ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Νὰ χτυπήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Νὰ χτυπήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Νὰ χτυπήσουμε τὴν ὑπερηφάνεια

Νὰ εἶσαι μέσα στὴν μάχη, καὶ νὰ πολεμᾶς σωστὰ

Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι, ἂν ἀλλάξω διακόνημα καὶ σταματήσω νὰ ψάλλω  καὶ  νὰ  ἁγιογραφῶ,  θὰ  σταματήσω  νὰ  ὑπερηφανεύωμαι  καὶ  νὰ  πέφτω συνέχεια σὲ πειρασμούς.
– Καὶ νὰ φύγης ἀπὸ τὴν ψαλτικὴ ἢ τὴν ἁγιογραφία, ἐὰν δὲν σιχαθῆς τὴν  κενοδοξία, θὰ κάνης περισσότερες γκάφες. Ἀλλὰ καὶ ἡ φυγὴ αὐτὴ πάλι ἔχει μέσα ὑπερηφάνεια, καὶ μάλιστα περισσότερη, γιατὶ στὴν πραγματικότητα θέλεις νὰ φύγης ἀπὸ τὰ διακονήματα αὐτά, γιὰ νὰ μὴ θίγεται ὁ ἐγωισμός σου.– Ὅταν, Γέροντα, κάνω μιὰ δουλειὰ καὶ δῶ ὅτι ὑπερηφανεύομαι, μήπως εἶναι καλύτερα νὰ μὴν τὴν κάνω;  – Ἂν σοῦ ποῦν νὰ πᾶς νὰ κάνης μιὰ δουλειά, νὰ πᾶς, ἀλλὰ νὰ προσέχης νὰ μὴν πέσης· καὶ ἂν γλιστρήσης καὶ πέσης, νὰ σηκωθῆς. Νὰ καταλάβης ὅτι γλίστρησες, ἐπειδὴ δὲν πρόσεξες, καὶ ἄλλη φορά, ἂν σοῦ ποῦν νὰ ξαναπᾶς, νὰ προσέχης νὰ μὴν ξαναγλιστρήσης. Ὄχι νὰ μὴν ξαναπᾶς, ἐπειδὴ τὴν προηγούμενη φορὰ ἔπεσες! Ἄλλο ἂν σοῦ ποῦν: «Μὴν πηγαίνης, ἀφοῦ τὴν προηγούμενη φορὰ ἔπεσες». Τότε δὲν θὰ ξαναπᾶς. Κατάλαβες; Ἅμα σοῦ λένε νὰ κάνης μιὰ δουλειά, νὰ τὴν κάνης, ἀλλὰ νὰ προσπαθῆς νὰ τὴν κάνης σωστὰ καὶ ταπεινά. Τὸ νὰ μὴν κάνης τίποτε, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευθῆς, αὐτὸ εἶναι χειρότερο. Εἶναι σὰν νὰ μένης ἔξω ἀπὸ τὴν μάχη, νὰ μὴν πολεμᾶς, γιὰ νὰ μὴν πληγωθῆς. Σκοπὸς εἶναι νὰ εἶσαι μέσα στὴν μάχη, ἀλλὰ νὰ προσέχης νὰ πολεμᾶς σωστά· διαφορετικὰ θὰ εἶσαι ἕνα ἄχρηστο πράγμα.



Τὴν ὑπερηφάνεια τὴν τσακίζεις μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ


– Γέροντα, στενοχωριέμαι, ὅταν οἱ ἀδελφὲς μοῦ κάνουν κάποια παρατήρηση. – Ἔχεις ὑπερηφάνεια, γι᾿ αὐτὸ στενοχωριέσαι. Τὴν ὑπερηφάνεια τὴν τσακίζεις  μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ, ὅταν τοῦ δίνης τὸ δικαίωμα νὰ σοῦ κάνη παρατηρήσεις καὶ δέχεσαι μιὰ κουβέντα ποὺ θὰ σοῦ πῆ. Ἔτσι λαμπικάρεται ἡ ψυχή.
Ἐπειδὴ τὸ ὑψηλὸ φρόνημα δύσκολα τὸ ἀντιλαμβάνεται κανεὶς μόνος του, πρέπει νὰ δέχεται τοὺς ἄλλους σὰν γιατρούς του καὶ νὰ παίρνη ὅλα τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ δίνουν, γιὰ νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτό. Καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν στὴν τσέπη τους φάρμακα γιὰ τοὺς ἄλλους: οἱ μὲν καλοὶ συμβουλεύουν μὲ πόνο καὶ ἀγάπη τὸν ἄρρωστο, οἱ δὲ κακοὶ τὸν ἐλέγχουν μὲ κακία καὶ πάθος – αὐτοὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς γίνονται καλύτεροι χειρουργοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους, γιατὶ προχωροῦν τὸ νυστέρι πιὸ βαθιά.
– Ἐγώ, Γέροντα, εἶμαι κουτὴ καὶ πολλὲς φορὲς δὲν καταλαβαίνω γιατί μοῦ κάνουν παρατήρηση. – Καλύτερα πές: «Εἶμαι τετραπέρατη, ἀλλὰ δὲν ἔχω ταπείνωση». Ἐσύ, ἐνῶ σφάλλεις καὶ σοῦ κάνουν παρατήρηση, πᾶς νὰ δικαιολογηθῆς. Πῶς νὰ φθάσης σὲ κατάσταση νὰ παίρνης ἐπάνω σου τὸ σφάλμα, ὅταν δὲν σφάλλης καὶ σὲ κατηγοροῦν; Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅταν τοῦ κάνουν μιὰ παρατήρηση, ἐξοντώνει συνέχεια τὴν ταπείνωση. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ρίχνει ὅλο τὸ βάρος ἐπάνω του γιὰ κάποιο σφάλμα του, ταπεινώνεται καὶ τὸν λούζει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
– Γέροντα, ἐγὼ νομίζω ὅτι δὲν προσπαθῶ νὰ ἀποδείξω ὅτι ἔχω δίκαιο, ἀλλὰ νὰ ἐξηγήσω ὅτι πρόκειται γιὰ παρεξήγηση. – Ἔχω δεῖ ὅτι ἔχεις μιὰ κρυφὴ ὑπερηφάνεια ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν δικαιολογία. Νὰ προσπαθήσης νὰ μὴ δικαιολογῆσαι, ὅ,τι κι ἂν σοῦ ποῦν· νὰ βάζης μιὰ εἰλικρινῆ μετάνοια· αὐτὸ φθάνει. Μὲ τὸ «εὐλόγησον»1  τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας κόβεται ἡ ὑπερηφάνεια.
– Γέροντα, σήμερα ἕνα παιδάκι στὸ ἀρχονταρίκι ἔκανε μιὰ ἀταξία. Τοῦ ἔλεγε ἡ μητέρα του: «πὲς συγγνώμη», καὶ αὐτὸ ἀπαντοῦσε: «τὰ κόκκαλά μου πονᾶνε», καὶ «συγγνώμη» δὲν ἔλεγε. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολὺ νὰ ποῦν
«εὐλόγησον»;– Ἡ ὑπερηφάνεια δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ πῆ «εὐλόγησον».


Ἡ πνευματικὴ ...διάσπαση τοῦ ἀτόμου


– Γέροντα, πῶς θὰ φύγη ἡ μεγάλη ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ τὸν ἑαυτό μου; – Ἂν στραφῆς μέσα σου καὶ γνωρίσης τὸν ἑαυτό σου, θὰ δῆς τόση ἀσχήμια,  ποὺ θὰ σιχαθῆς τὸν ἑαυτό σου. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίση τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ταπεινωθῆ φυσιολογικά, ἡ ταπείνωση δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ γίνη κατάσταση, γιὰ νὰ παραμένη μέσα του ἡ θεία Χάρις. Τότε εἶναι σὲ θέση ὁ διάβολος νὰ τοῦ φάη ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του – ἀκόμη καὶ τὰ χρόνια τοῦ Μαθουσάλα νὰ τοῦ δώση ὁ Θεός  –, παίζοντας τὸ παιχνίδι τῆς κολοκυθιᾶς. Δηλαδὴ μιὰ θὰ τοῦ φέρνη ὁ διάβολος τὸν λογισμὸ ὅτι κάτι εἶναι, μιὰ θὰ φέρνη αὐτὸς ἕναν ταπεινὸ λογισμὸ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε· μιὰ ὁ διάβολος, μιὰ ὁ ἄνθρωπος, μιὰ θὰ κερδίζη ὁ ἕνας μιὰ ὁ ἄλλος, καὶ θὰ συνεχίζεται τὸ ἴδιο βιολί.
– Βλέπω, Γέροντα, ὅτι ὅλες οἱ ἀδελφὲς μὲ ἔχουν ξεπεράσει στὴν ἀρετή, ἀκόμη καὶ οἱ νεώτερες. – Ἀφοῦ δὲν ταπεινώθηκες μόνη σου, ταπεινώθηκες ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ξέρεις τί κάνουν, ὅταν θέλουν νὰ στείλουν ἕναν πύραυλο στὸ διάστημα; Μετροῦν κατεβαίνοντας  ἀπὸ  τοὺς  μεγάλους  ἀριθμοὺς  στοὺς  μικρούς:  «δέκα,  ἐννιά,  ὀκτώ, ἑπτά..., ἕνα, μηδέν!». Μόλις φθάσουν στὸ μηδέν, ἐκτοξεύεται. Ἔτσι κι ἐσύ, τώρα ποὺ ἔφθασες στὸ μηδέν, θὰ ἐκτοξευθῆς καὶ θὰ πᾶς ψηλά. Ἐσὺ φυσικὴ δὲν σπούδασες;
– Ναί, Γέροντα. – Τώρα λοιπὸν εἶναι καιρὸς νὰ μάθης καὶ τὴν φυσικὴ τῆς μεταφυσικῆς, γιὰ νὰ γνωρίσης πῶς θὰ γίνη ἡ πνευματικὴ διάσπαση τοῦ ἀτόμου σου. – Πῶς θὰ γίνη, Γέροντα; –  Ὅταν  ἀσχοληθῆς  μὲ  τὸ  «ἄτομό  σου»  καὶ  γνωρίσης  τὸν  ἑαυτό  σου,  θὰ ταπεινωθῆς καὶ  τότε  θὰ γίνη ἡ πνευματικὴ διάσπαση  τοῦ ἀτόμου σου, θὰ βγῆ ἡ πνευματικὴ ἐνέργεια καὶ θὰ πεταχτῆς στὸ ...διάστημα. Μόνον ἔτσι θὰ μπορέσης νὰ μπῆς στὴν πνευματικὴ τροχιά· διαφορετικὰ θὰ παραμένης στὴν κοσμικὴ τροχιά.
Σὲ  τίποτε  δὲν  ὠφελεῖ  νὰ  ἐρευνήση  κανεὶς  ὅλον  τὸν  κόσμο,  ἂν  δὲν  ἔχη ἐρευνήσει τὸν δικό του κόσμο. Ἂν γνωρίση πρῶτα τὸν ἐσωτερικό του κόσμο, δηλαδὴ τὸν ἑαυτό του, τὸ ἄτομό του, εὔκολα μετὰ γνωρίζει ὄχι μόνον τὴν γῆ ἀλλὰ καὶ τὸ διάστημα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γνωρίση τὸ ἄτομό του, τότε γίνεται αὐτομάτως καὶ ἡ διάσπαση τοῦ ἀτόμου του καὶ κινεῖται πλέον στὴν πνευματικὴ τροχιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς γῆς, ἔξω ἀπὸ τὴν ἕλξη τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ζῆ στὴν γῆ ὡς ἄνθρωπος, ζῆ δίχως νὰ τὸν ἕλκη ἡ ἁμαρτία καὶ γενικὰ οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου.
– Ὅταν, Γέροντα, παραμένη ἡ ὑπερηφάνεια, δὲν ἔχει κάνει ὁ ἄνθρωπος σωστὴ ἀναγνώριση τοῦ ἑαυτοῦ του; – Ναί, δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ πνευματικὴ διάσπαση τοῦ ἀτόμου του. Κατάλαβες; – Δηλαδή, Γέροντα, πάλι στὴν ταπείνωση γυρίζουμε. – Μὰ βέβαια! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ὑπερηφάνεια δὲν ἔχει γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Ἂν γνωρίση τὸν ἑαυτό του, θὰ φύγη ἡ ὑπερηφάνεια. Ἡ ἀναγνώριση εἶναι τὸ πᾶν. Λείπει ἡ ἀναγνώριση, γι᾿ αὐτὸ λείπει ἡ ταπείνωση. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζη ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του, ἀναγνωρίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
– Κι ἄν, Γέροντα, ὑπάρχη ἀναγνώριση καὶ δὲν ὑπάρχη ταπείνωση;
– Τότε δὲν θὰ ὑπάρχη καλὴ διάθεση, φιλότιμο.


Ὑψηλὴ θέση καὶ ταπεινὸ φρόνημα


– Σ᾿ ἐμένα, Γέροντα, ὑπάρχει ὑπερηφάνεια;
– Ἔ, ὑπάρχει καὶ λίγη ὑπερηφάνεια. Τοὐλάχιστον νὰ ἔχουμε τὴν κανονικὴ
ὑπερηφάνεια, ὅση προβλέπει ὁ νόμος...
– Ὑπάρχει, Γέροντα, καὶ «κανονικὴ» ὑπερηφάνεια;
– Κοίταξε νὰ σοῦ πῶ: Ἂν κάποιος ἔχη ἱκανότητες, γνώσεις κ.λπ., καὶ νὰ ὑπερηφανευθῆ λίγο, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ὄχι βέβαια πὼς εἶναι καλὴ καὶ αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ δικαιολογεῖται κατὰ κάποιον τρόπο. Ἕνας ὅμως ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἱκανότητες  οὔτε  γνώσεις,  δὲν  δικαιολογεῖται  νὰ  ὑπερηφανεύεται·  ἐπιβάλλεται  νὰ εἶναι ταπεινός. Ἂν ὑπερηφανεύεται, εἶναι τελείως χαμένος. Βλέπεις, μιὰ νοσοκόμα ποὺ κάνει μιὰ ἔνεση πενικιλίνης στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ πέφτει ὁ πυρετός, μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερήφανο λογισμό, ἐνῶ ὁ Φλέμινγκ ποὺ ἀνακάλυψε τὴν πενικιλίνη καὶ βοήθησε τόσον κόσμο, πόση ταπείνωση εἶχε! Ὁ Φλέμινγκ μετὰ τὴν ἀνακάλυψη τῆς πενικιλίνης εἶχε πάει στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ τὸν χειροκροτοῦσαν οἱ ἄλλοι, χειροκροτοῦσε καὶ αὐτός. Κάποια στιγμὴ ρώτησε: «Τί συμβαίνει; γιὰ ποιόν χειροκροτοῦν;». «Γιὰ σένα χειροκροτοῦν», τοῦ εἶπαν. Τἄχασε! Δὲν εἶχε καταλάβει γιὰ ποιόν χειροκροτοῦσαν! Θέλω νὰ πῶ, ἐκεῖνος ποὺ βρῆκε τὴν πενικιλίνη δὲν ὑπερηφανεύτηκε, καὶ ἡ νοσοκόμα ποὺ κάνει τὴν ἔνεση καὶ πέφτει ὁ πυρετὸς καμαρώνει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Τὸ σπουδαιότερο εἶναι νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος ὑψηλὴ θέση καὶ ταπεινὸ φρόνημα»2. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη ἀξία καὶ ἀνταμείβεται ἀπὸ τὸν Θεό.
Βλέπω τὴν ταπείνωση ποὺ ἔχουν μεγάλοι ἀξιωματικοὶ καὶ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ ἔχουν ἁπλοὶ χωροφύλακες. Εἶχε ἔρθει μιὰ φορὰ στὸ Καλύβι ἕνας ὑπονωματάρχης μὲ ἕναν ἀέρα καὶ ἔλεγε-ἔλεγε... «Εἶμαι ἀστυφύλακας, εἶμαι ἐκεῖνο, εἶμαι τὸ ἄλλο!». Διοικητὴς τῆς Χωροφυλακῆς νὰ ἦταν, δὲν θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Φοβερό! Καὶ ἄλλοι μὲ πλούτη, μὲ θέσεις, μὲ ἱκανότητες, ἔχουν μιὰ ταπείνωση, μιὰ ἁπλότητα! Νιώθουν σὰν νὰ μὴν ἔχουν τίποτε. Μεγάλοι ἀξιωματικοὶ δὲν φορᾶνε τὴν στολή τους, γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὶς τιμές. Θυμᾶμαι, ἕνας στρατηγός, ποὺ εἶχε πολλὰ παράσημα ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὅταν ἦταν νὰ πάη γιὰ παρέλαση, ἔλεγε: «Θὰ φορτωθῶ τώρα τὰ παράσημα...».
Καὶ ἕνας ἄλλος μόνον ἕνα γαλόνι εἶχε πάρει καὶ φοροῦσε συνέχεια τὴν στολή, γιὰ νὰ τὸ δείχνη. Εἶχε βάλει καὶ πιὸ φαρδὺ σειρίτι – μέχρις ἐκεῖ ποὺ νὰ μὴν τὸν κλείσουν μέσα, γιατὶ ὑπάρχει κανονισμὸς πόσο φαρδὺ νὰ εἶναι τὸ σειρίτι. Καημένοι ἄνθρωποι!
– Δηλαδή, Γέροντα, ὅταν ἔχη κάποιος ταπεινὴ θέση καὶ ὑπερηφανεύεται, τί
δείχνει; ὅτι εἶναι ἀνόητος;
– Μιὰ φορά; Πολλὲς φορές!


Μὴν κάνης δικό σου ὅ,τι σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς


– Γέροντα, ὑπερηφανεύομαι γιὰ τὶς σωματικὲς ἱκανότητες καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα ποὺ νομίζω πὼς ἔχω.
– Γιατί νὰ ὑπερηφανεύεσαι; Ἐσὺ «ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»3; Πρόσεξε,
μὴν κάνης δικό σου ὅ,τι σοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς καί, ὅ,τι σοῦ λείπει, μὴν προσπαθῆς νὰ δείχνης ὅτι τὸ ἔχεις. Νὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου: «Ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἤμουν ἀδύνατη, μοῦ ἔδωσε   μερικὰ   χαρίσματα,   γιατὶ   ἀλλιῶς   θὰ   στεναχωριόμουν   καὶ   θὰ   ἤμουν κακορρίζικη. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνω τώρα εἶναι νὰ τὰ ἀξιοποιήσω, γιὰ νὰ πλουτήσω πνευματικά. Δόξα σοι, Θεέ μου! Σ᾿ εὐχαριστῶ, ποὺ μὲ λυπήθηκες καὶ μὲ βοήθησες». Ἐσὺ θεωρεῖς ὅτι εἶναι δικά σου ὅλα τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχεις· εἶναι ὅμως δικά σου; «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες;»4. Ἐδῶ χρειάζεται ἡ ἐξυπνάδα, ἐδῶ πρέπει νὰ δουλέψης τὸ μυαλὸ καὶ νὰ καταλάβης ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Λίγο ἂν μᾶς ἐγκαταλείψη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν θὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε. Εἶναι ἁπλὰ τὰ πράγματα. Ἔχει, ἂς ὑποθέσουμε, κάποιος μερικὲς ἱκανότητες καὶ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτές. Πρέπει νὰ σκεφθῆ: Ποῦ τὶς βρῆκε; Τοῦ τὶς ἔδωσε ὁ Θεός. Αὐτὸς τί ἔκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ὁ Θεὸς σὲ κάποιον λίγο παραπάνω μυαλὸ καὶ μπορεῖ νὰ ἔχη μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ νὰ ζῆ ἄνετα. Νὰ ὑπερηφανευθῆ ὅτι τὰ καταφέρνει; Λίγο νὰ τὸν ἐγκαταλείψη ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ χρεωκοπήση καὶ νὰ πάη φυλακή.
Πάντως, ὅποιος ἔχει χαρίσματα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ταπείνωση καὶ πληγώνει μὲ τὴν προκλητικὴ συμπεριφορά του τὸν πλησίον του, ἀναγκάζει τὸν Χριστὸ νὰ πάρη τὸ κατσαβιδάκι  καὶ  νὰ  τοῦ λασκάρη λίγο  τὴν  βίδα, γιὰ  νὰ  ταπεινωθῆ  ἀκουσίως. Ἂς ὑποθέσουμε, κάποιος θέλει νὰ βγάλη ἕναν βράχο καὶ παιδεύεται, γιατὶ δὲν ἔχει πολὺ μυαλό, ὥστε νὰ βρῆ ἕναν τρόπο νὰ τὸν μετακινήση. Ὁπότε τὸν πλησιάζει ἕνας ἄλλος ποὺ εἶναι λίγο ἔξυπνος καὶ τοῦ λέει: «Βρὲ χαμένε, δὲν σοῦ κόβει;». Παίρνει ἀμέσως ἕναν λοστό, τὸν κάνει μοχλὸ καὶ βγάζει εὔκολα τὸν βράχο. Ἔ, ἀφοῦ φέρεται ἔτσι, δὲν εἶναι δίκαιο νὰ πάρη τὸ κατσαβίδι ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοῦ λασκάρη λίγο τὸ μυαλό; Μερικοὶ ποὺ εἶναι μεγάλοι ρήτορες παθαίνουν μεγάλες διαλείψεις καὶ φθάνουν σὲ σημεῖο νὰ μὴν μποροῦν οὔτε μιὰ λέξη νὰ ποῦν! Ἔτσι ταπεινώνονται. Ἂν ἄφηνε ὁ Θεὸς κάποιον συνέχεια ρήτορα–ρήτορα κι ἐκεῖνος ὑπερηφανευόταν, τί θὰ γινόταν; Τὸν καθέναν ὁ Θεὸς τὸν φρενάρει μὲ κάποιον τρόπο, γιὰ νὰ μὴν πάθη ζημιά. Πρέπει πολὺ νὰ προσέξουμε τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ μὴν τὰ οἰκειοποιούμαστε, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἔχουμε τὴν ἀνησυχία μὴν τυχὸν δὲν ἀνταποκρινόμαστε σ᾿ αὐτά. Συγχρόνως νὰ πονᾶμε γιὰ τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ λάβουν τέτοια χαρίσματα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ προσευχώμαστε γι᾿αὐτούς. Καὶ ὅταν βλέπουμε ἕναν ἄνθρωπο νὰ ὑστερῆ σὲ κάτι, νὰ λέμε μὲ τὸν λογισμό μας: «Ἐὰν αὐτὸς εἶχε τὰ χαρίσματα ποὺ ἔδωσε σ᾿ ἐμένα ὁ Θεός, θὰ ἦταν τώρα ἅγιος, ἐνῶ ἐγὼ δὲν τὰ ἀξιοποίησα, καὶ ἐπιπλέον ἀδικῶ τὸν Θεὸ κάνοντας δικά μου τὰ χαρίσματα ποὺ μοῦ ἔδωσε». Ὁ Θεὸς βέβαια δὲν στενοχωριέται,  ὅταν ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιῆται τὰ χαρίσματα ποὺ τοῦ δίνει· δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ τοῦ δώση ἄλλα, γιὰ νὰ μὴν τὸν βλάψη. Ἐνῶ, ἂν κάποιος κινῆται ἁπλὰ καὶ ταπεινά, γιατὶ ἀναγνωρίζει ὅτι τὰ χαρίσματα ποὺ ἔχει εἶναι τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεὸς θὰ τοῦ δώση καὶ ἄλλα. Μὲ  τὴν  ὑπερηφάνεια  κάνουμε  τὸν  ἑαυτό  μας  δυστυχισμένο,  ἐπειδὴ  τὸν ἀπογυμνώνουμε ἀπὸ τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, ἀλλὰ στενοχωροῦμε καὶ τὸν Θεό, ποὺ πονάει, γιατὶ μᾶς βλέπει δυστυχισμένους. Γιατί, ἐνῶ ἔχει ἄφθονα πλούτη νὰ μᾶς δωρίση, δὲν μᾶς τὰ δίνει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς βλάψη. Γιατὶ τί γίνεται; Ἂν μᾶς δώση κάποιο χάρισμα, βλέπουμε τοὺς ἄλλους σὰν μυρμήγκια καὶ τοὺς πληγώνουμε μὲ τὴν ὑπερήφανη συμπεριφορά μας. Ἂν δὲν μᾶς δώση, ἀπελπιζόμαστε. Ὁπότε καὶ ὁ Θεὸς λέει: «Ἂν τοὺς δώσω κάποιο χάρισμα, ὑπερηφανεύονται, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους καὶ στοὺς ἄλλους φέρονται μὲ ἀναίδεια. Ἂν δὲν τοὺς δώσω, εἶναι ταλαίπωροι, βασανισμένοι. Κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί νὰ κάνω». Νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ τὰ χαρίσματα ποὺ μᾶς ἔχει δώσει, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι μᾶς ἔχει κάνει ἀνθρώπους, ἐνῶ Νοικοκύρης εἶναι καὶ μποροῦσε νὰ μᾶς κάνη καὶ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ χελῶνες καὶ μουλαράκια καὶ γαϊδουράκια. «Ὁ Θεός, νὰ λέμε, μποροῦσε νὰ μὲ κάνη μουλάρι καὶ νὰ ἔπεφτα σὲ ἀδιάκριτα χέρια καὶ νὰ μὲ φόρτωναν ἑκατὸν πενῆντα κιλὰ βάρος καὶ νὰ μὲ χτυποῦσαν, ἀλλὰ δὲν μὲ ἔκανε. Μποροῦσε νὰ μὲ κάνη φίδι ἢ σκορπιό, ἀλλὰ δὲν μὲ ἔκανε. Μποροῦσε νὰ μὲ κάνη χελώνα, γουρούνι, βάτραχο, κουνούπι, μύγα κ.λπ., ἀλλὰ δὲν μὲ ἔκανε. Τί μὲ ἔκανε; Μὲ ἔκανε ἄνθρωπο. Ἐγὼ ἔχω ἀνταποκριθῆ σὲ ὅσα μοῦ ἔδωσε; Ὄχι». Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐξετάζη τὰ πράγματα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐνῶ φαίνεται στοὺς ἀνθρώπους δίκαιος, εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἄδικος τοῦ κόσμου, γιατὶ δὲν ἀδικεῖ ἀνθρώπους, ἀλλὰ τὸν Θεό, ποὺ τοῦ ἔδωσε τόσα χαρίσματα. Ὅταν ὅμως τὰ ἐξετάζη μὲ αὐτὸν  τὸν  τρόπο,  ἀκόμη  κι  ἂν  φθάση  σὲ  πνευματικὰ  μέτρα  καὶ  κάνη  χιλιάδες θαύματα τὴν ἡμέρα, πάλι δὲν θὰ τοῦ πῆ ὁ λογισμὸς ὅτι κάτι κάνει, γιατὶ ὅλα τὰ ἀποδίδει στὸν Θεὸ καὶ αὐτὸς ἐλέγχεται συνέχεια μήπως δὲν ἔχει ἀνταποκριθῆ σὲ ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Καὶ τότε ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ ἡ μία Χάρις νὰ διαδέχεται τὴν ἄλλη καὶ ἡ ἄλλη τὴν ἄλλη, καὶ ἔτσι γίνεται χαριτωμένος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἡ ταπείνωση τοῦ ἔγινε πλέον κατάσταση. Καὶ ὅταν τὰ ἀποδίδη ὅλα στὸν Θεὸ καὶ γίνη εὐγνώμων δοῦλος τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀκούση στὴν ἄλλη ζωὴ τὸ «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω»5.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


1 Εὐλόγησον: Συγχώρεσέ με.
2 Τὸ χωρίο δὲν ἐντοπίσθηκε.
3 Δ’ Βασ. 19, 15· Νεεμ. 9, 6· Ἐσθὴρ 4, 17· Ἠσ. 37, 16· Ἰερ. 39, 17.
4 Α’ Κορ. 4, 7.
5 Ματθ. 25, 21 καὶ 25, 23.


ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ – ΚΑΤΑΚΡΙΣΗ: Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΔΙΚΙΑ



«Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατὶ μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε "κατ᾿ ὄψιν", ἐξωτερικά, καὶ γι᾿ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 - «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε»1


Ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία


– Γέροντα, εὔκολα κρίνω καὶ κατακρίνω.
– Ἡ κρίση ποὺ ἔχεις, εἶναι, φυσικά, χάρισμα ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται τὸ ταγκαλάκι καὶ σὲ κάνει νὰ κατακρίνης καὶ νὰ ἁμαρτάνης. Γι᾿ αὐτό, μέχρι νὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση σου καὶ νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμός, νὰ μὴν τὴν ἐμπιστεύεσαι. Ὅταν κανεὶς ἀσχολῆται μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς κρίνη, ἐνῶ ἀκόμη δὲν ἔχει ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση του, πέφτει συνέχεια στὴν κατάκριση.
– Καὶ πῶς, Γέροντα, θὰ ἐξαγνισθῆ ἡ κρίση μου; – Πρέπει νὰ τὴν λαμπικάρης. Μπορεῖ νὰ ἔχης καλὴ διάθεση καὶ μιὰ δύναμη μέσα σου, ἀλλὰ πιστεύεις ὅτι κρίνεις πάντοτε σωστά. Ἡ κρίση σου ὅμως εἶναι ἀνθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο, νὰ ἀποκτήσης ἀνιδιοτέλεια, γιὰ νὰ ἔρθη ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ νὰ γίνη ἡ κρίση σου πνευματική, θεϊκή. Τότε ἡ κρίση σου θὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη· μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν λογικὴ τὴν ἀνθρώπινη.
Μόνον ὁ Θεὸς κρίνει δίκαια, γιατὶ μόνον Αὐτὸς γνωρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.  Ἐμεῖς,  ἐπειδὴ δὲν ξέρουμε τὴν  δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, κρίνουμε «κατ᾿ ὄψιν»2, ἐξωτερικά, καὶ γι᾿ αὐτὸ πέφτουμε ἔξω καὶ ἀδικοῦμε τὸν ἄλλον. Ἡ ἀνθρώπινη κρίση μας δηλαδὴ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδικία. Εἶδες τί εἶπε ὁ Χριστός: «Μὴ κρίνετε κατ᾿ ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε»3. Θέλει πολλὴ προσοχή· ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν τὰ πράγματα. Πρὶν ἀπὸ χρόνια σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας πολὺ εὐλαβὴς διάκος. Κάποτε ὅμως φόρεσε ροῦχα κοσμικὰ καὶ γύρισε στὴν πατρίδα του. Τότε πολλοὶ Πατέρες εἶπαν διάφορα ἐναντίον του. Ἀλλὰ τί εἶχε γίνει; Κάποιος τοῦ εἶχε  γράψει  ὅτι  οἱ  ἀδελφές  του  ἦταν  ἀκόμη  ἀτακτοποίητες  καί,  ἐπειδὴ  φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πῆγε νὰ τὶς βοηθήση. Ἔπιασε δουλειὰ σὲ ἕνα ἐργοστάσιο καὶ ζοῦσε πιὸ καλογερικὰ ἀπὸ ὅ,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τὶς ἀδελφές του, ἄφησε τὴν δουλειά του καὶ πῆγε πάλι σὲ μοναστήρι, γιὰ νὰ μείνη. Ὁ ἡγούμενος, ὅταν εἶδε ὅτι τὰ ἤξερε ὅλα, τυπικό, διακονήματα κ.λπ., τὸν ρώτησε ποῦ τὰ ἔμαθε καὶ ἐκεῖνος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ τοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Τότε ὁ ἡγούμενος ἐνημέρωσε τὸν ἐπίσκοπο, καὶ ἐκεῖνος τὸν χειροτόνησε ἀμέσως ἱερέα. Μετὰ πῆγε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι καὶ ἐκεῖ ζοῦσε πολὺ πνευματικὴ ζωή, μὲ πολλὴ ἄσκηση. Ἔφθασε σὲ ἁγία κατάσταση καὶ βοήθησε πνευματικὰ πολλοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ποὺ δὲν ξέρουν τί ἀπέγινε μπορεῖ ἀκόμη νὰ τὸν κατακρίνουν4. Πόσο πρέπει νὰ προσέχουμε τὴν κατάκριση! Πόσο ἀδικοῦμε τὸν πλησίον μας, ὅταν τὸν κατακρίνουμε! Ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν κατάκριση ἀδικοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους, διότι μᾶς ἀποστρέφεται ὁ Θεός. Τίποτε ἄλλο δὲν ἀποστρέφεται τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν κατάκριση, γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι δίκαιος καὶ ἡ κατάκριση εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀδικία.


Πῶς φθάνουμε στὴν κατάκριση


– Γέροντα, γιατί πέφτω συχνὰ στὴν κατάκριση;
– Ἐπειδὴ ἀσχολεῖσαι πολὺ μὲ τοὺς ἄλλους. Περιεργάζεσαι τὶς ἀδελφὲς καὶ θέλεις ἀπὸ περιέργεια νὰ μαθαίνης τί κάνει ἡ μιά, τί κάνει ἡ ἄλλη· ἔτσι μαζεύεις ὑλικό, γιὰ νὰ ἔχη τὸ ταγκαλάκι νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ σὲ ρίχνη στὴν κατάκριση.
– Γιατί, Γέροντα, ἐνῶ πρῶτα δὲν ἔβλεπα τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, τώρα τὰ βλέπω καὶ κατακρίνω; – Τώρα βλέπεις τὰ ἐλαττώματα τῶν ἄλλων, γιατὶ δὲν βλέπεις τὰ δικά σου. – Ἀπὸ ποῦ προέρχονται, Γέροντα, οἱ λογισμοὶ κατακρίσεως; – Ἀπὸ τὴν ἰδέα ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας – δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια – καὶ ἀπὸ τὴν τάση νὰ δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας.
– Γέροντα, ἡ κατάκριση ἔχει ἔλλειψη ἀγάπης; –  Ἔμ,  τί  ἔχει;  Καὶ  ἔλλειψη  ἀγάπης ἔχει  καὶ  ἀναίδεια ἔχει.  Ὅταν  δὲν  ἔχης ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὁπότε τοὺς ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις. Πάει μετὰ τὸ ταγκαλάκι καὶ τοὺς βάζει νὰ κάνουν καὶ ἄλλο σφάλμα· τὸ βλέπεις ἐσύ, τοὺς κατακρίνεις πάλι καὶ ὕστερα συμπεριφέρεσαι μὲ ἀναίδεια.
   Μερικὲς   φορές,   Γέροντα,   μὲ   στενοχωρεῖ      ἀδελφὴ   μὲ   τὴν   ὁποία συνεργάζομαι καὶ τὴν κατακρίνω. – Ποῦ ξέρεις ἐσὺ μὲ πόσα ταγκαλάκια πολεμάει ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἀδελφή; Μπορεῖ νὰ τὴν πολεμοῦσαν πενῆντα δαίμονες, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν, ὥστε νὰ σὲ κάνουν νὰ πῆς: «Ἄ, τέτοια εἶναι». Ὕστερα, ὅταν δοῦν ὅτι τὴν κατέκρινες, θὰ ἔρθουν πεντακόσιοι δαίμονες νὰ τὴν ρίξουν πάλι μπροστά σου, γιὰ νὰ τὴν κατακρίνης ἀκόμη περισσότερο. Μπορεῖ λ.χ. νὰ τῆς πῆς: «Ἀδελφή, μὴ βάζης αὐτὸ τὸ πράγμα ἐκεῖ· ἐδῶ εἶναι ἡ θέση του». Τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὴν κάνη τὸ ταγκαλάκι νὰ ξεχάση τί τῆς εἶπες καὶ νὰ τὸ βάλη πάλι στὴν ἴδια θέση. Θὰ κάνη καὶ καμμιὰ ἄλλη ἀταξία καὶ θὰ λὲς μὲ τὸν λογισμό σου: «Μὰ χθὲς τῆς εἶπα νὰ προσέξη καὶ σήμερα τὸ ἔβαλε πάλι ἐκεῖ! Ἔκανε κι ἄλλη ἀταξία!». Ὁπότε τὴν κατακρίνεις καὶ δὲν μπορεῖς νὰ συγκρατηθῆς καὶ νὰ μὴ μιλήσης.  «Ἀδελφή,  τῆς λές,  δὲν σοῦ εἶπα νὰ  μὴ  τὸ  βάζης ἐκεῖ;  Αὐτὸ  εἶναι ἀκαταστασία.  Μὲ  ἔχει  σκανδαλίσει  ἡ συμπεριφορά σου!».  Αὐτὸ  ἦταν!  Ὁ διάβολος ἔκανε τὴν δουλειά του. Σὲ ἔβαλε νὰ τὴν κατακρίνης, ἀλλὰ καὶ νὰ ψυχρανθῆς μαζί της. Καὶ ἐκείνη, ἐπειδὴ δὲν ξέρει ὅτι ἐσὺ ἤσουν αἰτία γιὰ τὴν ἀπροσεξία της, θὰ νιώθη τύψεις ποὺ σὲ σκανδάλισε καὶ θὰ πέση σὲ λύπη. Βλέπετε μὲ τί πονηριὰ ἐργάζεται τὸ ταγκαλάκι κι ἐμεῖς τὸ ἀκοῦμε;
Γι᾿  αὐτὸ  προσπαθῆστε  νὰ  μὴν  κρίνετε  κανέναν·  νὰ  κρίνετε  μόνον  τὰ ταγκαλάκια πού, ἐνῶ ἦταν Ἄγγελοι, κατήντησαν δαίμονες καί, ἀντὶ νὰ μετανοήσουν, γίνονται πιὸ πονηροὶ καὶ κακοὶ καὶ βάλθηκαν μὲ μανία νὰ καταστρέψουν τὰ πλάσματα  τοῦ  Θεοῦ.    πονηρὸς  δηλαδὴ  παρακινεῖ  τοὺς  ἀνθρώπους  νὰ  κάνουν
παραξενιὲς καὶ ἀταξίες, καὶ ὁ ἴδιος πάλι βάζει λογισμοὺς σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, γιὰ νὰ κρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν, καὶ ἔτσι νικάει καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Καὶ αὐτοὶ μὲν ποὺ νικοῦνται καὶ κάνουν ἀταξίες, αἰσθάνονται μετὰ τὴν ἐνοχή τους καὶ μετανοοῦν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατακρίνουν δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους, ὑπερηφανεύονται καὶ καταλήγουν στὴν ἴδια πτώση μὲ τὸν πονηρό, τὴν ὑπερηφάνεια.


Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ


– Ὅταν, Γέροντα, μοῦ περνάη ἕνας λογισμὸς εἰς βάρος τοῦ ἄλλου, εἶναι πάντοτε κατάκριση; – Δὲν τὸ καταλαβαίνεις ἐκείνη τὴν ὥρα; – Μερικὲς φορὲς ἀργῶ νὰ τὸ καταλάβω.
– Κοίταξε νὰ καταλαβαίνης τὸ συντομώτερο τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητᾶς συγχώρηση καὶ ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ τὴν ὁποία κατέκρινες καὶ ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ αὐτὸ γίνεται ἐμπόδιο στὴν προσευχή. Μὲ τὴν κατάκριση φεύγει αὐτομάτως ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δημιουργεῖται ἀμέσως ψυχρότητα στὴν ἐπικοινωνία σου μὲ τὸν Θεό. Πῶς νὰ κάνης μετὰ προσευχή; Ἡ καρδιὰ γίνεται πάγος, μάρμαρο.
   κατάκριση   καὶ      καταλαλιὰ   εἶναι   οἱ   μεγαλύτερες   ἁμαρτίες   καὶ ἀπομακρύνουν τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁμάρτημα. «Ὅπως τὸ νερὸ σβήνει τὴν φωτιά, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ἔτσι καὶ ἡ κατάκριση σβήνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ»5.
– Γέροντα, νυστάζω πολὺ στὴν πρωινὴ Ἀκολουθία. – Μήπως κατέκρινες καμμιὰ ἀδελφή; Ἐσὺ βλέπεις ἐξωτερικὰ τὰ πράγματα καὶ κατακρίνεις, γι᾿ αὐτὸ νυστάζεις μετὰ στὴν Ἀκολουθία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ κατακρίνει κανεὶς καὶ δὲν ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικὰ καὶ ἀποδυναμώνεται. Καὶ ὅταν ἀποδυναμωθῆ, ἢ νυστάζει ἢ ἔχει ἀυπνία.
– Γέροντα, συχνὰ πέφτω καὶ στὴν γαστριμαργία. – Κοίταξε, ἐκεῖνο ποὺ τώρα πρέπει νὰ προσέξης πολὺ εἶναι ἡ κατάκριση. Ἂν δὲν κόψης τὴν κατάκριση, οὔτε ἀπὸ τὴν γαστριμαργία θὰ μπορέσης νὰ ἀπαλλαγῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατακρίνει, ἐπειδὴ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, μένει ἀβοήθητος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κόψη τὰ ἐλαττώματά του. Καὶ ἂν δὲν καταλάβη τὸ σφάλμα του, γιὰ νὰ ταπεινωθῆ, θὰ ἔχη συνέχεια πτώσεις. Ἂν ὅμως τὸ καταλάβη καὶ ζητήση τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε ξαναέρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.


Ὅποιος κατακρίνει τοὺς ἄλλους, πέφτει στὰ ἴδια σφάλματα


– Γέροντα, πῶς συμβαίνει, ὅταν κατακρίνω μιὰ ἀδελφὴ γιὰ κάποιο σφάλμα της, σὲ λίγο νὰ κάνω κι ἐγὼ τὸ ἴδιο σφάλμα; – Ἂν κατακρίνη κανεὶς τὸν ἄλλον γιὰ ἕνα σφάλμα του καὶ δὲν καταλάβη τὴν πτώση  του,  ὥστε  νὰ  μετανοήση,  συνήθως  πέφτει  στὸ  ἴδιο  σφάλμα,  γιὰ  νὰ  τὸ καταλάβη.    Θεὸς  δηλαδὴ  ἀπὸ  ἀγάπη  ἐπιτρέπει  νὰ  ἀντιγράφη    ἄνθρωπος  τὴν κατάσταση αὐτοῦ τὸν ὁποῖο κατέκρινε. Ἂν πῆς λ.χ. ὅτι κάποιος εἶναι πλεονέκτης καὶ δὲν καταλάβης ὅτι κατέκρινες, ὁ Θεὸς παίρνει τὴν Χάρη Του καὶ ἐπιτρέπει νὰ πέσης κι ἐσὺ στὴν πλεονεξία· ἀρχίζεις τότε νὰ μαζεύης. Μέχρι νὰ καταλάβης τὴν πτώση σου καὶ νὰ ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ λειτουργοῦν οἱ πνευματικοὶ νόμοι.
Γιὰ νὰ σὲ βοηθήσω, θὰ σοῦ πῶ κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν ἤμουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Στομίου, ἔμαθα γιὰ μιὰ συμμαθήτριά μου ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ ὅτι εἶχε παραστρατήσει καὶ ἔκανε ζημιὰ κάτω στὴν Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπὸν νὰ τὴν φωτίση ὁ Θεὸς νὰ ἀνεβῆ στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ τῆς μιλήσω. Εἶχα ξεχωρίσει καὶ μερικὰ κομμάτια περὶ μετανοίας ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ Πατερικά. Μιὰ μέρα λοιπὸν ἦρθε μὲ δυὸ ἄλλες γυναῖκες. Μιλήσαμε καὶ ἔδειξε ὅτι κατάλαβε. Στὴν συνέχεια ἐρχόταν συχνὰ μὲ τὸ παιδί της καὶ ἔφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι γιὰ τὸν ναό. Μιὰ φορὰ κάποιοι γνωστοὶ προσκυνητὲς ἀπὸ τὴν Κόνιτσα μοῦ λένε: «Πάτερ, αὐτὴ ἡ γυναίκα ὑποκρίνεται. Ἐδῶ φέρνει κεριὰ καὶ λιβάνι καὶ κάτω συνεχίζει μὲ τοὺς ἀξιωματικούς». Ὅταν ξαναῆρθε, τὴν βρῆκα στὴν ἐκκλησία νὰ ἀσπάζεται τὶς εἰκόνες, καὶ τῆς ἔβαλα τὶς φωνές: «Φύγε ἀπὸ ᾿δῶ, τῆς εἶπα, ἔχεις βρωμίσει ὅλη τὴν περιοχή!...». Ἡ καημένη ἔφυγε κλαίγοντας. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο σαρκικὸ πόλεμο.
«Τί  εἶναι  αὐτό;  λέω.  Ποτέ  μου  δὲν  εἶχα  τέτοιον  πειρασμό.  Τί  συμβαίνει;».  Δὲν μποροῦσα νὰ βρῶ τὴν αἰτία. Κάνω προσευχή, τὰ ἴδια· ὁπότε παίρνω τὸν ἀνήφορο γιὰ τὴν Γκαμήλα6. «Καλύτερα νὰ μὲ φᾶνε οἱ ἀρκοῦδες», εἶπα. Προχώρησα ἀρκετὰ μέσα στὸ βουνό· ὁ πειρασμὸς δὲν ὑποχωροῦσε. Βγάζω τότε ἕνα τσεκουράκι ποὺ εἶχα κρεμασμένο στὴν μέση μου καὶ δίνω τρεῖς τσεκουριὲς στὸ πόδι μου, μήπως καὶ μὲ τὸν πόνο φύγη ὁ πειρασμός. Τὸ παπούτσι γέμισε αἷμα, ἀλλὰ τίποτε. Σὲ μιὰ στιγμὴ ἦρθε στὸν νοῦ μου ἐκείνη ἡ γυναίκα καὶ τὰ λόγια ποὺ τῆς εἶχα πεῖ. «Θεέ μου, εἶπα τότε, ἐγὼ γιὰ λίγο ἔζησα αὐτὴν τὴν κόλαση καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω, κι αὐτὴ ἡ ταλαίπωρη ποὺ ζῆ συνέχεια αὐτὴν τὴν κόλαση!... Συγχώρεσέ με ποὺ τὴν κατέκρινα». Ἀμέσως ἔνιωσα μιὰ δροσιὰ θεϊκὴ καὶ ἐξαφανίσθηκε ὁ πόλεμος. Βλέπεις τί κάνει ἡ κατάκριση7;


Ἂν παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, θὰ παραβλέψη καὶ ὁ Θεὸς τὰ δικά μας


– Γέροντα, σήμερα στὴν διαλογὴ τῶν ἐλιῶν κατέκρινα μερικὲς ἀδελφές, γιατὶ ἔβλεπα ὅτι δὲν ἔκαναν προσεκτικὰ τὴν δουλειά τους. – Κοίταξε νὰ ἀφήσης τὶς κρίσεις καὶ τὶς κατακρίσεις, γιατὶ μετὰ θὰ σὲ κρίνη κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἐσὺ δὲν βάζεις καμμιὰ ἐλιὰ λίγο χαλασμένη μὲ τὶς καλές;
– Ὄχι, Γέροντα, προσέχω νὰ μὴ βάζω. – Ἂν μᾶς κάνη τέτοιο καλὸ διάλεγμα ὁ Χριστὸς στὴν Κρίση, χαθήκαμε! Ἐνῶ, ἂν τώρα παραβλέπουμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ δὲν τοὺς κατακρίνουμε, θὰ μποροῦμε τότε νὰ ποῦμε στὸν Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι ἐμένα σὲ καμμιὰ ἄκρη μέσα στὸν Παράδεισο!». Θυμᾶστε τί γράφει τὸ Γεροντικὸ γιὰ ἕναν ἀμελῆ μοναχὸ ποὺ σώθηκε, ἐπειδὴ δὲν κατέκρινε; Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ πεθάνη, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ εἰρηνικός. Τότε ὁ Γέροντάς του, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν οἱ Πατέρες ποὺ εἶχαν μαζευτῆ ἀπὸ  τὰ  γύρω  Κελλιά,  τὸν  ρώτησε:  «Ἀδελφέ,  πῶς  δὲν  φοβᾶσαι  τὸν  θάνατο,  ἀφοῦ ἔζησες μὲ ἀμέλεια;». Καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀπάντησε: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔζησα μὲ ἀμέλεια· ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπάθησα νὰ μὴν κατακρίνω κανέναν, ὁπότε   τώρα   θὰ   πῶ   στὸν   Χριστό:   Χριστέ   μου,   εἶμαι   ἕνας   ταλαίπωρος,   ἀλλὰ τοὐλάχιστον τὴν ἐντολή Σου "μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε"8, τὴν τήρησα». «Μακάριος εἶσαι, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας, γιατὶ σώθηκες χωρὶς κόπο»9.
  Γέροντα,  μερικοὶ  πνευματικοὶ  ἄνθρωποι,  ὅταν  βλέπουν  κάποιον  νὰ  ζῆ ἁμαρτωλά, λένε: «Ἄ, αὐτός, ἔτσι ποὺ πάει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!». – Ἄχ, ἂν οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε στὴν κόλαση ἀπὸ τὶς καταχρήσεις, οἱ
πνευματικοὶ ἄνθρωποι θὰ πᾶνε ἀπὸ τὶς κατακρίσεις... Γιὰ κανέναν δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ πάη στὴν κόλαση. Ὁ Θεὸς δὲν ξέρουμε πῶς ἐργάζεται. Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄβυσσος. Κανέναν νὰ μὴν καταδικάζουμε, γιατὶ ἔτσι παίρνουμε τὴν κρίση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ· πᾶμε νὰ γίνουμε θεοί. Ἂν μᾶς ρωτήση ὁ Χριστὸς τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἂς ποῦμε τὴν γνώμη μας...

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1 Ματθ. 7, 1
2 Ἰω. 7, 24.
3 Ὅ.π.
4  Τὸ παράδειγμα αὐτὸ ἀναφέρεται σὲ μία ἐνέργεια, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ σωστή. Ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε, γιὰ νὰ τονίση ὅτι ἡ «κατ᾿ ὄψιν» κρίση, ὅσο σωστὴ καὶ ἂν φαίνεται, μπορεῖ νὰ ἀδικήση τὸν ἄλλον.
5 Βλ. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, μεταγλωττισθεῖσα ὑπὸ Ἰερεμίου Σιναΐτου, ἐκδοθεῖσατὸ πρῶτον ἐν ἔτει 1774 ἐν Βενετίᾳ, Λόγος Ι´, η´, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1969, σ. 145.
6  Γκαμήλα ὀνομάζεται ἡ βουνοκορφὴ τῆς Πίνδου Πάπιγγο-Τύμφη, ἐπειδὴ τὸ σχῆμα της μοιάζει μὲ καμήλα.
7         Γέροντας   ἀποκαλύπτοντας   ἐξομολογητικὰ   τὸ   γεγονὸς   αὐτό,   ἀποκαλύπτει συγχρόνως τὸ μαρτυρικό του φρόνημα, τὸ ὁποῖο πήγαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κατέφλεγε τὴν καρδιά του καὶ τὸν παρακινοῦσε πρὸς κάθε ὑπερβολὴ ἀσκήσεως καὶ ὀδύνης. Τὸ κίνητρο δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτὴν τοῦ πειρασμοῦ δὲν ἦταν τὸ μίσος πρὸς τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν Χριστό. (Παρόμοια παραδείγματα μαρτυροῦνται καὶ στοὺς βίους τῶν Ἁγίων. Βλ. Βίος Ὁσίου Μαρτινιανοῦ, 13 Φεβρουαρίου).  Ὁ Γέροντας ἀνέφερε τὸ γεγονὸς αὐτό, γιὰ νὰ τονίση ὅτι μὲ τὴν κατάκριση ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ· σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν θὰ ὑπεδείκνυε παρόμοια ἀντιμετώπιση ἑνὸς σαρκικοῦ πειρασμοῦ.
8 Ματθ. 7, 1.
9  Βλ. Τὸ Μέγα Γεροντικόν, τόμος Α´, κεφ. Γ´, παρ. 51, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1994, σ. 344.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς κατακρίσεως


Ἂν στραφοῦμε στὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ κατακρίνουμε


– Γέροντα, ὅταν βλέπω κάποια ἀταξία στὸ διακόνημα, κατακρίνω μέσα μου. – Ἐσύ, νὰ κοιτᾶς τὴν εὐταξία τὴν δική σου καὶ ὄχι τὶς ἀταξίες τῶν ἄλλων. Νὰ
εἶσαι αὐστηρὴ μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὄχι μὲ τοὺς ἄλλους. Τί δουλειὰ ἔκανες σήμερα; – Ξεσκόνιζα.– Ξεσκόνιζες τοὺς ἄλλους ἢ τὸν ἑαυτό σου; – Δυστυχῶς τοὺς ἄλλους. –  Κοίταξε, θὰ ἀρχίσης νὰ κάνης δουλειὰ  στὸν  ἑαυτό  σου, ὅταν  πάψης  νὰ ἀσχολῆσαι μὲ τὸ τί κάνουν οἱ ἄλλοι γύρω σου. Ἂν ἀσχολῆσαι μὲ τὸν ἑαυτό σου καὶ πάψης νὰ ἀσχολῆσαι μὲ τοὺς ἄλλους, θὰ βλέπης μόνον τὰ δικά σου σφάλματα καὶ
στοὺς ἄλλους δὲν θὰ βρίσκης κανένα σφάλμα. Τότε θὰ ἀπελπισθῆς μὲ τὴν καλὴ ἔννοια ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ κατακρίνης μόνον τὸν ἑαυτό σου. Θὰ αἰσθάνεσαι τὴν ἁμαρτωλότητά σου καὶ θὰ ἀγωνίζεσαι νὰ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες σου. Ὕστερα, ὅταν θὰ βλέπης στοὺς ἄλλους κάποια ἀδυναμία, θὰ λές: «Μήπως ἐγὼ ξεπέρασα τὶς ἀδυναμίες μου; Πῶς λοιπὸν ἔχω τέτοια ἀπαίτηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους;». Γι᾿ αὐτὸ νὰ μελετᾶς καὶ νὰ παρακολουθῆς συνέχεια τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ ἀποφεύγης τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια, καὶ νὰ ἔχης αὐτομεμψία μὲ διάκριση, γιὰ νὰ ἀποφεύγης τὴν ἐσωτερικὴ κατάκριση· ἔτσι θὰ διορθωθῆς.
– Γέροντα, ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ γράφει: «Ἐὰν ἀγαπᾷς τὴν καθαρότητα, εἰσελθὼν ἔργασαι ἐν τῇ ἀμπέλῳ τῆς καρδίας σου, ἐκρίζωσον ἐκ τῆς ψυχῆς σου τὰ πάθη, ἔργασαι μὴ γνῶναι κακίαν ἀνθρώπου»1. Τί ἐννοεῖ;
– Ἐννοεῖ νὰ στραφῆς στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ κάνης δουλειὰ στὸν ἑαυτό σου. Οἱ Ἅγιοι πῶς ἁγίασαν; Εἶχαν στραφῆ στὸν ἑαυτό τους καὶ ἔβλεπαν μόνον τὰ δικά τους πάθη. Μὲ τὴν αὐτοκριτικὴ καὶ τὴν αὐτομεμψία ποὺ εἶχαν, ἔπεσαν τὰ λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ ἔφθασαν νὰ βλέπουν καθαρὰ καὶ βαθιά. Ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους κάτω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλους τοὺς θεωροῦσαν καλύτερους ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Τὰ δικά τους σφάλματα τὰ ἔβλεπαν μεγάλα καὶ τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων πολὺ μικρά, γιατὶ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ ὄχι μὲ τὰ γήινα μάτια. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅταν ἔλεγαν: «Ἐγὼ εἶμαι χειρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους». Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους εἶχαν καθαρίσει καὶ εἶχαν γίνει διόπτρες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔβλεπαν τὰ μικρά τους σφάλματα – τὰ ξυλαράκια – σὰν δοκάρια. Ἐμεῖς ὅμως, ἐνῶ τὰ σφάλματά μας εἶναι δοκάρια, δὲν τὰ βλέπουμε ἢ τὰ βλέπουμε σὰν ξυλαράκια2. Κοιτᾶμε τοὺς ἄλλους μὲ τὸ μικροσκόπιο καὶ βλέπουμε τὰ δικά τους ἁμαρτήματα μεγάλα, ἐνῶ τὰ δικά μας δὲν τὰ βλέπουμε, γιατὶ δὲν καθάρισαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας.
Ἡ βάση εἶναι νὰ καθαρίσουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τὸν τυφλό: «πῶς βλέπεις τώρα τοὺς ἀνθρώπους;», ἐκεῖνος Τοῦ ἀπάντησε: «σὰν δένδρα»3
γιατὶ δὲν εἶχε ἀποκατασταθῆ ὅλο τὸ φῶς του. Ὅταν ἀποκαταστάθηκε ὅλο τὸ φῶς του, τότε ἔβλεπε καθαρά. Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν φθάση σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, ὅλα τὰ βλέπει καθαρά, ὅλα τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων τὰ δικαιολογεῖ, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, γιατὶ τὰ βλέπει μὲ τὸ θεϊκὸ μάτι καὶ ὄχι μὲ τὸ ἀνθρώπινο.


Ἂν δικαιολογοῦμε τοὺς ἄλλους, δὲν θὰ τοὺς κατακρίνουμε


– Γέροντα, ὅταν μοῦ περνοῦν λογισμοὶ ὑπερηφανείας καὶ κατακρίσεως, προσπαθῶ νὰ δικαιολογῶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ εἶναι πτώση ἢ ἀγώνας;
– Ἀγώνας εἶναι. Ὅταν κάποιος χαζεύη μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα καὶ μπῆ μιὰ μύγα στὸ στόμα του, θὰ τὴν φτύση. Ἀλλὰ καλύτερα εἶναι νὰ προσέχη νὰ μὴν μπῆ.– Συχνὰ ὅμως, Γέροντα, βλέποντας τί κάνουν οἱ ἄλλοι τοὺς κατακρίνω. – Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, δὲν μπορεῖς νὰ μὴ βλέπης τί γίνεται γύρω σου. Πρέπει ὅμως νὰ ἀποκτήσης διάκριση, ὥστε νὰ δίνης στοὺς ἄλλους ἐλαφρυντικὰ καὶ νὰ τοὺς δικαιολογῆς. Τότε θὰ τοὺς βλέπης σὲ καλὴ κατάσταση.
  Γέροντα,  τὴν  ὥρα τῆς Ἀκολουθίας ἔχω λογισμοὺς γιατί  μιὰ  ἀδελφὴ δὲν ἔρχεται στὸ ἀναλόγιο νὰ ψάλη, γιατί μιὰ ἄλλη ψάλλει σιγανά, καὶ συνέχεια κατακρίνω.– Ἔ, καλά, γιατί δὲν σκέφτεσαι ὅτι ἡ ἀδελφὴ ἴσως εἶναι κουρασμένη ἢ εἶχε ἕναν πόνο καὶ δὲν μπόρεσε νὰ κοιμηθῆ, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ψάλλει; Ξέρω ἀδελφὲς πού, καὶ ἄρρωστες νὰ εἶναι καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ σύρουν τὰ πόδια τους ἀπὸ τὸν πυρετό, θὰ ἀγωνισθοῦν νὰ μὴ γίνη αὐτὸ ἀντιληπτό, γιὰ νὰ μὴν τὶς ποῦν νὰ φύγουν ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ πάη ἄλλη ἀδελφὴ στὴν θέση τους καὶ δυσκολευθῆ. Αὐτὸ δὲν σὲ συγκινεῖ;
– Μὲ συγκινεῖ, Γέροντα, ἀλλὰ δὲν καταφέρνω πάντα νὰ δικαιολογήσω μιὰ ἀδελφή, ὅταν φέρεται ἄσχημα. – Σκέφθηκες ποτὲ ὅτι ἡ ἀδελφὴ μπορεῖ νὰ φέρεται ἄσχημα, γιὰ νὰ κρύψη τὴν ἀρετή της; Ἐγὼ γνωρίζω ἀνθρώπους ποὺ κάνουν ἐπίτηδες ἀταξίες καὶ τοὺς κακολογοῦν ὅσοι δὲν ἀσχολοῦνται μὲ τὸν ἑαυτό τους. Ἢ μπορεῖ κάποια ἀδελφὴ νὰ φερθῆ ἄσχημα, ἐπειδὴ εἶναι κουρασμένη, ἀλλὰ ἀμέσως μετανοιώνει· ἐσὺ τὴν κατακρίνεις, ἐνῶ ἐκείνη ἔχει ἤδη μετανοιώσει γιὰ τὴν ἄσχημη συμπεριφορά της. Στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων εἶναι ταπεινωμένη, στὰ μάτια ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ψηλά.
– Γέροντα, ἔχω μιὰ στενότητα· δὲν ἔρχομαι στὴν θέση τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ τὸν δικαιολογήσω.– Νὰ βλέπης μὲ πόνο τὸν ἄλλον ποὺ σφάλλει καὶ νὰ δοξάζης τὸν Θεὸ γιὰ ὅσα σοῦ ἔχει δώσει, γιατὶ μετὰ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πῆ: «Ἐγώ, παιδί μου, τόσα σοῦ ἔδωσα, κι ἐσὺ γιατί μοῦ φέρθηκες σκληρά;». Νὰ βλέπης πλατιὰ τὰ πράγματα. Νὰ σκέφτεσαι τὸ παρελθὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δόθηκαν νὰ καλλιεργήση τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ εἶχες ἐσὺ καὶ δὲν τὶς ἀξιοποίησες. Ἔτσι θὰ συγκινηθῆς ἀπὸ τὶς δωρεὲς ποὺ σοῦ χάρισε ὁ Θεός, θὰ Τὸν δοξολογήσης γι᾿ αὐτὲς καὶ θὰ ταπεινωθῆς, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίθηκες. Παράλληλα θὰ νιώσης ἀγάπη καὶ πόνο γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ δὲν εἶχε τὶς δικές σου εὐκαιρίες καὶ θὰ κάνης γι᾿ αὐτὸν καρδιακὴ προσευχή.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ κάνουν ἐγκλήματα μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν πολλὰ ἐλαφρυντικά. Ποιός ξέρει οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πῶς εἶναι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ; Ἐὰν δὲν μᾶς βοηθοῦσε ὁ  Θεός, μπορεῖ  κι  ἐμεῖς νὰ ἤμασταν  ἀλῆτες.  Κάποιος ἐγκληματίας
ἔκανε λ.χ. εἴκοσι ἐγκλήματα καὶ τὸν κατακρίνω καὶ δὲν σκέφτομαι τί παρελθὸν ἔχει. Ποιός ξέρει πόσα ἐγκλήματα μπορεῖ νὰ ἔκανε ὁ πατέρας του!... Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τί κλοπὲς θὰ τὸν ἔβαζαν νὰ κάνη! Ὕστερα, ὅταν ἦταν νέος, πόσα χρόνια θὰ ἔζησε μέσα στὶς φυλακὲς καὶ θὰ καθοδηγήθηκε ἀπὸ ἄλλους ἔμπειρους φυλακισμένους. Αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε κάνει ὄχι εἴκοσι ἀλλὰ σαράντα ἐγκλήματα καὶ συγκρατήθηκε. Ἐνῶ ἐγὼ μὲ τὴν κληρονομικότητα καὶ μὲ τὴν ἀγωγὴ ποὺ εἶχα, θὰ ἔπρεπε τώρα νὰ ἔκανα θαύματα. Ἔκανα; Ὄχι. Ἄρα εἶμαι ἀναπολόγητος. Ἀλλά, ἀκόμη καὶ εἴκοσι θαύματα ἂν ἔκανα, ἐνῶ μποροῦσα νὰ κάνω σαράντα, πάλι θὰ ἤμουν ἀναπολόγητος. Μὲ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς διώχνουμε τὴν κατάκριση καὶ ἀνοίγουμε μία ρωγμὴ στὴν σκληρὴ καρδιά μας.


Νὰ μὴ βγάζουμε εὔκολα συμπεράσματα


– Γέροντα, τί θὰ μὲ βοηθήση νὰ μὴν κατακρίνω;– Ὅλα εἶναι πάντοτε ἔτσι ὅπως τὰ σκέφτεσαι ἐσύ;– Ὄχι, Γέροντα. – Ἔ, τότε νὰ λές: «Δὲν σκέφτομαι πάντοτε σωστά· πολλὲς φορὲς κάνω λάθος. Νά, στὴν τάδε περίπτωση σκέφθηκα ἔτσι καὶ βγῆκε ὅτι εἶχα ἄδικο. Στὴν τάδε περίπτωση  ἔκρινα  καὶ  ἔπεσα  ἔξω,  ὁπότε  τὸν  ἀδίκησα  τὸν  ἄλλον.  Ἑπομένως  δὲν πρέπει νὰ ἀκούω τὸν λογισμό μου». Ὁ καθένας μας λίγο–πολὺ ἔχει περιπτώσεις ποὺ ἔπεσε ἔξω στὴν κρίση του. Ἂν φέρη στὸν νοῦ του τὶς περιπτώσεις ποὺ ἔκρινε καὶ ἔπεσε ἔξω, τότε θὰ ἀποφεύγη τὴν κατάκριση. Ἀλλὰ καὶ μιὰ φορὰ νὰ μὴν ἔπεσε ἔξω καὶ νὰ εἶχε δίκαιο, ποῦ ξέρει τὰ ἐλατήρια τοῦ ἄλλου; Ξέρει πῶς ἔγινε κάτι; Νὰ μὴ βγάζουμε εὔκολα συμπεράσματα.
Κι ἐγώ, ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τὴν κατάκριση ψωμοτύρι. Ἐπειδὴ ζοῦσα λίγο προσεκτικὰ καὶ εἶχα μιὰ ψευτοευλάβεια, ὅ,τι μοῦ φαινόταν στραβό, τὸ ἔκρινα. Γιατί, ὅταν  στὸν  κόσμο  ζῆ κανεὶς  λίγο  πνευματικά,  μπορεῖ  νὰ  βλέπη  πολλὰ  κουσούρια στοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴ βλέπη ἀρετές. Ἐκείνους ποὺ καλλιεργοῦν τὴν ἀρετὴ μπορεῖ νὰ μὴ τοὺς βλέπει, γιατὶ ζοῦν στὴν ἀφάνεια, ἀλλὰ νὰ βλέπη τοὺς ἄλλους ποὺ κάνουν ἀταξίες καὶ νὰ τοὺς κατακρίνη. «Αὐτός, λέει, κάνει ἔτσι, ἐκεῖνος περπατάει ἔτσι, ὁ ἄλλος κοιτάζει ἔτσι...».
Ξέρετε  τί  εἶχα  πάθει  μιὰ  φορά;  Εἴχαμε  πάει  μὲ  ἕναν  γνωστό  μου  νὰ λειτουργηθοῦμε σὲ ἕνα μοναστήρι στὸ Μονοδένδρι, ἐννιὰ ὧρες περίπου μακριὰ ἀπὸ τὴν Κόνιτσα. Ὅταν μπήκαμε στὸν ναό, ὁ γνωστός μου στάθηκε στὸ ἀναλόγιο, γιὰ νὰ ψάλη, καὶ ἐγὼ πῆγα στὸ στασίδι πίσω ἀπὸ τὸν ψάλτη· παρακολουθοῦσα κι ἔψελνα σιγανά. Κάποια στιγμὴ ἦρθε μιὰ γυναίκα μὲ μαῦρα, σχετικὰ νέα, στάθηκε δίπλα μου καὶ συνέχεια μὲ κοιτοῦσε. Μὲ κοιτοῦσε, ἔκανε τὸν σταυρό της· μὲ κοιτοῦσε, ἔκανε τὸν σταυρό της... Εἶχα ἀγανακτήσει. «Βρέ, παιδάκι μου, ἔλεγα μέσα μου, τί σόι ἄνθρωπος εἶναι αὐτή; Μέσα στὸν κόσμο, μέσα στὴν ἐκκλησία, τί κοιτάζει ἔτσι;». Ἐγὼ τὶς ἀδελφές μου, ὅταν περνοῦσαν στὸν δρόμο δίπλα μου, δὲν τὶς ἔβλεπα. Πήγαιναν μετὰ στὸ σπίτι καὶ ἔκαναν παράπονα στὴν μάνα μας: «Μὲ εἶδε ὁ Ἀρσένιος4, ἔλεγαν, καὶ δὲν μοῦ μίλησε!». «Καλά, μοῦ ἔλεγε μετὰ ἡ μητέρα μου, βλέπεις τὶς ἀδελφές σου στὸν δρόμο καὶ δὲν τὶς μιλᾶς;». «Ἐγὼ θὰ κοιτάζω ἂν αὐτὴ ποὺ περνάει δίπλα μου εἶναι ἡ ἀδελφή


4 Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομα τοῦ Γέροντα.

μου; τῆς ἔλεγα. Ἕνα σωρὸ σόι ἔχουμε5. Αὐτὸ θὰ κάνω;». Θέλω νὰ πῶ, εἶχα κάτι τέτοιες ἀκρότητες. Νὰ περνᾶ τώρα δίπλα σου ἡ ἀδελφή σου καὶ νὰ μὴν τῆς μιλᾶς! Τέλος πάντων... Μόλις λοιπὸν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, πῆγε αὐτὴ ἡ μαυροφόρα καὶ παρακάλεσε τὸν ἱερέα νὰ μοῦ πῆ νὰ πάω στὸ σπίτι της, γιατὶ ἔμοιαζα πολὺ μὲ τὸ παιδί της ποὺ εἶχε σκοτωθῆ στὸν πόλεμο! Ὅταν πῆγα στὸ σπίτι της, εἶδα τὴν φωτογραφία τοῦ παιδιοῦ της· πραγματικά, μοιάζαμε σὰν ἀδέλφια! Αὐτὴ ἡ καημένη μὲ κοιτοῦσε μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἔκανε τὸν σταυρό της σὰν νὰ ἔβλεπε τὸ παιδί της. Κι ἐγὼ ἔλεγα: «Τὴν ἀθεόφοβη, μέσα στὴν ἐκκλησία πῶς κοιτάζει!». Ὤ, μετὰ ξέρετε πῶς μὲ εἶχε λειώσει αὐτὸ τὸ περιστατικό; «Γιὰ δές, εἶπα, ἐσὺ νὰ ἔχης τέτοιους λογισμούς, ὅτι ποιός ξέρει τί γυναίκα εἶναι καὶ μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία νὰ μὴ ντρέπεται καθόλου..., καὶ αὐτὴ ἡ φουκαριάρα νὰ ἔχη χάσει τὸ παιδί της καὶ νὰ ἔχη τὸν καημό της!».
Μιὰ ἄλλη φορὰ κατέκρινα τὸν ἀδελφό μου ποὺ ἦταν φαντάρος. Μοῦ ἔστειλε μήνυμα ὁ σιτιστής: «Ἔδωσα στὸν ἀδελφό σου δύο μπετόνια μὲ λάδι· τί ἔγιναν τὰ μπετόνια;». «Μά, αὐτὸς ἐκεῖ πέρα, εἶπα, ἔφερνε στὸ σπίτι τοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς φιλοξενούσαμε, τώρα πῶς τὄκανε αὐτό, νὰ πάρη λάδι ἀπὸ τὸν στρατό;». Ὁπότε πιάνω καὶ γράφω στὸν ἀδελφό μου ἀγανακτισμένος ἕνα γράμμα... Κι ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντάει:
«Τὰ μπετόνια νὰ τὰ ζητήσης ἀπὸ τὴν νεωκόρο τῆς κάτω ἐκκλησίας»! Αὐτὸς τὸ λάδι τὸ εἶχε στείλει στὴν ἐκκλησία τῆς κάτω Κόνιτσας, γιατὶ ἦταν φτωχή. «Χρόνια πολλά, εἶπα τότε στὸν ἑαυτό μου. Τὴν ἄλλη φορὰ κατέκρινες ἐκείνη τὴν φουκαριάρα· τώρα τὸν ἀδελφό σου. Ἄλλη φορὰ τίποτε-τίποτε!». Θέλω νὰ πῶ, ὅταν εἶδα ὅτι ἔπεφτα ἔξω στὶς κρίσεις μου, ἐξέταζα τὸν ἑαυτό μου: «Στὴν τάδε περίπτωση εἶχα πεῖ γιὰ τὸν ἄλλον ὅτι ἐνήργησε ἔτσι, ἀλλὰ τὰ πράγματα ἦταν διαφορετικά. Ἄλλη φορὰ ἄλλο συμπέρασμα εἶχα βγάλει κι ἀλλιῶς ἦταν». Ἔτσι ἔβαλα τὸν ἑαυτό μου στὴν θέση του.
«Ἄλλη φορά, εἶπα, δὲν θὰ κρίνης καθόλου. Τελεία-παύλα! Εἶσαι  στραβὸς καὶ ὅλα στραβὰ καὶ ἀνάποδα τὰ βλέπεις. Κοίταξε νὰ γίνης σωστὸς ἄνθρωπος». Καὶ μετά, ὅταν μοῦ   φαινόταν   κάτι   στραβό,   ἔλεγα:   «Κάτι   καλὸ   θὰ   εἶναι,   ἀλλὰ   ἐγὼ   δὲν   τὸ καταλαβαίνω·  ὅσες  φορὲς  ἔβαλα  ἀριστερὸ  λογισμό,  ἔπεσα  ἔξω».  Ὅταν  πλέον σιχάθηκα τὸν ἑαυτό μου, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ὅλους τοὺς δικαιολογοῦσα· γιὰ τοὺς ἄλλους ἔβρισκα πάντα ἐλαφρυντικὰ καὶ μόνον τὸν ἑαυτό μου κατέκρινα. Ἀλλά, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του, ὅλα τὰ περνάει ἀπαρατήρητα καὶ μετὰ στὴν Κρίση θὰ εἶναι ἀναπολόγητος.


Θέλει παλληκαριά, γιὰ νὰ κοπῆ ἡ κατάκριση6.Λοιπόν:Καλὴ Ἀρχή. STOP.STOP τῶν κριτικῶν λογισμῶν. Ἀμήν.
Καλὴ ἐξάγνιση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἀμήν.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1  Βλ. Τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαάκ, Τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικά, Ἐπιστολὴ Δ´, ἐκδ. Βασ.
Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 383.
2 Βλ. Ματθ. 7, 3.
3 Βλ. Μάρκ. 8, 24.
5  Ὁ Γέροντας εἶχε ἑπτὰ ἀδέλφια. Αὐτὴν τὴν ἐποχὴ οἱ τρεῖς μεγαλύτερες ἀδελφές του
εἶχαν ἤδη δημιουργήσει οἰκογένεια.
6 Ὁ Γέροντας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα ὑπὸ τύπον τηλεγραφήματος πρὸς δόκιμη ἀδελφή.


Eισαγωγή  και δημοσίευση Κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια και  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο .Διαβάστε και τούς Ορους Χρήσης του Ιστολογίου

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |