ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τό Αγριολούλουδο - Ις΄

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τό Αγριολούλουδο - Ις΄




Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ις΄

Στην ορισμένη μέρα, ο κ. Σταλίδης με την κόρη του φύγανε από το βουνό. Ο Άλκης είχε απομείνει μοναχός του πια στο μικρό σπιτάκι του δάσους, μαζί με τον υπενωμοτάρχη και τον πιστό του σκύλο. Το σπίτι όμως δεν τον έβλεπε και πολύ. Ελεύθερος τώρα και από την υποχρέωση να συντροφεύει τους καλούς του φίλους, περνούσε όλη του τη μέρα τριγυρίζοντας στο δάσος, που είχε μάθει όλα τα κατατόπια του σπιθαμή με σπιθαμή, και όπου τα συναπαντήματά του με τη μικρή του αγάπη είχανε γίνει τακτικά πια, συμφωνημένα, καθεμέρα πυκνότερα.Πού θα πάει αυτή η ιστορία; ρωτούσε κάποτε ανήσυχος τον εαυτό του. Έβρισκε όμως πάντα μια αναπαυτική απάντηση να δώσει στην ψυχή του και να ησυχάσει. Άλλοτε πάλι, στις ώρες που έμενε μοναχός του, με τα μελαγχολικά ηλιοβασιλέματα, μέσα στη γαλήνη του δάσους, ένοιωθε κάποιο βάρος στη συνείδησή του. Τόσο γρήγορα λοιπόν είχε ξεχάσει την αγαπημένη του νεκρή και τόσο γρήγορα είχε ανοίξει την καρδιά του στις χαρές μιας καινούργιας αγάπης; Μια σκέψη όμως πάλι ερχότανε να τον παρηγορήσει. Θυμότανε την πρώτη εντύπωση, που του είχε κάνει η Μαρία, όταν τη πρωτογνώρισε στο μοναστήρι του Αγίου, κοντά στο θαυματουργό πηγάδι. Του είχε φανεί τότε, πως η μικρή χωριατοπούλα είχε μια καταπληκτική ομοιότητα με τη Στέλλα. Το πρόσωπό της, το σώμα της, η φωνή της ακόμα, του είχαν θυμίσει, μ’ έναν τρόπο περίεργο, την Στέλλα. Δυο αδερφάδες να ήσανε, δε θα μοιάζανε έτσι. Έπειτα, όταν τη γνώρισε καλύτερα, απορούσε με τον εαυτό του και δεν μπορούσε να καταλάβει, πως είχε απατηθεί σε τέτοιο βαθμό.


 Η Μαρία δεν είχε καμιά ομοιότητα με τη Στέλλα. Προσπαθούσε να βρει απάνω της, τι ήτανε εκείνο, που του είχε δώσει την ανεξήγητη αυτή εντύπωση, και δεν εύρισκε τίποτε πια, απολύτως τίποτε. Δεν άργησε όμως πάλι να εξηγήσει το πράμα, μ’ έναν τρόπο μεταφυσικό.
Η ψυχή της Στέλλας — έλεγε μέσα του — φεύγοντας από τον κόσμο αυτό, τη στιγμή ίσως που ανύποπτος αυτός πρωτόβλεπε τη μικρή χωριατοπούλα, είχε κατοικήσει περαστική μέσα στα στήθη της Μαρίας, για να τον ιδεί και να τον αποχαιρετίσει τελευταία φορά. Ήτανε τόσο καλή η Στέλλα — μήπως η έκφραση εκείνη της καλοσύνης, που ήτανε χυμένη στο γλυκό της πρόσωπο, δεν τον είχε κάνει να την αγαπήσει σε μια στιγμή που διψούσε καλοσύνη; — ήτανε τόσο καλή η φτωχή κοπέλα, ώστε και νεκρή ακόμα θα ήθελε να τον παρηγορήσει για το κακό που θα του ’φερνε ο θάνατός της. Και ίσως — ποιος ξέρει των νεκρών τα θελήματα; — για να ενσαρκωθεί μια στιγμή στην άγνωστη εκείνη χωριατοπούλα, που είχε βρεθεί στο δρόμο του, θα ήθελε να του δείξει πως, αγαπώντας το αθώο αυτό λουλούδι του αγρού, θα ήτανε σαν να εξακολουθούσε να την αγαπά την ίδια. Γιατί βέβαια η αγαπημένη του νεκρή, που την είχε θανατώσει η εγκληματική περηφάνια της θείας του, θα ένοιωθε μια τελευταία ικανοποίηση, βλέποντας ότι ο Άλκης, μια φορά που θυ-σιάστηκε εκείνη για την αγάπη του, προτίμησε να δώσει την καρδιά του σε μια κόρη του βουνού, παρά στην αριστοκράτισσα που ετοίμαζε να του δώσει η θεία του, πασχίζοντας με όλα τα μέσα να τον χωρίσει απ’ αυτήν.
Με τη μεταφυσική αυτή εξήγηση ενός τυχαίου περιστατικού και μιας στιγμιαίας πλάνης, που τους είχε δώσει τη σημασία ενός μικρού θαύματος — δεν του είχε μιλήσει και για το θαύμα του νερού, εκείνη τη μέρα, η μικρή Μαρία; — ο Άλκης είχε πείσει τον εαυτό του, πως η αγάπη, που του φλόγιζε τώρα τα στήθη του, όχι μονάχα δεν ήτανε βέβηλη απιστία στη μνήμη της Στέλλας, αλλά ήτανε και το θέλημα, το φανερό θέλημα της αγαπημένης του νεκρής. Και με τον τρόπο αυτό, διώχνοντας από την ψυχή του κάθε τύψη και κάθε δυσάρεστη ιδέα, είχε αφιερωθεί ολόκληρος στον καινούργιο του έρωτα.
Ένα βράδυ, καθισμένος με τον υπενωμοτάρχη στην πεζούλα του σπιτιού, όπου περνούσανε συνήθως τις ώρες τους, ώσπου να νυστάξουν, άκουγε σαν πάντα τα ηρωικά κατορθώματα του συντρόφου του με τους παρανόμους υλοτόμους, που είχανε ρημάξει το δάσος. Σε μια στιγμή ο υπενωμοτάρχης του είπε:
— Όσο έχουμε κι εσένα, γιατρέ, εδώ πέρα, λέμε και κανένα λόγο και περνάει η ώρα μας. Άμα μας φύγεις και του λόγου σου, βλαστήμα τα! Ο χειμώνας είναι απελπισία εδώ απάνω στο βουνό.
— Μα δε λογαριάζω να σας φύγω και πολύ γρήγορα! του είπε ο Άλκης. Είχα υποφέρει κι εγώ έναν καιρό πολύ από τα νεύρα μου. Εδώ απάνω με τον καθαρό αέρα βρήκα την υγεία μου. Όσο μπορέσω θα μείνω!
Ο πονηρός υπενωμοτάρχης, που κάτι είχε μυρισθεί από τα μυστικά του δάσους — μήπως η δουλειά του ήτανε να κυνηγάει μονάχα τους παρανόμους υλοτόμους; — άρχισε να κάνει τα εγκώμια της ωραίας ζωής, που περνάει κανείς στο βουνό, περισσότερο για να ψαρέψει ακόμα το συνομιλητή του, παρά για να τον πείσει να πάρει μια απόφαση, που ήξερε καλά πως την είχε παρμένη.
— Εδώ, γιατρέ μου, — του είπε — βρισκόμαστε κοντά στο Θεό. Εγώ έχω τρία χρόνια εδώ πέρα. Μακάρι να ’μενα όλη τη ζωή μου, να παντρευόμουνα μια χωριάτισσα, να ζήσω όπως θέλει ο Θεός, με τη γυναικούλα μου και τα παιδάκια μου, μέσα στις πρασινάδες και στις δροσιές, και σαν έρθει η ώρα μου, ν’ αφήσω τα κόκαλά μου στ’ άγια τούτα χώματα.
Ο ποιητικός ενθουσιασμός, που σκέπαζε με τόση τέχνη την πονηρή σκέψη του ανθρώπου, είχε συγκινήσει τον Άλκη, σε βαθμό που δε θα είχε δυσκολία να του ανοίξει την καρδιά του και να τον αφήσει να ιδεί μέσα της όλα τα μυστικά του. Η Μίνα, που δεχότανε κάθε εκμυστήρευσή του — ανάγκη των ερωτευμένων ψυχών — ήτανε μακριά τώρα. Κι ο Άλκης άρχισε τώρα να αισθάνεται την έλλειψη ενός συντρόφου, που του ήτανε απαραίτητος — το καταλάβαινε πως του ήταν απαραίτητος — για την αδύνατη και φοβισμένη ψυχή του. Η ανάγκη να εξομολογηθεί είχε γεννηθεί μέσα του, όπως γεννιέται στις ψυχές των χριστιανών, όταν τις αδυνατίζει το δέος του αγνώστου και το σκοτάδι του μυστηρίου. Η αμαρτία τότε ανεβαίνει στα χείλη, όχι για να ζητήσει μιαν εξιλέωση, όπως πιστεύει, όσο για να βγει από τη φυλακή της, όπου την πνίγει η ασφυξία, ν’ αναπνεύσει πιο ελεύθερον αέρα και να αισθανθεί τη γλυκιά φιλοξενία μιας άλλης ψυχής.
— Εγώ, μην κοιτάς, γιατρέ μου! εξακολούθησε ο υπενωμοτάρχης. Εγώ είμαι πουλημένο κρέας. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Η υπηρεσία μ’ αρπάζει αποδώ, δίχως να με ρωτήσει, και με πετάει στην άλλη άκρη του κόσμου. Εσύ όμως, γιατρέ μου, τι ανάγκη έχεις; Τον τρόπο σου, όπως μαθαίνω, τον έχεις. Κι ένας γιατρός, όπου και να βρεθεί, γιατρός είναι. Καθένας με το λογαριασμό του βέβαια! Εγώ μιλάω για τον εαυτό μου. Να είχα εγώ την επιστήμη σου — ας όψονται οι γονέοι μου που μ’ έκαναν χωροφύλακα! — θα το είχα χίλιες φορές καλύτερα να κάνω το γιατρό μέσα σ’ ένα ήσυχο χωριό, με τους καλούς ανθρώπους, παρά να τρώω τη ζωή μου μέσα στα σοκάκια της Αθήνας.
Ο Άλκης συλλογίσθηκε τα αστεία του κυρίου Σταλίδη, το γιατρό του χωριού, τον Μπαλζάκ, το ειρωνικό χαμόγελο της Μίνας και, για μια στιγμή, άρχισε ν’ αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια του χωροφύλακα. Ήσαν συνεννοημένοι λοιπόν όλοι να τον πειράζουν, μαντεύοντας ίσως το μυστικό του; Αυτό τον κράτησε κάπως ψυχρό, μπροστά στην ποίηση του απλοϊκού ανθρώπου, που την ένοιωθε βαθιά ο ίδιος μέσα στην καρδιά του.
— Ωραία τα λες, Αντώνη — του είπε — αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα, όσο φαίνονται. Τέλος πάντων, όσο μπορέσω να χαρώ την ωραία αυτή ζωή κι όσο έχω την καλή τη συντροφιά σου, θα μείνω μαζί σου. Έννοια σου!
Ο Αντώνης χαμογέλασε πονηρά.
— Τι να την κάνεις τη συντροφιά μου, κύριε Άλκη; Είναι και καλύτερες συντροφιές εδώ απάνω... μουρμούρισε. Ο Άλκης ταράχθηκε.
— Εγώ για την ώρα — είπε — έξω από τους καλούς μας φίλους, που μας φύγανε, κι έξω από σένα, καλέ μου Αντώνη, δε γνώρισα άλλες συντροφιές. Και, να σου πω, δε μου χρειάζονται. Εγώ ήρθα να ησυχάσω εδώ απάνω.
Ο υπενωμοτάρχης καταλάβαινε τώρα, πως ο υπαινιγμός του είχε στενοχωρήσει το γιατρό. Κι επειδή δεν ήθελε να τον δυσαρεστήσει γύρισε τα λόγια του.
— Έχεις δίκιο, γιατρέ μου. Εσένα η δουλειά σου είναι στην Αθήνα. Μην κοιτάς τι λέω εγώ! Αλλιώτικα βλέπει τον κόσμο ένας χωροφύλακας κι αλλιώτικα ένας γιατρός.
Η αλήθεια ήτανε πως ο χωροφύλακας κι ο γιατρός έβλεπαν τον κόσμο, αυτή τη στιγμή, με τον ίδιο τρόπο.
— Δε μου λες, Αντώνη — του είπε σε λίγο ο Άλκης, αφού μιλήσανε για άλλα, αδιάφορα πράματα — τι λένε για μένα εδώ απάνω οι χωριάτες;
Κάτι τον έτρωγε να ξαναφέρει την ομιλία στο θέμα, που κρατούσε όλους τους λογισμούς του.
— Τι να λένε; του είπε αδιάφορα ο υπενωμοτάρχης. Τους χωριάτες λογαριάζεις τώρα; Δεν πάνε να λένε!
Τα αμφίβολα λόγια του Αντώνη, που άφηναν τον Άλκη να καταλάβει, πως κάτι ήθελε να του κρύψει, είχαν γεννήσει μέσα του μια ζωηρή περιέργεια — και μιαν ανησυχία ίσως — να μάθει κάτι τι, που είχε αρχίσει να το φοβάται τώρα τελευταία.
— Όχι, Αντώνη! του είπε. Αν μ’ αγαπάς, πρέπει να μου πεις ό,τι ξέρεις. Εγώ είμαι ξένος εδώ, δεν ξέρω τις συνήθειες του τόπου, τις ιδέες των χωρικών, και μπορεί, χωρίς να το θέλω, να δώσω αφορμή να με παρεξηγήσουν. Το να μου κρύβεις λοιπόν ένα πράμα, που ξέρεις για μένα, είναι σα να θέλεις το κακό μου. Και δεν πιστεύω να το θέλεις, καλέ μου Αντώνη. Δεν είν’ έτσι;
Ο Αντώνης άναψε ένα σιγαρέτο, έβαλε κρασί στα ποτήρια — κουτσόπιναν πότε πότε τα βράδια με τα απομεινάρια της εκλεκτής κάβας του κ. Σταλίδη, που είχε αφήσει, φεύγοντας, μερικές μποτίλιες από εκλεκτά κρασιά της Αττικής στο γιατρό του — και, παίρνοντας ένα ύφος συγκινητικά εμπιστευτικό, αποφάσισε να μιλήσει καθαρότερα.
— Οι χωριάτες, ξέρεις, κύριε Άλκη, είναι πονηρούτσικοι. Μην τους παίρνεις για τόσο αθώους!
— Λοιπόν;
Ο Άλκης είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί με τα σωστά του.
— Λοιπόν, με το να σε πήρε το μάτι τους να μιλάς καμιά φορά στο δάσος μ’ εκείνο τα αγριοκόριτσο, δε θέλανε και περισσότερο να βάλουνε κακά στο νου τους.
— Τη Μαρία, καλέ!... είπε τάχα αδιάφορα και μ’ ένα γέλιο παράξενο ο Άλκης. Κύριε ελέησον! Μα στο σπίτι της Μαρίας πήγαινα δεκαπέντε μέρες ταχτικά για τη μητέρα της, που ήτανε άρρωστη. Το κορίτσι, όποτε με ιδεί στο δρόμο του, δεν ξέρει τι να μου κάνει, τα κακόμοιρο. Έχει την ιδέα πως εγώ έσωσα τη μάνα μου. Αυτά βρήκανε λοιπόν οι χωριάτες;
— Τι να τους κάνεις! είπε φιλοσοφικά ο υπενωμοτάρχης.
— Και τι λένε για μένα;
— Κακό δε λένε βέβαια! Για έναν άνθρωπο σαν την αφεντιά σου δεν μπορούν να πουν ό,τι θα λέγανε για το χωροφύλακά μου τον Κώστα, που ερωτοχτυπήθηκε κάποτε με τη Μαρία.
— Ώστε ο Κώστας λοιπόν;... είπε νευρικά ο Άλκης, που δεν του ερχότανε και πολύ καλά να ’χει αντίζηλο τον πιο πρόστυχο χωροφύλακα του αποσπάσματος.
— Άσ’ τον αυτόν! είπε γελώντας ο υπενωμοτάρχης. Ήτανε του λυπημού ο κακομοίρης. Μα από τότε, που ’φαγε όλο το φόρτωμα με τα κλαριά στο κεφάλι, το πήρε απόφαση και ησύχασε. Τώρα παντρολογιέται με μια χήρα στο άλλο το χωριό. Το ’χει το νερό, βλέπεις, του βουνού. Ας είναι! Λέγαμε λοιπόν, πως οι χωριάτες, όσο ζωντόβολα κι αν είναι, μπορούν να ξεχωρίσουν ένα χωροφύλακα από ένα γιατρό, σπουδασμένο μάλιστα στην Ευρώπη. Ένας γιατρός, τέλος πάντων, δεν μπορεί να πάρει στο λαιμό του ένα κορίτσι και να ντροπιάσει ένα σπίτι.
Με τις περιστροφές αυτές του υπενωμοτάρχη, που νόμιζες πως τις έκλωθε επίτηδες για να βασανίζει την περιέργεια του ανθρώπου, που κρατούσε το μυστικό του, ο Άλκης είχε χάσει πια την υπομονή του.
— Μα τι λένε, επιτέλους, για μένα; ρώτησε νευρικά. Ντρέπεσαι να μου το πεις;
— Για σένα, τι να πούνε; του αποκρίθηκε πάλι, με νέα περιστροφή ο υπενωμοτάρχης. Τα ’χουνε με τη μάνα της Μαρίας, που την αφήνει, λένε, και τριγυρίζει σαν το αγρίμι στα βουνά. Τι καλό μπορεί να περιμένει; Καλά όσο ήτανε μικρή η Μαρία! Γύριζε με τα άλλα τα κορίτσια και μαζεύανε πετίνια και ξύλα στο δάσος. Αυτή όμως, σ’ ένα χρόνο μέσα, ξεπετάχτηκε, ομόρφυνε, μέστωσε, έγινε κοπέλα της παντρειάς. Ο πατέρας της είναι γέρος και πιασμένος. Η μάνα της φιλάσθενη. Αδέρφια, ξαδέρφια, προστάτες δεν έχει. Αν τα φέρει ο διάβολος και τους έρθει το κακό, ποιος θα το προστατέψει το κορίτσι; Θα πάει χαμένο!
Οι άγνωστες αυτές για τον Άλκη λεπτομέρειες, η ιδέα πως αυτός μπορούσε να φέρει το κακό, που προμηνούσανε οι χωριάτες για τα φτωχό, απροστάτευτο κορίτσι, κρατούσανε τον Άλκη, όσο μιλούσε ο υπενωμοτάρχης, σε μια βαθιά συγκίνηση, που δεν είχε ξεφύγει την προσοχή του πονηρού χωροφύλακα.
— Μα καλά! είπε στο τέλος ο Άλκης. Τι μ’ ανακατεύουν εμένα σ’ αυτή την ιστορία;
— Δε σ’ ανακατεύουνε, δηλαδή — είπε πάλι, ξεγλιστρώντας πονηρά, ο υπενωμοτάρχης — λένε όμως πως ψηλοπιάστηκε η Μαρία. Αντί να γυρίσει να κοιτάξει κανένα καλό παιδί του χωριού, να το βάλει στο χέρι και να κουκουλωθεί όπως όπως, πριν πεθάνουν κι οι γονέοι της και μείνει στους πέντε δρόμους, με τη φτώχεια της και την αρφάνεια της, αυτή τα ’βαλε — λένε — με τον ξένο το γιατρό. Τι ελπίδα έχει απ’ αυτόν; Θ' αφήσει νύφες και νύφες στην Αθήνα να πάρει μια χωριάτισσα; Τι να την κάνει!... Αυτά λένε... Όχι πως είπανε ποτέ κακό λόγο για σένα. Εξ’ εναντίας μάλιστα. Αν ήτανε άλλος, λένε, και δεν ήτανε ο ευγενικός αυτός άνθρωπος, με τα τσαλίμια που του κάνει η Μαρία, θα της είχε φέρει την κοιλιά στο σαγόνι. Λένε δηλαδή αυτοί οι βρομοχωριάτες! Να πούμε όμως και τη μαύρη αλήθεια, όταν τρίβεται το προβατάκι στην γκλίτσα του τσοπάνη, τι γυρεύει;
Τα τελευταία αυτά βάναυσα λόγια είχανε πειράξει βαθιά τον Άλκη. Η ιδέα, πως το ωραίο του ειδύλλιο, που μονάχα η ιερή σιωπή του δάσους φανταζότανε πως κρατεί μ’ ευλάβεια τα μυστικά του, σερνότανε βέβηλα στα στόματα των χωριατών κι έτρεφε τη φλύαρη βωμολοχία τους, του γεννούσε μια αγανάκτηση μέσα στην ψυχή του κι ένα πόνο βαθύ για το εξαίσιο πλάσμα, που η τύχη του το ’χε ρίξει σ’ ένα τόσο ανάξιο περιβάλλον, όμοια μ’ ένα σπόρο ευγενικού λουλουδιού, που ο κακός άνεμος τον έριξε ν’ ανθίσει μέσα σε μια βρόμικη αυλή.
— Καλά οι χωριάτες! είπε με φωνή που έτρεμε από συγκρατημένο θυμό. Εσύ, Αντώνη, δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι για το κορίτσι αυτό.
Ο Αντώνης δεν ήθελε ν’ ακούσει και τίποτε περισσότερο, για να καταλάβει ό,τι του χρειαζότανε.
— Εγώ, κύριε Άλκη μου; διαμαρτυρήθηκε. Σου ορκίζομαι στα γαλόνια μου και να μην αξιωθώ να ιδώ προαγωγή, (αυτός ήτανε ο ιερότερος όρκος του, αλλά και ο πιο συνηθισμένος) αν δεν τους έχω βουλώσει εκατό φορές τα στόματα. Τι έχουνε να πούνε για το κορίτσι;
Ο Άλκης δεν είπε άλλη λέξη. Άναψε ένα σιγαρέτο και πρόσφερε άλλο ένα στον υπενωμοτάρχη.
— Τι λες γιατρέ; του είπε εκείνος. Δεν είναι ώρα για ύπνο; Με τις κουταμάρες των χωριατών, πέρασε η ώρα δίχως να το καταλάβουμε.
— Εγώ θα μείνω λιγάκι ακόμα, Αντώνη, του είπε ο Άλκης, φιλικά τώρα. Εμείς οι Αθηναίοι, βλέπεις, είμαστε λιγάκι ξενύχτηδες και φέρνουμε τις κακές μας συνήθειες ακόμα και μέσα στα ωραία δάση. Εσύ πήγαινε να πέσεις. Καληνύχτα σου!
Ο υπενωμοτάρχης καληνύχτισε και μπήκε στο σπίτι. Ο Άλκης ξαπλώθηκε στη μακριά του ψάθινη πολυθρόνα, δώρο της Μίνας στο γιατρό της, έβαλε τα πόδια του σε μιαν άλλη καρέκλα, σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος κι έστειλε τους λογισμούς του να πλανηθούν μέσα στον κόσμο των άστρων, ψηλά από τον άσχημο αυτόν κόσμο, τους κακούς χωριάτες και τους πονη-ρούς χωροφύλακες. Το αεράκι του δάσους χάιδευε απαλά το μέτωπό του, σα γυναικείο χέρι, και ο γρύλος που τραγουδούσε επίμονα το μονότονο, μελαγχολικό του τραγούδι, του φάνηκε μια στιγμή πως είχε φωλιάσει μέσα στην ψυχή του.
Χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος. Και οι κρυφοί λογισμοί του, ακολουθώντας το δρόμο των άστρων, χαθήκανε μακριά στο γαλάζιο χάος και πήγαν να βασιλέψουν πέρα από το δάσος, πίσω από έναν ωραίο λόφο, απάνω από ένα μικρό χωριουδάκι, στη στέγη ενός λευκού καλυβιού, μέσα στους κλώνους μιας χαρούμενης κληματαριάς, που την ποτίζανε τα χέρια μιας μελαγχολικής κοπέλας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄

Κοιμήθηκε και δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα ο Άλκης, ξαπλωμένος στη μακριά του ψάθινη πολυθρόνα. Τα λόγια του υπενωμοτάρχου, φέρνοντας μπροστά του σε όλη του την τραγική πραγματικότητα το ωραίο ειδύλλιο, που ως τώρα έβλεπε μόνο την ποίησή του, χωρίς καμιά συσχέτιση με τη ζωή και την ανάγκη, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, χωρίς εχθές και χωρίς αύριο, τον είχαν βυθίσει σε δύσκολους και πικρούς στοχασμούς. Του είχαν έρθει στο νου και τα τελευταία σιβυλλικά λόγια, που του είχε πει φεύγοντας η Μίνα.
— Προσέξετε, κύριε Άλκη, μην κάμετε στο αθώο αυτό πλάσμα περισσότερο κακό απ’ όσο φοβάσθε να κάμετε στον εαυτό σας.
Αισθανότανε την ανάγκη τώρα να πάρει μια απόφαση μεγάλη και οριστική. Κι αφού λαγοκοιμήθηκε λιγάκι κατά τις πρωινές ώρες, τινάχθηκε, σκοτεινά ακόμα, από την καρέκλα που του είχε γίνει κλίνη εκείνο το βράδυ, με μια ανάγκη να περπατήσει, να πλανηθεί μακριά από τους ανθρώπους, μονάχος με τον εαυτό του.
Θυμήθηκε άξαφνα ένα σχέδιο που είχανε κάποτε με τη Μίνα, ένα σχέδιο, που έμεινε απραγματοποίητο. Ν’ ανεβούνε στην ψηλότερη κορυφή του Αίνου, στο Μεγάλο Σωρό, να ιδούνε αποκεί την ανατολή του ήλιου, που τη λέγανε μαγευτική. Το φαινόμενο του ήτανε αδιάφορο τώρα. Τον τραβούσε όμως το ύψος, η κορυφή, μια άλλη ανατολή, ένας άλλος ήλιος, που βγαίνοντας από την άβυσσο των λογισμών του, θα ’χυνε το αποκαλυπτικό του φως μέσα στα σκοτάδια της ψυχής του.
— Τι λες; είπε στον Γκραφ, που αγουροξυπνημένος τώρα κι αυτός μαζί του, του σάλευε χαρούμενα την ουρά, σα να τον καλημέριζε. Τι λες, Γκραφ; Ανεβαίνουμε στο βουνό;
Και σα να είχε λάβει τη συγκατάθεση του πιστού του συντρόφου, πήρε την απόφαση του.
— Εμπρός, Γκραφ! Πάμε!...
Δυο ώρες πριν φέξει, ξεκίνησαν για το ανέβασμα του βουνού, για την ψηλή κορφή, που από τα βαπόρι, φτάνοντας στην Κεφαλλονιά, την έβλεπε με μυστικούς πόθους να χάνεται μέσα στα σύννεφα. Ο υπενωμοτάρχης και οι χωροφύλακες κοιμόντουσαν ακόμα τον ωραίο ύπνο των ξένοιαστων ανθρώπων κάτω από τα δέντρα. Κανένας δεν πήρε είδηση.
Ο Άλκης, που ήξερε απάνω κάτω το δρόμο — κάποτε είχε προχωρήσει ως κάποιο σημείο μαζί με τη Μαρία — αποφάσισε να καταπιαστεί, χωρίς οδηγό, την εκστρατεία.
Πήρε το μονοπάτι, που ανηφόριζε γλιστερό ανάμεσα από τα πυκνά έλατα. Η σελήνη, που σερνότανε αργά προς τη δύση της, σαν κουρασμένος οδοιπόρος, έχυνε ανάμεσα από τα κλαριά ένα λευκό, κρύο φως, που έδινε φανταστικές, άγριες μορφές στις σκιές των δέντρων. Μεγάλοι, πελώριοι κορμοί, κομμένοι άσπλαχνα από το σκεπάρνι του υλοτόμου, κείτονταν ξαπλωμένοι καταγής, σα σκοτωμένοι γίγαντες. Ένα αιωνόβιο έλατο, που είχαν περάσει από πάνω του καταιγίδες και κεραυνοί, χωρισμένο τώρα από τον κορμό του, έγερνε το γιγάντιο σώμα του, ακουμπισμένο με αγωνία, απάνω στους συντρόφους του, που άπλωναν, σα χέρια, τους χοντρούς των κλώνους για να συγκρατήσουν το πέσιμό του. Και ήτανε σαν ένα σιγαλό, καρτερικό ξεψύχισμα, μέσα στην ερημία του δάσους.
Ο Άλκης θυμήθηκε κάποια λόγια της Μαρίας.
— Πώς τα λυπάμαι τα πεσμένα δέντρα! του είχε πει μια μέρα σ’ έναν πρωινό περίπατό τους. Μου φαίνονται σαν άνθρωποι, που ξεψυχάνε...
Και του είχε μιλήσει ακόμα, με τον ίδιο αισθηματικό τόνο, το παράξενο εκείνο κορίτσι, για όλες τις άλλες τραγωδίες του δάσους, όταν ο άγριος χειμωνιάτικος άνεμος και η νεροποντή ροβολούν από τα ψηλά κάρηνα του βουνού και συνεπαίρνουν, με βουή και μανία, τις ζωές του λόγγου.
— Ποιος σ’ έμαθε και τα λες έτσι ωραία; της είχε πει κάποτε ο Άλκης, που δε μπορούσε να πιστέψει πως μια χωριατοπούλα μπορεί να μιλεί χωρίς τα την μάθει ποτέ, τη δύσκολη γλώσσα των ποιητών.
Η Μαρία είχε γελάσει με την καρδιά της.
— Ποιος να με μάθει; του είχε πει. Γράμματα είναι τα λόγια, να μου τα μάθει η δασκάλα;
Με τη γλυκιά ανάμνηση της αθώας παιδούλας, ο Άλκης ανέβαινε το μονοπάτι, στηρίζοντας το κορμί του απάνω σ’ ένα μακρύ ραβδί από κλώνο έλατου, που του το είχε χαρίσει ο υπενωμοτάρχης. Ήταν ένα ωραίο ραβδί από κείνα που έφκιανε, περνώντας την ώρα του ο Αντώνης. Στο απάνω μέρος ήταν πλεγμένα τα λεπτότερα κλαριά σε σχήμα λαβής ξίφους. Και δίπλα στη λαβή, ήταν χαραγμένο το όνομα του Άλκη και η ημερομηνία μ’ έναν τρόπο, που θα μπορούσε να τον ονομάσει κανείς ηλιογραφία. Γιατί ήταν ένα είδος πυρογραφίας, που είχε εφεύρει ο έξυπνος υπενωμοτάρχης, συγκεντρώνοντας μ’ ένα μικρό φακό τις αχτίδες του ήλιου απάνω στο ξύλο και περπατώντας ύστερα το φακό, για να σχηματίσει τα γράμματα και τις διακοσμητικές του γραμμές.
Μια αόριστη προαίσθηση ημέρας είχε χυθεί ολόγυρα στην ατμόσφαιρα, τη σκοτεινή, που δεν τη φώτιζε πια το λιγοθυμισμένο φως της σελήνης, που ’σβηνε σιγά σιγά πίσω από τα ψηλά δέντρα. Το ανέβασμα τώρα ήτανε κοπιαστικό στην απότομη, βραχόσπαρτη ανωφέρεια, που κάτω της έχασκαν άβυσσοι και παράστεκαν γκρεμοί. Ο πρωινός αέρας όμως έδινε δύναμη στα μέλη του και τα βάλσαμα, που σκόρπιζαν γύρω τα έλατα, ετόνωναν την αναπνοή του. Στάθηκε μια στιγμή κι έριξε το βλέμμα του κάτω κι ολόγυρα. Τα μακρινά νησιά και οι θάλασσες και τα χωράφια και οι ανθρώπινοι συνοικισμοί φαίνονταν σαν αγιοβασιλιάτικα παιγνίδια απλωμένα στο τραπεζάκι ενός ευτυχισμένου μικρού παιδιού.
Ανάμεσα από τα πυκνά έλατα, μέσα στο θαμποχάραμα, άρχισαν να ξεχωρίζουν, σα να κολυμπούσαν μέσα στη ρόδινη καταχνιά, τα βουνά της Ακαρνανίας και, σα συννεφάκι, ακουμπισμένο απάνω στη θάλασσα, το μυθικό νησί της Πηνελόπης, η Ιθάκη.
Ο Άλκης ξαναπήρε το δρόμο του με νέα δύναμη. Λίγο ακόμα και θα ’φτανε στη κορυφή. Εκεί θα σταματούσε ν’ ανασάνει με όλη τη δύναμη του στήθους του, το ζωογόνο αέρα, να τον ρουφήξει σα θείο ποτό. Τάχυνε το βήμα του και πάτησε την κορφή που λαχταρούσε. Και όμως δεν ήτανε ακόμα το ονειρευτό τέρμα της πορείας του. Από τα ύψη της άλλοι λόφοι, άλλες ανηφοριές, άλλες κορφές παρουσιάσθηκαν εμπρός του. Σταμάτησε και πάλι κατάκοπος. Ο Γκραφ πηγαινοερχότανε λαχανιασμένος, με τη γλώσσα κρεμασμένη, μα ευχαριστημένος, από την κούρασή του. Η θέα τώρα ήτανε ελεύθερη τριγύρω, αλλά το σκοτάδι ανακάτωνε ακόμα χαμηλά στεριές και θάλασσες, σ’ ένα σύμπλεγμα φανταστικών σκιών.
— Θάρρος, Γκραφ, και φτάσαμε! είπε στο σκύλο του, περισσότερο για να δώσει δύναμη στον εαυτό του, παρά στο ζώο.
Με καινούργια δύναμη, που του είχαν φυσήξει μέσα του οι ηρωικές πνοές της βουνοκορφής, σκαρφάλωσε τους τελευταίους λόφους, πέρασε τα τελευταία μονοπάτια και σε λίγο πατούσε το πόδι του επάνω στα γκρεμισμένα θεμέλια του λεηλατημένου σήματος, που είχε στήσει στην ψηλότερη κορφή των Επτά Νησιών η Γεωδαιτική Αποστολή. Πατούσε την κορφή του Μεγάλου Σωρού.
Ξαπλώθηκε στη ρίζα ενός έλατου, με την ευχαρίστηση του ανθρώπου, που φτάνει στο τέλος του δρόμου του, αδιάφορο αν ο δρόμος του δεν έχει κανένα σκοπό.
Η προσδοκία της ανατολής του ήλιου δεν τον συγκινούσε και πολύ. Σε λίγο από τα βάθη της θάλασσας είδε να προβάλει, μακριά, ένας θαμπός στην αρχή δίσκος, που όσο ανέβαινε στο στερέωμα έπαιρνε ένα βαθύ κίτρινο χρώμα, ώσπου να πάρει το χρώμα του χρυσαφιού και ύστερα της φωτιάς. Το θέαμα δεν του φάνηκε άξιο της φήμης του, ούτε αυτή τη φορά. Ο ήλιος στο βασίλεμά του, στεφανωμένος με χρυσά σύννεφα, ντυμένος βύσσο και πορφύρα, του ’κανε πάντα την εντύπωση, πως έφθανε στη μεγάλη του, την αληθινή του δόξα. Και είχε σκεφθεί, πολλές φορές, πόσο σωστά η αισθητική των απλών ανθρώπων ονόμασε βασίλεμα τη δύση του ήλιου και όχι την ανατολή του. Μονάχα την ώρα, που τελειώνοντας το μεγάλο του έργο αποχαιρετάει τον κόσμο, μονάχα τότε φορεί το βασιλικό του στέμμα. Ίσως για να δείξει στους ανθρώπους, ότι μονάχα η δόξα που κερδίζει κανείς με τα έργο της ζωής του είναι η αληθινή δόξα και η μεγάλη καθιέρωση. Γιατί κι ο ήλιος ακόμα την ώρα που γεννιέται, δεν ξέρει, αν δε σταματήσει στο μεγάλο του δρόμο κι αν το έργο του δε μείνει ατελείωτο. Ο Άλκης, ξαπλωμένος στη ρίζα του ελάτου, με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο του ωραίου θεού, που άφηνε να τον κοιτάζουν κατάματα, χωρίς να θέλει να θαμπώσει τα μάτια των θνητών με τη δόξα του, συλλογιζότανε πάλι τα ίδια αυτά πράματα, που είχε συλλογισθεί τόσες φορές, καλεσμένος στο θέαμα αυτό, που ξετρελαίνει τις μικρές δεσποινίδες και τους ανθρώπους, που ακολουθούν τυφλά τους συμβατικούς θαυμασμούς.
Αν δεν τον συγκινούσε όμως εξαιρετικά ο αμφίβολος αυτός δίσκος, που είχε ξεπεταχθεί μ’ έναν αστείο τρόπο από τη μακρινή θάλασσα, άχαρος όπως όλα τα κανονικά γεωμετρικά σχήματα, τον συγκινούσε βαθιά η ανατολή του φωτός, χωρίς την άχαρη αυτή σφαίρα, του φωτός σα μιας ουράνιας χάρης απλωμένης ολόγυρα στη φύση, σε στεριές και θάλασσες, από μια άγνωστη, μυστηριακή πηγή.
Σα φανταστική αυλαία, απάνω στη μεγάλη φυσική σκηνή, άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά η καταχνιά, ξεσκεπάζοντας τη μαγική φαντασμαγορία. Το νησί ολόκληρο, σαν τεράστιο θαλάσσιο κήτος, κολυμπούσε απάνω στην ακύμαντη επιφάνεια των νερών. Ο κάμπος της Λιβαθώς, επίπεδος, ομαλός, ξεχώριζε πρώτα, σα μια σκιά απέραντη απλωμένη απάνω σε μια θάλασσα. Έπειτα ξεκαθάρισε καταπράσινος, σπαρμένος με άσπρα χωριουδάκια, όμοια με λευκά κοπάδια, που ροβολούσαν απ’ τους χλοερούς λόφους προς την αστραφτερή αμμουδιά και το σμαραγδένιο κύμα. Κι ολοτρίγυρα στην απόσταση, σα χαραγμένες επάνω σ’ έναν ανάγλυφο γεωγραφικό χάρτη, η Ιθάκη κι η Λευκάδα, τα Ηπειρωτικά βουνά, τα Ακροκεραύνια, ο Παρνασσός, η οροσειρά του Βοδιά κι ο Ρουμελιώτης Ερύμανθος.
Ένα φως, σαν από μυστική ανατολή, είχε χυθεί και στην ψυχή του Άλκη. Ένας κόσμος ολόκληρος, που δεν τον φανταζότανε τόσο μεγάλο, είχε ξυπνήσει μέσα του. Και είχε βυθισθεί τώρα στο εσωτερικό του δράμα, με τα βλέφαρα κατεβασμένα από την κούραση του δρόμου, σα σε έκσταση. Μικρές γωνίτσες της ψυχής του, που δεν τις είχε προσέξει ποτέ, είχαν φωτισθεί άξα-φνα και του παρουσίαζαν τοπία άγνωστα και στον ίδιο τον εαυτό του, σχήματα λησμονημένα, μικρές χαριτωμένες λεπτομέρειες, που μόλις θυμότανε να τις είχε ξαναϊδεί κάποτε. Και βυθισμένος στο φωτεινό αυτό εσωτερικό του δράμα, ένοιωθε πως το φως, που είχε χυθεί μέσα του, κατέβαινε σαν ευλογία Θεού, από ένα μυστικόν ουρανό, τον ουρανό της αγάπης του.
Πού να ήτανε τάχα αυτή τη στιγμή η Μαρία; Την αναζητούσε με τη φαντασία του στα μονοπάτια του δάσους, μπροστά στο μικρό ερημοκλήσι, μέσα στις πράσινες κρυψώνες του λόγγου, στο μικρό λευκό χωριουδάκι. Και την εύρισκε παντού. Ακόμα στην απέραντη θάλασσα, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, στις μακρινές κορυφές των βουνών, στα αέρινα νησιά ολό-γυρα, στη γη και στον ουρανό, μακριά του και μέσα του, παντού, παντού. Η Μαρία γέμιζε τον κόσμο ολόκληρο, κι ένοιωθε την ύπαρξή της, σε μια μεταφυσική έκσταση, και πέρα απ’ τον κόσμο ακόμα, σ’ εκτάσεις νοητές, έξω απ’ τον τόπο και το χρόνο. Του ήρθε στο νου του μια στιγμή ο ορισμός του Θεού: «Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Αλλά τι είναι κι ο Θεός; Σκέφθηκε. Μια αγάπη! Έτσι η αγάπη του είχε αρχίσει να παίρνει μια έκφραση θρησκευτική, όπως όλοι οι μεγάλοι υλικοί έρωτες, που μοιάζουν με θρησκευτικά παραληρήματα.
Τινάχθηκε απ’ τη θέση του. Η ερημιά, το χάος, η μοναξιά του, άρχισαν να του φέρνουν φόβο.
— Γκραφ! φώναξε. Εμπρός! Αρκετά ξεκουραστήκαμε!
Ο Γκραφ τον κοίταζε στα μάτια σα να ’λεγε:
— Ορισμένως ο αφέντης μου τρελάθηκε αυτή τη φορά.
Σταμάτησαν μια στιγμή σ’ ένα τρεχούμενο νεράκι, σβήσανε τη δίψα τους, δρόσισαν, το μέτωπό του, που έκαιγε, ο Άλκης, και τα πόδια του ο Γκραφ, και πήρανε πάλι τον κατήφορο.
Χωρίς να σκεφθεί καθόλου για το πρόβλημα που τον βασάνιζε, με σκοπό να πάρει μιαν απόφαση — η σκέψη του είχε πετάξει, σαν πεταλούδα, το φωτεινό εκείνο πρωί, απάνω σε όλα τα λουλούδια της ευτυχίας του, χωρίς να σταματήσει πουθενά — ένοιωθε τώρα, κατεβαίνοντας το μονοπάτι του βουνού, πως είχε πάρει την απόφασή του, χωρίς να το καταλάβει, σα να είχε σκεφθεί ώρες ολόκληρες και σα να είχε ξεδιαλύνει σε όλες τις λεπτομέρειες τη μεγάλη και αποφασιστική πράξη της ζωής του. Κι ευχαριστημένος για την απόφασή του, που προσπαθούσε να τη μαντεύσει περισσότερο, παρά να σταματήσει στα σοβαρά απάνω της, ίσως από φόβο μήπως η σκέψη του γκρεμίσει τον ωραίο πύργο, που είχε υψώσει η φαντασία του, κατέβαινε βια-στικά το γλιστερό μονοπάτι του βουνού, σαν ένα δρομαλάκι παραμυθιού, που τον έφερνε σε κάποια παραμυθένια ευτυχία.
Δεν είχε καταλάβει πως βρέθηκε πάλι μπροστά στο σπιτάκι του δάσους, τόσο γρήγορα, χωρίς να το καταλάβει, χωρίς να προσέξει τα μέρη που είχε περάσει. Ο υπενωμοτάρχης τον περίμενε να φάνε.
— Τι έγινες, γιατρέ, σήμερα; του είπε. Σε χάσαμε από τα ξημερώματα του Θεού...
— Σηκώθηκα πρωί — είπε — κι αποφάσισα να πάω στο Μεγάλο Σωρό να προφτάσω την ανατολή. Και, να σου πω, δε μετάνιωσα καθόλου.
— Ωραίο πράμα! μουρμούρισε ο υπενωμοτάρχης. Κρίμα που δεν μου το είπες αποβραδίς να ερχόμουνα μαζί σου. Τόσα χρόνια έχω εδώ απάνω στο βουνό και ποτέ δεν το αποφάσισα να πάω κι εγώ μια φορά να ιδώ τον ήλιο. Αλλά πού σ’ αφήνει, αδερφέ, κι η υπηρεσία!
Η υπηρεσία του έφταιγε πάλι, που δεν είχε ιδεί στη ζωή του την ανατολή του ήλιου, ενώ η υπηρεσία θα ήταν ενθουσιασμένη, αν εύρισκε αυτός τον ήλιο στο βουνό, αντί να τον βρίσκει ο ήλιος να ροχαλίζει κάτω από τα έλατα.
Ο Άλκης τον παρηγόρησε, πως και στην Αθήνα βρίσκονται άνθρωποι, που δεν κατόρθωσαν ποτέ τους ν’ ανεβούνε στην Ακρόπολη.
Ένας μικρός Κερκυραίος που είχε αντικαταστήσει το μάγειρα του κυρίου Σταλίδη, τους είχε ετοιμάσει το φαγί. Καθίσανε στο τραπέζι κι ο Άλκης δε θυμήθηκε να είχε φάει ποτέ με τόση όρεξη, σαν το μεσημέρι αυτό. Ο Αντώνης δεν έκανε καθόλου λόγο για την ομιλία, που είχανε κάνει το άλλο βράδυ. Ήτανε σα να μην είχαν πει τίποτε. Και ο Άλκης έδειχνε κι αυτός πως τα είχε ξεχάσει όλα. Τους φέρανε και τον καφέ τους, τραβήξανε από ένα σιγαρέτο και ο Αντώνης έφυγε να πάρει, όπως πάντα, τον απογευματινό του ύπνο κάτω από κανένα έλατο. Ο Άλκης πήρε κι αυτός πάλι το μονοπάτι του δάσους.
— Πάω να βρω κι εγώ το έλατό μου! είπε στον Αντώνη. Ο Άλκης πήγαινε πράγματι να βρει το έλατό του. Όχι όμως το έλατο του ύπνου. Ήτανε ένα πελώριο δέντρο, που ξεχώριζε από τα άλλα, σα σημάδι μέσα στο λόγγο, και που στη ρίζα του ξαπλωμένος ο Άλκης, μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, προορισμένο να μη διαβαστεί ποτέ, περίμενε το πέρασμα της μικρής του φιλενάδας. Ύστερ' από ένα τέταρτο της ώρας δρόμο ο Άλκης είχε φτάσει στο έλατό του. Ξαπλώθηκε απάνω στο μαλακό βοστρυχωτό βρύο, που του άπλωνε μαλακά μαξιλάρια στη ρίζα του δέντρου και άνοιξε τα βιβλίο του χωρίς να διαβάζει.
Μία πλημμύρα ζωής και γονιμότητας είχε χυθεί γύρω του, το ζεστό εκείνο καλοκαιριάτικο απόγεμα. Έντομα μυριάδες, φτερωτά και άφτερα, πολύποδα και λιγόποδα, με χρώματα που αστράφτουν στο φως και με χρώματα θαμπά και ταπεινά. Άλλα, γέμιζαν τον αέρα, χαράζοντας, στους χορούς των, φανταστικά γεωμετρικά σχήματα, κύκλους και τόξα και τρίγωνα, ευθείες και καμπύλες, ανακατωμένα όλα μαζί σε κάποιο παράξενο αραβούργημα τρελό, ασύλληπτο. Και κάτω στη γη, απάνω στα ξερά φύλλα, άλλα πάλι, στρογγυλά σα μικροσκοπικές σφαίρες, που τρύπωναν στη χλόη, ξετρύπωναν από τα λιθαράκια, σκάλιζαν το χώμα για να χωθούν μέσα.
Πόσες μικρές, ανήσυχες ζωούλες! Άλλες ζωηρές, χαρούμενες και πολυθόρυβες, άλλες λυπημένες και ταπεινές, σαν τους φτωχούς ανθρώπους, άσχημες και όμορφες, μεθυσμένες όλες από το φως, έκαναν τους γρήγορους γάμους των, γάμους αέναους, χωρίς τέλος, και περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο μ’ έναν τρόπο θριαμβευτικό, σε μια διαδοχή γενεών αστραπιαία, ανυπόμονη.
Ο Άλκης ήτανε βυθισμένος εκστατικά στο δημιουργικό αυτό δράμα, που τον τριγύριζε. Μια στιγμή του φάνηκε πως ήτανε κι αυτός μια μικρή ζωούλα, που χόρευε, μαζί με τις άλλες, στον αέρα. Έγειρε κι ακούμπησε το κεφάλι του στην παλάμη, ενώ τα βλέφαρά του άρχισαν να κλείνουν γλυκά από τα άυλα χάδια της μυρωμένης αύρας. Και πέρα από τις πλαγιές του βουνού έφταναν στ’ αυτιά του τα μακρινά κουδουνίσματα των κοπαδιών, γλυκά σα φλοίσβισμα τρεχούμενου νερού και σα γλυκό νανούρισμα. Και γέρνοντας απάνω στα ανοιχτό βιβλίο του, αποκοιμήθηκε.
Ανοίγοντας μια στιγμή τα μάτια του, του φάνηκε πως είδε μακριά, μέσα στα δέντρα, τη σιλουέτα της Μαρίας. Ύστερα χάθηκε πάλι. Σε λίγο ξαναφάνηκε μακρύτερα. Βεβαιώθηκε πως ήταν αυτή.
— Μαρία!... φώναξε.
Η Μαρία γύρισε και τον είδε. Και πάλι ξαναχάθηκε.
— Μαρία!... ξαναείπε.
Και σηκώθηκε βιαστικά να προχωρήσει προς το μέρος, που του είχε φανεί η σιλουέτα. Ύστερ’ από λίγα βήματα βρέθηκε μπροστά της. Ένα δέντρο του την έκρυβε.
— Γιατί δεν ήρθες που σου φώναξα; τη ρώτησε. Και της έσφιξε τα δυο της χέρια.
— Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, του είπε.
Τα μάτια της ήσαν κατακόκκινα, σαν κλαμένα.
— Έκλαιγες; της είπε ανήσυχος.
— Όχι! Μια μυγίτσα μπήκε στο μάτι μου και το ’τριψα...
— Είχες πολλή ώρα εδώ;
— Όχι και πολλή.
— Και τι έκανες;
— Γύριζα εδώ ολόγυρα.
— Γιατί δεν ερχόσουν σιμά μου;
— Περίμενα να ξυπνήσεις.
— Κι αν δεν ξυπνούσα;
— Θα ξυπνούσες...
— Κι αν ήμουνα πεθαμένος;
— Σ’ έβλεπα που ανάσαινες...
— Κι αν αργούσα πολύ να ξυπνήσω;
— Θα τριγύριζα ώσπου να ξυπνήσεις.
Ο Άλκης την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα λόγια της, λόγια μικρού αθώου παιδιού, γέμιζαν με τρυφερότητα την ψυχή του.
— Πάμε να καθίσουμε; της είπε.
Την τράβηξε από το χέρι. Εκείνη τον ακολούθησε, σα να μην ήθελε να προχωρήσει και σα να μην είχε τη δύναμη ν’ αντισταθεί, όπως το μικρό προβατάκι, που το σέρνει ένα παιδάκι με μια κόκκινη κορδελίτσα από το λαιμό.
— Πού με πας; είπε δειλά.
— Στον βωμό μας. Δε θα κάτσεις λιγάκι μαζί μου να μου κάνεις συντροφιά;
— Θα κάτσω...
— Μα τι έχεις σήμερα; Είσαι κακιωμένη;
— Όχι.
— Πώς είσαι έτσι λοιπόν;
— Δεν ξέρω.
— Προχωρήσανε προς το μεγάλο έλατο, και στη ρίζα του, απάνω στο μαλακό βρύο, ο Άλκης την κάθισε κοντά του. Ο Γκραφ έτρεχε ολόγυρα, μυρίζοντας το χώμα, και ύστερα ξαναγύριζε, σάλευε την ουρά του και ξανάφευγε, σα να τους έλεγε:
— Έννοια σας! Εγώ σας φυλάω. Κανένας δε θα ζυγώσει εδώ.
— Η Μαρία, με τα μάτια σκυμμένα, σκάλιζε μηχανικά το χορτάρι μ’ ένα ξυλαράκι, δίχως να βγάλει λέξη.
— Πες μου, τι έχεις; της είπε ο Άλκης. Γιατί δε μου τα λες όλα;
Η φωνή του είχε την τρυφερότητα και την ειλικρίνεια μαζί, που γεννά στην ψυχή των αθώων πλασμάτων τη μεγάλη εμπιστοσύνη.
— Δεν έχω τίποτε! είπε πάλι η Μαρία.
Η φωνή της όμως έτρεμε. Δάγκασε το κάτω της χείλι για να κρατήσει ένα λυγμό, που την έπνιγε. Ύστερα μονομιάς σήκωσε την ποδιά της, την έφερε βιαστικά στα μάτια της κι άρχισε να κλαίει, να κλαίει, να κλαίει. Το στήθος της, το άπλερο παρθενικό στήθος, που μόλις το μάντευε κανείς, σαν ωραίο, δροσερό μυστικό κάτω από το χοντρό, πλατύ φόρεμα, ανεβοκατέβαινε, φουσκώνοντας σαν κυματάκι στην ακρογιαλιά.
— Βλέπεις λοιπόν; της είπε ο Άλκης, σφίγγοντας τα δυο της χέρια. Βλέπεις πως κάτι έχεις και δεν το μαρτυράς;
Άξαφνα του πέρασε μια ιδέα. Θυμήθηκε τα χθεσινά λόγια του υπενωμοτάρχη.
— Μήπως σε μάλωσε η μητέρα σου; της είπε.
Η Μαρία δεν είπε όχι. Σκούπιζε τα δάκρυά της με μικρούς γρήγορους αναστεναγμούς,
— Μήπως σου είπανε να μην έρχεσαι πια μαζί μου;
Η Μαρία σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε γλυκά, παραπονετικά, σα να ζητούσε βοήθεια.
— Μου είπε η μητέρα μου — μουρμούρισε με λυγμούς — να μην τριγυρίζω πια στους δρόμους. Να κάθομαι στο σπίτι να τη βοηθάω. Είμαι μεγάλη πια, λέει, και κακομιλάει ο κόσμος...
— Κι εσύ τι είπες;
— Τι να της πω; Της είπα πως θα καθίσω. Τι μπορούσα να της πω; Μητέρα μου είναι.
— Δε θα σε ξαναϊδώ λοιπόν;
Ο Άλκης της μιλούσε με την τρυφερή απάθεια των μεγάλων, που, ακούοντας τους φόβους ενός μικρού παιδιού και κάνοντας τάχα πως τους πιστεύουν, ξέρουν από μέσα τους πόσο μάταιοι είναι και πόσο αστείοι. Όμως του άρεσε η παιδιάστικη εκείνη συγκίνηση. Και καθώς η Μαρία δεν του είχε απαντήσει στην τελευταία του ερώτηση, της ξαναείπε πάλι.
— Τέλειωσαν όλα λοιπόν, Μαρία; Δε θα σε ξαναϊδώ πια; Να σηκωθώ λοιπόν να φύγω αποδώ! Τι να κάνω πια μοναχός μου εδώ πέρα; Τι να κάνω;
Η Μαρία, σα να την είχε τινάξει ένα ξαφνικό, δυνατό ηλεκτρικό ρεύμα, πετάχτηκε απάνω του, αρπάχτηκε από το λαιμό του κι έπλεξε τα χέρια της γύρω του, σα να ήτανε αυτή η στιγμή, που θα τον έχανε για πάντα, και σα να ήθελε να τον κρατήσει δυνατά, να κρατηθεί η ίδια απάνω του, να μην της φύγει ποτέ, ποτέ, ποτέ. Ο Άλκης κοίταζε το εκστατικό πρόσωπό της, που ήτανε χυμένη απάνω του η αγριάδα του κινδύνου. Τα μάτια της ανοιχτά, φωτεινά, τινάζοντας αστραπές, ήσαν καρφωμένα απάνω του. Ένα κύμα από τριανταφυλλένιο αίμα είχε χυθεί στα μάγουλά της. Τα μικρά της αυτάκια έβγαζαν φωτιές. Ένοιωθε το σώμα της να τρέμει απάνω του, και απάνω στην καρδιά του άκουγε τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς της. Ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο ωραία. Ήτανε σαν ένα λουλούδι, που είχε φτάσει στην ακμή του ανθίσματός του, την ακμή που κρατάει μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, — δόξα του ήλιου, που το γέννησε — και σβήνει για πάντα.
Ο Άλκης ένοιωσε το κεφάλι του να γυρίζει, σαν να είχε πιει όλο μαζί το κρασί της άνοιξης μέσα σε μια λουλουδένια κούπα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του κολλήσανε στα χείλη της. Εκείνη είχε γύρει το κεφάλι της στην αγκαλιά του, με τα μάτια κλειστά, παραδομένη ολόκληρη, με την εμπι-στοσύνη των μεγάλων στιγμών, στην αγάπη του, δική του, δική του στον αιώνα. Και, πίνοντας ο ένας στα χείλια του άλλου, το δυνατό, άλικο κρασί, που τους είχε μεθύσει, ονειρευτήκανε μαζί το ίδιο όνειρο.
... Είχε αρχίσει να βραδιάζει κι εκείνη δεν είχε ξυπνήσει ακόμα από το όνειρό της. Εκείνος, κρατώντας το ξανθό της κεφάλι στην αγκαλιά του, της χάιδευε απαλά τα μεταξένια μαλλιά, που πέφτανε ανακατωμένα, σα σκόρπιο χρυσάφι, απάνω στο μέτωπό της.
Άξαφνα εκείνη άνοιξε τα μάτια της φοβισμένα, σαν να μην ήξερε πού βρίσκεται. Κοίταξε γύρω της, κοίταξε τον Άλκη, ανασήκωσε τα μαλλιά της, που της έπνιγαν τα μάτια, έμεινε εκστατική λίγα δευτερόλεπτα, σα να ήθελε να θυμηθεί κάτι, να καταλάβει, και ύστερα, χωρίς να πει τίποτε, έσκυψε το κεφάλι της απάνω στις δυο της παλάμες κι άρχισε να κλαίει σιγά, χωρίς λυγμούς, χωρίς αναφιλητά, το κλάμα της απελπισίας.
Ο Άλκης της τράβηξε τα χέρια από το πρόσωπο, της φίλησε τα μάτια, τα μουσκεμένα από δάκρυα, και θριαμβευτής, από το διπλό θρίαμβο της αγάπης του και της τιμής του, της είπε, με φωνή σταθερή και αποφασιστική, που ένωνε την γλύκα της Αγάπης με την αυστηρότητα του Νόμου.
— Γιατί κλαις, Μαρία; Δεν καταλαβαίνεις λοιπόν πως από πει στιγμή αυτή είμαι ο άντρας σου;





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |