ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 339 περίπου) Xρονικογράφος Aπολογητής

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 339 περίπου) Xρονικογράφος Aπολογητής




ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ( + 339 περίπου) χρονικογράφος άπολογητής


ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Ό Εύσέβιος Καισαρείας τής Παλαιστίνης υπήρξε μετά τόν Ωριγένη ό πολυγραφότερος χριστιανός μέχρι τό τέλος του Δ' αί. Δια κρίθηκε γιά τήν πολυμέρεια τών γνώσεων του καί την ρηχότητα τής σκέψεώς του. Μέ τό τεράστιο χρονογραφικοσυλλεκτικό του έργο προσέφερε 6σο κανείς γιά τήν γνώση τής άρχαίας Έκκλησίας, ένώ μέ τίς θεολογικές καί πολιτειακές του άντιλήψεις ένίσχυσε τόν αρειανισμό καί θεμελίωσε τόν καισαροπαπισμό.Ώς συγγραφέας είχε τό άτύχημα νά ζήσει τήν πρώτη καί μέγιστη καμπή τής ιστορίας τής Έκκλησίας: τό πέρασμα άπό τήν εποχή τών διωγμών στήν έποχή τής προστασίας τής Εκκλησίας* τό πέρασμα άπό τήν άπολογία τών χριστιανών συγγραφέων στήν θεολογία, πού άπαιτοϋσαν οί τριαδολογικές συζητήσεις. Ή κυριαρχία καί στις δύο αύτές πραγματικότητες, τήν παλαιά καί τήν νέα, ήταν έξαιρετικά δύσκολη. Πολύ περισσότερο διότι ό Εύσέβιος διαμορφώθηκε πνευματικά πρίν άπό τό 313 (πριν τήν πρώτη έπίσημη διακήρυξη τής άνεξι θρησκεΐας) καί διότι του έλειπε ή μεγάλη πνευματική δύναμη πρός κατανόηση τής δλως νέας καταστάσεως πραγμάτων καί πνευμάτων, πού συνοδέυσε τήν μονοκρατορία τοΰ Μ. Κωνσταντίνου.



Χρονογραφική άπολογητική
Άπό χαρακτήρα καί παιδεία άσχολήθηκε μέ τήν άπολογία καί τήν φιλολογική έρευνα. Ή Απολογητική διάθεση βρίσκεται πίσω άπό κάθε του έργο. Καί ό τρόπος πού πραγματώνει τά έργα του είναι ή συλλογή καί παράθεση ίουδαιοχριστιανικών καί έθνικών κειμένων Αφ’ έ νός καί ή έπισήμανση καί άναγραφή των παράλληλων βιβλικών χωρίων άφ’ έτέρου. Τά ιστορικά καί έξηγητικά του έργα σκοπό έχουν: τά πρώτα, νά δείξουν πώς ή παγκόσμια ιστορία έχει ένότητα καί πώς όδηγεΐ στήν άληθινή θρησκεία, δηλ. στόν χριστιανισμό* τά δεύτερα, νά δείξουν ότι ό χριστιανισμός δέν είναι θρησκεία νέα, Αλ λά συνέχεια τής θρησκείας τοΰ ’Αβραάμ, καί ότι ή έρμηνεία τών βιβλικών καί μάλιστα τών καινοδιαθηκικών κειμένων γίνεται μέ άλλα παράλληλα βιβλικά κείμενα, άρα δέν υπάρχουν μεταξύ τους Ασυμ ιρωνίες, ούτε Ανεξήγητες έννοιες.Ό χαρακτήρας τών Ιστορικών έργων τού Ευσεβίου είναι τελικά χρονογραφικός καί Αρχειακός, Αφού λείπει σ’ αύτά ή θεωρία καί ή έννοια τής ιστορίας, ένώ τών εξηγητικών είναι κυρίως συλλεκτικός καί πολύ λίγο έρμηνευτικός. Φαίνεται ότι ό χριστιανός Απολογητής μας, πού ήταν καί φιλόλογος, γιά τήν σύνταξή τους έργάστηκε Ακούραστα στις βιβλιοθήκες καί τά Αρχεία τής Καισάρειας καί τών Ιεροσολύμων καί συγκέντρωσε τεράστιο υλικό Ανεπανάληπτης Αξίας μέ τρόπο πού τό ίδιο τό υλικό νά συνιστά έπιχείρημα ή Αποδεικτικό μέσο* γι’ αύτό παραθέτει τό ύλικό του αυτούσιο. Ή τακτική αυτή μειώνει τήν Ιστορικότητα τού έργου. ’Αποβαίνει όμως καί πλεονέκτημα, διότι έτσι σώθηκε πολύ μεγάλος Αριθμός αύτούσιων κειμένων, Ακόμα καί θύραθεν, πού Αλλιώς θά έμεναν άγνωστα.
Ή σύγχρονη έρευνα έπισημαίνεί στό Απέραντο χρονογραφικοα πολογητικό έργο τού Εύσεβίου συχνές παλινωδίες, Αντιφάσεις, Ασυνέπειες καί ήθελημένες ή Αθέλητες διαστροφές ιστορικών γεγονότων. Αύτά όφείλονται στήν Απολογητικοοικοδομητική διάθεση τού συγγραφέα, στήν έλλειψη κριτικού νού, στήν έλλειψη αύστηρής μεθόδου καί στήν έντονη προσωποληψία του. Εντούτοις ή κριτική αύτή δέν μπορεί νά στερήσει στόν Ευσέβιο τήν τιμή τού θεμελιωτή τής έκ κλησιαστικής Ιστορίας. Γιά τήν πληρέστερη κατανόηση τής δομής τού χρονογραφικοΰ έργου του πρέπει νά σημειώσουμε Ακόμα ότι, ιδιαίτερα γιά τήν Εκκλησιαστική Ιστορία του, έργάστηκε μέ πρότυπο τίς Διαδοχές τής έλληνιστικής έποχής (’Αλεξάνδρεια, Πέργαμος), οί όποιες περιλάμβαναν παρουσίαση τού προσώπου καί τοΰ έργου τών φιλοσόφων. Τό ΐδιο κάνει πολύ συχνά καί ό Εύσέβιος γιά τούς έπιφανεΐς προπαντός έκκλησιαστικούς συγγραφείς, τών όποιων τά συγγράμματα συνδέει μέ τίς αίτιες πού τά προκάλεσαν. Έτσι άθε λά του ό Εύσέβιος έγινε καί ό θεμελιωτής τής Πατρολογίας, πολύ πρίν Από τόν Ιερώνυμο, πού τό 393 έγραψε τό πρώτο πατρολογικό έργο De viris illustribus.

Ίστορικογραμματική έξήγηση ένός ώριγενιστή

Παράλληλα πρός τις χρονσγραφικές μελέτες ό Εύσέβιος Ασχολήθηκε μέ τά βιβλικά κείμενα. ’Αρχικά έργάστηκε στό άντιγραφικό έργαστήριο τοϋ Παμφίλου, άλλά έκτάθηκε γιά την ΚΑ σέ φιλολο γικοαναθεωρητικό έργο, πού έγκειται κυρίως σέ συγκέντρωση σχετικών παραδόσεων, διαφορετικών γραφών κι έρμηνεία χωρίων μέ άλλα παράλληλα χωρία, χωρίς νά δίνει λύση σέ προβλήματα γνησιότητας βιβλίων, όπως τοϋ Ποιμένα τοΰ Έρμα. Πάντως σέ κάποιο μικρό βαθμό συνέβαλε στήν διαφύλαξη τού βιβλικού κειμένου. Στά σω ζόμενα έρμηνευτικά του έργα έφάρμοσε κυρίως ίστορικογραμματική μέθοδο. Διαπιστώνει ένίοτε συμβολικό χαρακτήρα σέ όνόματα καί πράγματα τής ΠΑ καί Ακολουθεί σχεδόν Αποκλειστικά τήν Αντιο χειανή μέθοδο, Αλλά δέν παύει νά είναι ό θερμότερος όπαδός τοΰ Αλληγοριστή ’Ωριγένη. "Αλλωστε ή έρμηνευτική του έξαντλειται συχνά στήν έπισήμανση καί παράθεση παράλληλων χωρίων, ένώ χρησιμοποιεί καί Αποκαλυπτικό ύλικό, όπως δείχνουν Αποσπάσματα έρμηνείας χωρίων τοϋ Εύαγγελίου τοϋ Λουκά.

Ό Υιός «μέσος»: οΰτε κυρίως Θεός ούτε σύνηθες κτίσμα


Ό Εύσέβιος Αναμείχτηκε έντονα στήν συγκλονιστική κρίση τοϋ Αρειανισμού. Τό πνεύμα του όμως ήταν προσκολλημένο στήν γενική Απολογητική πρός ’Ιουδαίους καί έθνικούς, στήν Αρχειακή έρευνα καί στήν προβληματική πού δημιούργησαν κατά τόν Γ' αί. ό Σαβέλλιος καί ό Παϋλος Σαμοσατέας. Σέ συζητήσεις πού ήταν πέρα τοΰ θέματος τής Αρχαιότητας τοϋ χριστιανισμού, τής ένότητας τοΰ Θεού καί τής καταφάσεως τής Τριάδας, δέν μπορούσε νά συμ βάλει* φαίνεται μάλιστα ότι καί τίς υποτιμούσε. Γι’ αυτό, όταν περί τό 330 διαπίστωσε ότι ό Μάρκελλος Άγκύρας προσέβαλε τήν Τριάδα, έσπευσε νά γράψει  καί μάλιστα πρώτος έναντίον του, χα ρακτηρΐζοντάς τον σαβελλιανιστή. ’Αντίθετα, όταν ό "Αρειος Από τό 318 περίπου μίλησε κακόδοξα γιά τήν σχέση τοϋ Υίοΰ πρός τόν Πατέρα, δέν μπόρεσε νά θεολογήσει στό θέμα, άλλά υποστήριξε Αμέσως τόν "Αρειο. Καί μολονότι διακήρυττε πιστότητα στήν Παράδοση τής ’Εκκλησίας καί ήταν πράγματι θαυμαστής τοϋ ’Ωριγένη καί τοΰ Διονυσίου ’Αλεξάνδρειάς, δέν Ακολούθησε τόν πρώτο, πού είχε σαφώς διδάξει τήν αιωνιότητα (Αιδιότητα) τοΰ Λόγου, οΰτε τόν δεύτερο, πού έμμεσα είχε χαρακτηρίσει τόν Υιό όμοούσιο πρός τόν Πατέρα. Στήν Αρχή χαρακτήριζε τόν Υίό «τέλειον κτίσμα» καί μετά «γέννημα», τό όποιο είναι θεός μόνο ώς «είκών τής πατρικής θε ότητος» καί τό όποιο δέν είναι «άναρχον» καί «Αίδιον». Άναγκα αμένος νά έξηγήσει τί τελικά είναι ό Υιός σέ σχέση πρός τόν Θεό Πατέρα καί πρός τά κτΐσματα, μπόρεσε μόνο νά πει, άκολουθών τας την πλατωνική μεταφυσική, ότι είναι μέσος Θεού καί άνθρώπων, συνδετικός κρίκος του ύπερβατικοΰ καί τοϋ κοσμικού, δηλαδή ού τε τό ένα, άφοΰ δέν έχει τήν ουσία του Θεοϋ, ούτε τό άλλο, άφοΰ δέν είναι όπως τά λογικά κτίσματα (Εκκλησιαστική θεολογία A' 2* 12. Β' 6* 23. Κατά Μαρκέλλον A' 1). Συνεπής πρός τήν όντολογία καί τήν θεολογία του αύτή, κατανοεί τόν Χριστό περισσότερο σάν διδάσκαλο, τελειωτή του έργου πού άρχισε μέ τόν ’Αβραάμ καί τόν Μω υσή, από τούς όποιους δανείστηκαν τά όρθά στοιχεία οί «θεοφιλείς» "Ελληνες καί άλλοι σοφοί. "Ενεκα τούτου  συχνά μάλιστα στίς πα λαιότερες εποχές διασώζονται ψήγματα τής πρώτης άποκαλύψε ως, παράλληλα πρός φιλοσοφήματα καί είδωλολατρικές θρησκείες, πού άρνήθηκαν τά όρθά στοιχεία.

Ό Ευσέβιος, έφόσον σαφώς άρνήθηκε τήν άιδιότητα καί δχι μόνο τήν όμοουσιότητα του ΥίοΟ, έμεινε θεολογικά αυστηρός όπαδός τού Άρείου καί δέν υπήρξε δντως μετριοπαθής, δπως υποστηρίζεται. Κατόρθωνε ·όμως νά συσκοτίζει κάπως τήν άκραΐα θέση του, άλλοτε μέ άπεραντολογία, άλλοτε ύπογράφοντας όρθόδοξο Σύμβολο (τής Νίκαιας) καί άλλοτε υπονοώντας ότι δέν είναι άπαραίτητος δρος γιά τήν ένότητα τής Εκκλησίας ή όμοφωνία στό θέμα σχέσεως Πατέρα καί Υιού, άρα ύποτιμώντας τήν θεολογική σημασία τής διαφοράς στό θέμα τούτο. Εργάστηκε παρασκηνιακά γιά τήν έξουθένωση τών πρωτεργατών τής Νίκαιας, δπως τού ’Αντιόχειας Εύσταθίου καί τού Μ. ’Αθανασίου, τούς όποιους κατηγορούσε κυρίως δχι γιά δογματικές παρεκτροπές.

Ή διαμόρφωση τον καισαροπαπισμού


Ό Ευσέβιος υπήρξε ό πρώτος χριστιανός συγγραφέας, ό όποιος άποτίμησε τό μέγα γεγονός, ότι ό πανίσχυρος ρωμαίος αύτοκράτο ρας άπό διώκτης γίνεται προστάτης τών χριστιανών. Ή ευφορία καί ό ένθουσιασμός γιά τό φαινόμενο αυτό τόν όδήγησαν σέ μία ύπεραι σιόδοξη καί άφελή θεώρηση τής αποστολής του Μ. Κωνσταντίνου καί τής σημασίας τής μονοκρατορίας του, τήν όποια έβλεπε σχεδόν ώς πραγμάτωση τής βασιλείας τού Θεού στόν κόσμο. Ξεκινώντας άπό τήν γνώριμη στούς προγενέστερους άπολογητές αισιοδοξία καί άπό τό γεγονός ότι ό ρωμαίος μονοκράτορας είναι χριστιανός» πίστευε ότι μπορούσε νά γίνει άπόλυτα χριστιανική πολιτεία τό Ιδιο τό ρωμαϊκό κράτος. Οί δύο άνδρες είχαν τήν πρώτη έπαφή τους στήν Σύνοδο τής Νίκαιας (325), δπου ό Εύσέβιος, μολονότι έμφανίστηκε υπόδικος, κέρδισε μέ τήν παιδεία καί τήν ευελιξία του τήν εύνοια τοϋ Κωνσταντίνου. Καί οί δύο έδιναν μικρή σημασία στις θεολογι κές διαφορές καί άπόλυτη σημασία γενικά στήν ένότητα καί ειδικά στήν ένότητα τής Εκκλησίας μέσα στήν ένότητα τοϋ κράτους. "Ας σημειωθεί έδώ ή γνωστή άπό τόν Ποσειδώνιο άποψη, ότι μέ τήν θέληση τοϋ Θεοϋ ή Ρώμη άποτελει κέντρο ένότητας τοϋ κόσμου. Ό Ευσέβιος θεμελίωσε θεολογικά τήν εύεξήγητη διάθεση τοϋ Κωνσταντίνου νά κυριαρχεί καί στήν Εκκλησία: παρουσίασε τόν αύτοκρά τορα όργανο τής θείας πρόνοιας, άπεσταλμένο νά πραγματώσει τήν ένότητα τοϋ κόσμου, δέκτη προσωπικής άποκαλύψεως καί πρότυπο άνθρώπου στήν γή. Τήν βασιλεία του τήν θεώρησε εικόνα τής παν τοκρατορίας τοϋ Θεοϋ* έπομένως ή έξουσΐα του καλύπτει καί τήν Εκκλησία, τήν όποια δφειλε καί δικαιούταν νά έποπτεύει, νά έπι σκοπει. "Ολ’ αύτά είχαν ένα πολύ πρακτικό κίνητρο καί ύπηρετοϋ σαν 6χι μόνο τόν Κωνσταντίνο αλλά καί τίς θεολογικές έπιδιώξεις των άρειανοφρόνων. Άφοΰ δηλαδή ό αύτοκράτορας ήταν άρχηγός καί τής Εκκλησίας, ήταν καί ύπεράνω των συνόδων της. Μπορούσε, λοιπόν, αυτός μόνος, νά καλέσει νέα μεγάλη σύνοδο, πού θ’ ακύρωνε τίς άποφάσεις τής Νίκαιας καί θά έπικύρωνε σύμβολο άρειανικό. Ό Ευσέβιος δροϋσε τώρα ώς εκπρόσωπος τοϋ άρειανι σμοϋ, τοϋ όποιου ή τακτική, τότε καί μετά, όδηγοΰσε στόν καισαροπαπισμό, πού άναμφίβολα διαμόρφωσε ό Εύσέβιος. Έάν παράλληλα δέν άντιδροϋσε ό Μ. ’Αθανάσιος καί μετά δέν αγωνίζονταν οι καππαδόκες Πατέρες, ή Εκκλησία θά είχε μετατραπεΐ, μέ τήν βοήθεια τοϋ Ευσεβίου καί των άρειανοφρόνων, σέ υπηρετικό όργανο τοϋ χριστιανού αύτοκράτορα καί σέ ήθικοϊδεολογικό θρήσκευμα.
Ή παρουσία τοϋ Ευσεβίου στούς κόλπους τής Εκκλησίας υπήρξε θετική καί άρνητική. Προσέφερε άνεκτίμητες υπηρεσίες γιά τήν γνώση τής ιστορίας της καί τήν διαφύλαξη τής Γραφής της, άλλά τής δημιούργησε τεράστια προβλήματα μέ τήν κακοδοξΐα του καί τήν διαμόρφωση τοϋ καισαροπαπισμού. Πάντως ή Εκκλησία λησμόνησε τίς άρνητικές του πλευρές, διατήρησε στήν μνήμη της μέ εύγνωμοσύνη τόν πληθωρικό χρονογράφο ώς πρώτον ιστορικό της, άλλά δέν τόν τίμησε ώς άγιο.


ΒΙΟΣ


Πηγές τοϋ βίου καί τής δράσεως τοϋ Εύσεβίου είναι κυρίως οϊ λίγες αναφορές τοϋ Μ. ’Αθανασίου, τοϋ Ιερωνύμου, των Ιστορικών Σωκράτη, Σω ζομενοϋ καί Θεοδωρήτου καί μερικά σημεία έργων τοϋ ίδιου τοϋ Εύσεβίου. Γεννήθηκε, λοιπόν, μάλλον μεταξύ 250 καί 265 στήν περιοχή τής Παλαιστίνης από άσημους γονείς, άγνωστο άν χριστιανούς ή Εβραίους. Πολύ νέος στήν Καισαρεία μπήκε στον κύκλο τού πλούσιου κριτικού τής Βίβλου Παμφίλου, ό όποιος τόν βοήθησε ύλικά καί πνευματικά τόσο, ώστε ό Ευσέβιος νά αύτοονομαστεΐ «ό τού Παμφίλου». Εκτός άπό τόν ώριγενιστή Πάμφιλο άκουσε καί τόν έρμηνευτή Δωρόθεο στήν Άντιό^ια. Απέκτησε πλατιά μόρφωση καί γρήγορα έγινε συνεργάτης τού Παμφίλου στήν προσπάθεια νά συνεχίσει τό έργο τού Ωριγένη πρός κάθαρση των βιβλικών κειμένων. Παράλληλα οί βιβλιοθήκες τής Καισάρειας καί των Ιεροσολύμων κίνησαν τό ένδιαφέρον του γιά συλλογή χρονογραφικοϋ ιστορικού ύλικού. Τίς έμπειρίες του πλούτισε ταξιδεύοντας, μετά τό 303, δηλ. μετά τήν έναρξη τού μεγάλου διωγμού τού Διοκλητιανοΰ καί τού Γαλέριου, στήν Τύρο, τήν Θηβαΐδα καί τήν Αλεξάνδρεια.Τό 307 φυλακίστηκε μέ τόν Πάμφιλο, άλλα, ένώ ό τελευταίος βασανίστηκε καί άποκεφαλίστηκε τό 309, ό Ευσέβιος αποφυλακίστηκε, έξαγορά ζοντας τήν ζωή του μέ κάποιο αντάλλαγμα. Τό γεγονός δημιούργησε τήν υποψία στούς όρθοδόξους ότι θυσίασε στά είδωλα γιά νά σωθεί, ένώ οί ά ρειανόφρονες φίλοι του δέν έδειξαν νά δίνουν σημασία στό γεγονός. Καί ό ίδιος δέν έδωσε κάποια εξήγηση. Στήν διάρκεια τής φυλακίσεως συνεργάστηκε μέ τόν Πάμφιλο γιά τήν σύνταξη τής χαμένης ’Απολογίας χάριν τού Ωριγένη.

Χειροτονήθηκε στήν Καισάρεια πρεσβύτερος καί περί τό 315 έπίσκοπος τής πόλεως. "Οταν έκδηλώθηκε ή κακοδοξία τού Άρείου, περί τό 318/320, ό Εύσέβιος βρέθηκε στό πλευρό του, ώς ώριγενιστής καί Απολογητής, πού δέν έδινε σημασία στό είδος αύτό τών συζητήσεων. Παρά τόν Αρειανισμό του προσπάθησε νά γεφυρώσει τεχνητά τό χάσμα μεταξύ Άρείου καί Εκκλησίας, ύποστηρίζοντας πάντα τόν Άρειο, τόν όποιο δέχτηκε στήν έπι σκοπή του μετά τήν καταδίκη του στήν Αλεξάνδρεια (περί τό 322). Μέ γράμμα του πίεσε τόν ’Αλέξανδρο ’Αλεξάνδρειάς νά δεχτεί τόν "Αρειο, τόν όποιο φρόντισε νά Αθωώσει σύνοδος στήν Καισάρεια (324;). Γιά τήν δράση του αύτή καί διότι άρνήθηκε νά ύπογράψει όρθόδοξο σύμβολο στήν σύνοδο ’Αντιόχειας (Αρχές τού 325), καταδικάστηκε σέ άκοινωνησία, Αλλά τό θέμα του παραπέμφθηκε στήν μεγάλη σύνοδο τού Μαΐου τού ίδιου έτους, δηλαδή στήνΆ' Οικουμενική Σύνοδο τής Νίκαιας. Έκεΐ παρουσιάστηκε υπόδικος, Αλλά γιά νά άποφύγει όριστική καταδίκη ύπέβαλε ώς προσωπική όμολογία πίστεως τό βαπτιστήριο σύμβολο τής Καισαρείας, στό όποιο δέν ύπήρχε ό δρος «όμοούσιος». Μέ κάποια έπέμβαση τού Μ. Κωνσταντίνου ό Εύσέβιος άποκαταστάθηκε, παρακάθησε στήν Σύνοδο, χωρίς νά παίξει κάποιο ρόλο, καί ύπέγραψε τό Σύμβολό της μέ τόν δρο «όμοούσιος», χάριν τής θέσεώς του καί τής εύνοιας τού αύτοκράτορα, ό όποιος Αρχισε νά τόν έκτιμά, γιά τίς πολλές του γνώσεις καί τήν εύελιξία του. Τήν εύνοια αύτή διατήρησε μέχρι τό τέλος τής ζωής τού αύτοκράτορα, τόν όποιο καί πολυτρόπως έπηρέασε υπέρ τού Άρείου καί κατά τού Μ. Αθανασίου.
Αμέσως μετά τήν Σύνοδο τής Νίκαιας Αγωνίστηκε κατά ιών στυλοβα τών της. Βρίσκεται πίσω άπό τήν καταδίκη τού Άσκληπά Γάζας, τού Εύ σταθίου Αντιόχειας (330) καί τού Μ. Αθανασίου (Τύρος 335). Άπό τούς φίλους του προτάθηκε νά διαδεχτεί τόν Εύστάθιο, Αλλά άρνήθηκε, διότι τό μεταθετό Απαγορεύτηκε Από τήν Σύνοδο τής Νίκαιας, διότι δέν ήθελε νά βρεθεί στόν χώρο πού διασταυρώνονταν τά πυρά των άντιπάλων καί διότι προτιμούσε νά δρά λίγο πολύ στά παρασκήνια. Νωρίτερα πέτυχε τήν συγκατάθεση τού Κωνσταντίνου νά συγκληθεΐ σύνοδος (334), γιά νά δικάσει τόν ’Αθανάσιο. ‘Η σύνοδος τελικά έγινε στήν Τύρο τό 335. Έκεΐ διατυπώθηκε ή κατηγορία ότι ό Εύσέβιος κατά τόν διωγμό μέ κάποιο Αντάλλαγμα μπόρεσε (χωρίς νά πάθει τό παραμικρό) νά έλευθερωθεΐ άπό τήν φυλακή. Ό ’Αθανάσιος καταδικάστηκε καί οί συνοδικοί, άφοΰ παρέστησαν στά έγκαί νια τού ναού τής Άναστάσεως στά 'Ιεροσόλυμα, δπου ό Εύσέβιος έκφώ νησε τόν πανηγυρικό, έστειλαν άντιπροσωπεΐα στήν Κωνσταντινούπολη (άπό τόν Εύσέβιο Νικομήδειας, τόν Εύσέβιο Καισαρείας καί τέσσερες ά κόμα έπισκόπους), γιά νά ένημερώσει τόν αύτοκράτορα καί νά παραστεΐ στις λαμπρές έορτές γιά τήν τριακονταετή βασιλική έξουσία τού Κωνσταντίνου. Τότε ό Εύσέβιος έκφώνησε τόν μακροσκελή του τριακονταετηρικόν έγκωμιαστικό λόγο.
Λίγο μετά τήν σύνοδο τής Τύρου πέτυχε τήν καταδίκη τού Μαρκέλλου Άγκυρας ώς σαβελλιανιστή. Μετά τόν θάνατο τού Μ. Κωνσταντίνου (Μάιος 337) ό Εύσέβιος έζησε δύο περίπου χρόνια. Πότε ακριβώς καί πού πέθανε είναι άγνωστο.


ΕΡΓΑ


Ό Εύσέβιος μάς άφησε γιγαντιαίο συγγραφικό έργο, πού τόν άναδεικνύ ει τόν πολυμαθέστερο, μεταξύ έθνικών καί χριστιανών, άνθρωπο τής έπο χής του, δρυχεΐο γνώσεων καί πληροφοριών. Τά έργα του, χρονογραφικο απολογητικά, φιλολογικοεξηγητικά, πολεμικά, έγκωμιαστικά καί έπιστο λές, ύπογραμμίζουν τίς Απέραντες Ιστορικές, φιλοσοφικές, βιβλικές, γεωγραφικές κ.ά. γνώσεις του. Ή βασική του μέθοδος είναι ή παράθεση κειμένων, χριστιανικών καί θύραθεν, χωρίς νά έπιμένει πολύ στήν συγκρότηση προσωπικής έπιχειρηματολογίας ή στήν Αφομοίωση τού πηγαίου Ολικού σέ δικό του πλαίσιο σκέψεως. Πολλές φορές τό ίδιο ύλικό καί μέ διάφορη έκτίμηση τό παραθέτει σέ μεταγενέστερα έργα του. Ό λόγος του, Ιδιαίτερα στά έγκωμιαστικά έργα, είναι ρητορικός, Αλλά χωρίς μέτρο ή εύαι σθησία καί συχνά πολύ στρυφνός.
Ό μεγάλος Αριθμός τών έργων του σώθηκε στό πρωτότυπο ή σέ λατινικές, συριακές, άρμενικές κ.ά. μεταφράσεις. Ό 'Ιερώνυμος (De virisill. 81), ό Φώτιος (Μυριόβιβλος 9), ό Ebed Jesu (γιά δσα μεταφράστηκαν στήν συ ριακή: Assemani, Biblioth. Orient. Ill 1, 18 έξ.) καί ό Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (Έκκλησ. Ιστορία Ζ' 37) δίνουν ό καθένας δικό του κατάλογο έργων, πού συμπληρώνεται άπό τίς Αναφορές τού ίδιου τού Εύσεβίου καί άλλων σύγχρονών του συγγραφέων. Ή χρονολόγηση γιά μερικά άπό τά έργα του δέν είναι Ασφαλής.
Χρονικοί κανόνες καί έπιτομή παντοδαπής Ιστορίας 'Ελλήνων τε καί βαρβάρων. Γράφηκε τό 303, αλλά συμπληρώθηκε το 311 καί τό 325. Παρέθετε είσαγωγικώς τά χρονολογικά συστήματα τών μεσογειακών κ.ά. λαών (Χαλ δαίων, ’Ασσυριών, Περσών, Αιγυπτίων, 'Εβραίων, Ελλήνων, Ρωμαίων) κι έδινε συγχρονιστικούς χρονολογικούς πίνακες τών σπουδαιότερων γεγονότων τών λαών αυτών, αρχίζοντας από τόν ’Αβραάμ. Χρησιμοποίησε δουλικά παλαιότερο υλικό (καί άποσπάσματα). ’Από τό πρωτότυπο κείμενο έχουμε μόνο άποσπάσματα σε μεταγενέστερους Ιστορικούς, οί όποιοι όμως μέ συμπληρώσεις καί διορθώσεις τό νόθευσαν. Τό ίδιο Ισχύει καί γιά τήν σωζόμενη μετάφραση τοϋ 'Ιερωνύμου. Ή συριακή (καί λιγότερο ή άρ μενική) μετάφραση βοηθάει στην αποκατάσταση τοΰ άρχικοΰ κειμένου. Πραγματικός σκοπός είναι νά δειχτεί ή αρχαιότητα τοΰ χριστιανισμού μέσω τοΰ ιουδαϊσμού έναντι τών άλλων λαώνθρησκειών.
’Απολογία υπέρ Ώριγένους. Γράφηκε μεταξύ 308 καί 309 άπό τόν Πάμ φιλο μέ τήν συνεργασία τοΰ Ευσεβίου, στήν φυλακή, καί περιλαμβάνει πέντε βιβλία. Αμέσως μετά τό μαρτύριο τοΰ Παμφίλου (309) ό Ευσέβιος συνέταξε μόνος καί έκτο βιβλίο. ’Από τό έργο, πού ήταν μάλλον απάντηση στόν άντιωριγενίσμό τοΰ Μεθοδίου Όλύμπου καί άλλων, σώζεται μόνο τό πρώτο βιβλίο σέ λατινική μετάφραση τού Ρουφίνου. Μεταφράστηκε καί στήν συριακή.
'Η τοϋ καθόλου στοιχειώδης εισαγωγή  Περί τοΰ Χριστού προφητικαί έκλογαί. Γράφηκε περί τό 310 καί είναι συρραφή αποσπασμάτων τής ΠΔ, στά όποια κυρίως αναγγέλλεται ή έλευση τοΰ Κυρίου. Τό έργο, γραμμένο μέ τόν πρώτο τίτλο σέ 10 βιβλία, σώθηκε μερικώς (τά βιβλία 69) ώς Περί τοΰ Χριστού προφητικοί έκλογαί. Πιθανότατα ή Εκκλησιαστική προπα ρασκενή καί ή Εκκλησιαστική άπόδειξις, πού μόνος ό Φώτιος μνημονεύει (Μνριόβιβλον II καί 12), νά ταυτίζονται μέ τό παρόν έργο.
Κατά Ίεροκλέους (ό πλήρης τίτλος: «Πρός τά τού Φιλοστράτου εις Ά πολλώνιον διά τήν Ίεροκλεΐ παραληφθεΐσαν αύτοϋ τε καί τον Χρίστον σύγ κρισιν»). 'Όπως άλλοτε ό Κέλσος έγραψε τόν ’Αληθή λόγον κατά τών χριστιανών, έτσι τώρα ό Ιεροκλής, δικαστής τών χριστιανών άπό τό 303 στήν Βιθυνία, έγραψε τόν Φιλαλήθη, στόν όποιο εκτός άλλων έκανε σύγκριση τοϋ Χριστού καί τοϋ Απολλώνιου Τυανέα. Κατά μίμηση τοΰ ’Ωριγένη ό Ευσέβιος άνασκεύασε τις άπόψεις τοΰ 'Ιεροκλή. Ή μορφή τοΰ κειμένου είναι ώραία, αλλά ή φιλοσοφική του έπιχειρηματολογία άδύνατη καί άσυ νεπής. Φαίνεται νά είναι άπό τά πρώτα έργα τοϋ Εύσεβίου, άλλά κάποιες ένδείξεις οδηγούν στήν άποψη ότι τό έργο γράφηκε ή τουλάχιστο κύκλο φόρησε κατά τό 311 ή λίγο μετά, δηλαδή όχι σε περίοδο διωγμού.
'Εκκλησιαστική ιστορία. Περιλαμβάνει 10 βιβλία. ’ Αρχισε νά γράφεται τό 312 καί γνώρισε τουλάχιστον τρεις άναθεωρήσεις καί συμπληρώσεις. Τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν μέχρι τό 313, οπότε καί ή πρώτη αναθεώρηση, τήν οποία άκολούθησε άλλη τό 316 καί αυτήν άλλη τό 324. Στό 10ο βιβλίο καταχωρίζει «διατάξεις» καί «έπιστολές» τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, πού είναι νόθες ή αμφίβολης γνησιότητας. Τό έργο αρχίζει με τήν ίδρυση τής Εκκλησίας (γενεαλογία Κυρίου) καί κλείνει στό έτος 324. Τό πρόβλημα τής συντάξεως του έργου είναι πολύπλοκο καί έξηγεϊ τίς ασυνέπειες καί τίς παλινωδίες τού συντάκτη. Υποστηρίχτηκε άκόμα ότι τά όκτώ πρώτα βιβλία γράφηκαν πρίν τό 303, κάτι πού δέν είναι απίθανο. Σκοπός τού έργου είναι νά δείξει τό δυναμικό καί θειο γίγνεσθαι τής Εκκλησίας, ή οποία φθάνει από τίς άντιξοότητες στόν θρίαμβο. Τό έργο ούτε αυστηρά μεθοδικό είναι ούτε καθαρά ιστορικό. Ό Ευσέβιος χρησιμοποιεί καί παραθέτει άφθονο πηγαίο ύλικό καί φθάνει στόν σκοπό του μέ τήν παράθεση τών ά ποστολικών διαδοχών (άπαρίθμηση επισκόπων μεγάλων έκκλησιαστικών κέντρων), τήν παρουσίαση τών εκκλησιαστικών συγγραφέων (μέ αναφορά τών έργων πού έγραψαν πρός οικοδομή τών πιστών καί πρός αντιμετώπιση τών αιρέσεων), τήν άναγραφή σπουδαίων γεγονότων συχνά μέ πολλή υποκειμενικότητα, τήν ιστόρηση τών διωγμών καί τήν θριαμβευτική παρουσίαση τής Εκκλησίας ώς νικήτριας τοΰ Σατανά διά τοΰ Μ. Κωνσταντίνου, κατεξοχήν οργάνου του Θεού. Γιά τό ύλικό καί τίς πληροφορίες του τό έργο είχε καί θά έχει τεράστια σημασία, όσα πολλά καί άν είναι τά μειο νεκτήματά του. Σ’ αυτό κυρίως όφείλει τήν φήμη του ό Εύσέβιος.
Περί τών έν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων. Γράφηκε μετά τόν θάνατο τοΰ Μαξιμίνου (313) καί περιλήφτηκε στήν Εκκλησιαστική ιστορία περί τό 316. Διηγείται μαρτύρια, τά όποια παρακολούθησε ή γιά τά όποια ακούσε. Τό κείμενο (ή σύντομη μορφή) ξαναγράφηκε περί τό 324 σε εκτενή μορφή, πού σώθηκε αποσπασματικά καί σε συριακή μετάφραση.
’Αρχαίων μαρτυρίων συναγωγή καί Μαρτύριον δέκα Αιγυπτίων. Γράφηκε μάλλον την ΐδια εποχή (313) καί συνιστά άπλή συναγωγή κειμένων γιά παλαιότερα μαρτύρια. Σώζονται μόνο άποσπάσματα. Σχετικά σώζονται ά κόμη άποσπάσματα τοΰ «Μαρτυρίου» των δέκα Αιγυπτίων χριστιανών.
Εύαγγελική προπαρασκευή. "Αρχισε νά γράφεται περί τό 313 καί άποτε λεΐται άπό 15 βιβλία. Γιά νά δείξει ότι οχ χριστιανοί δέν έχουν άλογη πίστη καί διδασκαλία καί ότι ορθά στράφηκαν άπό τήν έθνική στήν ιουδαϊκή σοφία, παραθέτεισυρράφει μεγάλον άριθμό άποσπασμάτων εθνικών συγγραφέων (πού τούς δείχνει ν’ αντιφάσκουν καί νά μυθολογούν άφελώς), συγ κρίνοντάς τους πρός τούς παλαιοδιαθηκικούς συγγράφεις. Δείχνει τήν ά νωτερότητα καί άρχαιότητα των δευτέρων έναντι τών πρώτων καί ισχυρίζεται ότι οί πρώτοι δανείστηκαν άπό τούς δεύτερους, ιδέα γνωστή άπό τόν ’Ιουστίνο καί τούς λοιπούς άπολογητές. Ή σημασία τού έργου βρίσκεται μόνο στήν συλλογή καί κάποτε διάσωση τών άποσπασμάτων. Σώζεται καί σύνοψη τού έργου, όφειλόμενη ίσως στόν ίδιο τόν Εύσέβιο.
Εύαγγελική άπόδειξις. Γράφηκε τήν ίδια έποχή καί άποτελεΐ συνέχεια τοΰ προηγούμενου. ’Από τά 20 βιβλία του σώθηκαν τά πρώτα 10 καί άποσπάσματα τοΰ 15ου. Πρόκειται γιά συρραφή κειμένων τής Π Α καί τού Ίωσή που, μέ τά όποια θέλει νά δείξει ότι οί χριστιανοί καί όχι οί Ιουδαίοι κατανοούν καί διασώζουν τό άληθίνό πνεύμα τής ΠΑ, αυτοί μόνο διακρίνουν τά ύπεριστορικά άπό τά πρόσκαιρα (μωσαϊκός νόμος) στοιχεία της καί αύ τοί είναι οί πνευματικοί κληρονόμοι τών πατριαρχών.
Περί διαφωνίας Ευαγγελίων. Γράφηκε περί τό 312/313 καί περιέχει δύο μέρη: α) «Εις τήν γενεαλογίαν του Σωτήρος» (πρός Στέφανον) καί β) «Εις τήν άνάστασιν τον Σωτήρος» (πρός Μαρίνον). Σώζονται μόνο άποσπάσματα καί έπιτομή του άπό τόν ίδιο τόν Εύσέβιο.
Περί τών τοπικών ονομάτων (’Ονομαστικόν). Γράφηκε περί τό 312/313. Είδος λεξικού δνομάτων τής ΠΑ (=0') σέ σειρά Αλφαβητική καί κατά βιβλίο. Διατυπώθηκε καί ή άποψη ότι γράφηκε πολύ ένωρίς, περί τό 300.
Κανόνες δέκα τών ιερών Ευαγγελίων. Είναι συνοπτικοί πίνακες (είδος con cordancia) τών παράλληλων ή διαφορετικών χωρίων τών τεσσάρων Ευαγγελίων, κάτι πού πρώτος επιχείρησε περί τό 200 ό Άλεξανδρέας Άμμώνιος, αλλά μέ βάση μόνο τό Εύαγγ. του Ματθαίου («"Αρμονία τών Εύαγγελίων»). Οί βασικές στήλες τώρα είναι δέκα καί δίπλα τους τά παράλληλα χωρία. Τό έργο άρχισε ό Εύσέβιος, άφοΰ διήρεσε τά ευαγγελικά κείμενα σε μικρά τμήματα, τά όποια καί αρίθμησε. Οί στήλες είναι: 1) ΜατθαΐοςΜάρκος ΛουκάςΤωάννης, 2) ΜατθαΐοςΜάρκοςΛουκάς, 3) ΜατθαΐοςΛουκάς Ίωάννης, 4) ΜατθαΐοςΊωάννης, 5) ΜατθαΐοςΛουκάς, 6) Ματθαΐος Μάρκος, 7) ΜατθαΐοςΊωάννης, 8) ΛουκάςΜάρκος, 9) ΛουκάςΤωάννης, 10) τά ίδιάζοντα κάθε ευαγγελιστή. Τούς κανόνες συνοδεύει Επιστολή πρός Κυπριανόν. Ανάλογους Κανόνες συνέταξε ίσως γιά τίς Πράξεις καί τίς ’Επιστολές τού Παύλου.
Υπόμνημα πρός "Ησαΐαν. Γράφηκε μετά τό 316. Τό σωζόμενο κείμενο, στό όποιο γίνεται χρήση τής ίστορικογραμματικής καί τής άλληγορικής μεθόδου, έχει ώς πηγή τό άνάλογο έργο τού Ωριγένη, άλλά δέν τού λείπει καί πρωτοτυπία. ’Αποσπάσματα στόν κώδικα Laur. plut. Χ14 άνήκουν ίσως στήν Έκκλ. ιστορία.
Πρός “Αλέξανδρον ’Αλεξάνδρειάς (έπιστολή). Περί τό 322 γιά τό ζήτημα τού Άρείου. Σώζονται αποσπάσματα, στά όποια ό Υιός ονομάζεται «τέλειον κτίσμα».
Πρός Εύφρατίωνα (έπιστολή). Κατά τήν ίδια έποχή. 'Αποσπάσματα.
Περί τής θεοφανείας. Γράφηκε άπό τό 324 καί μετά, είναι έκλαϊκευμένη απολογητική έκθεση γιά τό έργο τού θείου Λόγου πρίν άπό τήν ενανθρώπησή του καί σέ μέγα μέρος άποτελεΐ επανάληψη τών έργων Εύαγγελική προ παρασκευή καί Εύαγγελική άπόδειξις. Σώζονται 17 άποσπάσματα τού πρωτοτύπου καί ολόκληρο σέ πιστή συριακή μετάφραση.
Πρός τούς τής παροικίας αύτοΰ (έπιστολή στους Καισαρεΐς). Λίγο μετά την Σύνοδο τής Νίκαιας (Ιούνιος 325). Δικαιολογεί τήν στάση του στην Σύνοδο καί τήν άποδοχή τού δρου «όμοούσιος».
Ερμηνεία εις τούς Ψαλμούς. Συντάχτηκε μεταξύ 325 καί 326 καί είναι τό εκτενέστερο ερμηνευτικό του έργο. Σώζεται υπόμνημα στούς Ψαλμούς 37' 5195, 3' 49· 118. Καί άπό σειρές σώζονται σχόλια στούς 95, 3150, όπως καί πολλά αποσπάσματα.
Περί τής τοϋ Πάσχα εορτής. Τό έστειλε περί τό 334/5 στόν Μ. Κωνσταντίνο, άπό τόν όποιο πήρε γι’ αυτό επαινετική έπιστολή. Εξηγούσε τήν σημασία τής έορτής γιά τούς 'Εβραίους καί τούς χριστιανούς. Σώθηκε απόσπασμα.
Κατά Μαρκέλλου Άγκύρας (βιβλία δύο). Γράφηκε μετά τήν συνοδική καταδίκη (335) τού Μαρκέλλου Άγκύρας. Σταχυολογεΐ χωρία τού Μαρκέλλου, γιά νά τόν δείξει μοχθηρό (στήν πολεμική εκείνου κατά τοϋ ’Αστεριού, τοϋ Ευσεβίου Νικομήδειας, τοϋ ’Ωριγένη κ.ά.) καί σαβελλιανίστή.
Εκκλησιαστική θεολογία (βιβλία τρία). Γράφηκε λίγο μετά τό προηγούμενο, γιά νά δικαιολογήσει θεωρητικότερα τήν καταδίκη τοϋ Μαρκέλλου. Οί θέσεις του εδώ είναι σαφώς άρειανικές.
Πρός Κωνσταντίαν (έπιστολή). Γράφηκε στά τελευταία χρόνια τής ζωής του πρός τήν άδελφή τοϋ Μ. Κωνσταντίνου Κωνσταντία, γιά νά τήν πείσει ότι ή εικόνα τοϋ Χρίστου (καί κάθε εικόνα) πού ζητούσε είναι έκφραση εί δωλολατρικοΰ πνεύματος. OThuemmel την τοποθετεί στό έτος 313. ’Αποσπάσματα.
Τριακονταετηρικός εις Κωνσταντίνον τόν βασιλέα καί Βασιλικόν σύγγραμμα. Δύο διαφορετικά έργα πού ενώθηκαν μάλλον τυχαία στήν χειρόγραφη παράδοση. Τό πρώτο (κεφ. 110) έπαινεΐ ακατάσχετα τόν Μ. Κωνσταντίνο καί έχει τήν μορφή εγκωμιαστικού λόγου, πού εκφωνήθηκε μέ τήν εύκαι ρία των τριάντα χρόνων τής βασιλικής του εξουσίας, τό 335 ή τό 336. Στό δεύτερο (κεφ. 1118) απευθύνεται πάλι στό ϊδιο πρόσωπο καί άποτελεΐ εκλαϊκευμένη εισαγωγή στόν χριστιανισμό καί περίληψη μέρους τού έργου του «Περί θεοφανείας».
Εις τόν βίον τού Κωνσταντίνου βασιλέως (βιβλία τέσσερα) καί Λόγος τώ τών αγίων συλλόγω. Τό έργο δείχνει νά έχει γραφεί μετά τόν θάνατο τού Μ. Κωνσταντίνου, πρός τό τέλος τού 337. Χωρίς νά είναι βιογραφία, περιέχει όσα σημεία τής ζωής τού Μ. Κωνσταντίνου μπορούσαν νά γίνουν αφορμή γιά ένα εγκωμιαστικό παραλήρημα, ενώ συγχρόνως δίνεται μεγάλη σειρά επίσημων καί μή εγγράφων (γνήσιων;) τού αύτοκράτορα. Τά ιστορικά σφάλματα καί οι ανακολουθίες οδήγησαν πολλούς ερευνητές στήν άρνηση τής γνησιότητας τού έργου. Θεωρούμε όμως πολύ πιθανό, ένα μέρος τού έργου νά εκφωνήθηκε ή νά γράφηκε ώς εγκώμιο από τόν Ευσέβιο καί μάλιστα πρίν άπό τόν θάνατο τού Κωνσταντίνου. Μετά τόν θάνατο τού τελευταίου νεώτεροι εμπλούτισαν τό έργο κατά τό δοκούν κι έτσι έχουμε τήν σημερινή προβληματική του μορφή. Καί ό «Λόγος τώ τών άγιων συλλόγφ», ομιλία δηλαδή πρός τούς έπισκόπους τού Μ. Κωνσταντίνου, πού συνεκδίδεται μέ τόν «Βίο» καί είναι είδος απολογίας τού χριστιανισμού στό πνεύμα τών απολογητών τού Β' καί Τ' αΐ., είναι νομίζουμε κατά τόν πυρήνα του κειμέ νο πού συνέταξε ό Ευσέβιος γιά λογαριασμό τού Μ. Κωνσταντίνου καί πού κατόπιν εμπλουτίστηκε μέ νέα καί αυτό στοιχεία.
Σχόλια στήν Π καί ΚΔ. Μακρά σειρά σχολίων σέ «Σειρές» προσγράφον ται στόν Ευσέβιο, χωρίς όμως νά είναι πάντοτε βέβαιη καί ή γνησιότητά τους. Τέτοια σχόλια σώζονται στήν ’Οκτάτευχο, τόν Ίώβ, τόν Ιερεμία (καί τούς Θρήνους), τόν Δανιήλ, τόν Ιεζεκιήλ, τις Παροιμίες, στό \4σμα ασμάτων, στόν Ματθαίο, τόν Μάρκο, τόν Λουκά, τόν Ιωάννη, στίς Πράξεις, σέ Επιστολές τού Παύλου καί στίς καθολικές Επιστολές. PG 24, 7678 καί 525606. CPG II 3469.
Άπολεσθέντα. Υπόμνημα εις τήν Α' Κορινθίους. "Ελεγχος καί άπολο για (κατά εθνικών). Περί τής των παλαιών άνδρών πολυγαμίας τε καί πο λυπαιδίας. Περί έκπληρώσεως τών προφητειών (επεξεργασία του, φαίνεται, αποτελεί τό τέταρτο βιβλίο τής «Θεοφανείας»). Δευτέρα Θεοφάνεια (σώζονται μερικά της αποσπάσματα πού είναι απλές παραφράσεις ευαγγελικών χωρίων. Βλ. έκδ. έργου «Θεοφάνεια»), Βίος τοϋ Παμφίλου (μεταξύ 309 καί 311). Κατά Πορφυρίου. (Γράφηκε πρίν τό 329, σέ 25 βιβλία, γιά νά άντι κρούσει τό έργο τού νεοπλατωνικού Πορφυρίου «Κατά χριστιανών» πού καί αυτό χάθηκε. Είναι πολύ περίεργο τό γεγονός ότι ό Ευσέβιος δέν τό μνημονεύει ρητά πουθενά, ένώ εξ άλλου χρησιμοποιεί χρονολογικά του στοιχεία καί καταλόγους βασιλέων). Περί τής άνομβρίας. Λόγος είκοσαετηρικός (στόν Μ. Κωνσταντίνο).
’Αμφιβαλλόμενα καί Νόθα. Περί τής τού βιβλίου τών προφητών όνομα σίας. Μέ στοιχεία γιά τήν δράση τών προφητών: PG 22, 12611272. ΒΕΠ 28, 303308.
Περί τοϋ άστέρος τών μάγων (τούς όποιους οδήγησε στήν φάτνη). Σώζεται στήν συριακή, αποδίδεται στόν Ευσέβιο, άλλά πολύ πιθανό νά γράφηκε απευθείας στήν συριακή: W. Wright, Eus. of Caesarea on the Star: Journal of Sacred Literature (4η σειρά) 9 (1866) 117136 καί 10 (1867) 150164.
Περί μέτρων καί σταθμών (απόσπασμα). Τό έργο γράφηκε μετά τόν Ε' αί. από άγνωστο συγγραφέα, πού είχε ύπόψη του τό ομώνυμο έργο τού Έ πιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου. CPG 11 3506.




33. ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΑΓΓΡΑΣ (περίπου 340/2)


Μία συνοδική Επιστολή καί 20 Κανόνες μ’ έναν Επίλογο αποτελούν τά κείμεναάποφάσεις τής συνόδου τής Γάγγρας (Παφλαγονία). Ό χρόνος συγ κλήσεώς της συζητήθηκε πολύ. Φαίνεται όμως ότι δέν απέχουμε τής αλήθειας, δν τήν τοποθετήσουμε περί τό 340/342. Τήν Επιστολή ύπογράφουν 14 έπίσκοποι, πού δηλώνουν ότι συνήλθαν «διά τινας έκκλησιαστικάς χρείας» καί πρός αντιμετώπιση προβλημάτων, πού δημιούργησε ή δράση τού μετέπειτα επισκόπου (λίγο πριν τό 357) Σεβαστείας Εύσταθίου, πού έ νίσχυσε μάλλον ύποφώσκουσες τάσεις. Οί τάσεις αύτές ήταν γενικά έγκρα τιτικές μέ αναγωγή τής παρθενίας καί τής έγκράτειας σέ αυτοσκοπό καί μέ καλλιέργεια αισθήματος ύπεροχής έναντι των λοιπών χριστιανών καί δή των εγγάμων. ’Ακόμα έκδηλωνόταν περιφρόνηση πρός τήν παραδοσιακή λειτουργική ζωή, τούς έπισκόπους, τούς κοινούς ναούς, τήν τιμή των μαρτύρων καί τήν παραδοσιακή ήθική. Στοιχεία των τάσεων τούτων, πού προϋποθέτουν οί κανόνες ή δηλώνονται στήν Επιστολή, άπαντοΰν καί σέ μεσσαλιανικούς κύκλους, όπως αύτοί διαμορφώθηκαν λίγο Αργότερα μεταξύ Εύφράτη, ’Αρμενίας καί Μικρασίας. Επομένως ό Εύστάθιος, ιδρύοντας μοναστικές ομάδες στήν περιοχή άρχικά τής Μικρής ’Αρμενίας, έξέφραζε μερικές από τίς παραπάνω τάσεις αλλά μάλλον όχι όλες τίς τάσεις αύτές. Καί ή σύνοδος, μέ αφορμή έναν επώνυμο έκφραστή τους, τόν Εύστάθιο, αντιμετώπισε τό σύνολο των παρεκκλίσεων, πού έμφάνισε στά πρώτα του βήματα ό άσκητικόςμοναστικός βίος στίς περιοχές ’Αρμενίας,
Πόντου καί Μικρασίας.
Παρατηρούμε ότι τό Απλοϊκό κανονιστικό κείμενο (κανόνες) τής Γάγ γρας προϋποθέτει θαυμαστή πνευματική ισορροπία μεταξύ ασκητικού καί κοινωνικού βίου, παρθενίας καί γάμου, μοναχισμού καί λειτουργικής ζωής. Ή λειτουργική ζωή καί ή παράδοση γενικά εΐναι άπαραΐτητα, ένώ ή άσκηση καί ή παρθενία συνιστοΰν μόνο τό μέσο καί όχι αυτοσκοπό, κάτι πού οδηγεί στήν ύπεροψία όσους έγκρατεύονται.
Συγκεκριμένα ή σύνοδος Αναθεματίζει: όσους περιφρονοϋν («βδελύσσον ται») τόν γάμο, όσους νομίζουν ότι οί έγγαμοι δέν θά σωθούν, όσους δέν κοινωνοΰν από τήν Θ. Εύχαριστία πού τελεί έγγαμος πρεσβύτερος, όσους παρθενεύουν άπό περιφρόνηση πρός τόν γάμο καί όσους γιά τόν ίδιο λόγο εγκαταλείπουν συζύγους ή τέκνα ή γονείς, προφασιζόμενοι συγχρόνως άσκηση κι έγκράτεια (καν. 1,4,9,10,14,15,16). Καταδικάζει όσους καταδικάζουν τήν κρεοφαγία, όσους παρά τούς κανόνες νηστεύουν τήν Κυριακή καί όσους δέν τηρούν τίς κανονικές νηστείες τής Εκκλησίας (2,18,19). Εξαιρετικά έπικίνδυνη γιά τήν Εκκλησία ήταν ή αποστασιοποίηση μερικών καί δή ασκητών  μοναχών άπό τήν οργανωμένη Εκκλησία. Γι’ αυτό ή σύνοδος αναθεματίζει όσους τελούν λειτουργικές συνάξεις έξω άπό τούς ναούς, άπό περιφρόνηση πρός τούς κανονικούς ναούς καί πρός τήν τιμή τών μαρτύρων (5,6,20), καί όσους ενεργούν στήν Εκκλησία χωρίς τήν γνώμη τού επισκόπου (7,8,11). Ή τελευταία προβληματική Αναστάτωσε τήν Εκκλησία στούς πρώτους μεταποστολικούς χρόνους καί τήν Αντιμετώπισε θε ολογικά πρώτος ό Θεοφόρος Ιγνάτιος (+ 107117). 'Η σύνοδος άναφέρεται άκόμη στήν ύπερτίμηση τής σημασίας τών ενδυμάτων τών μοναχών (12) καί στήν κακή συνήθεια τών γυναικών νά φορούν Ανδρικά ενδύματα (13) ή νά ξυρίζουν τήν κόμη τους γιά λόγους δήθεν άσκήσεως (17). Τέλος ό κανόνας 3 Αναθεματίζει τούς παράγοντες έκείνους τού μοναχισμού, πού συ νιστοΰν σέ δούλους νά εγκαταλείπουν, χάριν τού μοναχισμού, τούς κυρίους τους καί νά μήν έξασφαλίζουν τήν συναίνεσή τους γι’ αύτό.

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄   ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/











Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |