ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν



ΤΑ ΠΑΘΗ


«Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν εἶναι ἕνα διηνεκὲς γλυκὸ μαρτύριο γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν

  Γέροντα, ὅταν ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔλεγε: «πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με»664, τί ζητοῦσε; – Ὁ Δαβὶδ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώση διοικητικὸ χάρισμα, ἐπειδὴ εἶχε νὰ κυβερνήση ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος χρειάζεται «πνεῦμα ἡγεμονικό», γιατὶ ἔχει νὰ κυβερνήση τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνουν κουμάντο τὰ πάθη του.
– Γέροντα, τί εἶναι τὰ πάθη; –  Ἐγὼ  τὰ  πάθη  τὰ  βλέπω  σὰν  δυνάμεις  τῆς  ψυχῆς.    Θεὸς  δὲν  δίνει ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις665. Ὅταν ὅμως δὲν ἀξιοποιοῦμε αὐτὲς τὶς δυνάμεις γιὰ τὸ καλό, ἔρχεται τὸ ταγκαλάκι, τὶς ἐκμεταλλεύεται καὶ γίνονται πάθη, καὶ ὕστερα γκρινιάζουμε καὶ τὰ βάζουμε μὲ τὸν Θεό. Ἐνῶ, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε στρέφοντάς τες ἐναντίον τοῦ κακοῦ, μᾶς βοηθοῦν στὸν πνευματικὸ ἀγώνα. Ὁ θυμὸς λ.χ. δείχνει ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνδρισμό, ὁ ὁποῖος βοηθάει στὴν πνευματικὴ ζωή. Κάποιος ποὺ δὲν εἶναι θυμώδης καὶ δὲν ἔχει ἀνδρισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ βάλη εὔκολα τὸν ἑαυτό του στὴν θέση του. Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος, ἂν ἀξιοποιήση στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὴν δύναμη ποὺ ἔχει, εἶναι σὰν ἕνα γερὸ αὐτοκίνητο ποὺ πιάνει τὴν εὐθεῖα καὶ κανεὶς δὲν τὸ φθάνει. Ἂν ὅμως  δὲν  τὴν  ἀξιοποιήση  καὶ  ἀφήνη  ἀνεξέλεγκτο  τὸν  ἑαυτό  του,  μοιάζει  μὲ αὐτοκίνητο ποὺ τρέχει μὲ ὑπερβολικὴ ταχύτητα σὲ ἀνώμαλο δρόμο καὶ κάθε τόσο ἐκτροχιάζεται. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίση τὶς δυνάμεις ποὺ ἔχει καὶ νὰ τὶς στρέψη στὸκαλό. Ἔτσι θὰ φθάση, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Τὸν ἐγωισμὸ λ.χ. νὰ τὸν στρέψη ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴν τὸ βάζη κάτω, ὅταν πάη καὶ τὸν πειράζη. Τὴν τάση γιὰ φλυαρία νὰ τὴν ἁγιάση καλλιεργώντας τὴν εὐχή. Δὲν εἶναι καλύτερα νὰ μιλάη μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἁγιάζεται παρὰ νὰ φλυαρῆ καὶ νὰ ἁμαρτάνη; Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἢ κακός.



Νὰ μὴ δικαιολογοῦμε τὰ πάθη μας


– Γέροντα, μερικοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν προϋποθέσεις γιὰ νὰ κάνουν πνευματικὴ ζωὴ καὶ λένε: «Οὐκ ἂν λάβῃς παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος»666. – Ἂν λένε κιόλας ὅτι τοὺς βαραίνουν πάθη κληρονομικὰ καὶ δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, αὐτὸ εἶναι ἀκόμη χειρότερο.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, κάποιον ὄντως τὸν βαραίνουν; – Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ: Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει κληρονομικὲς καταβολὲς καλὲς καὶ κακές. Πρέπει νὰ ἀγωνισθῆ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὰ ἐλαττώματά του καὶ νὰ καλλιεργήση τὰ καλὰ ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ γίνη μιὰ ἀληθινή, χαριτωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Οἱ  κακὲς  κληρονομικὲς  καταβολὲς  δὲν  εἶναι  ἐμπόδιο  γιὰ  τὴν  πνευματικὴ πρόοδο. Γιατί, ὅταν ἀγωνίζεται κανείς, ἔστω καὶ λίγο ἀλλὰ μὲ πολὺ φιλότιμο, τότε κινεῖται στὸν πνευματικὸ χῶρο, στὸ θαῦμα, καὶ ὅλα τὰ ἄσχημα κληρονομικὰ τὰ διαλύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ  Θεὸς  πολὺ  συγκινεῖται  καὶ  πολὺ  βοηθάει  μία  ψυχὴ  ποὺ  ἔχει  κακὲς κληρονομικὲς καταβολὲς καὶ ἀγωνίζεται φιλότιμα στὸ οὐράνιο πέταγμα μὲ τὴν ἀτροφική της φτερούγα – τὴν κακὴ κληρονομικότητα. Γνωρίζω πολλοὺς ποὺ μὲ τὴν μικρὴ προσπάθεια ποὺ κατέβαλαν καὶ μὲ τὴν μεγάλη βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ αὐτά. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ μεγάλοι ἥρωες. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ θὰ συγκινήση τὸν Θεὸ εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ θὰ κάνουμε στὸν παλαιό μας ἄνθρωπο. – Γέροντα, τὸ Βάπτισμα δὲν ἐξαλείφει τὶς κακὲς  κληρονομικὲς καταβολές; –   Τὸ   Βάπτισμα   μᾶς   ἀπαλλάσσει   ἀπὸ   τὴν   κατάρα   τοῦ   προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Ὅταν βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος, ντύνεται τὸν Χριστό, ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ἔρχεται ἡ θεία Χάρις· οἱ κακὲς ὅμως κληρονομικὲς καταβολὲς μένουν. Μήπως ὁ Θεὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὶς ἐξαλείψη καὶ αὐτὲς μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα; Τὶς ἀφήνει ὅμως, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦμε, νὰ νικήσουμε καὶ νὰ στεφανωθοῦμε.
   Γέροντα,   ἐγώ,   ὅταν   πέφτω   συνέχεια   σὲ   κάποιο   πάθος,   λέω:   «Ἔτσι γεννήθηκα, τέτοια εἶμαι». –  Ἀκόμη  αὐτὸ  ἔλειψε,  νὰ  μᾶς  πῆς  ὅτι  οἱ  γονεῖς  σου  σοῦ  ἔδωσαν  ὅλα  τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔχεις. Ἀπὸ πάππον πρὸς πάππον ὅλα τὰ ἐλαττώματα σ᾿ ἐσένα δόθηκαν καὶ ὅλα τὰ χαρίσματα στοὺς ἄλλους;... Μήπως τὰ βάζεις καὶ μὲ τὸν Θεό; Ὅποιος λέει: «ἐγὼ αὐτὸν τὸν χαρακτήρα ἔχω, ἔτσι γεννήθηκα, ἔχω ἄσχημες κληρονομικὲς καταβολές, μ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες μεγάλωσα, ἄρα δὲν μπορῶ νὰ διορθωθῶ...», εἶναι σὰν νὰ λέη: «Φταίει ὄχι μόνον ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μάνα μου, ἀλλὰ καὶ ὁ Θεός»! Ὅταν ἀκούω κάτι τέτοια, ξέρετε πῶς στενοχωριέμαι; Ἔτσι βρίζει κανεὶς καὶ τοὺς γονεῖς του καὶ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ σκέφτεται ἔτσι, παύει νὰ ἐνεργῆ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
  Γέροντα,  μερικοὶ  λένε  ὅτι,  ὅταν  ἕνα  ἐλάττωμα  εἶναι  στὴν  δομὴ  τοῦ ἀνθρώπου, δὲν διορθώνεται. –  Ξέρεις τί  γίνεται;  μερικοὺς τοὺς συμφέρει  νὰ λένε ὅτι  κάποιο ἐλάττωμα ὀφείλεται στὴν δομή τους, γιατὶ ἔτσι δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους καὶ δὲν κάνουν καμμιὰ προσπάθεια νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτό. «Ἐμένα, λένε, δὲν μοῦ ἔδωσε χαρίσματα ὁ Θεός! Τί φταίω ἐγώ; Γιατί μοῦ ζητοῦν πράγματα πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μου;»! Ὁπότε ἀραλίκι μετά. Δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀναπαύουν τὸν λογισμό τους καὶ βαδίζουν μὲ τὸν χαβᾶ τους. Ἂν ποῦμε: «αὐτὰ εἶναι κληρονομικά, τὰ ἄλλα
εἶναι τοῦ χαρακτήρα μου», πῶς θὰ διορθωθοῦμε; Αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση διώχνει τὴν πνευματικὴ λεβεντιά.– Ναί, Γέροντα, ἀλλά...– Πάλι «ἀλλά»; Τί εἶσαι ἐσύ, βρὲ παιδάκι μου; Σὰν χέλι ξεγλιστρᾶς. Συνέχεια δικαιολογεῖσαι. – Γέροντα, ἐσκεμμένα τὸ κάνω; – Δὲν λέω ὅτι τὸ κάνεις ἐσκεμμένα, ἀλλά, ἐνῶ ὁ Θεὸς σὲ προίκισε μὲ τόσο μυαλὸ   καὶ   εἶσαι   σπίρτο,   πανέξυπνη,   δὲν   καταλαβαίνεις   πόσο   κακὸ   εἶναι   ἡ δικαιολογία! Ἕνα τόσο δὰ κεφαλάκι νὰ ἔχη τόσο μυαλό, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλαβαίνη!
Παρατήρησα ὅτι μερικοί, ἐνῶ εἶναι ἔξυπνοι καὶ καταλαβαίνουν ποιό εἶναι τὸ σωστό,   ὑποστηρίζουν   τὸ   λανθασμένο,   ἐπειδὴ   αὐτὸ   τοὺς   βολεύει,   καὶ   ἔτσι δικαιολογοῦν τὰ πάθη τους. Ἄλλοι πάλι δὲν δικαιολογοῦν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀδιόρθωτο στὸν χαρακτήρα τους πέφτουν στὴν ἀπελπισία.    διάβολος  ἔτσι  κάνει:  τὸν  ἕναν  τὸν  ἐμποδίζει  ἀπὸ  τὴν  πνευματικὴ πρόοδο μὲ τὴν δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸν ἄλλον τὸν πιάνει μὲ τὴν ὑπερευαισθησία καὶ τὸν ρίχνει στὴν ἀπόγνωση. Γιὰ νὰ κοπῆ ἕνα πάθος, πρέπει νὰ μὴ δικαιολογῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ νὰ ταπεινώνεται. Ἂν λ.χ. λέη: «ἐγὼ δὲν ἔχω ἀγάπη στὴν φύση μου, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἔχει» καὶ δὲν ἀγωνίζεται νὰ ἀποκτήση, πῶς θὰ προκόψη; Χωρὶς ἀγώνα δὲν γίνεται προκοπή. Δὲν ἔχετε διαβάσει στὰ Πατερικὰ βιβλία πόσα ἐλαττώματα εἶχαν μερικοὶ Πατέρες καὶ σὲ τί πνευματικὰ μέτρα ἔφθασαν; Ξεπέρασαν ἄλλους ποὺ εἶχαν πολλὲς ἀρετές. Νά, ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς ὁ Αἰθίοπας667, ἕνας τόσο μεγάλος ἐγκληματίας, σὲ τί κατάσταση ἔφθασε! Τί κάνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ! Κατὰ τὸν λογισμό μου αὐτὸς ποὺ ἔχει κακὲς κληρονομικὲς καταβολὲς καὶ ἀγωνίζεται   νὰ   ἀποκτήση   ἀρετές,   θὰ   ἔχη   πιὸ   πολὺ   μισθὸ   ἀπὸ   ἐκεῖνον   ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ἀρετὲς καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἀγωνισθῆ, γιὰ νὰ τὶς ἀποκτήση. Γιατὶ ὁ ἕνας τὰ βρῆκε ὅλα ἕτοιμα, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀγωνίσθηκε σκληρά, γιὰ νὰ τὰ ἀποκτήση. Βλέπεις, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦν περισσότερο ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ ποὺ βρῆκαν χρέη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ ἀγωνίσθηκαν σκληρὰ ὄχι μόνον νὰ τὰ ἐξοφλήσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ δημιουργήσουν περιουσία, παρὰ ὅσα βρῆκαν περιουσία ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους καὶ τὴν διατήρησαν.


Ἡ ἀποκάλυψη τῶν παθῶν


– Γέροντα, ταλαιπωροῦμαι ἀπὸ τὰ πάθη μου. – Καταλαβαίνεις ὅτι ὑπάρχουν μέσα σου πάθη; – Μερικὲς φορὲς τὸ καταλαβαίνω.– Αὐτὸ εἶναι καλό· ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζη ὅτι ἔχει πάθη, ταπεινώνεται,ὁπότε ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
– Στενοχωριέμαι ὅμως ποὺ συνέχεια σφάλλω.– Νὰ χαίρεσαι ποὺ συνέχεια σφάλλεις, γιατὶ ἔχεις ὑπερηφάνεια καὶ ἔτσι ταπεινώνεσαι. «Θεέ μου, αὐτὴ εἶμαι, νὰ λές. Βοήθησέ με. Ἂν δὲν μὲ βοηθήσης Ἐσύ,
τίποτε δὲν μπορῶ νὰ κάνω». Μὴν ἀπελπίζεσαι. Ὅταν σφάλλουμε, ξεσκεπάζεται ὁ πραγματικὸς ἑαυτός μας, τὸν γνωρίζουμε καὶ προσπαθοῦμε νὰ διορθωθοῦμε. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προχωροῦμε θετικὰ καὶ δὲν ζοῦμε μὲ ψευδαισθήσεις ὅτι πᾶμε καλά. Ἐγὼ χαίρομαι, ὅταν ἐκδηλώνεται μιὰ ἀδυναμία μου, ὅταν ξεφυτρώνουν τὰ πάθη μου. Ἐὰν δὲν ξεφύτρωναν, θὰ νόμιζα ὅτι ἁγίασα, ἐνῶ οἱ σπόροι τῶν παθῶν θὰ ἦταν κρυμμένοι στὴν καρδιά μου. Ἔτσι κι ἐσύ, ὅταν θυμώσης ἢ πέσης στὴν κατάκριση, θὰ στενοχωρηθῆς φυσικά, γιατὶ ἔπεσες, ἀλλὰ πρέπει νὰ χαρῆς κιόλας, γιατὶ ἐκδηλώθηκε ἡ ἀδυναμία σου, ὁπότε θὰ ἀγωνισθῆς νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ αὐτήν. – Γέροντα, ὅταν κάποιο πάθος μου δὲν ἐκδηλώνεται γιὰ ἕνα διάστημα, σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει πιὰ μέσα μου;– Ἂν ὑπάρχη μέσα σου ἕνα πάθος, κάποια στιγμὴ θὰ ἐκδηλωθῆ. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ξέρης ὅτι μέσα σου κρύβεται κάποιο πάθος, πρέπει νὰ προσέχης. Ἂν ξέρης λ.χ. ὅτι κάπου ἔξω ἀπὸ τὸ κελλί σου κρύβεται ἕνα φίδι, ὅταν βγαίνης ἔξω, θὰ ρίχνης καμμιὰ ματιὰ πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ θὰ προσέχης μήπως βγῆ καὶ σὲ τσιμπήση. Ἐπικίνδυνο δὲν εἶναι, ὅταν ξέρης ὅτι βρίσκεται ἐκεῖ τὸ φίδι καὶ ἔχης τὸν νοῦ σου πότε θὰ βγῆ, γιὰ νὰ τὸ σκοτώσης· ἐπικίνδυνο εἶναι, ὅταν δὲν ξέρης ὅτι εἶναι ἐκεῖ καί, ἐνῶ περπατᾶς ἀμέριμνη, μπορεῖ νὰ ἔρθη νὰ σὲ τσιμπήση. Θέλω νὰ πῶ, ἐπικίνδυνο εἶναι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν γνωρίζη τὰ πάθη του. Ὅταν γνωρίζη τὰ πάθη του καὶ κάνη τὸν σχετικὸ ἀγώνα, τότε καὶ ὁ Χριστὸς τὸν βοηθάει γιὰ τὸ ξερρίζωμά τους.
– Γέροντα, μήπως πρέπει νὰ ἀγωνίζωμαι χωρὶς νὰ ἀνησυχῶ ἂν διορθώθηκα; Μήπως τὸ νὰ διορθωθῶ ἀνήκει στὸν Θεό;– Ναί, νὰ ἀγωνίζεσαι καὶ νὰ τὰ ἀφήνης ὅλα στὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζης καὶ τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ δῆς ποῦ βρίσκεσαι, τί κάνεις. Βλέπεις, ὁ γιατρὸς πρῶτα ψάχνει νὰ βρῆ τὴν αἰτία ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται ὁ πυρετὸς καὶ μετὰ τί φάρμακο νὰ δώση στὸν ἄρρωστο, γιὰ νὰ ρίξη τὸν πυρετό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ βλέπη τὰ ἐλαττώματά του, πρέπει νὰ μπῆ μέσα του ἡ καλὴ ἀνησυχία, γιὰ νὰ ἀγωνισθῆ νὰ τὰ διορθώση. Ἐγὼ ἐξετάζω τὸν ἑαυτό μου καὶ βλέπω ὅτι ἔχω αὐτὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα. Κάνω τὸν ἀγώνα μου, καὶ ἐξετάζω πάλι τὸν ἑαυτό μου: «Μέχρι  χθὲς  εἶχα  αὐτὰ  καὶ  αὐτὰ  τὰ  ἐλαττώματα.  Ἔκοψα  κανένα;  Σ᾿  ἐκεῖνο  ποῦ βρίσκομαι;». Καὶ μετὰ λέω στὸν Θεό: «Θεέ μου, κάνω ὅ,τι μπορῶ, ἀλλὰ βοήθησέ με Ἐσὺ νὰ διορθωθῶ, γιατὶ μόνος μου δὲν μπορῶ». – Γέροντα, μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχη τὴν δύναμη νὰ δῆ τὰ πάθη του; –  Ὅταν    ἄνθρωπος  εἶναι  εὐαίσθητος,    Θεὸς  δὲν  ἐπιτρέπει  νὰ  γνωρίση
ἀπότομα τὰ πάθη του. Γιατὶ τὸν εὐαίσθητο τὸν πειράζει καὶ ὁ διάβολος καὶ τὸν ρίχνει στὴν ἀπελπισία: «Γιατί νὰ ἔχης αὐτὸ τὸ πάθος; τοῦ λέει, καὶ γιατί ἔκανες ἐκεῖνο; καὶ πῶς τὸ ἄλλο; Ἄρα δὲν θὰ σωθῆς». Κι ἔτσι μπορεῖ νὰ καταλήξη στὸ ψυχιατρεῖο.


Ὑποστηρικτὴς τῶν παθῶν εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια


– Γέροντα, ὅταν μιὰ ψυχὴ ἀγωνίζεται χρόνια καὶ δὲν βλέπη πρόοδο, τί συμβαίνει;– Ὅταν δὲν βλέπουμε πρόοδο στὸν ἀγώνα μας, σημαίνει ἢ ὅτι δὲν ἔχουμε ἐγρήγορση ἢ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει νὰ προχωρήσουμε περισσότερο, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθοῦμε καὶ βλαφθοῦμε.
– Γέροντα, ὅπως βλέπω τὸν ἑαυτό μου, κάθε μέρα γίνομαι χειρότερη, τί θὰ γίνη;– Κοίταξε, εὐλογημένη, ὑπάρχουν τρία στάδια. Στὸ πρῶτο στάδιο, ὁ Θεὸς δίνει καραμέλες καὶ σοκολάτες, γιατὶ βλέπει τὴν ἀνάγκη καὶ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς. Στὸ δεύτερο, παίρνει λίγο τὴν Χάρη Του γιὰ παιδαγωγία, γιὰ νὰ καταλάβη ὁ ἄνθρωπος ὅτι χωρὶς τὴν βοήθειά Του δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὸ παραμικρό, ὥστε νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ αἰσθανθῆ τὴν ἀνάγκη νὰ καταφύγη σ᾿ Αὐτόν. Καὶ τὸ τρίτο στάδιο εἶναι μιὰ μόνιμη καὶ σταθερὴ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση. Ἐσὺ βρίσκεσαι ἀνάμεσα στὸ δεύτερο καὶ τρίτο στάδιο. Προχωρᾶς λίγο, μετὰ ξεχνᾶς τὴν ἀδυναμία σου, παίρνει ὁ Χριστὸς τὴν Χάρη Του, ἀπογυμνώνεσαι ἀπὸ τὴν θεία Χάρη, βλέπεις ξανὰ τὴν ἀδυναμία σου καὶ συνέρχεσαι. Ἂν μοῦ ἔλεγες ὅτι, ὅσο προχωρᾶς, εἶσαι καλύτερα, θὰ φοβόμουν, γιατὶ θὰ ἔβλεπα ὅτι ἔχεις ὑπερηφάνεια. Τώρα ὅμως ποὺ λὲς ὅτι ὅλο καὶ πιὸ χάλια βλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ἐγὼ χαίρομαι, γιατὶ βλέπω ὅτι εἶσαι καλά. Μὴ φοβᾶσαι. Ὅσο  προχωράει κανείς, τόσο περισσότερο βλέπει τὶς ἐλλείψεις του καὶ τὶς ἀτέλειές του καὶ αὐτὸ εἶναι πρόοδος.– Γέροντα, ὑπάρχει, περίπτωση νὰ μὴ μὲ ἀκούη ὁ Θεός, ὅταν Τοῦ ζητάω νὰ μὲ βοηθήση νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ ἕνα πάθος;– Τί, Βάαλ668 εἶναι ὁ δικός μας ὁ Θεός; Ὁ Θεὸς ἀκούει καὶ μᾶς βοηθάει. Ἴσως νὰ μὴ νιώθης τὴν βοήθειά Του· αἰτία ὅμως δὲν εἶναι ὁ Θεός, ἀλλὰ ἐσὺ ἡ ἴδια ποὺ διώχνεις τὴν βοήθειά Του μὲ τὴν ὑπερηφάνεια.
Ἂν δὲν ὑπάρχη κίνδυνος νὰ τὸ πάρουμε ἐπάνω μας καὶ νὰ ὑπερηφανευθοῦμε, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ βοηθήση ὁ Θεός. Ὁ Καλὸς Θεὸς θέλει νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας, ἀλλά, ἂν ἔχουμε ὑπερηφάνεια ἢ προδιάθεση ὑπερηφανείας, δὲν μᾶς βοηθάει νὰ ἀπαλλαγοῦμε, γιατὶ θὰ νομίζουμε ὅτι τὸ κατορθώσαμε χωρὶς τὴν δική Του βοήθεια.
Γι᾿ αὐτό, ὅταν παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά μας νὰ μᾶς βοηθήσηνὰ   ἀπαλλαγοῦμε   ἀπὸ   ἕνα   πάθος   καὶ   δὲν   μᾶς   βοηθάη,   πρέπει   ἀμέσως   νὰ καταλάβουμε ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος κρύβεται ἄλλο μεγαλύτερο, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν βλέπουμε τὴν ὑπερηφάνεια, ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ παραμένη τὸ πάθος ποὺ βλέπουμε, π.χ. ἡ γαστριμαργία, ἡ φλυαρία, ὁ θυμὸς κ.λπ., γιὰ νὰ ταπεινωνώμαστε. Ὅταν σιχαθοῦμε πιὰ τὰ πάθη μας ἀπὸ τὶς συνεχεῖς πτώσεις μας, γνωρίσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ ταπεινωθοῦμε, τότε μᾶς βοηθάει ὁ Θεὸς καὶ ἀνεβαίνουμε δύο-δύο τὰ πνευματικὰ σκαλιά.


Τὰ πάθη ξερριζώνονται εὔκολα, ὅσο εἶναι «τρυφερὰ»


– Γέροντα, βλέπω ὅτι ἔχω πολλὰ πάθη.– Ναί, ἔχεις πολλὰ πάθη, ἀλλὰ καὶ νειάτα ἔχεις καὶ παλληκαριὰ ἔχεις, γιὰ νὰ δουλέψης καὶ νὰ βγάλης ἀπὸ τὸ περιβόλι σου τὰ ἀγκάθια καὶ νὰ βάλης κρίνα, ζουμπούλια, τριαντάφυλλα καὶ νὰ ἀγάλλεσαι μετὰ μέσα στὸ περιβόλι σου. Τώρα ποὺ εἶσαι νέα, τὰ πάθη εἶναι «τρυφερὰ» καὶ εὔκολα ξερριζώνονται. Βλέπεις, καὶ τὰ ἀγριόχορτα      καὶ   ἀγκάθια   νὰ   εἶναι   –,   ὅταν   εἶναι   ἀκόμη   τρυφερά,   εὔκολα
ξερριζώνονται· ἐνῶ, ὅταν μεγαλώσουν, σκληραίνουν καὶ δύσκολα μπορεῖς νὰ τὰ πιάσης, γιὰ νὰ τὰ ξερριζώσης. Καὶ ἡ τσουκνίδα, ὅταν βγάζη τὰ πρῶτα φύλλα, δὲν διαφέρει στὴν ἁπαλάδα ἀπὸ τὸν βασιλικό· μπορεῖς νὰ τὴν πιάσης καὶ νὰ τὴν μυρίσης, γιατὶ εἶναι τρυφερή. Γι᾿ αὐτὸ νὰ προσπαθήσης νὰ ξερριζώσης τὰ πάθη σου, ὅσο εἶσαι νέα, γιατί, ἂν τὰ ἀφήσης, θὰ αἰχμαλωτισθῆ ἡ ψυχή σου σὲ διάφορες ἐπιθυμίες καὶ θὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ αὐτές.
Ὅσοι   ἀπὸ   νέοι   δὲν   ξερριζώνουν   τὰ   πάθη   τους,   ὑποφέρουν   πολὺ   στὰ γεράματα, διότι γερνᾶνε μὲ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα γίνονται «παλιὰ κακὰ» δυσκολοθεράπευτα. Ὅσο μεγαλώνει ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει νὰ ἀγαπᾶ τὰ πάθη του. Ἔρχεται ἡ ἡλικία τῆς ἀγάπης, τῆς στοργῆς καὶ γίνεται πιὸ ἐπιεικὴς στὸν ἑαυτό του. Ἐξασθενεῖ καὶ ἡ θέληση, καὶ ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν γίνεται πιὸ δύσκολος. Ὁ νέος ἔχει ζωντάνια· ἐὰν ἀξιοποιήση αὐτὴν τὴν ζωντάνια στὸ ξερρίζωμα τῶν παθῶν, προκόβει.


Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη


– Γέροντα, γιατί πέφτω συνέχεια στὴν γαστριμαργία; –  Γιατὶ  ἐκεῖ  ἔχεις  ἀδυναμία.    διάβολος  πολεμάει  τὸ  φυλάκιο  ποὺ  εἶναι ἀδύνατο· τὰ ἄλλα ποὺ εἶναι ὀχυρωμένα καλὰ δὲν τὰ χτυπάει. «Ἂν καταλάβω αὐτὸ τὸ φυλάκιο, λέει, εὔκολα θὰ καταλάβω ἕνα-ἕνα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα φυλάκια». Γι᾿ αὐτό, τὸ ἀδύνατο φυλάκιο πρέπει νὰ ὀχυρώσης καλά.
– Γέροντα, πελαγώνω, ὅταν βλέπω τὰ πάθη μου.– Νὰ μὴν πελαγώνης οὔτε νὰ δειλιάζης. Μὲ θάρρος νὰ παίρνης ἕνα–ἕνα τὰ πάθη σου, ἀρχίζοντας τὸν ἀγώνα σου ἀπὸ τὸ πιὸ μεγάλο. Στὴν ἀρχὴ βοηθάει νὰ μὴν τὰ λεπτολογῆς, ἀλλὰ νὰ χτυπᾶς καὶ νὰ ξερριζώνης τὰ πιὸ χοντρὰ ποὺ βλέπεις. Καὶ καθὼς θὰ ἀχρηστεύωνται οἱ ρίζες τῶν μεγάλων παθῶν, θὰ ξεραίνωνται καὶ οἱ λεπτὲς ρίζες ἀπὸ τὰ μικρότερα πάθη. Ἑπομένως, ὅταν ξερριζώσης ἕνα μεγάλο πάθος, μαζὶ μὲ αὐτὸ θὰ ξερριζωθοῦν καὶ ἄλλα μικρότερα.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ παίρνω πολλὲς ἀποφάσεις νὰ ἀγωνισθῶ μὲ ζῆλο κατὰ τῶν παθῶν μου, τελικὰ δὲν τὶς πραγματοποιῶ;– Γιατὶ παίρνεις πολλὲς ἀποφάσεις μαζί. Τὰ πάθη, ὅπως καὶ οἱ ἀρετές, ἀποτελοῦν μιὰ ἁλυσίδα. Τὸ ἕνα πάθος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὸ ἄλλο καὶ ἡ μία ἀρετὴ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἄλλη, ὅπως τὰ βαγόνια τοῦ τραίνου εἶναι ἑνωμένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ ὅλα ἀκολουθοῦν τὸ πρῶτο. Ἂν λοιπὸν ἀποφασίσης νὰ ἀγωνισθῆς γιὰ ἀρκετὸ διάστημα, γιὰ νὰ κόψης ἕνα συγκεκριμένο πάθος καὶ νὰ καλλιεργήσης τὴν ἀντίστοιχη ἀρετή, θὰ τὸ πετύχης. Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸ τὸ πάθος ποὺ θὰ κόψης, θὰ ἀπαλλαγῆς καὶ ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ θὰ ἀναπτυχθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἀρετές. Ἂς ποῦμε ὅτι ζηλεύεις· ἂν ἀγωνισθῆς νὰ μὴ ζηλεύης, θὰ καλλιεργήσης τὴν ἀγάπη, τὴν καλωσύνη, καὶ συγχρόνως θὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν θυμό, ἀπὸ τὴν κατάκριση, ἀπὸ τὴν κακία, ἀπὸ τὴν λύπη.
– Γέροντα, ἕνα πάθος ἢ μία κακὴ συνήθεια εἶναι καλύτερα νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω ἢ σιγὰ-σιγά; – Ἂν μπορῆς νὰ τὰ κόψης μιὰ καὶ ἔξω, εἶναι καλύτερα, γιατὶ διαφορετικὰ ἀφήνουν... δέκατα. Δὲν χρειάζεται καθυστέρηση. Ὅταν περνάη κανεὶς ἕνα ποτάμι, ἰδίως χειμώνα καιρό, προσπαθεῖ νὰ τὸ περάση ὅσο πιὸ γρήγορα μπορεῖ, γιατὶ θὰ
παγώση. Ἂν τὸ περάση γρήγορα, μέχρι νὰ κρυώση, θὰ ζεσταθῆ πάλι. Βλέπεις, καὶ τὰ ἄλογα, ὅταν τὰ δένουν, ἂν θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, κόβουν τὸ σχοινὶ ἀπότομα. Μὲ τὸν πειρασμὸ θέλει ἀπότομα κόψιμο τὸ σχοινί.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει: «Ἀπάθεια εἶναι, ὄχι τὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται κανεὶς τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ δέχεται αὐτά»669. Μπορεῖ καὶ ὁ ἀπαθὴς νὰ ἔχη προσβολὴ ἀπὸ πάθη; – Μπορεῖ· ἀλλά, ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πετάξη ὁ διάβολος, καίγεται ἀπὸ τὴν θεία φλόγα ποὺ ἔχει ἀνάψει μέσα του. Ὁ διάβολος δὲν παύει νὰ προσβάλλη τὸν ἄνθρωπο, ἀλλά,  ὅταν    ἄνθρωπος  δὲν  δέχεται  τὶς  προσβολὲς  τοῦ  ἐχθροῦ,  τότε  καθαρίζει  ἡ καρδιά  του  καὶ  κατοικεῖ  πιὰ  μέσα  του    Χριστός.    καρδιά  του  μετατρέπεται  σὲ καμίνι, σὲ «βάτο καιομένη»670, καί, ὅ,τι καὶ ἂν πέση μετὰ μέσα, καίγεται.


Ἀξίζει νὰ πεθάνουμε ἡρωικά, παρὰ νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη


– Γέροντα, μόνον ἡ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ φθάνει γιὰ νὰ μᾶς παρακινήση στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν; – Μόνον ἡ εὐγνωμοσύνη στὸν Θεὸ δὲν φθάνει· χρειάζεται καὶ καλὴ διάθεση, ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητός μας καὶ φιλότιμη ἄσκηση.
– Γέροντα, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου βοηθάει στὴν ἐσωτερικὴ ἐργασία;–  Ναί,  πολὺ βοηθάει.  Ἂν  ἔχουμε μνήμη θανάτου  μὲ ἐλπίδα  στὸν  Θεό,  θὰ γνωρίσουμε τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ θὰ βοηθηθοῦμε πνευματικά. Γι᾿ αὐτὸ νὰ φέρνουμε στὸν νοῦ μας τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ξεχνοῦμε ὅτι θὰ κριθοῦμε γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ κάναμε καὶ δὲν μετανοήσαμε. «Τί κάνω; Πῶς ζῶ μὲ τόση ἀμέλεια; νὰ σκεφθῶ. Ἂν πεθάνω αὐτὴν τὴν στιγμή, ποῦ θὰ πάω; Μήπως ἔκανα κανένα συμβόλαιο μὲ τὸν θάνατο; Πεθαίνουν καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι». Ἂν σκέφτωμαι ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ σὲ λίγο νὰ μὲ πάρη, τότε δὲν θὰ ἁμαρτάνω.
Γιὰ νὰ πεθάνουν τὰ πάθη, πρέπει νὰ σκεφτώμαστε τὸν θάνατο, τὴν μέλλουσα Κρίση, καὶ νὰ πάθουμε κι ἐμεῖς ἀπὸ φιλότιμο γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ πολλὰ ἔπαθε, γιὰ νὰ μᾶς λυτρώση. Ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν παθῶν εἶναι ἕνα διηνεκὲς γλυκὸ μαρτύριο γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀξίζει νὰ πεθάνουμε ἡρωικά, παρὰ νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ πληγώσουμε τὸν Χριστό.
– Στρυμώχνομαι, Γέροντα, στὸν ἀγώνα μου.– Ἕνα ἀγκαθάκι βγάζεις ἀπὸ τὸ δάκτυλό σου καὶ πονᾶς, πόσο μᾶλλον νὰ ξερριζώσης ἀπὸ μέσα σου ἕνα πάθος! Ὕστερα νὰ ξέρης ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καταβάλλη προσπάθεια νὰ κόψη ἕνα πάθος του, τότε ὁ πειρασμὸς βάζει ἐμπόδια καὶ στρυμώχνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅπως στρυμώχνεται καὶ ὁ δαιμονισμένος, ὅταν τοῦ διαβάζουν ἐξορκισμούς, γιατὶ γίνεται ἀγώνας, παλεύει μὲ τὸν διάβολο· ἔπειτα ὅμως ἐλευθερώνεται. Τὸ καθάρισμα τοῦ ἑαυτοῦ μας δὲν γίνεται χωρὶς κόπο, πατώντας κουμπιά. Δὲν κόβονται ἀμέσως τὰ πάθη, ὅπως καὶ ὁ κορμὸς τοῦ δένδρου δὲν κόβεται ἀμέσως μὲ μιὰ πριονιά. Τὸ πριόνι κόβει γιὰ πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ κοπῆ πέρα-πέρα ὁ κορμός. Καὶ δὲν τελειώνει ἐδῶ ἡ δουλειά. Γιὰ νὰ γίνη ὁ κορμὸς ἔπιπλο, πόσος κόπος χρειάζεται! Πρέπει πρῶτα νὰ πελεκηθῆ, νὰ γίνη σανίδες καὶ μετὰ νὰ τὶς πάρη ὁ ἐπιπλοποιός, γιὰ νὰ τὶς κάνη χρήσιμο ἔπιπλο.– Κι ἂν, Γέροντα, δὲν καταλαβαίνω ὅτι αὐτὸς ὁ κόπος εἶναι ἀπαραίτητος;– Τότε θὰ μείνης κούτσουρο καὶ θὰ σὲ ρίξουν στὴν φωτιά.


Πρέπει νὰ σπείρουμε, γιὰ νὰ δώση ὁ Θεὸς


– Γέροντα, κάθε μέρα λέω: «Ἀπὸ αὔριο θὰ προσέχω, θὰ διορθωθῶ», ἀλλὰ καὶ πάλι πέφτω στὰ ἴδια. – Νὰ βάζης τὸν Θεὸ μπροστά· νὰ λές: «μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσπαθήσω νὰ διορθωθῶ», ὥστε νὰ βοηθήση ὁ Θεός. Τὸ ὅτι θέλεις νὰ διορθωθῆς, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δέχεσαι βοήθεια. Ζητᾶς καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σὲ βοηθήση καὶ ρίχνει ὁ Θεὸς τὸ βλέμμα Του ἐπάνω σου. Κάνεις καὶ τὴν μικρή σου προσπάθεια καὶ προχωρεῖς. Ποιός, ὅταν δῆ ἕνα μικρὸ παιδάκι νὰ προσπαθῆ μὲ τὰ χεράκια του νὰ κυλήση μιὰ κοτρώνα, δὲν θὰ τρέξη νὰ τὸ βοηθήση, γιὰ νὰ μὴν παιδεύεται; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός, ὅταν δῆ τὴν μικρή σου προσπάθεια, θὰ σὲ βοηθήση νὰ νικήσης.
Μερικοί,  ἐνῶ  δὲν  καταβάλλουν  καμμιὰ  προσπάθεια  νὰ  διορθωθοῦν,  λένε: «Χριστέ μου, ἔχω αὐτὰ τὰ πάθη. Ἐσύ, μπορεῖς νὰ μὲ ἀπαλλάξης· ἀπάλλαξέ με». Ἔ, πῶς  νὰ  βοηθήση  τότε    Θεός;  Γιὰ  νὰ  βοηθήση    Θεός,  πρέπει  νὰ  καταβάλη  ὁ ἄνθρωπος τὴν προσπάθεια ποὺ μπορεῖ. Δηλαδὴ εἶναι μερικὰ πράγματα ποὺ πρέπει νὰ κάνη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ βοηθήση μετὰ ὁ Θεός. Σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν βοηθιέται, ἂν δὲν θέλη νὰ βοηθήση ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
Ἐμεῖς μερικὲς φορὲς πᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν Χάρη καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν μαγικὸ τρόπο. Νομίζουμε πὼς χωρὶς ἀγώνα θὰ ἀποκτήσουμε μιὰ ἀρετὴ ἢ ἀκόμη καὶ θὰ ἁγιάσουμε. Γιὰ νὰ δώση ὅμως ὁ Θεός, πρέπει νὰ σπείρουμε. Πῶς θὰ δώση ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ ἐργασθοῦμε; Τί λέει τὸ τροπάριο; «Τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας»671. Ὁ Θεὸς ρίχνει-ρίχνει βροχή, μαλακώνει τὸ χῶμα, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ «γεωργήσουμε» τὸ χωράφι μας. Τὸ χῶμα εἶναι ἕτοιμο, ἀλλὰ πρέπει νὰ βάλουμε τὸ ὑνὶ στὸ χωράφι καὶ νὰ τὸ σπείρουμε· καὶ ὅ,τι σπείρουμε, θὰ θερίσουμε. Ἂν ὅμως δὲν ὀργώσουμε, πῶς θὰ σπείρουμε; Κι ἂν δὲν σπείρουμε, τί θὰ θερίσουμε;
Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴ ρωτᾶτε μόνον τί μπορεῖ νὰ κάνη ὁ Θεός, ἀλλὰ νὰ ρωτᾶτε καὶ τὸν ἑαυτό σας τί μπορεῖτε νὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Ἡ τράπεζα τοῦ Χριστοῦ δίνει πολὺ μεγάλο τόκο. Ἀλλά, ἂν δὲν κάναμε κατάθεση στὴν τράπεζα, πῶς θὰ κάνουμε ἀνάληψη;


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

664 Ψαλμ. 50, 14.
665  Ὁ Γέροντας μὲ ἁπλὸ τρόπο ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς «κακὸν οὔτε πεποίηκεν οὔτε δεδημιούργηκεν» (Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚϚ´, μέρος Β´, μα´).  ῾Επομένως,  ὅπως  λέει    Ἅγ.  Νικόδημος    Ἁγιορείτης,  οὔτε  πάθη  «ἔκτισεν  ἐν  τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ἀλλὰ ἐκ τῆς ἀμελείας τῆς ἐδικῆς μας παρὰ φύσιν ἐμβῆκαν εἰς αὐτήν». (Νέα
Κλῖμαξ,  ἐκδ.  Σωτ.  Σχοινᾶ,  Βόλος  1956,  σ.  152).  Τὰ  πάθη  κατὰ  τοὺς  Ἁγίους  Πατέρες
προέρχονται ἀπὸ τὴν «παρὰ φύσιν» χρήση τῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος ἢ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ὅταν ἡ «παρὰ φύσιν» αὐτὴ χρήση χρονίση, γίνεται κακὴ ἕξη καὶ χρειάζεται πολὺς ἀγώνας γιὰ νὰ ξερριζωθῆ.
666 Βλ. Λουκιανοῦ, Νεκρικοὶ διάλογοι, Διάλογος Β´.
667 Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος κβ´, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1981, σ. 68.
668 Βλ. Γ´ Βασ. 18, 26.
669  Βλ. Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Οἱ Ἀσκητικοὶ Λόγοι, Λόγος ΠΑ´, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι1961, σ. 273.
670 Βλ. Ἔξ. 3, 2-3
671 Ἀπὸ τὸ Ἀπολυτίκιο τῶν Ὁσίων: «Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς».




ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΦΙΛΑΥΤΙΑ Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ


«Ὅποιος ἔχει φιλαυτία,  δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ἀνάπαυση, εἰρήνη ψυχῆς, γιατὶ δὲν εἶναι ἐσωτερικὰ ἐλεύθερος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - Ἡ φιλαυτία καὶ οἱ συνέπειές της


Ἀπὸ τὴν φιλαυτία γεννιοῦνται ὅλα τὰ πάθη


– Γέροντα, τί εἶναι φιλαυτία; – Τὸ νὰ κάνης τὰ χατίρια τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου, νὰ ἀγαπᾶς δηλαδὴ τὸν παλαιό σου ἄνθρωπο. Καὶ ἡ γαστριμαργία καὶ ὁ ἐγωισμὸς καὶ τὸ πεῖσμα καὶ ἡ ζήλεια πρακτορεῖο τους ἔχουν τὴν φιλαυτία. Καὶ  βλέπεις, ἄλλος ἀπὸ  φιλαυτία ζητάει τὸ βόλεμά του, τὴν ἀνάπαυσή του, καὶ δὲν λογαριάζει κανέναν. Ἄλλος φροντίζει σχολαστικὰ γιὰ τὸ φαγητό του, γιὰ τὸν ὕπνο του, μὴν τυχὸν καὶ πάθη τίποτε ἡ ὑγεία του. Ἄλλος ζητᾶ νὰ τὸν ὑπολογίζουν, νὰ τὸν ἐκτιμοῦν· λίγο νὰ μὴν τοῦ δώσουν σημασία,  νὰ  μὴν  κάνουν  τὸ  θέλημά  του,  ἀντιδράει.  Σοῦ  λέει:  «Γιατί  δὲν  μὲ ὑπολόγισαν; Θὰ τοὺς δείξω ἐγώ». Πὰ-πά, φοβερὸ πράγμα ἡ φιλαυτία!
  Γέροντα,  πῶς  μπορεῖ  νὰ  λέη  κανείς:  «Ἕνεκά  σου  θανατούμεθα  ὅλην  τὴν ἡμέραν»1; – Ἂν θυσιάζη τὸ θέλημά του γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου. Τὸ θέλημα ἔχει τὸν ἑαυτό μας μέσα, ἔχει φιλαυτία. Ὅποιος δὲν ἐξετάζει ἂν αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει τὸν ἑαυτό του ἀναπαύη καὶ τὸν ἄλλον καὶ ἀρχίζει μὲ μιὰ ἀπαίτηση: «θέλω ἐκεῖνο, θέλω τὸ ἄλλο» ἢ
«γιατί δὲν μοῦ τὸ ἔκανες ἐκεῖνο, γιατί δὲν μοῦ ἔδωσες τὸ ἄλλο;», αὐτὸς τελικὰ θὰ κανοναρχῆται ἀπὸ τὸν διάβολο. – Μερικοί, Γέροντα, ὅταν δὲν γίνεται αὐτὸ ποὺ θέλουν, δὲν μποροῦν νὰ ἡσυχάσουν.
– Πῶς νὰ ἡσυχάσουν, ἀφοῦ ἔχουν τὸν ἑαυτό τους μέσα σ᾿ αὐτὸ ποὺ θέλουν; Ἂν κανεὶς ἔχη τὸν ἑαυτό του σὲ ὅ,τι θέλει, μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ τὸν Χριστό; Ὅταν ὅμως δὲν ἔχη τὸν ἑαυτό του καὶ ἔχη τὸ ἕνα, τὸ κυριώτερο, δηλαδὴ τὸν Χριστό, τότε τὰ ἔχει ὅλα. Ὅταν δὲν ἔχη τὸν Χριστό, τίποτε δὲν ἔχει. Ἂν ὁ ἄνθρωπος πετάξη τὸν ἑαυτό του, ὁ Θεὸς τοῦ τὰ δίνει ὅλα κατὰ τρόπο θαυμαστό.
– Γέροντα, ἐγώ, ὅταν μᾶς μιλᾶτε γιὰ τὸ πέταμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, αἰσθάνομαι ἕναν φόβο, μήπως δὲν ἀντέξω.– Ἔ, τί πάθαμε! Εἶναι σὰν νὰ λές: «Ἂν πετάξω τὰ πάθη, τί θὰ ἔχω μετά;». Γιατί,ὅταν λέω νὰ πετάξουμε τὸν ἑαυτό μας, ἐννοῶ νὰ πετάξουμε τὰ πάθη μας, νὰ ἀπεκδυθοῦμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο. Γιὰ τὸν μεγάλο ποὺ ἔχει ἐπίγνωση εἶναι λιγάκι βαρὺ νὰ πῆ: «Δὲν μπορῶ νὰ πετάξω τὸν ἑαυτό μου». Ἂν σοῦ ποῦν: «πάρε τὸ βαριὸ καὶ γκρέμισε αὐτὸν τὸν τοῖχο» κι ἐσὺ εἶσαι μαθημένη μὲ τὴν πέννα, δικαιολογεῖται νὰ πῆς «δὲν μπορῶ». Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δὲν χρειάζονται δυνάμεις σωματικές· ταπείνωση χρειάζεται.


Ἀπὸ τὸ ἄνοστο νὰ γεύεσθε Χριστὸ


Φιλαυτία εἶναι καὶ ἡ ἐπιθυμία νὰ φάη ἢ νὰ ξεκουρασθῆ κανεὶς παραπάνω ἀπὸ ὅσο τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο. Κανονικὰ πρέπει νὰ δίνουμε στὸ σῶμα μόνον αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἄλλο ἐπιθυμία καὶ ἄλλο ἀνάγκη. Ἄλλο εἶναι νὰ θέλω νὰ εὐχαριστήσω τὸ σῶμα καὶ ἄλλο νὰ δώσω στὸ σῶμα αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἔχω
μπροστά μου δύο φαγητὰ ἴδια σὲ βιταμίνες, ἀλλὰ τὸ ἕνα εἶναι πιὸ νόστιμο ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἂν προτιμήσω τὸ νοστιμότερο, αὐτὸ  ἔχει φιλαυτία. Ἂν  ὅμως ἔχω ἀνορεξία, ἐπειδὴ εἶμαι φιλάσθενος, καὶ προτιμήσω τὸ νοστιμότερο, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ τὸ φάω, αὐτὸ ἔχει διάκριση.
Μπορεῖ τὸ σῶμα, ὁ «κακὸς τελώνης»2, ὅπως τὸ λέει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, νὰ ζητάη παραπάνω, γιατὶ καὶ ὁ ὀργανισμὸς εἶναι ὅπως τὸν συνηθίση κανείς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη τὸ στομάχι περιορισμένο, τότε εὔκολα μπορεῖ νὰ κάνη μιὰ ἐγκράτεια· διαφορετικὰ γίνεται δοῦλος στὸ στομάχι του, γιατὶ καὶ τὸ στομάχι μετὰ ἔχει ἀνάγκη νὰ γεμίζη. Νά, πάρε ἕναν ποὺ εἶναι πολὺ χονδρός· αὐτός, τόση ἀποθήκη ποὺ ἔχει κάνει, θέλει νὰ βάλη τοὐλάχιστον μισὸ μοσχάρι μέσα, γιὰ νὰ χορτάση, καὶ νὰ πιῆ μετὰ καὶ δυὸ μπετόνια νερό!
  Παλιά, Γέροντα,  οἱ ἄνθρωποι  εἶχαν  πιὸ δυνατὸ ὀργανισμὸ  ἢ βίαζαν  τὸν ἑαυτό τους; – Εἶχαν φυσικὰ καὶ λίγο πιὸ δυνατὸ ὀργανισμό, ἀλλὰ βίαζαν καὶ τὸν ἑαυτό τους. Ὁ Χατζη-Γεώργης στὰ καλογέρια του ἔδινε κάθε μέρα λίγο μέλι καὶ καρύδια3. Καὶ   ἦταν   παιδιὰ   δεκαπέντε   χρονῶν,   πάνω   στὴν   ἀνάπτυξη,   ἀλλὰ   εἶχαν   τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη! Σήμερα μπαίνει μιὰ κοσμικὴ λογική: «νὰ μὴ νηστέψουν τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴν ἀρρωστήσουν, νὰ μὴ λείψη τίποτε ἀπὸ τὰ παιδιά, γιὰ νὰ μὴ δυσκολευθοῦν», καὶ τελικὰ ζοῦν κακομοιριασμένα καὶ θέλουν μπριζόλες συνέχεια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ πάλι δὲν τὰ βοηθάει σὲ τίποτε.
Ἂν χαίρεται κανείς, ὅταν δὲν τρώη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε τρέφεται. Ἂν προτιμάη τὸ ἄνοστο ἀπὸ τὸ νόστιμο γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ἀπὸ τὸ ἄνοστο γεύεται Χριστό.


Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας νικᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μας


– Γέροντα, σήμερα ἕνα γεροντάκι δυσκολευόταν νὰ ἀνεβῆ τὶς σκάλες τῆς ἐκκλησίας καί, ἐνῶ περνοῦσαν πολλοὶ ἀπὸ ᾿κεῖ, κανένας δὲν πήγαινε νὰ τὸ βοηθήση. –  «Καὶ  ἱερεὺς  ἰδὼν  αὐτὸν  ἀντιπαρῆλθε...  καὶ  λευΐτης  ἰδὼν  αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν»4. Ἔχουν δίκαιο... Δὲν ξέρουν..., δὲν ἄκουσαν ποτὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη!... Τί νὰ πῶ; Ἀγαπᾶμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας νικᾶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον μας, γι᾿ αὐτὸ κινούμαστε ἔτσι. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ τὸν ἑαυτό του περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲν ζῆ σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ Χριστός, ἂν σκεφτόταν τὸν Ἑαυτό Του, θὰ καθόταν στὸν Οὐρανό· δὲν θὰ ἐρχόταν στὴν γῆ νὰ ταλαιπωρηθῆ, νὰ σταυρωθῆ, γιὰ νὰ μᾶς σώση.
Σήμερα, λίγο-πολύ, στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους ὑπάρχει φιλαυτία· δὲν ὑπάρχει τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἔχει μπῆ τὸ πνεῦμα: «νὰ μὴν πάθω ἐγὼ κακό». Ξέρετεπόσο πονάω, ὅταν βλέπω τί κόσμος ὑπάρχει!... Τώρα ποὺ ἤμουν στὸ Νοσοκομεῖο5, μιὰ μέρα χρειάσθηκε νὰ σηκώσουν ἕναν ἄρρωστο κατάκοιτο, γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν σὲ ἄλλο θάλαμο. Ἦταν ἕνας νοσοκόμος πού, ἐνῶ αὐτὴ ἦταν ἡ δουλειά του, δὲν πῆγε νὰ βοηθήση καθόλου. «Δὲν μπορῶ, μοῦ πονάει ἡ μέση», εἶπε μὲ μιὰ ἀδιαφορία! Πὰ-πά, βλέπεις ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο! Καὶ νὰ δῆς, μιὰ νοσοκόμα, ποὺ εἶχε δύο παιδάκια καὶ περίμενε καὶ τρίτο, ζορίστηκε ἡ καημένη μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη καὶ τὸν σήκωσαν. Τὸν ἑαυτό της δὲν τὸν σκέφθηκε καθόλου. Ξέχασε ὅτι ἦταν σὲ τέτοια κατάσταση κι ἔτρεξε νὰ βοηθήση τὸν ἄρρωστο! Ὅταν βλέπω ἕναν ἄνθρωπο νὰ δυσκολεύεται, νὰ μὴν ἔχη κουράγιο καὶ νὰ γίνεται θυσία, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήση τοὺς ἄλλους, ξέρετε τί χαρὰ μοῦ δίνει; Ὤ, μεγάλη χαρά! Ἡ καρδιά μου σκιρτάει. Νιώθω νὰ ἔχω συγγένεια μαζί του, γιατὶ καὶ αὐτὸς ἔχει συγγένεια μὲ τὸν Θεό.


Τσιμέντο νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι!


– Γέροντα, σήμερα, ἐνῶ πολὺς κόσμος περίμενε νὰ σᾶς δῆ, κάποιος νεαρὸς δὲν περίμενε στὴν σειρά του· τοὺς προσπέρασε ὅλους. – Ναί, ἦρθε καὶ μοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ σὲ δῶ. Πῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὲν σὲ βρῆκα καὶ ἦρθα ἐδῶ». «Καλά, τοῦ λέω, δὲν βλέπεις τί κόσμος περιμένει; νὰ σταματήσουν ὅλοι, γιὰ νὰ ἀσχοληθῶ τώρα μ᾿ ἐσένα;». «Ναί, Πάτερ», μοῦ λέει. Ἀκοῦς κουβέντα; Καὶ νὰ εἶναι οἱ ἄλλοι στὶς σκάλες ὄρθιοι, στρυμωγμένοι, μεγάλοι, ἄρρωστοι, γυναῖκες μὲ μικρὰ παιδιά...,  κι  ἐκεῖνος νὰ ἐπιμένη.  Καὶ  δὲν ἦταν  ὅτι  εἶχε κανένα σοβαρὸ θέμα· χαζομάρες ἦταν αὐτὰ ποὺ ἤθελε νὰ μοῦ πῆ. Κατάλαβες; Τσιμέντο νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι!
Νὰ  σκεφθῆτε,  ἔρχονται  μερικοὶ  καὶ  μοῦ  λένε:  «Πάτερ,  σήμερα  νὰ  κάνης προσευχὴ μόνο γιὰ μένα, γιὰ κανέναν ἄλλον». Τέτοια ἀπαίτηση! Εἶναι σὰν νὰ λένε: «Μ᾿ αὐτὴν τὴν ἁμαξοστοιχία θὰ ταξιδέψω μόνον ἐγώ· νὰ μὴν μπῆ μέσα κανένας
ἄλλος». Ἀφοῦ πάει καὶ πάει τὸ τραῖνο, γιατί νὰ μὴν μποῦν καὶ ἄλλοι μέσα; – Γέροντα, ποιό νόημα ἔχει αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Ὃς ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν»6; – Ἐννοεῖ νὰ «ἀπολέσῃ» ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωή του, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια. Νὰ μὴν ὑπολογίζη τὴν ζωή του, νὰ θυσιάζη τὴν ζωή του γιὰ τὸν ἄλλον. «Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»7, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅλη ἡ βάση στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἐδῶ εἶναι: νὰ ξεχνάω τὸν ἑαυτό μου μὲ τὴν καλὴ ἔννοια καὶ νὰ σκέφτωμαι τὸν ἄλλον, νὰ συμμετέχω στὸν πόνο, στὴν δυσκολία τοῦ ἄλλου. Νὰ μὴν κοιτάζω πῶς νὰ ξεφύγω τὴν δυσκολία, ἀλλὰ πῶς νὰ βοηθήσω τὸν ἄλλον, πῶς νὰ τὸν ἀναπαύσω.– Πῶς θὰ καταλαβαίνω, Γέροντα, τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ τὸ κάνω; – Ἂν ἔρχεσαι στὴν θέση τοῦ ἄλλου, τότε θὰ καταλαβαίνης τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον. Ἂν ὅμως μένης κλεισμένη στὸ καβούκι σου, πῶς θὰ καταλάβης τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον; Στὴν ἐποχή μας οἱ πιὸ πολλοὶ κοιτάζουν πῶς νὰ πάρουν τὴν θέση τοῦ ἄλλου καὶ ὄχι πῶς νὰ ἔρθουν στὴν θέση τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ τὸν καταλάβουν. Παρατηρῶ καμμιὰ φορὰ πὼς μερικοί, ἀκόμη καὶ ὅταν πᾶνε νὰ κοινωνήσουν, δὲν περιμένουν στὴν σειρά τους. Καθένας λέει: «ἐγὼ ἔχω δουλειὰ καὶ βιάζομαι» καὶ δὲν σκέφτεται:
«ἄραγε εἶμαι ἄξιος νὰ κοινωνήσω;» ἢ «μήπως ὁ ἄλλος εἶναι πιὸ βιαστικὸς ἀπὸ μένα;». Τίποτε! κοινωνοῦν καὶ φεύγουν. Ἐδῶ, ἀκόμη καὶ νὰ στερηθῆς τὴν Θεία Κοινωνία γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου, πρέπει νὰ χαίρεσαι. Κι ἂν ὁ ἱερεὺς ἔχη μία μόνο μερίδα, μόνον ἕναν μαργαρίτη, καὶ βρεθῆ κάποιος ἄρρωστος ποὺ εἶναι ἑτοιμοθάνατος καὶ χρειάζεται νὰ κοινωνήση, τότε πρέπει νὰ χαρῆς ποὺ δὲν θὰ κοινωνήσης ἐσύ, γιὰ νὰ κοινωνήση ὁ ἄρρωστος. Αὐτὸ θέλει ὁ Χριστός. Ἔτσι ἔρχεται ὁ Χριστὸς μέσα στὴν καρδιὰ καὶ πλημμυρίζει κανεὶς ἀπὸ χαρά.


Τὸ βάσανο τοῦ βολέματος


– Γέροντα, μὲ δυσκολεύει μιὰ ἀδελφή.
– Ξέρεις τί γίνεται; Πολλοὶ βλέπουν σὲ τί τοὺς δυσκολεύουν οἱ ἄλλοι, καὶ ὄχι σὲ τί δυσκολεύουν ἐκεῖνοι τοὺς ἄλλους. Ἀπαιτήσεις ἔχουν μόνον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Ἡ λογικὴ ὅμως τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νὰ ἐξετάζης σὲ τί δυσκολεύεις ἐσὺ τοὺς ἄλλους καὶ ὄχι σὲ τί σὲ δυσκολεύουν οἱ ἄλλοι· νὰ βλέπης τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον καὶ ὄχι τί ἀναπαύει ἐσένα. Γιὰ ἀνάπαυση ἤρθαμε σὲ αὐτὴν τὴν ζωή; γιὰ βόλεμα; Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν ἤρθαμε γιὰ νὰ καλοπεράσουμε· ἤρθαμε νὰ ξεσκονισθοῦμε καὶ νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ τὴν ἄλλη ζωή.
Ἂν σκεφτώμαστε μόνον τὸν ἑαυτό μας καὶ κάνουμε μόνον αὐτὸ ποὺ ἀναπαύει ἐμᾶς, θέλουμε μετὰ νὰ μᾶς σκέφτωνται οἱ ἄλλοι, θέλουμε ὅλοι νὰ μᾶς ἐξυπηρετοῦν, θέλουμε ὅλοι νὰ μᾶς βοηθοῦν..., συνέχεια δηλαδὴ  θέλουμε, καὶ καταλήγουμε στὸ βόλεμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. «Ἐμένα ἔτσι μὲ βολεύει» ὁ ἕνας, «ἐμένα ἀλλιῶς μὲ βολεύει» ὁ ἄλλος, καὶ τελικὰ ὁ καθένας ἀναπαύεται σ᾿ αὐτὸ ποὺ τὸν βολεύει, ἀλλὰ ἀνάπαυση δὲν βρίσκει, γιατὶ ἡ πραγματικὴ ἀνάπαυση ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου.
Στὴν Κατοχή, τὸ 1941, ἐπειδὴ οἱ Γερμανοὶ ἔμπαιναν στὰ χωριά, ἔβαζαν φωτιὲς καὶ σκότωναν, εἴχαμε φύγει ἀπὸ τὴν Κόνιτσα καὶ εἴχαμε ἀνεβῆ στὸ βουνό. Τὴν ἡμέρα ποὺ οἱ Γερμανοὶ μπῆκαν στὴν Κόνιτσα, τὰ δύο ἀδέλφια μου εἶχαν πάει νωρὶς τὸ πρωὶ κάτω στὸν κάμπο, στὸ χωράφι ποὺ εἴχαμε καλαμπόκια, νὰ σκαλίσουν. Μόλις ἄκουσα ὅτι ἔφθασαν οἱ Γερμανοί, λέω στὴν μητέρα μου: «Θὰ πάω στὸ χωράφι νὰ τοὺς εἰδοποιήσω». Ἐκείνη δὲν μ᾿ ἄφηνε, γιατὶ ὅλοι τῆς ἔλεγαν: «Οἱ ἄλλοι ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι χαμένοι. Μὴν τὸ ἀφήνης κι αὐτὸ νὰ πάη, γιατὶ θὰ χαθῆ κι αὐτό». Ποῦ νὰ ἀκούσω ἐγώ! Φοράω τὰ ἄρβυλα καὶ τρέχω κάτω στὸν κάμπο. Ἀπὸ τὴν βία μου ὅμως δὲν τὰ ἔδεσα καλὰ καί, καθὼς περνοῦσα μέσα ἀπὸ ἕνα ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τὰ ἄρβυλα στὴν λάσπη. Τὰ ἀφήνω καὶ τρέχω ξυπόλυτος μέσα ἀπὸ τὴν ποταμιὰ ποὺ ἦταν γεμάτη τριβόλια8. Περίπου μία ὥρα, καλοκαίρι μέσα στὴν ζέστη, ἔτρεχα ξυπόλυτος πάνω στὰ τριβόλια, ἀλλὰ οὔτε κἂν καταλάβαινα πόνο. Φθάνω στὸ χωράφι μας, πάω κοντὰ στὰ ἀδέλφια μου ἐκεῖ ποὺ σκάλιζαν. «Ἦρθαν οἱ Γερμανοί, τοὺς λέω, πᾶμε νὰ κρυφτοῦμε». Ὁπότε βλέπουμε τοὺς Γερμανοὺς νὰ ἔρχωνται μὲ τὰ ὅπλα. «Συνεχίστε, τοὺς λέω, νὰ σκαλίζετε μὲ τὶς τσάπες κι ἐγὼ θὰ κάνω πὼς ἀραιώνω τὰ καλαμπόκια καὶ ξεβοτανίζω». Πέρασαν λοιπὸν οἱ Γερμανοὶ καὶ δὲν μᾶς πείραξαν· δὲν μᾶς εἶπαν τίποτε. Ὕστερα εἶδα ὅτι τὰ πόδια μου ἀπὸ τὰ τριβόλια εἶχαν γίνει ὅλο πληγές· μέχρι τότε  δὲν  εἶχα  καταλάβει  τίποτε.  Ἐκεῖνο  τὸ  τρέξιμο  εἶχε  χαρά!  Εἶχε  τὴν  χαρὰ  τῆς θυσίας. Νὰ ἄφηνα τὰ ἀδέλφια μου; Ἂν δὲν ἔτρεχα καὶ πάθαιναν κάτι, μετὰ θὰ ἦταν γιὰ μένα βάσανο. Καὶ ἀσυνείδητος νὰ ἤμουν, θὰ εἶχα μετὰ τὸ βάσανο τοῦ βολέματος.


Ἡ φιλαυτία μᾶς στερεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν χαρὰ


– Τί φταίει, Γέροντα, καὶ δὲν εἶμαι πάντοτε εἰρηνική; –  Δὲν  ἐλευθερώθηκες  ἀπὸ  τὸν  ἑαυτό  σου,  εἶσαι  σκλάβα  στὸν  παλαιό  σου ἄνθρωπο. Κοίταξε νὰ πετάξης τὸν ἑαυτό σου, γιατί, ἂν δὲν πετάξης τὸν ἑαυτό σου, θὰ σὲ πετάξη ὁ ἑαυτός σου. Ὅποιος ἔχει φιλαυτία, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη ἀνάπαυση, εἰρήνη ψυχῆς, γιατὶ δὲν εἶναι ἐσωτερικὰ ἐλεύθερος. Εἶναι σὰν τὴν χελώνα καὶ τὸ περπάτημά του  εἶναι   σὰν   τῆς   χελώνας.  Βγάζει   ἐλεύθερα   τὸ   κεφάλι   της    χελώνα;   Τὸν περισσότερο καιρὸ μένει κλεισμένη στὸ καβούκι της.
– Νομίζω, Γέροντα, ὅτι θεωρητικὰ πιάνω τὸν ἑαυτό μου, στὴν πράξη ὅμως... – Ἡ ἐφαρμογὴ εἶναι δύσκολη· ἐκεῖ ζορίζεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ἂν ὅμως δὲν ζορίσουμε φιλότιμα τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, θὰ μᾶς ἀνατινάξη τὴν πνευματική μας οἰκοδομή.
– Γέροντα, πῶς εἶναι ἡ κόλαση; – Θὰ σοῦ πῶ μιὰ ἱστορία ποὺ εἶχα ἀκούσει. Κάποτε ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξη πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση. Ἕνα βράδυ λοιπὸν στὸν ὕπνο του ἄκουσε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέη: «Ἔλα, νὰ σοῦ δείξω τὴν κόλαση». Βρέθηκε  τότε  σὲ  ἕνα  δωμάτιο,  ὅπου  πολλοὶ  ἄνθρωποι  κάθονταν  γύρω  ἀπὸ  ἕνα τραπέζι καὶ στὴν μέση ἦταν μιὰ κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἦταν πεινασμένοι, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ φᾶνε. Στὰ χέρια τους κρατοῦσαν ἀπὸ μιὰ πολὺ μακριὰ κουτάλα· ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν κατσαρόλα τὸ φαγητό, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν κουτάλα στὸ στόμα τους. Γι᾿ αὐτὸ ἄλλοι γκρίνιαζαν, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ἔκλαιγαν... Μετὰ ἄκουσε τὴν ἴδια φωνὴ νὰ τοῦ λέη: «Ἔλα τώρα νὰ σοῦ δείξω καὶ τὸν Παράδεισο». Βρέθηκε τότε σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο ὅπου πολλοὶ ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπὸ ἕνα τραπέζι ἴδιο μὲ τὸ προηγούμενο καὶ στὴν μέση ἦταν πάλι μιὰ κατσαρόλα μὲ φαγητὸ καὶ εἶχαν τὶς ἴδιες μακριὲς κουτάλες. Ὅλοι ὅμως ἦταν χορτάτοι καὶ χαρούμενοι, γιατὶ ὁ καθένας ἔπαιρνε μὲ τὴν κουτάλα του φαγητὸ ἀπὸ τὴν κατσαρόλα καὶ τάιζε τὸν ἄλλον. Κατάλαβες τώρα κι ἐσὺ πῶς μπορεῖς νὰ ζῆς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ τὸν Παράδεισο;Ὅποιος  κάνει  τὸ  καλό,  ἀγάλλεται,  διότι  ἀμείβεται  μὲ  θεϊκὴ  παρηγοριά. Ὅποιος κάνει τὸ κακό, ὑποφέρει καὶ κάνει τὸν ἐπίγειο παράδεισο ἐπίγεια κόλαση. Ἔχεις ἀγάπη, καλωσύνη; Εἶσαι ἄγγελος καί, ὅπου πᾶς ἢ σταθῆς, μεταφέρεις τὸν Παράδεισο. Ἔχεις πάθη, κακία; Ἔχεις μέσα σου τὸν διάβολο καί, ὅπου πᾶς ἢ σταθῆς, μεταφέρεις τὴν κόλαση. Ἀπὸ ἐδῶ ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὸν Παράδεισο ἢ τὴν κόλαση.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Ψαλμ. 43, 23.
2  Βλ. Παλλαδίου, Ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως, Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν
καὶ Ἀσκητικῶν, τόμος 6, ἐκδ. «Τὸ Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1996, σ. 124.
3   Ἡ συνοδία τοῦ  Γέροντα Χατζη-Γεώργη  εἶχε  τὸ τυπικὸ τῆς συνεχοῦς νηστείας.  (Βλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ὁ Γέρων Χατζη-Γεώργης, Ἱ. Ἡσυχ. Εὐαγγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 82005).
4 Λουκ. 10, 31-32.
5 Τὸ 1987 ὁ Γέροντας ὑποβλήθηκε σὲ ἐγχείρηση κήλης.
6 Ματθ. 16, 25.
7 Α’ Κορ. 10, 24.
8 Τριβόλι: Ἀγριόχορτο μὲ πολλὰ ἀγκάθια.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς φιλαυτίας


Σκοπὸς τῆς ἀσκήσεως: ἡ ἀπέκδυση ἀπὸ τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο


– Πῶς, Γέροντα, θὰ ξεπεράσω τὴν φιλαυτία; Οἱ σωματικές μου δυνάμεις εἶναι λίγες καὶ δυσκολεύομαι στὴν αὐταπάρνηση καὶ στὴν θυσία. – «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον· καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει»1. Δὲν ξεπερνᾶς τὴν φιλαυτία σου μὲ τὸ νὰ σηκώνης τὸν βαρὺ τουρβᾶ τοῦ ἄλλου – αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ζητήση ἀπὸ σένα ὁ Θεός, ἀφοῦ δὲν ἔχεις σωματικὲς δυνάμεις –, ἀλλὰ ἂν ταπεινώνεσαι καὶ σηκώνης μιὰ κουβέντα, μιὰ ἀδικία. Κι ἂν προστεθῆ καὶ λίγος σωματικὸς κόπος ἀπὸ ἀγάπη καὶ καλωσύνη, ξέρεις πῶς βοηθάει μετὰ ὁ Θεός;
– Γέροντα, ὁ σωματικὸς κόπος καὶ ἡ ἄσκηση τί σχέση ἔχουν μὲ τὴν ἐκκοπὴ τῶν παθῶν; – Ὁ σωματικὸς κόπος ὑποτάσσει τὸ σῶμα στὸ πνεῦμα. Καὶ ἡ νηστεία καὶ η ἀγρυπνία καὶ κάθε ἄσκηση, ὅταν γίνωνται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παράλληλα μὲ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τῶν ψυχικῶν παθῶν, βοηθοῦν. Γιατί, ἂν δὲν κάνη κανεὶς ἀγώνα γιὰ νὰ ξερριζώση τὰ ψυχικὰ πάθη, τὴν ὑπερηφάνεια, τὴν ζήλεια, τὸν θυμό, καὶ κάνη μόνο μιὰ ξερὴ σωματικὴ ἄσκηση, θὰ θρέψη τὰ πάθη του μὲ τὴν ὑπερηφάνεια. Τὰ ψυχικὰ πάθη μᾶς κάνουν μεγαλύτερο κακὸ ἀπὸ ὅ,τι τὸ πάχος τοῦ σώματος· αὐτὸ εἶναι καλοήθης ὄγκος, ἐνῶ τὰ ψυχικὰ πάθη εἶναι κακοήθης ὄγκος. Δὲν λέω νὰ μὴν κάνη κανεὶς ἄσκηση, ἀλλὰ νὰ μπῆ στὸ νόημα τῆς ἀσκήσεως ποὺ σκοπός της εἶναι ἡ ἀπέκδυση ἀπὸ τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο.
– Πῶς πρέπει, Γέροντα, νὰ ἀγωνίζεται κανεὶς στὴν ἐγκράτεια; – Ὁ ἀγώνας πρέπει νὰ γίνεται ὡς ἑξῆς: Ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμὸς νὰ τοῦ τὸ δίνη κανείς· ὕπνο, φαγητὸ κ.λπ. Μετὰ θὰ ἔχη στόχο νὰ κόβη τὰ ψυχικὰ πάθη: τὶς ἐπιθυμίες του, τὸν ἐγωισμό του, τὴν ζήλεια του κ.λπ. Καὶ μετὰ νὰ κάνη ἐγκράτεια στὸ φαγητό, στὸν ὕπνο. Τότε θὰ ἔχη νόημα ἡ σωματικὴ ἄσκηση.
– Γέροντα, πῶς θὰ διακρίνη κανεὶς μέχρι ποῦ φθάνουν τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς του καὶ ἀπὸ ποῦ ξεκινάει ἡ φιλαυτία;– Πρέπει νὰ παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ δοκιμάζη. Δοκιμάζοντας θὰ βρῆ τὰ δικά του μέτρα. Καὶ ὁ μπακάλης στὴν ἀρχὴ ποὺ εἶναι ἄπειρος, ὅταν ζυγίζη, ἄλλοτε  βάζει  λίγο  καὶ  ἄλλοτε  πολύ.  Ὅταν  μετὰ  ἀποκτήση  πεῖρα,  βάζει  ὅσο χρειάζεται. Πάντως, ὅταν εἶναι νέος κανείς, μπορεῖ νὰ κάνη περισσότερη ἄσκηση. Ὅσο περνάει ἡ ἡλικία, οἱ δυνάμεις κάμπτονται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ζορίση πολὺ τὸν ἑαυτό του. Ἂν τὸν ζορίση παραπάνω, μπορεῖ νὰ βλάψη καὶ τὴν ὑγεία του. Γι᾿ αὐτὸ κατὰ καιροὺς χρειάζεται νὰ κάνη μιὰ ἀναθεώρηση τῶν δυνάμεών του καὶ νὰ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τὴν νέα κατάστασή του.
  Καμμιὰ  φορά,  Γέροντα,  ὅταν  αἰσθάνωμαι  μία  ἐξάντληση,  μὲ  πιάνει  μία δειλία καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε. Μήπως εἶναι φιλαυτία;– Ὅταν αἰσθάνεσαι ἐξάντληση, νὰ ἐξετάζης ἐὰν εἶναι ἀπὸ ἀρρώστια. Ἐὰν δὲν εἶναι ἀπὸ ἀρρώστια, δὲς μήπως σοῦ λείπη ὕπνος ἢ μήπως χρειαζόταν νὰ φᾶς ἢ νὰ
ξεκουρασθῆς λίγο παραπάνω. Ἂν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν συμβαίνη, τότε εἶναι τοῦ πειρασμοῦ. Σήκω, ἄρχισε τὴν δουλειά σου, καὶ νικᾶς τὸν πειρασμό. – Πόσο πρέπει νὰ ἐπιμείνω, Γέροντα, στὸν κόπο; Μήπως μὲ τὸ νὰ οἰκονομάω τὸν ἑαυτό μου διώχνω τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ;
– Ὄχι, εὐλογημένη! Θέλει νὰ προσέχης καὶ νὰ σταματᾶς, πρὶν φθάσης νὰ μὴν μπορῆς. –  Ὅμως,  Γέροντα,  αἰσθάνομαι  ὅτι  ποτὲ  δὲν  ἐφάρμοσα  αὐτὸ  ποὺ  λένε  οἱ Πατέρες: «Δῶσε αἷμα, γιὰ νὰ λάβης πνεῦμα»2.
– Τί αἷμα νὰ δώσης ἐσύ, ἀφοῦ σοῦ λείπει αἷμα; Ἐσὺ ἔχεις ἀνάγκη νὰ σοῦ δώσουν αἷμα... Τὰ ψυχικὰ πάθη νὰ προσέξης.


Νὰ μὴν προσκυνᾶμε τὴν ἀνάπαυση


– Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω; – Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά. Ὁ  σκοπὸς  εἶναι  νὰ  φθάση  νὰ  χαίρεται    ἄνθρωπος  περισσότερο  ἀπὸ  τὴν κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν! Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν νὰ τὸ γηροκομήσουν, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν:
«αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατὶ καθόταν μόνος του ἐκεῖ. Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιόν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό.
«Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ᾿δῶ, γιατὶ θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον». Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταῖα εἶχε γκρεμισθῆ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση! Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τοὐλάχιστον, γιατὶ ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μιὰ μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ. Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα. Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὄρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν! Καὶ ἐμεῖς
γκρινιάζουμε γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται»3  καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί. Ἀπὸ ᾿κεῖ ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι᾿  αὐτὸ  νὰ  μὴν  ξεχνιώμαστε·  νὰ  θυμώμαστε  καὶ  λίγο  ὅτι  ὑπάρχει  καὶ θάνατος. Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν   προσέχουμε   καὶ   νὰ   παθαίνουμε   ζημιές,   ἀλλὰ   νὰ   μὴν   προσκυνοῦμε   τὴν ἀνάπαυση.


Τί τὸν κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου;


– Γέροντα, ἔχω τὸν λογισμὸ μήπως δὲν φταίει ἡ λίγη ἀντοχή μου ποὺ κουράζομαι εὔκολα ἀλλὰ κάτι ἄλλο. – Ναί, ἂν ὑπῆρχε ἡ θεία φλόγα μέσα σου, τότε ὅλα θὰ ἦταν διαφορετικά. – Γέροντα, πῶς θὰ ἀποκτήσω αὐτὴν τὴν θεία φλόγα;
– Ἂν ξεχνᾶς τὸν ἑαυτό σου καὶ σκέφτεσαι τοὺς ἄλλους. – Μοῦ φαίνεται δύσκολο νὰ τὸ κάνω πάντοτε αὐτό. – Τοὐλάχιστον προσπάθησε νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ φροντίζης τοὺς ἄλλους ὅπως σκέφτεσαι καὶ φροντίζεις τὸν ἑαυτό σου. Ἔτσι, σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσης νὰ ἀδιαφορῆς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, καὶ νὰ σκέφτεσαι πάντα τοὺς ἄλλους. Καὶ τότε βέβαια θὰ σὲ σκέφτεται καὶ ὁ Θεός, θὰ σὲ σκέφτωνται καὶ οἱ ἄλλοι· μόνο νὰ μὴν τὸ κάνης, γιὰ νὰ σὲ σκέφτωνται οἱ ἄλλοι!...
– Τελικά, Γέροντα, αὐτὸ ποὺ μὲ βασανίζει εἶναι ὁ ἑαυτός μου.  – Ναί, βρὲ παιδί, πέταξε τὸν ἑαυτό σου. Ἂν πετάξης τὸν ἑαυτό σου, μετὰ θὰ πετᾶς. Τί τὸν κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου; Τὸ κομμάτι τῆς ἀγάπης ποὺ κρατᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου, τὸ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη ποὺ πρέπει νὰ ἔχης γιὰ τοὺς ἄλλους.
– Γέροντα, πῶς θὰ πετάξω τὸν ἑαυτό μου; – Ὅσο μπορεῖς, νὰ βγάζης τὸν ἑαυτό σου ἔξω ἀπὸ τὶς ἐνέργειές σου καὶ νὰ βάζης μέσα σου τοὺς ἄλλους. Προσπάθησε αὐτὸ ποὺ θέλεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου νὰ τὸ δίνης στοὺς ἄλλους. Νὰ δίνης–νὰ δίνης, χωρὶς νὰ ὑπολογίζης τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο θὰ δίνης, τόσο θὰ παίρνης, γιατὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δίνη ἄφθονη τὴν Χάρη Του καὶ τὴν ἀγάπη Του· θὰ σὲ ἀγαπάη πολύ, καθὼς κι ἐσὺ πολὺ θὰ Τὸν ἀγαπᾶς, γιατὶ θὰ πάψης νὰ ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ζητάει νὰ τρέφεσαι ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ δίνει ὅλες τὶς βιταμίνες στὴν ψυχὴ καὶ τὴν θεία ἀλλοίωση στὴν σάρκα, καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀκτινοβολῆ. Θὰ εὔχωμαι πολὺ γρήγορα νὰ τὰ νιώσης ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ βάσανο τῆς φιλαυτίας.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ ἀγωνίζωμαι νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν φιλαυτία μου, καὶ πάλι νὰ ἔχω τὸν ἑαυτό μου σὲ ὅ,τι κάνω; – Πῶς ἀγωνίζεσαι; Τὸν πετᾶς τὸν ἑαυτό σου; Ὅ,τι εἶναι σιχαμερὸ τὸ πετάει κανείς· πρέπει ὅμως νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι σιχαμερό. Ἅμα δὲν τὸ σιχαθῆ, δὲν τὸ πετάει. Θέλω νὰ πῶ, καὶ τὸν παλαιό σου ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τὸν πετάξης, πρέπει νὰ τὸν σιχαθῆς. Μὲ μουδιασμένα πράγματα δὲν γίνεται προκοπή.


Ὅταν ὑπάρχη αὐταπάρνηση, δίνει ὁ Θεὸς τὴν Χάρη Του


– Γέροντα, μὲ πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν οἰκονομάω τὸν ἑαυτό μου. Σκέφτομαι: «Πῶς οἱ Ἅγιοι βίαζαν τὸν ἑαυτό τους;». – Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς του, ἀγωνιζόμενος ταπεινά,
μὲ φιλότιμο, τότε ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν θεία δύναμη, ὑπερφυσική. – Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Βαρσανούφιος λέει: «Μὴ ζητήσῃς σωματικὴν ἀνάπαυσιν, ἐὰν μὴ δώῃ σοι αὐτὴν ὁ Κύριος»4. Τί ἐννοεῖ;
  Θέλει  νὰ  πῆ  νὰ  μὴν  κοιτάζη  κανεὶς  τὸ  χουζούρι  του,  τὸ  βόλεμά  του. Αὐταπάρνηση χρειάζεται πρῶτα καὶ ὕστερα ἔρχονται πολλὲς θεῖες δυνάμεις, γιατί, ὅταν ὑπάρχη αὐταπάρνηση, τότε ὁ Θεὸς δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν Χάρη Του.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχη τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, τότε δέχεται τὴν θεία βοήθεια, τὸν οἰκονομάει ὁ Θεός. Ἀνάλογη μὲ τὴν θυσία καὶ μὲ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνει κανεὶς γιὰ τὸν συνάνθρωπό του, εἶναι καὶ ἡ βοήθεια ποὺ λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεό. Μιὰ φορὰ ποὺ πήγαινα ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα ἀπὸ τὴν Μονὴ Σταυρονικήτα στὸ Καλύβι τοῦ Παπα– Τύχωνα – τὸ ἑτοίμαζα τότε5, γιὰ νὰ μείνω ἐκεῖ – μὲ σταμάτησε στὸν δρόμο κάποιος ποὺ εἶχε πολλὰ προβλήματα. Στάθηκα ὄρθιος, φορτωμένος μὲ τὸν τουρβᾶ γεμάτο πράγματα καὶ τὸν ἄκουγα· ψιχάλιζε κιόλας. Νύχτωσε καὶ ἐκεῖνος ἔλεγε-ἔλεγε συνέχεια. Ψιχάλα-ψιχάλα, εἴχαμε γίνει μούσκεμα. Κάποια στιγμὴ μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός: «Πῶς θὰ βρῶ τὸ Καλύβι; Νύχτα, λάσπη, τὸ μονοπάτι δύσκολο, δὲν ἔχω καὶ φακό, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν διακόψω;». Τὸν ρώτησα ποῦ θὰ μείνη, μοῦ εἶπε σὲ ἕνα κοντινὸ Κελλί. Σταθήκαμε λοιπὸν ἐκεῖ μέχρι τὰ μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε καὶ πῆρα τὸ μονοπάτι, γλίστρησα κι ἔπεσα μέσα στὰ βάτα. Τὰ παπούτσια ἔφυγαν κάτω, ὁ τουρβᾶς πιάστηκε στὰ κλαδιά, τὸ ζωστικὸ μαζεύτηκε στὸν λαιμό. Δὲν ἔβλεπα τίποτε. Ὁπότε εἶπα: «Καλύτερα ἂς μείνω ἐδῶ καὶ ἂς ἀρχίσω τὸ Ἀπόδειπνο. Θὰ κάνω καὶ τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο, θὰ φωτίση καὶ θὰ βρῶ τὸ Κελλί μου. Ἄραγε αὐτὸς ὁ καημένος θὰ βρῆ τὸν δρόμο του;». Μόλις ἔφθασα στὸ «Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου», ξαφνικά, ἕνα φῶς, σὰν προβολέας, φώτισε ὅλον τὸν λάκκο τῆς Καλιάγρας! Βρῆκα τὰ παπούτσια καὶ ξεκίνησα. Ὅλο τὸ μονοπάτι ἦταν μέσ᾿ στὸ φῶς. Ἔφθασα στὸ Καλύβι, βρῆκα καὶ τὸ κλειδὶ ἀπὸ τὸ λουκέτο, ποὺ ἦταν τόσο μικρὸ καὶ τὸ εἶχα βάλει σὲ τέτοιο μέρος πού, καὶ μέρα νὰ ἦταν, δύσκολα θὰ τὸ ἔβρισκα. Μπῆκα μέσα, ἄναψα τὰ καντήλια στὸ ἐκκλησάκι, καὶ τότε χάθηκε ἐκεῖνο τὸ φῶς. Δὲν χρειαζόταν ἄλλο!...


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Ψαλμ. 50, 19
2 Βλ. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββᾶς Λογγῖνος ε´, σ. 63.
3    Ἀρχαῖο  γνωμικό.  Πρβλ.  καὶ  Εὐχολόγιον  τὸ  Μέγα,  Ἀκολουθία  τοῦ  Μεγάλου  καὶἈγγελικοῦ Σχήματος, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1992, σ. 207.
4    Βαρσανουφίου  καὶ  Ἰωάννου,  Κείμενα  διακριτικὰ  καὶ  ἡσυχαστικά,  ἐρώτ.  ρθ´,  ἐκδ.
«Ἑτοιμασία», Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 1996, τόμος Α´, σ. 244.
5 Τὸ 1968.


Eισαγωγή  και δημοσίευση Κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια και  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο .Διαβάστε και τούς Ορους Χρήσης του Ιστολογίου

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |