ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Τό Αγριολούλουδο - Η΄

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Τό Αγριολούλουδο - Η΄




Παύλος Νιρβάνας
Τό Αγριολούλουδο


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄

Η υποδοχή του Άλκη από τον κύριο Σταλίδη και τη δεσποινίδα Σταλίδη, όταν γύρισαν, σε λίγο, από την εκδρομή τους στο δάσος, έγινε μ’ ένα τρόπο εγκάρδιο και σχεδόν πανηγυρικό.
— Τόση καλοσύνη από μέρους σας ν’ αφήσετε τις δουλειές σας και να ’ρθείτε να κλεισθείτε μαζί μας εδώ στην ερημιά! του είπε ο κύριος Σταλίδης, σφίγγοντάς του το χέρι.
— θα του κάνει καλό! παρετήρησε, μ’ ένα ύφος χαριτωμένα προστατευτικό, η δεσποινίς. Μη ξεχνάτε, μπαμπά, ότι ο κ. Άλκης είναι περισσότερο ποιητής παρά γιατρός.
— Εμείς τον φέραμε για γιατρό! είπε, με μια προσποιημένη σοβαρότητα ο κ. Σταλίδης, θέλοντας να δείξει, ότι ένοιωθε ακέραια την ευγνωμοσύνη για τη θυσία, που είχε επιβάλει στον εαυτό του ο Άλκης για χατίρι τους.
— Ο καλύτερος γιατρός κάποτε είναι ο ποιητής! είπε ο Άλκης. Όταν μάλιστα η γιατρική του δεν πρόκειται να παίξει μεγάλο ρόλο. Δόξα τω θεώ, η δεσποινίς μου φαίνεται λαμπρά στην υγεία της. Δεν είναι έτσι, δεσποινίς;
Η Μίνα δεν είχε καμιά αντίρρηση.
— Ελπίζω κι εγώ, είπε, ότι δε θα χρειασθεί να ενοχληθεί η γιατρική σας. Αισθάνομαι τόσο καλύτερα, από την ημέρα που βρίσκομαι εδώ...


— Αυτό μου είναι εξαιρετικά ευχάριστο! επρόσθεσε ο Άλκης. Δεν υπάρχει πιο ευχάριστο πράγμα για ένα γιατρό από το να είναι άχρηστος στους φίλους του.
Ύστερ’ από τα τυπικά αυτά φιλοφρονήματα — ανόητα όπως πάντα — άλλαξαν θέμα ομιλίας. Έβγαλαν ψάθινες πολυθρόνες και κάθισαν απ’ έξω από το σπιτάκι, κάτω από τα ριπίδια ενός έλατου, που ο μεσημεριανός ήλιος το είχε φωταγωγήσει σα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μίλησαν για τη ζωή της Αθήνας — ο Άλκης δεν ήξερε και μεγάλα πράγματα από το θέμα αυτό — για τη θεία του, που είχε την ευγενική καλοσύνη να μεσολαβήσει για τον ερχομό του — πάντα καλή και υποχρεωτική η κυρία Καίτη — για την ομορφιά του τοπίου — η Μίνα θα ξεναγούσε το γιατρό της στη μαγευτική αυτή πράσινη πολιτεία όπου είχε να του δείξει πολλά μικρά θαύματα — και τέλος ο Άλκης έλαβε την υπόσχεση πως δεν θα πλήξει, όσο φοβάται ίσως στο ερημητήριο του δάσους.
Ο κ. Σταλίδης, που με όλη του την ηλικία — πλησίαζε τα εβδομήντα — είχε κρατήσει από τη νεότητά του την ενέργεια ενός παλιού σπόρτσμαν, αναθρεμμένου στην Αγγλία, ζήτησε την άδεια από τον Άλκη ν’ αποσυρθεί μια στιγμή.
— Κάτι μαστορεύω! είπε.
— Ο μπαμπάς, ξέρετε — είπε η Μίνα — αν δεν κόβει ξύλα στο δάσος, όπως έκανε ο Γλάδστων στην ηλικία του, κάνει κάτι ανάλογο. Στις ώρες του, είναι και λιγάκι μαραγκός, και καταγίνεται τώρα να επιπλώσει το μικρό μας σπιτάκι.
— Ας είναι! είπε ο κύριος Σταλίδης. Τώρα ετοιμάζω μια έκπληξη για τον κύριο Άλκη. Και είμαι βέβαιος ότι θα εκτιμήσει την προβλεπτικότητά μου.
— Με βάζετε σε δύσκολη θέση, κύριε Σταλίδη. Μου είναι αδύνατο να μαντέψω, για να σας ευχαριστήσω αρκετά από τώρα.
— Καλύτερα! Καλύτερα! φώναξε γελώντας ο κύριος Σταλίδης. Και μ’ ευλυγισία παιδιού τινάχθηκε από το κάθισμά του και χάθηκε πίσω από το σπιτάκι, όπου είχε στημένο το εργαστήρι του.
— Ζηλεύω τα νιάτα του πατέρα σας! είπε ο Άλκης.
Η Μίνα χτύπησε με το μικρό της δαχτυλάκι το ξύλο του τραπεζιού.
— Η ωραία του ξενοιασιά! είπε. Η ζωή περνάει από πάνω του χωρίς να τον αγγίζει. Αν μπορούσαμε όλοι να είμαστε έτσι...
Ο Άλκης αναστέναξε.
Ο Γκραφ, που είχε χαθεί αρκετή ώρα μέσα στο δάσος, γυρεύοντας, χωρίς άλλο, να προσανατολισθεί με τη νέα του διαμονή, γύρισε, κουνώντας την ουρά του, να πληροφορήσει τον κύριό του, ότι θα ήτανε ενθουσιασμένος να περάσει εκεί όλη του τη ζωή.
— Τι θαυμάσιο ζώο! είπε η Μίνα, χαϊδεύοντας του το ωραίο, λεονταρίσιο κεφάλι.
— Ήτανε αδιακρισία μου ίσως να τον κουβαλήσω μαζί μου, είπε ο Άλκης. Υποθέτω όμως ότι η θεία μου σας είχε ζητήσει την άδεια. Την είχα παρακαλέσει...
— Δεν ήτανε καμιά ανάγκη για άδεια. Οι φίλοι των φίλων μας είναι και δικοί μας φίλοι, θα ιδείτε μάλιστα ότι φροντίσαμε να υποδεχθούμε το φίλο σας, όσο δε φροντίσαμε για σας. Ο μπαμπάς του ετοιμάζει ένα θαυμάσιο σπιτάκι, που θα στηθεί, ως το βράδυ, εκεί που κάθεσθε.
— Αυτή είναι λοιπόν η έκπληξη που μου ετοιμάζει ο μπαμπάς σας;
Η Μίνα πετάχθηκε στο κάθισμά της.
— Τι ανόητη! Σας μαρτύρησα το μυστικό του. Σας παρακαλώ να μη με προδώσετε.
Ο Άλκης την καθησύχασε. Γελάσανε κι οι δυο. Η συντροφιά της Μίνας, που η αρρώστια της της έδινε μιαν άυλη ομορφιά, σκόρπιζε μια ευχάριστη γαλήνη στην ψυχή του νέου. Κι έβλεπε τώρα σ’ αυτήν το ιδανικό της γυναικείας φιλίας, που κρατεί πάντα από τον έρωτα, όσο της χρειάζεται μόνο για να την ομορφαίνει. Και εξακολουθήσανε να μιλούνε σα δυο καλοί φίλοι, για όλα τα ασήμαντα και ωραία πράγματα του κόσμου τούτου.
— Δε φαντάζεσθε ίσως, δεσποινίς Μίνα — είπε ύστερ’ από μια μικρή σιωπή ο Άλκης — ότι τα νέα σας με πρόφτασαν στο δρόμο, δυο ώρες πριν να φθάσω ο ίδιος στον μικρό σας Παράδεισο.
— Με κάποιον άγγελο ίσως του Παραδείσου μας;
— Μαντέψατε.
— Όχι. Δε μάντεψα τίποτε. Δεν μπορούσα όμως να φαντασθώ ότι τα νέα ενός Παραδείσου σας ήρθαν με τον ασύρματο, θα ήτανε πολύ πεζό.
— Τέλος πάντων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έμαθα πως είσθε πολύ καλύτερα, ότι ο πατέρας σας κι εσείς μένετε ενθουσιασμένοι από τη διαμονή σας στο δάσος, ότι με περιμένατε από χθες και, το σπουδαιότερο, ότι η καλοσύνη σας έχει συγκινήσει το Μεγάλο Βουνό.
— Η καλοσύνη μου; Αλλά με ποιον; Με τα ωραία αυτά έλατα; Γιατί, σας ορκίζομαι, ότι έξω από τα χαριτωμένα αυτά δένδρα δεν είχα ακόμα την ευκαιρία να ιδώ άλλο πλάσμα εδώ απάνω. Ποιος λοιπόν μπορεί να μιλήσει για την καλοσύνη μου;
Ο Άλκης την άφησε να βασανίσει ακόμη λιγάκι τη μνήμη της κι έπειτα της είπε:
— Αλλά οι μικρές χωριατοπούλες, δεσποινίς, που τους χαρίζετε τα μικρά, χρυσά σταυρουλάκια;
Η Μίνα χτύπησε τα χέρια της, σαν παιδάκι, που έλυσε άξαφνα ένα δύσκολο αίνιγμα.
— Καλέ, δε μου λέτε; Η Μαρία λοιπόν σας έκανε όλο αυτό το περίεργο ρεπορτάζ;
— Η Μαρία. Βλέπετε λοιπόν...
— Περίεργο μου φαίνεται. Είναι ένα τέτοιο αγριοκόριτσο, που δε φανταζόμουνα ποτέ, πως θα ’παιρνε αυτό το θάρρος και μάλιστα μ’ ένα νέο κύριο σαν κι εσάς.
— Και όμως, δεσποινίς! Το αγριοκόριτσο αυτό, όχι μόνο μου έδωκε όλες τις ευχάριστες πληροφορίες για σας, αλλά και μου διηγήθηκε με τον πιο χαριτωμένο τρόπο ένα ωραίο θαύμα.
— Ένα θαύμα; Τι λέτε!
— Το θαύμα του νερού στο πηγάδι του Αγίου, που ανεβαίνει, και τα λοιπά. Αμφιβάλλετε ακόμα;
Η Μίνα άπλωσε το χέρι της.
— Σας συγχαίρω, φίλε μου.
— Γιατί;
— Για την κατάκτησή σας.
— Πρόκειται λοιπόν για κατάκτηση; Αστειεύεσθε...
— Για την οποία πρέπει να είσαστε υπερήφανος.
— Υπερήφανος; Τι λέτε;
— Μα βέβαια, φίλε μου. Για να κάμει αυτή την εξαίρεση αυτό το αγριοκόριτσο, σημαίνει...
— Τι σημαίνει; Τίποτε φοβερό ίσως;
— Ξέρω κι εγώ; Σημαίνει οπωσδήποτε, ότι της κάνατε εξαιρετική εντύπωση.
Ο Άλκης γέλασε με την καρδιά του.
— Να σας πω, δεσποινίς Μίνα — είπε σε λίγο, μ’ ένα ύφος τάχα εμπιστευτικό. Μιλείτε σαν να ζηλεύετε για την εκτίμηση αυτή, που μου ’δειξε η Μαρία σας.
— Δεν έχετε άδικο! Το αγαπώ τόσο πολύ αυτό το περίεργο αγριολούλουδο, ώστε μου κάνει κακό να φαντάζομαι, ότι μου κάνει απιστίες, έστω και με το γιατρό μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να προσέξετε, κύριε Άλκη! Κινδυνεύουμε να γίνουμε οι χειρότεροι εχθροί.
Γελάσανε κι οι δυο.
— Λοιπόν!... ακούστηκε από μακριά η φωνή του κυρίου Σταλίδη. Ετοιμασθείτε, γιατρέ μου, να δεχθείτε τη σουρπρίζ, που σας ετοίμασα.
Σε λίγο φανερώθηκε ο κύριος Σταλίδης, κρατώντας ένα θαυμάσιο, ξύλινο σπιτάκι, χαριτωμένη μικρογραφία ελβετικού σαλέ.
— Βλέπετε, είπε, ότι εννοούμε να καλοδεχόμαστε τους φίλους των φίλων μας.
Ο Άλκης, χωρίς να δείξει πως είχε την παραμικρή ιδέα, έμεινε εκστατικός μπροστά στο μικρό αριστούργημα της ξυλουργικής τέχνης του κυρίου Σταλίδη.
— Δεν ξέρω, είπε, αν πρέπει να σας συγχαρώ πρώτα για το έργο σας ή να σας ευχαριστήσω από μέρους μου και από μέρους του άφωνου φίλου μου για τη μοναδική σας ευγένεια.
Ο Γκραφ, με χαρούμενα σαλέματα της ουράς του, ένωνε την έκφραση της ευγνωμοσύνης του μαζί με τα ευχαριστήρια του κυρίου του.
— Θέλετε τώρα, γιατρέ, είπε ο κύριος Σταλίδης, στον Άλκη, να ιδείτε και το δωμάτιο το δικό σας; Γι’ αυτό δεν ανακατεύομαι. Γι’ αυτό φρόντισε η άρρωστή σας, και ελπίζω, πως με τα φτωχικά μέσα του σπιτιού μας, θα έκαμε το καθήκον της. Σε κάθε περίσταση εύχομαι να μη ζηλέψετε την εγκατάσταση του σκύλου σας.
Ο κ. Σταλίδης ήτανε πάντα περήφανος για τα έργα του.
— A la guerre comme a la guerre! είπε η Μίνα. Ο κ. Άλκης δεν πιστεύω να ζητήσει από το βουνό περισσότερα από ό,τι μπορεί να δώσει ένα βουνό.
Και, με μια εύθυμη παρωδία της παροιμίας, επρόσθεσε χαμογελώντας.
— Το ωραιότερο βουνό του κόσμου δεν μπορεί να δώσει παρά ό,τι έχει.
— Και το ωραιότερο κορίτσι επίσης!... είπε, καμαρώνοντας την κόρη του, που του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, για το αστείο του, ο κ. Σταλίδης.
Ο Άλκης, συγκινημένος από όλη αυτή την εγκάρδια φιλοξενία, δεν εύρισκε λόγια να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του. Από μέσα του όμως δεν ήτανε και πολύ ευχαριστημένος. Συλλογιζότανε, ότι όλη αυτή η αγάπη, που του έδειχναν οι φίλοι του, θα έκανε δυσκολότερη την αναχώρησή του, έτσι στα καλά καθούμενα, και χωρίς καμιά σπουδαία και πιστευτή πρόφαση. Πώς να τους πει μια μέρα ότι φεύγει, ότι αναγκάζεται να τους αφήσει, ενώ είχε φθάσει εκεί με τη συμφωνία να μείνει μαζί τους όλο το καλοκαίρι; Χωρίς άλλο θα έκανε την εντύπωση, πως είναι δυσαρεστημένος από τη διαμονή του στο δάσος, ότι η συντροφιά των φίλων του του ήτανε βαρετή και θα έδειχνε μιαν αγνωμοσύνη ή μια προστυχιά, που τον πείραζε και μόνο να τη συλλογίζεται; Και όμως η απόφαση του ήτανε πάντα να μη μείνει περισσότερο από λίγες μέρες στο δάσος, να ξαναγυρίσει στην Αθήνα το γρηγορότερο. Και μετανοούσε πάντα — όλη του η ζωή λοιπόν θα ήτανε μια μεταμέλεια; — πως δεν κράτησε την πρώτη απόφασή του να βγει στη Ζάκυνθο, να διακόψει το ταξίδι του και να μη πάει καθόλου στο βουνό.
Επήγαν να ιδούν «τα διαμερίσματα του γιατρού», όπως είπε ο κ. Σταλίδης. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο όπως όλα τα άλλα — τρία τέσσαρα όλα — δίπλα στο δωμάτιο του γέρου, και συγκοινωνούσε μ’ αυτό. Από το ανοιχτό του παράθυρο, που έβλεπε προς το δάσος, ένα πλούσιο, δροσερό φως χυνότανε μέσα, γεμίζοντας με χαρά το μικρό εκείνο άσυλο, που με τα λίγα του έπιπλα — ένα κρεβάτι εκστρατείας, ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με άσπρο ύφασμα, ένα μικρό ντιβανάκι μπροστά στο παράθυρο και δυο τρία καθίσματα — έδινε ωστόσο μια εντύπωση εξαιρετικά πλούσια και συμπαθητική, θα έλεγε κανείς μια εντύπωση πολυτελείας. Έλαμπαν όλα κατακάθαρα και ήτανε με τόσο γούστο βαλμένα τα λίγα πραματάκια του, ώστε να μαντεύει κανείς, πως ένα γυναικείο χέρι είχε περάσει από πάνω τους και τους είχε δώσει τον ευγενικό τους ρυθμό.
— Αυτό είναι το κελί σας, γιατρέ! είπε η Μίνα. Δεν θα μπορούσατε να το ονειρευθείτε χειρότερο.
Ο Άλκης προσπάθησε να πολλαπλασιάσει την έκφραση του θαυμασμού του και της ευγνωμοσύνης του. Και ήταν ειλικρινής. Σε άλλες περιστάσεις, ένα ποιητικό ερημητήριο σαν αυτό θα ήτανε το ιδανικό του.
Η Μίνα έβαλε τέλος, μ’ ένα χαριτωμένο τρόπο, στην ανταλλαγή των κουραστικών φιλοφρονημάτων.
— Να σας πω όμως, κύριε Άλκη! είπε μ’ ένα ύφος υπερήφανο τώρα. Αν το δωμάτιο του ύπνου σας δε σας ενθουσιάζει, υποθέτω πως δε θα ’χετε τίποτα να πείτε για τα σαλόνια σας, τα δωμάτια της εργασίας, τα καπνιστήριά σας, όλα τα βασιλικά διαμερίσματα, που βρίσκονται, από τη στιγμή αυτή, στη διάθεσή σας. Το δάσος ολόκληρο σας ανήκει!
— Θα είμαι ευτυχισμένος, είπε ο Άλκης, να με ξεναγήσετε με την ίδια καλοσύνη και στα άλλα διαμερίσματά μου. Δεν έχω αμφιβολία, πως θα μαντέψω κι εκεί το πέρασμα του χεριού σας.
— Το φτωχό μου το χέρι! αναστέναξε η Μίνα. Μου κάνετε λοιπόν άνοστα κομπλιμέντα, κύριε Άλκη; Τι θέλει το φτωχό μου το χέρι εκεί που πέρασε το χέρι ενός Θεού;
— Και όμως, είπε ο Άλκης, βλέπω ένα γυναικείο χέρι, που πέρασε από το δάσος.
Έδειξε απάνω στο μικρό τραπεζάκι, με το άσπρο κάλυμμα, ένα κρυστάλλινο βάζο, όπου λίγες νεόκοπες ανεμώνες σκόρπιζαν ολόγυρα ένα ντροπαλό τόνο αθωότητας και παρθενίας.
— Αυτά τα ωραία λουλούδια! είπε.
— Είναι το «καλώς όρισες» του δάσους στον ξένο του... είπε η Μίνα. Μην ξεχάσετε να το ευχαριστήσετε!
— Το δάσος, δεσποινίς;
— Όχι βέβαια έμενα. Αν θέλετε μπορείτε να ευχαριστήσετε και τη μικρή σας χθεσινή γνωριμία, όταν τύχει να την ξαναϊδείτε. Από τότε που είμαστε εδώ, η μικρούλα μου φιλενάδα έχει αναλάβει μόνη της την ωραία αυτή υπηρεσία. Κάθε πρωί λοιπόν θα ’χετε κι εσείς το μικρό σας δώρο. Και βέβαια δε θα ’χετε να ευχαριστήσετε την άρρωστή σας, που δεν είναι ακόμη αρκετά δυνατή για να σκαρφαλώνει στους βράχους και να μαζεύει ανεμώνες. Αλήθεια, τ’ αγαπάτε τα συμπαθητικά αυτά λουλούδια; Δε σας ρώτησα.
— Αγαπώ όλα τα αγριολούλουδα! είπε ο Άλκης. Είναι τόσο αριστοκρατικότερα μπροστά στα λουλούδια της σέρας. Δε νομίζετε;
— Νομίζω, είπε με μια εύθυμη επέμβαση ο κ. Σταλίδης — ότι κάποιο λατινικό ρητό λέει: Primum vivere deinde philosophari. Τα είπα καλά, γιατρέ; Το τραπέζι μας περιμένει. Και είναι καιρός, νομίζω, να δείξουμε στο γιατρό και την τραπεζαρία μας.
Εβγήκαν έξω, όπου το τραπέζι ήτανε στρωμένο στο μικρό πλάτωμα, μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, κάτω από τον ήσκιο του ίδιου έλατου, όπου είχαν δεχθεί τον Άλκη λίγο πρωτύτερα. Άλλες ανεμώνες ήσαν σκορπισμένες στο εύθυμο, εξοχικό τραπέζι, που τα κρύσταλλά του έλαμπαν πανηγυρικά, από τις κλέφτικες αχτίδες του ήλιου, που ξεγλιστρούσαν από τα πυκνά φύλλα του δέντρου, καθώς τ’ αργοσάλευεν η ανάλαφρη αύρα του δάσους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'

Κύριον Κώσταν Καλήν
Αθήνας       
Αγαπητέ μου φίλε,

Είναι πέντε μέρες τώρα, που βρίσκομαι στο δάσος. Και η θεία μου, αν την είδες στο μεταξύ, όπως πιστεύω, θα σου εξήγησε το λόγο της ξαφνικής μου φυγής. Και θα με δικαιολόγησες βέβαια, που έφυγα έτσι, χωρίς να μπορέσω να σ’ αποχαιρετίσω ούτ’ εσένα. Η παρουσία μου όμως εδώ, κοντά σε μια άρρωστη φίλη μας, που κινδύνευε, ήταν απαραίτητη και δεν έπρεπε να χάσω το πρώτο βαπόρι που έφευγε από τον Πειραιά.
Όλα αυτά θα σου τα εξήγησε καλύτερα η θεία μου. Και υποθέτω, ότι δεν είναι ανάγκη να σου δικαιολογήσω κι εγώ τώρα περισσότερο το φέρσιμό μου απέναντί σου και να ζητήσω τη συχώρεσή σου, που φαντάζομαι πως την έχω. Εσύ βέβαια που με ξέρεις καλά, δε θα με παρεξηγήσεις.
Όμως μια άλλη έγνοια με τρώει τώρα και δε μ’ αφήνει να χαρώ τη μαγευτική διαμονή μου στο ωραίο αυτό δάσος. Φεύγοντας δεν μπόρεσα να ιδώ ούτε τη Στέλλα, που όλη η σκέψη μου και όλη η ψυχή μου είναι τώρα μαζί της. Με τη βιαστική μου αναχώρηση δεν κατόρθωσα να την αποχαιρετίσω ούτε αυτή. Τρεις μέρες έμεινα στη βίλλα της θείας μου κι ένας πυρετός, που μ’ έπιασε άξαφνα εκεί, με κράτησε όλο το διάστημα στο κρεβάτι, ώστε να μη μπορέσω να το κουνήσω από το σπίτι. Ήθελα να της γράψω δυο λόγια. Αλλά πώς; Η θεία μου, καθώς ξέρεις, για λόγους που δεν μπορώ να μαντέψω, δεν πολυχωνεύει το δυστυχισμένο αυτό κορίτσι και δε βλέπει με καλό μάτι την ένωσή μου με τη Στέλλα. Με ποιο να στείλω το γράμμα;
Την υπηρεσία της θείας μου δεν μπορούσα να την εμπιστευθώ και δεν ήθελα ένα γράμμα προς τη Στέλλα, που δε θα μπορούσε να της κρατηθεί μυστικό, να γίνει αφορμή ν’ ακούσω πάλι τις συνηθισμένες φλυαρίες της Καίτης.
Για μια στιγμή σκέφθηκα να στείλω να σε καλέσω. Αλλά θα καταντούσε πάλι το ίδιο. Η Καίτη θα υποπτευότανε πάλι την ξαφνική εμφάνισή σου, γιατί, όπως ξέρεις, έχει πάντοτε την ιδέα ότι έχεις κι εσύ την ουρά σου, αθώε άνθρωπε, σ’ αυτή την υπόθεση, που της πειράζει τα νεύρα. Είχα αποφασίσει λοιπόν, φεύγοντας, να περάσω μια στιγμή κι από σένα κι από τη Στέλλα και να σας εξηγήσω, τι μου συμβαίνει. Ήρθαν όμως ανάποδα τα πράματα. Ο αδελφός της θείας μου, που είχε αναλάβει να φροντίσει για το βαπόρι, ήρθε άξαφνα, κάποιο απόγεμα, μ’ ένα αγοραίο αυτοκίνητο, και μας ειδοποίησε, ότι το βαπόρι, που είχε αναβάλει την αναχώρηση του ένεκα της απεργίας των ναυτοθερμαστών, θα ’φευγε σε λίγες ώρες, ύστερ’ από ένα συμβιβασμό των απεργών. Κι έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως. Με πήρε λοιπόν άρον άρον και είχε την ευγένεια, το θηρίο, να με συνοδέψει κι ως τον Πειραιά! Αδύνατο να του ξεφύγω.
Σκέφτηκα να σου τηλεγραφήσω από το πρώτο λιμάνι, που πιάσαμε. Αλλά πώς να σου τα εξηγήσω όλα αυτά μ’ ένα τηλεγράφημα; Μπορούσε να γίνει καμιά παρεξήγηση χειρότερη από τη Στέλλα, που είναι τόσο εύθικτη απέναντί μου. Κι έφθασα με την αγωνία αυτή ως την Κεφαλλονιά.
Να τώρα η μεγάλη εκδούλευση που ζητώ από τη φιλία σου. Μόλις λάβεις το γράμμα μου, να πας να συναντήσεις αμέσως — μα αμέσως, καημένε — τη Στέλλα, να της δώσεις, αν το κρίνεις αναγκαίο, να διαβάσει το γράμμα μου αυτό. Μπορείς να της πεις ακόμα, ότι θα ήμουν απαρηγόρητος για ό,τι έγινε, χωρίς τη θέλησή μου, αν δεν είχα μπροστά μου και την ανεξήγητη αδιαφορία τη δική της. Τέσσερες μέρες είχε να με ιδεί, εμένα που δεν πέρασε ημέρα, από τότε που τη γνώρισα, χωρίς να ζητήσω να τη συναντήσω, με κάθε τρόπο, στο σπίτι της ή αλλού. Και δε σκοτίσθηκε να μάθει, αν ζω ή πέθανα. Επί τέλους ήξερε, πως αν δεν είμαι στο σπίτι μου, θα είμαι η στο δικό σου ή στης θείας μου. Μπορούσε να στείλει να ρωτήσει απλώς για την υγεία μου. Αυτό θα μου ήτανε αρκετό. Έκτος αν διασκέδαζε αρκετά, όλες αυτές τις μέρες, ώστε να ξεχάσει, πως υπάρχει και κάποιος άνθρωπος, που την αγαπάει με όλη του την καρδιά και με όλη του τη σκέψη.
Όπως και να ’ναι, θα περιμένω ανυπόμονα την απάντησή σου, για να ξέρω, αν πρέπει να πετάξω στην Αθήνα, όσο μπορώ γρηγορότερα, ή να μείνω εδώ, θλιβερός αυτοεξόριστος, όλη μου τη ζωή.
Σε φιλώ
Άλκης


Με το γράμμα, που έστειλε ο Άλκης στο φίλο του, ένοιωθε κάποιο βάρος να σηκώνεται από το στήθος του.
Είχε δικαιολογήσει αρκετά πειστικά, αν όχι και με όλη την ειλικρίνεια που θα χρωστούσε σ’ έναν παιδικό του φίλο, που γνώριζε όλα του τα μυστικά, τη διαγωγή του και, προπάντων, έδινε να καταλάβει στη Στέλλα ότι δεν έπρεπε να παρεξηγήσει την εξαφάνισή του. Βέβαια θα είχε υποφέρει όλες αυτές τις ημέρες, το καημένο το κορίτσι, από ένα σωρό κακές υποψίες, που λίγο έλειψε ν’ αληθέψουν. Αλλά τώρα θα τα είχε ξεχάσει όλα θα τον συχωρούσε και θα ήτανε πάλι ευτυχισμένη. Έβλεπε με την φαντασία του τον Κώστα να παίρνει το γράμμα του, χωρίς να το καλοδιαβάσει ακόμα, και να τρέχει στο σπίτι της Στέλλας να της φέρει τη χαρά και την ευτυχία. Βέβαια δε θα είχε χάσει ούτε δευτερόλεπτο ο καλός Κώστας για την αγαθή αυτή πράξη. Και θα διάβαζαν μαζί με τη Στέλλα το γράμμα του, κι εκείνος που ήξερε την καρδιά του, θα της εξηγούσε προφορικά όσα δεν έγραφε μέσα στο γράμμα. Και θα το συμπλήρωνε με τα αισθηματικά του σχόλια.
— Δε σας το ’λεγα εγώ, δεσποινίς Στέλλα; Ο Άλκης θα ήταν ανίκανος για μια κακή πράξη απέναντί σας. Είχατε άδικο να βάλετε κακό στο νου σας.
Και η Στέλλα θα συμφωνούσε — γι’ αυτό ήτανε βέβαιος — θα μετανοούσε για τις κακές της υποψίες, θα ζητούσε από μακριά συχώρεση από το φίλο της, γιατί μπόρεσε μια στιγμή να φαντασθεί γι’ αυτόν ένα πράμα, που θα τον ατίμαζε. Και θα ’κλαιγε ίσως από χαρά τώρα. Με τη φαντασία του ο Άλκης, ξαπλωμένος στη ρίζα ενός ελάτου, μονάχος, ολομόναχος με τη σκέψη του, έκανε και ξανάκανε τη φανταστική αναπαράσταση της σκηνής αυτής, που τον παρηγορούσε και ανάπαυε τη συνείδησή του και του ’δινε θάρρος να χαρεί τις ομορφιές του δάσους, χωρίς τύψεις και νοσταλγίες.
Έπειτα συλλογίσθηκε τον τελευταίο παράγραφο της επιστολής του. Στην αρχή του φάνηκε σα μια κακία από μέρος του ο πικρός του εκείνος υπαινιγμός. Δεν ήτανε γενναίο, ένοχος ο ίδιος, να θέλει να ενοχοποιήσει τη γυναίκα, που είχε πληγώσει με τη διαγωγή του. Γιατί να της προξενήσει μια λύπη, χωρίς να είναι βέβαιος για τον κακό του υπαινιγμό; Και μετανοούσε τώρα, που είχε γράψει τις γραμμές εκείνες. Ύστερα όμως — με την επιθυμία που είχε να μείνει ήσυχος και ευχαριστημένος, ύστερ’ από την αγωνία τόσων ημερών — βρήκε τρόπο να παρηγορηθεί. Τα πικρά του αυτά λόγια — σκέφθηκε — δε θα μπορούσανε να προξενήσουν καμιά λύπη στη Στέλλα. Απεναντίας, θα της έδειχναν πως τη ζηλεύει πάντα και, για να τη ζηλεύει, πως εξακολουθεί να την αγαπά σαν και πρώτα. Ίσως θα θύμωνε στην αρχή, για την κακή του υποψία, για την έλλειψη εμπιστοσύνης που της έδειχνε, αλλά στο τέλος η υποψία του θα της έκανε καλό και θα της σκόρπιζε και την τελευταία αμφιβολία για την αγάπη του.
Έτσι, μ’ έναν ευχάριστο ψυχικό αναμηρυκασμό, ξανάφερε στη μνήμη του, δυο και τρεις φορές, ολόκληρο το γράμμα του. Και το βρήκε της τελείας αρεσκείας του. Η Στέλλα δεν μπορούσε, αυτή τη στιγμή, παρά να είναι ευχαριστημένη και χαρούμενη. Και καθώς την ένοιωθε ευχαριστημένη — δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, — έδινε και στον εαυτό του την άδεια να χαρεί για τις λίγες μέρες που θα ’μενε ακόμα στο δάσος.
Τινάχθηκε ζωηρός από τη χλόη, χτύπησε με χαρά τη ράχη του Γκραφ, που ήτανε ξαπλωμένος κοντά του, και του είπε:
— Έλα λοιπόν, τεμπέλη! Αρκετά τον πήρες! Πάμε να ιδούμε και τους φίλους μας.
Το πιστό και νοητικό ζώο κατάλαβε, πως ο κύριος του ήτανε στις καλές του. Κι έτρεξε μπροστά, στο σκιερό μονοπάτι, κουνώντας την ουρά του. Ύστερ’ από ενός τετάρτου δρόμο, στο σκιερό, ήσυχο μονοπάτι, φθάσανε στο φιλόξενο σπιτάκι, που τους είχε χάσει ώρες ολόκληρες.
Έξω από το λευκό σπιτάκι, στη συνηθισμένη της θέση, η Μίνα, ξαπλωμένη σε μια ψάθινη πολυθρόνα, ήτανε βυθισμένη στην ανάγνωση κάποιου συμπαθητικού της βιβλίου, που την έκανε να μην προσέξει αμέσως την εμφάνιση του γιατρού της. Ο Γκραφ, που δεν είχε αργήσει να πάρει θάρρος με τους νέους του φίλους, υψώθηκε μ’ ένα πήδημα, όχι και πολύ ιπποτικό, στα γόνατα της δεσποινίδος και της έκλεισε το βιβλίο, με περιφρόνηση αδικαιολόγητη για τον συγγραφέα.
Η Μίνα σήκωσε τα μάτια της, ξαφνιασμένη από την ανέλπιστη επέμβαση, και είδε τον Άλκη να προχωρεί απαρηγόρητος για τη διαγωγή του σκύλου του.
— Μην τον μαλώσετε, κύριε Άλκη! Αν η διαγωγή του δεν ήτανε πολύ κορέκτ, η κριτική του όμως είναι αλάνθαστη. Και συμφωνούμε απολύτως.
Πέταξε το βιβλίο της απάνω στο τραπεζάκι και πήρε ένα ύφος αυστηρό απέναντι του Άλκη.
— Γιατρέ μου — ο Άλκης από την ιδιαίτερη αυτή προσφώνηση ετοιμάσθηκε να περιμένει κάποια φιλική επίπληξη — είναι η σειρά μου τώρα να κάνω την κριτική της διαγωγής σας. Έχετε εγκαταλείψει την άρρωστή σας από το πρωί. Τι κατάσταση είναι αυτή; Για μια στιγμή είχα υποθέσει, ότι αποπλανηθήκατε μέσα στο δάσος.
— Ίσως δεν μαντέψατε άσχημα, δεσποινίς! είπε ο Άλκης, παίρνοντας ένα κάθισμα, για να καθίσει κοντά στην άρρωστή του. Είχα αποπλανηθεί πράγματι στο δάσος. Όχι όμως στα ωραίο σας αυτό δάσος, που σε λίγες μέρες έμαθα όλα του τα μονοπάτια. Έπειτα για το δάσος αυτό είχα οδηγό μου και τον κακομαθημένο αυτό σύντροφό μου, που νομίζει κανείς πως γεννήθηκε εδώ μέσα. Είχα αποπλανηθεί σ’ ένα δάσος, που συχνά χάνω τα μονοπάτια του και όπου ούτε ο καλός μου αυτός σύντροφος μπορεί να με βοηθήσει, για να βρω το δρόμο μου. Αν ξέρατε, δεσποινίς, τι δάσος! Ούτε τα παρθένα δάση της Αφρικής...
Μιλούσε με μελαγχολικά τόνο, αλλά με εύθυμη διάθεση.
Η Μίνα, που είχε μαντέψει τη σκοτεινή αλληγορία του φίλου της, του είπε με το προστατευτικό ύφος, που έπαιρνε κάποτε μαζί του:
— Ακούστε, γιατρέ! Γι’ αυτό το δάσος να κάνετε ό,τι κάνουν οι βοσκοί μας.
— Τι κάνουν οι βοσκοί; ρώτησε αφηρημένος ο Άλκης.
— Τι κάνουν οι βοσκοί; Αλλ’ από πού φτάνετε, κύριε Άλκη! Τα καίνε απλούστατα, φίλε μου, για να φυτρώσει χορτάρι στη θέση τους να βοσκήσουν τα πρόβατά τους.
— Λοιπόν;
— Να το κάψετε κι εσείς το δάσος σας. Έτσι θα φυτρώσει μέσα σας χαρούμενο χορταράκι και, αντίς από τα άγρια θηρία, θα βοσκούνε απάνω του μόνο τα ήμερα προβατάκια της σκέψης σας.
Ο Άλκης βρήκε την παρομοίωση θελκτική.
— Ακούστε! του είπε η Μίνα. Ας μιλήσουμε τώρα σοβαρά! Ελάτε πιο κοντά μου. Κανένας δε θα μας παρεξηγήσει. Θέλετε να ψηλαφήσετε το σφυγμό μου;
Ο Άλκης έσυρε σιμότερα το κάθισμά του.
— Μήπως θέλετε να ψηλαφήσετε εσείς το δικό μου;
— Απάνω κάτω! Ας μιλήσομε όμως σοβαρά. Από την ημέρα που βρίσκεσθε μαζί μας, καταλαβαίνω πως κάτι σοβαρό σας απασχολεί. Δεν είσαστε εντελώς στα καλά σας. Συχνά σας βλέπω αφηρημένο, στενοχωρημένο. Η σκέψη σας φαίνεται να πετά διαρκώς κάπου. Προσπαθείτε να διατηρήσετε την ψυχική παρουσία σας εδώ, μ’ ευγενικές προσπάθειες, οδυνηρές όμως για σας. Και σας βεβαιώνω, ότι κάποιες στιγμές αισθάνομαι τύψεις στη συνείδησή μου, που σας κρατούμε εδώ.
Ο Άλκης προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
— Μη με παρεξηγείτε, δεσποινίς Μίνα! Είμαι τόσο ευχαριστημένος εδώ. Μου είναι τόσο πολύτιμη η συντροφιά σας.
— Όχι, κύριε Άλκη, όχι! Μην προσπαθείτε να μου κρύψετε τη σκέψη σας!
Μιλούσε μ’ ένα τόσο θερμό ενδιαφέρον, ώστε ο Άλκης, μια στιγμή, αποφάσισε να εξομολογηθεί την κατάστασή του, να τα πει όλα.
— Βεβαιωθείτε — εξακολούθησε στον ίδιο θερμό και ανυπόκριτο τόνο η Μίνα — ότι δεν έχω καμιά περιέργεια να μάθω τα μυστικά σας. Δεν είμαι καθόλου γυναίκα αυτή τη στιγμή. Η κατάστασή μου, η αρρώστια μου, η ζωή που είμαι καταδικασμένη να κάνω όσο ζω, έχουν αλλάξει εντελώς την ψυχολογία μου. Ίσως δεν είμαι πια καθόλου γυναίκα. Ίσως δεν πρέπει να είμαι.
Μιλούσε με θάρρος τώρα και χωρίς σκιά παραπόνου, σαν να είχε πάρει, μια δυνατή απόφαση ζωής.
— Καλέ, τι ιδέες είναι αυτές, δεσποινίς Μίνα! είπε ο Άλκης με συμπάθεια.
— Μην προσπαθείτε να με παρηγορήσετε, κύριε Άλκη. Θα μου κάνατε κακό. Σας ορκίζομαι. Αν δεν είμαι πια γυναίκα, θα μπορούσα όμως να είμαι ένας καλός φίλος για τους ανθρώπους, που εκτιμώ και αγαπώ. Και θα το ήθελα, αυτή τη στιγμή, να γίνω ο καλύτερος φίλος σας. Δεν μ’ εμπιστεύεσθε;
Είχε στον τόνο της φωνής της η Μίνα έναν τόνο από εγκαρδιότητα, ειλικρίνεια και συμπάθεια μαζί, που έκαμε τον Άλκη να συγκινηθεί βαθιά. Ένας φίλος στην ερημιά! Ένας φίλος, που να μπορεί να του εμπιστευθεί τον πόνο του, τις ανησυχίες του, τα μικρά μυστικά του, να του ανοίξει την καρδιά του, να ζητήσει απ’ αυτόν μια συμβουλή και μια εγκαρδίωση, ήτανε γι’ αυτόν σαν ένα ανέλπιστο δώρο, που του ’στελνε κάποια σπλαχνική Πρόνοια μέσα στην αγαθή γαλήνη του δάσους.
— Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Μίνα, σας ευχαριστώ πολύ! είπε. Αν ξέρατε πόση ανάγκη έχω από τη φιλία, που μου προσφέρετε! Τη δέχομαι σαν το πολυτιμότερο δώρο, που θα μπορούσε άνθρωπος να μου χαρίσει, αυτή τη στιγμή.
Και, χωρίς δισταγμό, με την εμπιστοσύνη που του γεννούσε η καλοσύνη της άρρωστης κόρης, ο Άλκης διηγήθηκε την ιστορία του.



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |