ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ανεξικακία

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Ανεξικακία



Σταλαγματιές απο τήν Πατερική Σοφία
Τό Γεροντικόν
Ανεξικακία


Ο ΑΒΒΑΣ Ισίδωρος ό Πρεσβύτερος μιάς σκήτης στήν Αίγυπτο είχε τόση Ανεξικακία. ώστε έπαιρνε κοντά του Κι΄ έδιώρθωνε όλους τούς κακούς υποτακτικούς. Όταν λόγου χάρι συνέβαινε νά έχη κανένας άπό τούς Γέροντας υποτακτικό άντίλογο ή Ανυπότακτο καί ήθελε νά τόν διώξη, ό Άββας Ισίδωρος προλάβαινε καί τού έλεγε
Φέρε τον σέ μένα. Αδελφέ.
Τόν κρατούσε στό κελλί, καί μέ τήν καλωσύνη καί τήν υπομονή του τόν διώρθωνε καί τόν έστελνε σωφρονισμένο στό Γέροντά του.
Στήν Εκκλησία πάλι τό πιό προσφιλές του κήρυγμα ήτο τό «έάν γάρ Αφήτε τοΐς άνθρωποις τά παραπτώματα αυτών...».
Αδελφοί, συγχωρήσατε, συγχωρήσατε τούς Αδελφούς σας. γιά νά συγχωρηθοΰν αΐ άμαρτίαι σας, έφώναζε Από τόν άμβωνα μέ όλη τή δύναμι τής ψυχής του ό άγιος Γέροντας.
·ΕΝΑΣ ΑΠΟ τούς Πατέρας τής έρήμου έκανε αυτήν τήν παραστατική διδασκαλία στούς νεωτέρους μοναχούς:
Ύπόθεσε. άδελφέ μου, ότι  αύτήν τήν στιγμή παίρνω τό πρόσωπο τού δικαίου Κριτού καί άνεβαίνω στό δικαστικό βήμα. Σέ έρωτώ λοιπόν «Τί θέλεις νά σού κάνω;». Άν μού είπής, «έλέησέ με», σού άποκρίνομαι «έλόησε καί σύ τόν άδελφό σου». "Αν πάλι μού είπής «συγχώρησόν με», σού άπαντώ «συγχώρησε καί σύ τά σφάλματα τού πλησίον σου».
Μήπως είναι άδικος ό Κριτής; Μή γένοιτο!
'Αδελφέ, στό χέρι σου είναι νά κερδίσης τή συμπάθεια


τού Κριτού, άρκεϊ νά έχης μάθει νά συγχωρής.
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ πού έτυχε ν' άδικηθή άπό κάποιον άλλο έπήγε στόν Άββά Σισώη καί τού έξωμολογήθη
—        Πάτερ, ό τάδε άδελφός μέ αδίκησε Κι΄ ό λογισμός μου μέ βασανίζει νά τόν έκδικηθώ.
—        “Οχι. τέκνον, άρχισε νά τόν συμβουλεύη ό "Οσιος. "Αφησε τήν έκδίκησι στά χέρια τού Θεού.
—        Δέ Οά ήσυχάσω. άν δέν τόν κάνω νά πονέση. όπως πόνεσα Κι΄ έγώ, έξακολουθούσε νά λέγη συνεπαρμένος άπό τό πάθος του ό νέος.
'Αφού δέν έπαιρνε άπό λόγια, ό Όσιος τόν φώναξε νά κάνουν προσευχή μαζί, γιά νά τόν φωτίση ό Θεός νά καταλάβη ποιό ήτο τό ψυχικό του συμφέρον. Έγονάτισαν ό ένας δίπλα στόν άλλον καί ό Άββάς Σισώης, σηκώνοντας τά χέρια πρός τόν ουρανό, είπε αυτή τήν προσευχή
—        Κύριε καί θεέ μας. έμεΐς τά παιδιά σου σού δηλώνομε σήμερα μέ τάς πράξεις μας, ότι  δέν έχομε πιά ανάγκη νά έχης Σύ τήν φροντίδα μας. γιατί έμάθαμε μόνοι νά φροντίζωμε γιά τόν έαυτόν μας καί αυτοπροσώπως νά έκδικούμεθα γιά λογαριασμό μας.
Ταράχτηκε ό άδελφός άκούγοντας τά λόγια τής προσευχής, Εστω καί άν ήσαν απολύτως σύμφωνα μέ τήν ψυχική του κατάστασι.
Συγχώρησέ με. Πάτερ. είπε μετανοημένος στόν "Αγιο Γέροντα. Δέν Επιθυμώ πιά νά Εκδικηθώ τόν άδελφό μου.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ πήγε νά συμβουλευθή τόν Άββά Σιλουανό.
Έχω Ενα θανάσιμο Εχθρό. Πάτερ. τού έξωμολογήθη. Τά κακά πού μού Εχει προξενήσει αυτός ό άνθρωπος είναι άναρίθμητα. Πρό καιρού κέρδισε μέ άπάτη Ενα μεγάλο κομμάτι άπό τό χωράφι μου. Μέ συκοφαντεί, όπου βρεθή, κακολογεί Κι΄ Εμένα καί τήν οίκογένειά μου. Μού Εχει κάνει τό βίο άβίωτο. Τώρα τελευταία μάλιστα Επιβουλεύεται καί τήν ζωή μου. Πριν λίγες ημέρες Εμαθα πώς άποπειράθηκε νά μέ δηλητηριάση. Δέν παίρνει άλλο λοιπόν. Είμαι αποφασισμένος νά τόν παραδώσω στή δικαιοσύνη.
Κάνε όπως θέλεις, τού είπε μέ άδιαφορία ό Άββάς Σιλουανός.
Δέν νομίζεις. Πάτερ, πώς όταν τιμωρηθή καί μάλιστα αυστηρά, όπως τού πρέπει, θά σωθή ή ψυχή του; ρώτησε ό άνθρωπος, πού τώρα άρχισε νά Ενδιαφέρεται καί γιά τήν ψυχική ώφέλεια τού Εχθρού του.
Κάνε ό.τι σέ άναπαύει, Εξακολουθούσε νά λέγη μέ τό ίδιο ύφος ό Όσιος.
Πηγαίνω, λοιπόν, στόν δικαστή κατ' ευθείαν, είπε ό χριστιανός Κι΄ έσηκώθηκε νά φύγη.
Μή βιάζεσαι τόσο, τού είπε μέ ήρεμία ό Όσιος. “Ας προσευχηθούμε πρώτα νά κατευόδωση ό θεός τήν πράξιν σου.
“Αρχισε τό «Πάτερ ημών».
«Καί μή άφίης ήμϊν τά όφειλήματα ήμών, ώς ούδέ ήμείς άφίεμεν τοϊς όφειλέταις ήμών». άκούστησε νά λέγη μεγαλοφώνως ό Όσιος, σάν έφτασε σ' αυτόν τόν στίχο.
Λάθος. Άββά. δέ λέγει Ετσι ή Κυριακή Προσευχή. έσπευσε νά διόρθωση ό χριστιανός.
— “Ετσι όμως είναι, άπεκρίθη με όλη  του τήν απάθεια ό Γέρων. 'Αφού άποφάσισες νά παραδώσης τόν αδελφό σου στό δικαστή, ό Σιλουανός δεν κάνει άλλη προσευχή γιά σένα.
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Γέροντας είδε μιά μέρα δύο άδελφούς νά μεταφέρουν ένα λείψανο.
Τούς νεκρούς βαστάζετε; τούς φώναξε. Δέν πηγαίνετε καλύτερα νά βαστάζετε τούς ζωντανούς;

ΜΕΡΙΚΟΙ εύλαβείς νέοι άνέβηκαν στή σκήτη νά έπισκεφθούν ένα πνευματικό Γέροντα. “Εξω άπό τήν καλύβη του βρήκαν κάτι τσομπανόπουλα, πού έβοσκαν τά κοπάδια τους. “Εκαναν όμως τόση φασαρία μέ τά παιχνίδια καί τις φωνές τους, πού άπόρησαν οί έπισκέπται.
Πώς ανέχεσαι αύτά τά παλιόπαιδα, Πάτερ, καί δέν τά διώχνεις; ρώτησαν τόν Γέροντα.
Είναι καιρός τώρα, τέκνα μου, άπεκρίθη ό άγαθός Γέρων, πού έχω αποφασίσει νά τά μαλώσω καί νά τά διώξω. Κάθε φορά όμως όναβάλλω, λέγοντας στόν έαυτό μου άν τόσο μικρή ένόχλησι δέν άνέχεσαι, πώς θά σηκώσης ένα πιό μεγάλο πειρασμό; “Ετσι συνηθίζω νά δέχωμαι εύχαρίστως τις μικροδοκιμασίες, πού μού στέλνει ό Κύριός μου.
ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΡΗΜΙΤΗΣ είχε ένα νεαρό μαθητή δύστροπο Κι΄ ανυπότακτο. Μέ κανένα τρόπο δέν έννοοΟσε ν’ άκούση τις συμβουλές τού Γέροντός του καί νά διορθωθή. Ό "Οσιος μακροθυμούσε, ελπίζοντας πώς μέ τόν καιρό θά φρονίμευε.
Μιά μέρα ό υποτακτικός κλείδωσε τό κελλαρικό πού φύλαγαν τά λίγα τρόφιμά τους καί κατέβηκε στήν πόλι, χωρίς νά είπή σέ κανένα τίποτε Κι΄ έμεινε δύο έβδομάδες. Στό διάστημα αύτό ό Γέροντας του έμεινε νηστικός, άφοΰ δέν εΰρισκε τι νά φάγη. Κάποτε, τέλος πάντων, τόν έπήρε εϊδησι ένας γείτονάς του καί τού έπήγε λίγες μαγειρευμένες φακές.
Σάν ν' άργησε πολύ ό υποτακτικός σου, είπε ό γείτονας.
Καί ό άγαΟώτατος Γέροντας, μ' όλη του τήν άνεξικακία
Έ, όταν εύκαιρήση ό αδελφός. 0ά έλθη πάλι, άποκρίθηκε.
·
ΦΛΕΓΟΜΑΙ άπό τόν πόθο νά μαρτυρησο) γιά τήν αγάπη τού Χριστού, είπε μιά μέρα ένας αρχάριος Μοναχός σ' ένα έμπειρο Γέροντα.
 Αν τήν ώρα τού πειρασμού σηκώσης ευχαρίστως τό βάρος τού αδελφού σου. τού άποκρίθηκε έκεΐνος. είναι σάν νά ρίχτηκες στήν κάμινο τών τριών Παίδων
ΕΝΑΣ ΑΠΟ τούς Γέροντας δίνει τήν άκόλουθη άξιοπρόσεκτη συμβουλή:
"Αν μεταξύ σοΰ καί κάποιου άλλου ειπωθούν λόγια δυσάρεστα ki' έκεΐνος. ύστερα άπό λίγο, άρνηθή αυτά πού είπε, σύ μή έπιμένης νά τού λέγης. ναι τά είπες, γιατί σίγουρα 0ά παρεκτροπή πάλι καί θά σοϋ άπαντήση:
Ναι. τά είπα. Καί μέ τούτο τί;
Καί έτσι Οά μεγαλώση ή φιλονικία Λησμόνησε λοιπόν τά πικρά λόγια γιά νά έλθη μεταξύ σας όμόνοια καί ειρήνη.
ΜΑΣ ΛΕΓΕΙ ή παράδοσις ότι ό Απόστολος Ιάκωβος, ό αδελφός τού Εύαγγελιστού Ίωάννου, τήν ώρα πού ώδηγεΐτο στό μαρτύριο, συνήντησε στό δρόμο έκεΐνον πού τόν είχε καταδώσει. Τόν σταμάτησε καί τόν έφίλησε λέγοντάς του:
Ειρήνευε, αδελφέ.
Βλέποντας έκεΐνος τόση άνεξικακία. έθαύμασε Κι΄ έφώναξε
μέ ένθουσιασμό:
Χριστιανός είμαι άπό σήμερα Κι΄ έγώ.
Ύστερα άπ' αύτή τήν όμολογία άποκεφαλίστηκε μαζί μέ τόν Απόστολο.
···
Ο ΑΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ έδωσε κάποτε μερικά βιβλία σ' ένα καλλιγράφο νά τού τά άντιγράψη. "Οταν έκεΐνος τά έτοίμασε. ειδοποίησε τόν Όσιο νά στείλη νά τά πάρη. Κάποιος άλλος όμως, πού ήξερε τήν παραγγελία, πήγε δήθεν έκ μέρους τού Άββά Ζωσιμά καί παρέλαβε τά βιβλία. Ύστερα άπό λίγο έστειλε Κι΄ ό Γέροντας τό μαθητή του νά τά πάρη. Κατάλαβε τότε ό καλλιγράφος πώς έξαπατήθηκε άπό τόν άλλο καί ταραγμένος άπειλούσε:
Δέν θά πέση στά χέρια μου; Θά τόν κανονίσω, όπως τού άξίζει, τόν αυθάδη.
Όταν τό άκουσε ό Άββάς Ζωσιμάς παρήγγειλε στόν καλλιγράφο:
Αποκτούμε βιβλία, άδελφέ, γιά νά μάς διδάξουν άγάπη Κι΄ άνεξικακία. “Αν πρόκειται γιά χάρι τους νά μαλώνωμε, χίλιες φορές καλύτερα νά μάς λείπουν. «Δοΰλον Κυρίου ού δει μάχεσθαι».
ΕΝΑΣ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ μιά νύχτα δέχτηκε έΐιίσκεψι ληστών. Φοβήθηκε Κι΄ άρχισε νά καλή βοήθεια. Ξύπνησαν οί άδελφοί. κυνήγησαν τούς ληστάς καί τούς έβαλαν στή φυλακή. Ύστερα όμως μετενόησαν γι’ αυτό καί τό έξωμολογήθηκαν στόν Όσιο Ποιμένα.
Ό Όσιος λυπήθηκε, πού είδε τόση μικροψυχία στούς μοναχούς Κι΄ έγραψε στόν Ησυχαστή:
«Σκέψου καλά, άδελφέ. νά βρής άπό πού έπήγασε ή πρώτη
προδοσία καί θά καταλάβης ευθύς καί τής δευτέρας την αίτια. "Αν σύ ό ίδιος δέν είχες προδοθή άπό τήν όλιγοπιστία καί τή δειλία σου, δέν θά παρέδιδες στά χέρια τής εξουσίας άνθρώπους γιά νά τιμωρηθούν, δσο κακή καί άν ήτο ή πράξις των».
"Οταν άκουσε αύτά ό ‘Ησυχαστής, κατάλαβε τό σφάλμα του καί φρόντισε νά βγάλη τούς άνθρωπους άπό τή φυλακή.
  ·
ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΟΦΟΣ Πατήρ λέγει:
«’Εκείνος πού αδικείται καί συγχωρεϊ. όμοιάζει μέ τόν Ίησούν. Εκείνος πού δέν άδικεί μέν, άλλ" ούτε νά άδικήται τού άρέσει. είναι στή θέσι τού Άδάμ. Ό άδικος όμως, ό κακεντρεχής Κι΄ ό συκοφάντης δέν διαφέρει άπό τόν διάβολο».
Ο ΑΒΒΑΣ ΓΕΛΑΣΙΟΣ είχε ένα πολύ ώραΐο βιβλίο, πού περιείχε καλλιγραφημένη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Άξιζε τού είχαν είπή πάνω άπό δεκαπέντε νομίσματα. Τό άφηνε όμως στήν 'Εκκλησία νά τό χρησιμοποιούν όλοι οι άδελφοί στή σκήτη. Κάποτε ένας περαστικός καλόγερος έκλεψε τό βιβλίο. Ό Άββάς Γελάσιος, άν καί τό κατάλαβε άμέσως, δέ θέλησε νά κυνηγήση τόν κλέπτη. Εκείνος μόλις κατέβηκε στήν πόλι βρήκε άγοραστή Κι΄ άρχισε νά διαπραγματεύεται τήν πώλησι τού βιβλίου. Γύρευε δεκαέξ νομίσματα. Ό άγοραστής έλεγε πώς^δέν άξιζε τόσο. Τέλος, συμφώνησαν νά τού άφήση ό καλόγερος τό βιβλίο, νά τό δείξη σέ κάποιο γνωστό του. ειδικό σ' αύτά. "Ετσι, τό πήρε ό άνθρωπος καί τό πήγε στόν Άββά Γελάσιο, πού ήταν φίλος του.
Ν' άγοράσω αυτό τό βιβλίο γιά δεκαέξ νομίσματα, Άββά; Αξίζει τόσο; τόν ρώτησε.
Ο "Οσιος ιό γνώρισε άμέσως. αλλά δέν τό φανέρωσε. Τό πήρε στά χέρια του. τό ψηλάφησε, σάν νά τό έβλεπε γιά πρώτη φορά.
—        Αξίζει, άγόρασέ το. είπε στό φίλο του.
Γυρίζοντας όμως έκεϊνος δέν είπε τήν άλήθεια.
—        “Εδειξα τό βιβλίο σου στόν Άββά Γελάσιο καί μού είπε πώς γυρεύεις πολλά. Δέν άξίζει τόσο.
—        Δέ σου είπε άλλο τίποτε; ρώτησε έκείνος ταραγμένος, μόλις ακούσε γιά τόν Άββά Γελάσιο.
—        "Οχι.
Μετενόησα. Δέν θά τό πουλήσω, είπε ύστερα από λίγο ό καλόγερος
Μέσα του γινόταν μιά πάλη. 'Από τήν μιά μεριά έθαύμαζε τήν άνεξικακία τού Όσιου Κι΄ άπό τήν άλλη έλεγχόταν γιά τήν κακή πράξι του. Πήρε λοιπόν τό βιβλίο Κι΄ άνέβηκε στή σκήτη. Όταν βρήκε τόν Άββά Γελάσιο. έπεσε στά πόδια του καί ζήτησε συγχώρησι. δίνοντας πίσω τό κλοπιμαίο. Εκείνος πάλι, όχι μόνο τόν συγχώρησε μ’ όλη του τήν ψυχή, άλλ' έπέμενε νά τού χαρίση τό βιβλίο. Πού νά τό δεχθή τώρα ό καλόγερος!
—        “Αν δέν τό πάρης πίσω, Άββά, δέν Οά βρή άνάπαυσι ή ψυχή μου.
—        “Αν είναι έτσι, πήγαινε στήν Εκκλησία καί άφησέ το έκεΐ απ’ όπου τό πήρες, τού είπε μέ καλωσύνη ό Όσιος.
Άπό τότε διορθώθηκε ό κακοσυνηθισμένος καλόγερος καί ποτέ πιά δέν έπεσε σέ τόσο βαρύ σφάλμα.
ΜΙΑ ΦΟΡΑ μπήκαν λησταί στήν καλύβα τού Άββά Εύπρεπίου καί τού πήραν τά φτωχικά του πράγματα. Ό Γέρων ήτο έκεϊ καί λέγουν μάλιστα πώς τους έβοήΟησε νά τά φορτώσουν στις καμήλες τους. Όταν έκεϊνοι έφυγαν πιά. βρήκε ό Όσιος ένα ραβδί, πού κάποιος φαίνεται πώς τό ξέχασε στή βιασύνη του. Τό πήρε Κι΄ έτρεχε άπό πίσω τους, γιά νά τούς τό έπιστρέψη.
ΤΡΕΙΣ ΛΗΣΤΑΙ έπετέΟησαν καί εναντίον τού Άββά Θεοδώρου κάποτε. Oi δυό τόν κρατούσαν ακίνητο Κι΄ 6 τρίτος μάζευε τά πράγματά του. Όταν τά φόρτωσε όλα στήν καμήλα τους, έβαλε άπό πάνω καί τόν μανδύα πού φορούσε ό Γέρων στις συνάξεις.
 Αφήστε αυτόν τόν μανδύα, γιατί πολύ μοΰ χρειάζεται, είπε ό Άββάς Θεόδωρος.
Οί λησταί όμως γέλασαν μέ κέφι καί τόν ειρωνεύτηκαν. Τότε έκεϊνος, χειροδύναμος καθώς ήτο. μέ μιά κίνησι έρριξε κάτω τούς δυό πού τόν κρατούσαν Κι΄ έλευθερώθηκε. Βλέποντας τή δύναμί του, οί λησταί φοβήθηκαν Κι΄ ήσαν έτοιμοι νά φύγουν. «Πού πάτε, δειλοί;», τούς είπε ό Όσιος. «Χωρίστε τά πράγματα σέ τέσσερα μέρη. Κρατήστε τά τρία γιά σάς Κι΄ αφήστε μου τό ένα». “Ετσι τού έμεινε ό μανδύας τής συνάξεως.
ΛΕΓΟΥΝ καί γιά τόν Άββά Ιωάννη τόν Πέρση οί Πατέρες, πως κάποτε πήγαν στήν καλύβη του κακοποιοί μέ φανερή πρόθεσι νά τόν σκοτώσουν. Εκείνος ό μακάριος έτοίμασε νιπτήρα Κι΄ έσκυψε νά τούς πλύνη τά πόδια, όπως Οά έκανε στους πιό καλούς του φίλους. Τότε οί κακοποιοί, ντροπιασμένο. τόν άφησαν Κι΄ έφυγαν.
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ πήγαν λησταί σέ κάποιον Ερημίτη
"Ηλθαμε νά πάρωμε τά πράγματά σου. τού είπαν άγρια.
Κοπιάστε καί πάρετε ο.τι σάς αρέσει, άποκρίθηκε έκεϊνος, χωρίς νά χάση τήν ψυχραιμία του.
Αδέιασαν στή στιγμή τή φτωχική του καλύβη Κι΄ έφυγαν βιαστικοί. Λησμόνησαν όμως νά πάρουν ένα μικρό φλασκί, πού ήταν κρεμασμένο άπό τό δοκάρι τής στέγης. Ό 'Ερημίτης τό ξεκρέμασε καί, τρέχοντος πίσω άπό τούς ληστάς. φώναζε γιά νά ιόν άκούσουν νά σταματήσουν
Γυρίστε πίσω, αδελφοί, νά πάρετε καί τούτο.
Καί τούς έδειχνε άπό μακριά τό μικρό φλασκί.
Έθαύμασαν τήν άνεξικακία του Εκείνοι Κι΄ Εγύρισαν, όχι γιά νά πάρουν τό φλασκί, άλλα γιά νά τού βάλουν μετάνοια καί νά τοΰ δώσουν πίσω, όλα του χά πράγματα.
 Αυτός μάλιστα, είναι πραγματικά άνθρωπος τοΰ θεοΰ, Ελεγαν μεταξύ τους.
ΘΕΛΗΣΕ κάποτε νά δοκιμάση δυό νεοφερμένους άδελφούς στη σκήτη Ενας από τούς μεγάλους Γέροντας. Μπήκε στό μικρό τους κήπο Κι΄ άρχισε νά καταστρέφη μέ τό ραβδί του Ενα  Ενα όλα τά λαχανικά. Οί άδελφοί τόν Εβλεπαν άπό τήν μισάνοικτη πόρτα του κελλιοϋ τους, αλλά δέν φανερώθηκαν Εως ότου τά κατέστρεψε σχεδόν όλα. Όταν είχε μείνει πιά μιά ρίζα μόνο Κι΄ ήταν Ετοιμος νά τήν χαλάση Κι΄ αυτή βγήκε Εξω ό νεώτερος καί τού είπε μέ πολύ σεβασμό.
—        ‘Αν εύλογή ή άγιωσύνη σου, Άββά. άφησε τούτο νά τό μαγειρεύσω γιά νά σέ φιλοξενήσω.
Ικανοποιημένος ό Γέρων άπό τήν άνωτερότητα τοΰ άδελφοϋ τόν έφίλησε καί τού είπε:
Βλέπω τό Πνεύμα τού Θεού νά άναπαύεται σέ σένα άδελφέ. γιά τήν πολλή σου άνεξικακία.
···
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ δέν μπορείς νά δίωξης τήν κακία λέγει ό Οσιος Ποιμήν. "Αν λοιπόν σοΰ κάνη κανένα κακό ό άδελφός σου, προσπάθησε σύ νά τού τό άνταποδωσης μέ καλό. Μόνο ή καλωσύνη μπορεί νά νικήση τήν κακία
ΚΑΠΟΙΟΣ πιστός τήν Εποχή τών διωγμών τής Εκκλησίας προδόθηκε άπό μιά δούλη του. Αφού βασανίστηκε σκληρά, ώδηγήθηκε Εξω άπό τήν πόλι γιά ν άποκεφαλιστή. Στό δρόμο Ετυχε νά συναντήση τήν κακή Εκείνη δούλη. Μόλις τήν είδε έβγαλε τό χρυσό του δακτυλίδι τής τό Εδωσε καί σφίγγοντας μ' ευγνωμοσύνη τό χέρι της τής είπε:
Σ' ευχαριστώ άπό τήν ψυχή μου πού έγινες αίτια ν' άπολαύσω τέτοια τιμή, νά γίνω Μάρτυς τού Χριστού μου.
·· ·
ΕΝΑΣ ΑΓΑΘΩΤΑΤΟΣ Ερημίτης γειτόνευε μέ κάποιον τεμπέλη Μοναχό, πού βαρειόταν νά δουλέψη καί γιά νά ζήση πήγαινε κρυφά στην καλύβη τού γείτονά του καί τού έκλεβε τά πράγματα.
Ό Ερημίτης τό είχε καταλάβει, άλλά δέν έκανε ποτέ του λόγο γι αυτό στόν ένοχο.
Γιά νά κάνη τέτοια πράξι, θά έχη πολλή άνάγκη ό 'Αδελφός, έλεγε συχνά στόν έαυτό του ό άγαθός Γέροντας.
Δούλευε όμως  σκληριά, γιά νά καταφέρη νά ζήση καί μ' όλο τούτο, υστερείτο, γιατί ό κλέπτης παίρνοντας γιά κουταμάρα τή σιωπή του είχε έντελώς άποθρασυνθή καί δέν τού έφηνε σχεδόν ούτε ψωμί νά φάγη.
Έφθασε ή ώρα νά κοιμηθή ό ’Ερημίτης Κι΄ οί Αδελφοί τής σκήτης μαζεύτηκαν γύρω του νά πάρουν τήν εύχή του. ’Ανάμεσα τους ό έτοιμοΟάνατος είδε έκεΐνον πού τόσα χρόνια τόν είχε κάνει νά ύποφέρη μέ τις κλεψιές του. Τού έγνεψε νά πάη κοντά του, καί. όταν έκεϊνος πλησίασε, πήρε τά χέρια του μέσα στά δικά του Κι΄ άρχισε νά τά φιλή.
Ευχαριστώ τά χέρια αύτά, έλεγε, πού έγιναν άφορμή νά βρώ σήμερα τόν Παρκΐδεισο.
Άν μάθης πώς κάποιος σέ μισεί καί σέ κακολογεί  λέγει ένας άπό τούς Πατέρας  μή τού κρατάς κακία. "Αν μπορής μάλιστα στείλε του ένα δώρο. Έτσι Οά έχης τό θάρρος νά είπής στόν Χριστό τήν ώρα τής Κρίσεως
"Αφες μου. Δέσποτα, τά όφειλήματά μου. καθώς καί έγώ άφήκα τά όφειλήματα τού πλησίον μου.
ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ έχασε τό δρόμο του καθώς περπατούσε στην απέραντη έρημο καί γιά πολλές ώρες περιπλανάτο άσκοπα ’Επί τέλους συναντήθηκε μέ κάτι περαστικούς ανθρώπους καί τούς παρεκάλεσε νά τού δείξουν τόν τόπο πού ήθελε νά πάη. ’Εκείνοι όμως ήσαν κακοποιοί καί βλέποντας τον μόνο καί ξένο τόν παρέσυραν πολύ μακριά μέ τό σκοπό νά τόν ληστέψουν. “Ενας μάλιστα απ' αυτούς τόν πήρε άπό πίσω
Ό Μοναχός κατάλαβε τις κακές προθέσεις των, άλλά δέν είπε τίποτε. Σάν έφθασαν κοντά στόν ποταμό καί έπεχείρησαν νά τόν περάσουν, βγήκε ξαφνικά άπό τά νερά ένας μεγάλος κροκόδειλος καί ώρμησε έναντίον τού ληστού. Τόσο αιφνίδια ήτο ή έπίθεσις πού έκεΐνος τά έχασε καί χωρίς άλλο θά κατασπαραζόταν άπό τά δόντια τού θηρίου, άν δέν προλάβαινε ό Μοναχός νά τόν γλιτώση βάζοντας σέ κίνδυνο τήν ϊδια του τή ζωή.
Συγκινημένος ό ληστής άπό τό φέρσιμο τού Μοναχού έπεσε στά πόδια του καί τού ζήτούσε συγγνώμη γιά τό κακό πού θά τού έκανε.
—        Σάν θά περνούσαμε τό ποτάμι, τού ώμολόγησε είχα σκοπό νά σέ σκοτώσω, άλλ’ ή καλωσύνη σου μέ πρόλαβε.
· ·
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ τού Επισκόπου μιάς έπαρχίας στήν Αίγυπτο έκλεψε κάποτε τό ταμείο τής Επισκοπής μαζί μέ τά πολύτιμα άφιερωματα τής Εκκλησίας Κι΄ έξαφανίστηκε. Καθώς όμως περιπλανιόταν στίς έρημιές γιά νά μήν τόν πιάσουν, έπεσε στά χέρια Βεδουίνων ληστών πού, όχι μόνο τόν κλεμμένο θησαυρό τού πήραν, άλλά καί τόν ίδιο αιχμαλώτισαν καί τόν μετέφεραν στά βάθη τής ‘Αφρικής.
Μαθαίνοντας ό Επίσκοπος τή συμφορά τού κακού γραμματικού του τόν συμπόνεσε Κι΄ έπλήρωσε όγδονταπέντε χρυσά νομίσματα νά τόν έξαγοράση. Κι΄ όταν έπέστρεψε πίσω στήν πόλι, μέ τόση καλωσύνη τόν υποδέχτηκε, πού οί χριστιανοί έθαύμαζαν Κι΄ έλεγαν μεταξύ τους:
Δέν υπάρχει πιό συμφέρον πράγμα άπό τό νά σφάλη κανείς στόν Επίσκοπο.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σοφού Γέροντος:
Κάθε φορά πού ή σκέψι σου τρέχει στό πρόσωπο πού σ' έθλιψε, σέ προσέβαλε ή μέ όποιοδήποτε τρόπο σ’ έζημίωσε, πείσε τόν έαυτό σου νά τόν θεωρής σάν ευεργέτη, σάν Ιατρό σταλμένο άπό τόν Ίησοΰ νά θεραπεύση τίς άμέιρητες πληγές σου.
Θλίβεσαι όταν θυμάσαι έκεϊνον πού σου έκανε κακό; Αύτό είναι σημάδι ψυχικής άρρώστιας. "Αν ή ψυχή σου δέν άσθενοΰσε, σύ δέν θά έπασχες. Ευχαριστεί λοιπόν έκεϊνον πού σ' έλύπησε καί προσεύχου γι' αυτόν. Σκέψου πώς γίνεται αιτία ν' άντιληφθής τήν άσθένειά σου.
Μάθε νά δέχεσαι τίς δοκιμασίες πού σού προξενούν οί άνθρωποι σάν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα άπό τόν Ουράνιο Ιατρόν. "Αν όμως άγανακτής έναντίον τους, είναι σάν νά λέγης στόν Ίησοΰ:
 Δέν θέλω τά φάρμακά σου. Προτιμώ καλλίτερα τή σήψι τών ψυχικών τραυμάτων μου.
Συλλογίσου πόση υπομονή κάνουν έκεΐνοι πού υποβάλλονται σέ σωματική θεραπεία. ’Εγχειρίζονται, καυτηριάζονται, πίνουν καθαρτικά πού μόνο ή σκέψι τους φέρνει άηδία. ’Επειδή όμως έχουν πείσει τόν έαυτό τους ότι δέν μπορούν μέ άλλο τρόπο ν' απαλλαγούν άπό τήν ασθένεια, ύποφέρουν ευχαρίστως τήν θεραπεία Κι΄ ευχαριστούν τόν ιατρό. Δέξου Κι΄ έσύ σάν καυτήρα τού Μεγάλου Ίατροΰ έκεϊνον πού σέ κατηγορεί ή σέ περιφρονεϊ. βέβαιος πώς σού θεραπεύει τήν κενοδοξία. Καθαρτικό είναι έκείνος πού σέ ζημιώνει καί σ' άδικεϊ, άλλα σέ άπαλλάσσει άπό τήν πλεονεξία.
Άποφεύγοντας τίς ωφέλιμες δοκιμασίες χάνεις τήν ευκαιρία νά διορθωθής γιά νά γίνης κατάλληλος γιά τήν ουράνιο ζωή. Ποιός άλλος θά μπορούσε νά προξενήση μεγαλύτερη δόξα στόν πρωτομάρτυρα Στέφανο απ' έκείνους πού ιόν έλιθοβόλησαν;
ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ Ιστορία τήν διηγείται στους μαθητάς του ό Άββάς Ζωσιμάς.
Κοντά σ' ένα Κοινόβιο είχε στήσει τήν καλύβη του ένας Γέροντας, πού όλοι γύρω οΐ Αδελφοί τόν ύπεραγαπούσαν. Έκεΐ κοντά έμενε καί κάποιος άλλος Ερημίτης.
Κάποτε ό Γέροντας έλειψε γιά λίγες μέρες Κι΄ ό γείτονάς του. πού βρήκε ευκαιρία, μπήκε στήν καλύβη του καί τοϋ έπήρε τά βιβλία του καί τ’ άλλα μικροπράγματα πού είχε. Όταν έγύρισε έκεϊνος καί βρήκε τήν καλύβη του άνοικτή καί άδεια, πήγε νά είπή στό γείτονά του τί τού συνέβαινε. Προβάλλοντας στήν πόρτα του είδε τά πράγματά του στή μέση τού κελλιού τού γείτονα. Δέν είχε προφθάσει άκόμη νά τά συμμαζέψη. Ό αγαθός Γέροντας μή θέλοντας νά ντροπιάση τόν κλέπτη άπομακρύνθηκε μέ κάποια πρόφασι γιά νά τού δώση καιρό νά τά κρύψη. Σάν γύρισε άρχισε νά κουβεντιάζη μαζί του γιά πράγματα έντελώς άσχετα μέ τήν κλοπή.
Μά οΐ γνωστοί του, πού έμαθαν τό πάθημά του. φρόντισαν καί βρήκαν τόν κλέπτη καί τόν έβαλαν στήν φυλακή, χωρίς έκεΐνος νά πάρη εΐδησι. Όταν έμαθε ό Ερημίτης πώς ό γείτονάς του βρισκόταν στή φυλακή γιά άγνωστη σ' αυτόν αίτια, πήγε στόν Ηγούμενο τού Κοινοβίου καί τόν παρεκάλεσε νά τού δώση δυό ψωμιά καί λίγα αυγά. 'Εκείνος τού τά έδωσε πρόθυμα νομίζοντας πώς είχε νά φιλοξενήση ξένους.
Ό καλός Γέροντας έβαλε τά τρόφιμα σ' ένα καλάθι, κατέβηκε στήν πόλι Κι΄ έπήγε νά ίδή τό γείτονά του στή φυλακή. Βλέποντάς τον έκεΐνος έπεσε στά πόδια του μετανοημένος καί τού έλεγε μέ δάκρυα.
 Συγχώρησέ με. Πάτερ, γιά σένα βρίσκομαι, όπως μοΰ άξίζει. έδώ σήμερα. Έγώ έκλεψα τά πράγματά σου. Νά Κι΄ ένα από τά βιβλία σου. Συγχώρησέ με.
Ό καϋμένος ό Γέροντας τά έχασε. "Οταν συνήλθε άπό τήν πρώτη έκπληξη, τοΟ είπε μέ καλοσύνη.
 Ό θεός άς σέ πληροφόρηση, 'Αδελφέ μου, πώς δέν ήρθα γΓ αύτό έδώ σήμερα. Ούτε κάν είχα ύποπτευθή πώς έξ αίτιας μου σ' έβαλαν στή φυλακή. Τώρα όμως πού μού τό λέγεις, θά κάνω δ.τι μπορώ γιά νά σέ βγάλω. Έν τώ μεταξύ όμως  φάγε λίγο άπό τά τρόφιμα πού σοΰ έφερα σέ τούτο τό καλάθι.
Τού έδωσε τ' αύγά καί τό ψωμί καί έφυγε άμέσως γιά νά φροντίση νά βγάλη τόν άδελφό του άπό τήν φυλακή καί μέ τή βοήθεια τού Θεού τό πέτυχε.
···
ΟΣΟ ΦΕΡΝΟΥΜΕ διαρκώς στό νοΰ μας τά κακά πού τυχόν μάς προξένησαν οί αδελφοί μας. έλεγε ό Όσιος Μακάριος. τόσο άπομακρύνουμε τόν θεόν άπ' αυτόν. Όταν τά λησμονούμε παρευθύς, δέν τολμούν οί δαίμονες νά μάς πειράξουν.
ΕΝΑΣ ΑΔΕΛΦΟΣ πού φιλονίκησε μέ κάποιον άλλον πήγε στό γείτονά του Γέροντα καί τού έξωμολογήθη.
Ό τάδε άδελφός. Άββά. πολύ μ' έπίκρανε Κι΄ ό λογισμός μου μέ βασανίζει νά έκδικηθώ.
Κλείσου στό κελλί σου, ’Αδελφέ, καί μή πάψης νύκταμέρα νά προσεύχεσαι γιά κείνον. Μ' αύτό τόν τρόπο μόνο θ’ απαλλαγής άπό τό πάθος πού βράζει μέσα σου, τόν συμβούλεψε ό Γέρων.
Ό αδελφός ύπήκουσε καί σέ μιά έβδομάδα μέσα βρήκε τή ψυχική του ήρεμία.
ΑΝ ΚΑΝΕΙΣ σέ ύβρίση. λέγει κάποιος Πατήρ, σύ εύλόγησέ τον. "Αν δεχθή τήν εύλογία. είναι καλό καί γιά τούς δυό.
“Αν όμως δέν τή δεχθή, έσύ παίρνεις άπό τόν θεόν τήν ευλογία καί μένει σ' αυτόν ή ύβρις.
Ο ΛΟΓΟΣ ό καλός κάνει τόν κακό καλό, έλεγε ό "Οσιος Μακάριος, ένώ ό κακός λόγος καί τόν καλόν έρεθίζει.
Κάποτε ό υποτακτικός τοΰ Οσίου συνήντησε στό δρόμο του έναν ειδωλολάτρη Ιερέα πού περπατούσε βιαστικά.
—        At. σατανά, πού τρέχεις; τού φώναξε απερίσκεπτα.
'Εκείνος τότε θύμωσε Κι΄ έσπασε τό ραβδί του στις πλάτες
τού καλόγερου, ώσπου τόν άφησε μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ό "Οσιος στό δρόμο. Βλέποντας τόν ειδωλολάτρη νά τρέχη τώρα γιά νά κρυφθτή. τού φώναξε μέ καλωσύνη
—        Ό Θεός νά σέ εύλογή, προκομμένε άνθρωπε.
’Εκείνος στάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε
—        Τί καλό είδες σέ μένα. Άββά. καί μοΰ μιλάς έτσι;
—        Σέ βλέπω πού τρέχεις, τοΰ είπε ό Όσιος, λυπάμαι μόνο πού δέν έχεις άκόμη καταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
—        Ή κουβέντα σου γλυκαίνει τήν ψυχή μου, είπε ήρεμος ό ειδωλολάτρης τώρα. Αύτό είναι σημάδι πώς είσαι πραγματικά άνθρωπος τού Θεού. Πριν άπό λίγο μέ βρήκε ένας κακός καλόγερος καί χωρίς λόγο μέ έβρισε. Αλλά Κι΄ έγώ τόν πλήρωσα καλά. Τόν άφησα άναίσθητο άπό τό ξύλο.
Ό Γέροντας κατάλαβε πώς αυτός ήτο ό υποτακτικός του. Ψάχνοντας λίγο πιό πέρα τόν βρήκε σέ κακή κατάστασι. Έζήτησε τότε άπό τόν είδωλολάτρη νά τόν βοηθήση νά τόν μεταφέρουν στήν καλύβη τους. Σάν έφθασαν έκεΐ, έκεϊνος γύρεψε συγχώρησι άπό τόν Όσιο Μακάριο γιατί είχε μακομεταχειριστή τόν μαθητή του καί τόν παρακάλεσε νά τόν κάνει Χριστιανό.
4. Η ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΙΣ

ΕΛΕΓΑΝ γιά τόν Άββά Παφνούτιο πώς δέν είχε βάλει ποτέ κρασί στό στόμα του καί τό νερό άκόμη τό έπινε μέ μέτρο. "Ομως κάποτε ένώ περπατούσε στην έρημο, βρέθηκε χωρίς νά τό Οέλη στα λημέρια μιας συμμορίας ληστών πού έτυχε τήν ώρα έκείνη νά είναι πεσμένοι όλοι τους στό φαγοπότι. Ό αρχιληστής πού γνώριζε τόν έρημίτη Κι΄ ήξερε πώς δέν έπινε ποτέ κρασί, γέμισε τό μεγάλο ξύλινο ποτήρι του μέχρι τά χείλια καί μέ τό σπαθί γυμνό στό άλλο χέρι τόν άπείλησε πώς Οά ιόν έσφαζε έκείνη τή στιγμή, άν δέν τό άδειαζε ώς τόν πάτο.
Θά τό πιώ, είπε άφοβα ό Όσιος, όχι γιά χατήρι τής κεφαλής μου, άλλά γιατί πιστεύω ότι χάρι σ' αύτό θά σ' έλεήση ό Θεός καί σ’ αυτόν τόν κόσμο καί στόν άλλο
Καί λέγοντας αύτά άδειασε τό ποτήρι.
Συγχώρησέ με. Άββά. είπε μετανοιωμένος γιά τό άσχημο φέρσιμό του ό ληστής. Σού δίνω τό λόγο μου πώς άπό ,σήμερα δέν Οά κάνω κακό σέ άνθρωπο.
Τό ίδιο ύποσχεθήκανε Κι΄ οί άλλοι λησταί. Θυσιάζοντας τό θέλημά του ό Άγιος Γέρων γιά τήν άγάπη τού πλησίον του κέρδισε γιά τόν Χριστό όλόκληρη τή συμμορία.
ΕΝΑΣ αξιωματικός τού Βυζαντινού στρατού, νέος καί ευπαρουσίαστος, είχε στενή φιλία μέ κάποιον πλούσιο άρχοντα. Ό φίλος του τόν προσκαλοΰσε καί τόν φιλοξενούσε πολύ συχνά στό σπίτι του. Ή νεαρά σύζυγός του όμως κυριευμένη άπό πάθος γιά τόν όμορφο μαγιστριανό έπεσε άρρωστη βαρειά. Οί γιατροί δέν μπορούσαν νά βρούν καμμιά άπό τις συνηθισμένες άρρώστιες Κι΄ έλεγαν στόν άνδρα της πώς μάλλον άπό ψυχική ασθένεια βασανιζόταν. ’Εκείνος τότε καλοπιάνοντάς την, τήν ανάγκασε νά τού φανερώση τήν αλήθεια.
Εσύ. τοΰ είπε, άπό καλωσύνη σου φέρνεις στό σπίτι νέους άνδρες Κι΄ έγώ, σάν γυναίκα, πέφτω σέ παγίδες. Τώρα βασανίζομαι για τόν φίλο σου τό μαγιστριανό.
'Ακούοντας αύτά ό άρχοντας ήσύχασε. Βέβαιος γιά τήν τιμιότητα τοΰ φίλου του τού άπεκάλυψε τό μυστικό τού σπιτιού του. Ό εύγενής νέος δέν κατηγόρησε τή γυναίκα τού φίλου του. Μόνο λυπήθηκε κατάκαρδα πού χωρίς νά τό Οέλη προξένησε τόση στενοχώρια.
Μ ή λυπάσαι, είπε στόν φίλο του, έλπίζω έγώ ό ίδιος αίτιος νά διορθώσω τό κακό, πολύ γρήγορα μάλιστα.
Τήν άλλη μέρα πήγε στόν μπαρμπέρη καί τού ζήτησε νά τού ξυρίση τήν κεφαλή καί τό πρόσωπο ώς καί τά φρύδια άκόμη. ΤυλίχΟηκε μ' ένα φακιόλι Κι΄ έπήγε στό σπίτι τού άρχοντα. Ζήτησε νά ίδή τήν άρρωστη καί τόν ώδήγησαν στό δωμάτιό της. 'Εκεί ήτο Κι΄ ό άνδρας της. Μόλις μπήκε μέσα ό άξιωματικός τράβηξε άπό τό πρόσωπό τους τό κάλυμμα καί δείχνοντας τήν ξυρισμένη κεφαλή του είπε:
Νά πώς έπέτρεψε νά γίνω ό θεός
Βλέποντας τόση άσχήμια ή νέα γυναίκα, άηδιασε Κι΄ άπό τή στιγμή έκείνη άπαλλάχΟηκε άπό τό πάθος. Ό νέος όμως δέν ξαναπήγε στό σπίτι τού παλιού του φίλου.
··
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ Γέροντας τής σκήτης άρρώστησε κάποτε Κι΄ έπεθύμησε. σάν άνθρωπος, νά φάγη λίγο ζεστό ψωμί. Πού νά βρεΟή όμως τέτοιο πράγμα σ’ έκείνη τήν έρημο:
"Οταν τό έμαθε ένας άπό τούς νέους Μοναχούς έβαλε στό δισάκι του όλα τά ξερά ψωμιά πού είχε καί ξεκίνησε γιά τήν Αλεξάνδρεια. Ή πόλις άπεΐχε δύο ήμερών δρόμο άπό τήν έρημο. Ό καλός νέος άψήφησε τόν κόπο. Κατέβηκε, άλλαξε τά ψωμιά, Κι΄ έπέστρεψε όσο πιό γρήγορα μπορούσε στή σκήτη.
Πού βρήκες φρέσκο ψωμί; τόν ρωτούσαν μέ άπορία οι αδελφοί.
Στήν ‘Αλεξάνδρεια, άπαντοϋσε μέ πολλή φυσικότητα έκείνος, σάν νά έπρόκειτο γιά τό γειτονικό χωριό.
Όταν τό άκουσε ό Γέροντας δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά τό κράτηση.
Πώς νά τό φάγω; έλεγε. Αύτό είναι τό αίμα τού άδελφού μου. ΟΙ άλλοι όμως τόν άνάγκασαν νά τό φάη γιά νά μήν πάη χαμένη ή θυσία του άδελφού.
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Ερημίτης βρήκε μία φορά στόν δρόμο ένα δυστυχισμένο έπιληπτικό, πού ούτε νά νηστεύη ούτε νά προσευχηθή μπορούσε. Ό Άγιος τόν συμπόνεσε καί παρακάλεσε τόν Θεόν νά έπιτρέψη νά μπή σ' αύτόν τό δαιμόνιο καί νά έλευθερώση έκεΐνον τό δυστυχισμένο. Ό θεός άκουσε τήν προσευχή του Κι΄ έκανε όπως τού ζήτησε. Όσο λοιπόν τό πονηρό πνεύμα τόν βασάνιζε, τόσο ό Άγιος διπλάσιαζε τή νηστεία καί τήν προσευχή του. Καί ώ θεός άμείβοντας τήν αύταπάρνησί του τόν άπάλλαξε. ύστερα άπό λίγο καιρό, άπό τήν τυραννία τού διαβόλου.
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ πού Βάνδαλοι, σάν πραγματική θεομηνία, σάρωναν άλύπητα τίς χώρες τής Ευρώπης Κι΄ άφηναν μόνο έρείπια στό πέρασμά τους, ή ‘Ιταλία πέρασε τά πιό πολλά δεινά. ΟΙ ώραϊες πόλεις της άφανίζονταν ή μία μετά τήν άλλη. Οί άνθρωποι ώδηγούντο, σάν κοπάδια, αιχμάλωτοι στά βάθη τής Αφρικής.
Τά δύστυχα αυτά χρόνια ό ΠαυλΤνος, ό 'Επίσκοπος μιας πόλεως τής Κομπανίας, ξώδευσε τήν περιουσία του Κι΄ όλα τά χρήματα τής ‘Εκκλησίας γιά τήν έξαγορά αιχμαλώτων. Τό κακό όμως ήτο τόσο μεγάλο, πού, άν καί έμεινε μόνο μέ τά ρούχα πού φορούσε, ό φιλάνθρωπος Επίσκοπος, δέ μπόρεσε νά έπαρκέση γιά όλους.
Μιά μέρα πήγε καί τόν βρήκε μιά φτωχή χήρα μέ σπαραγμένη καρδιά. “Επιασαν τό μοναχογυιό της αιχμάλωτο καί ζητούσε άπό τόν καλόν 'Επίσκοπο νά τόν άπελευθερώση. Οί θρήνοι της ράγιζαν ακόμη καί τις πέτρες.
Ό Παυλΐνος τη συμπόνεσε. έκλαψε μαζί της. Έψαξε καί ξανάψαξε τό άδειανό του σπίτι. 'Απελπισμένος διεπίστωσε πώς δέν είχε μείνει πιά τίποτε γιά νά δώση. Ξαφνικά τοΰ ήρθε κάποια έμπνευσις.
 Βλέπεις Κι΄ έσϋ ή Ιδια. είπε στήν πονεμένη μητέρα, πώς δέν μοβ έμεινε πιά τίποτε γιά νά ανακουφίσω τή δυστυχία πού μάς βρήκε άπό τίς άμαρτίες μας. Ό,τι διαθέτω αυτή τή στιγμή είναι ό έαυτός μου. Ευχαρίστως τόν προσφέρω γιά νά πάρης πίσω τό παιδί σου.
Ή άπαρηγόρητη γυναίκα τά έχασε πρός στιγμήν. Νόμιζε πώς ό Επίσκοπος ήθελε νά την ξεγελάση καί ξέσπασε σέ άσυγκράτητο όδυρμό. Ό Παυλΐνος τής είπε τότε νά τόν άκολουθήση. Έπήγαν στόν βάρβαρο πού κρατούσε τό γυιό της καί γιά μεγάλη της άνακούφισι είδε πώς κατώρθωσε νά κάνη τήν άνταλλαγή.
Μαζί μέ πολλούς άλλους αιχμαλώτους ώδηγήθηκε καί ό Παυλΐνος στήν 'Αφρική. Όταν έγινε ή διανομή, αύτόν τόν κράτησε στήν υπηρεσία του ό γαμβρός τοΟ Ήγεμόνος τών Βανδάλων καί τόν έβαλε νά καλλιεργή τόν κήπο του.
Μέ μεγάλη έπιμέλεια έπεδόθηκε ό Άγιος 'Επίσκοπος στ ή δουλειά πού τοΟ όνέθεσαν νά κάνη. Κάθε μέρα έφερνε στό τραπέζι τού άφέντη του καλοπεριποιημένα λαχανικά καί φρούτα. Μέ τήν καλωσύνη καί τήν έργατικότητά του κέρδισε τήν έκτίμησί του. Συχνά πήγαινε στόν κήπο καί κουβέντιαζαν μαζί χίλια δυό πράγματα. Ό βάρβαρος θαύμαζε τή σοφία καί τήν πολυμάθεια τοΟ δούλου του. Σύν τώ χρόνω δημιουργήθηκε μιά στενή φιλία μεταξύ τού ξένου αιχμαλώτου καί τού νεαρού δουκός.
Υστερα άπό πολύ καιρό είπε μιά μέρα, έκεΐ πού συνομιλοβσαν στόν κύριό του ό Παυλΐνος, κάπως αινιγματικά:
Είναι καιρός νά φροντίσετε γιά τή μελλοντική διοίκησι τού βασιλείου σας.
Γιατί τό λές αύτό. Παυλϊνε; ρώτησε ό νεαρός δούκας.
Στήν άρχή ό Παυλϊνος άρνήθηκε νά δώση περισσότερες
έξηγήσεις. "Υστερα όμως έξαναγκάσθηκε νά τού φανέρωση, πώς τού είχε άποκαλύψει ό θεός, ότι θά πέθαινε πολύ γρήγορα ό γέροβασιλιάς. Ό δούκας, άν καί δέν τό πολυπίστεψε. τό είπε στόν πενθερό του. 'Εκείνος πάλι θέλησε άπό περιέργεια νά γνωρίση αύτόν τόν παράξενο άνθρωπο πού άκουγε. καθώς έλεγε, τόν Θεό του νά τού όμιλή.
"Ελα αύριο νά φάμε μαζί τό μεσημέρι καί θά τόν δής στό τραπέζι μου, τού είπε ό γαμβρός του.
Τήν άλλη μέρα ό βασιλιάς πήγε στό παλάτι τού δουκός. Ό Παυλϊνος, όπως συνήθιζε πάντοτε, έφερε φρέσκα φρούτα στό τραπέζι. Σάν τόν είδε ό βασιλιάς ταράχτηκε.
Κάποιο μυστήριο κρύβει ό άνθρωπος αύτός, ψιθύρισε στ' αυτί τού γαμβρού του.
"Οταν ό Παυλϊνος άπομακρύνθηκε, τού διηγήθηκε ένα παράξενο όνειρο πού είχε ίδεϊ τήν περασμένη νύκτα.
Μοΰ φάνηκε πώς μέ πήγαιναν δεμένο στό κριτήριο, γιά νά δικασθώ τάχα γιά όλες μου τις πράξεις. "Ανάμεσα στούς δικαστάς μου. πού ήσαν πολλοί, βρισκόταν καί τούτος ό άνθρωπος. "Εδειχνε πώς κατείχε ξεχωριστή Οέσι. γιατί πρόσταξε νά πάρουν τό σκήπτρο άπό τά χέρια μου καί μ' αύτό νά μέ δείρουν. Γιά ρώτησέ τον νά σοΰ φανερώση ποιός είναι. Μά τήν αλήθεια, δέν μοΰ φαίνεται συνηθισμένος άνθρωπος.
Παραξενεμένος ό δούκας όπ' όσα άκουσε άπό τό στόμα τού πενθερού του, πήρε παράμερα τόν αιχμάλωτό του Κι΄ άρχισε νά τόν έξετάζη γιά τήν πατρίδα καί τήν καταγωγή του.
Είμαι δούλος τού Θεού, έλεγε ό Παυλϊνος. πού σύ δέχτηκες νά τόν κρατήσης άντί τού γιοΰ τής χήρας.
Ό δούκας όμως, δέν ήθελε πιά νά πεισθή. Τόν ώρκιζε λοιπόν μέ όρκους φοβερούς νά τού φανερώση τήν άλήθεια.
Έτσι ό Παυλΐνος άναγκάσθηκε νά φανέρωση, πώς ήτο ’Επί σκοπος καί πώς θεληματικά παραδόθηκε αιχμάλωτος γιά την άγάπη τοΟ πλησίον του. Σάν άκουσε αυτές τίς άποκαλύψεις ό κύριός του, τόσο τόν εύλαβήθηκε, πού έπεσε στη γή καί τού φιλούσε τά πόδια. Ύστερα τά διηγήθηκε όλα στό βασιλιά κι οΐ δυό μαζί φώναξαν τόν Παυλΐνο καί τού είπαν:
Ζήτησέ μας δ,τι θέλεις, γιά νά σέ στείλωμε μέ πολλά δώρα, όπως  σοΰ ταιριάζει, πίσω στην πατρίδα σου. γιατί είναι άπρεπο νά κρατάμε έδώ αίχμάλωτο έναν άνθρωπο σάν κ' έσένα.
Ό Παυλΐνος τούς εύχαρίστησε γιά τίς καλές τους διαθέσεις, άλλά δέν δέχτηκε νά πάρη δώρα
—        Σέ τίποτε δέν θά μοΰ χρησιμεύσουν, έλεγε. "Αν όμως  έπιθυμήτε πραγματικά νά κάνετε κάποιο καλό, έλευθερώστε όλους τούς συμπατριώτες μου πού κρατάτε έδώ αίχμαλώτους.
ΟΙ ηγεμόνες δέχτηκαν εύχαρίστως νά κάνουν γιά χατήρι του αυτή τήν προσφορά Έγιναν έρευνες σ' όλο  τό βασίλειο, γιά νά βρεθούν οί συμπατριώται τού Παυλίνου. 'Αφού τούς συγκέντρωσαν όλους, τούς έστειλαν μέ πλοϊα πίσω στην πατρίδα τους μαζί μέ τόν Επίσκοπό τους καί μέ πολλά τρόφιμα καί δώρα άπό τόν βασιλιά.
Ύστερα άπό λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε ή προφητεία τού Παυλίνου. Ό γέροβασιλιάς πέθανε καί τόν διαδέχθηκε ό νεαρός δούκας, πού σ' όλη  του τή ζωή θυμόταν τόν άγιο Επίσκοπο καί τό φωτεινό παράδειγμά του.
ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ πού οΙ Λογγοβάρδοι λυμαίνονταν τίς έπαρχίες τής Βορείου Ιταλίας, συνέβη Κι΄ αύτό τό περιστατικό.
Έπιασαν αίχμάλωτο ένα Διάκονο Κι΄ είχαν αποφασίσει νά τόν βασανίσουν. Ό Σάγκτουλος, ένας χριστιανός Λογγοβάρδος, πού οΐ συμπατριώται του τόν σέβονταν σάν άγιο, γιά τήν πολλή εΰλάβεια καί τή μεγάλη άρετή του, έκανε πολλά διαβήματα στούς αρχηγούς, γιά νά σώση τή ζωή τού αίωμαλώτου. Μά δέν κατώρθωσε τίποτε άλλο, έκτός άπό τή χάρι νά μείνη υτός φρουρός κοντά στό μελλοθάνατο, την τελευταία νύκτα.
Μείνε, τόν προειδοποίησε ό Αρχηγός άλλ' &ν ξεφύγη, νά ξέρης πώς θά βασανιστής έσύ στή θέσι του.
Ό Σάγκτουλος συμφώνησε Κι΄ έτσι κάθησε φρουρός. Τά μεσάνυχτα όμως, όταν 6λο τό στρατόπεδο ήταν βυθισμένο στόν ύπνο, ξύπνησε τόν Διάκονο καί τού είπε νά σηκωθή νά φύγη, όσο μπορούσε πιό γρήγορα. Τού είχε έτοιμο κι ένα γοργό άλογο.
Αδύνατον, αδελφέ μου, έλεγε ό μελλοθάνατος. ‘Αν έγώ γλιτώσω, έσύ είναι άδύνατο νά γλιτώσης άπό τά χέρια τους. Πώς λοιπόν νά γίνω αιτία νά πεθάνης μ ένα τόσο σκληρό θάνατο;
Μ ή σέ μέλει γιά μένα, έλεγε άπό τήν άλλη μεριά ό Σάγκτουλος. Ό Θεός θά μέ σκεπάση Έτσι τόν έπεισε νά φύγη.
Τήν άλλη μέρα, οί Λογγοβάρδοι ζήτησαν τόν αίχμάλωτο.
Έφυγε, τούς είπε μέ απάθεια ό φρουρός του.
Κι΄ έσύ θά ξέρης βέβαια πολύ καλά τόν τρόπο.
Ναί. άποκρίθηκε θαρρετά ό Σάγκτουλος.
Επειδή είσαι καλός άνθρωπος, δέ θέλω νά σέ βασανίσω, είπε ό Αρχηγός πού θαύμαζε, χωρίς νά τό δείχνη, τό θάρρος του. Διάλεξε μόνος σου τόν τρόπο πού προτιμάς νά πεθάνης.
Είμαι στά χέρια τού θεού, άποκρίθηκε άτάραχος ό χριστιανός στρατιώτης. Τόν θάνατο πού θά παραχωρήση Εκείνος. θά τόν δεχθώ μέ εύχαρίστησι.
Τελικά άπεφάσισαν νά τού κόψουν μέ πέλεκυ τήν κεφαλήν του Κι΄ άνέθεσαν τή δουλειά αυτή σ’ ένα μεγαλόσωμο καί χειροδύναμο στρατιώτη.
Ό Σάγκτουλος γονάτισε, είπε τήν προσευχή του Κι΄ έσκυψε καρτερικά τό κεφάλι νά δεχθή τό χτύπημα. Ή ψυχή του άναγάλλιαζε στή σκέψι 'πώς σέ λίγο θά βρισκόταν κοντά στό Χριστό.
Ό δήμιος σήκωσε όρμητικά τόν φονικό πέλεκυ γιά να ξεμπερδέψη μια καί καλή μ’ αύτή τή δουλειά. Τά χέρια του όμως έμειναν άκίνητα στόν άέρα. σάν νά τά έσφιγγε μυστηριώδης δύναμις. "Ενοιωσε πόνους φοβερούς Κι΄ άρχισε νά μουγγρίζη σάν πληγωμένο θηρίο. ΟΙ άλλοι γύρω τρόμαξαν.
—        Τί πάμε νά κάνωμε. έλεγαν μεταξύ τους, νά τά βάλωμε μέ τόν άγιο αυτόν άνθρωπο, πού έχει τό Θεό μαζί του;
Άρχισαν λοιπόν νά παρακαλούν τόν Σάγκτουλο, πού έμενε άκόμη μέ τό κεφάλι γερμένο, νά γιατρέψη τόν στρατιώτη, πού έξακολουθούσε νά φωνάζη μέ τά χέρια κρατημένα ψηλά.
            Δέν μπορώ νά ζητήσω τέτοια χάρι γι' αύτόν από τόν Κύριό μου, άν δέν μοβ ύποσχεθή πρώτα πώς δέ θά ξανασηκώση τό χέρι του νά κτυπήση χριστιανό, είπε ό Σάγκτουλος.
—        Υπόσχομαι, φώναξε ό στρατιώτης τρέμοντας άπό τό φόβο του.
            Κατέβασε λοιπόν τά χέρια σου, πρόσταξε ό δούλος τοϋ Θεού.
Μέ τόν λόγο, τά χέρια παρευθύς κινήθηκαν γιά νά πετάξουν πρώτα απ' όλα μακριά τό φονικό όργανο.
Κατάπληκτοι οί Λογγοβάρδοι γιά όσα έγιναν έκεΐνο τό πρωΐ μπροστά στά μάτια τους, χάρισαν τή ζωή στό Σάγκτουλο. πού έγινε άπό τότε Ιεραπόστολος άνάμεσά τους.
5 ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ

Ο ΜΑΡΚ1ΑΝΟΣ ήτο Ιερεύς στήν Κωνσταντινούπολι, άγιώτατος άνθρωπος. ’Ανάμεσα στίς άλλες άρετές πού τόν στόλιζαν ύπερεΐχαν ή ακτημοσύνη Κι΄ ή έλεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα άπό κάθε γήϊνο άγαθό, ό Μαρκιανός δέν άπέκΐησε ποτέ πράγμα δικό του, πού νά έχη κάποια άξια, ούτε δεύτερο ένδυμα. “Οταν οί γνωστοί του τού χάριζαν κάτι, τό έδινε παρευθύς στόν πρώτο φτωχό, πού θα συναντούσε στό δρόμο του.
Τήν Κυριακή πού θά γίνονταν τά Εγκαίνια τής Εκκλησίας τής 'Αγίας 'Αναστασίας, πού ήτο ή ένορία του, Εφυγε ξημερώματα άπό τή φτωχή καμαρούλα του νά έτοιμάση τό Άγιο Βήμα Θά λειτουργούσε ό Πατριάρχης μέ άλλους Αρχιερείς. Θά πήγαινε Κι΄ό Αύτοκράτωρ μέ όλους τούς άρχοντάς του στά έγκαίνια.
Σάν Εφτασε στήν Αγία Αναστασία Κι΄ ήτο Ετοιμος ν’ άνοιξη τήν έξώθυρα τού μεγαλοπρεπεστάτου ναού, πού αυτός ό ίδιος μέ τήν άπαράμιλλη δραστηριότητά του είχε Ανακαινίσει, τόν έπλησίασε Ενας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος άπό τό κρύο. “Εδειχνε νά ύποφέρη πολύ. Άπλωσε διατακτικά τό χέρι νά τού γυρέψη ελεημοσύνη. Ό Μαρκιανός Εψαξε τίς τσέπες του. Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ' αύτόν, δέ βρήκε χρήματα. “Επρεπε όμως νά δώση κάτι σ' Εκείνον τόν δυστυχή, καί μάλιστα χρήσιμο. Τού ράγισε τήν καρδιά ή γύμνια του. τό τρεμούλιασμά του. Ό φιλάνθρωπος Ιερεύς πήρε τήν όπόφασί του. Θά τού Εδινε τά ρούχα του. Δεύτερα δέν είχε, άλλ' άύτό δέν τόν πείραζε. Τώρα θά φορούσε τά ιερατικά του, άφού θά έπαιρνε μέρος στή Λειτουργία  Πήγε στό σκευοφυλάκιο, Εφόρεσε τά άμφιά του καί όλα.του τά ρούχα τά  έδωσε στό φτωχό. ‘Εκείνος έμεινε μέ τό στόμα άνοικτό μπροστά σέ τόση καλωσύνη.
Ηλθαν στό μεταξύ Κι΄ οί άλλοι κληρικοί μέ τόν Πατριάρχη καί άρχισε ή Θ. Λειτουργία. Μά κάτι παράδοξο συνέβαινε Εκείνη τήν ήμέρα. Τά βλέμματα τού Εκκλησιάσματος, άπό τού Αύτοκράτορος ώς τού τελευταίου πιστού, είχαν καρφωθή πάνω στό Μαρκιανό. Τό ίδιο καί τών κληρικών, μέσα στό Άγιο Βήμα. Δύο μάλιστα άπ' αύτούς είχαν Αρχίσει νά σιγοψιθυρίζουν τίς Επικρίσεις τους.
—        Πού βρήκε άραγε τή χρυσοΰφαντη στολή; Αυτός δέν είχε ποτέ του χρήματα. “Ετσι τουλάχιστον φαίνεται.
Δέ βαρυέσαι.. 'Υποκρισίες. Κύτταξε, Αδελφέ μου. Και μέ διαμάντια κεντημένη. Αϊ, αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στό τέλος τής θείας Λειτουργίας βγήκε μέ τό Άγιο Ποτήριο νά κοινωνήση τόν κόσμο ό Μαρκιανός, Ενας ψίθυρος θαυμασμού άκούστησε άπό τά χείλη όλων. Ή 'Εκκλησία άστραψε άπό τό φεγγοβόλημα τών άμφιων του.
"Ενας άνώτερος κληρικός πλησίασε τότε τόν Πατριάρχη μέ φανερή άγανάκτησι καί τού είπε:
—        Δέν πρέπει ή άγιωσύνη σου. Δέσποτα, νά παράλειψη νά συστήση κάποια μετριότητα σ’ αύτόν τόν άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στό βασιλέα.
Ό άγαθός γέρο  Πατριάρχης άρχισε νά στενοχωριέται μέ τίς διαμαρτυρίες τού Ιερατείου του. Είχε φυσικά Κι΄ ό ίδιος απορήσει μέ τήν πρωτοφανή πολυτέλεια τών άμφίων πού φόρεσε  έτσι τουλάχιστον νόμιζε  γιά τήν πανήγυρι ό Μαρκιανός. Τόν γνώριζε όμως πολύ καλά γιά νά τόν χαρακτηρίση ματαιόδοξο. Ως τόσο, άποφάσισε νά τού κάνη λόγο γι' αύτό. Ευθύς λοιπόν μετά τήν άπόλυσι καί προτού ακόμη βγάλουν καί οί δυό τά Ιερατικά, φώναξε τόν Μαρκιανό στό σκευοφυλάκιο.
—        Πού βρήκες τη στολή αυτή, Μαρκιανέ; Τόν ρώτησε σέ τόνο αυστηρό, θά έλεγε κανείς, πώς πήρες τήν άπόφασι νά συναγωνιστής σέ πολυτέλεια τόν Αύτοκράτορα. Ό Ιερεύς πρέπει νά είναι μέτριος στην έμφάνισί του. γιά νά μή σκανδαλίζη τό λαό καί μάλιστα τίς πτωχότερες τάξεις.
Ό ίερεύς έρριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στά φτωχικά λινά του άμφια, τά μοναδικά πού είχε γιά νά Ιερουργή. "Επειτα κύτταξε μέ άπορία τόν Επίσκοπό του.
—        Γιά ποιά στολή όμιλεϊ ή άγιωσύνη σου. Δέσποτα: "Αν πρόκεται γι' αυτήν πού φορώ, είναι ή ίδια πού πήρα άπό τά χέρια σου. όταν πριν άπό είκοσιπέντε χρόνια μέ χειροτόνησες Πρεσβύτερο.
Ό Πατριάρχης συνωφρυώθηκε. Αΐ, ήταν πάρα πολύ νά προσπαθή νά τόν ξεγελάση μπροστά στά μάτια του.
Κι αυτή έδώ; του φώναξε, παίρνοντας στά χέρια του τό φελόνι.
Τότε παρατήρησε, πώς κάτω άπό τ' άμφιά του ό Μαρκιανός ήτο γυμνός Κι΄ έκείνη ή πολύτιμη στολή πού είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό καί θόρυβο δέν ήταν άλλη άπο τή συνηθισμένη, πού τόσα χρόνια τώρα τόν έβλεπε νά λειτουργή.
Ποιός σ' έγύμνωσε Μαρκιανέ; Ρώτησε έκπληκτος ο Πατριάρχης.
Ό άξιος λειτουργός τού Ύψίστου πήρε στά χέρια του τό Άγιο Ευαγγέλιο, πού μόλις πρό όλίγου είχε τοποθετήσει στή θήκη του και τό έδειξε στόν 'Αρχιερέα.
Αυτό μ' έγύμνωσε. άγιε Δέσποτα
Κατασυγκινημένος ό γέρο  Πατριάρχης έσφιξε στήν άγκαλιά του τόν Μαρκιανό καί φιλώντας τον πατρικά τόύ έλεγε:
Ώ, άν όλοι οί ιερείς σ' έμιμούντο. τέκνον μου. δέ θά είχαμε άνάγκη έκκλησιαστικών ρητόρων. Θά έκήρυττε τό φωτεινό τους παράδειγμα.
ΔΙΗΓΟΥΝΤΑΙ ακόμη γιά τόν Άγιο Μαρκιανό  γιατί άγίασε ό καλός έκεΐνος Ιερεύς τής Αγίας Αναστασίας  ότι τις νύκτες γύριζε στις φτωχές συνοικίες τής πόλεως καί περιμάζευε τούς έγκαταλειμμένους νεκρούς. Τούς έπλενε μέ τά χέρια του, τούς σαβάνωνε καί τούς πήγαινε στήν έκκλησία γιά νά τούς διαβάση Καί νά τούς θάψη τό άλλο πρωί. Κι΄ είχε άποκτήσει τή συνήθεια νά μήν άφήνη μόνο στήν έκκλησία τό νεκρό προτού τόν άσπασθή.
Κάποτε λοιπόν έγινε αυτό τό παράδοξο: Ό νεκρός ήταν ένας πολυβασανισμένος γέρος, χτυπημένος άπό τή ζωή. Έμοιαζε σάν νάχε άντικρύσει μ' άνακούφισι τό θάνατο. Ό Άγιος Μαρκιανός τόν περιποιήθηκε μ' όλη του τήν καρδιά, λές καί τό ένοιωθε ό νεκρός. Τέλος, τόν τοποθέτησε, όπως όλους, στό νεκροκρέβατο στό νάρθηκα τής έκκλησίας. Έτοιμος νά φύγη πιά, γυρίζει στό νεκρό καί τού λέει:
“Ελα. αδελφέ μου. νά φιληθούμε, σάν παιδιά τού Χριστού.
Κι΄ ό νεκρός μέ ευγνωμοσύνη, ύπακούοντας στήν πρόσκλησι τού εύεργέτου του, ανακάθισε στό φέρετρο, αντάλλαξε μαζί του άδελφικό άσπασμό Κι΄ έγειρε πάλι γιά τόν αιώνιο ύπνο του. Ό Άγιος βγήκε άθόρυβα άπό την έκκλησία σάν νά είχε συμβή τό πιό φυσικό πράγμα στόν κόσμο.
Μά κάποιος άλλος Ιερεύς πού έτυχε νά βρίσκεται τήν ώρα έκείνη στήν έκκλησία. παρακολούθησε άθέατος τήν έκπληκτική σκηνή Κι΄ έτσι άπό στόμα σέ στόμα διαθόθηκε σ' όλόκληρη τήν πόλι.
ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ μέρα πού τό κρύο ήταν τσουχτερό ό Άββάς Νισθερώ έβαλε πάνω άπό τό συνηθισμένο του φόρεμα ένα χοντρό σάκκο, γιά νά πάη στήν έκκλησία. “Ενας άλλος Ερημίτης, πού τόν συνήντησε στό δρόμο, τόν έρώτησε πειραχτικά:
"Αν έλθη τώρα ένας φτωχός. Άββά. καί σοΰ ζητήση ένα ρούχο, ποιό άπό τά δύο θά τού δώσης;
Τό πιό ζεστό, άποκρίθηκε ό Γέρων.
ΚΙ΄ άν πιό πέρα σέ ίδή καί δεύτερος καί σοΰ ζητήση
Θά τού δώσω ευχαρίστως καί τό άλλο καί θά γυρίσω πίσω στό κελλί μου, έως ότου στείλει ό Κύριός μου νά μέ σκεπάση, είπε γεμάτος έμπιστοσύνη στό θεό ό Άγιος Γέροντας.
···
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας έμενε μέ τόν υποτακτικό του σέ μιά καλύβη. όχι μακριά άπό ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στόν τόπο μεγάλη δυστυχία Κι΄ ό φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν άπό τήν πείνα. Πολλοί στήν άπελπισία τους πήγαιναν καί κτυπούσαν στήν καλύβη τού έρημίτη. Εκείνος πάλι, πού ήτο πολύ έλεήμων. έδινε μέ τήν καρδιά του άπ' δ.τι τύχαινε να έχη. Ό υποτακτικός όμως πού έβλεπε μέ τρόπο τό ψωμί τους νά λιγοστεύη. είπε μιά μέρα στενοχωρημένος στό Γέροντα:
Άββά. δέ μού ξεχωρίζεις τά ψωμιά πού μοΰ αναλογούν, Κι΄ άπό δώ καί πέρα μοίραζε άπό τά δικά σου έλεημοσύνη. "Ετσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα Οά πεινάσωμε Κι΄ οί δυό.
Ό άγαθός Γέροντας χώρισε τά ψωμιά τού υποτακτικού του. χωρίς νά είπή τίποτε Κι΄ έξακολούΟησε νά δίνη άπό τά δικά του στούς φτωχούς. Μά Κι΄ ό θεός πού είδε τήν καλή του προαίρεσι τά εύλόγησε. Κι΄ όσο έκεΐνος έδινε, τόσο αύτά έπληθύνονταν.
Ό υποτακτικός στό μεταξύ έφαγε τά δικά του. Όταν πιά δέν τού έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στόν Γέροντά του καί τόν παρακαλούσε νά τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τόν δέχτηκε χωρίς νά φέρη άντίρρησι. Τώρα όμως είχαν αύξηθή καί οί ζητιάνοι. Κι΄ ό υποτακτικός άρχισε πάλι νά δυσανασχετή. Μιά μέρα χτύπησε ή πόρτα Ήταν ό άπαραίτητος φτωχός. Ό υποτακτικός κατσούφιασε.
Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ό Γέροντας, πού έκανε πως δέν είδε τό μορφασμό του.
Μού φαίνεται πώς δέν έχομε πιά νά φάμε ούτε έμεϊς. Είπε φωναχτά ό υποτακτικός, γιά νά τόν άκούση Κι΄ ό ζητιάνος.
Πήγαινε καί ψάξε καλά, πρόσταξε ό Γέροντας.
Σηκώθηκε έκεΐνος άπρόθυμα νά πάη στό κελλαρικό. Μά τρόμαξε ν' άνοιξη τήν πόρτα. Τό βρήκε γεμάτο ώς έπάνω άπό καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Άπό τήν ήμερα έκείνη άπόκτησε μεγάλη έμπιστοσύνη στόν άγιο Γέροντά του Κι΄ έγινε πρόθυμος στό ν’ άνακουφίζη τούς φτωχούς.
··
ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΥΣ κάθε Κυριακή μετά τή Λειτουργία μάζευε τούς φτωχούς τής ένορίας του καί τούς μοίραζε τά χρήματα, πού μάζευε τό «κιβώτιο τών πτωχών»,
Mια  Κυριακή πήγε μία γυναίκα μέ παλιά ξεσκισμένα ρούχα καί μέ ύφος κακομοίρικο. Ό Ίερεύς τή λυπήθηκε. Έβαλε τό χέρι του στό κιβώτιο μέ τήν πρόθεσι νά τής δώση όσα χρήματα χωρούσε ή παλάμη του. "Οταν τό τράβηξε έξω. είδε πώς είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε νά τής τά δώση, γιατί πίσω της περίμενε άλλη νά πάρη φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ό Ιερεύς σκέφτηκε πώς ήταν άπό κεϊνες πού χωρίς λόγο ζητιανεύουν, θά τής έδινε λίγα, γιά νά μήν τήν άφήση νά φύγη έτσι καί τής έμενε ή ντροπή. Έβαλε πάλι τό χέρι του στό κιβώτιο Κι΄ ή χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σάν ευλαβής πού ήτο κατάλαβε τή θεία έπέμβασι. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες καί γιά τις δύο έκεϊνες γυναίκες. "Εμαθε τότε πώς ή μία πού φαινόταν καλοντυμένη, ήταν άπό καλή οικογένεια, πού τελευταία άπό διάφορα άτυχήματα φτώχυνε καί ύπέφερε πολύ. Από άξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Ή άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε νά ζητιανέψη. γιά νά τής δίνουν εύκολώτερα.
Ο ΑΒΒΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ τής Φέρμης, παρακάλεσε τόν Όσιο Παμβώ νά τού είπή έναν ωφέλιμο λόγο, πού νά τόν θυμάται σ' όλη  του τή ζωή.
 'Απόκτησε έλεος γιά όλους τούς συνανθρώπους σου, Άββά Θεόδωρε, γιά νά 'χης παρρησία στό θεό. τού είπε ό άγιος Γέρων.
ΟΤΑΝ ΕΛΕΗΣΗΣ τόν πτωχό άδελφό σου. συμβουλεύει ό Άββάς Ήσαίας. μή τόν φωνάξης νά σέ βοηθήση στή δουλειά σου, γιά νά μή χάσης τό μισθό τής εύεργεσίας.
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ό ‘Ομολογητής γράφει τά άκόλουθα άξιοπρόσεκτα γιά τήν έλεημοσύνη: Όχι μόνον διά τής έλεημοσύνης πού γίνεται μέ χρήματα φαίνεται ή διάθεσις τής άγάπης, άλλα πολύ περισσότερο μέ τό νά μεταδίδης στόν άλλον λόγο Θεού. 'Ακόμη δέ καί μέ κάθε είδους έξυπηρέτησι. ‘Εκείνος πού πραγματικά έχει άποςενωθή άπό τόν κόσμο Κι΄ έξυπηρετεϊ τόν πλησίον του μέ είλικρινή άγάπη. γρήγορα θ’ άπαλλαγή άπό τά πάθη καί θά γίνη συμμέτοχος τής θείας άγάπης καί γνώσεως. ’Εκείνος πού άγαπά τόν θεόν, όγαπδ όπαραιτήτως καί τόν πλησίον του. Αύτός δέν μπορεί νά κρατά τίποτε γιά τόν έαυτό του. Οικονομεΐ τά πάντα όπως αρέσει στόν Θεόν καί δίδει μέ προθυμία έλεημοσύνη σ’ όσους έχουν ανάγκη
ΟΠΟΙΟΣ ΕΛΕΕΙ τόν άδελφόν του, λέγει κάποιος Πατήρ, πρέπει νά τό κάνη σάν νά έλεή τόν ίδιο τόν έαυτό του. Αυτή ή έλεημοσύνη πλησιάζει τόν άνθρωπο πρός τόν Θεόν.
• ·
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, πού ένώ είναι πρόθυμοι νά δίνουν έλεημοσύνη στούς πτωχούς, ό πονηρός τούς κάνει νά άκριβολογοΟν στά έλάχιστα, γιά νά τούς άφαιρή τό μισθό τής άγαθοεργίας.
"Ετυχε νά έπισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου Ιερέα, τήν ήμέρα πού μοίραζε έλεημοσύνη στούς πτωχούς τής ένορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωσι μία πτωχή χήρα καί παρακάλεσε νά τής δώση λίγο σιτάρι.
Φέρε τό σακκούλι σου νά σού βάλω, τής είπε ό Ιερεύς.
Ή γυναίκα τό έφερε.
Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, τής είπε κάπως άπότομα ό φίλος μου.
’Εκείνη έγινε κατακόκκινη άπό τήν ντροπή της, ίσως γιατί ήτο Κι΄ ένας ξένος μπροστά σ’ αυτήν τήν προσβολή. Σάν έφυγε ρώτησα τό φίλο μου:
Δέ μού λές, Πάτερ. τό πούλησες στή γυναίκα τό σιτάρι;
Όχι. τό έχάρισα. Είναι άπό τις έλεημοσύνες.
'Αφού λοιπόν ήταν έλεημοσύνη. τού είπα, ποια ή άνάγκη ν’ άκριβοεξετάζης τό μέτρο καί νά λυπήσης τή φτωχή; Μ ή ξεχνάς άλλωστε τά λόγια τού μακαρίου Παύλου. «Ιλαρόν γάρ δότην άγαπά ό Θεός».
»«
Ο ΑΒΒΑΣ Τιμόθεος, ό νέος Πρεσβύτερος τής σκήτης, είπε μια μέρα πού συζητούσε μέ τόν Όσιο Ποιμένα γιά μια γνωστή του γυναίκα στήν ’Αλεξάνδρεια πώς πόρνευε καί τό μισθό της τόν έδινε έλεημοσύνη.
Ό θεός θά τήν έλεήση καί τελικά θά σωθή. είπε ό Όσιος.
‘Υστερα άπό λίγο καιρό ανέβηκε στή σκήτη ή μητέρα τού Άββά Τιμοθέου νά ϊδή τόν γυιό της. 'Εκείνος τότε τήν έρώτησε γιά τήν άμαρτωλή γυναίκα.
'Εξακολουθεί δυστυχώς τήν ΐδια ζωή, τού είπε έκείνη. Ή πελατεία της έχει πολύ αύξηθή. άλλα Κι΄ αυτή έχει ύπερβολικά αύξήση τις έλεημοσύνες της.
Ό Άββάς Τιμόθεος τό άνέφερε πάλι στόν Όσιο Ποιμένα.
Νά είσαι βέβαιος πώς οί έλεημοσύνες της θά τή σώσουν, είπε πάλι ό Όσιος.
Όταν ύστερα άπό πολλούς μήνες ξαναπήγε στή σκήτη γιά δουλειά ή μητέρα τού Τιμοθέου, τού είπε πώς ή άμαρτωλή έκείνη γυναίκα τήν είχε πολύ παρακαλέσει νά τήν έπαιρνε μαζί της. Ήθελε λέει νά ζητήση άπό τούς Γέροντας νά προσευχηθούν γιά τήν ψυχή της.
Ό Άββάς Τιμόθεος τά είπε όλα αυτά στόν Όσιο Ποιμένα. ’Εκείνος τόν συμβούλεψε νά πάη ό ίδιος στήν πόλι νά τή φέρη στόν ίσιο δρόμο. Ό Πρεσβύτερος ύπήκουσε καί μέ τή βοήθεια τής Θείας Χάριτος, έφερε τήν παραστρατημένη γυναίκα σέ μετάνοια.
ΕΝΑΣ μαγιστριανός1 πήγαινε μαζί μέ τόν υπασπιστή του σέ κάποια έμπιστευτική αποστολή. Καθώς περνούσαν τρέχοντος πάνω στά γρήγορα άλογά τους, σ' ένα δρόμο έρημικό, σκόνταψαν πάνω σ’ ένα όλόγυμνο πτώμα πού κείτονταν καταμεσίς τού δρόμου.
— Ό δυστυχισμένος σίγουρα θά έχη πέσει θύμα ληστών πού λυμαίνονται τούτα τά μέρη, είπε ό άξιωματικός.
Αψηφώντας κάθε κίνδυνο πού Κι΄ ό ίδιος διέτρεχε. δσο άργοπορούσε στ' άγρια έκεΐνα μέρη, κατέβηκε άπό τ’ άλογο, έβγαλε τή χλαΐνα του Κι΄ έτύλιξε τό γυμνό αίμόφυρτο σώμα. Ύστερα άνοιξε ένα πρόχειρο τάφο μέ τή βοήθεια τού συντρόφου του Κι΄ έθαψε τόν άγνωστο. “Οταν τέλειωσε όλη έκείνη ή διαδικασία, ανέβηκε πάλι στ’ άλογο ό εύγενής νέος νά συνέχιση τό ταξίδι του. Είχε όμως αρκετά καθυστερήσει καί κινδύνευε νά νυχτωθή στήν έρημο. Σπηρούνιζε λοιπόν τό ζώο καί κάλπαζε ασυλλόγιστα. Ξαφνικά έκεΐνο αφήνιασε καί τόν πέταξε κάτω. Αναίσθητο σχεδόν άπό τό φοβερό χτύπημα τόν μετέφερε ό υπασπιστής του στό πιό κοντινό χάνι καί φώναξε όμέσως ένα γιατρό.
Ό μαγιστριανός είχε σπάσει τό δεξί του πόδι καί ύπέφερε φοβερά. Τήν άλλη μέρα ή κατάστασίς του χειροτέρεψε. Τό πόδι μελάνιασε όλόκληρο Κι΄ οϊ πόνοι έγιναν αφόρητοι. “Οσοι ειδικοί τόν είδαν, είπαν πώς έπρεπε χωρίς άναβολή νά κοπή. Δέν έπαιρνε θεραπεία γιατί είχε αρχίσει ήδη νά σαπίζη. Τήν έπομένη θά τού τό έκοβαν όριστικά.
Τήν νύκτα ό νεαρός άξιωματικός δέ μπορούσε νά κλείση μάτι άπό τούς πόνους καί τή Ολϊψι του. "Εκλαιγε τή συμφορά του καί βογγοΰσε άπελπιστικά. Θά είχαν φτάσει πιά μεσάνυχτα. όταν είδε ξαφνικά ν' άνοίγη μ’ ένα έλαφρό τρίξιμο ή πόρτα τού δωματίου του καί νά μπαίνη μέσα κάποιος άγνωστος νέος. Πλησίασε τό κρεβάτι του.
Τί έχεις καί βογγάς; τόν ρώτησε μέ πολλή συμπάθεια.
Τι θέλετε νά κάνω, κύριε; είπε μέ πολύ κόπο ό άρρωστος. νομίζοντας πώς ήταν κανένας άπό τούς νυκτερινούς πελάτες τού πανδοχείου πού είχε άνησυχήσει άπό τά βογγητά τους. Τό πρωΐ θά μού κόψουν τό πόδι οΐ γιατροί.
Δείξε μου τό χτύπημά σου.
Ό νέος Εδειξε τό πόδι του. Ό άγνωστος τότε μέ μεγάλη έπιτηδειότητα Ελυσε τούς Επιδέσμους. Τό έτριψε άπαλά μέ τό χέρι του καί είπε στόν άρρωστο νά σηκωθή καί νά περπατήση.
Τί μού λέτε; άρχισε νά διαμαρτύρεται Εκείνος. Δέν βλέπετε πώς είναι Εντελώς σπασμένο καί δέν Επιδέχεται θεραπεία; Σάς είπα πώς θά τό κόψουν τό πρωΐ.
Στηρίξου Επάνω μου καί περπάτησε, είπε μέ επιμονή ό άγνωστος, δέν έχεις τίποτε.
Ό άρρωστος τότε πιάστηκε άπό τό χέρι, πού τού άπλωσε ό παράξενος νυκτερινός Επισκέπτης. Κατέβηκε μέ ευκολία άπό τό κρεβάτι καί σάν τρελλός άπό τή χαρά του. άρχισε νά πηγαίνει πέρα  δώθε μέσα στό δωμάτιο, χωρίς τήν παραμικρή δυσκολία. Ούτε πόνο πιά Ενοιωθε.
Είδες λοιπόν πού θεραπεύτηκες Εντελώς. Πλάγιασε τώρα νά κοιμηθής καί μή στενοχωρεΐσαι πιά, τού είπε ό άγνωστος καί τού Εδωσε τό χέρι νά τόν άποχαιρετήση.
Φεύγετε, κύριε; ρώτησε ό μαγιστριανός.
Τί άλλο θέλεις άπό μένα; Τώρα είσαι καλά.
Γιά τ' όνομα τού Παντοδυνάμου Θεού, πού σέ ώδήγησε ώς Εδώ. πές μου ποιός είσαι; φώναξε γεμάτος συγκίνησι ό νέος.
Κύτταξέ με καλά. Δέν μέ άναγνωρίζεις;
Όχι έγνεψε ό άξιωματικός.
Μήπως γνωρίζεις τούτη τή χλαΐνα;
Ό νέος έμεινε άναυδος άπό τήν έκπληξι.
Είναι δική μου. ψιθύρισε σάν συνήλθε.
Είμαι Εκείνος, πού μέ σκέπασες μέ τή χλαΐνα σου. Ό Θεός μ' Εστειλε εδώ νά σέ γιατρέψω. 'Εκείνον νά εΰγνωμονής σ’ όλη  σου τή ζωή. Καί λέγοντας αύτά έγινε άφαντος.
Τό πρωί πού ήλθαν οΐ γιατροί για τήν έγχείρησι βρήκαν τόν μαγιστριανό έτοιμο γιά ταξίδι. Δέν πίστευαν στά μάτια τους. 'Αναγκάστηκαν όμως  νά παραδεχτούν τό θαύμα. Από τότε ό εύγενής άξιωματικός έγινε πιό θερμός στήν πίστι καί δέν έπαυσε σ’ όλο  τό διάστημα τής ζωής του νά έλεή ζωντανούς καί πεθαμένους.
Ο ΑΒΒΑΣ ΔΑΝΙΗΛ ό Πρεσβύτερος τής σκήτης, πολύ γέρος πιά. διηγείτο στους 'Αδελφούς διάφορα άνέκδοτα άπό τή ζωή του. Κάποτε τούς είπε Κι΄ αυτήν έδώ τήν διδακτική Ιστορία.
"Οταν πολύ νέος Κι΄ άπειρος πρωτοβγήκα στήν έρημο γιά νά σώσω τήν ψυχή μου, έμεινα σέ μιά καλύβα μοναχική στήν άνω Θηβαίδα. Μιά φορά τό μήνα κατέβαινα στό πιό κοντινό κεφαλοχώρι γιά νά πουλώ τό έργόχειρό μου καί νά προμηθεύωμαι τό ψωμάκι μου.
Στά χέρσα χωράφια, πολύ έξω άπό τό χωριό, είχε στήσει τήν καλύβα του Κι΄ένας λατόμος. Ζούσε όλομόναχος, άφωσιωμένος στή δουλειά του. Ό Εύλόγιος, έτσι τόν έλεγαν, παρ' όλη  τήν φτώχεια του,  ένα ευτελέστατο ήμερομίσθιο έπαιρνε άπό τήν κοπιαστική του έργασία,  ήταν έλεήμων καί φιλόξενος. Κάθε βράδυ, όταν σχολούσε, κατέβαινε στό χωριό, άγόραζε λίγα τρόφιμα Κι΄ ύστερα πήγαινε στό δημόσιο δρόμο. Στεκόταν καί περίμενε νά ίδή ποιός ξένος διαβάτης καί μάλιστα φτωχός δέν είχε πού νά πάη. γιά νά τόν προσκαλέση στό φτωχικό του νά τόν φιλοξενήση. "Επρεπε άπαραιτήτως νά πλύνη τά πόδια τού ξένου του, νά τού στρώση τραπέζι καί νά τού παραχωρήση τό στρώμα του. Ό ίδιος τότε έπεφτε σ' ένα σωρό άχυρα πού φύλαγε γι' αύτή τή δουλειά στό καλύβι του. "Ετρωγε μόνο τό βράδυ ό,τι είχε περισσεύσει άπό τόν ξένο. "Αν τού έμενε κανένα κομμάτι ψωμί τό φύλαγε στό ταγάρι του γιά νά ταίση τήν άλλη μέρα τ' αδέσποτα σκυλιά πού είχαν Κι΄αυτά Οέσι στην καρδιά του. Οί πιό συνηθισμένοι ξένοι του ήσαν οί έρημΐται πού κατέβαιναν στήν πολιτεία νά πουλήσουν τά έργόχειρά τους. Αυτούς τούς δεχόταν μέ ξεχωριστή άγάπη. “Ενοιωθε τόση ίκανοποίησι, όταν τούς πρόσφερε τις περιποιήσεις του. πού Οά έλεγε κανείς πώς στά πρόσωπά των έβλεπε τόν ίδιο τόν Χριστό.
“Ετυχε νά φιλοξενηθώ Κι΄ έγώ πολλές φορές στήν καλύβα τοΰ Εύλογίου. θαύμαζα τήν καλοσύνη καί τήν ταπεινότητά του κι έλεγα στόν έαυτό μου: “Αν ό Εύλόγιος ήτο πλούσιος, Θά έκανε πολλά καλά στόν κόσμο, άφοΰ τώρα, μέ τόση φτώχεια, είναι τόσο γενναιόδωρος. Καί σάν άπειρος πού ήμουν, άποφάσισα νά ζητήσω με έπιμονή άπό τόν Θεό τή χάρι νά δώση πλούτη στόν άγαθό λατόμο. "Εμεινα νηστικός τρείς συνεχείς έβδομάδες καί στό διάστημα αυτό έκανα θερμή προσευχή γιά τόν Εύλόγιο. “Υστερα, έξαντλημένος έντελώς άπό τήν άσιτία, έπεσα σχεδόν χωρίς πνοή στήν ψάθα μου καί βυθίστηκα σ' ένα λήθαργο. Τότε ένοιωσα νά μέ πλησιάζη ένας νέος ιεροπρεπής καί νά μέ ρωτά μέ συμπάθεια, γιατί ήμουν τόσο έξαντλημένος.
Έταξα στό Θεό. άποκρίθηκα. νά μή βάλω τροφή στό στόμα μου. έως ότου δεχθή τήν προσευχή μου καί δώση στόν Εύλόγιο πολλά άγαθά. νά κάνη έλεημοσύνες.
Δέν είναι σωστό αυτό πού ζητάς, γιατί Οά τού βλάψη τήν ψυχή, είπε έκεϊνος. Όπως βρίσκεται τώρα είναι πολύ καλά.
Όχι. άντιλόγησα έγώ. “Αν άποκτήση πολλά, θά δίνη καί πολλά.
Δίνεις έγγύησι γιά τήν ψυχή του;
Ναι. Κύριε, φώναξα τότε. Εύλόγησε τ' άγαθά του Κι΄ άπό τά χέρια μου ν' άπαιτήσης τήν ψυχή του.
Είχα ξεστομίσει λόγο βαρύ. Μού φάνηκε ξαφνικά πώς βρέθηκα στά Ιεροσόλυμα, στό ναό τής Άναστάσεως. καί είδα τόν Ιδιο Ιεροπρεπή νέο καθισμένο έπάνω στήν πλάκα τού Αγίου Τάφου. Δεξιά του στεκόταν ό Εύλόγιος. Ήταν Κι΄άλλοι πολλοί λαμπροφορεμένοι γύρω.
Αύτός είναι πού έγγυήθηκε γιά τόν Εύλόγιο; τούς είπε ό νέος δείχνοντας με.
Ναι, Κύριε, είπαν έκεϊνοι κλίνοντας μέ σεβασμό τήν κεφαλή.
Έπανάλαβέ του πώς θ' απαιτήσω όπωσδήποτε τήν έγγύησι.
Ναι, Κύριε, πρόλαβα ν' απαντήσω έγώ, μόνο κάνε αύτό πού σοΰ ζητώ.
Είδα τότε νά πέφτουν σάν βροχή χρυσά νομίσματα στόν κόλπο τού Εύλογίου. Όσο πιό πολλά έπεφταν, τόσο δεχόταν έκεϊνος. Κατάλαβα πώς έγινε δεκτή ή δέησίς μου Κι΄ άπό τήν χαρά μου ξύπνησα δοξάζοντας τό Θεό.
Ανίδεος ό λατόμος άπό τό δικό μου ένδιαφέρον γιά κείνον, πήγε μιά μέρα, όπως συνήθιζε, πριν άκόμη φέξει. στή δουλειά του. Πήρε στά χέρια τήν όξινα νά χτυπήση μιά πέτρα. "Ακούσε υπόκωφο κρότο. Έδωσε δεύτερο χτύπημα. Ή πέτρα υποχώρησε Κι΄ όνοίχτηκε μπροστά του μιά βαθειά τρύπα, γεμάτη ώς έπάνω χρυσά νομίσματα. Ό φτωχός λατόμος σάστισε. Τόσο χρυσάφι δέν είχε ούτε στ' όνειρά του ίδεΐ. Τί έπρεπε νά κάνη; Έρριξε μιά ματιά όλόγυρα. Δέ φαινόταν κανείς. Ηταν όλομόναχος. Σκέπασε προσεκτικά τό θησαυρό Κι΄ έπεσε σέ μεγάλη συλλογή.
"Αν κρατήσω τόσο χρυσάφι, έλεγε στόν εαυτό του, καί έξακολουθήσω νά μένω έδώ Οά μέ υποψιαστούν οί άνθρωποι πώς τό έκλεψα. Θά τό μάθη ό Έπαρχος καί χωρίς άμφιβολία θά μέ φυλακίση. "Ετσι κινδυνεύω νά χάσω καί τό θησαυρό καί τήν έλευθερία μου. Πρέπει νά φύγω μακριά, σέ ξένο τόπο, πού νά είμαι άγνωστος.
Αφού πήρε τήν άπόφασι. έφερε σακκιά άπό τήν καλύβα του. νοίκιασε Κι΄ ένα ζώο μέ τήν πρόφασι πώς θέλει νά μεταφέρη πέτρα. Κατέβηκε στόν ποταμό, ναύλωσε πλοίο Κι΄ έφυγε γιά τήν Κωνσταντινούπολη
Τήν έποχή έκείνη βασίλευε άκόμη ό Ιουστίνος, ό γέρων. Ό Εύλόγιος άγόρασε ένα άρχοντικό, πού μέχρι σήμερα άκόμη τό λένε τού Αιγυπτίου. Πήρε δούλους. Φόρεσε πολυτελέστατα φορέματα. Καί μέ τό χρυσάφι του άπόκτησε άξιώματα. "Ετσι μέσα σέ λίγο καιρό έγινε αύλικός Κι΄ ώνομάστηκε "Αρχών.
Στό διάστημα αύτό οι Έρημϊται Κι΄ οι  φτωχοί διαβάται στήν Αίγυπτο έχασαν τόσο άπρόοπτα τό συμπαθή λατόμο καί τή φιλοξενία του, πού άπορούσαν. Κανείς δέν ήξερε τί είχε άπογίνει.
Πέρασαν δυό χρόνια άπό τότε. 'Εγώ πού στό μεταξύ είχα βρή κάποιο διακονητή νά δίνη τό έργόχειρό μου, δέν έτυχε νά κατέβω στήν πολιτεία. "Ετσι δέν είχα ίδέα άπό όσα συνέβησαν στόν Εύλόγιο. Μιά νύχτα όμως είδα στ’ όνειρό μου πώς βρέθηκα πάλι στό ναό τής Άναστάσεως. Ό λαμπροφορεμένος νεανίας καθόταν όπως πρίν, έπάνω στήν πλάκα τού Παναγίου Τάφου. Μόλις τόν άντίκρυσα έγώ έφερα γιά πρώτη φορά άπό τότε στό νοϋ μου τό λατόμο. Τί νά έχη γίνει άραγε; άρχισα νά διερωτώμαι. Δέν πρόφθασα νά τελειώσω καλά  καλά τήν σκέψι μου κι είδα νά καταφθάνη ένας άγριος άράπης πού έσερνε μέ μανία πίσω του τόν Εύλόγιο.
 'Αλλοίμονο σ' έμέ τόν άμαρτωλό, φώναξα τρομαγμένος, καθώς άναλογίστηκα τήν έγγύησι πού τόσο άσυλλόγιστα είχα δώσει. Έχασα τήν ψυχή μου.
Μόλις ξημέρωσε, κατέβηκα στήν πόλι. μέ τήν πρόφασι νά πουλήσω τά πανέρια μου. Στήν πραγματικότητα όμως, γιά νά συναντήσω, όπως τουλάχιστον ήλπιζα. τόν λατόμο. Έβράδυασε Κι΄ έγώ γύριζα άσκοπα έπάνω  κάτω στό δημόσιο δρόμο, έκεί πού περίμενε άλλοτε νά βρή ξένους ό Εύλόγιος. Μά δέν φαινόταν κανείς νά μέ προσκαλέση, γιά νά μέ φιλοξενήση. Τέλος, άποφάσισα νά πάω μόνος μου ώς τήν καλύβα. Κτύπησα τήν πόρτα πού άλλοτε τήν έβρισκα πάντοτε άνοικτή. Ήλθε καί μού άνοιξε μιά ήλικιωμένη γυναίκα. Έζήτησα φιλοξενία. Μέ πέρασε μέσα άπρόθυμα. Καθώς μού έτοίμαζε κάτι πρόχειρο να φάγω. άρχισε να μέ παρατηρή:
Αββά. είσαι νέος άκόμη καί δέν κάνεις καλά νά κατεβαίνης καί νά βραδυάζεσαι στις πολιτείες. Ό κόσμος έχει παγίδες γιά τούς νέους καί γιά τούς καλόγερους πιό πολλές.
Τί θές νά κάνω, κυρούλα. πού έχω άνάγκη νά πουλώ πανέρια καί ν' άγοράζω τό ψωμάκι μου;
"Αν είναι άνάγκη. καθώς λέγεις, τουλάχιστον μή ξενυχτάς έξω άπό τήν καλύβα σου.
Δέν ύπάρχει στά μέρη αυτά κανένας θεοφοβούμενος άνθρωπος νά φιλόξενή τούς έρημίτας; ρώτησα μέ τρόπο γιά νά πάρω τίς πληροφορίες πού ήθελα.
Υπήρχε άλλοτε, είπε ή κυρούλα καί στέναξε. "Εμενε μάλιστα σέ τούτη έδώ τήν καλύβα. Ήταν ένας καλός άνθρωπος πού φρόντιζε πολύ τούς ξένους καί μάλιστα τούς άγιους Γέροντας πού νά 'χωμε τήν εύχή τους. Μά ό Θεός πού είδε τίς καλωσύνες του. ευλόγησε τά υπάρχοντά του. Καί καθώς λένε. Άββά. έγινε μέγας καί πολύς, τρανός άρχοντας σήμερα στή Βασιλεύουσα.
Τί μού λές; είπα μέ έκπληξι. προσπαθώντας νά κρύψω τήν ταραχή μου.
"Ετσι ακούω. Αββά
'Eμ άθλιε, είσαι ύπεύθυνος γιά όλα τούτα τά κακά, έλεγα καί ξανάλεγα στριφογυρίζοντας άϋπνος όλη νύχτα στό ψαθί πού μ’ έβαλε νά πλαγιάσω ή κυρούλα. θυμήσου τήν έγγύησι.
Τήν άλλη μέρα, χωρίς άναβολή βρήκα πλοίο Κι΄ έφυγα γιά τήν Κωνσταντινούπολή "Εψαχνα ρωτώντας άρκετές ημέρες στήν άπέραντη πόλι. έως ότου βρήκα τήν κατοικία τού Ευλογιού Πού νά μ' άφήσουν όμως νά μπώ μέσα οί χρυσοστολισμένοι θυρωροί! “Εβλεπαν τά φτωχικά μου ρούχα καί μ' έδιωχναν άσπλαγχνα. Περίμενα λοιπόν ώρα πολλή στήν έξώθυρα νά βρώ ευκαιρία νά μιλήσω στόν έκλαμπρότατο. όταν 0ά έμπαινε ή θά έβγαινε άπό τό παλάτι του. Τέλος, τόν είδα να βγαίνη μέ πολλή φαντασία. Φορούσε βασιλικά σχεδόν φορέματα. Περιτριγυρισμένος άπό ένα πλήθος υπηρέτες, είχε ύφος πολύ άγέρωχο. Όταν πλησίασε νά μπή στό πολυτελέστατο άμάξι, πού τόν περίμενε στήν πόρτα, τόλμησα νά κάνω δυό βήματα μπροστά γιά νά τού μιλήσω.
— “Αρχοντά μου είναι άνάγκη νά σοΰ είπώ δυό λόγια.
Θά μέ πέρασε σίγουρα γιά ζητιάνο, γιατί δέν καταδέχτηκε νά μού ρίξη ούτε μιά ματιά, ένώ οί δούλοι του μ’ έδιωξαν μέ τό χειρότερο τρόπο.
Δέν έχασα τήν ύπομονή μου. Πήγα καί τήν άλλη μέρα καί τήν άλλη. Δυό όλόκληρες έβδομάδες περίμενα μάταια άπό τό πρωί ώς τό βράδυ νηστικός έξω άπό τήν κατοικία τού Ευλογιού. Ό υπερήφανος άρχοντας δέ μού δίνε σημασία. ΟΙ σκληροί ύπηρέται του μ' άπομάκρυναν μέ βία. Όταν τέλος πάντων δοκίμασα ό ταλαίπωρος νά τού μιλήσω άλλη μιά φορά φωνάζοντάς τον μέ τ’ όνομά του, γιά νά καταλάβη πώς είμαι παλιός γνώρισμός του, τόσο πολύ (οργίστηκε ένας άπό τούς θυρωρούς, πού μ' άφησε σχεδόν άναίσΟητο στό δρόμο άπό τό ξύλο.
—        Άς γυρίσω πίσω στόν τόπο μου. είπα απελπισμένος πιά, όταν συνήλθα. Ό Θεός, άν Οέλη, άς σώση τόν Εύλόγιο.
Κατέβηκα στό λιμάνι καί βρήκα καράβι γιά τήν Αλεξάνδρεια. Όσο κράτησε σχεδόν τό ταξίδι, καθώς ήμουν άποκαμωμένος άπό τόσων ήμερων ταλαιπωρία, τραυματισμένος άκόμη άπό τά κτυπήματα τού άσπλαγχνου θυρωρού καί υπερβολικά θλιμμένος στήν ψυχή. έπεσα σέ ύπνο βαθύ. Καί πάλι (ονειρεύτηκα πώς βρέθηκα στήν Αγία Πόλι. στόν Τάφο τού Χριστού. Καί πάλι ό γνώριμος Ιεροπρεπής νεανίας καθόταν στό ίδιο μέρος. Τώρα όμως ήτο όπειλητικός. Μ' έκύτταξε μέ βλέμμα βλοσυρό άπό τήν κορυφή ώς τά νύχια καί μού είπε μέ φωνή αύστηρή πού μ' έκανε σύγκορμα νά τρέμω:
Γιά πού φεύγεις; Δέ θά πλήρωσής τήν έγγύησι;
Από τό φόβο μου δέν έβγαζα μιλιά. Τότε πρόσταζε δύο άξιωματούχους πού τού παρεστέκοντο νά μέ συλλάβουν. Έκεΐνοι μ' έπιασαν παρευθύς. Μ' έδεσαν όπισθάγκωνα και μ' έκρέμασον μέ τό κεφάλι κάτω.
Μάθε νά μή δίνης έγγύησι ύπέρ τή δύναμί σου καί νά μην άντιλέγης στό Θεό. τούς δκουσα νά λέγουν.
Ημουν βέβαιος πιά πώς έφθασε τό τέλος μου. Ξαφνικά άκούστηκε φωνή χαρμόσυνη:
"Ερχεται ή Βασίλισσα.
Καί φάνηκε ή Κυρία τοΰ Ουρανού καί τής γής μέ άφάνταστη μεγαλοπρέπεια.
Δέσποινα τού κόσμου, βρήκα τή δύναμι νά φωνάξω στήν απελπισία μου. έλέησέ με τόν άμαρτωλό καί σώσε με.
Έστρεψε πρός τό μέρος μου τό φιλάνθρωπο βλέμμα της.
Τί ζητείς;
Τιμωρούμαι γιά τήν έγγύησι τού Εύλογίου. Δέσποινα.
Θά μεσιτεύσω δΓ έσέ, μοΰ είπε μέ συμπάθεια.
Τήν είδα νά προχωρή καί νά γονατίζη έμπρός στό Νεανία μέ τά δύο χέρια ύψηλά σέ σχήμα Ικεσίας. Τοΰ ώμιλοϋσε καί μέ τό βλέμμα της μέ έδειχνε. Δέν άκουσα τούς λόγους, μόνο τή διαταγή πού έδωσε Εκείνος νά μ' έλευθερώσουν παρευθύς.
Πήγαινε, μοΰ είπε, καί περίμενε νά ίδής πώς θά επαναφέρω τόν Εΰλόγιο στήν πρώτη του κατάστασι. Σύ όμως μή τολμήσης νά έπαναλάβης άλλη φορά τέτοια άστοχη πράξι.
Ξύπνησα ανακουφισμένος. Μοϋ φαινόταν πώς είχε φύγει άπό πάνω μου ασήκωτο φορτίο. Ευχαριστούσα μ' ευγνωμοσύνη τόν Κύριο καί τήν Αγία του Μητέρα
"Υστερα άπό λίγες ήμέρες έγώ εφθασα στό κελλί μου. Στήν Κωνσταντινούπολι όμως συνέβησαν αύτά τά αναπάντεχα γεγονότα. Ο  Γέρων Ιουστίνος άπέθανε καί μερικοί μεγιστάνες, μεταξύ τών όποιων καί ό Εύλόγιος. συνωμότησαν έναντίον τού νέου Αύτοκράτορος. Άλλ ή συνωμοσία πολύ γρήγορα άνακαλύφθηκε καί όλοι οί ένοχοι, έκτός άπό τόν Εύλόγιο. συνελήφθησαν Κι΄ έθανατώθησαν. Αυτός πρόλαβε καί μετεμφιεσμένος δραπέτευσε στήν πατρίδα του τήν Αίγυπτο Έτσι έσωσε μέν τήν ζωή του. άλλ' έπέστρεψε πάμπτωχος στό παλιό του λατομείο.
Μιά απ’ έκεϊνες τίς ημέρες κατέβηκα Κι΄ έγώ στό χωριό γιά δουλειά. Καθώς γύριζα στην έρημο μέ τή δύσι του ήλιου, συνάντησα, πρός μεγάλη μου έκπληξι, στό συνηθισμένο σταυροδρόμι τό λατόμο νά ψάχνη γιά ξένους. Μόλις μέ είδε, μέπλησίασε ταπεινά, όπως τά παλιά καλά χρόνια καί μέ παρακάλεσε νά καταδεχτώ νά φιλοξενηθώ στό φτωχό του καλύβι. Τόν άκολούθησα κι έκλαια άπό συγκίνησι.
—        Πράγματι. «Κύριος πτωχίζει καί πλουτίζει, ταπεινοί καί άνυψοΐ», μονολογούσα, καθώς έπήγαινα. καί δόξαζα τόν Πάνσοφο Θεό μαζί μέ τήν Προφήτιδα "Αννα.
Σάν φθάσαμε στή γνωστή μου καλύβη. μού έπλυνε τά πόδια καί μού έστρωσε τράπεζα
—        Πώς περνάς. Εΰλόγιε; τόν ρώτησα όταν άποφάγαμε.
—        Κάνε μου προσευχή. Άββά. μού άποκρίθηκε. γιατί βρίσκομαι σέ μεγάλη στενοχώρια. Μού λείπουν τόσα πολλά γιά νά τά βγάλω πέρα στή ζωή.
Αναστέναξε βαθειά Κι΄ έπεσε σέ συλλογή.
—        Είθε νά μήν είχες αποκτήσει ποτέ σου έκεΐνα πού σού άφαίρεσαν τή γαλήνη τής ψυχής σου. τού είπα έγώ.
Μ έκύτταξε αρκετή ώρα μ απορία.
—        Γιατί μιλάς έτσι. Άββά; Μήπως σ έχω ποτέ σκανδαλίσει;
Έγώ τότε τού διηγήθηκα σ' όλες της τίς λεπτομέρειες τήν παραπάνω ιστορία. Δέν θά ξεχάσω σ' όλη μου τή ζωή τά δάκρυα πού έχυσε έκείνο τό βράδυ, μαθαίνοντας τίς συνταρακτικές μου αποκαλύψεις. "Υστερα έξωμολογήθηκε μέ συντριβή όλες τίς άμαρτίες πού είχε διαπράξει. όταν ήτο άρχοντας στήν Κωνσταντινούπολι. Τό πρωί πού τόν άποχαιρέτησα νά φύγω, μέ παρακάλεσε:
Προσευχήσου, Άββά Δανιήλ, νά μοϋ δίνη ό θεός τόσα μόνο, όσα μοϋ άρκούν νά ζήσω καί νά δίνω άπό τό υστέρημά μου έλεημοσύνη στους φτωχούς.
'Από τότε ό Εύλόγιος έζησε ταπεινά στή μικρή του καλύβη. 'Εργαζόταν σκληρά γιά νά βγάλη τό ψωμί του, άλλά δέν έπαψε νά σκορπίζη άγάπη καί καλωσύνη. Κι΄ είμαι σέ θέσι νά βεβαιώσω πώς πέθανε πολύ ευτυχής.
6. ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ

Έτσι περιγράφει ό Παλλάδιος τήν υποδοχή τών ξέύών στίς σκήτες καί στά έρημητήρια τής Αίγύπτου καί τής θηβαΐδος: «"Οταν φΟάσαμε άπό τήν Παλαιστίνη στήν Αίγυπτο, έπισκεφθήκαμε πρώτα τόν Άββά Άπολλώ. Μόλις έμαθαν τόν έρχομό μας βγήκαν μέ παράταξι οί Μοναχοί τής συνοδείας του νά μάς προϋπαντήσουν. Σάν έφθασαν κοντά μας, έβαλαν μετάνοια καί μάς χαιρέτησαν. "Υστερα μέ παράταξι, πάλι, οί γεροντότεροι έμπρός, οί νεώτεροι πίσω Κι΄ έμείς στή μέση, μάς ώδήγησαν στά κελλιά. Έκεϊ μάς περίμενε ό Προεστώς. "Οταν μάς είδε, έβαλε πρώτος όδαφιαία μετάνοια καί μάς άσπάστηκε. Μάς έπήγε στό κελλί του Κι΄ άφοϋ έκανε τή συνηθισμένη γι αύτές τίς περιστάσεις προσευχή, μάς έβαλε νά καθίσωμε. Ο ίδιος έφερε νερό καί μάς έπλυνε τά πόδια Κι΄ εύθύς άμέσως μάς ώδήγησε στήν τράπεζα, δπου μάς περίμενε λιτό. μέν. άλλά καλοπεριποιημένο φαγητό.
Τέτοια υποδοχή έκανε σ' όλους τούς Μοναχούς καί Ιερωμένους πού τόν έπεσκέπτοντο. Συνήθιζε δέ νά λέγη στούς μαθητάς του:
Όταν έρχωνται Μοναχοί, τέκνα μου. νά τούς βάζετε μετάνοια καί νά τούς προσκυνάτε, όπως έκανε ό Πατριάρχης Αβραάμ. Δι' αύτών προσκυνεΐται ό θεός. «Είδες τόν Αδελφό σου; Είδες τόν θεόν σου».
ΟΤΑΝ Σ’ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ κάποιος Αδελφός διώξε τό πένθος άπό τό πρόσωπό σου, συμβουλεύει ένας άπό τούς Γέροντας. καί κρύψε το στην καρδιά σου, έως ότου φύγει. Μετά φέρε το πάλι, γιατί, όταν σέ βλέπουν μ" αυτό οΐ δαίμονες, φοβούνται νά σέ πλησιάσουν.
ΑΛΛΟΣ ΓΕΡΩΝ δίνει τήν έξής συμβουλή:
Όταν άντιληφθής πώς σού έρχονται έπισκέπται, πριν κτυπήσουν τήν πόρτα σου, προσευχήσου μ’ αύτά τά λόγια στόν θεόν: «Κύριε, προφύλαξε όλους μας άπό τήν κατάκρισι καί τήν κακογλωσσιά καί κάνε νά φύγουν άπό δώ οί ’Αδελφοί μου είρηνικοί Κι΄ ωφελημένοι».
ΚΑΠΟΤΕ οί Πατέρες τής σκήτης έδωσαν έντολή νά κρατήσουν νηστεία οί Αδελφοί μιά έβδομάδα, δηλαδή νά μή βάλουν τίποτε στό στόμα τους· ούτε νερό. Συνέβη όμως έκεϊνες τίς ήμέρες νά έπισκεφθούν τόν Άββά Μωϋσή τόν Αιθίοπα Μοναχοί άπό τήν Αίγυπτο. Ό φιλόξενος Μωϋσής έψησε φακές γιά νά τούς περιποιηθή.
Όταν είδαν καπνό νά βγαίνη άπό τήν καλύβη τους, μερικοί όχι τόσο ένάρετοι Αδελφοί, είπαν στούς Γέροντες:
 Ό Μωϋσής περιφρόνησε τήν προσταγή σας καί ψήνει φαγητό.
Τήν Κυριακή πού μαζεύτηκε στήν 'Εκκλησία όλη ή σκήτη, ό Πρεσβύτερος πού γνώριζε τήν μεγάλη άρετή τού Όσιου, όταν πλησίασε νά πάρη άντίδωρον, τού είπε δυνατά, γιά ν' άκουστή άπό όλους:
Εύγε, Άββά Μωϋσή γιατί παρέβης μέν τήν έντολή τών ανθρώπων, έφύλαξες όμως τού θεού τήν έντολή.
ΕΝΑΣ άρχάριος Μοναχός πήγε νά συμβουλευτή τόν Άββα Ποιμένα. Ήτο τό μέσον περίπου τής Τεσσαρακοστής. ’Αφού έξωμολογήθηκε τούς λογισμούς του Κι΄ ή ψυχή του άναπαύτηκε, είπε στόν Όσιο.
Παρ' όλίγο δε θ' άποφάσιζα νά έλθω ώς έδώ σήμερα καί 0ά έχανα τόση ωφέλεια.
Γιατί, τέκνο μου; έρώτησε ό Όσιος.
Μου έλεγε ό λογισμός πώς δέν θά μέ δεχόσουν, Άββα έπειδή είναι Τεσσαρακοστή.
Έμεΐς έδώ, τέκνον, είπε ό Άββάς Ποιμήν, δέ συνηθίζομε τήν Τεσσαρακοστή νά κλείνωμε έκείνη τή μικρή ξύλινη έξώπορτα, άλλά τούτη. Κι΄ έβαλε τό δάκτυλο στά χείλη.
··
ΔΥΟ ξένοι Μοναχοί έπεσκέφθησαν κάποιο Γέροντα, μία νηστήσιμη μέρα. ’Εκείνος τούς ύποδέχθηκε πρόθυμα καί τηρώντας τόν κανόνα τής φιλοξενίας, έφαγε μαζί τους στό τραπέζι. Κατόπιν τούς έξήγησε πώς ή νηστεία έχει μέν τό μισθό της, άλλ έκεϊνος πού καταλύει χάριν τών φιλοξενουμένων του λαμβάνει δύο μισθούς. Ένα. γιατί κόβει τό θέλημά του καί άλλον, γιατί άναπαύοντας τούς άδελφούς του τηρεί τήν έντολή τής άγάπης.
ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΙ τής σκήτης προσκαλοΰσαν τόν Όσιο Μακάριο νά καθίση στήν τράπεζά τους, έκεϊνος πήγαινε μέν γιά νά μή τούς λυπήση. έβαζε όμως στόν έαυτό του αυτόν τόν όρον: Γιά τό ποτήρι τό κρασί πού θά τού έδιναν νά πιή. νά μή βάλη καθόλου νερό στό στόμα του μιά όλόκληρη μέρα. Οί αδελφοί πού δέν τό ήξεραν, τού έδιναν κρασί νά τόν ευχαριστήσουν. Εκείνος τό έπινε χωρίς άντίρρησι γιά νά βασανίζη ύστερα τόν έαυτό του. Ό υποτακτικός του όμως πού έβλεπε τούς άγώνας του, έλεγε στούς άλλους Μοναχούς:
 Γιά τήν άγάπη τού Χριστού, αδελφοί, μή τού δίνετε νά πίνη. γιατί από αύριο θ' άρχίση νά τιμωρή τόν έαυτό του.
ΕΠΕΣΚΕΦΘΗΣΑΝ κάποτε ένα Κοινόβιο ό Άββάς Σιλουανός μέ τό μαθητή του Ζαχαρία. Τό πρωΐ πού ξεκίνησαν νά φύγουν, οί Μοναχοί τού Κοινοβίου τούς άνάγκασαν νά φάγουν, μ' 6λο πού ήταν ήμερα νηστείας. 'Εκείνοι γιά νά μή τούς λυπήσουν, δέχτηκαν.
‘Υστερα, καθώς πήγαιναν στό δρόμο τους βρήκαν μιά μικρή πηγή. Ό Ζαχαρίας πού διψούσε, ζήτησε τήν άδεια τού Γέροντος νά πιή νερό.
Είναι νηστεία σήμερα, τού ύπενΟύμισε έκεΐνος.
Μά πριν άπό λίγο φάγαμε. Άββά.
'Εκείνο ήτο τής φιλοξενίας τό γεύμα, έξήγησε ό Όσιος τώρα όμως δέν μάς άναγκάζει τίποτε νά μή συνεχίσωμε τή νηστεία μας.
ΛΕΓΟΥΝ πώς δ Όσιος Σισώης δέν έτρωγε ποτέ ψωμί. Ζοΰσε μέ χόρτα μόνο. Κάποιο Πάσχα τόν παρεκάλεσαν οί Αδελφοί νά φάγη στή τράπεζα τους. Ό Γέρων δίστασε νά δεχτή τήν πρόσκλησι, γιά τόν δρο πού είχε έπιβάλλει στόν έαυτό του. Όταν είδε Λμως πώς έκείνοι λυπήθηκαν, τούς είπε:
— "Ενα άπό τά δύο είμαι ύποχρεωμένος νά κάνω στή τράπεζα, ή ψωμί νά φάγω, ή άπό τό φαγητό πού μαγειρεύσατε.
Οί Αδελφοί τού είπαν νά φάγη ψωμί Κι΄ ό αγαθός Γέρων ύπήκουσε.
ΕΝΑΣ φιλομόναχος Επίσκοπος συνήθιζε νά περιοδεύη μιά φορά τό χρόνο τ(ς σκήτες καί τά μοναστήρια τής έπαρχίας του. Σέ μιά τέτοια περιοδεία, κατάκοπος άπό τή μακρά όδοιπορία ζήτησε ν' άναπαυθή λίγο στό κελλί ένός Ερημίτου. Ό αδελφός, αφού τού έπλυνε τά πόδια, έστρωσε τράπεζα νά τόν φιλοξενήση. Δέν είχε όμως άλλο τίποτε νά προσφέρη στόν 'Επίσκοπο άπό ψωμί κι άλάτι πού συνήθιζε νά τρώγη ό ίδιος.
 "Ας μέ συγχωρήση ή άγιοσύνη σου, άρχισε ν' άπολογήται ό ‘Αδελφός γιά τό φτωχό του τραπέζι. Δέν υπάρχει άλλο καλύτερο σ' αύτό τό κελλί.
Ενθουσιασμένος ό Επίσκοπος γιά τή μεγάλη εγκράτεια τών Μοναχών, είπε στόν Αδελφό:
Είθε τοΰ χρόνου πού θά ξανάλθω, ούτε αλάτι νά μή βρώ
·
ΚΑΠΟΙΑ έπίσημη γιορτή πού οί Μοναχοί τής σκήτης κάθισαν νά φάγουν όλοι μαζί σέ κοινό τραπέζι, ένας Αδελφός είπε στόν τραπεζάρι:
Έγώ δέν τρώγω ποτέ μαγειρευμένο φαγητό, μόνο ψωμί Κι΄ άλάτι.
Εκείνος πάλι φώναξε δυνατά γιά ν’ άκούση ό βοηθός του:
Ό Αδελφός δέν τρώγει μαγείρευμα. Φέρε του άλάτι.
Τότε ένας άπό τούς μεγάλους Γέροντας είπε αυστηρά στον Αδελφό:
Πιό συμφέρον ήταν γιά σένα σήμερα νά φας κρέας στό κελλί σου, παρά ν’ άκούσης μπροστά σ’ όλους τούς Αδελφούς τούτη τή φωνή.
·
ΑΛΛΟΣ αρχάριος Μοναχός πού είχε βάλει όρο στόν έαυτό του νά μή τρώγη ψωμί, πήγε μιά μέρα νά έπισκεφθή ένα μεγάλο Γέροντα. Στό κελλί του βρήκε Κι΄ άλλους έπισκέπτας. Ό Γέροντας μαγείρευσε φαγητό γιά τούς ξένους του. Σάν κάΟησαν στήν τράπεζα, ό άρχάριος έβγαλε τά βρεγμένα κουκιά πού είχε φέρει μαζί του καί τά έτρωγε. Ό Γέροντας πού τόν είδε, τόν πήρε ύστερα άπό τό φαγητό παράμερα καί τόν συμβούλεψε:
Όταν τρώγης μέ άλλους Αδελφούς, τέκνον μου. άπόφευγε όσο μπορείς νά δείχνης τήν έγκράτειά σου, γιατί παραμονεύει ή κενοδοξία νά σού άφαιρέση τό μισθό σου. "Αν πάλι είσαι αποφασισμένος νά μή παραβαϊνης τούς όρους σου, μένε στό κελλί σου Κι΄ άπόφευγε τις έπισκέψεις.
ΑΠΟ τή διδασκαλία σοφού Πατρός:
Όταν βρίσκεσαι μέ άλλους, μή θέλησης νά έπιδείξης τήν άσκησί σου. Μην είπής π.χ. πώς δεν τρώγεις ποτέ λάδι, ή ψάρι ή μαγειρευμένο φαγητό. Μόνο κρασί μή πίνης γιά τόν πόλεμο τής σαρκός. "Αν βρεΟή κάποιος ανόητος νά σε κατηγορήση γι' αύτό. μή λάβης καθόλου ύπ' δψι σου αύτή τήν κατηγορία.
ΕΝΑΣ 'Αδελφός ρώτησε κάποιο Γέροντα:
—        "Αν ποτέ βρεθώ στήν τράπεζα μαζί μέ τούς Πατέρας, τί πρέπει νά κάνω, Άββά;
            Αντί τής νηστείας προσκάλεσε κοντά τήν προσευχή.
            Είναι δυνατόν νά προσεύχωμαι. ένώ οΐ άλλοι θά συνομιλούν;
—        Ή βία, ή άχώριστη σύντροφος τού Μοναχού, τά κάνει όλα κατορθωτά, άποκρίθηκε ό Γέρων. Όποιος τήν άποχωρίζεται δέν ξέρω άν έξακολουθή νά παραμένη Μοναχός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
1.         Η ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΕΛΠΙΣ

Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ διήγησις είναι παρμένη άπό τή ζωή τού Όσιου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε τό Κοινόβιο τοΰ Όσιου Θεοδοσίου στήν Παλαιστίνη, ήταν τόσο φτωχό πού συχνά δέν υπήρχαν ούτε τά απολύτως αναγκαία γιά τήν συντήρησι τών Μοναχών.
Ήτο Μέγα Σάββατο άπόγευμα.
Περίμεναν νά έορτάσουν τό "Αγιο Πάσχα. ΟΙ Αδελφοί έψαχναν απελπισμένοι όλόκληρο τό μοναστήρι. Δέν ζητούσαν μεγάλα πράγματα Γιά τίποτε φαγώσιμο, ούτε συζήτησι πιά δέν γινόταν. Μιά μικρή προσφορά έκύτταζαν νά βρούν, ξεχασμένη άπό άλλη φορά, γιά νά μή στερηθούν τή Θεία Κοινωνία. ’Αδύνατον ν' άνακαλύψουν. ΚΙ΄ έδώ στέρησις. συλλογίζονταν. Τό είπαν στό Γέροντά τους, στόν Όσιο Θεοδόσιο. Τούς άκουσε μέ άπόλυτη ήρεμία σάν νά συνέβαιναν όλα αύτά σέ ξένη περιοχή. Ούτε τήν ανησυχία τους φαινόταν νά συμμερίζεται ό ουράνιος έκεΐνος άνθρωπος καί διαταγή έδωσε νά είναι έτοιμο γιά τή νυκτερινή Λειτουργία τό Άγιο Βήμα, ακόμη Κι΄ ή τράπεζα γιά τό πασχαλινό γεύμα.
 Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί.
Ό Όσιος έκανε πώς δέν άκουσε.
 Μήπως έγινε άσθενέστερος στή δύναμι ή άτονώτερος στό νά χορηγή καί σήμερα ’Εκείνος πού έθρεψε μέ τό μάννα όλόκληρο λαό στήν έρημο καί χόρτασε τόσο πλήθος μέ πέντε ψωμιά:
Έθαύμαζαν oi Μοναχοί τήν πεποίθησι τού Ηγουμένου τους, μά δέ κατώρθωσαν νά τή συμμεριστούν.
Βασίλευε ό ήλιος όταν κτύπησε τήν πόρτα τού Μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δυό καμήλες φορτωμένες.
Πήγαινα μιά μικρή δωρεά σέ κάποια σκήτη λίγο πιό πέρα άπό τό Μοναστήρι σας. έξήγησε στους Αδελφούς. Μά μόλις έφθασα έδώ. τά ζώα μου σταμάτησαν καί μέ κανένα τρόπο δέν μπορούσα νά τά κάνω νά προχωρήσουν βήμα. Λέγω μήπως θέλει ό Θεός ν' άφήσω σέ σάς αυτά τά λίγα τρόφιμα:
Λίγα τρόφιμα! Αυτά έφθασαν ώς τήν Πεντηκοστή καί πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν γιά τή Θεία Λειτουργία από τήν άνέλπιστη δωρεά.
Πολύ μεγάλη ή έλπίδα! έλεγαν μεταξύ των οΐ καλόγεροι τού ‘Οσίου Θεοδοσίου Κι΄ ευλαβούντο τόν Άγιο Γέροντά τους πού τόν στόλιζε Κι΄ αύτή.
···
ΝΑ τί συμβουλεύει τούς Μοναχούς ό μεγάλος τους διδάσκαλος, ό Όσιος Έφραίμ ό Σύρος:
«‘Αδελφέ, άν συμβή ν’ άρρωστήσης. μή γράφης ποτέ στους συγγενείς ή ατούς γνωστούς καί φίλους σου νά σοϋ στείλουν φάρμακα ή τρόφιμα. Γιατί μαθαίνεις έτσι νά καταφεύγης στήν ανθρώπινη προστασία, σέ νεκρή μέ άλλα λόγια βοήθεια. Στήριξε στόν Θεόν τις έλπίδες σου. Ύπόμενε περιμένοντας τό έλεός του νά σέ κυβερνήση σέ όλα. Εκείνος πού έπέτρεψε, γιά ψυχική σου ωφέλεια, νά άρρωστήσης νά είσαι βέβαιος, πώς Οά προνοήση γιά σένα. Δέ θά έπιτρέψη ποτέ, τό λέγει ή Γραφή, νά δοκιμάσης πιό μεγάλο πειρασμό άπό όσο έχεις δύναμι νά σηκώσης. Φρόντισε λοιπόν ν' άρέσης σ' Αύτόν πού μερινά γιά σένα».
ΕΓΝΩΡ1ΣΑ Αδελφό, διηγείται ό ίδιος Όσιος Έφραίμ.πού. ένώ άρρώστησε καί ύπέφερε πολύ, τόν ανάγκαζαν οί άλλοι νά έργάζεται. Τόση σωματική έξάντλησι αισθανόταν, πού μόνος στό κελλί του έκλαιγε μέ πόνο καί παρακαλούσε τόν Θεόν νά τού χαρίση τήν υγεία του.
 Κύριέ μου, έλεγε, γνωρίζω πώς ή άρρώστια τού σώματος μού δόθηκε γ»ά θεραπεία τής ψυχής μου, άλλα γιά νά μή γίνωμαι βάρος στούς άδελφούς μου. Σέ παρακαλώ. Φιλάνθρωπε, θεράπευσε τήν ψυχή καί τό σώμα μου.
Κάθε μέρα προσηύχετο κατ’ αυτόν τόν τρόπο Κι΄ εργαζόταν σκληρά χωρίς νά παραπονήται. Καί ό Θεός πού έβλεπε τόν ευλαβή Μοναχό νά μή χάνη τήν έλπίδα του. τού χάρισε τήν υγεία του.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ, λέγει κάποιος άπό τούς Γέροντες, επειδή έχουν πάντοτε στήν καρδιά τους τόν Θεόν, καί τά έδώ κερδίζουν μέ τήν απάθεια καί τά έκεΐ κληρονομούν, διότι Κι΄ έκεΐνα καί αυτά στόν θεόν ανήκουν. Αφού λοιπόν κατέχουν τόν Θεόν, έχουν καί όλα τά ίδικά Του.
Εκείνοι πάλι πού έχουν στήν καρδιά τους τόν κόσμο, δηλαδή τά άμαρτωλά πάθη, καί άν άκόμα κατορθώσουν νά κερδίσουν τόν κόσμο όλόκληρο. τίποτε δέν έχουν στήν πραγματικότητα, έκτός άπό τά πάθη πού τούς έξουσιάζουν.
ΑΝ ΟΝΤΩΣ πιστεύης πώς ό Θεός είναι Παντοδύναμος καί αληθινός, λέγει ό Άββάς Εύπρέπιος, στήριζε σ' αυτόν μόνον τήν έλπίδα σου καί νά είσαι βέβαιος πώς θά κληρονομήσης τά άγαθά Του.
Ο ΑΒΒΑΣ Μωϋσής κάποτε αποφάσισε νά κατοικήση σέ μιά άπρόσιτη σπηλιά, στή ρίζα μιάς άπότομης προεξοχής τού βουνού. Ανέβαινε καί συλλογιζόταν:
Καλά όλα τ' άλλα, μά που θά βρίσκω νερό σέ τούτο τόν ξερότοπο;
Τδλεγε καί τό ξανάλεγε Κι΄ άρχισε νά κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή νά του λέγη:
Προχωρεί άμέριμνος καί άφησε αύτή τή φροντίδα σέ μένα.
Πήρε θάρρος Κι΄ έκανε κατοικία του τό σπήλαιο. "Υστερα άπό λίγο καιρό πήγαν νά τόν ίδοδν δυό συνασκηταί του άπό τή σκήτη. Δέν τού βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό πού τό ξόδεψε νά βράση λίγες φακές γιά νά τούς φιλοξενήση. Άρχισε τότε νά στενοχωριέται καί μέ φανερή άδημονία έμπαινε Κι΄ έβγαινε στό σπήλαιο καί παρακαλοϋσε τόν θεό γιά νερό.
Ξαφνικά έκεΐ πού δέν τό περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο άπό τόν άνεμο πήγε Κι΄ έστάθηκε πάνω άπό τή σπηλιά Κι΄ έρριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε νά γέμιση όλα του τά σταμνιά ό Μωϋσής.
Οί Γέροντες, πού δέν τούς διέφυγε ή άδημονία του, τόν ρώτησαν ύστερα άπό τό φαγητό:
Τί είχες πάθει τό πρωί καί πηγαινοερχόσουν μέ τόση άνησυχία;
"Εκανα δικαστήριο μέ τόν θεόν, άποκρίθηκε μέ άφέλεια ό Αίθίοψ. Τού υπενθύμιζα πώς είχε άναλάβει τή φροντίδα μου καί έπρεπε όπωσδήποτε νά μού έβρισκε νερό νά πιοϋν οί δούλοι Του. Καί νά πού ό Αγαθός Δεσπότης άναγκάστηκε νά στείλη.
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλομόναχος χριστιανός έπισκεπτόταν τακτικά τούς Γέροντας στήν έρημο γιά νά ώφελήται άπό τή διδασκαλία των. Κάποτε άνακάλυψε ένα πολύ γέρο καί άρρωστο 'Ερημίτη. Τόν λυπήθηκε καί θέλησε νά τού άφήση όσα χρήματα είχε μαζί του, γιά τις άνάγκες του.
 Κράτησέ τα, Άββά, τού έλεγε παρακαλεστικά. Είσαι γέρος Κι΄ άρρωστος. Δέν μπορείς πιά νά έργάζεσαι.
’Εξήντα όλόκληρα χρόνια ύποφέρω άπό τούτη τήν άρρώστια καί μέ τού Θεού τή βοήθεια δέ μού έλειψε ποτέ τίποτε. Εκείνος πού έχει τή φροντίδα μου άδιάκοπα μοΰ στέλνει πάντα τά άναγκαϊα. θέλεις λοιπόν τώρα έσύ, ’Αδελφέ, νά διώξης τόν Τροφέα μου; είπε ό γέρων ‘Ερημίτης καί μέ κανένα τρόπο δέ δέχτηκε τά χρήματα.
··
ΕΓΩ είμαι δούλος, ώμολογούσε πρός δόξαν θεού, ό Άββάς Σιλουανός, καί ό Κύριός μου μέ προστάζει:'
—        Έργάσου τό έργον μου καί έγώ σέ διατρέφω. Τό πώς. μή έρεύνα.
"Αν λοιπόν έργασθώ, τρώγω άπό τό μισθό μου, δηλαδή άπό τό έλεος τοϋ θεού.
ΚΑΠΟΙΟΣ χριστιανός σ’ ένα χωριό είχε ένα μικρό περιβολάκι. Τό καλλιεργούσε Κι΄ άπό ό.τι τού άπέδιδε, κρατούσε τόσα μόνο, όσα τού χρειάζονταν νά συντηρήται φτωχικά. Τά υπόλοιπα τά έδινε στούς φτωχούς έλεημοσύνη. Μά κάποτε ό διάβολος, γιά νά τόν έμποδίση άπό τό καλό, άρχισε νά σπέρνη ζιζάνια στή ψυχή του. Τού ψιθύριζε λοιπόν στό νοΰ:
 Βάλε λίγα χρήματα στήν άκρη γιά τά γεράματά σου. Μπορεί νά σοΰ έλθη καί καμμιά άρρώστια καί νά μήν είσαι σέ θέσι νά έργάζεσαι.
Παρασύρθηκε ό άνθρωπος άπό τούς λογισμούς του. Περιώριζε σιγά  σιγά τίς έλεημοσύνες του γιά νά κάνη οίκονομίες. Μέ τόν καιρό γέμισε ένα μικρό κιούπι μέ χρυσά νομίσματα. Όταν τό έθαψε ικανοποιημένος σ’ ένα λάκκο τού περιβολιού του, γιά νά τό έχη στά γεράματά του, τοΰ ήρθε ξαφνικά βαρειά άρρώστια καί σάπισε τό πόδι του. Ξέθαψε έτσι τό κιούπι πολύ γρήγορα γιά νά ξοδεύη τίς οικονομίες του σέ γιατρούς καί φάρμακα, χωρίς ώφέλεια όμως . Τό πόδι χειροτέρευε κι ot γιατροί πήραν τήν άπόφασι νά τό κόψουν.
Τήν παραμονή τής ημέρας πού (ορίσθηκε ή όδυνηρή έγχείρησι. πήρε κοντά στό κρεβάτι του ό κηπουρός τό κιούπι του Κι΄ άρχισε νά μετρά καί νά ξαναμετρά τά τελευταία ύπολείμματα τής οικονομίας του πού θά έδινε τήν έπομένη στους γιατρούς γιά νά τόν άφήσουν χωρίς πόδι. Είχε τώρα πικρά μετανοήσει πού στήριξε πιό πολύ τις έλπίδες του στά χρυσά νομίσματα, παρά στόν Κύριόν του καί τόν παρακαλοΰσε μ' όλη  του τήν ψυχή νά τόν συγχωρήση. Καθώς προσευχόταν Κι΄ έκλαιε παρουσιάστηκε μπροστά του Άγιος Άγγελος.
 Τά χρήματα πού σύναξες, στερώντας τα άπό τούς φτωχούς, σοΰ χρησιμέυσαν σε τίποτα: τόν έρώτησε μέ αυστηρή φωνή.
—"Οχι, κύριέ μου. Αναγνωρίζω πώς έσφαλα. "Ω. άν τύχω συγγνώμης, δέ θά ξαναπέσω στό ίδιο σφάλμα. Μόνο ή έλπίδα στό Θεό είναι σταθερή καί βέβαια, φώναξε δ δυστυχής μ' όλο  τόν πόνο τής ψυχής του.
Τότε ό άγαθός Άγγελος άγγιξε τό πονεμένο πόδι καί παρευθύς τό έγιανε. Τό πρωί πού πήγαν οί γιατροί μέ τά χειρουργικά τους έργαλεΐα νά τόν άκρωτησιάσουν. τόν βρήκαν ύγιέστατο νά σκάβη τό μικρό του περιβόλι.

Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν

Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |