων, των όποιων όμως ή ούσία είναι κοινή. Δηλώνουν ακόμη τήν σχέση των θείων ύποστάσεων καί τήν δράση τους πρός τά έξω:
«αί προσηγορίαι (= τά ονόματα) ούχί των ουσιών είσι σημαντικοί, άλλά των Ιδιοτήτων, αΐ τόν καθ’ ένα χαρακτηρίζουσιν» (αύτόθι, Β' 4). Καί «έπί Πατρός καί Υίοΰ ούχί ούσίαν παρίστησι τά ονόματα, άλλά των Ιδιωμάτων έστί δηλωτικά ώστε μηδεμίαν είναι χώραν τω λόγω, έκ τής των όνομάτων παραλλαγής τήν των ούσιών έναντίωσιν παρεισάγοντα» (αύτόθι, Β' 5).
Επομένως ή διαφορά των όνομάτων άγέννητος καί γεννητός γιά τόν Πατέρα καί τόν Υίό δέν προϋποθέτουν δύο διαφορετικές ούσίες (όπως ύποστήριζε ό Εύνόμιος), διότι τά ονόματα δέν άφοροϋν στήν ούσία τού Πατέρα καί τού Υίοΰ, άλλά μόνο στις ιδιότητες καί τις σχέσεις τους. Τό όνομα Πατήρ π.χ. δηλώνει τήν σχέση πατρότητας πρός τόν Υίό καί τό όνομα Υιός δηλώνει τήν σχέση υίότητας πρός τόν Πατέρα. Τό ϊδιο τά άγέννητος καί γεννητός. Καί τά δύο, λοιπόν, ονόματα δηλώνουν όχι τό «τί έστι» (= ούσΐα), άλλά μόνο «ότι έστίν» ή «όπως έστίν», δηλαδή ότι υπάρχουν καί μέ ποιό τρόπο ύ πάρχουν ό Πατήρ καί ό Υιός (αύτόθι, Α' 14-15). Έάν γενικά τά ονόματα δήλωναν τήν ούσία, τότε καί τά διάφορα ονόματα άνθρώπων, όπως Πέτρος, Παύλος, θά δήλωναν διαφορετικές ούσίες, δηλαδή μία ούσία τού Πέτρου καί άλλη τού Παύλου. Είναι φυσικά παράλογο, διότι καί οί δύο αύτοΐ άνθρωποι έχουν τήν ίδια ούσΐα, φύση, άλλά υπάρχουν μέ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τό ίδιο καί ή άγια Τριάδα. ’Όντα μέ διαφορετικές ιδιότητες, όπως ό Πατήρ, ό Υιός καί τό άγιο Πνεύμα, μπορούν νά έχουν κοινή ουσία. Επομένως ή προσπάθεια του Εύνομίου νά δείξει ότι ό Υιός καί τό Πνεύμα έχουν διαφορετική ούσία από τόν Πατέρα, επειδή έχουν διαφορετικά όνόματα, όπως αγέννητος καί γεννητός, είναι τελείως εσφαλμένη.
Ή διάκριση πού είδαμε προηγουμένως μεταξύ του «ότι έστί» καί του «τί έστί», γνωστή καί στόν ’Αθανάσιο, αποκτά εδώ ευρύτερη σημασία καί προετοιμάζει τήν διάκριση ούσίας καί υποστάσεων. Τό «ότι (ή όπως) έστί» σχετίζεται μέ τίς θείες ύποστάσεις καί ειδικότερα μέ τις θείες ενέργειες, τίς όποιες μπορεί νά γνωρίζει ό άνθρωπος. ’Αντίθετα τό «τί έστί» προϋποθέτει τήν θεία ούσία πού μένει άγνωστη καί άρρητη. Μέ τόν τρόπο αυτό προχωρεί ό Β. στήν πολυσήμαντη ύπέρβαση τοϋ φιλοσοφικού κλίματος, πού δέν διακρίνει μεταξύ όντος καί ούσίας του ή είναι καί φύσεώς του. ’Άρα τό θεμέλιο τής υπαρξιακής φιλοσοφίας, πού είναι ή πρόταξη τής ύπάρξεως, ήταν έπΐτευγμα τοϋ Β. Στό εξής ή θεολογία τής Εκκλησίας θά στηριχτεί στήν ύπέρβαση αύτή πού πραγμάτωσε, όπως θά φανεί καί πιό κάτω, ό Β. καί ολοκλήρωσαν οί άλλοι Καππαδόκες.
Στήν θεολογία γίνεται χρήση καί αποφατικών ονομάτων, δηλ. αρνητικών. Δηλώνονται κυρίως αυτά πού είναι ιδιώματα τού Θεού, αλλά δηλώνονται καί μερικά πού δέν άποτελοϋν ιδιώματα τοϋ Θεού, όπως: άφθαρτον, άόρατον, άρρητον, άθάνατον κ.λπ. Μέ τά άρνητί κά όνόματα δέν έπιτυγχάνεται κάποια γνώση τού Θεού, αλλά «διδασκόμεθα» μέ αύτά νά αποφεύγουμε έσφαλμένες απόψεις: «μή εις απρεπείς έννοιας έν ταΐς περί Θεού ύπολήψεσι καταπΐπτειν» (αύ τόθι, Α' 10). Μέ τούς Αποφατικούς όρους απαγορεύουμε στόν νοΰ μας νά πηγαίνει όπου δέν πρέπει: «μή καταφέρειν τάς διανοίας εις ά μή δει» (αύτόθι). Επομένως κάθε αποφατική διατύπωση στήν θεολογία είναι γιά τόν Β. μόνο αποτρεπτική θετικά δέν βοηθά σέ τίποτα, έφόσον αποτελεί έπισήμανση μή όντος κι έφόσον ώς μή όν δέν έχει πραγματική σχέση μέ τήν άλήθεια, μέ τήν όποια κοινωνεΐ ό άνθρωπος γιά νά σωθεί.
Μέ όσα ό Β. διατύπωσε γιά τό τί δηλώνουν τά όνόματα, πού χρησιμοποιούν Γραφή καί Θεολογία, έγινε μιά πολυσήμαντη διάκριση στήν θεολογία: διακρΐθηκαν οί θεΐες Ιδιότητες από τήν θεία ούσία (ή φύση). "Ετσι, μπόρεσε νά λύσει καί τό πρόβλημα τής γνώσεως τού Θεού (τί γνωρίζουμε άπό τόν Θεό; τά ίδιώματά του) καί νά προχωρήσει ακίνδυνα στήν έπΐσης πολυσήμαντη διάκριση τών τριών θείων υποστάσεων καί τής κοινής ούσίας τους. Πρέπει όμως νά υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα ότι μέ αφορμή τό πρόβλημα τών όνομάτων ό Β. έκανε σπουδαίες, αλλά σήμερα λησμονημένες, διατυπώσεις γιά τήν γλώσσα τής θεολογίας ή γλώσσα έπινοεΐται άπό τόν άνθρωπο ή γλώσσα είναι σημαντική καί δηλωτική τών θείων καί Ανθρώπινων πραγμάτων, δηλαδή δηλώνει καί σημαίνει χωρίς νά περιέχει τά δη λούμενα καί σημαινόμενα ώς δηλωτική ή γλώσσα δεν είναι απόλυτο μέγεθος.
Μένει όμως ανοικτό ένα σοβαρό θέμα: πόθεν ή δυνατότητα νά δηλώνουμε μέ όνόματα τά ιδιώματα του Θεού; Τό θέμα τής επόμενης παραγράφου.

 
Οί θείες ένέργειες ώς πηγή των ονομάτων καί τής γνώσεως τον Θεόν
 
Ή δυνατότητα τοΰ άνθρώπου νά έπινοεΐ όνόματα γιά τόν Θεό προσκρούει άπό πρώτη άποψη στήν αγεφύρωτη άπόστασητομή, πού έδειξε ό Β., μεταξύ κτιστού καί άκτιστου. Τήν τομήάπόσταση αύτή δεχόταν καί ό Εύνόμιος, αλλά τήν χρησιμοποιούσε γιά πολύπλοκους συνδυασμούς. Ό Β. πού δέν κατασκεύαζε θεωρίες, αλλά προσπαθούσε νά εξηγήσει ό,τι βΐωνε άπό τήν αλήθεια, έδειξε άφοπλιστικά τό πώς, μολονότι δέν καταλύεται ή τομή κτιστοϋάκτίστου, ό άνθρωπος μπορεί νά έπινοεΐ όνόματα γιά τόν Θεό. Καί τό σημαντικότερο, έδειξε τόν λόγο γιά τόν όποίο τά όνόματα αυτά έχουν έγκυρό τητα. Πρόκειται γιά τήν άποτίμηση τής θείας οικονομίας, δηλαδή γιά τήν δράση καί τίς ένέργειες τού Θεού πρός τόν άνθρωπο. ’Εφόσον ό Θεός δέν είναι ή φιλοσοφική Ένάς, πού μένει ξένη πρός τόν κόσμο, δρά κι ένεργεΐ, δημιουργώντας, προνοώντας καί φανερώνοντας τόν έαυτό του στόν κόσμο. Πηγή λοιπόν όσων γνωρίζουμε γιά τόν Θεό καί όσων δηλώνουμε μέ τά όνόματα είναι ή δράση του, οί θείες ένέργειες:
«Άλλ’ αί μέν ένέργειαι ποικίλας ή δέ ούσία άπλή. 'Ημείς δέ έκ μέν των ένεργειων γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ήμών, τή δέ ούσία αύτή προσεγγΐζειν ούχ ύπισχνούμεθα. Αί μέν γάρ ένέργειαι αύτοϋ πρός ημάς καταβαίνουσιν, ή δέ ούσία αύτοΰ μένει Απρόσιτος» (Έ πιστ. 234, 1). Καί «Ούκοΰν, άπό μέν των ένεργειων ή γνώσις, άπό δέ τής γνώσεως ή προσκύνησις... Γινώσκομεν δέ έκ τής δυνάμεώς ( = του) τόν Θεόν» (Αύτόθι, 3).
Ό Κύριος π.χ., γνωρίζοντας ότι μόνος του ό άνθρωπος δέν μπορεί ώς κτιστή φύση νά κατανοήσει τήν άκτιστη θεότητα, μίλησε γιά τήν τελευταία μέ όρουςόνόματα πού τήν χαρακτηρίζουν:
«'Ο Κύριος. ..έν τοΐς περί έαυτοΰ λόγοις, τήν φιλανθρωπίαν τής θεότητος καί τήν έξ οικονομίας χάριν τοΐς άνθρώποις παραδηλών, Ιδιώμασΐ τισι τοΐς περί αύτόν θεω ρουμένοις άπεσήμανε ταύτην, θύραν έαυτόν λέγων καίόδόν καί άμπελον... καί φως, ού πολυώνυμός τις ών... άλλοτε άλλως έαυτόν όνομάζων, ταΐς έπινοίαις διαφερούσας άλλήλων τάς προσηγορίας μεθαρμοζόμενος» (Κατά Εύνομίου Α' 7).
Οί θείες ένέργειες, κοινές γιά τά τρία θεΐα πρόσωπα, δρΐζουν ό,τι καί όσα γνωρίζουμε γιά τόν Θεό. 'Η διαφορά τών όνομάτων γιά τόν Θεό όφείλεται στην ποικιλία τών θείων ένεργειών, δηλαδή στην ποικίλη δράση τοϋ ίδιου τοϋ Θεοϋ, διά τής όποιας άπό άγάπη μάς φανερώνει κάτι άπό τό είναι του, κάτι άπό τις σχέσεις τών τριών θείων προσώπων καί τό γεγονός τής ίδιας τής δράσεώς του, δηλαδή τής θείας οικονομίας. 'Όταν μιλάμε γιά ένα ίδίωμαγνώρισμα τοΰ ΘεοΟ, άμέσως προϋποθέτουμε άνάλογη ένέργεια τοΰ Θεοΰ, πού φθάνει στήν ψυχή τοΰ άνθρώπου, φανερώνοντας τό άνάλογο ιδίωμα τοΰ Θεοΰ: «Κατά γάρ την τών ένεργειών διαφοράν καί την πρός τά ευεργετούμενα σχέσιν, διάφορα έαυτώ καί τά όνόματα τίθεται» (αυτόθι), «...τη ένεργείμ δέ τών γνωρισμάτων, ώσπερ τι φώς ταΐς ψυχαΐς ή μών έντιθέντα, πρός την εφικτήν ταΐς διανοίαις σύνεσιν όδηγεΐ» (αύτόθι, Β' 28 καί Α' 14).
Τά όνόματα, βέβαια, γιά τόν Θεό, πέρα έκείνων πού ό Κύριος χρησιμοποίησε, επινοούνται άπό τόν άνθρωπο καί μέ δική του ευθύνη, άλλά πάντοτε γιά νά δηλώσουν τις ένέργειες τοΰ Θεοΰ στό άνθρώπι νο πνεύμα καί στόν κόσμο γενικά. Έκεΐνο πού προηγείται είναι οί ένέργειες καί τό γεγονός ότι ό άνθρωπος τίς βιώνει. Αυτό πού άκο λουθεϊ είναι ή έπινόηση τών κατάλληλων όνομάτων, πού χαρακτηρίζουν τά θεία πρόσωπα καθεαυτά ή τίς σχέσεις τους:
«Ού γάρ τοΐς όνόμασιν ή τών πραγμάτων φύσις άκολουθεΐ, άλλ’ ΰστερα τών πραγμάτων εΰρηται τά όνόματα» (αύτόθι, Β' 4).
Τό γεγονός τών θείων ένεργειών στόν άνθρωπο είναι καθαρά έμ πειρικό καί γι’ αυτό ή βεβαιότητα έκεΐνου πού έχει τήν έμπειρία γίνεται άπόλυτη, άλλά καί δυσπερΐγραπτη, διότι πρόκειται γιά κατάσταση, πού ύπερβαίνει τά γνωστικά όρια τοΰ άνθρώπου, γιά κατάσταση άνακράσεως τοΰ Θεοΰ (κατά τίς ένέργειές του) μέ τό πνεΰ μα τοΰ άνθρώπου:
«Έάν δέ (= ό άνθρωπος) πρός τήν θειοτέραν άπονεύση μερίδα καί τάς τοΰ Πνεύματος ύποδέξηται χάριτας ( = ένερ γειας), τότε γίνεται τών θειοτέρων καταληπτικός, όσον αύτοϋ τή φύσει σύμμετρον... Ό μέντοι τή θεότητι τοϋ Πνεύματος άνακραθείς νους, ούτος ήδη τών μεγάλων έστί θεώρημά των έποπτικός καί καθορά τά θεία κάλλη, τοσοϋτον μέντοι όσον ή χάρις ένδίδωσι καί ή κατασκευή αύτοϋ ύποδέχεται» (Έπιστ, 233, 1).
Οί ενέργειες είναι κοινές καί γιά τά τρία θεΐα πρόσωπα, τά όποια είναι παρόντα σέ κάθε είδος δράσεως, άλλά παρά ταΰτα διαδραματίζουν ειδικό τό καθένα ρόλο: ό Πατήρ ώς «προκαταρκτική αιτία», ό Υιός ώς «δημιουργική» καί τό Πνεύμα ώς «τελειωτική». Καί αύτά χωρίς νά σημαίνει ότι έχει άτελή ενέργεια ό Πατήρ ή ό Υιός (Περί τοΰ άγ. Πνεύματος 16, 38). Άπό τά θεΐα πρόσωπα έκπέμπεται τρόπον τίνά «δύναμις φωτιστική». Έτσι ό άνθρωπος γνωρίζει, όσο είναι δυνατό, τήν υπόσταση τοΰ Πατέρα μέ τήν φωτιστική δύναμη τοΰΥίού καί γνωρίζει την ύπόσταση του Υίοϋ μέ τήν φωτιστική δύναμη του Πνεύματος καί γνωρίζει τήν ύπόσταση τοϋ Πνεύματος μέ τήν φωτιστική δύναμη του ίδιου τοϋ Πνεύματος (αύτόθι, 18, 47).

Τί γνωρίζουμε από τόν Θεό. Διάκριση ουσίας καί Ενεργειών
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά τήν σύνταξη τοϋ έργου του «Κατά Εύ νομίον» ό Β., περί τό 374/5, προκλήθηκε ν’ απαντήσει στό έρώτημα τοϋ τΐ γνωρίζουμε από τόν Θεό. Οί εύνομιανοί, πού νόμιζαν ότι μέ τόν όρο «άγεννησία» γνωρίζουν τήν ούσία τοϋ Θεοϋ, προκαλοϋσαν ε’ιρωνίκά τούς ορθοδόξους: γιατί προσκυνάτε τόν Θεό, άφοϋ τόν αγνοείτε; (Έπιστ. 234). fO Β. είχε δώσει αρκετές έξηγήσεις. Ή διάκριση, τήν όποία έκανε μεταξύ φύσεως καί ιδιοτήτων στόν Θεό, ήταν ήδη αρκετή. Καί ή διασάφηση τοϋ ρόλου των θείων ενεργειών πού άφοροϋν στίς ιδιότητες καί τις σχέσεις των θείων προσώπων συνι στοϋσαν τό θεμέλιο, στό όποίο έπρεπε νά στηριχτεί ή λύση τοϋ ερωτήματος, γιά τό έάν γνωρίζουμε καί τί γνωρίζουμε άπό τόν Θεό. Τά ειρωνικά έρωτήματα των εύνομιανών, αλλά καί τίς αμφιβολίες των όρθοδόξων, μετέφερε στόν Β. ό μαθητής καί φίλος του Άμφιλόχιος, έπΐσκοπος Ίκονίου. Τότε ό Β. έγραψε τίς περίφημες Επιστολές του 233235, στίς όποιες γιά πρώτη φορά στήν ζωή τής Εκκλησίας έκανε μέ απόλυτη σαφήνεια τήν διάκριση ουσίας τοϋ Θεοϋ καί θείων ενεργειών. 'Η διάκριση αύτή θ’ άποτελέσει έκτοτε σπουδαίο θεμέλιο άντιμετωπΐσεως χριστολογικών, πνευματολογικών καί άλλων θεο λογικών προβλημάτων, όπως τό πώς τής ενότητας τοϋ ανθρώπου μέ τόν Θεό, τό πώς τής θεώσεως, τό πώς τής δημιουργίας τοϋ κόσμου κ.λπ.
Στήν διαδικασία, λοιπόν, τής γνώσεως τοϋ Θεοϋ προηγείται ή «έ πίγνωσις» ώς πρωτοβουλία τοϋ άγιου Πνεύματος καί συγκατάθεση τοϋ ανθρώπου {Έπιστ. 233, 2 καί 235, 3). Ό νοϋς, πού δημιουργήθη κε «καλός λίαν», μπορεί μετά νά φωτιστεί, νά έλλαμφθεΐ. "Οσο βαθύτερα ό Β. εισέρχεται στό θέμα τοϋτο, τόσο περισσότερο αφήνει τό ρήμα «γνωρίζω» καί χρησιμοποιεί εκφράσεις μέ τίς λέξεις «εποπτικός», «καθορώ». Αύτό δείχνει ότι ή γνώση τής αλήθειας δέν είναι νοητική ενέργεια όπως όλες οί άλλες. Πρόκειται γιά κατάσταση τοϋ νοϋ, κατά τήν όποία δέν ένεργεΐται γνώση άλλά «γίνεται εποπτικός», βλέπει καί ζεΐ θεΐα πράγματα, έχει θεωρία, γίνεται, δηλαδή μεταστοιχειώνεται, σέ κάτι άλλο. Δέν δρά γνωστικά, άλλά «καθορά τά θεΐα κάλλη», τήν θεία πραγματικότητα, τήν άλήθεια, μέ δύο περιοριστικούς παράγοντες: τήν θεία χάρη, πού τοϋ παρέχεται όσο αύτή θέλει, καί τήν δική του φύση, πού δέν μπορεί νά χωρέσει τό παν. Σέ τέτοιες περιπτώσεις αντικαθιστά συχνά τόν όρο νοϋς μέ τόν όρο καρ δία, ή όποια περιαυγάζεται άπό τό άγιο Πνεύμα καί μεταμορφώνεται (βλ. Περί τον άγ. Πνεύματος ΚΑ 'ΚΒ'). Ή θεοπτική όμως αυτή κατάσταση, πού συνίστά τήν κατ’ έξοχήν προχωρημένη γνώση τού Θεού, δεν σημαίνει καί γνώση τής θείας ουσίας, γιά τήν όποια ό πιστός έχει άπλώς τήν αίσθηση ότι είναι ακατάληπτη. Μόνο τήν θεία ενέργεια γνωρίζει στήν έξοχη αυτή κατάσταση:
«Αί μέν γάρ ένέργειαι αύτοϋ πρός ήμάς καταβαίνουσιν, ή δέ ούσία αύτοϋ μένει άπρόσιτος» (Έπιστ. 234, 1). «Εΐδησις άρα τής θείας ούσίας ή αΐσθησις αύτοϋ τής άκαταληψίας καί σεπτόν ού τό κα ταλεκρθέν τίς ή ούσία, άλλ’ ότι έστίν ή ούσία» (αύτόθι, 2).
Ή εμπειρία των θείων ενεργειών αποτελεί τήν φωτιστική εκείνη κατάσταση, στήν όποια ό άνθρωπος, διότι κοινωνεΐ μέ τόν Θεό, βεβαιώνεται γιά τήν δράση τού Θεού στόν κόσμο καί τόν άνθρωπο καί συγχρόνως άναγνωρίζει τήν δράση αύτήν όντως ώς θεία, δηλαδή ώς δημιουργική καί προνοητική, ώς αγαθή καί δίκαιη. ’Ακόμη βεβαιώνεται καί αναγνωρίζει τήν αποκαλυπτική δράση τού Θεού, π.χ. ότι αύτός υπάρχει (είναι) ώς τρία πρόσωπα πού έχουν ορισμένες σχέσεις, ότι κάθε πρόσωπο τής Τριάδας έχει χαρακτηριστικά ή ιδιώματα ή ιδιότητες ή προσόντα. Επίσης βεβαιώνεται καί αναγνωρίζει τήν άγιαστική δράση τού Θεού στόν άνθρωπο, βάσει τής όποιας αύτός έχει τήν δυνατότητα νά κοινωνεΐ μέ τόν Θεό στό πλαίσιο τής θείας οικονομίας. "Ολ’ αύτά, ελάχιστο μέρος έκεΐνου πού είναι ό Θεός καί ή δράση του, αποτελούν τήν θεογνωσία καί συγχρόνως τήν σωτηρία τού ανθρώπου:
«Καί γάρ τήν μεγαλειότητα τοΰ Θεοϋ είδέναι λέγομεν καί τήν δύ ναμιν καί τήν σοφίαν καί τήν άγαθότητα καί τήν πρόνοιαν, ή έπι μελεΐται ημών, καί τό δίκαιον αύτοϋ τής κρίσεως, ούκ αύτήν τήν ούσίαν... Έγώ δέ ότι μέν έστίν οΐδα, τί δέ ή ούσία ύπέρ διάνοιαν τίθεμαι... πίστις δέ αύτάρκης είδέναι ότι έστίν ό Θεός, ούχί τί έ στι...» (Έπιστ. 234, 12).
"Οπως όποίουδήποτε άνθρώπου γνωρίζουμε τά χαρακτηριστικά καί άγνοοΰμε τήν ουσία, έτσι καί γιά τόν Θεό:
«οίδα μέν γάρ αύτόν κατά τόν χαρακτήρα καί τά λοιπά ιδιώματα, άγνοω δέ αύτοϋ τήν ούσίαν» (Έπιστ. 235, 2).
Τό πρόβλημα, εάν οί θείες ένέργειες είναι άκτιστες ή κτιστές δέν απασχόλησε τόν Β. Καί εκφράσεις όπως «δόξα φυσική» (σέ αντίθεση πρός τήν «έξωθεν» δόξα) (Περί τοΰ άγ. Πνεύματος ΙΗ') καί «τό Πνεύμα φυσικήν έχει τήν άγιότητα» (Έπιστ. 159, 2) δηλώνουν τήν φυσική σχέση των προσώπων τής άγιας Τριάδας.

Διάκριση τής μιας ούσίας καί τών τριών υποστάσεων
Άν κανείς παρακολουθήσει καί ιστορικά την θεολογική προβληματική, θά διαπιστώσει ότι έχουμε εσωτερική άνελικτική πορεία από τό γενικότερο πρός τό ειδικότερο. ’Έτσι, άφοϋ βρέθηκε ή απάντηση στό πρόβλημα τής φυσικής σχέσεως Πατέρα καί ΥίοΟ, άρχισε νά εμφανίζεται τό ερώτημα τοϋ πώς ύπάρχουν τό καθένα από τά δύο πρόσωπα ιδιαιτέρως, ένώ έχουν κοινή φύση. Τό πρόβλημα έντάθηκε μέ τήν συμπερίληψη καί τοϋ άγιου Πνεύματος στήν κοινή θεία φύση άπό τό τέλος τής δεκαετίας τοϋ 350 καί μετά. Παλαιότερα, στήν Α' Οικουμενική Σύνοδο (325), αναθεματίστηκαν όσοι δέχονταν ότι ό Υιός είναι «έξ έτέρας ύποστάσεως ή ούσίας». Ή Σύνοδος φάνηκε νά ταυτίζει τούς όρους ούσία καί υπόσταση, άλλά ό Β. δίνει ενδιαφέρουσα έξήγηση στό φαινόμενο, δεδομένου ότι ό όρος ύπόσταση είχε προϊστορία. O Σαβέλλιος ταύτιζε ούσία καί ύπόσταση καί κατέλυε τήν πραγματικότητα τών θείων ύποστάσεων. Οί άρειανοί ύποστήριζαν ότι ό Υιός δέν είναι «έκ τής ούσίας» τοϋ Πατέρα, άλλ’ άπό άλλη ούσία καί ύπόσταση (Έπιστ. 125, 1). Σέ καμμία δηλαδή περίπτωση δέν γινόταν ορθή χρήση τοϋ όρου ύπόσταση. Καί ή Σύνοδος δέν ταύτισε τούς δύο όρους, άλλά καταδίκασε τήν κακή τους χρήση. Ή έξήγηση φαίνεται περίεργη, άλλά είναι πολύ ορθή. Πρέπει νά προσέξουμε ότι ή Σύνοδος τής Νίκαιας δέν άποφάνθηκε περί τής σχέσεως ού σΐας καί ύποστάσεων, άλλά καταδίκασε τούς ισχυρισμούς τών ά ρειανών ότι ό Υιός είναι «έξ έτέρας ύποστάσεως» καί έξ έτέρας «ούσίας». Καί οί δύο ισχυρισμοί ήταν εσφαλμένοι, έφόσον, λέγοντας «έξ έτέρας ύποστάσεως», εννοούσαν καί άλλη ούσία.
Γενικά όμως παρατηρούμε ότι στήν Νίκαια, τό 325, δέν είχε κινηθεί τό πρόβλημα τοϋ πώς ύπάρχουν τά όμοούσια πρόσωπα καί δέν ύπήρχε συνείδηση τής διακρίσεως. Τό κλίμα τούτο έκφράζει, τό 362, καί ό Μ. ’Αθανάσιος (Πρός Άντιοχεϊς 6), άλλά πληροφορημένος γιά τίς σχετικές συζητήσεις μεταξύ τών ορθοδόξων, δέχτηκε ότι όσοι χρησιμοποιούν τόν όρο «τρεις ύποστάσεις» δέν είναι κακόδοξοι, έφόσον δέν εννοούν τόν Υίό «άλλοτριούσιον», δηλαδή άπό άλλη ούσία (αύτόθι, 5). Ό Εύνόμιος, άκολουθώντας τούς παλαιούς άρειανούς, ταύτιζε φιλοσοφικά τό είναι καί τήν φύση, τήν ύπόσταση καί τήν ούσία (π.χ. ’Απολογητικός 12), χωρίς νά επιμένει σ’ αύτό, μολονότι αύτό ήταν τό κύριο θέμα γιά τήν θεολογία. "Οπως παλαιότερα ό "Αρειος έφερε στήν έπιφάνεια τό θέμα τής σχέσεως Πατέρα καί Υιού, λέγοντας ότι ό Υίός είναι κτΐσμα, έτσι καί τώρα ό Εύνόμιος έφερνε στήν έπιφάνεια τό θέμα τών ύποστάσεων, λέγοντας ότι οί ιδιότητες τών ύποστάσεων (ή προσώπων) ταυτίζονται μέ τήν ούσία. Ό Β., όταν άπάντησε στόν Εύνόμιο, έκανε μιά ρεαλιστική διαπίστωση: καθένα από τά πρόσωπα τής Τριάδας έχουν ιδιότητες ή προσόντα, πού χαρακτηρίζουν άποκλειστικά τό κάθε θειο πρόσωπο, κάτι πού δέν άμ φισβητεΐται. ’Αφού όμως τά πρόσωπα έχουν άποκλειστικές ιδιότητες, οι όποιες, όπως έδειξε, δέν ταυτίζονται μέ τήν ούσΐα, έπεται ότι ύ πάρχουν ώς διακεκριμένες ύποστάσεις.
Θεολογικά ή διάκριση ύποστάσεωνήταν συνέπεια των αναμφισβήτητων ιδιοτήτων. Γι’ αύτό καί στό «Κατά Εννομίου» έργο του δέν άσχολεΐται ευθέως μέ τό πρόβλημα των υποστάσεων. ’Αναφέρει όμως τόν όρο, τόν όποίο δύοτρεΐς φορές εναλλάσσει μέ τήν λέξη «ύ ποκείμενον» (Κατά Εύνομίου Α' 7 Β' 9. Έπιστ. 9, 1. Περί τοΰ αγίου. Πνεύματος ΙΖ'), καί μάλιστα φαίνεται νά μή διερωτάται καθόλου γιά τήν όρθότητά του, ήδη άπό τό 361/2, όταν έγραψε τήν ’Επιστολή του 9. Είναι πολύ σημαντικό μάλιστα ότι, άπό τήν έποχή αυτή, τό σφάλμα τού Διονυσίου ’Αλεξανδρείας, των άρειανών καί τού Μαρ κέλλου Άγκύρας συνέδεε πρώτιστα μέ τήν μή αναγνώριση τών ύ ποστάσεων τών θείων προσώπων (βλ. καί Έπιστ. 125, 1). Ό Β., λοιπόν, δεχόμενος διακεκριμένες καί όμοούσιες τίς θείες υποστάσεις, θεμελίωνε τώρα γιά πρώτη φορά τήν ίδιαίτερή τους ύπαρξη στίς αποκλειστικές ιδιότητες (ή προσόντα) τους. ’Έτσι, ή Εκκλησία βρήκε πειστικό λόγο γιά τήν διδασκαλία της ότι τό κάθε πρόσωπο τής αγίας Τριάδας αποτελεί ιδιαίτερη ύπόσταση, ενώ συγχρόνως καί τά τρία έχουν μία κοινή φύση.
Τό «κοινόν» καί τό «ίδιον»
Μέ τήν αρχική του θεολογία έδειξε γιατί έχουν ιδιαιτερότητα οί τρεις ύποστάσεις. Οί συζητήσεις όμως καί τά ερωτήματα δέν σταμάτησαν. Καί τό ενδιαφέρον έπικεντρώθηκε στό πώς πρέπει νά νοηθεί συγχρόνως καί ή όμοουσιότητα καί ή ιδιαιτερότητα τών υποστάσεων. Ή άπάντηση ήταν ή έξής: ή ουσία νοείται ώς τό κοινόν καί οί ύποστάσεις ώς τό ίδιον (ή ιδιάζον). Τήν σχέση πού έχει π.χ. ή κοινή άνθρώπινη φύση πρός τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συγκεκριμένων άνθρώπων, έχει καί ή κοινή θεία ούσία πρός τίς τρεις θείες ύποστάσεις. Οί άνθρωποι όλοι έχουν κοινή ούσία, αλλά ό καθένας έχει δικά του χαρακτηριστικά, ώστε νά είναι ό άλφα, ό βήτα κ.λπ.:
«δν έχει λόγον τό κοινόν πρός τό ίδιον, τούτο έχει ή ούσία πρός τήν ύπόστασιν. "Εκαστος γάρ ήμών καί τφ κοινω τής ουσίας λόγω τού είναι μετέχει καί τοΐς περί αύτόν ίδιώμασιν ό δεινά έστι καί ό δείνα. Οϋτω κάκεΐ, ό μέν τής ούσίας λόγος κοινός, οίον ή άγα θότης, ή θεότης... ή δέ ύπόστασις έν τω ίδιώματι τής πατρότητος ή τής υίότητος ή τής άγιαστικής δυνάμεως θεωρείται» (Έπιστ. 214, 4).
"Ετσι έχουμε την θεμελιώδη θεολογία τής φράσεως μία ουσία σέ τρεις υποστάσεις, στήν όποια καί ή Ιδιαιτερότητα τών ύποστάσεων σώζεται καί ή κοινή φύση τών τριών όμολογεΐται. Την έκφραση «τρεις υποστάσεις» μεμονωμένη χρησιμοποίησε ό ’Ωριγένης (Εις τό κατά Ίωάννην Εύαγγέλιον II,X), άλλ5 αυτός κατανοούσε τόν Υιό καί τό Πνεύμα κατώτερα τού Πατέρα. ’Ασαφείς είναι οί χρήσεις τής έκφρά σεως στούς Εύσέβιο Καισαρείας καί Μάριο Βικτωρΐνο. Τήν οριστική θεολογία τών ύποστάσεων εισάγει πρώτος ό Β., πού όσα θ’ αναπτύσσει καθημερινά από τό 371/2 τά είχε διατυπώσει επιγραμματικά ήδη τό 364:
«γνωριστικάς τινας ιδιότητας έπιθεωρουμένας τη ουσία δέχοιτό τις είναι τό γεννητόν καί τό άγέννητον... Αί γάρ τοι ιδιότητες, οίονεί χαρακτήρές τινες καί μορφαί έπιθεωρούμεναι τή ούσία, διαιροΰσι μέν τό κ ο ι ν ό ν τοΐς ΐ δ ι ά ζ ο υ σ ι χαρακτήρσι, τό δέ όμοφυές τής ούσίας ού διακόπτουσιν. Οϊον, κοινή μέν ή θεότης, ιδιώματα δέ τινα πατρότης καί υίότης· έκ δέ τής έκατέρου συμπλοκής, τού τε κ ο ι ν ο 0 καί τού ί δ ί ο υ, ή κατάληψις ήμΐν τής άληθείας έγγί νεται... Αϋτη γάρ τών ιδιωμάτων ή φύσις, έν τή τής ούσίας ταυτό τητι δεικνύναι τήν ετερότητα... Μιας γάρ ούσίας τοΐς πάσιν ύποκειμένης, τά ιδιώματα ταΰτα ούκ άλλοτριοΐ τήν ουσίαν, ούδέ οίονεί συστασιάζειν έαυτοΐς άναπείθει· τή ένεργείςι δέ τών γνωρισμάτων, ώσπερ τι φώς ταΐς ψυχαΐς ήμών έντιθέντα, πρός τήν έφι κτήν ταΐς διανοίαις σύνεσιν όδηγεΐ» (Κατά Εύνομίου Β' 28).
Μέ τήν θεολογία μία ούσία τρεις υποστάσεις έπιτυγχάνεται ισορροπία στέρεη. Διότι άν ή ούσία δέν ήταν κοινή, θά έπρόκειτο γιά πο λυθεΐα. Καί άν οί όμοούσιες ύποστάσεις δέν διακρίνονταν, θά έπρόκειτο γιά φιλοσοφική ή ιουδαϊκή μονοθεΐα χωρίς πρόσωπο καί χωρίς δυνατότητα προσωπικής σχέσεως μέ τόν άνθρωπο:
«ό τό κοινόν τής ούσίας μή όμολογών εις πολυθεΐαν έκπίπτεν ούτως ό τό Ιδιάζον τών ύποστάσεων μή διδούς είς τόν ιουδαϊσμόν ύποφέρεται... Ού γάρ έξαρκεΐ διαφοράς προσώπων (= όπως τά κατανοούσε ό Σαβέλλιος) άπαριθμήσασθαι, άλλά χρή έκαστον πρόσ ωπον έν ύποστάσει άληθινή ύπάρχον δμολογεΐν» (Έπιστ. 210, 5).
Η αληθινή πίστη καί ή ομολογία της πρέπει νά περιλαμβάνει ά παραίτητα καί τό «κοινόν», πού δηλώνεται μέ τό «θεότης», καί τό «ίδιον», πού σημαίνουν ή «πατρότης» καί ή «υίότης». Αυτό μάλιστα συνέβαινε ήδη στό Σύμβολο τής πίστεως, στό όποίο όμολογεΐ ται πίστη «είς τόν Θεόν Πατέρα» καί είς «Θεόν Υιόν». Τό ίδιο πρέπει νά γίνεται καί γιά τό άγιο Πνεύμα, νά όμολογεΐται δηλαδή πίστη «είς θειον Πνεύμα τό άγιον». Ή προσθήκη έγινε όντως στήν Β' Οΐκουμ. Σύνοδο, τό 381, άλλά προστέθηκε ή λέξη «κύριον» γιά τό άγ. Πνεύμα καί 6χι «θειον»:
«Χρή ούν τώ κοινώ τό ιδιάζον προστιθέντας... κοινόν ή θεότης,
ίδιον ή πατρότης· συνάπτοντας λέγειν: πιστεύω εις Θεόν Πατέρα. Καί πάλιν έν τη τοΰ Υίοϋ όμολογία τό παραπλήσιον ποιεΐν, τω κοινω συνάπτειν τό ίδιον καί λέγειν: εις Θεόν Υίόν. Όμοίως καί έπί του Πνεύματος τοΰ άγιου... λέγειν: πιστεύω καί εις τό θειον Πνεύμα, ώστε δι’ όλου καί την ένότητα σώζεσθαι καί έν τη τής μιας θεότητος ομολογία· καί τό των προσώπων ίδιάζον όμολογεΐσθαι έν τώ άφορισμω των περί έκαστον νοουμένων Ιδιωμάτων» (Έπιστ. 236, 6).

Τό άγιο Πνεύμα είναι «συνδοξαζόμενον»
Μέ τά τελευταία χωρία του ό Β. υπογράμμισε τήν κοινότητα (ταυτότητα) τής ούσίας τών τριών υποστάσεων καί αρα τήν όμοτιμία καί τήν ισότητά τους, ώστε ν’ άποκλείεται κάθε είδος φυσικής ή χρονικής μεταξύ τους ίεραρχήσεως. "Οσο βέβαιη είναι ή διάκριση τών τριών υποστάσεων, τόσο βέβαιη καί ή κοινότητα (ταυτότητα) τής ούσίας τους. Ή θεολογία αύτή δηλώθηκε ήδη από τά πρώτα κείμενα τοΰ Β. 'Όταν εξηγούσε τήν σημασία τών θείων ιδιοτήτων, δέν διέ κρίνε ώς ανώτερες τίς ιδιότητες τού Πατέρα (πατρότης), καί κατώτερες τού Υιού (υίότης) καί τού Πνεύματος (άγιαστική δύναμις). Γι’ αύτό καί, όταν τόν κατηγόρησαν έντονα τό 372 ότι δέν πιστεύει ορθά περί άγ. Πνεύματος (Γρηγορίου Θεολόγου, Έπιστ. 48), επειδή δέν τό άποκαλοΰσε ρητά «Θεόν», εκείνος βεβαίωσε μέ όρκο φρικτό τόν Γρηγόριο Θεολόγο (Λόγος 43, 6869) ότι άσφαλώς πιστεύει ώς Θεόν τό άγιο Πνεύμα, κάτι πού ομολόγησε καί ενώπιον άλλων (αύτόθι). Επειδή όμως βρισκόταν σ’ εξέλιξη ή προσπάθειά του νά προσελκύ σει τούς πνευματομάχους, πού είχαν τήν δυνατότητα ν’ αναταράξουν τήν Καισάρεια, έκρινε σκόπιμο νά εφαρμόζει «οικονομία», εύέλικτη Τακτική, καί νά δηλώνει τήν θεότητα καί όμοουσιότητα τού Πνεύματος μέ άλλους όρους καί βιβλικές λέξεις (αύτόθι). Τήν τακτική αύτή μάλιστα επιδοκίμασε καί ό ϊδιος ό Μ. ’Αθανάσιος, πού μέ τήν εύκαιρία έπέπληξε όσους τόν υποπτεύονταν καί άποκάλεσε τόν Βασίλειο «καύχημα τής Εκκλησίας» (Έπιστολαί: Πρός Ίωάννην καί Άντίοχον καί Πρός Παλλάδιον: PG 26, 1165-1168).
Γενικά όμως τήν πνευματολογία του ό Β. ανέπτυξε μέ άφορμή τίς εναντίον του ύποψίες ή κατηγορίες καί δή μέ γραπτή αίτηση τού Άμ φιλοχίου Ίκονΐου, πού χρειαζόταν επιχειρήματα πρός Αντιμετώπιση τών πολλών πνευματομάχων. Θεολογούσε ελπίζοντας ότι θά διευκόλυνε τήν επάνοδο τών πνευματομάχων, εάν δέν χρησιμοποιούσε ρητά τούς όρους «Θεός» καί «όμοούσιον» γιά τό Πνεύμα. Μέ τά δεδομένα, λοιπόν, αύτά προχώρησε στήν πνευματολογία καί ήταν πολύ εύκολο νά συναγάγει τις συνέπειες τής θεολογίας του περί τών θείων ιδιοτήτων καί τών κοινών θείων, ενεργειών, τής διδασκαλίας
δηλαδή ότι καί τά τρία πρόσωπα είναι «ομότιμα», «συνδοξάζονται» από κοινού, «προσκυνοΰνται» ισότιμα καί «συναριθμοΰνται», χωρίς κάποιο νά «ύπαριθμεΐται» ( = νά θεωρείται κατώτερο). (Βλ. π.χ. στό έργο του «Περί τοΰ άγ. Πνεύματος» τά κεφ. ΙΖ' καί 1Η'). ’Άλλωστε τό έργο τούτο έγραψε ό Β. καί γιά νά εξηγήσει τόν λόγο γιά τόν όποίο στήν δοξολογία είσήγαγε τόν τύπο «δόξα τφ Πατρΐ καί τφ Υίφ σύν (αντί εν) τω άγίω Πνεύματι». Μέ τήν πρόθεση συν έπιθυ μοΰσε ακριβώς νά τονίσει τήν όμοτιμία καί ταυτότητα φύσεως των τριών προσώπων. Καί συχνά είναι σαφέστατος γιά τήν ταυτότητα τής ουσίας των θείων προσώπων. ’Έτσι π.χ. στό κεφ. ΚΔ' τοΰ ίδιου βιβλίου υπογραμμίζει ότι τό άγιο Πνεύμα είναι «φύσει αγαθόν», όπως είναι φύσει «αγαθός ό Πατήρ καί αγαθός ό Υιός». 'Η αξία τής διατυπώσεως αύτής κατανοεϊται ορθότερα, όταν σκεφθεϊ κανείς ότι γιά τόν Β. οί λέξεις «θεότης» καί «άγαθότης» δηλώνουν τήν ούσία φύση τοΰ Θεοΰ (Έπιστ. 214, 4).
«τό Πνεϋμα φυσικήν έχει τήν Αγιότητα ού κατά χάριν λαβόν, άλλά συνουσιωμένην αύτώ. "Ο τοίνυν φύσει άγιον, ώς φύσει άγιος ό Πατήρ καί φύσει άγιος ό Υίός, οϋτε αύτοί τής θείας καί μακα ρίας Τριάδος χωρίσαι καί διατεμείν άνεχόμεθα» (Έπιστ. 159, 2).
Ό Β. είναι σαφής γιά τήν άιδιότητα τοΰ Πνεύματος καί γιά τό ότι «πηγή» του καί «αίτια» του είναι ό Πατέρας (Περί τού Πνεύματος 2), από τόν όποίον «εκπορεύεται» ('Ομιλίαι εις τούς Ψαλμούς ΚΒ' 4). "Ετσι, λοιπόν, δέν υπήρξε Αμφιταλάντευση τοΰ Β. γιά τήν όμοου σιότητα τοΰ άγ. Πνεύματος. Τό άν καρποφόρησε ή τακτική του (ή οικονομία) είναι άλλο θέμα. Πάντως καί στήν Β' Οίκουμ. Σύνοδο, τό 381, ή τακτική του υιοθετήθηκε: τό άγιο Πνεύμα χαρακτηρίστηκε «κύριον», «συνδοξαζόμενον» καί «συμπροσκυνούμενον», όροι πού όντως προϋποθέτουν καί σημαίνουν τό «όμοούσιον» τοΰ Πνεύματος.
Άπό τήν όλη θεολογική πορεία τοΰ Β., πού διήρκεσε μόλις 1618 χρόνια, γίνεται φανερό ότι ό ιερός άνδρας, βιώνοντας τήν θεολογία τής Νίκαιας καί τοΰ Αθανασίου, πού είχαν ήδη γίνει Παράδοση, συνέχισε καί αύξησε ό,τι παρέλαβε, χωρίς νά επιχειρήσει τροποποίηση, όπως ύποθέτουν οί πολλοί ερευνητές, πού τόν χαρακτηρίζουν ώς «νεονικαιανό», διότι ανήκε δήθεν άρχικά στήν ομάδα των όμοιου σιανών. ’Αντίθετα, είδαμε ότι ξεκίνησε ώς όμοουσιανός καί ώς πρός τή σχέση ούσίας καί ύποστάσεως προχώρησε στήν διάκριση, τήν οποία δέν είχε συνειδητοποιήσει ό ’Αθανάσιος.

Μέριμνα γιά τήν ένότητα των Εκκλησιών
'Η βαθιά αίσθηση τής αλήθειας καί τής ευθύνης, δηλαδή τό πρωτείο άληθέίας, πού είχε ό Β., τόν ώθησε στίς πολλές του ένωτικές προσπάθειες. Ποτέ ή ’Εκκλησία δέν βρέθηκε τόσο διηρημένη, όσο άπό τό 360 μέχρι τό 381. Καί ποτέ μέχρι τότε άνδρας έκκλησιαστι κός δέν ταξίδεψε καί δεν έγραψε τόσο γιά τήν ένότητα όσο ό Β., πού τής έδινε μυστηριακό καί έκκλησιολογικό βάθος. Τήν ονόμαζε «κοινωνίαν» (Έπιστ. 69 καί 70) καί τήν κατανοούσε ώς κοινωνία στην αλήθεια, πού εκφραζόταν μέ αμοιβαία άναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών καί μυστηριακή διακοινωνΐα. Τό σχίσμα τής ’Αντιόχειας είχε διαιρέσει όχι άπλώς τούς χριστιανούς, αλλά καί τούς όρθοδό ξους ή όσους είχαν μικρές παρεκκλίσεις άπό τήν ορθοδοξία καί δίσταζαν στην αποδοχή τής θεολογίας τού Β. Ή άνατολική αύτή υπόθεση έντάθηκε περισσότερο μέ τήν ανάμιξη καί τής Ρώμης, πού στήριζε στήν ’Αντιόχεια τόν Παυλΐνο σέ βάρος τού κανονικού επισκόπου τής πόλεως Μελετίου. Οί ένωτικές προσπάθειες τού Β. προϋπέθεταν ρητά τήν ομολογία τής ορθής πίστεως, όριο έλάχιστο τής όποιας θεωρούσε τότε τό Σύμβολο τής Νίκαιας μέ τήν προσθήκη ότι τό άγιο Πνεύμα δέν είναι κτΐσμα:
«Μηδέν τοίνυν πλέον έπιζητώμεν, άλλά προτεινώμεθα τοϊς βουλο μένοις ήμΐν συνάπτεσθαι άδελφοΐς τήν έν Νικαία πίστιν. Κάν έκεί νη συνθώνται, έπερωτώμεν καί τό μή δεΐν λέγεσθαι κτίσμα τό Πνεύμα τό "Αγιον, μηδέ κοινωνικούς αύτών είναι τούς λέγοντας. Πέρα δέ τούτων άξιω μηδέν έπιζητεΐσθαι παρ’ ήμών. Πέπεισμαι γάρ ότι τή χρονιωτέρα συνδιαγωγη καί τή άφιλονείκω συγγυμνασίςι καί εΐ τι δέοι πλέον προστεθήναι είς τράνωσιν, δώσει ό Κύριος ό πάντα συνεργών είς άγαθόν τοΐς άγαπώσιν αύτόν» (Έπιστ. 113. Βλ. καί Έπιστ. 258, 2).

Έάν βέβαια πρόκειται γιά κακοδόξους ή ομάδα κακοδόξων, πού έχουν ρητά καταδικαστεί άπό τήν Εκκλησία, τότε ή άποδοχή τους σέ κοινωνία άπαιτεΐ συναίνεση τής όλης Εκκλησίας καί όχι άπλώς μιας τοπικής Εκκλησίας (Έπιστ. 265, 3). Μέ τίς προϋποθέσεις αύ τές επιδίωξε τήν ένότητα σέ όλη τήν ’Ανατολή καί πρός τό τέλος τής ζωής του άναγνωρΐστηκε άπό τούς όρθοδοξοΰντες ώς κεφαλή τής όλης Εκκλησίας, άπό τήν Αϊγυπτο καί τήν Λιβύη μέχρι τήν Αρμενία καί άπό τήν Συρία καί τήν Μικρασία μέχρι τήν Ελλάδα καί τό Ιλλυρικό (Έπιστ. 204, 7).
Τά πράγματα όμως ήταν διαφορετικά μέ τήν Δύση γιά δογματικούς λόγους. Ό Ρώμης Δάμασος μέχρι τό 375 έπέμενε στήν διατύπωση «μία ούσΐα, μία ύπόστασις» (βλ. π.χ. συνοδικό κείμενο τού Δαμάσου είς Θεοδωρήτου, Έκκλ. ιστορία Β' 21 καί άπόσπασμα Επιστολής τού 374: Denzinger, Enchiridion Symbolorum..., 146). "Η διατύπωση εκπροσωπούσε γενικά τήν δυτική θεολογία, όπως δείχνει καί ή προσπάθεια τού "Ιερωνύμου νά πείσει (τό 376) τόν Δάμασο, ότι ή φράση «τρεις ύποστάσεις» φανερώνει άρειανίσμό (Epistola 15, 34). Ό Β. είχε ήδη παρουσιάσει τήν θεολογία «μία ούσΐα, τρεις υποστάσεις» καί είχε δείξει ότι, άν δέν συνειδητοποιηθεί ή άλήθεια τών τριών υποστάσεων, άποβαίνει άδύνατη κάθε ορθόδοξη τριαδολογία.
Ό Μ. Αθανάσιος (+ 373) έδειξε κατανόηση στήν θεολογία του Β., άλλά δέν τόν βοήθησε στά σχέδιά του γιά τό ζήτημα τής Αντιόχειας. "Ολες οί αποστολές έκπροσώπων του Β. στήν Ρώμη ανέλυαν δύο στοιχεία: τήν θεολογία των ύποστάσεων καί τήν ανάγκη νά συνδράμουν οί δυτικοί τήν διηρημένη καί διωκόμενη άνατολική Εκκλησία, πού ζοΰσε,τό δράμα τούτο ένεκα τής μέριμνας γιά τήν όρθή πίστη (Έπιστ. 243, 4). Ή διαίρεση θά έπαυε μέ τήν άποδοχή τής θεολογίας τού Β. καί άν λυνόταν τό άντιοχειανό σχίσμα καί δή άν καταδικάζονταν ό Παυλινος (πού δέν υιοθετούσε τήν θεολογία τών ύποστάσεων καί ομοφρονούσε μερικώς μέ τόν ήδη καταδικασμένο Μάρκελλο Άγκύρας), ό Άπολινάριος καί ό πνευματομάχος Ευστάθιος Σεβάστειας (βλ. Έπιστ. 265, 35). Σέ παλαιότερη όμως αποστολή τού πρεσβυτέρου Εύαγρίου στήν Ρώμη (372/3), ό Δάμασος είχε τήν αφροσύνη ν’ άρνηθει τήν θεολογία τού Βασιλείου καί νά τού ζητήσει νά ύπογράψει αναλλοίωτο δικό του κείμενο (Έπιστ. 138, 2), φυσικά μέ τήν θεολογία τής «μιας ύποστάσεως». "Οσο αύτό δέν γινόταν από τόν Β. καί όσο έπέμενε ό Δάμασος, ή κοινωνία Δυτικής καί Άνατο λικής Εκκλησίας γινόταν προβληματική. Ύπέφωσκε σχίσμα, πού ευτυχώς δέν εκδηλώθηκε, διότι ό Δάμασος από τό 376 κατανόησε τήν θεολογία τού Β., παρέλειπε στά κείμενά του τόν όρο «μία ύπό σταση» καί μιλούσε γιά «τρία πρόσωπα αληθινά», πού είναι «Ισα» καί «αεί όντα» (βλ. Δαμάσου Επιστολή Per filium meum τού έτους 375/6: PL 13, 356· καί κείμενα τού ίδιου εις Θεοδωρήτου, Έκκλησ. Ιστορία Ε' 10 καί 11 PL 13, 558 καί 369). Ή αλλαγή στάσεως τού Δαμάσου άνοιγε τόν δρόμο γιά τήν πραγματική κοινωνία ’Ανατολής καί Δύσεως καί μάλιστα γιά σύγκληση γενικής συνόδου, όπως προγραμμάτιζε ό Β. Ή σύνοδος δέν έγινε όσο ζούσε ό Β., διότι παρά ταύτα ό Δάμασος, ένώ καταδίκασε τούς Άπολίνάριο καί Εύστά θιο, δέν άπέσυρε άπό τήν Αντιόχεια τόν Παυλΐνο, κάτι πού θά σήμαινε καί άναγνώριση τού Μελετίου. Ή σύνοδος αύτή έγινε λίγους μήνες μετά τόν θάνατο τού Β., στήν ’Αντιόχεια, στήν οποία υιοθετήθηκε ή τακτική του καί ή θεολογία του, γεγονός πού επισφραγίστηκε πανηγυρικά στήν 


Β' Οικουμενική Σύνοδο, τό 381.
Προϋποθέτει «πρωτείο έξουσίας» του επισκόπου Ρώμης;
Ή μέριμνα τού Β. γιά τήν κοινωνία τών ’Εκκλησιών έρμηνεύτηκε καί ώς άναγνώριση πρωτείου έξουσίας στόν επίσκοπο Ρώμης. Καί είναι άλήθεια ότι ό Δάμασος είχε κάποιες αξιώσεις έξουσίας καί ονόμασε τόν θρόνο του «άποστολική καθέδρα» (Θεοδωρήτου, Έκκλησ. ιστορία Ε' 10, 2), άλλά προσεκτική άνάγνωση τών κειμένων του Β. όδηγεΐ σέ διαφορετική εκτίμηση. Ό Β. απευθύνεται στόν Ρώμης γιά τούς έξης λόγους: α) ό Ρώμης ήταν σέ μεγάλο βαθμό ύπεύ θυνος γιά την διαίρεση των όρθοδοξούντων στην ’Αντιόχεια· β) στην ’Ανατολή όσο ζούσε ό Ούάλης ήταν άδύνατο νά συγκληθεΐ άνεπη ρέαστη σύνοδος επισκόπων καί οί όρθόδοξοι ήταν λίγοι καί άδύνα τοι, άλλά μπορούσαν μέ τήν συμπαράταξη των δυτικών νά γίνουν ισχυροί, ώστε νά τούς ύπολογίζει ό Ούάλης καί νά τούς αφήνει νά λύνουν μόνοι τά προβλήματά τους· γ) ό Β. είχε κατηγορηθεΐ γιά με ροληψία ύπέρ τού Μελετίου καί γι’ αύτό, στην λύση πού πρότεΐνε, ήθελε νά έχει τήν σύμφωνη γνώμη των δυτικών, επειδή ζούσαν μακριά άπό τά γεγονότα καί θά φαίνονταν πιό αξιόπιστοι στούς άντι μαχόμενους· δ) όσοι άποτελοϋσαν «κοινωνία» εκκλησιαστική (άρα οί όρθοδοξούντες καί όσοι θά μπορούσαν νά όρθοδοξήσουν) σέ ’Ανατολή καί Δύση δφειλαν νά συμμετέχουν στήν καταδίκη ή τήν ά θώωση ομάδων, πού έχουν μονομερώς καταδικαστεί στήν Δύση ή στήν ’Ανατολή.
Καί πράγματι, μολονότι δέν μπορούσε νά γίνει σύνοδος, ό Β. είχε καταδικάσει τούς Παυλΐνο, Άπολινάριο καί Εύστάθιο γιά τίς κα κοδοξίες τους. Αύτό έπρεπε νά γίνει καί άπό τούς δυτικούς. Μάλιστα δέν τούς παρακαλεΐ ν’ άποφανθούν γιά τούς κακόδοξους αύτούς, δέν ζητάει τήν γνώμη τών δυτικών δηλαδή, άλλά, βέβαιος γιά τήν άλήθειά του, γράφει: «άξιοΰμεν» τήν καταδίκη τους (Έπιστ. 263, 2). Φυσικά, έάν φρονούσε ότι ό Δάμασος Ρώμης έχει πρωτείο εξουσίας, δέν θά «άξιοΰσε» άπό αύτόν, άλλά θά έθετε άπλώς τό θέμα στήν κρίση του. Ή έλλειψη άξιώσεως πρωτείου άπό τόν Ρώμης (τουλάχιστον σέ άπόλυτο βαθμό) φαίνεται καί άπό τό ότι ό Β. στέλνει αντιπροσώπους του μέ γράμματα ιδιαίτερα, γιά τά ίδια θέματα, στούς επισκόπους Γαλλίας καί ’Ιταλίας, μολονότι αύτοί σαφώς άνήκαν στήν περιοχή τής Δύσεως. ’Έχει μεγάλη σημασία τό γεγονός ότι πολύ άνετα παρακάμπτει τόν Ρώμης, κάτι πού σημαίνει ότι θεωρούσε τούς άλλους επισκόπους τής Δύσεως μή έξαρτημένους από αύτόν.
Χαρακτηριστικό έλλεΐψεως συνειδήσεως πρωτείου εξουσίας άπο τελεΐ καί ή δυσχέρεια τού Ρώμης νά «έπισκέπτεται» αύτοδικαΐως άλλες τοπικές ’Εκκλησίες. Αύτό φαίνεται άπό τό ότι ό Δάμασος επιζητούσε άποστολή εκπροσώπων τής ’Ανατολής, πού θά τού ζητούσαν τήν «έπίσκεψιν» (νά έπισκεφτει τήν ’Ανατολή), ώστε νά έχει νόμιμη «άφορμήν» (Έπιστ. 138). "Ο,τι ζητάει ό Β. άπό τόν Δάμασο καί τούς δυτικούς επισκόπους είναι ή «έπίσκεψΐς» τους στήν ’Ανατολή (Έπιστ. 70, 242 καί 243) καί αύτό όχι γιά νά άνακρίνουν ή νά έπανεκτιμήσουν, άλλά νά παρηγορήσουν (είς«παράκλησιν»), νά διαπιστώσουν όσα τούς πληροφορούσε ό Β. (αύτόθι) καί νά βοηθήσουν στήν συμφιλίωση. Καί άν θά γινόταν σύνοδος, θά τήν συγκροτούσαν όμότιμα άνατολικοί καί δυτικοί επίσκοποι, κάτι πού τελικά δεν έγινε στην Β' Οΐκουμ. Σύνοδο (381), στην όποια ήρκεσε ή συμμετοχή των ανατολικών, διότι καί τά όρθά αποφάσισαν καί οί δυτικοί συμφώνησαν αργότερα. Τέλος, θά ήταν άσυνεπής πράξη ή αναγνώριση πρωτείου εξουσίας στόν Ρώμης από τόν Β., άπό τόν μεγάλο αύτό θεολόγο, πού είχε τόση βεβαιότητα γιά την άλήθειά του, ώστε νά λέει καί νά γράφει ότι όποίος δεν έχει «κοινωνία» μαζί του, δέν έχει κοινωνία μέ τήν ’Εκκλησία (Έπιστ. 204, 7).
Προϋποθέσεις τής θεολογίας καί θεοπτία
Ή κατανόηση τοΰ δημιουργικού έργου τού Β., μάλιστα τού αυστηρά θεολογικού, άπαιτεΐ νά είσέλθουμε στην έσώτατη διαδικασία τής βασιλειανής θεολογίας, στήν μέθοδό της. Σέ θεολογία προβαίνει ό Β. άπό άνάγκη (Κατά Εόνομίον A' 1). Τά προβλήματα είναι ή άφορμή καί ό Θεός ή αιτία, ή πηγή τής αλήθειας. Ό φόβος του ήταν τόσο μεγάλος ενώπιον τής θεολογίας, ώστε συχνά άπέφευγε νά απαντάει σέ θεολογικές ερωτήσεις καί συχνότερα παρακαλούσε επίμονα νά μήν κινούν οί πιστοί ζητήματα πΐστεως. "Ολοι πρέπει νά άρκούνται σέ ό,τι έχει διατυπωθεί στήν Εκκλησία, στόν απλό λόγο τής Γραφής καί τής αρχαίας Παραδόσεως (Έπιστ. 258).
"Οταν όμως ό ίδιος ό πιστός  καί συχνά κάποιος δηλωμένος κακόδοξοςδημιουργεί προβλήματα καί άμφιβολίες, πού δέν άντιμε τωπίζονται μέ τήν απλή βιβλική διατύπωση καί τήν όσο αναπτυγμένη Παράδοση τής Εκκλησίας, τότε ό Β. σκύβει στό πρόβλημα καί θεολογεί. Τότε διακονεΐ τήν σωτηρία των πιστών. Καί ή διακονΐα θεολογία του θέλει νά προϋποθέτει  καί όντως προϋποθέτει  τά εξής:
α) Χρόνο. Πρέπει κανείς νά διαθέτει χρόνο γιά τήν θεωρία τής ά λήθειας, γιά τήν θεολογία, καί νά είναι απαλλαγμένος άπό εξωτερικούς περισπασμούς:
«Δει γάρ πάσαν σχολήν άγειν άπό θορύβων των έξωθεν καί πάσαν ήσυχίαν έν τω κρύπτω τής καρδίας βουλευτηρίω ποιήσαντα, ούτως έπιβάλλειν τη θεωρία τής αλήθειας» (Εις τούς Ψαλμούς 33, 3).
β) Κάθαρση: Ό άγώνας γιά τήν κάθαρση άποτελει τό πρώτιστο έργο τού θεολόγου. Ή κάθαρση επαναφέρει τόν άνθρωπο στό άρ χαιο φυσικό του κάλλος, στήν άρχική άδαμική κατάσταση. Ό πτωτικός άνθρωπος έχει γίνει σάρκινος, έχει φρόνημα σαρκικό καί γι’ αύτό ό «νοΰς» του δέν μπορεί νά θεωρήσει, νά δει, τήν άλήθεια: «Ό μέν γάρ σάρκινος άνθρωπος, άγύμναστον έχων πρός θεωρίαν τόν νοΰν... άδυνατεΐ πρός τό πνευματικόν φως τής άληθεΐας άνα βλέψαι» (Περί τοΰ άγ. Πνεύματος ΚΒ').
γ) Φωτισμό: Τό γεγονός τοΰ φωτισμού παίρνει γιά πρώτη φορά τίς μεγάλες διαστάσεις του. Μίλησαν σχετικά ό Ιγνάτιος, ό Ειρηναίος καί ό ’Αθανάσιος. ’Αλλά τώρα, περί τό 374/5, έχουμε πλέον βαθιά άνθρωπολογική καί συγχρόνως θεολογική ανάλυση τού φωτισμού, με την βοήθεια μάλιστα των πλωτινικών παραστάσεων. ’Έχουμε δηλαδή έσώτατη θεώρηση τοΰ άνθρώπου καί διαπίστωση τής σχέσεώς του ώς δυνατότητας άλλά καί ώς πραγματικότητας  μέ τό "Αγιο Πνεύμα. Φυσικά, ό φωτισμός παριστάνεται μέ εικόνες καί σημειώνεται μέ λέξεις, πού επισημαίνουν άπλώς τό γεγονός, χωρίς νά τό έξαντλοϋν. Έτσι, μέ τήν κάθαρση ό νους, ή καρδιά, ό άνθρωπος λοιπόν γενικά, μοιάζει μέ καθαρό μάτι, μέσα στό όποίο σάν ήλιος ό Παράκλητος δείχνει, τήν θεία πραγματικότητα. ”Η, ό φωτισμός μοιάζει μέ τό γεγονός έκεΐνο, κατά τό όποίο σ’ ένα λαμπερό διαφανές σώμα πέφτει φωτεινή άκτίνα καί τό κάνει «περιλαμπές», κατα φώτεινο δηλαδή άπό παντού. Τότε καί τό σώμα αυτό εκπέμπει φώς. Αύτό σημαίνει έλλαμψη τού αγίου Πνεύματος σ’ έναν πιστό. fH πνευ ματοφόρος ψυχή έλλάμπεται καί τότε φωτίζει καί άλλες. Πιό συγκεκριμένα, γιά τό θεολογικό έργο, ή κατάσταση αυτή ταυτίζεται μέ τήν διανομή τών χαρισμάτων τού Πνεύματος. Τά χαρίσματα πού ό Β. άναφέρει είναι «ή πρόγνωσις» τών μελλόντων, «ή σύνεσις» τών μυστηρίων, ή «κατάληψις τών κεκρυμμένων» κ.ά. ’Από τήν «κατάληψη» αύτή τών «κεκρυμμένων» (άληθειών) γεννιέται ή θεολογία στην πρωταρχική της έννοια:
«Οίκείωσις δέ Πνεύματος πρός ψυχήν ούχ ό διά τόπου προσεγγισμός... άλλ’ ό χωρισμός τών παθών άπερ άπό τής πρός τήν σάρκα φιλίας ύστερον έπιγινόμενα τή ψυχή, τής άπό τού Θεού οίκειότητος ήλλότρίωσε. Καθαρθέντα δή ούν άπό τού αίσχους, δ άνεμάξατο διά τής κακίας, καί πρός τό έκ φύσεως κάλλος έπαν ελθόντα καί οΐον εικόνι βασιλική τήν άρχαίαν μορφήν διά καθα ρότητος άποδόντα, ούτως έστί μόνως προσεγγίσαι τώ Παρακλή τω. Ό δέ, ώσπερ ήλιος, κεκαθαρμένον δμμα παραλαβών, δείξει σοι έν έαυτώ τήν εικόνα τοΰ άοράτου. Έν δέ τφ μακαρίφ τής εϊ κόνος θεάματι τό άρρητον δψει τοΰ άρχετύπου κάλλος. Τοϋτο τοΐς άπό πάσης κηλΐδος κεκαθαρμένοις έλλάμπον, τή πρός έαυτώ κοινωνία πνευματικούς άποδείκνυσι. Καί ώσπερ τά λαμπρά καί διαφανή τών σωμάτων, άκτΐνος έαυτοΐς έμπεσούσης, αύτά τε γίνεται περιλαμπή καί έτέραν αύγήν άφ’ έαυτών άποστίλβει. Ούτως αί πνευ ματοφόροι ψυχαί, έλλαμφθεΐσαι παρά τοΰ Πνεύματος, αύταί τε ά ποτελοΰνται πνευματικαί καί εις έτέρους τήν χάριν έξαποστέλ λουσιν. Έντεΰθεν μελλόντων πρόγνωσις, μυστηρίων σύνεσις, κεκρυμμένων κατάληψις, χαρισμάτων διανομαί... ή άτελεύτητος εύ φροσύνη, ή έν Θεώ διαμονή, ή πρός Θεόν όμοίωσις, τό άκρότατον τών όρεκτών, Θεόν γενέσθαι... έκείνοις μάλιστα φανεροΰσθαι αύ τής (= τής άληθείας) τό άκατάληπτον, οίς Θεοΰ χάριτι περισσοτέ ρως προσγέγονεν ή γνώσις» (Περί τοΰ άγ. Πνεύματος Θ').
Ή φωτιστική δύναμη ίκανώνει τόν άνθρωπο νά άτενΐζει την αόρατη θεία εικόνα, τίς θείες έπομένως ένέργειες καί τό Πνεύμα τής «γνώσεως». Σέ τελευταία όμως ανάλυση συμβαίνει αύτό τό παράδοξο: τό άγιο Πνεύμα δίνει έντός του τήν εποπτική δύναμη στόν άνθρωπο. Ή έπίγνωση, ή γνώση τής άλήθειας στόν άνθρωπο, συντελεΐται μέ τήν είσοδο τού άνθρώπου στήν ενεργούσα καί άκτι νοβολοΰσα πραγματικότητα τού άγιου Πνεύματος. Αύτό άκριβώς, κατά τόν Β., σημαίνει τό ψαλμικό «έν τώ φωτί σου όψόμεθα φως» (Ψαλμ. 35, 10). Αύτό είχε υπογραμμίσει άλλοτε καί ό Ειρηναίος στό τέλος τού Β' αί. Ή γνώση, τονίζει ό Β., γίνεται «έν Πνεύματι». Πρέπει νά εισέλθει κανείς μέσα στό άγιο Πνεύμα, μέσα στήν θεία πραγματικότητα καί άρα μέσα στήν άλήθεια, γιά νά έχει πράγματι άλή θεια καί νά μπορεί νά τήν εκφράζει γνησΐως.

Τήν άλήθεια, στήν όποια πρέπει νά είσέλθει ό θεολόγος, χαρακτηρίζει «άδυτα» καί «άπόρρητα», των όποιων «ή θέα» είναι «άπρόσι τος». Παρά ταΰτα ό Θεός δέν άφήνει άνελέητο τόν άνθρωπο. "Οταν ζητάει άλήθεια, δηλαδή κάτι άπό τά «άδυτα», άπό τήν άπειρη άλή θεια, τόν βοηθάει, τού χαρίζει τήν παραπάνω κατάσταση (αυτόθι, ΙΗ').
Ό Β. ποτέ δέν θά γράψει καθαρά ότι έζησε ό ίδιος τέτοια κατάσταση καί τέτοια διαδικασία φωτισμού. Μόνο έμμεσες νύξεις έχουμε άπό τόν ίδιο. ’Αντίθετα, οϊ βιογράφοι του, ό Γρηγόριος Θεολόγος καί ό Γρηγόριος Νύσσης, είναι κατηγορηματικοί στό σημείο αύτό καί βεβαιώνουν ότι ό Β. είχε έλλάμψεις καί ό,τι θεολόγησε ήταν ά ποτέλεσμα θεωρίας τής άλήθειας καί έντρυφήσεως, κατοικήσεως, στό ίδιο τό άγιο Πνεύμα (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 65 καί 76. Γρηγορίου Νύσσης, Επιτάφιος εις Βασίλειον: PG 46, 809C, 812C),
Διαδικασία  «μέθοδος» τής θεολογίας. Αύξηση καί όχι βελτίωση τής εμπειρίας τής άλήθειας
Μέ άφορμή τήν τριαδολογία καί τήν πνευματολογία του ό Β. κα τηγορήθηκε ότι νεωτερίζει καί περιφρονεΐ τήν Παράδοση. Γιά νά πείσει ότι παραταύτα είναι όρθόδοξος, έπρεπε νά δείξει τήν σχέση πού έχει τό νέο, τό όποίο μέ φωτισμό τού άγιου Πνεύματος διατυπώνει, πρός τήν Γ ραφή καί τήν Παράδοση. Πρώτος δηλαδή ό Β. άντιμετώ πισε τό πρόβλημα τής σχέσεως, πού ύπάρχει μεταξύ τής θεολογικής προσφοράς ενός μεγάλου θεολόγου καί τής Παραδόσεως. Τό γεγονός έχει έξαιρετική σημασία, διότι έτσι ό Β. έδειξε πώς έναρμονΐζε ται ό έκάστοτε φωτισμός μέ τήν παραδοσιακότητα καί τί άποτελεϊ (έξωτερικά τουλάχιστον) έγγύηση γνησιότητας τής αύξημένης εμπειρίας τής άλήθειας. "Ετσι φθάνουμε στήν εσώτατη διαδικασία τού θε ολογικοϋ γίγνεσθαι, στην «μέθοδο» τής θεολογίας, πού θά την ακολουθήσουν όλοι όσοι έγιναν μεγάλοι θεολόγοι.
'Η πρόςτήν Γραφή σχέση τής καίριας καί κατ’ εξοχήν θεολογίας τού Β. (τριαδολογία, πνευματολογία) περιγράφεται σάν είσοδος άπό τό γράμμα στό πνεύμα τής Γραφής. Τό γράμμα, ή μορφή τής Γραφής» δηλώνει βέβαια τήν αλήθεια, άλλά όχι στήν άπειρότητά της τήν άλήθεια, όχι δηλαδή δλες τις πλευρές της, όλο  τό βάθος της. "Οταν ό Β. προκαλεΐται άπό τήν Εκκλησία νά δώσει απάντηση σ’ ένα πρόβλημα, γιά τό όποίο δέν έχει σαφή άπάντηση ή Γραφή, πρέπει νά είσέλθει στά «άδυτα» καί «άπόρρητα» τής Γραφής, κάτω, πίσω καί πέρα άπό τό γράμμα της, γιά νά χαριτωθεΐ μέ ευρύτερη έμπειρία γνώση τής άλήθειας, νά έλλαμφθεΐ άπό τό ίδιο τό Πνεύμα τής γνώσεως, ώστε νά μπορεί νά δώσει γνήσια καί σωτήρια άπάντηση.

Συχνά μιλάει γιά τό «κεκρυμμένον βάθος» τής Γραφής καί τήν «διάνοιάν» της, πού σημαίνει οτι τό γράμμα της δέν εξαντλεί ποτέ τό βάθος της, τήν άλήθειά της. Άπό τό βάθος όμως αυτό τής Γραφής έκάστοτε δίνεται κάτι στόν άνθρωπο μέ τήν θεία χάρη. "Οχι σέ όλο υς τούς άνθρώπους. 'Η χάρη τής περισσότερης γνώσεως παρέχεται σέ ορισμένους, οι όποίοι κατόπιν κηρύττουν τήν γνώση αυτήν: «Ό μέντοι δυνηθείς επί τό βάθος διακύψαι τής νομικής έννοιας καί τήν έκ τού γράμματος άσάφειαν, οϊόν τι καταπέτασμα, διασχών, εΐσω γενέσθαι των άπορρήτων, ούτος έμιμήσατο τόν Μωυσήν έν τω διαλέγεσθαι τω Θεφ, περιαιροϋντα τό κάλυμμα, έπιστρέφων καί αύτός άπό τού γράμματος πρός τό πνεύμα... ( = δηλ. πρός) τήν πνευματικήν θεωρίαν... 'Ως γάρ τά τοΐς άνθηροΐς χρώμασι παρακείμενα έκ τής περιρρεούσης αύγής καί αύτά καταχρώννυται, ούτως ό έναργώς ένατενίσας τω Πνεύματι έκ τής εκείνου δόξης μεταμορφούταί πως πρός τό φανότερον, οϊόν τινι φωτί, τή έκ τού Πνεύματος άληθεία τήν καρδίαν καταλαμπόμενος. Καί τοΰτό έ στι τό μεταμορφοΰσθαι άπό τής δόξης τού Πνεύματος εις τήν οί κείαν δόξαν... τοσοΰτον έφ’ όσον  έστίν εικός τόν άπό τού Πνεύματος φωτιζόμενον» (Περί τοϋ άγ. Πνεύματος ΚΑ'. Βλ. καί Εις τήν Έξαήμερον Β' 1).

«μανθάνομεν ότι τοσούτον μέν οΐδεν ή θεόπνευστος Γραφή τό τής έπιγνώσεως άπέραντον, τοσούτον δέ τής άνθρωπίνης φύσεως τό των θείων μυστηρίων έν τω παρόντι άνέφικτον, άεί μέν κατά προκοπήν έκάστφ προστιθεμένου τού πλείονος» (Περί πίστεως 3).
Ή γνήσια διαδικασία τής εισόδου στό βάθος τής Γραφής προϋποθέτει γιά τόν Β. άποτέλεσμα σύμφωνο μέ ό,τι σαφώς έκφράζει τό γράμμα της. Στό σημείο αύτό είναι πολύ σαφής. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τό θεολογικό άποτέλεσμα τού φωτισμού  άρα τής κατ’ έξο χήν θεολογίας δέν υπάρχει στό γράμμα τής Γραφής. "Αλλωστε, άν τό άποτέλεσμα αύτό υπήρχε ρητά expressis verbis στήν Γραφή, δέν θά τό ζητούσε κάτω καί πέρα άπό τό γράμμα της. Γνωρίζει όμως ακόμη καί είναι απόλυτα βέβαιος ότι τό αποτέλεσμα πρέπει νά είναι  καί είναι στην περίπτωσή του  «άκόλουθο», σύμφωνο δηλαδή μέ τήν «έννοια» τής Γραφής (καί όχι μέ τό γράμμα της), μέ τό πνεύμα της (Έπιατ. 159, 2).
Στις εναντίον του κατηγορίες γιά νεωτερισμό αναγκάστηκε νά δηλώσει ότι φρονεί ό,τι παρέλαβε άπό τήν Παράδοση. Άλλ’ αύτό πού παρέλαβε τό αύξησε καί τό συμπλήρωσε χωρίς νά τό μεταβάλει. ’Έγινε συντελεστής τής εξής διαδικασίας: τό στέλεχος («γένος») άπό μικρό γίνεται μεγαλύτερο, διατηρώντας τήν ταυτότητά του. Εφόσον ή άλήθεια καθεαυτήν δέν άλλάζει, δέν αύξομειώνε ται, έκεΐνο πού μπορεί νά συμβει μόνο είναι ή αύξηση, ή προκοπή τού άνθρώπου στήν εμπειρία τής άλήθειας, γεγονός πού άποβαίνει καί αύξηση τής Παραδόσεως. Όμολογεϊ όμως ότι κάθε αύξηση τής Παραδόσεως άποκλείεται, παρεκτός άν αύτή προκύπτει ώς άποτέ λεσμα «προκοπής γνώσεως» τής άλήθειας. Καί στήν περίπτωση αύτή πάλι, ή αύξηση στήν γνώση τής άλήθειας καί ή «προσθήκη» στήν Παράδοση δέν σημαίνει καθόλου «βελτΐωσίν» τής Παραδόσεως άπό τό χειρότερο στό καλύτερο. Ή Παράδοση ήταν καί θά είναι γνήσια, εφόσον άποτελεί δήλωση καί καταγραφή τής εμπειρίας τής άλήθειας. Επομένως, έκεΐνο πού συμβαίνει στήν Παράδοση, όταν έχουμε θε ολογική προσφορά κάποιου μεγάλου Πατέρα καί Διδασκάλου, είναι ή αύξησή της καί πιό συγκεκριμένα ή «συμπλήρωσή» της μέ κάτι πού «έλειπε» άπό αυτήν. Ή αύξηση εμπειρίας άφορά σέ κάτι πού έλειπε στήν Παράδοση. Καί όταν τό κάτι αύτό βιώνεται μέ φωτισμό (εμπειρία) «προστίθεται» στήν Παράδοση, όπως π.χ. έγινε διαδοχικά καί άνελικτικά μέ τήν προσθήκη του «όμοούσιος» στήν Α' Οι κουμ. Σύνοδο, μέ τήν συμπλήρωση τού άρθρου περί άγ. Πνεύματος στήν Β' Οίκουμ. Σύνοδο καί μέ τίς προσθήκες όλων των Οΐκουμ. Συνόδων.
«ούδέποτε ( = καυχάται ό Β.) πεπλανημένας έσχον τάς περί Θεού ύπολήψεις ή, έτέρως φρονών, μετέμαθον ύστερον. Άλλ’ ήν έκ παι δός έλαβον έννοιαν περί Θεού παρά τής μακαρίας μητρός μου καί τής μάμμης Μακρινής ταύτην αύξηθεΐσαν έσχον έν έμαυτφ. Ού γάρ άλλα εξ άλλων μετέλαβον έν τή του λόγου συμπληρώσει, αλλά τάς παραδοθείσας μοι παρ’ αύτών άρχάς έτελείωσα. "Ωσπερ γάρ τό αύξανόμενον μεΐζον μεν άπό μικρού γίνεται, ταύτό δε έστιν έαυτώ, ού κατά γένος μεταβαλλόμενον, αλλά κατ’ αϋξησιν τελειού μενον · οϋτω λογίζομαι έμοΐ τόν αύτόν λόγον διά προκοπής αύξή σθαι» (Έπιστ. 223, 3).
(κάθε προσθήκη στήν διδασκαλΐα Παράδοση απαγορεύεται) «έκτος τού όπερ εΐπον, έκ προκοπής τινα αϋξησιν έπιθεωρεΐσθαι τοΐς λεγομένοις, όπερ ούχί μεταβολή έστιν έκ τού χείρονος πρός τό βέλτιον, αλλά συμπλή ρωσις τοΰ λείποντος κατά τήν προσθήκην τής γνώσεως» (αύτόθι, 5).
"Ο,τι άδυνατοΰσαν νά καταλάβουν οί αντίπαλοι τοϋ Β. είναι τό έξης: τό πρόσωπο πού είναι φορέας τής Παραδόσεως σε κάποια εξαιρετική περίπτωση προκόπτει στήν γνώση τής άλήθειας. Προκό πτει, προοδεύει στήν εμπειρία τής αλήθειας, καί άποκτα τό πλέον. Τούτο, πού ώς τότε έλειπε, τώρα προστίθεται, ενσωματώνεται, φυσιολογικά καί άρρηκτα στήν ήδη υφιστάμενη εμπειρία μέσα του, άλλά καί γενικά στήν Παράδοση τής Εκκλησίας.
Ή πορεία τής θεολογικής αύτής διεργασίας, πού τήν βρίσκουμε στόν ’Ιγνάτιο, τόν Ειρηναίο καί τόν Αθανάσιο, αναλύεται τώρα άπό τόν Β. καί μορφοποιεΐται ώς γνήσια θεολογική μέθοδος. Βάσει αύτής ό Β. αισθάνεται βέβαιος γιά τήν γνησιότητα τοΰ αύξημένου πού εκφράζει καί βρίσκει τήν τόλμη νά ζητάει διεύρυνση, αύξηση ακόμα καί τού Συμβόλου τής πίστεως. Ζήτησε πριν άπό τήν Β' Οίκουμ. Σύνοδο (381) νά προστεθεί στό Σύμβολο τής Νίκαιας ή αυξημένη διδασκαλία περί άγιου Πνεύματος. Καί μάλιστα είναι ό πρώτος, όσο γνωρίζουμε, μεγάλος θεολόγος τής Εκκλησίας πού τόλμησε νά προτείνει προσθήκη στό ίδιο τό Σύμβολο.

’Ηθική του κοινωνικού βίου
Τέσσερες κυρίως αφορμές ανάγκασαν τόν Β. νά μιλήσει γιά προβλήματα πού συμβατικά ονομάζουμε κοινωνικά. Πρώτον, ή ακαταστασία τών μοναχών, τούς οποίους προσπάθησε νά συνάξει σέ οργανωμένες κοινοβιακές κοινωνίες. Δεύτερον, ό φοβερός λιμός τοΰ 367/8, πού δημιούργησε τεράστια προβλήματα καί μεγάλο αριθμό θανάτων μεταξύ κυρίως τών πτωχών αστών καί τών δούλων, χάριν τών οποίων ό Β. οργάνωσε μεγάλης έκτάσεως εκστρατεία μέ συσσίτια καί ομάδες περιθάλψεως. Γιά τόν σκοπό αυτό χρειάστηκε νά κάνει συνεχείς εράνους καί προπαντός νά παρακαλέσει, νά πείσει καί ν’ απειλήσει τούς πλούσιους εμπόρους καί γαιοκτήμονες τής Και σάρειας, ώστε νά τοϋ εμπιστευτούν μέρος τών άγαθών, πού φύλαγαν στις άποθήκες καί πωλοΰσαν σέ υψηλές τιμές, απρόσιτες γιά τούς πτωχούς. Τρίτον, ή μεγάλη απόσταση βιοτικού έπιπέδου μεταξύ τών Καισαρέων, οί περισσότεροι τών όποιων (άπό τις 200 σχεδόν χιλιάδες) ήταν μικροαστοί καί παντός είδους εργάτες.Τών τελευταίων ό Β. ήταν καθημερινός ύπερασπιστής, διότι αυτοί αποτελούσαν θύματα πείνας καί δυστυχίας, ιδιαίτερα στήν διάρκεια οικονομικών καί άλλων κρίσεων. Καί τέταρτον, τό κτίσιμο καί ή λειτουργία τής Βα σιλειάδας, τοΰ συγκροτήματος ευαγών Ιδρυμάτων πού έμπνεύστη κε καί έξετέλεσε ό Βασίλειος (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 43, 63. Βασιλείου, Έπι στ. 94 καί 142-144). Τό συγκρότημα τοϋτο, πού είναι τό πρώτο ανάλογο έργο στήν άρχαιότητα, χρειαζόταν μεγάλα χρηματικά ποσά, τά όποια είχαν μόνο οί πλούσιοι, τεράστιους όγκους οικοδομικών ύλικών, πού μεταφέρονταν άπό διάφορα μέρη τής Καππαδοκίας μέ καραβάνια, είδη εξοπλισμού καί διατροφής καί σημαντικό άριθμο πτωχών εθελοντών, πού έτσι καί αύτοΐ γίνονταν στήν Βασιλειάδα χρήσιμοι όσο οί πλούσιοι.
Ή κοινωνία, γιά τήν όποια ασκούσε τό πολυσχιδές έργο του, κυμαινόταν μεταξύ τριών προτύπων: τής κοινωνίας τών αγγέλων, τής κοινωνίας τής εποχής του καί τής κοινωνίας τών μοναχών. Τό πρώτο «κοινωνικό» έργο τού Β. αποτελεί ή κοινοβιακή οργάνωση τών μοναχών, ή όποια είχε πρότυπο τήν κοινωνία τών άγγέλων, βασιζόταν στό γεγονός ότι ό άνθρωπος είναι «κοινωνικόν ζώον» (Όροι κατά πλάτος 3, 1) καί λειτουργούσε όσο επικρατούσε μεταξύ τών μελών της ή άγάπη. Στό πλαίσιο τής κοινωνίας τών μοναχών, στήν όποια δέν υπήρχε ιδιοκτησία, τά ύλικά άγαθά είχαν αξία μόνο όσο θεράπευαν τίς έλάχιστες υλικές άνάγκες τους. Τά προβλήματα τής ισότητας καί τής δουλείας έχαναν τήν σημασία τους, ένεκα τής αγάπης πού δφειλε νά κυριαρχεί μεταξύ τών μοναχών. Η αποστροφή άπό τά πολιτικά καί κοσμικά γενικώς πράγματα ήταν δεδομένη καί αυτονόητη γιά τούς μοναχούς. Ή πραγματικότητα αυτή έπέδρασε ά ποφασιστικά στόν Β. πού καί μέ τήν έπήρεια τών ελληνιστικών ουτοπικών «κοινωνιολογικών» άντιλήψεων δέν θέλησε νά οργανώσει κάποια «θεωρία» κοινωνιολογική, άνατρεπτική τής έπικρατούσας.
’Αναγκαστικά όμως άντιτάχτηκε στήν έπικρατούσα κατάσταση, διότι τήν θεωρούσε ύπεύθυνη γιά τήν αθλιότητα τών πτωχών (βλ. τις ομιλίες του: Εις τό «καθελώ μου τάς άποθήκας», Πρός τούς πλου τοϋντας, Έν λιμφ καί αύχμφ). Καί γιά νά τού έμπιστευτοΰν οί πλούσιοι άγαθά ύλικά, έπρεπε νά τούς εξηγήσει, περιστασιακά οπωσδήποτε, τήν σημασία τού πλούτου, τής εργασίας καί τής δουλείας. Οί παράγοντες αύτοί τού κοινωνικού βίου άποκτούσαν τελείως νέες διαστάσεις στό πλαίσιο τής Εκκλησίας.
’Έτσι, τό πρόβλημα τού πλούτου συνδεόταν μέ τόν ίδιο τόν Θεό, πού δημιούργησε τά άγαθά, καί μέ τόν άνθρωπο, γιά τήν εξυπηρέτηση τού όποίου έγιναν αύτά. Δέν άποτελεΐ έπομένως αύτοαξία ό πλούτος. ’Αντίθετα, έγινε ή αιτία άνατροπής τής έγκόσμιας τάξεως μέ τήν άνιση κατανομή του, καθώς δίδασκαν καί πολλοί κοινωνίολο γοΰντες "Ελληνες (Εις τήν Έξαήμερον Ζ' 35), καί συνεχώς γίνεται ή αιτία ήθικής έξαχρειώσεως τών άνθρώπων. Καί τό πρόβλημα τού πλουσίου οριζόταν άνάλογα. Εφόσον τά άγαθά τού πλουσίου προέρχονταν από τόν Θεό, ό πλούσιος όφείλει νά μήν αισθάνεται κάτοχός τους άλλά μόνο κατάλληλος διαχειριστής, «οίκονόμος» (βλ. π.χ. Περί φθόνου 5), ώστε νά έπωφελοϋνται οί άνθρωποι καλύτερα. Τελικός τότε σκοπός τοϋ πλούτου γίνεται ή πνευματική ώφέλεια τού πλούσιου διαχειριστή, ό όποίος ώς «έλεών πτωχόν δανείζει Θεώ» (Εις τόν ΙΔ ' Ψαλμόν 5). Μέ τά δεδομένα αύτά ό πλούσιος οφείλει νά κάνει κάτι περισσότερο άπό έλεημοσύνη καί κάτι λιγότερο άπό άπό λυτη άρνηση τών αγαθών (πού έφαρμόζουν οί μοναχοί).
Επειδή όμως τό ενδιαφέρον τοϋ Β. επικεντρώνεται πρώτιστα στήν πνευματική κατάσταση του άνθρώπου, στηλιτεύει έντονα τόν πλούσιο, πού είναι άρπαγας, πλεονέκτης, εκμεταλλευτής συνανθρώπων του, τοκογλύφος ή προσκολλημένος στόν πλούτο (αυτόθι 1. Πρός πλουτοΰντας 2 κ.ά.). Άλλά βέβαια, πλούτο κατά κανόνα συνάγει όποίος διαπράττει τίς παραπάνω αμαρτίες, οποίος έκλαμβάνει τόν πλούτο ώς αύτοαξία, όποίος αγωνιωδώς τόν συγκεντρώνει καί τόν αυξάνει. Ή έπέμβαση τού Β. φθάνει μόνο μέχρι τού σημείου νά συμβουλεύει τόν πλούσιο τί πρέπει νά κάνει γιά νά κερδίσει καί αυτός τήν βασιλεία τών ουρανών: νά κάνει αγαθή χρήση τού πλούτου.
Πολύ μεγαλύτερη καί όντως πρωτότυπη είναι ή συμβολή τού Β. στό πρόβλημα τής εργασίας, τήν όποια ό ελληνικός άλλά καί ό ρωμαϊκός κόσμος υποτιμούσε καί τήν συνέδεε πάντα μέ τούς δούλους. Σέ άντίθεση μέ τίς κρατούσες άντιλήψεις ό Β. υψώνει τήν εργασία σέ παράγοντα χαράς, ύγείας καί ισορροπίας βιολογικής καί πνευματικής τού άνθρώπου. Ή κοίνοβιακή ζωή τών μοναχών γίνεται κι εδώ τό πρότυπό του. Ή άρμονΐα τής κοινωνίας είναι αποτέλεσμα ισόρροπης κατανομής τής έργασίας, κάτι πού πραγματώνεται μόνο εάν τά μέλη της τήν κατανοούν ώς εντολή τού Θεού, έχουν αγάπη καί εάν πράγματι επιθυμούν ν’ άγωνιστούν γιά τήν σωτηρία τους (βλ. "Ορους κατά πλάτος 37· 39 42 κ.ά. ’Όρους κατ’ επιτομήν 121 143 144 145 146 κ.ά.). Συνδέει σαφώς τήν ευημερία τής κοινωνίας μέ τόν τρόπο κατανομής τής έργασίας καί φθάνει έτσι σ’ ένα είδος ήθι κής τού οικονομικού βίου.
Τό πρόβλημα τών δούλων άντιμετώπισε ό Β. μέ θεολογικά κριτήρια καί κήρυξε μέ σαφήνεια:
«παρά μέν άνθρώποις τή φύσει δούλος ούδείς» (Περί τοϋ άγ. Πνεύματος Κ').
Προχώρησε μάλιστα καί σέ θετική εκτίμηση, χαρακτηρίζοντας τούς ανθρώπους «όμοτίμους». Αυτό έχει άπόλυτη σημασία, διότι τόν όρο «όμότιμος» χρησιμοποιεί γιά τήν ισοτιμία τών προσώπων τής άγιας Τριάδας (αυτόθι). Ή εκτίμησή του αυτή διευκολυνόταν στήν πράξη καί άπό τίς άπόψεις του περί έργασίας. Ό ίδιος ό Β. άπελευ θέρωσε τούς δούλους τής οίκογένειάς του, αλλά τήν πράξη του δεν την συνέστησε ώς γενικό μέτρο.

ΒΙΟΣ
Ό Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε τό 329 ή 330 στην Καισαρεία τής Καππαδοκίας σέ οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ώς δεύτερο τέκνο, τό όποίο ακολούθησαν έπτά, άπό τά όποια δύο έγιναν έπίσκοποι, δηλαδή ό Γρηγό ρίος Νύσσης καί ό Πέτρος Σεβαστείας. 'Ο πατέρας του, Βασίλειος καί αυτός, ήταν αξιόλογος ρητοροδιδάσκαλος στήν Νεοκαισάρεια τοϋ Πόντου καί ή μητέρα του, Έμμέλεια, προερχόταν άπό σπουδαία οικογένεια Και σαρέων, πού διέπρεπε στά γράμματα καί τά πολιτικοστρατιωτικά άξιώ ματα. ’Αμέσως μετά την γέννησή του ό Β. μεταφέρθηκε στά "Αννησα τοΰ Πόντου, όπου μεγάλωσε μέ τήν έπίβλεψη τής μητέρας του καί τής γιαγιάς του Μακρίνας, ή όποια τόν μύησε στην ευσέβεια καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας.
Τά πρώτα γράμματα έμαθε (335/7) άπό τόν πατέρα του στήν Νεοκαισά ρεια. Τό 341/3 ήρθε στήν Καισάρεια γιά τήν εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τόν Γρηγόριο Θεολόγο, καί περί τό 346/7 ταξίδεψε στήν Κωνσταντινούπολη γιά συμπλήρωση των σπουδών του. "Ισως μάλιστα έμεινε λίγο καί στήν Νικομήδεια, γιά ν’ άκούσει τόν περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο.
Η άγάπη του γιά τήν παιδεία τόν οδήγησε στήν ’Αθήνα (350), όπου έμεινε μέχρι τό 355/6 σπουδάζοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε νά δώσει ό Δ' αί. σ’ έναν νέο μέ βαθιά δίψα γιά γνώση καί τεράστια ικανότητα πρός άφο μοίωση. Μεταξύ άλλων άκουσε τούς περίφημους Τμέριο καί Προαιρέσιο, ό τελευταίος τών οποίων υπήρξε χριστιανόςΚαππαδόκης. Οί σπουδές του είχαν μεγάλο εύρος, περιλάμβαναν άκόμη καί ιατρική. "Οταν έπέστρεψε στήν πατρίδα, βρέθηκε μεταξύ τών προτροπών τής άδελφής του Μακρίνας νά γίνει μοναχός καί τών πιέσεων φίλων του νά έργαστεΐ ώς ρήτορας καί δάσκαλος τής ρητορικής. Ικανοποίησε στήν Καισάρεια τούς φίλους του, διδάσκοντας ρητορική καί συνηγορώντας ίσως στά δικαστήρια, γιά τό διάστημα μέχρι τήν άνοιξη τοΰ 357. Τότε ταξίδεψε στήν ’Ανατολή (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), γιά νά πραγματώσει καί τήν δεύ τερή του μαθητεία καί σπουδή, στούς άσκητές καί στούς έρημίτες αύτή τήν φορά. Λίγο πρίν τό 358 επανήλθε στήν Καισάρεια. Βαπτιστήκε, γνώρισε καλύτερα τίς μοναστικές κοινότητες τοΰ Ευσταθίου Σεβαστείας καί συνέταξε τήν πρώτη γνωστή Επιστολή του (Πρός Ευστάθιον), ενώ άρχισε σιγάσιγά νά γράφει τά άσκητικά του κείμενα. Στό τέλος άκριβώς τοΰ 359 ή άρχές Ίανουαρίου τοΰ 360 συνόδεψε τόν Διάνιο Καισαρείας στήν σύνοδο, πού έγινε στίς άρχές τοΰ έτους στήν Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε καί μέ τόν Εύνόμιο. ’Επέστρεψε άπογοητευμένος. Τήν άνοιξη έπέλεξε άσκη τήριο στόν Πόντο, κοντά στόν ν1ρΐ ποταμό, όπου έγκαταστάθηκε τό καλοκαίρι, άφοΰ είχε ήδη χαρίσει καί τυπικά τήν άπέραντη κτηματική περιουσία του. Στό άσκητήριο τόν έπισκέφτηκε ό Γρηγόριος Θεολόγος καί έμεινε μαζί του σχεδόν ένα χρόνο.
Τό 362 πήγε στην Καισαρεία γιά τόν θάνατο του Διανίου. Τότε ό νέος επίσκοπος Καισαρείας Εύσέβιος τόν χειροτόνησε, παρά τήν θέλησή του, πρεσβύτερο, λίγο μετά τό Πάσχα. Γρήγορα όμως (τέλος 362 ή αρχές 363) ό Β. παρεξηγήθηκε άπό τόν Εύσέβιο καί επανήλθε στό ασκητήριο, μή συμ φωνήσας μέ τούς μοναχούς, πού τόν προέτρεπαν νά προχωρήσει σέ σχίσμα. Έκεΐ εργάστηκε γιά τήν οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων, γιά τήν καθοδήγηση νέων πού τόν έπισκόπτονταν, γιά τήν σύνταξη έπιστολών, γιά τόν εμπλουτισμό των «’Ασκητικών» του καί προπαντός γιά τήν σύνθεση (364) τού σπουδαίου θεολογικού του έργου «Κατά Εύνομίον», μέ τό όποίο κυριολεκτικά έθετε τίς βάσεις τής καππαδοκικής θεολογίας.
Πρός τό τέλος τού 364 ό Β. έπέστρεψε στήν Καισάρεια μέ πρόσκληση τού Ευσεβίου, πού τού ανέθεσε τήν διεύθυνση των πραγμάτων τής μητρο πόλεως καί τήν άμυνα τής ορθοδοξίας. Τό έργο ήταν εξαιρετικά δύσκολο, σέ μία εποχή μάλιστα κατά τήν όποια ή ’Αλεξάνδρεια καί ή Καισάρεια ήταν οί μοναδικές δυναμικές νησίδες ορθοδοξίας. Ή φήμη τού Β. ξεπέρασε γρήγορα τά σύνορα τής Καππαδοκίας καί τής Μικρασίας. Σ’ αυτό συνετέ λεσε όχι μόνο τό θεολογικοκηρυκτικό του έργο («Όμιλίαι εις τήν Έξαήμε ρον» κ.ά.), ή συμβολή του στήν διαμόρφωση τής Θ. Λειτουργίας, τής ακολουθίας τού ’Όρθρου καί ή διοργάνωση τού μοναχισμού, άλλά καί ή τεράστια επιτυχία του στό κοινωνικό έργο πού άνέλαβε, όταν ό φοβερός λιμός τού 368/9 σκόρπιζε τόν θάνατο στούς περισσότερο πτωχούς τής Και σάρειας. ’Οργάνωσε τήν περίθαλψη των άρρωστων καί των πτωχών, λειτούργησε συσσίτια γιά τούς παραπάνω καί μάλιστα γιά τά παιδιά.
H αυστηρή άσκηση, ή υπερβολική καί άδιάκοπη εργασία καί τό προσ βλημένο συκώτι του θά τόν φέρουν έκτοτε πολλές φορές στό χείλος τού θανάτου.
Τό 370 πέθανε ό Εύσέβιος Καισαρείας. Ό Β. ήταν πάλι άρρωστος, άλλά έκρινε ότι οφείλε νά εργαστεί γιά νά εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Ό Γρηγόριος Θεολόγος τόν άπέτρεψε, άλλά εκείνος έπέμενε καί μέ τήν βοήθεια τού γεροΓρηγορίου Ναζιανζοΰ, τού Ευσεβίου Σαμοσάτων καί λίγων άκόμη ορθοδόξων εκλέχτηκε μητροπολίτης, κατά τόν Σεπτέμβριο μάλλον, παρά τό άρνητικό κλίμα πού είχε δημιουργηθεΐ γι’ αυτόν. Τήν άσκηση τών καθηκόντων του ώς μητροπολίτης άρχισε μέ δυσμενείς συνθήκες. Στήν άρ χή, οί άντίπαλοί του χωρεπίσκοποι καί όσοι λίγοπολύ άρειάνιζαν δέν τόν άναγνώριζαν, παρά τίς προσπάθειες πού κατέβαλαν ό Εύσέβιος Σαμοσάτων καί ό Γρηγόριος Ναζιανζού.
Μόλις τακτοποίησε κάπως τά τής μητροπόλεώς του, στράφηκε τό 371 στήν αντιμετώπιση τών γενικότερων θεμάτων τής Εκκλησίας καί μάλιστα προσπάθησε νά λύσει τό περίφημο άντιοχειανό σχίσμα, πού κρατούσε διηθημένους τούς ορθοδόξους. ’Απευθύνθηκε, λοιπόν, στήν ’Αντιόχεια καί στούς δυτικούς μέ γράμματα καί απεσταλμένους, άλλά χωρίς άποτέλεσμα. Τό έτος αυτό, κι ενώ προσπαθούσε ν’ άπαντήσει στούς αδίστακτους συκοφάντες του, δέχτηκε τίς πιό φοβερές πιέσεις καί άπειλές άπό τόν αύτοκρά τορα Ούάλη, ό όποίος επιδίωκε άναγνώριση τής φιλοαρειανίκης πολιτικής του. Μετά τά μέσα Δεκεμβρίου, μάλιστα, έφτασε στήν Καισάρεια ό έπαρχος Μόοεστος (πού είχε ύποτάξει σχεδόν όλες τίς μικρασιατικές Έκκλη σίες στόν αρειανισμό) καί κάλεσε με σκαιότητα τόν Β. νά αλλάξει τακτική, απειλώντας τον με δήμευση τής περιουσίας του (πού δεν είχε) καί με θάνατο. ’Από τήν συνάντηση Μοδέστου καί Β. διασώθηκε ό περίφημος καί μνημειώδης γιά τήν ιστορία τής Εκκλησίας διάλογός τους, τόν όποίο γνωρίζουμε από τόν Γρηγόριο Θεολόγο.
Ό Β. τότε φανέρωσε όλο τό μεγαλείο του, αλλά οί εχθροί του δεν άπο γοητεύτηκαν. Τά Θεοφάνεια του 372 ό Ούάλης μπήκε στόν ναό στόν όποίο λειτουργούσε ό Β. με δώρα, πού ό Β. δέχτηκε, όπως δέχτηκε στό ιερό καί τόν ίδιο τόν κακόδοξο αύτοκράτορα. Λίγο μετά όμως ό Ούάλης θέλησε νά εξορίσει τόν Β. Ή απόφαση δέν έκτελέστηκε, γιατί στό μεταξύ ό Β. προσευχήθηκε γιά τήν σωτηρία τού μικρού Γαλάτη, γιού τού Ούάλη. "Οταν αργότερα ό Γαλάτης πέθανε, ό Ούάλης πάλι πείστηκε από τούς άρειανόφρονες αύλικούς του νά υπογράψει τήν εξορία τού Β., άλλά στό χέρι του έσπασαν διαδοχικά τρεις «κάλαμοι», μέ τούς οποίους θά ύπέγραφε τό διάταγμα. Τότε ό Ούάλης, αντί νά εξορίσει τόν Β., έθεσε στήν διάθεσή του κτήματα χάριν των λεπρών πού φρόντιζε ό Β.
Τήν άνοιξη τού 372 αύξησε τήν πολύπλευρη δραστηριότητά του. "Ετσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, άρχισε τήν ανοικοδόμηση τής περίφημης Βασι λειάδας, συγκροτήματος εύαγών ιδρυμάτων. 'Ο ίδιος βρισκόταν πολύ συχνά στό εργοτάξιο. Τό ενδιαφέρον του γιά τά εύρύτερα κοινωνικά προβλήματα τού λαού άποδεικνύεται από επιστολές του τής εποχής (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107109), σύμφωνα μέ τίς όποιες προσπαθούσε νά λύσει προβλήματα εργαζομένων στά όρυχεια τού Ταύρου, Ιερέων, ορφανών, αδικημένων, συγγενών καί συμπατριωτών του.
Παράλληλα, έργάστηκε γιά τά γενικότερα προβλήματα τής Εκκλησίας. Συνέχισε τίς προσπάθειές του γιά τήν ενότητα τής Εκκλησίας καί τής μη τροπόλεώς του. Τότε πρότεινε καί τόν τρόπο μέ τόν όποίο θά μπορούσαν οί εγγύς τής ’Ορθοδοξίας νά ενώνονται μέ τούς ορθοδόξους: νά ομολογούν τό Σύμβολο Νίκαιας μέ τήν προσθήκη ότι τό "Αγιο Πνεύμα δέν είναι κτί σμα (Επιστολές 103104).
Τέλος Μαίου (πιθανότατα) ό Ούάλης άνέθεσε στόν Β. τήν λύση εκκλησιαστικών προβλημάτων στήν Μικρή ’Αρμενία, πού ανέκαθεν είχε κάποια εξάρτηση εκκλησιαστική άπό τήν Καισάρεια. Ό Β. ξεκίνησε γιά τήν Σεβάστεια, ύπολογίζοντας στήν βοήθεια τού μητροπολίτη Νικοπόλεως Θεοδότου καί στήν ήθική συμπαράσταση τού εξόριστου στά Γήτασα Μελετίου ’Αντιόχειας. Ό Θεόδοτος όμως άπό τήν μιά μεριά καί ό Εύστάθιος Σεβαστείας άπό τήν άλλη μετέτρεψαν τήν άποστολή του σέ μαρτύριο.
Τό φθινόπωρο κατηγορήθηκε άπό ένα μοναχό ότι δέν φρονεί ορθά περί τού άγιου Πνεύματος. Ή κατηγορία κυκλοφόρησε πολύ στήν Ναζιανζό. Ό Γρηγόριος Θεολόγος ήλθε στήν Καισάρεια καί, καθώς πληροφορεί, ά κουσε άπό τό στόμα τού Β. ότι τό άγιο Πνεύμα είναι Θεός. Συμφώνησαν όμως, γιά λόγους τακτικής, νά έφαρμοστεΐ «οικονομία» καί νά μή διαδηλώνει ό Β. τήν άλήθεια αύτή, άποβλέποντας στήν προσέλκυση τών όμοιου σιανών. Καί πράγματι τήν ίδια έποχή ή στίς άρχές τού 373, πρός στιγμή, έπεισε τόν όμοιουσιανό Εύστάθιο Σεβαστείας νά υπογράψει ορθόδοξη ομολογία, τήν όποια όμως άργότερα ό τελευταίος άρνήθηκε, ύπακούοντας στους πολλούς καί κακόβουλους οπαδούς του
Στις αρχές τοϋ 373 έπεισαν πάλι τόν Ούάλη νά εξορίσει τόν Β. Την έκτέ λεση όμως τής άποφάσεως ματαίωσε πρόσωπο τής αύλής. Περιμένοντας την εξορία του, ό Β. έργαζόταν γιά την ένότητα τής όλης Εκκλησίας καί την συνεννόηση μέ τούς εύσταθιανούςόμοιουσιανούς. Τότε οί τελευταίοι κυκλοφόρησαν ευρύτατα δύο κείμενα. Τό ένα επιγραφόταν «Ρήματα αιρετικών» καί περιείχε κακοδοξίες τοΰ Άπολιναρίου καί τοϋ Σαβελλίου. Τό άλλο επιχειρούσε την αναίρεση τού Άπολιναρίου. Τό πρώτο κυκλοφορούσε ανώνυμα καί άφηναν νά νοηθεί ότι άνήκε στόν Β. Στό δεύτερο κατηγορούσαν τόν Β. ότι συμμεριζόταν τις άπόψεις τού Άπολιναρίου, μέ τόν όποίο τάχα βρισκόταν σέ αλληλογραφία, ενώ αλήθεια ήταν μόνο ότι ό Β. είχε γράψει πριν 17 χρόνια ένα μή θεολογικό γράμμα στόν Άπολινάριο, όταν άκό μα καί οί δύο ήταν λαϊκοί.
. Τόν Ιούνιο τοΰ 373 άρρώστησε τόσο βαριά, πού κυριολεκτικά έζησε γιά κάμποσο διάστημα μεταξύ ζωής καί θανάτου. Τέλος Ιουλίου τόν μετέφεραν κάπου γιά θερμά λουτρά, όπου έμεινε ολόκληρο μήνα. Τόν Σεπτέμβριο είχε συνέλθει κάπως καί μπορούσε νά συζητήσει μέ τόν απεσταλμένο από τήν Δύση Εύάγριο, πού όμως δέν έφερνε ευχάριστα νέα. Οί δυτικοί δέν βρήκαν ικανοποιητικά τά πρός αύτούς γράμματα τού Β. καί ζητούσαν νά τούς δώσει καί άλλες εξηγήσεις, οί όποιες νά τεθούν ως βάση πρός άρση τού άντιοχειανοΰ σχίσματος.
Μετά από τήν κοίμηση τού Αθανασίου (2.5.373) όλες πλέον οί τοπικές Εκκλησίες Ανατολής καί Δύσεως, είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν μέ τόν Β., ένιωθαν ότι χωρίς αυτόν δέν μπορούσε νά γίνει κάτι μόνιμο καί σοβαρό. Γι'  αύτό καί όλες είχαν θετικά ή αρνητικά στραμμένη τήν προσοχή τους στήν Καισάρεια, από τόν επίσκοπο τής όποιας πολλές ζητούσαν βοήθεια ή καί επέμβαση στά εσωτερικά τους, όπως π.χ. συνέβαινε μέ διάφορες μικρασιατικές ’Εκκλησίες. Ηδη ό Β. είχε γίνει ή κατ’ έξοχήν κεφαλή τής Εκκλησίας (όπως παλαιότερα ό Αθανάσιος), ό γνησιότερος έκφραστής τής Παραδόσεώς της.
Τό 374 συνέχισε όλες τίς δραστηριότητές του. Χειροτόνησε μάλιστα έπί σκοπο Ίκονίου τόν μαθητή του Άμφιλόχιο, μέ ερωτήσεις τοΰ όποίου άρχισε τήν σύνταξη κανόνων, λίγους μήνες μετά. Τό Πάσχα άρρώστησε πάλι βαριά. Πυρετοί ύψηλοί, συκώτι, νεφρά, κοιλιακές διαταραχές κ.ά. τού ά φαιροϋσαν κάθε δύναμη. Μιά παρηγοριά ήταν τότε οί έπιστολές τοΰ Ά σχολίου Θεσσαλονίκης, μέσω τού όποίου διηύρυνε τήν έπιρροή του στόν έλλαδικό χώρο. Στίς 5 Σεπτεμβρίου έγινε ό έγκαινιασμός τοϋ συγκροτήματος τής Βασιλειάδας. "Οσο αυξάνει τό κύρος τού Β., τόσο οί έχθροί του τόν πολεμούν. ’Οργάνωσαν μάλιστα τόση τρομοκρατία στους πιστούς, ώστε καί οί συμπατριώτες του Νεοκαισαρεΐς νά άποφεύγουν νά τόν χαιρετίσουν, γιά νά μήν ύποστοϋν συνέπειες άπό τούς κρατούντες, πού έπηρεά ζονταν άπό έπισκόπους άρειανόφρονες καί μάλιστα εύσταθιανούς. "Ολο τό φθινόπωρο προσπάθησε μέ συνάξεις έπισκόπων καί συμμετοχή σέ συνόδους ν’ άντιδράσει στήν κατάσταση αυτή.
Παράλληλα ό νέος βικάριος Πόντου, ό Δημοσθένης, δυσχέραινε πολύ τό έργο τοΰ Β. ώς μητροπολίτη. Παρ’ όλα αύτά ό Β. τήν άνοιξη τελείωσε ένα από τά σπουδαιότερα έργα του κι ένα άπό τά σημαντικότερα τής εκκλησιαστικής γραμματείας, τό «Περί τού 'Αγίου Πνεύματος».
Την ίδια εποχή ή τό καλοκαίρι (375) ανανέωσε τό εγχείρημα νά πείσει τούς Δυτικούς γενικά καί τούς Ιταλούς καί γάλλους επισκόπους ειδικά. Ζητούσε άπό αυτούς νά κατανοήσουν την εκκλησιαστική κατάσταση τής ’Ανατολής, νά δουν ποιοι όρθοδοξούν καί νά συμβάλουν στήν λύση των προβλημάτων, άφ’ ένός μέ σύγκληση συνόδου καί άφ’ έτέρου με επέμβαση στήν ’Αντιόχεια ύπέρ τού Μελετίου. Τό καλοκαίρι πέρασε κρίση τής πολύπλευρης αρρώστιας του. Επικοινωνούσε όμως μέ τίς Εκκλησίες, στέλνοντας καί παίρνοντας γράμματα. Τότε έγραψε μία έξοχη Επιστολή (204) πρός τούς συμπατριώτες του Νεοκαισαρεΐς, πρός τούς όποίους, μεταξύ άλλων, έξέφρασε μέ ιερή τόλμη τήν βαθιά του αύτοσυνειδησία, ότι όποίος δέν επικοινωνεί μαζί του άποκόπτει τόν έαυτό του άπό τήν Εκκλησία.
Τέλος 375 ή αρχές 376, όταν ό Ούάλης βρισκόταν στήν Αντιόχεια, οι κακόδοξοι κινήθηκαν δραστήρια κατά τού Β., τόν όποίο ειδοποίησαν ότι έπρεπε νά περιμένει νά κληθεί σέ απολογία ένώπιον τού αύτοκράτορα. Φίλοι τού συνέστησαν νά ζητήσει μόνος του νά δώσει εξηγήσεις στόν Ούάλη. Δέν τό έκανε καί ό Ούάλης υποχώρησε.
Τόν Ιανουάριο τού 376 άφησε τήν τελευταία του αναλαμπή ώς μεγάλος θεολόγος: αντιμετώπισε τό πρόβλημα τής γνώσεως τού Θεού, ύπογραμμί ζοντας, γιά πρώτη φορά μέ τόση σαφήνεια, ότι ό άνθρωπος γνωρίζει τις ένέργειες καί όχι τήν ουσία τού Θεού.
Λίγο πρίν άπό τό Πάσχα φάνηκαν οί καρποί τής τακτικής καί τής θεολογίας του. ’Από τήν Ρώμη έπέστρεψαν οί άπεσταλμένοι του Δωρόθεος καί Σαγκτήσιμος, φέρνοντας επιτέλους κείμενο τού Ρώμης Δαμάσου, στό όποίο έλειπε ή παλιά του κακόδοξη διατύπωση (ταύτιση φύσεως καί υποστάσεων των θείων προσώπων). Άπό τήν στιγμή αύτή όλα έξομαλύνονται.
Μετά τό Πάσχα έφοδιάζει τόν Σαγκτήσιμο μέ γράμματα καί τόν άπο στέλλει μέ οδηγίες στήν Αντιόχεια καί άλλες πόλεις τής Ανατολής, άπό τούς επισκόπους των οποίων ζητούσε σύμφωνη γνώμη, γιά νά προωθήσει τά σχέδιά του πρός σύγκληση μεγάλης συνόδου, ή οποία όμως συνήλθε 10 περίπου μήνες μετά τήν κοίμησή του. Παράλληλα, ό βικάριος Δημοσθένης είχε έκτραχυνθει. Κατέφυγε σέ διωγμούς καί βιαιοπραγίες σέ βάρος κληρικών πού άκολουθοΰσαν τόν Β., συγκαλοΰσε παράνομες συνόδους καί προέβαινε σέ κάθε είδους πράξη, πού θά ταπείνωνε καί θά έξασθενούσε τόν Β., ελπίζοντας έτσι ότι θά τόν κάμψει.
Ό χειμώνας τού 376/7 καί ή μεγάλη σωματική του άδυναμία τόν άνάγ κασαν νά μείνει έγκλειστος. Μπορούσε όμως νά θεολογεί. "Ετσι, μολονότι προσπάθησε νά τό άποφύγει, άπάντησε στά χριστολογικά προβλήματα πού έθεταν οί κακοδοξΐες τού Άπολιναρίου, έγραψε στόν Διόδωρο Ταρσού περί τού πώς πρέπει νά συντάσσει ό χριστιανός ένα βιβλίο, μεσολάβησε στήν ειρήνευση μοναχών στήν Παλαιστίνη, μέ παράκληση τού Έπιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου.
Αρχές τής άνοίξεως έγραψε τήν περίφημη Επιστολή 263 πρός τούς Δυτικούς, στήν όποια πρότεινε μεταξύ άλλων τήν καταδίκη των Άπολιναρίου, Εύσταθίου Σεβαστείας καί Παυλίνου (τού τελευταίου ώς οπαδού του Μαρκέλλου Άγκυρας), των όποιων άνέλυε τίς κακοδοξίες. 'Η Δύση όμως δεν ήταν έτοιμη γιά κάτι τέτοιο. Ό Δάμασος μάλιστα Ρώμης, πριν λήξει τό 377, κάλεσε σύνοδο καί αναγνώρισε την πέτρα σκανδάλου τής ’Ανατολής, τόν Παυλΐνο, ώς κανονικό έπίσκοπο Αντιόχειας. Αύτό άποτέλεσε φοβερό πλήγμα γιά τόν Β. κι επιδείνωσε την ήδη κακή κατάσταση τής ύγείας του. Τόν χειμώνα τοΰ 377/8 ήταν πάλι άρρωστος καί γι’ αύτό έγκλειστος. Επικοινωνούσε μόνο μέ έπιστολες, τίς όποιες τώρα έγραφε κυρίως γιά νά πείσει τούς διστάζοντες καί τούς άντιτιθέμενους νά δεχτούν τίς θεολογικές του θέσεις καί τήν έκκλησιαστική του τακτική, μέ σκοπό νά ομονοήσουν οί όρθοφρονοΰντες.

Οι εχθροί του, κρατικοί κι εκκλησιαστικοί, συνέχισαν εντονότερα τόν έναντίον του πόλεμο, ένώ έκεΐνος έξασθενοΰσε όλο καί περισσότερο σωματικά. Μπορούσε νά κινείται λίγο, στήν πόλη τής Καισάρειας μόνο. Τόν Αύγουστο πέθανε ό Ούάλης. ’Αλλά καί τό τέλος τού Β. πλησίαζε. Τόν ΝοέμβριοΔεκέμβριο έμεινε κλινήρης. Στό τέλος ακριβώς τού Δεκεμβρίου, άφού χειροθέτησε τούς συνεχιστές τού ποιμαντικού του έργου, ψέλλισε τούς λόγους «εις χεΐράς σου παραθήσομαι τό πνεύμά μου» καί αναπαύτηκε. Τό γεγονός συγκλόνισε τόν χριστιανικό κόσμο. Τήν 1η Ίανουαρίου 379 κηδεύτηκε μέ πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού καί τιμής από εχθρούς καί φίλους. Τήν ίδια ήμέρα ή Εκκλησία τιμά τήν μνήμη του.
ΕΡΓΑ
Ό Μέγας Β. ύπήρξε ταλαντούχος καί γόνιμος συγγραφέας. Μέ τό έργο του καλλιέργησε τόν έλληνικό λόγο καί συνέβαλε στήν έπιβίωσή του. 'Η σπουδή τής ρητορικής καί τής σοφιστικής τόν βοήθησαν νά δώσει στά κείμενά του στέρεη δομή καί μορφή πού ένίοτε αγγίζει τά όρια τού ποιητικού λόγου, όπως π.χ. φαίνεται στό παρακάτω πεζό κείμενο, διευθετημένο σέ στίχους:
«Πρώτη φωνή Θεού φωτός φύσιν έδημιούργησε τό σκότος ήφάνισε τήν κατήφειαν διέλυσε τόν κόσμον έφαίδρυνε
πάσιν άθρόως χαρίεσσαν δψιν καί ήδεΐαν έπήγαγεν» (Εις τήν Έ ξαήμερον: PG 29, 93C).
Παρά ταύτα δέν άφοσιώθηκε κατά κύριο λόγο στήν συγγραφή. Πρώτιστα ύπήρξε ποιμένας, όπως άποδεικνύει ή δράση του καί οί τρεις έκατον τάδες καί πλέον των 'Επιστολών του. Βέβαια, τά θεολογικά προβλήματα τής έποχής, άλλά καί ή ανάγκη τής οικοδομής των πιστών, τόν ώθησαν στήν σύνταξη σπουδαίων θεολογικοοικοδομητικών κειμένων, τά όποια έ πηρέασαν βαθύτατα τίς έπειτα γενεές, άναγινωσκόμενα, υπομνηματίζομε έπιτομήνΉθικάΠρόλογοι), Άντιαιρετικά θεολογικά (Κατά ΕύνομίουΠερί τοΰ άγιου Πνεύματος), Έρμηνευτικοοικοδομητικά (Εις την ΈξαήμερονΕίς τούς Ψαλμούς), 'Ομιλίες (οίκοδομητικοΰ, έρμηνευτικοΰ, εγκωμιαστικού, παιδαγωγικού καί θεολογικοΰ περιεχομένου) καί Λειτουργικά (εννοούμε την επέμβασή του στην διαμόρφωση τής θ. Λειτουργίας καί τοΰ "Ομβρου).
Κείμενα τού Μ. Βασιλείου περιλήφτηκαν σέ πολλές έμπειρικές καί οΐκο δομητικές εκδόσεις τού περασμένου αί., όπως: Στεφάνου Κομμητά, Εγκυκλοπαίδεια έλληνικών μαθημάτων, Ζ': Συλλογή έκ των άγιων καί θεοφόρων Πατέρων τού τε ’Ιουστίνου τού Φιλοσόφου καί μάρτυρος καί Ίω άννου τού Χρυσοστόμου, ’Αθανασίου τε καί Βασιλείου των μεγάλων καί Γρηγορίου τοΰ Θεολόγου, Βιέννη 1814. Τού ΐδίου, Παιδαγωγικά μαθήματα Γ': Λόγοι τινές κατ’ έκλογήν Ίωάννου τού Χρυσοστόμου, Γρηγορίου τοΰ Θεολόγου καί Βασιλείου τού Μεγάλου, Πέστη 1828. Ίωάννου Συμεωνίδου, Έκλόγιον, περιέχον τήν παραίνεσιν πρός τούς Νέους Βασιλείου τοΰ Μεγάλου, τόν Κατά μεθυόντων λόγον καί άλλους τρεις λόγους τού αύτοϋ. Τόν Περί προσευχής λόγον καί τό Έγκώμιον εις τόν ’Απόστολον Παύλον Ίωάννου τού Χρυσοστόμου. Τά Γνωμικά δίστιχα Γρηγορίου τοΰ Θεολόγου, Πέστη Ουγγαρίας 1840. Ιερά Σύνοδος Εκκλησίας Ελλάδος, Σειρά εγκυκλίων μαθημάτων, τ. Β': Περιέχων τόν Πρός τούς έγκαταλείψαντας τήν σύναξιν τής ’Εκκλησίας κ.λπ. λόγον Ίωάννου τού Χρυσοστόμου καί τούς, Εις τό Πρόσεχε σεαυτω καί Κατά τών όργιζομένων, λόγους Βασιλείου τοΰ Μεγάλου,  Γ': τήν Πρός τούς νέους παραίνεσιν Βασιλείου τού Μεγάλου  καί τούς Κατηχητικούς καί Μυσταγωγικούς λόγους Κυρίλλου τού Ιεροσολύμων, Άθήναι 1859.
Έπιστολαί. 'Η συλλογή περιλαμβάνει 368 Επιστολές, ή πρώτη τών οποίων γράφηκε τόν Νοέμβριο τού 357 καί αποτελεί τό πρώτο κείμενο τοΰ Β. ’Από τήν συλλογή οί Επιστολές μέ αριθμό 3945, 50, 81, 360, 365366 είναι νόθες. ΓΗ 8 ανήκει στόν Εύάγριο Ποντικό. Οί 10, 16, 38 καί 189 είναι κείμενα τού Γρηγορίου Νύσσης. Οί 47, 166167, 169171 καί 321 είναι άντί στοιχα οί Επιστολές 42, 6566, 246248 καί 57 τού Γρηγορίου Θεολόγου. 'Η 150 κατά τόν Oberg είναι συμπίλημα δύο έπιστολών κάποιου Ήρακλεί δη. Οί 335-359 (αλληλογραφία Β. καί Αιβανίου) καί οί 361-364 (Αλληλογραφία Β. καί ’Απολιναρίου) έγιναν Αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Φαίνεται όμως ότι μάλλον δέν είναι γνήσιες. Πρόσφατα ό J.L. van Dieten άρνήθηκε κατά περίπτωση θεολογικά καίέκκλησιαστικά προβλήματα, κανονικά καί διοικητικά, προσωπικά καί κοινωνικά. Μερικές Επιστολές του προσέλα βαν κανονικό κύρος μέσω συνόδων. Ενίοτε μάλιστα πρόκειται γιά θεολο γικές διατριβές μεγάλης σημασίας. Μεταφράσεις τους έγιναν στην συριακή καί την γεωργιανή.
’Ηθικά. Είναι τό πρώτο έργο του, γραμμένο κατά την έποχή τής πρώτης άσκήσεώς του, στά “Αννησα, περί τό 359. Οί εμπειρίες του είναι περιορισμένες, άλλά ή γνώση τής Γραφής ευρύτατη. “Αλλωστε μέ τό έργο του ό Β. άποβλέπει πρώτιστα στην δική του σπουδή τής ΚΑ καί γι’ αύτό εδώ έχουμε είδος «προγράμματος», πού γενικά θά ίσχύσει σέ όλα τά σχετικά έργα τού Β. Περιλαμβάνει 80 «όρους» ή προτροπές γιά τόν χριστιανικό γενικά βίο. Τίς όλιγόγραμμες προτροπές ακολουθεί πρός θεμελίωσή τους χωρίο ή σειρά χωρίων από τήν ΚΑ. Τήν μέθοδο αυτή ακολουθεί στά «’Ασκητικά» του, άλλά καί σέ όλα τά μεταγενέστερα έργα του, όπου όμως παραθέτει λιγότερα χωρία καί περισσότερο τίς προσωπικές του άναλύσεις σκέψεις. Μετάφραση γεωργιανή.
’Ασκητικά: "Οροι κατά πλάτος καί "Οροι κατ’ έπιτομήν. ’Έργο πού αρχικά γράφηκε άπό τό 359 μέχρι τό 362 στά “Αννησα καί δή στό ασκητήριο τού Πόντου, όπου, καθώς πληροφορεί δ Γρηγόριος Θεολόγος (Έπιστ. 6), οί δύο άνδρες έργάστηκαν γιά «ορούς γραπτούς καί κανόνας». Τό κείμενο πού συντάχτηκε τότε, είδος «Μικρού άσκητικοΰ», σώζεται σέ μετάφραση τού Ρουφίνου, πού τό έπιγράφει «Asceticon Patruum». Στά άμέσως έπόμε να έτη ό Β. έξέδωσε συμπληρωμένο κι έμπλουτισμένο τό έργο του, διακρι νόμενο τώρα σέ δύο μέρη, δηλαδή στούς «"Ορους κατά πλάτος» καί στούς «"Ορους κατ’ έπιτομήν». Οί πρώτοι περιλαμβάνουν 55 έρωταποκρίσεις καί οί δεύτεροι 287, στίς όποιες προστέθηκαν 27 μή βασιλειανές. O Β. Απο στέλλοντας αργότερα τούς «"Ορους» του σέ διάφορα πρόσωπα, τούς συνόδευε μέ Προλόγους ή Προοίμια, πού Αφορούσαν στήν άσκηση ή σέ ζητήματα θεολογικά. Ή χειρόγραφη παράδοση τού έργου είναι πολύ ταραγμένη καί χρειάστηκαν πολυετείς έρευνες γιά τήν λύση θεμελιωδών τουλάχιστον προβλημάτων γνησιότητας τών κειμένων αυτών. Ή Αρχαιότερη γνωστή βασίλειανή έκδοσηΑποστολή των δύο όμάδων "Ορων είναι ή τοϋ Θεοδώρου Στουδίτη (recensio Studita) καί ή τελευταία (μετά τό 375) ή μέ τόν τίτλο Ύποτύπωσις άσκήσεως (Vulgata). Τό έργο συντάχτηκε ώς Απάντηση σέ έρωτήσεις, πού έθεταν μονάζοντες τής περιοχής ή πού έπινοοΰσε ό ίδιος ό Β. Πρόκειται γιά προδρομικά άσκητικοκανονιστικά κείμενα μεγάλης σπουδαιότητας καί εύρείας Αποδοχής.
Μεταφράστηκαν ένωρίς στην λατινική, τήν Αρμενική, τήνγεωργιανή, τήν Αραβική, τήν σλαβική καί τήν συριακή: CPG II 2875/6.
Του έν άγίοις πατρός ημών Βασιλείου άρχιεπ. Καισαρείας Καππαδοκίας τά ’Ασκητικά, Βενετία 1535. PG 31, 9011305. ΒΕΠ 53, 147351. PL 103, 483554 (ή μετάφραση τοϋ Ρουφίνου: Asceticon Patruum). ΕΠΕ 89.
Πρόλογοι: Λόγος ασκητικός (Αμφιβαλλόμενος). Οροι άσκητικοί. Πρόλογος. Περί κρίματος Θεόν. Περί πίστεως. Κείμενα σύντομα, τά όποια ό Β. προέτασσε χάριν των παραληπτών στίς «έκδόσεις» καί Αποστολές των ’Ασκητικών καί ’Ηθικών του.
Πρός τούς νέους, όπως αν έξ ελληνικών ώφελοϊντο λόγων. Εκφωνήθηκε καί γράφηκε (τουλάχιστον αρχικά) μάλλον μεταξύ τών ετών 359 καί 362, όταν άσκήτευε στά "Αννησα καί στό Ασκητήριο τοϋ Πόντου, όπου δεχόταν καί νουθετούσε νέους. Δέν είναι άσχετο καί μέ τήν Απαγόρευση τοϋ Ίουλιανοϋ νά διδάσκουν οί χριστιανοί στίς δημόσιες σχολές. Τό έργο διαιρείται σέ 10 κεφ. κι έχει ασκήσει καί Ασκεί μεγάλη επίδραση στήν χριστιανική παιδαγωγική. Μετάφραση στήν συριακή καί τήν Αραβική.
Κατά Εύνομίου («Ανατρεπτικός τοϋ άπολογητικοϋ τοϋ δνσσεβοϋς Εύ νομίον»). Συντάχτηκε Από τό 363 μέχρι τό 364. Άποτελεΐται από τρία «βιβλία», στά όποια προστέθηκαν άλλα δύο (Δ', Ε'), πού πάλι κακώς Αποδίδονται στόν Δίδυμο Τυφλό. Τό Κατά Εύνομίου είναι τό θεμελιώδες έργο τής θεολογίας τοϋ Β. καί γενικά τής θεολογικής συμβολής τών Καππαδοκίαν. Μεταφράστηκε στήν συριακή.
Εις τήν Έξαήμερον Όμιλίαι Θ'. Σύγχρονοι έρευνητές τοποθετούν τό έργο στό τελευταίο έτος τής ζωής τοϋ Β. ’Αλλά τότε οΰτε τήν ύγεία ούτε τόν χρόνο είχε γιά τόσο φροντισμένο καί πλούσιο σέ παραπομπές έργο. Φρονούμε ότι καί συντάχτηκε καί εκφωνήθηκε στην Καισαρεία μεταξύ 365 καί 367, στήνέποχή τής λαμπρής ποιμαντικής του δράσεως, ενώ έκδόθηκε από τόν ίδιο τόν Β. αργότερα μέ θεώρησή του. Πρόκειται γιά σπουδαίο έργο, πού, μέσω τής ερμηνείας τής ΠΔ καί τής θύραθεν γνώσεως, θεμελιώνει τό ευνόητο τού δημιουργού καί τής δημιουργίας του άπό τό μηδέν. Μεταφράστηκε στήν λατινική, την συριακή, τήν γεωργιανή, τήν αρμένική καί τήν άραβική: CPG II 28-35.
Λειτουργικά.

 Ή συμβολή τού Β. στήν διαμόρφωση τού λειτουργικού βίου τής Εκκλησίας μαρτυρεΐται καί τοποθετείται στήν πρό τού 370 εποχή, άλ λά είναι δυσκαθόριστη. Πρώτιστα συνέβαλε στήν διαμόρφωση τής Ακολουθίας των Ωρών, στίς όποιες καί σήμερα υπάρχουν επτά ευχές μέ τό όνομά του, χωρίς νά είμαστε σίγουροι γιά τήν προέλευσή τους. Επίσης στήν σημερινή Ακολουθία των 'Ωρών Α', Γ' καί ΣΤ' διαβάζονται Ψαλμοί, άπό τούς όποίους καί ό Β. χρησιμοποιεί άπό ένα χωρίο στό πρόγραμμα προσευχής κατά τΩρες (Όροι κατά πλάτος 37). Ένίσχυσε τήν άντιφωνική ψαλμωδία, είσήγαγε τόν δοξολογικό τύπο «δόξα τώ Θεώ καί Πατρί μετά τού Υιού σύν τφ άγίω Πνεύματι» (σύν αντί έν), διευθέτησε τίς κινήσεις ή τήν τάξη στό ίερό Βήμα καί πρόσθεσε ευχές στήν ύπάρχουσα Λειτουργία. Ποια όμως είναι Ακριβώς τά στοιχεία αύτά δέν γνωρίζουμε. Ή Λειτουργία, πού φέρει τό όνομά του καί πού σήμερα τελείται μόνο 10 φορές τόν χρόνο, χωρίς νά είναι δημιούργημά του, έχει βασιλειανά στοιχεία. Παραδίδεται σέ Αρχαιότατη σύντομη μορφή (κοπτικά καί έλληνικά), σέ εκτενέστερη (βυζαντινή) τού κώδικα Barberinus 336 (έτους 795) καί Αλλων κωδίκων καί στήν χρησιμοποιούμενη στήν λειτουργική πράξη σήμερα.
Εις τούς Ψαλμούς Όμιλίαι 15. Έρμηνευτικοοικοδομητικές ομιλίες στούς Ψαλμούς 1, 7, 14α, 14β, 28, 29, 32, 33, 44, 45, 48, 59, 61, 114 καί 115. Δέν Αποτελούν ένότητα, ούτε είδος ύπομνήαατος. Εκφωνήθηκαν σέ διάφορα
χρονικά διαστήματα, αρχίζοντας από την πρό τοΰ 370 εποχή. Συχνά προϋποθέτουν πολλή ίστορικοφιλολογική έρευνα. Μεταφράσεις στήν λατινική, τήν συριακή, τήν γεωργιανή, τήν αρμένική καί τήν άραβική: CPG II 2836.
Όμιλίαι. Κείμενα θεολογικά καί οΐκοδομητικά, πού έκφωνήθηκαν πριν καί μετά τό 370. Ή χρονολόγησή τους είναι συχνά δύσκολη καί άλλοτε άδύνατη. Μεταφράστηκαν πολλές στήν λατινική, τήν συριακή, τήν κοπτι κή, τήν αρμένική, τήν άραβική, τήν γεωργιανή καί τήν σλαβική (CPG II 28452869). Παραθέτουμε τίς ομιλίες κατά τήν συνήθη σειρά έκδόσεώς τους, αλλά σημειώνουμε (μέ τίς ενδείξεις κυρίως τοΰ J. Bernardi) ότι από αύτές οί 10, 12 έκφωνήθηκαν ίσως λίγο μετά τό 364, οί 69 περί τό 368/9, ή 13 ίσως περί τό 371, οί 1516, 21 περί τό 372 καί οί λοιπές γενικά από τό 370 μέχρι τό 378.
1.         Περί νηστείας Α'.
2.         Περί νηστείας Β'.
3.         Εις τό «πρόσεχε σεαοτφ».
4.         Περί Ευχαριστίας.
5.     Εις τήν μάρτυρα Ίουλίτταν καί εις τά λειπόμενα τής προλεχθείσης όμι λίας της περί Εύχαριστίας.
6.         Εις τό «καθελώ μου τάς άποθήκας καί μείζονας οικοδομήσω» (= Λουκά 12, 18) καί περί πλεονεξίας.
7.         Πρός τούς πλουτοΰντας.
8.         Ρηθέϊσα έν λιμφ καί αύχμφ.
9.         Ότι ούκ έστιν αίτιος τών κακών ό Θεός.
10.       Κατά όργιζομένων.
11.       Περί φθόνου.
12.       Εις τήν αρχήν τών Παροιμιών.
13.       Προτρεπτική εις τό άγιον Βάπτισμα.
14.       Κατά μεθυόντων.
15.       Περί πίστεως.
16.       Εις τό «έν άρχή ήν ό Λόγος».
17.       Εις Γόρδιον τόν Μάρτυρα.
18.       Εις τούς άγιους τεσσαράκοντα Μάρτυρας.
19.       Περί ταπεινοφροσύνης.
20.       Περί τοΰ μή προσηλώσθαι τοΐς βιωτικοΐς καί περί τοΰ γενομένου έμ πρησμοΰ έξωθεν τής εκκλησίας.
21.       Εις τόν άγιον μάρτυρα Μάμαντα.
22.       Κατά Σαβελλιανών καί Άρείου καί τών ’Ανομοίων.
Μεμονωμένων 'Ομιλιών έκδόσεις: S. Υ. RUDBERG, L’ homelie de Basile de Cesaree sur le mot "Observetoi toimeme".
Βασιλείου τοΰ Μεγάλου Λόγοι. Ό κατά μεθυόντων καί ό κατά πλουτούντων, ’Αθήνα 1939.
Περί τοΰ Αγίου Πνεύματος πρός τόν Άμφιλόχιον Ίκονίου. Πολυσήμαντη θεολογική πραγματεία πού συντάχτηκε τό 375, ένώ τμήμα της (κεφ. 1027) είχε σχεδιαστεί τό 373. ’Αποτελεί Απάντηση στούς πνευματομάχους τής έποχής.
’Αποσπάσματα. 'Ερμηνευτικές σειρές περιέχουν πολλά έξηγητικά αποσπάσματα με τό όνομα τοΰ Β. στόν Ίώβ, τόν Ιερεμία, τόν ’Ιεζεκιήλ, τόν Δανιήλ, τις Παροιμίες, τόν Ματθαίο, τόν Μάρκο, τόν Λουκά, τόν Ιωάννη, στίς Πράξεις ’Αποστόλων καί τίς Επιστολές τοΰ Παύλου (καί Καθολικές).
Περί τοΰ Πνεύματος. Έργίδιο γραμμένο μετά τό Κατά Εύνομίον άπό άνθρωπο μάλλον τοΰ περιβάλλοντος του Β.
Φιλοκαλία. Επιλογή καί έκδοση κειμένων του ’Ωριγένη. Ή έργασία είχε γίνει άπό τόν Γρηγόριο Θεολόγο, πού τήν έθεσε καί στήν κρίση του Β. τό 361/2 (Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος). Βλ. κεφάλ. Γρηγόριος Θεολόγος.
Εκλογή. Συμεών Μεταφραστοϋ. Μέ τόν τίτλο «Ηθικοί λόγοι ΚΛ'» ό Συμεών Μεταφραστής κυκλοφόρησε είδος εκλογής (επιλογής) ή συνόψε ως άπό έργα τοΰ Μ. Βασιλείου
’Αμφιβαλλόμενα.
Ή γνησιότητα μερικών έργων πού παραδίδονται μέ τό όνομα τοΰ Β. Αμφισβητείται, άλλά οί σχετικές συζητήσεις δεν έχουν κατα λήξει σέ κοινώς Αποδεκτά συμπεράσματα:
Περίβαπτίσματος, βιβλία δύο: PG 31, 15131628. ΒΕΠ 57, 66155. Θεωρείται νόθο άλλά πρόσφατα ό U. Neri (Basilio di Cesarea. 11 battesimo, Brescia 1976) έξέδωσε τό έργο κριτικά καί νομίζει ότι άποδεικνύει τήν πατρότητα τοΰ Β., πού είναι δυνατό νά τό έγραψε μεταξύ 373 καί 375.
'Ομιλία εις τόν PIE’ Ψαλμόν: PG 30, 104116. ΒΕΠ 56, 4348.
Ερμηνεία εις τόν προφήτην Ήσαΐαν. Εκτενέστατο ύπομνηματιστικό έργο: PG 30, 117668. ΒΕΠ 56, 49294. Ρ. Trevisan, San Basilio, Commento al profeta Isaia, III, Torino 1939.
'Ομιλία ρηθεΐσα έν Λαζικοΐς
Είς τήν άγίαν τοΰ Χριστού γέννησιν
Πρός τούς συκοφαντοΰντας ήμάς ότι τρεις θεούς λέγομεν
’Ασκητική προδιατύπωσις (Λόγος 10)
Λόγος (= 12) περί άσκήσεως. Πώς δει κοσμεϊσθαι τόν μοναχόν
Λόγος (=13) άσκητικός:
Νόθα. Τό μέγα κϋρος τοΰ Β. καί ή άγνοια είναι οί αιτίες, πού μεγάλος άριθμός συμπιληματικών ή πρωτότυπων έργων κυκλοφόρησαν κακώς μέ τό όνομά του:
Περί τής τοΰ άνθρώπου κατασκευής (2 Όμιλ.). Παρά τις γενόμενες έρευνες δέν άποδεικνύεται ότι οί όμιλίες αύτές γράφηκαν άπό τόν Β. Ούτε καί ή σύντομη μορφή τους
Δέν άποκλείεται όμως ό συντάκτης νά στηρίχτηκε σέ προφορική 'Ομιλία τοΰ Βασιλείου ή καί σέ αυτοτελές σχεδιάγραμμά του.
Περί παραδείσου: PG 30, 6172. Βλ. παραπάνω
Λόγος άσκητικός (=11) καί παραίνεσις περί άποταγής βίου καί τελειώ σεως πνευματικής
Λόγοι 14-16. Περί πίστεως καί εις τό πώς δει είναι τόν μοναχόν, άτιτλος
Άσκητικαί διατάξεις πρός τούς έν κοινοβίφ καί κατά μάνας άσκοϋντας
Επιτίμια. Σέ τρεις ομάδες μέ II, 19 καί 1260 έπιτίμια αντίστοιχα γιά μοναχούς καί μοναχές
Εις Βαρλαάμ τόν Μάρτυρα
Όμιλίαι εις τους Ψαλμούς 28 καί 132 (ή στόν Ψαλμό 37 άνήκει στόν Ευσέβιο Καισαρείας)
Περί συνεισάκτων
De commemoratione beatae Mariae virginis (άπόσπασμα ομιλίας, λατινικά μόνο)
'Ομιλία περί τοΰ άγιου Πνεύματος
Περί μετανοίας
ΕΙς τό «μή ως ύπνον σόϊς όφθαλμοϊς...»
Περί νηστείας Λόγος Γ'
Περί έλέους καί κρίσεως
ΕΙς τά ϋδατα καί εις τό άγιον Βάπτισμα
Εύχαί ήτοι έξορκισμοί  Ό Θεός των θεών
 — Έξορκίζω σε τόν άρχέκακον
— Ό Θεός τών ουρανών
 — Άνεξίκακε βασιλεύ)
Λόγος περί καταστάσεως ιερέων
'Ομιλία παραμυθητική άσθενοΰντι
Λόγος περί παρθενίας
’Αποσπάσματα διάφορα
’Ανέκδοτες νόθες ομιλίες
Εις τό άγιον Πάσχα. Εις τόν πρό αύτοϋ έπίσκοπον.
Εις την Τριάδα.
Εις τό άγιον Πάσχα.
Εις τό κατά Λουκάν Εύαγγέλιον καί εις τήν Ανναν.
Εις την λίμνην Γέννησαρέθ καί εις τόν Πέτρον τόν απόστολον.
Εις μνήμην μαρτύρων.
Είς Αβραάμ.
 Έκ τοΰ κατά Λουκάν Εύαγγελίου εις τόν παραλυτικόν.
 Εις τήν των αποστόλων χειροτονίαν.
 Περί τής έν Χριστώ πολιτείας.
Λόγος β' περί σωφροσύνης.
Περί καρτερίας καί θεραπευτικών πόνων.
 Περί τής εύποιΐας.
 Περί τοΰ σώματος τοϋ Κυρίου.
 Πρός τούς μή δεχομένους τό όμοούσιον.
Παραίνεσις πρός τούς εισαγομένους έν κοινοβίω.
Πίστις έκ τεθεϊσα.
 Πώς δει κοσμεϊσθαι τόν χριστιανόν.
 Περί παρθενικής μητρότητος.
Νόθα έργα (όμιλίες κ.ά.) στην κοπτική, τήν αραβική, τήν αρμένική, τήν συριακή καί τήν γεωργιανή. Γιά τόν μεγάλο αριθμό των μεταφράσεων αυτών, πού μερικές είναι άνέκδοτες,




87.       ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ ( + 378/9)

Δραστήρια καί άστατη φυσιογνωμία. Γεννήθηκε περί τό 300 στήν ’Αλεξάνδρεια, όπου μαθήτευσε (320) στόν "Αρειο, καί μετά έδρασε ώς ιερέας κι έπίσκοπος (πολύ πρίν από τό 357) Σεβαστείας, όπου πέθανε περί τό 378/9 ώς όμοιουσιανός καί πνευματομάχος, άφοΰ στό μεταξύ τουλάχιστον δύο φορές δέχτηκε τό Σύμβολο Νίκαιας. Ό ρόλος του στήν άνάπτυξη του μοναχισμού στίς περιοχές Πόντου, Μικρής ’Αρμενίας καί Καππαδοκίας υπήρξε τεράστιος, μολονότι μέρος των άντιλήψεών του καί τής ασκητικής πρακτικής του καταδικάστηκαν ώς υπερβολές στήν σύνοδο τής Γάγγρας (340;) καί αλλού. Προφανώς συνδέθηκε με τούς ασκητικούς μεσσαλιανικούς κύκλους, πού ξεκίνησαν άπό τήν Μεσοποταμία, κι επηρέασε άρχικά τόν Μ. Βασίλειο, ό όποίος γρήγορα άποστασιοποιήθηκε άπό τόν Ευστάθιο, τήν πρακτική τού όποίου απάλλαξε άπό τίς υπερβολές, παρέχοντας βιβλική καί θεολογική θεμελίωση στήν άσκηση τού μοναχισμού καθόλου.
Τό μόνο γνωστό κείμενο τού Ευσταθίου, πού βέβαια δέν υπήρξε θεολόγος, είναι μία Επιστολή τού έτους 366 πρός τόν Λιβέριο Ρώμης. Τήν υπογράφουν άκόμη ό Θεόφιλος Κασταβάλας καί ό Σιλουα νός Ταρσού καί δηλώνουν άποδοχή τού όμοονσίου (Σωκράτους, Έκκλησ. ιστορία Δ)
Τίς όμοιουσιανικές καί πνευματομαχικές άντιλήψεις τού Εύσταθίου άνιχνεύουμε στό έργο «Περί τον άγιου Πνεύματος» (κεφ. 1027) τού Μ. Βασιλείου, ό όποίος, φαίνεται, προϋποθέτει συζήτηση μεταξύ τού ίδιου καί τού Εύσταθίου τό 372. Ό Εύστάθιος άποφεύγει νά χαρακτηρίσει τό άγιο Πνεύμα κτί σμα, άλλ’ άποφεύγει έπιμελώς καί νά τό συγκαταριθμήσει μέ τόν Πατέρα καί τόν Υίό, προτιμώντας άσαφή μέση όδό (Βασιλείου, Έπιστ. 128, 2. Βλ. άκόμη Επιστολές 263, 3 καί 223,5).


88.       ΨΕΥΔΟΚΛΗΜΕΝΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Δύο κυρίως διασκευαστές, προερχόμενοι από ακραίους ίουδαιο χρίστιανικούς κύκλους κι επηρεαζόμενοι από τόν γνωστικισμό, επεξεργάστηκαν άφελές βιογραφικό υλικό τού Γ' αΐ. γιά τόν Κλήμη Ρώμης καί τις περιοδείες τού Πέτρου, επαυξάνοντας πολύ τά φανταστικά καί περιπετειώδη στοιχεία του. Τό υλικό αύτό προέρχεται από έργο γραμμένο κατά τόν Γ' αί, στην Συρία καί ταυτιζόμενο άπό τόν Waitz μέ τις «Περιόδους Πέτρου», τό όποίο πάλι στηρίχτηκε στά «Κηρύγματα Πέτρου», τού Β' αι. Πράγματι όμως οί διασκευαστές χρησιμοποίησαν πολύ εύρύτερο ύλικό καί άπό ποικίλα περιβάλλοντα. ’Έτσι κυκλοφόρησαν τά Ψευδόκλημέντια έργα, πού περιλαμβάνουν 20 'Ομιλίας καί τούς Άναγνωρισμούς, μέ τά όποια συνδέθηκαν 2 μεταγενέστερες Έπιστολαί πρός Ιάκωβον καί μία Διαμαρτυρία. Βραδύτερα εκπονήθηκαν δύο επιτομές των έργων αυτών.
Οί διασκευαστές εργάστηκαν περί τά μέσα μάλλον τού Δ' αιώνα (στην Ρώμη ή τήν Παλαιστίνη) κι έδωσαν δύο μυθιστορίες, στίς όποιες οί άφελεις περιπετειώδεις άναγνωρίσμοί  θέμα γνωστό άπό ελληνιστικές πηγές ενδύουν σκοπούς όπως: τήν άπολυτοποίηση τής ιδέας τού προφήτη καί διδασκάλου εις βάρος τής σημασίας τού λυτρωτικού έργου τού Χριστού, τόν υποβιβασμό τού Χριστού σέ ά πλό προφήτη καί διδάσκαλο, τήν επάρκεια σχεδόν τής/7Δ, τήν επάρκεια τής ήθικής καί τής δικαιοσύνης γιά τήν δικαίωση στήν δευτέρα παρουσία, τήν προβολή τού Πέτρου καί τήν καταπολέμηση τού Παύλου, τήν θεώρηση τού χριστιανισμού άπλώς ώς καθαρμένου ιουδαϊσμού, τόν τονισμό τού μονοθεϊσμού εις βάρος τής τριαδικότητας τού Θεού κ.ά., περίεργα γιά τόν Δ' αΐ. ’Ιδιαίτερα τά Ψευδο κλημέντια έργα χρησιμοποιήθηκαν στόν δυτικό Μεσαίωνα ευρύτατα, επειδή πρόβαλαν έξαίρετικά τήν δήθεν κυριαρχική στήν Εκκλησία θέση τού Πέτρου καί τό δήθεν γεγονός ότι ό Πέτρος διαβίβασε τήν εξουσία του επίσημα στόν Κλήμη, ό όποίος θεωρείται εδώ σάν πρώτος επίσκοπος Ρώμης.
'Ο Κλήμης διηγείται δήθεν ότι ό Πέτρος, όταν «ήμελλε τελευτάν, συνηθροισμενών τών αδελφών, αίφνιδΐως λαβόμενός μου (= τού Κλήμη) τής χειρός έγερθείς επί τής Εκκλησίας έφη· άκούσατέ μου... Κλήμεντα τούτον επίσκοπον ύμΐν χειροτονώ, ώ τήν έμήν τών λόγων πιστεύω καθέδραν... αύτφ δί δωμι τήν έξουσίαν τού δεσμεύειν καί λύειν, ΐνα περί παντός ού άν χειροτονήσει έπί τής γης έσται δεδογματισμένον έν ούρανοΐς» (Έ πιστολή πρός Ιάκωβον 2). Βλ. καί ’Επιτομή 145146.
Eivaι δηλαδή περίεργο, πώς κείμενα ΐουδαιοχρίστιανικά, τόσο ά κραΐα καί αφελή, χρησιμέυσαν γιά τήν προβολή τής θέσεως τοϋ επισκόπου Ρώμης. Ό Κλήμης των έργων τούτων παρουσιάζεται ώς: Ρωμαίος εύγενής· πνεύμα εξαιρετικά ανήσυχο, ώστε νά μήν ικανοποιείται από τά φιλοσοφικά συστήματα τής εποχής· επισκέπτης τής Παλαιστίνης, διότι ακούσε πώς ό Χριστός εμφανιζόταν ακόμη σέ ορισμένους κύκλους· ακόλουθος καί συνεργάτης τού Πέτρου στίς περιοδείες του καί στούς αγώνες του κατά τού Σίμωνα Μάγου ήρω ας τών θαυμαστών αναγνωρίσεων τών μελών τής οίκογένειάς του, πού ολα είχαν έγκαταλείψει τήν Ρώμη καί αγνοούσαν ό ένας τήν τύχη τού άλλου.
ΕΡΓΑ
'Ομιλίαι 20 (Κλήμεντος τών Πέτρον έπιδημίων κηρυγμάτων έπιτομή). Περιγράφουν τίς εσωτερικές αναζητήσεις καί τίς περιπέτειες τοΰ Κλήμη πλησίον ή όχι τοϋ Πέτρου, Μεταφράστηκαν στην συριακή οί ομιλίες 1014.
Άναγνωρισμοί (Recognitiones) (σέ 10 κεφάλαια). Ή μυθιστορία αυτή ό φείλεται σέ διασκευαστή διαφορετικόν καί λίγο μεταγενέστερον από εκείνον πού έργάστηκε γιά τίς 'Ομιλίες, τίς όποιες ήθελε, φαίνεται, ν’ άπαλλάξει από τόν ακραίο ιουδαϊσμό καί άλλες ιδέες, άλλά καί νά συμπληρώσει μέ νέα λεπτομερειακά στοιχεία τοϋ περιπετειώδους βίου τοϋ Κλήμη πλησίον τοϋ Πέτρου. Πηγή καί τών δύο διασκευαστών ήταν ή ίδια. Τό έλληνικό πρωτότυπο ιών Άναγνωρισμών πλήν αποσπασμάτων χάθηκε, άλλά περί τό 406 ό Ρουφΐνος τούς μετέφρασε στήν λατινική, πιθανόν παραλέίποντας καί αυτός μέρος τών εσφαλμένων δοξασιών.
Έπιστολαί: Πέτρον πρός Ιάκωβον (= τόν άδελφόθεον), Διαμαρτυρία περί τών τον βιβλίου διαλαμβανόντων καί Κλήμεντος πρός Ιάκωβον (= τάν αυτόν). Σώζονται δύο ακόμη επιστολές στήν λατινική dementis ad Iacobum, ή πρώτη τών όποιων έπαναλαμβάνει τμήμα τής έλληνικής τοϋ Κλήμεντος πρός Ιάκωβον.
Έπιτομαί. Των 'Ομιλιών κυκλοφόρησαν πολύ αργότερα δύο επιτομές, μία έκτενής καί μία βραχεία.
Μαρτύριον Κλήμεντος. Κείμενο με στοιχεία ελάχιστα ιστορικά, πού γράφηκε τόν Δ' αί. καί παρουσιάζει τόν Κλήμη μαρτυρήσαντα στην Χέρσωνα.
’Οκτάτευχος Κλήμεντος Ρώμης. Περιέργως φέρει τόν τίτλο αυτό ένα συμπίλημα έκκλησιαστικών κανονιστικών έργων, πού έγινε τόν Ζ' αί. Σώθηκε σέ συριακή μετάφραση: CPG I 1733.

89.       «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ» (Historia acephala)
’Ανώνυμο Ιστοριογραφικό κείμενο μεγάλης αξίας. Περιέχεται στόν Codex Veronenses LX τοϋ Η' αΐ., φφ. 105-112, καί άποτελεΐ μέρος «Συλλογής» ποικίλων ίστορικοκανονικών κειμένων, πού συγκροτήθηκε από κάποιον «διάκονον Θεοδόσιον». Βάσει επίσημων εγγράφων καί είδους ημερολογίου (ή πρακτικών) τής Αλεξανδρινής Εκκλησίας καταγράφει όσα γεγονότα σχετίζονται μέ τίς τρεις τελευταίες έξορίες τοϋ Μ. ’Αθανασίου. ’Αρχίζει λοιπόν άπό τό 347 καί τελειώνει μέ τήν αναφορά στην διαδοχή (373) τοϋ ’Αθανασίου άπό τόν Πέτρο. Οί τελευταίες φράσεις, πού άφοροϋν τίς έπι σκοπίες Τιμοθέου (381) καί Θεοφίλου (385), προστέθηκαν αργότερα.
Δυστυχώς ό συντάκτης τοϋ κειμένου τούτου παραμένει άγνωστος. Ηταν ασφαλώς αλεξανδρινός, έγραψε στά τελευταία έτη τής δεκαετίας τοϋ 370, άνταποκρινόμενος σέ σχετικό αίτημα τής Εκκλησίας τής Καρθαγέ νης, έχει θαυμαστή ακρίβεια στήν παρουσίαση τών γεγονότων (καί γι’ αυτό χρησιμοποιήθηκε πολύ άπό τόν ιστορικό Σωζομενό), ήταν όρθόδοξος καί σκοπό είχε νά δείξει ότι ό ’Αθανάσιος ήταν Αθώος καί άδικα ύπέστη διωγμούς. Στό πλαίσιο τής προσπάθειάς του ό ανώνυμος συντάκτης δίνει τήν Αρχαιότερη Ασφαλή πηγή γιά τόν βίο τοϋ ’Αθανασίου, ενώ συγχρόνως έκθέτει καί αξιολογεί τήν εκκλησιαστική πολιτική τεσσάρων αύτοκρατόρων: Κωνσταντίου (337-361), Ίουλιανοϋ (361363), Ίοβιανοϋ (363-364) καί Ούάλη (364-378).
Τό έργο «Ιστορία τοϋ Αθανασίου» σώθηκε μόνο στήν λατινική καί ονομάστηκε «Historia acephala Athanasii» άπό τόν πρώτο εκδότη της Scipione Maffei, έπειδή Αρχίζει άπό τό έτος 347 καί όχι ένωρίτερα.




Πρώτη αποκλειστική  εισαγωγή και δημοσίευση  κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Β'
+ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β

Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |