ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Οι εκκλησιαστικοί ρήτορες και συγγραφείς.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Οι εκκλησιαστικοί ρήτορες και συγγραφείς.




Ιστορία του Ευρωπαικού πνεύματος
Τόμος Α΄
+Παν.Κανελλόπουλος


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20
Άλλα σημαντικά πνεύματα στη Γαλλία στο ΙΖ' αιώνα.
Τα αποφθέγματα.
Τα απομνημονεύματα.
Οι επιστολές.
Οι διανοούμενες γυναίκες.
Οι εκκλησιαστικοί ρήτορες και συγγραφείς.

Εκτός από τη συστηματική φιλοσοφία αναπτύχθηκε στο 1Ζ' αιώνα στη Γαλλία κι η ελεύθερη σκέψη. Ανάμεσα στη συστηματική φιλοσοφία των Ντεκάρτ και Μαλεμπράνς και στην ελεύθερη σκέψη, στέκεται ωραίος, ανεξίθρησκος και σοβαρός ο Μπαιλ (Pierre Bayle) που το «Ιστορικό και κριτικό λεξικό» του εκτιμήθηκε βαθιά από τον Λάιμπνιτς. Όσο για το ιδιότυπο είδος της ελεύθερης σκέψης, αυτό το ανάπτυξαν με μιαν ισχυρή λογοτεχνική και μάλιστα αποφθεγματικήν ικανότητα ο Λαροσφουκώ και ο Λαμπρυγιέρ. Κι ήταν η ελεύθερη σκέψη —ελεύθερη βέβαια από κάθε βαθύτερη πνευματική ευθύνη, λογοτεχνικά όμως δεσμευμένη και μάλιστα υποταγμένη στο bon sens και στην εξωτερική κοινωνικότητα— ό,τι ακριβώς χρειαζόταν για τα σαλόνια και για την αυλή, για τις ομιλητικότατες κυρίες και τους παροδικά ερωτευμένους ευγενείς.


Ο Λαροσφουκώ (François VI de La Rochefoucauld) αναδείχθηκε ο βασιλιάς της κοινωνικά χρήσιμης, αλλά και τσουχτερής ελεύθερης σκέψης. Ωστόσο ο «βασιλιάς» αυτός δεν ήταν κι ευχαριστημένος από το θρόνο του. Θα προτιμούσε μιαν οποιαδήποτε θέση πλάι στο θρόνο του πραγματικού βασιλιά της Γαλλίας. Απογοητευμένος από τον μάταιο αγώνα του ενάντια στον Μαζαρίνο, και αφού είδε να διαψεύδονται κι οι ελπίδες του για μια ουσιαστική αποκατάστασή του πλάι στον Λουδοβίκο το ΙΔ', καταλήγει στη νηφάλια πικρόχολη σκέψη και γράφει τα θαυμαστά «Αποφθέγματά» του. Αξίζει να σταθούμε λιγάκι στ' αποφθέγματα αυτά. Χωρίς να έχουν καμιά σχέση με τα αποφθέγματα εκείνων, που σαν τον Νίτσε ζητήσανε στο απόφθεγμα τη διέξοδο της πιο μυστικής εσωτερικής αγωνίας τους, χωρίς να έχουν καμιά βαθιά ατομική πηγή, παρουσιάζουν ωστόσο μιαν αντικειμενική ανθρώπινη σοφία κι είναι ντυμένα μ' ένα λογοτεχνικό και ιδιότυπο ηθικό ύφος, που τα κάνει κι από μια καθαρά πνευματική άποψη ουσιαστικά. Ας διαλέξουμε μερικά, που δείχνουν όλες τις πλευρές του πνεύματος του Λαροσφουκώ. «...Δεν είναι οι άντρες πάντα από γενναιότητα γενναίοι, ούτε οι γυναίκες πάντα από αγνότητα αγνές.» Η φράση αυτή, που συντακτικά την έχουμε κάπως μετατρέψει, είναι κομμένη από το πρώτο απόφθεγμα του Λαροσφουκώ. Και προχωρεί ο πικραμένος αποφθεγματολόγος, θεσπίζοντας τις ακόλουθες αλήθειες: «Ούτε τον ήλιο, ούτε το θάνατο δεν μπορούμε να τον ατενίσουμε ασκαρδαμυκτί.» «Υποσχόμαστε ανάλογα με την ελπίδα μας, και κρατάμε το λόγο μας ανάλογα με το φόβο μας.» «Όσοι δείχνουν μεγάλη επιμέλεια σε μικρά πράγματα, γίνονται συνήθως ανίκανοι για τα μεγάλα.» «Δεν έχουμε δύναμη αρκετή για ν' ακολουθάμε ολόκληρη την άποψή μας.» «Το μίσος κατά του ευνοουμένου δεν είναι τίποτ' άλλο από αγάπη προς την εύνοια...» «Η αλήθεια δεν κάνει στον κόσμο τόσο καλό, όσο κακό κάνει η επίφαση της αλήθειας.» «Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα είδος έρωτας, υπάρχουν όμως χίλια διαφορετικά αντίγραφα.» «Όλος ο κόσμος παραπονιέται για τη μνήμη του, κανένας όμως για την κρίση του.» «Στους γέρους αρέσει να δίνουν καλά   μαθήματα,   για   να   παρηγοριούνται   που   δεν   είναι   πια   σε   θέση   να   δώσουν   κακά παραδείγματα.» «Το μυαλό δε θα τα κατάφερνε για πολύ καιρό να παίξει το ρόλο της καρδιάς.»
«Συχνά οι άνθρωποι ευεργετούν για να μπορούν ατιμωρητί να βλάψουν.» «Μερικές φορές είμαστε τόσο αλλιώτικοι από τον εαυτό μας, όσο είμαστε κι από τους άλλους.» «Στο να παραδοθούμε σ' ένα μοναδικό ελάττωμα μας εμποδίζει συχνά το ότι έχουμε πολλά ελαττώματα.» «Η περηφάνεια δε θέλει να χρωστάει, και ο εγωισμός δε θέλει να πληρώνει.» «Η αξία των ανθρώπων έχει την ώρα του έτους της, όπως ακριβώς την έχουν και οι καρποί.» «Η ευγνωμοσύνη των πιο πολλών ανθρώπων δεν είναι τίποτ' άλλο από ένας μυστικός πόθος να δεχθούν ακόμα μεγαλύτερες ευεργεσίες.» «Οι αδύνατοι άνθρωποι δε μπορούν να 'ναι ειλικρινείς.» «Οι περισσότεροι νεαροί νομίζουν πως είναι φυσικοί την ώρα που είναι απλώς αγενείς και πρόστυχοι.» «Είναι ευκολώτερο να γνωρίσει κανείς τον άνθρωπο γενικά, παρά να γνωρίσει ένα συγκεκριμένο άνθρωπο.» «Οι έριδες δε θα διαρκούσαν πολύ, αν το άδικο ήταν μόνο απ' το ένα μέρος.» Κι όλ' αυτά τα λέει ο Λαροσφουκώ τοποθετώντας τα
κάτω  από  το  εξής μότο:  «Οι  αρετές μας δεν  είναι τις πιο πολλές φορές παρά  μεταμφιεσμένα ελαττώματα». Στο τέλος, αποφαίνεται ο Λαροσφουκώ ότι η περιφρόνηση του θανάτου, που δίδαξαν πολλοί φιλόσοφοι, δεν είναι κι αυτή παρά μια συγκάλυψη της ματαιοδοξίας τους. Γιατί ο Λαροσφουκώ ομολογεί ότι φοβάται το θάνατο σαν το πιο φοβερό πράμα στον κόσμο. Ο γόνος αυτός μιας παλιάς πριγκιπικής οικογένειας ξεγυμνώνει, με τ' αποφθέγματα που έγραψε, και τον εαυτό του, όχι μόνο τους άλλους. Ο Καρδινάλιος Ρετς φτιάχνει στα απομνημονεύματά του ένα πορτραίτο του Λαροσσφουκώ, που αρχίζει με τη φράση: «Στον Κύριο ντε Λα Ροσφουκώ υπήρχε πάντα κάτι δεν ξέρω τι». Ναι, στον Κύριο ντε Λα Ροσφουκώ υπήρχε πάντα —και τον φανταζόμαστε να μπαίνει στο Μέγαρο ντε Ραμπουγιέ ή στα άδυτα του σπιτιού (ίσως και της καρδιάς) της Μαντάμ ντε  Λαφαγιέτ— κάτι το  ανεξήγητο που  έκανε τον Ρετς  να μας  πει  ότι  «είχε  προσόντα που  σε οποιονδήποτε άλλον θ' αναπλήρωναν τα όσα του έλειπαν».

Ο Λαροσφουκώ έγραψε και απομνημονεύματα. Πολύ όμως ανώτερα από τα δικά του πρέπει να χαρακτηρισθούν τ' απομνημονεύματα του καρδινάλιου ντε Ρετς (Cardinal de Retz) που στην πένα του χρωστάμε το πορτραίτο του Λαροσφουκώ, αλλά και πολλά άλλα θαυμάσια πορτραίτα. Ακούστε πώς μιλάει για τον Ρισελιέ: «... όλα του τα ελαττώματα ήταν από κείνα που η μεγάλη τύχη εύκολα τα κάνει περίφημα, γιατί ήταν από κείνα που όργανά τους δε μπορεί να 'ναι παρά μόνον αρετές μεγάλες». Ο Ρετς, θύμα κι αυτός του μάταιου αγώνα των ευγενών, που στράφηκε γύρω στα 1650 κατά της κεντρικής βασιλικής εξουσίας και του ουσιαστικού στυλοβάτη της, του Μαζαρίνου, παρασύρεται βέβαια και σε ψέματα, σε παραποίηση της ιστορικής αλήθειας, ανεβαίνει όμως ωστόσο, σαν πολιτικός διανοητής, σ' ένα επίπεδο εξαιρετικό. Τ' απομνημονεύματα του Ρετς και του Λαροσφουκώ δεν είναι φυσικά τα μόνα, ούτε καν δυο παραδείγματα από τα λίγα που έχει να παρουσιάσει ο αιώνας τους. Και ποιος δεν έγραψε τις εντυπώσεις του σ' αυτο τον αιώνα των απομνημονευμάτων και της επιστολογραφίας! Όλοι κρίνουν τους γύρω τους, όλοι γράφουν τις εντυπώσεις τους και τις πρόχειρες καθημερινές τους αλήθειες, όλοι «εξομολογούνται» (χωρίς και να ομολογούν   πάντα   αληθινά)   τα   όσα   σκέπτονται   και   νιώθουν,   σ'   όλους   —όχι   μόνο   στους συγγραφείς— αρέσει να ζουν ιδανικά για τους άλλους και μάλιστα για τις ερχόμενες γενεές. Ο ευγενικός και μεγαλόκαρδος κουρσάρος Ντυγκαί - Τρουέν (Duguay Trouin) μας άφησε ένα έκτακτο βιβλιαράκι  με  τις  αναμνήσεις  του,  που  αξίζει  να  διαβασθεί  από  πολλούς.  Ο  πολυάσχολος Λουδοβίκος ο ΙΔ' γράφει (ή υπαγορεύει) απομνημονεύματα που έμειναν δυστυχώς αποσπασματικά και που, γραμμένα προπάντων για να χρησιμεύσουν σαν κατευθυντήριες γραμμές στο διάδοχο του θρόνου, περιέχουν δυνατά διατυπωμένη και τη μοναρχική θεωρία του Λουδοβίκου. Παράλληλα με τον Λουδοβίκο, γράφουν τα  δικά τους  απομνημονεύματα πολλοί  άλλοι, π.χ. ο Ροάν (Rohan) ο Μπυσσύ-Ραμπυτέν (Bussy-Rabutin) ο Λα Φαρ (La Fare) ο Φλεσιέ (Fléchier) ο μαρκίσιος ντε Βιλλάρ (Marquis de Villars). Κι απ' τα 1694, σε ηλικία δεκαεννιά χρονών, αρχίζει να γράφει τ' απομνημονεύματά  του  —για  να  τα  τελειώσει,  μαζί  με  τη  ζωή  του,  στα  1755—  ο  δούκας  του Σαιν-Σιμόν (Duc de Saint-Simon). Τ' απομημονεύματα αυτά δεν είναι μόνο τα ογκωδέστερα απ' όλα
—στον    όγκο    τα    συναγωνίζονται    μόνο    οι    τόμοι    των    περίφημων    και    ευφυέστατων
«Απομνημονευμάτων» του Ιταλού τυχοδιώκτη Καζανόβα (Casanova) που έδρασε κι έγραψε επίσης στο   ΙΖ'   αιώνα—   αλλά   ξεπερνάνε   όλα   όσα   γράφηκαν   πρωτύτερα   ή   και   αργότερα   σε πληροφοριοδοτική ικανότητα (αδιάφορο αν οι πληροφορίες είναι συχνά επίτηδες ανακριβείς) στην καταπληκτική επιτηδειότητα που είχε ο συγγραφέας να χώνει παντού τη μύτη του, αλλά και σε λογοτεχνική ίσως αξία. Ο Σαιν-Σιμόν περιγράφει λεπτομέρειες που είναι θαυμαστό το πώς τις συγκρατούσε το μάτι του ή τις άδραχνε τ' αυτί του, περιγράφει κινήσεις, χειρονομίες, ματιές και το κάθε τι. Κι από τις γυναίκες ακόμα, όσες γράψανε στο ΙΖ' αιώνα ή αργότερα απομνημονεύματα, καμιά δεν τον έφτασε στην παρατηρητικότητα και συγκεκριμένα στην τόσο... αξιοθαύμαστη περιέργεια και για τα πιο ασήμαντα πράματα, που τόσο χαρακτηρίζει τις γυναίκες. Και ποια είναι τα καλύτερα απομνημονεύματα Γαλλίδων γυναικών του ΙΖ' αιώνα; Ας αναφέρουμε τη Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ (Madame de la Fayette) τη φίλη του Λαροσφουκώ, που τόλμησε να γράψει και μυθιστορήματα. Ας αναφέρουμε επίσης τ' απομνημονεύματα της δούκισσας ντε Νεμούρ (Duchesse de Nemours) και της Μαντάμ ντε Μοτβίλ (Madame de Motteville). Η ξαδέρφη του Λουδοβίκου του ΙΔ',   η   Μαντμουαζέλ   ντε   Μονπανσιέ   (Mademoiselle   de   Montpensier)   μας   χαρίζει   κι   αυτή
απομνημονεύματα, που είναι αποκαλυπτικά για το πολιτικό μυαλό του μεγάλου βασιλιά και που περιγράφουν, κοντά στ' άλλα, και τη σπαραχτική σκηνή που σημειώθηκε όταν ο Λουδοβίκος την εμπόδισε  να  παντρευτεί  τον  Λωζέν  (Lauzun).  Την  πιο  παιχνιδιάρικη  επιστολή  της  Μαντάμ  ντε Σεβινιέ, γραμμένη στις 15 Δεκεμβρίου 1670, τη χρωστάμε ακριβώς στην έκπληξη, που γέννησε η είδηση  ότι  θα  γινόταν  αυτός  ο  γάμος.  Παράλληλα  με  τ'  απομνημονεύματα  γράψανε  αρκετές γυναίκες στο ΙΖ' αιώνα (όπως άλλωστε και στον επόμενο) έξοχες επιστολές, που το πνεύμα και το ύφος τους είναι ύφος και πνεύμα απομνημονευμάτων προορισμένων για τη δημοσιότητα. Του ΙΖ' αιώνα του άρεσε ιδιαίτερα να βλέπει τις προσωπικές επιστολές που κυκλοφορούν. Ο αιώνας αυτός, ιδιαίτερα στη Γαλλία, νομιμοποίησε πνευματικά και κοινωνικά την αδιακρισία. Είναι ο αιώνας που πήρε τις επιστολές του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, και τις έκανε, παραποιώντας τες, ανάγνωσμα βέβηλο. Κι έκανε και κάτι άλλο ο αιώνας αυτός. Στα 1669 κυκλοφόρησαν στο Παρίσι, σε γαλλική γλώσσα, οι περίφημες «Πορτογαλικές Επιστολές». Μια μοναχή, που το χρόνο εκείνο ήταν ακόμα 29 μονάχα ετών και που έζησε άλλωστε στο μοναστήρι της, στην Πορτογαλία, ως τα 1723, είχε στείλει πέντε επιστολές σ' ένα σκληρό και ανάξιο άνθρωπο, που είχε περάσει κάποτε μπρος από το μοναστήρι της, που είχε μπει και μέσα στο κελλί της, που τη χάρηκε ως ψυχή και ως ζωή απτή, και που ύστερα έφυγε, αδιαφόρησε, και νόμισε ότι, με το ν' αποχτήσει αργότερα στη Γαλλία τη στραταρχική ράβδο, θα 'παιρνε μια θέση τιμητική στην ιστορία. Η όμορφη μοναχή, που η ίδια ονομάζει τον εαυτό της όμορφο, και που οι επιστολές της είναι ένα θαυμάσιο μνημείο αγνού και ταυτόχρονα ένοχου ερωτικού πάθους, είναι η Μαριάννα Αλκοφοράντο (Marianna Alcoforado). Ο κάτοχος της στραταρχικής ράβδου ονομάζεται Μαρκίσιος ντε Σαμιγύ (Marquis de Chamilly). Πώς κυκλοφόρησαν τάχα στα 1669 οι επιστολές της Μαριάννας στα παρισινά σαλόνια, οι θαυμάσιες αυτές επιστολές, που με τόση τρυφερότητα και πνευματική διακριτικότητα αγάπησε στον αιώνα μας ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε; Η άτυχη η Μαριάννα δεν έγραψε τις επιστολές της για να διαιωνίσει τον εαυτό της. Άλλες είναι εκείνες που γράψανε γράμματα για να διαιωνισθούν. Η τρίτη και πιο περίφημη μαιτρέσσα κι ύστερα σύζυγος του Λουδοβίκου του ΙΔ', η χήρα του Σκαρών (Paul Scarron) του ικανού αυτού συγγραφέα που μας χάρισε μια ξεκαρδιστική περιγραφή της επαρχιώτικης ζωής στο «Κωμικό Ρωμάντσο» του, η φίλη του Ρασίν, η θρησκόληπτη Μαντάμ ντε Μαιντενόν (Madame de Maintenon) έγραψε επιστολές που είναι στο ύφος εξαιρετικές, που μοιάζουν όμως σα να γράφηκαν για να διαιωνισθεί η σωφροσύνη της. Κι αν η Μαντάμ ντε Μαιντενόν έγραψε γράμματα για να διαιωνίσει τη σωφροσύνη της, η Μαντάμ ντε Σεβινιέ (Madame de Sévigné) η πιο περίφημη επιστολογράφος των αιώνων, αυτή έγραψε για να διαιωνίσει ένα πλήθος αρετές, και προπάντων την αγάπη που έτρεφε για την κόρη της. Σ' αυτήν, στην περίφημη για την ομορφιά της Μαντάμ ντε Γκρινιάν   (Madame   de   Grignan)   απευθύνονται   οι   ωραιότερες   επιστολές   της   Μαρκισίας.   Κι απαντούσε φυσικά κι η κόμισσα, αλλά τα γράμματα δυστυχώς αυτά τα 'καψε η Μαντάμ ντε Σιμιάν (Madame de Simiane) η κόρη της Μαντάμ ντε Γκρινιάν. Τα 'καψε τάχα για να μη γίνεται η σύγκριση με τις επιστολές της γιαγιάς της; Αν το 'κανε γι' αυτό το λόγο, ασφαλώς δε θα είχε άδικο. Οι επιστολές   της   Μαντάμ   ντε   Σεβινιέ,   εκτός   από   το   εξαιρετικό   ενδιαφέρον   που   προκαλούν, εικονίζοντας θαυμάσια τη γαλλική ζωή και κοινωνία, ξεκαθαρίζουν όσο λίγα κείμενα της εποχής το γαλλικό πεζογραφικό ύφος. Κι ας πούμε και κάτι πολύ περισσότερο. Ο Μαρσέλ Προυστ, ένα από τα οξύτερα  και  δυνατότερα πνεύματα του  αιώνα  μας,  λέει πολύ σωστά  ότι  η Μαντάμ  ντε Σιμιάν φαντάζεται  πως  μοιάζει  της  γιαγιάς  της  με  το  να  χρησιμοποιεί  κι  αυτή  στα  γράμματά  της  τις στροφές του λόγου που χρησιμοποιούσε η Μαντάμ ντε Σεβινιέ. Η πλάνη είναι μεγάλη. Ο Προυστ, που η σκοπιά του είναι τέτοια, ώστε ξέρει να συνδυάζει όσα στα μάτια μας είναι άσχετα, λέει ότι η Μαντάμ ντε Σεβινιέ είναι ένα μεγάλο καλλιτεχνικό πνεύμα, που ζωγραφίζει τα τοπία με τον ίδιο ακριβώς   τρόπο   που   χρησιμοποιεί   ο   Ντοστογιέφσκυ   για   να   ζωγραφίσει   χαρακτήρες.   Τι επαινετικώτερο μπορούσε να ειπωθεί για τη Μαντάμ ντε Σεβινιέ; Κι ένα άλλο έξοχο πνεύμα του αιώνα μας, ο Αντρέ Ζιντ (André Gide) λέει στο «Ημερολόγιό» του (το Μάρτιο του 1917): «Υπάρχει τάχα τίποτα καλύτερο από τις σκέψεις για το θάνατο, που περιέχει η επιστολή (της Μαντάμ ντε Σεβινιέ) η γραμμένη στις 16 Μαρτίου 1672;» Ο Αντρέ Ζιντ έχει δίκιο. Η ειλικρίνεια της Μαντάμ ντε Σεβινιέ (όπως άλλωστε και του Λαροσφουσκώ) σε όσα λέει για το θάνατο, είναι συνυφασμένη με θαυμαστές διατυπώσεις. Ας ανοίξουμε τις «Επιστολές» της Μαντάμ ντε Σεβινιέ κι ας διαβάσουμε μερικές φράσεις από το γράμμα που αρέσει τόσο στον Αντρέ Ζιντ: «Με ρωτάς, αγαπημένο μου παιδί», λέει η Μαρκισία στην κόρη της, «αν εξακολουθώ ν' αγαπάω πολύ τη ζωή. Σου ομολογώ πως μέσα της βρίσκω θλίψεις οξύτατες· ωστόσο απεχθάνομαι πολύ περισσότερο το θάνατο· με κάνει τόσο δυστυχισμένη η σκέψη ότι όλα εκείνα πρέπει να τελειώσουν με τούτον, ώστε αν μπορούσα να ξαναγυρίσω πίσω, δε θα ζητούσα τίποτα καλύτερο. Μπήκα σε μιαν υποχρέωση που με βασανίζει. Με μπλέξανε στη ζωή χωρίς τη συγκατάθεσή μου οφείλω να βγω από μέσα της, κι αυτό με στενοχωρεί· και πώς τάχα να βγω; Από που; Από ποια πόρτα; Και πότε θα συμβεί αυτό; Ποια θάναι η  κατάστασή μου;  Θα υποφέρω τάχα  από χίλιους δυο πόνους, που θα με κάνουν να πεθάνω απελπισμένη; Θα με πιάσει τάχα παραλήρημα; Θα βρω μήπως το θάνατο σε ατύχημα; Και ποιες θάναι οι σχέσεις μου με το Θεό; Τι θάχω να του παρουσιάσω; Ο φόβος, η ανάγκη, αυτά τάχα θα με κάνουν να ξαναγυρίσω κοντά Του; Δε θάχω κανένα άλλο αίσθημα εκτός από το φόβο; Τι μπορώ να ελπίζω; Είμαι άξια για τον παράδεισο; Μου αξίζει μήπως η κόλαση; Τι απόλυτο διαζευκτικό! Τι μπλέξιμο! Τίποτα δεν είναι πιο τρελλό από το να τοποθετεί κανείς τη σωτηρία του σε κάτι το αβέβαιο· αλλά και τίποτα δεν είναι πιο φυσικό, κι η κουτή ζωή που κάνω είναι ό,τι μπορεί ευκολώτερα απ' όλα τα πράματα του κόσμου να νοηθεί. Βυθίζομαι σ' αυτές τις σκέψεις, και βρίσκω το θάνατο τόσο τρομερό, ώστε μισώ τη ζωή περισσότερο γιατί με οδηγεί σ' αυτόν, παρά για τ' αγκάθια που υπάρχουν μέσα της.»

Το 'ξερε τάχα η Μαντάμ ντε Σεβινιέ, ότι γράφοντας επιστολές στην κόρη της θ' αποθανατιζόταν; Εμείς νομίζουμε ότι το 'ξερε. Υπάρχουν άλλοι που υποστηρίζουν πως ούτε η Μαντάμ ντε Σεβινιέ, ούτε η θαυμάσια φίλη της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, που για την ευθύτητά της τόσες φορές μιλάει στα γράμματά της η πρώτη, δεν ξέρανε ότι, γράφοντας, κατακτούσαν την αθανασία, την τόσο ιδιότυπη θηλυκή αθανασία. Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ έβγαλε τις νουβέλλες της ανώνυμα, τη μια μάλιστα με τ' όνομα του Σεγκρέ (Segrais) που ήταν φίλος της και μάλιστα γνωστός ως συγγραφέας κακών διηγημάτων. Αυτό όμως τάχα τι σημαίνει; Δε σημαίνει διόλου ότι η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ ήθελε να μείνει άγνωστη. Η ζωή της γυναίκας —και της ειλικρινέστερης, όπως ήταν ειλικρινέστατη (τ' ομολογεί κι η Μαντάμ ντε Μαιντενόν) η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ— είναι οργανικά συνυφασμένη  με  τις  πιο  όμορφες  ανειλικρίνειες.  Συγκαλύπτοντας  η Μαντάμ  ντε  Λαφαγιέτ  τον εαυτό της, τον συγκάλυψε για να τον αποκαλύψουν άλλοι. Η φιλοδοξία της γυναίκας είναι παιχνιδιάρικη. Και γιατί άλλωστε να «τολμήσει» μια γυναίκα να συνδυάσει αμέσως το όνομά της μ' ένα βήμα που δεν είναι από τα πριν βέβαιο αν θα κριθεί ευνοϊκά ή όχι; Φτάνει ότι «τόλμησε» η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ να γράψει τα μυθιστορήματα που έγραψε, και προπάντων το μυθιστόρημα
«Η πριγκίπισσα της Κλέβης», που ήταν πραγματικά κάτι το απόλυτα καινούριο. Ως τις μέρες εκείνες,
τα μυθιστορήματα που διάβαζαν και μάλιστα ρουφούσαν οι αυλικοί και κοσμικοί κύκλοι, ήταν κατασκευάσματα πολύπλοκα, που η πλοκή τους, γεμάτη απίθανα και άτεχνα συναρμολογημένα επεισόδια, δε μπορούσε ν' αποδοθεί σε μια φαντασία λογοτεχνικά υπεύθυνη. Στα μυθιστορήματα αυτά «διαπρέψανε» στο ΙΖ' αιώνα πολλοί, και ανάμεσά τους και μια γυναίκα, η Μαντμουαζέλ ντε Σκυντερί (Mademoiselle de Scudéri). Η Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ έγραψε αντίθετα σελίδες απλές, πνευματικά τίμιες και ψυχικά δροσερές. Πώς να μη συγκινηθεί στο ΙΗ' αιώνα, και να μη γράψει τις πιο  ενθουσιαστικές  κρίσεις  για  τη  συγγραφέα,  κι  αυτός  ο  μαθηματικός  Ντ'  Αλανμπέρ;  Με  τη Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ εγκαινιάζεται το γνήσιο ψυλοχολογικό μυθιστόρημα. Η σύγκρουση ανάμεσα στο ερωτικό πάθος και στο καθήκον είναι το κεντρικό πρόβλημα όλων των έργων της. Η φίλη του Λαροσφουκώ, που ύστερ' από το θάνατο του τελευταίου παραδόθηκε στην απελπισία και στον Γιανσενισμό, αξίζει να μνημονευθεί πλάι στη Μαντάμ ντε Σεβινιέ σαν η μια από τις δυο λογοτεχνικά σημαντικώτερες γυναίκες του ΙΖ' αιώνα.

Ας βάλουμε τώρα τους Λαροσφουκώ και Λαμπρυγιέρ (La Bruyère) να ξανασμίξουν. Ο πρώτος είναι το μεγάλο «αποφθεγματικό» πνεύμα της Εποχής. Ο Λαμπρυγιέρ δε φθάνει ίσως στο ύψος και στην πρωτοτυπίαν εκείνου, μα είναι κι αυτός, κάτω από την επίδραση βέβαια του Λαροσφουκώ, ένα πνεύμα δυνατό (προπάντων σε πρόχειρες αποφθεγματικές σκέψεις) κι εξαιρετικά χαριτωμένο. Ο Λαμπρυγιέρ, που μερικές φράσεις του τις επικαλεσθήκαμε μιλώντας για τον Ραμπελαί και για τους δυο τραγικούς της Γαλλίας, δεν είναι ίσως κριτικός παρατηρητής σαν τον Λαροσφουκώ, είναι όμως ωστόσο ένας ζωγράφος με δυνατό και πρωτότυπο ταλέντο. Το έργο του «Οι χαρακτήρες», που το
δημοσίευσε   προτάσσοντας   τη   μετάφραση   των   «Χαρακτήρων»   του   Θεοφράστου,   περιέχει προπάντων —εκτός από τις πρόχειρες (αλλά λεπτές) φιλοσοφικές παρατηρήσεις και τα επίσης πρόχειρα και μάλλον αδύνατα κριτικά μέρη— θαυμάσιες ζωγραφιές των ανθρώπινων τύπων, διαθέσεων κι επαγγελμάτων. Η λογοτεχνική μορφή του βιβλίου —σε μια γλώσσα υπερβολικά εκλεπτυσμένη, που δείχνει ότι ο αιώνας είχε φτάσει στο τέρμα και στο ύψιστο σημείο του— δεν είναι εξωτερικά ενιαία. Οι «Χαρακτήρες» του Λαμπρυγιέρ περιέχουν όμως και διαλόγους, επιχειρηματολογίες, εικόνες και αφηγηματικά μέρη. Ο Λαμπρυγιέρ ήξερε, ότι είχε αρχίσει η δημοκρατική εύρυνση του αναγνωστικού κοινού κι ότι ο μεγάλος αριθμός των αναγνωστών θα κουραζόταν διαβάζοντας βιβλία μονοκόμματα. Το 'ξερε και βγήκε κερδισμένος. Οι «Χαρακτήρες» είχαν μεγάλη ζήτηση, και όσο ζούσε ακόμα ο συγγραφέας τους, βγήκαν σε πολλές εκδόσεις.

Ένας σημαντικός εκπρόσωπος του γαλλικού πνεύματος, που δεν τον μνημονεύσαμε στη σειρά των ποιητών αν και ήθελε να είναι προπάντων ποιητής, είναι ο Μπουαλώ (Nicolas Boileau Despréaux). Πολλά  βέβαια είναι  τα ποιητικά έργα του ανθρώπου, μα όσο κι  αν βάλθηκε  να  δημιουργήσει ποιητικά, δεν το κατάφερε. Η έλλειψη λυρικής ποιητικής πνοής είναι σχεδόν απόλυτη. Ο Μπουαλώ δε στέκεται ως λυρικό ποιητικό πνεύμα, στέκεται όμως, και ξεχωρίζει μάλιστα ιδιαίτερα, ως κριτικός της λογοτεχνίας. Με μια θαυμαστή αντικειμενικότητα (αλλά και σχολαστικότητα) χτυπάει ο Μπουαλώ ως κριτικός ό,τι είναι ανάξιο, και χτίζει ως θετικό πνεύμα το οικοδόμημα της αισθητικής του.  Ο Μπουαλώ κατάφερε  να χαρεί σωστά τον Μολιέρο  και τον Λαφονταίν.  Το έργο του «Η ποιητική τέχνη», γραμμένο σε στίχους, είναι το θεωρητικό αισθητικό πλαίσιο που βρήκε και που έπρεπε  να  βρει  το  κλασικό  γαλλικό  πνεύμα.  Το  πλαίσιο  είναι  βέβαια  στενό,  κι  ήρθαν  άλλοι αργότερα για να το ευρύνουν. Ωστόσο η λογική, το μέτρο και η φυσική αλήθεια, που βρίσκονται ως αιτήματα στο κέντρο της πολύ έξυπνα και χαριτωμένα γραμμένης Ποιητικής του Μπουαλώ, έμειναν κι ως τα σήμερα στο κέντρο του γαλλικού πνεύματος.

Αν ο Ντεκάρτ πλαισίωσε φιλοσοφικά και ο Μπουαλώ θεωρητικά αισθητικά το κλασικό γαλλικό πνεύμα, η μεγάλη εποχή, που μέσα της αναπτύχθηκε  κι αποκρυσταλλώθηκε  το πνεύμα τούτο, χρειαζόταν κι εκείνους που θα της έδιναν ως ρήτορες, με τον ήχο της φωνής τους και με τους δημόσια τονισμένους παλμούς της, το άξιο ηχητικό της πλαίσιο, την ακουστική της. Τέτοιοι ρήτορες αναδείχθηκαν τρεις κληρικοί, μα εκτός από τον ένα, τον Μπουρνταλού (Bourdaloue) που ήταν προπάντων παπάς, οι άλλοι δυο ήταν πνεύματα οικουμενικά, ποτισμένα ιδιαίτερα κι από το αρχαίο πνεύμα. Επίσκοποι της καθολικής εκκλησίας ήταν κι οι τρεις, μα οι δυο τους, οι δυο μεγάλοι που γι' αυτούς  μονάχα  θα  μιλήσουμε  ιδιαίτερα,  πολεμήθηκαν  μεταξύ  τους  μ'  ένα  πνεύμα προσανατολισμένο στα εγκόσμια πάθη και στις εγκόσμιες διεκδικήσεις. Ο Μποσυέ είναι ο ένας και ο Φενελόν ο άλλος. Ο δεύτερος —αν και προκαλούσε με το λόγο του τις πιο απαλές ακουστικές τέρψεις— έχει για τη λογοτεχνία όχι τόσο τη σημασία του ρήτορα, όσο του συγγραφέα· εκτός από τους επίσημους και τυπικούς λόγους του, οι άλλοι δε διασώθηκαν, γιατί τους αυτοσχεδίαζε την ώρα που μιλούσε. Κι αυτοί ακριβώς οι λόγοι ήταν, όπως λένε, τ' αριστουργήματά του.

Ο Μποσυέ (Bossuet) ήταν πρρπάντων ο μεγάλος ρήτορας. Οι λόγοι του —που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν και μερικοί επικήδειοι, όπου αποθεώνεται ο πόνος— είναι προπάντων κηρύγματα, που μέσα στο αυστηρό λογικό τους πλαίσιο υπάρχει και τόπος αρκετός για τη φαντασία. Τα πιο πολλά θέματα, που αναπτύσσει ο Μποσυέ είναι βέβαια δογματικά, μα εκτός από τη σημασία που είχε η γλώσσα του για τη γαλλική λογοτεχνία, τα δογματικά θέματα τα σηκώνει ψηλά ένας πανανθρώπινος παλμός, παλμός βέβαια σοβαρός, όχι όμως βαρύς. Χτυπώντας τους άθεους, στον επικήδειό του για την Άννα ντε Γκονζάγκ (Anna de Gonzague) διατυπώνει μια φράση που είναι χαρακτηριστική για το πνεύμα του: «Τίποτα δεν είδαν», λέει ο μεγάλος ρήτορας για όσους δεν πιστεύουν, «τίποτα δεν ακούνε· δεν ξέρουν καν με τι να θεμελιώσουν το Μηδέν, που ελπίζουν ότι θα διαδεχθεί το θάνατό τους.» Ο Μποσυέ, εκτός από τα κηρύγματά του, έγραψε και διάφορες θεολογικές διατριβές, καθώς επίσης και διδακτικά βιβλία. Τα τελευταία τάγραψε απ' το καθήκον, που ένοιωθε, να καταρτίσει πνευματικά, πολιτικά και ηθικά το γιο του Λουδοβίκου του ΙΔ', το διάδοχο, που ο βασιλιάς του είχε εμπιστευθεί τη διαπαιδαγώγησή του. Το σημαντικότερο απ' τα διδακτικά βιβλία του Μποσυέ είναι
η πραγματεία του «Για την παγκόσμια ιστορία». Ο Μποσυέ εγκαινιάζει με το έργο του αυτό, που εκτός από τη χρονολογική περιγραφή της ιστορίας περιέχει και μια φιλοσοφική ερμηνεία της, τη φιλοσοφία  της  ιστορίας, που στον επόμενο αιώνα τη θεμελιώνουν πια ως κλάδο  χωριστό των πνευματικών επιστημών ο Ιταλός Βίκο και ο Γερμανός Χέρντερ. Η φιλοσοφία της ιστορίας σημαίνει την προσπάθεια να υπαχθεί η ιστορία σε καθολικές γραμμές, που να ερμηνεύουν αιτιολογικά ή τελολογικά την εξέλιξή της, να ερμηνεύουν δηλαδή το καθολικό της φαινόμενο, ανάγοντάς το σε ορισμένα αίτια ή σε ορισμένα τέλη (σε σκοπούς). Ο Μποσυέ βέβαια ξεκινάει από την αποκάλυψη, και ζητάει (ακολουθώντας το παράδειγμα του Αυγουστίνου) να μας δείξει ότι ολόκληρη την ιστορία την κυβερνάει η θεία πρόνοια. Αδιάφορο όμως. Μπορεί με τον τρόπο αυτό, που δούλεψε ο Μποσυέ την ιστορία να μην έλυσε προβλήματα, δοκίμασε όμως πρώτος αυτός ν' αδράξει ολόκληρη την ιστορία και να την εξετάσει κάτω από μιαν ορισμένη και ενιαία ιδεολογική γραμμή. Ο Αυγουστίνος, στην ανάλογη προσπάθειά του, ήταν ακόμα υπερβολικά προσκολλημένος στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή στην ιστορία και μυθολογία των Ιουδαίων. Ο Μποσυέ πήρε το υλικό της ιστορίας από πλουσιώτερες πηγές.

Ο Φενελόν (Fénelon) είχε μια λογοτεχνική και καλλιτεχνική διάθεση μεγαλύτερη από τον Μποσυέ. Του έλειπε βέβαια ίσως η φιλοσοφική πνοή του μεγάλου του αντίπαλου. Και οι θεολογικές του διατριβές  (πολεμικές  και  άλλες)  δεν  έχουν,  μ'  όλη  την  εξωτερική  τους  συστηματικότητα,  την αυστηρή γραμμή που δείχνει ο Μποσυέ. Έχουν όμως κάτι αλλο σε βαθμό μεγαλύτερο απ' ό,τι το
'χουν οι διατριβές του Μποσυέ. Ο Φενελόν ως θεολόγος είναι ο άνθρωπος, που τη χριστιανική του καρδιά τη φωτίζει το αρχαίο πνεύμα. Ο Αυγουστίνος είχε μέσα του το αρχαίο πνεύμα σαν ένα στοιχείο ουσιαστικώτερο. Μα το ένιωθε σαν εχθρό του και το πολεμούσε. Οι θεολόγοι, σαν τον Φενελόν, το αγαπούν, δανείζονται και τις εξωτερικές του ακόμα φορεσιές (τις χρησιμοποιούν μάλιστα καμιά φορά περισσότερο κι από την ουσία του) κολακεύονται να μνημονεύουν αρχαία σύμβολα και ονόματα. Ο Φενελόν έγραψε και σε μορφή μυθιστορήματος (ή μάλλον παιδαγωγικού έπους)  ένα  βιβλίο  που  πραγματεύεται  την  ελληνική  μυθολογία.  Το  βιβλίο  τούτο  είναι  «Οι περιπέτειες του Τηλεμάχου». Μα δεν είναι αύτο μονάχα που τον φέρνει σε άμεση επαφή με τη λογοτεχνία.  Ο  Φενελόν  έγραψε  και  διαλόγους  κατά  το  πλατωνικό  σύστημα,  καθώς  και  τους
«Διαλόγους των νεκρών» και μια περίφημη «Επιστολή προς την Ακαδημία» (που είχε γίνει μέλος της, όπως έγιναν στα τελευταία τους χρόνια κι άλλοι απ' τους μεγάλους, ο Λαφονταίν κι ο Λαμπρυγιέρ). Η «Επιστολή προς την Ακαδημία» συμπληρώνει τα όσα λέει στους διαλόγους του «Για την  ευγλωττία»  γύρω  σε  θέματα  λογοτεχνικά  και  μάλιστα  και  καλλιτεχνικά.  Το  θέατρο,  που  ο Πασκάλ δεν ήθελε να τ' ακούσει και που ο Μποσυέ, με μετρημένο βέβαια τόνο, βασισμένος και στον Πλάτωνα, το καταδικάζει σε μιαν ειδική για την κωμωδία πραγματεία του, ο θεολόγος και επίσκοπος Φενελόν, που ήταν φίλος των Ιησουιτών, τ' αγκαλιάζει και το προστατεύει στα συγγράμματά του, μιλώντας με μια γλώσσα κάθε άλλο παρά στενά θεολογική. Κι όμως ο ιδιος άνθρωπος είναι ένας μεγάλος εργάτης της Καθολικής Εκκλησίας, είναι —όπως το δείχνουν προπάντων η «Πραγματεία για την ύπαρξη και για τις ιδιότητες του Θεού» και οι «Επιστολές για τη θρησκεία»—  ένας  ωραιότατος  και  απαλώτατος  ζητητής  και  εραστής  του  Θείου.  Η  Καθολική Εκκλησία στη Γαλλία, η Γαλλική ας πούμε Εκκλησία, δουλεύοντας μέσα στ' ολοκάθαρο πνεύμα του γαλλικού κλασικού νόμου και με την ολοκάθαρη γλώσσα του, άφησε να ξεπηδήσουν από τους κόλπους της θεολόγοι που έδωσαν μιαν ιδιότυπη στροφή στο Χριστιανισμό. Κανένας κληρικός δε θα μπορούσε σε άλλον τόπο να γράψει τις επιστολές που έγραψε ο Φενελόν. Οι επιστολές αυτές, που μας δείχνουν περισσότερο από κάθε άλλο σύγγραμμά του ολόκληρο τον Φενελόν, το εύστροφο και απαλό μυαλό του ταιριάζουν και στα σαλόνια όσο και στην εκκλησία. Ο Φενελόν είναι ο αγνότερος από τους κοσμικούς και ο κοσμικώτερος από τους κληρικούς.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 21
Ο ΙΗ' αιώνας στη Γαλλία.
 Η λογοτεχνική παραγωγή.
 Η προσωπικότητα και το έργο του Μοντεσκιέ, του Βολταίρου και του Ρουσσώ.

Έτσι εξαντλήσαμε τα όσα είχαμε να πούμε για την κλασική εποχή του γαλλικού πνεύματος, για το ΙΖ' αιώνα. Κάμποσοι από τους εκπροσώπους του μας πήγαν κιόλας στην επόμενη εκατονταετία. Κι ο μεγαλύτερος πολιτικός, εκπρόσωπος της κλασικής γαλλικής εποχής, ο Λουδοβίκος ο ΙΔ', που προστάτευσε την Ακαδημία, τα γράμματα και το θέατρο, που προστάτευσε βέβαια και την τέχνη, μα μ' έναν τρόπο που, όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο την έδεσε και την έπνιξε σε στενά και αδειανά αυλικά σχήματα, πέθανε στα 1715 και κράτησε συμβολικά ως τα τότε (αν και είχε καταδικασθεί σε μια σκληρή μοναξιά) την παράδοση του ΙΖ' αιώνα. Εκείνος όμως που συνδέει απόλυτα, και με τον καλύτερο τρόπο, το ΙΖ' με το ΙΗ' αιώνα, είναι ένας διανοητής και συγγραφέας που όχι μόνο δεν είναι εστεμμένος, αλλά δεν ανήκει καν και στους μεγάλους συγγραφείς. Δεν είναι μόνο οι μεγάλοι, που ενσαρκώνουν μεγάλες ιστορικές εντολές και που τις ενσαρκώνουν μάλιστα ωραία και ευγενικά. Υπάρχουν και μερικοί μέτριοι, που ξεπερνάνε τη μετριότητά τους με το ωραίο ήθος και ύφος τους. Τέτοιος είναι ο Φοντενέλ (Bernard de Fontenelle) που δεν είχε διόλου άδικο η ζωή, κάνοντάς τον να ζήσει εκατό ακριβώς χρόνια —από τα 1657 ως τα 1757— και ορίζοντάς τον έτσι να γίνει και ο καθαρά βιολογικά ισχυρότερος κρίκος, που συνδέει τους δυο αιώνες. Όπως κι ο Φενελόν, έτσι κι ο Φοντενέλ έγραψε «Διαλόγους νεκρών», κι οι διάλογοι αυτοί δεν είναι λιγότερο αξιανάγνωστοι από τους συνώνυμους διαλόγους του Φενελόν. Ο Φοντενέλ πήρε από το ΙΖ' αιώνα της γαλλικής λογοτεχνίας το καλύτερο χαρακτηριστικό που είχε επιδείξει: το Μέτρο. Ανάγοντάς το μάλιστα στην πνευματικά ανώτατη δυνατή σφαίρα (αυτό είναι μια πράξη προπάντων ηθική) κατάφερε να το απαλλάξει από κάθε βάρος κι από κάθε πρόληψη, κατάφερε μάλιστα να το συνδυάσει —κι αυτό είναι επίσης ένα μεγάλο ηθικό κατόρθωμα— με την πιο ουσιαστική και θετική πνευματική ελευθερία. Ο ΙΖ' αιώνας ήταν στη Γαλλία, χωρίς να του λείπει και μια τάση προς την ελευθερία, προπάντων ο αιώνας του Μέτρου. Ο ΙΗ' αιώνας, χωρίς να χάσει κι αυτός την αίσθηση του Μέτρου, ήταν στη Γαλλία προπάντων ο αιώνας της Ελευθερίας. Ο Φοντενέλ ενσαρκώνει μέσα του, σε μιαν απόλυτη ισορροπία, το Μέτρο και την Ελευθερία.

Το γαλλικό κλασικό πνεύμα, όπως αποκρυσταλλώθηκε στο ΙΖ' αιώνα, δε χάθηκε βέβαια ποτέ από τη Γαλλία. Μπορεί να πολεμήθηκε, δεν έσβυσε όμως ποτέ. Έζησε και ζει μέσα στο αίμα το γαλλικό. Μα ο ΙΗ' αιώνας έφερε ανέμους δυνατούς και τους άφησε να ξεσπάσουν σα θύελλες πάνω σε σώματα και σε ψυχές. Το ιστορικό και κοινωνικό επίπεδο, που πάνω του αναπτύχθηκε το γαλλικό κλασικό πνεύμα,  αρχίζει  να  κλονίζεται,  τα  πνεύματα  γίνονται  κριτικά,  και  τη  λογική,  χωρίς  να  την παραμερίζει, την παίρνει πάντως στα χέρια του το πολιτικό πάθος και την κάνει όργανό του. Αν στο ΙZ' αιώνα υπηρετούσε η λογική την ειρήνη και την τάξη, τώρα αρχίζει να υπηρετεί τον πόλεμο και την αναρχία. Μπαίνουμε στον αιώνα, που στα τέλη του ξεσπάει η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.

Το παράξενο —αλλά και χαρακτηριστικό— είναι ότι ο αιώνας που ανάτρεψε τις ισορροπίες και που θα περίμενε κανείς ν' αναταράξει τα εσωτερικά βάθη της ψυχής, όχι μόνο δεν είχε στη Γαλλία το αποτέλεσμα τούτο, αλλά δεν έβγαλε καν μέσα στα κλασικά έστω πλαίσια, έναν αληθινά μεγάλο ποιητή. Αν εξαιρέσουμε την όψιμη εμφάνιση του Αντρέ Σενιέ (André Chénier) που χαρακτηρίζεται και σα μια πρώιμη εμφάνιση του λεγόμενου (στο βάθος βέβαια σε κλασική βάση θεμελιωμένου) γαλλικού ρομαντισμού ή και των «Παρνασσιακών», κανένας άλλος αληθινός ποιητής δεν προβάλλει στη Γαλλία στο ΙΗ' αιώνα. Στιχουργοί σαν τον Λα Μοτ (La Motte) δεν έχουν σχεδόν καμιά ουσιαστική σχέση με την ποίηση. Ο Μαριβώ (Marivaux) που κάνει έξυπνες αναλύσεις αισθημάτων στα θεατρικά κομμάτια του και στα δυο τελευταία μυθιστορήματά του, έχει τόση σχέση με την ποίηση, ώστε θαυμάζει τον Λα Μοτ και περιφρονεί τον Όμηρο. Ο Ρενιάρ (Jean Regnard) ξεχωρίζει αναμφισβήτητα ως σατυρικός ποιητής και ως κωμικός θεατρικός συγγραφέας, δεν έχει όμως κι αυτός καμιά βαθύτερη ποιητική πνοή. Οι έμμετρες ειδικά κωμωδίες του, όπως «Ο Παίκτης» και «Οι ερωτικές τρέλλες», είναι άριστες, έχουν μάλιστα (αν και στέκονται πιο χαμηλά) θεατρική πλοκή καλύτερη
ίσως από τις κωμωδίες του μεγάλου Μολιέρου, μα η ποίηση, δηλαδή γενικά η μεγάλη πνοή, λείπει. Ο  Ντιντερό  ως  δραματικός  συγγραφέας,  καθώς  και  ο  Λα  Σωσέ  (La  Chaussée)  ο  κομψός  και εύστροφος Μπωμαρσαί (Beaumarchais) και άλλοι, συμβάλανε αναμφισβήτητα στην πνευματική και τεχνική διαμόρφωση του νεώτερου θεάτρου, χαρακτηριστικό όμως είναι το γεγονός, ότι το νεώτερο αυτό θέατρο βασίζεται ακριβώς στην παραμέριση του ποιητικού στοιχείου ως κύριου στοιχείου του δράματος, και ειδικότερα στην εγκατάλειψη του στίχου. Μα μήπως κι οι τραγωδίες του Βολταίρου ή το έπος του μας δείχνουν τάχα τον εξαιρετικό αυτό διανοητή ως αληθινό ποιητή; Όχι, ο Βολταίρος δεν  είναι  ποιητής.  Κι  ο  μαθητής  του  Βολταίρου,  ο  Φλοριάν  (Florian)  ο  ικανώτερος  απ'  όσους έγραψαν στο ΙΗ' αιώνα έμμετρους μύθους, μπορεί να 'ναι στο είδος τούτο ένας άξιος απόγονος του Λαφονταίν, δεν κληρονόμησε όμως και τη λυρική ποιητική πνοή του τελευταίου. Εκτός από τον Σενιέ, που είναι αληθινός ποιητής, που όμως δεν πρόφθασε και να δοκιμασθεί πέρα για πέρα, γιατί μας τον πήρε η Γαλλική Επανάσταση και του 'κοψε στα 1794 το κεφάλι —το λαμπρό και ολοζώντανο κεφάλι των τριανταδυό χρονών— όλοι οι άλλοι, όσοι γράφουν στίχους, δράματα ή κωμωδίες, τα γράφουν όλ' αυτά για να μας δείξουν ότι, αν και θέλησε, δε μπόρεσε ο ΙΗ' αιώνας στη Γαλλία ν' αναπτύξει την καθαρή ποίηση. Μπροστά σ' όλους, όσοι (εκτός απ' τον Σενιέ) προβάλανε αξιώσεις ποιητικές, πιο πολλή ποίηση βρίσκουμε στον Ρουσσώ, καθώς και στον Μπερναρτέν ντε Σαιν-Πιέρ (Bernardin de Saint-Pierre) στον ήπιο και καλοκάγαθο αυτό συγγραφέα, που ως άνθρωπος —έτσι λένε— δεν είχε διόλου το γαλήνιο και καλοκάγαθο τόνο των έργων του. Ο Σαιν-Πιέρ μας χάρισε προπάντων το τρυφερό μυθιστόρημά του «Παύλος και Βιργινία», και σαν πνευματικός μαθητής του Ρουσσώ, ύμνησε την αγάπη για τη φύση και για τη φυσική ζωή. Χρονογραφικά ας μνημονεύσουμε ότι στη γαλλική λογοτεχνία του ΙΗ' αιώνα ανήκει και το συγκλονιστικό για τις αδύνατες (καθώς και γενικά για τις νεαρές) ψυχές γνωστό μυθιστόρημα του Αββά Πρεβώ (Abbé Prévost) ή «Μανόν Λεσκό». Όσο για το περίφημο μυθιστόρημα του Λακλός (Ch. de Laclos) που ήταν ένα λογοτεχνικό σκάνδαλο, το μυθιστόρημα αυτό —«Οι επικίνδυνοι δεσμοί»— είναι το λογικώτερο κατασκεύασμα που υπάρχει. Ο συγγραφέας του, που θέλει να κρυφθεί και που μας λέει ότι το μυθιστόρημά του είναι μια απλή συλλογή πραγματικών επιστολών, δεν έχει καμιά σχέση με την ποίηση. Στο έργο του υπάρχουν βέβαια ευφυέστατες και λογοτεχνικά επιτυχημένες διατυπώσεις (μερικές είναι μάλιστα αποφθεγματικές) από την αρχή όμως ως το τέλος λείπει η ποιητική πνοή, όχι μόνο η πνοή που ζητάμε από την καθαρή ποίηση, αλλά κι εκείνη που πρέπει να υπάρχει σε κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα, λείπει δηλαδή κάθε πηγαίο αίσθημα.

Η ποίηση λοιπόν στη Γαλλία δε βγήκε κερδισμένη από το ΙΗ' αιώνα. Μα ο αιώνας αυτός, που δεν ήταν  στη  Γαλλία  αποδοτικός  για  τη  γνήσια  ποίηση,  και  που,  όπως  λένε  οι  αδερφοί  Γκονκούρ (Edmond et Jules de Goncourt) ανάδειξε ως μοναδικούς ποιητές δυο ζωγράφους, τον Βαττώ και τον Φραγκονάρ, άφησε να ξεπεταχθεί από τους κόλπους του ένα πλήθος από δυνατούς θεωρητικούς και φιλοσοφικούς εργάτες του γαλλικού πνεύματος, που οι πιο μεγάλοι —μεγάλοι και στη λογοτεχνική τους δύναμη— είναι ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ. Ως άνθρωποι και ως πνευματικές οντότητες είναι οι τρεις αυτοί τύποι πέρα για πέρα αντίθετοι. Ο πρώτος, έξοχος στη σοβαρότητά του. Ο δεύτερος, απαράμιλλος στην αδιαφορία του για κάθε ανώτερη εντολή. Ο τρίτος, κυριαρχικός στην ιδεολογική του αφέλεια! Κι οι τρεις, θέλοντας και μη, προετοιμάζουν την επανάσταση, την ανατροπή του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Ο Μοντεσκιέ εγκαινιάζει θεωρητικά την επανάσταση μ' ένα πνεύμα που δεν είναι διόλου επαναστατικό. Ο Βολταίρος —παρ' όλη  την  αντιδραστική  του  διάθεση  και  την  προσκόλλησή  του  στη  μοναρχία—  ανάβει  την επανάσταση με το να μην παίρνει τίποτε στα σοβαρά και με το να κλονίζει με την ειρωνία του τα πάντα (προπάντων μάλιστα εκείνα, που ας παραδεχθούμε ότι πίστευε). Όσο για τον Ρουσσώ, αυτός
—ο διδάσκαλος της ειρήνης, της απαλότητας και της φυσικής ζωής— δίνει στην επανάσταση (όπως μας το δείχνει παραστατικώτατα ο πνευματικός μαθητής του, ο Ροβεσπιέρρος) τον απάνθρωπο φανατισμό του αφελούς δογματισμού. O πρώτος είναι φιλοσοφικό, ο δεύτερος κριτικό κι ο τρίτος προφητικό μυαλό. Ο Γάλλος φιλόσοφος βασίζεται προπάντων στη λογική (σε μια λεπτότατη λογική). Ο Γάλλος κριτικός βασίζεται προπάντων στην ειρωνία. Κι ο Γάλλος προφήτης βασίζεται στην καρδιά (πάντως στη καρδιά που την ελέγχει η λογική). Κανένας δε ζητάει ν' αντλήσει από τα σκοτεινά βάθη της ψυχής.
Ο  Μοντεσκιέ  (Montesquieu)  έγραψε  πολλά,  μα  τα  κυριότερα  έργα  του  είναι  οι  «Περσικές Επιστολές», η ιστορική του πραγματεία «Για το μεγαλείο των Ρωμαίων και για την παρακμή τους» και το μεγάλο συστηματικό του έργο «Για το πνεύμα των νόμων». Στις «Περσικές Επιστολές» περιγράφονται οι εντυπώσεις που προκαλούν στη συνείδηση δυο Ανατολιτών —επισκεπτών του Παρισιού—  τα  όσα  βλέπουν  στην  Ευρώπη.  Στο  παράξενο  αυτό  βιβλίο  παρεμβάλλονται  και  οι ειδήσεις που λαβαίνουν οι δυο Ανατολίτες από την εξωτική τους πατρίδα, από τον τόπο των χαρεμιών. Οι «Περσικές Επιστολές» γράφηκαν πριν αποκρυσταλλωθεί ακόμα πέρα για πέρα η συνείδηση   του   Μοντεσκιέ.   Και   όμως,   κάτω   από   τη   φαιδρή,   σατυρική   και   πολλές   φορές σκανδαλιστική επιφάνεια των «Περσικών Επιστολών» γεννιέται κιόλας ο άνθρωπος με τη βαθιά σοβαρότητα. Η ουσία κι αυτού του πρώτου έργου —ενός έργου που το υποτίμησε ο Βωβενάργκ— βρίσκεται στη σοβαρή πολιτική και κοινωνική κριτική που ασκεί ο Μοντεσκιέ. Στο έργο του για τη Ρώμη, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σαιντ-Εβρεμόν, δεν περιγράφει ο Μοντεσκιέ ολόκληρη την ιστορία της Ρώμης, αλλά, προϋποθέτοντας ως γνωστές τις λεπτομέρειες, χαράζει γενικές μονάχα γραμμές  και  ζητάει  να  εξηγήσει  τις  κυριώτερες  φάσεις  της  ρωμαϊκής  ιστορίας.  Ενώ  όμως  ο Σαιντ-Εβρεμόν στη μικρή του πραγματεία δεν προχωρεί πέρα από τον Τιβέριο, ο Μοντεσκιέ φτάνει ως τις μέρες που πέφτει η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων. Από την ιστορική άποψη, το έργο του Μοντεσκιέ έχει πολλά λάθη και κενά. Η λογοτεχνική του όμως αξία, καθώς και η άξια που έχουν   οι   πολιτικοί   του   συλλογισμοί,   είναι   μεγάλη.   Πολλές   απ'   τις   πολιτικές   αρχές   που αναπτύσσονται στο έργο του Μοντεσκιέ «Για το πνεύμα των νόμων», προβάλλουν σα διδάγματα βγαλμένα από την πλούσια ρωμαϊκή ιστορία. Την ενότητα της Ρώμης τη βλέπει ο Μοντεσκιέ να κλονίζεται από τη στιγμή που οι στρατιώτες δεν ήταν πια οι στρατιώτες της δημοκρατίας, παρά είχαν γίνει οι στρατιώτες του Σύλλα, του Μαρίου, του Πομπηίου, του Καίσαρος». Και μιαν άλλη παρατήρηση  ας  αναφέρουμε,  που  μας  θυμίζει  μάλιστα  τα  όσα  διδάσκει  ο  Αριστοτέλης  στα
«Πολιτικά» του. Ήταν δύσκολο, μας λέει ο Μοντεσκιέ, να είναι καλός πολίτης ο Ρωμαίος εκείνος που
η περιουσία του είχε υπερβεί το ιδιωτικό μέτρο. Ο Μοντεσκιέ είναι σ' όλα ο ιδεολόγος του μέτρου. Στο έργο του «Για το πνεύμα των νόμων» χτυπάει τα αυταρχικά συστήματα, δεν καταλήγει όμως σ' επαναστατικά  συνθήματα.  Την  πολιτική  του  ιδεολογία  την  προσανατολίζει  στο  πρότυπο  του αγγλικού πολιτεύματος, και ειδικά στη διάκριση των τριών εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής). Η ιδέα της συνταγματικής βασιλείας, όπως διατυπώθηκε νομικά στο πρώτο επαναστατικό σύνταγμα της Γαλλίας και σε πολλά έπειτα συντάγματα του ΙΘ' αιώνα, γεννήθηκε βέβαια κι εφαρμόσθηκε στην Αγγλία, αλλά θεμελιώθηκε θεωρητικά από τον Μοντεσκιέ. Το συμβιβαστικό και συγκρατημένο πνεύμα του δεν εκδηλώθηκε μόνο στη θεωρία του για τη διάκριση των εξουσιών και στον ιδεολογικό του προσανατολισμό στην Αγγλία —έναν προσανατολισμό που τον  θεωρούσε  αναγκαίο  ειδικά  για  την  πατρίδα  του—  αλλά  εκδηλώθηκε  πιο  θεμελιακά  στον πολιτικό του σχετικισμό. Για τον Μοντεσκιέ, κάθε λαός πρέπει να έχει τους δικούς του νόμους και τα πολιτικά συστήματα που του ταιριάζουν. Και ταιριάζουν σε κάθε λαό τα πολιτικά και νομοθετικά εκείνα συστήματα, που ανταποκρίνονται στη φύση του την προσδιορισμένη από τους κλιματολογικούς και γεωγραφικούς παράγοντες. Το έργο του «Για το πνεύμα των νόμων» είναι η πρώτη συστηματική προσπάθεια για τη θεωρητική και ιστορική θεμελίωση της γεωγραφικής αιτιοκρατίας. Στο σημείο αυτό δείχνει ο Μοντεσκιέ, μέσα στη μονομέρειά του, μια φωτεινή πρωτοτυπία· έτσι έγινε ο ιδρυτής της «ανθρωπογεωγραφίας», της επιστήμης εκείνης που, στα τέλη πια του ΙΘ' αιώνα, δοκίμασε να την αναπτύξει σε όλες τις λεπτομέρειες της ο Γερμανός Ράτσελ (Ratzel).

Ο Βολταίρος (Voltaire) είχε μια πνευματική κι ανθρώπινη δράση πολύ ευρύτερη από τη δράση του Μοντεσκιέ. Στο ΙΗ' αιώνα, όπου κι αν πας, τον βρίσκεις μπροστά σου. Στο θέατρο θριαμβεύει με τις τραγωδίες του, που οι πιο χαρακτηριστικές είναι η «Ζαΐρα», ο «Μωάμεθ» και η «Μερόπη». Στο έπος χαιρετίζεται ως ο πρώτος επικός ποιητής της Γαλλίας (στην «Henriade» περιγράφει το τέλος των θρησκευτικών πολέμων στη Γαλλία και την επικράτηση του Ερρίκου του Δ'). Στην ιστοριογραφία παίρνει την πρώτη θέση στην εποχή του με την «Ιστορία του Καρόλου του IB'» (της Σουηδίας) με το έργο του «Ο αιώνας του Λουδοβίκου του ΙΔ'», και με μια προσπάθεια, που έκαμε, να συστηματοποιήσει  την  παγκόσμια  ιστορία,  εκθρονίζοντας  τη  θεία  πρόνοια  του  Μποσυέ  και
ανάγοντας  την  ιδέα  της  προόδου  στη  θέληση  των  μεγάλων  ανδρών.  Στο  μυθιστόρημα  τα καταφέρνει να θεωρηθεί ένας από τους πιο μεγάλους δημιουργούς του. Στη φιλοσοφία προβάλλει με πολλές πραγματείες του σαν το οξύτερο πνεύμα. Στη θεωρία και στην ιστορία της λογοτεχνία ανήκουν το «Δοκίμιο για την επική ποίηση» καθώς και πολλές άλλες σελίδες του. Οι επιστολές του είναι από τις πιο χαρακτηριστικές πηγές του ΙΗ' αιώνα. Στα σαλόνια λάμπει το πνεύμα του, μα και δαγκώνει. Η Βαστίλλη τον γνώρισε καλά, γιατί τον φιλοξένησε δυο φορές γι' αρκετούς μήνες. Στα λιβελλογραφήματα διαπρέπει. Ως επιχειρηματίας τα καταφέρνει θαυμάσια. Στον έρωτα πετυχαίνει όσο  λίγοι,  ανακαλύπτοντας  την  απαραίτητη  ζωντοχήρα,  τη  Μαντάμ  ντε  Σατελέ  (Madame  de Châtelet) που τον παίρνει και τον κρατάει για πολλά χρόνια μαζί της, που του προσφέρει το μέγαρό της  ενώ  αυτός  της  πρόσφερε  τα  χρήματα  για  την  ανακαίνισή  του,  που  του  προσφέρει  τις μαθηματικές της γνώσεις και τα νιάτα της, ενώ αυτός της πρόσφερε το ζωντανό φιλόσοφο και τον έρωτά του. Κι ας καταλήξουμε λέγοντας ότι, αν σ' όλα τ' αγωνίσματα ήρθε πρώτος ο Βολταίρος, δε μπορούσε βέβαια να υστερήσει και στο αγώνισμα της φιλίας: για φίλο του τον διάλεξε ο ηγεμονικώτερος βασιλιάς και ο μεγαλύτερος πολεμικός ήρωας της εποχής: ο Φρειδερίκος ο Β' της Πρωσσίας.

Έτσι παρουσιάζεται στα μάτια μας ο Βολταίρος, που από τα 1715 άρχισε να προκαλεί την προσοχή του κόσμου και που ως το θάνατό του, στα 1778, γνώρισε τιμές, όσες κανένας από τους συγχρόνους του. Ο Βολταίρος όμως είναι πραγματικά εκείνος που παρουσιάζεται; Είναι και δεν είναι. Οι τραγωδίες του, μ' όλη την τεχνική τους αρτιότητα, δε μπορούν να σταθούν στο βάθος ως ποιητικά δημιουργήματα. Με το έπος του, που είναι γεμάτο στόμφο και ρητορισμό (γεμάτο μάλιστα και αφελέστατα τεχνάσματα) δε μπόρεσε να γίνει, όπως νόμιζε, ο Όμηρος της Γαλλίας. Στα ιστορικά και αφηγηματικά του έργα έχει μια ξηρότητα που δεν τον αφήνει να γίνει σωστός δημιουργός. Ως φιλόσοφος μπορεί να είπε τις εξυπνότερες σκέψεις, μα δεν κατάφερε να συνδέσει το όνομά του μ' ένα σημαντικό φιλοσοφικό βήμα. Την αισθητική του πραγματεία για την επική ποίηση την έγραψε στο βάθος —κι αυτό φαίνεται καθαρά— μόνο και μόνο για να καταλήξει ο αναγνώστης στο συμπέρασμα ότι, έπειτ' από τον Όμηρο, τον Βιργίλιο, τον Τάσσο και τον Μίλτωνα, απόχτησε επιτέλους κι η Γαλλία στο πρόσωπό του το δικό της επικό ποιητή. Στις επιστολές του, όταν απευθύνεται στους βασιλιάδες και στους ισχυρούς, είναι ο επιτηδειότερος κόλακας και ψεύτης, μα είναι βέβαια ταυτόχρονα και ο δεινότερος επιστολογράφος του κόσμου. Στα σαλόνια μπορεί να λάμπει ο Βολταίρος, κάνει όμως και τις πιο χτυπητές απρέπειες. Στη Βαστίλλη δεν έμεινε φυλακισμένος σαν ήρωας ιδεολογίας, αλλά σαν ήρωας σκανδάλων. Στα λιβελλογροφήματα διαπρέπει βέβαια, μα τα περισσότερα τα δημοσιεύει ανώνυμα ή με ψευδώνυμο (αν και το ίδιο τ' όνομά  του  είναι  κι  αυτό  ψευδώνυμο,  είναι  μια  εφεύρεση  δική  του).  Ως  επιχειρηματίας  τα καταφέρνει θαυμάσια, όχι όμως σα θετικός παράγοντας της οικονομικής ζωής, αλλά με ύποπτες κερδοσκοπίες,  που  τον  παρουσιάζουν  να  έχει  μιαν  ιδιαίτερη  επαφή  με  την  πηγή  των  άδηλων πόρων. Στον έρωτα πέτυχε βέβαια όσο λίγοι, αλλά στις ερωτικές του σχέσεις με τη Μαντάμ ντε Σατελέ, που μάρτυρές τους ήταν οι υπηρέτες, δεν έφευγαν μονάχα τα λόγια από τη θέση τους, αλλά και τα σερβίτσια (αδιάφορο μάλιστα αν ήταν από μέταλλο ή από αληθινή πορσελάνη). Όσο για τη φιλία του Βολταίρου με τον Φρειδερίκο τον Β' της Πρωσσίας, κι αυτή είχε αμφίβολη αξία, κι ο μεγάλος βασιλιάς πλήρωσε ακριβά την αφοσίωσή του στο φιλόσοφο και δέχθηκε από μέρος του πλήθος  απρέπειες  (διόλου  φιλοσοφικές).  Σαγηνεύθηκε  τάχα  ο  Βολταίρος  πραγματικά  από  τον
«Αντιμακιαβέλλι» του Φρειδερίκου, από το περίφημο αυτό βιβλίο που εγραψε ο Φρειδερίκος ως διάδοχος, και που την έκδοσή του την επιμελήθηκε ο ίδιος ο Βολταίρος; Για τον Φρειδερίκο, τον αληθινόν ήρωα, δεν έγραψε ο Βολταιρος ποτέ του έναν ύμνο σαν κι εκείνον που έγραψε, στα 1745, για τον Λουδοβίκο το ΙΕ' (στην αφιέρωση και στο περιεχόμενο του «Poëme de Fontenoy»). Κι ο Λουδοβίκος δείχτηκε μάλιστα στο τέλος —με την παρέμβαση βέβαια μιας γυναίκας, της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ— σκληρότερος απέναντί του απ' ό,τι ο Φρειδερίκος, που πριν φτάσει στα σημείο να τον διώξει από κοντά του, ανέχθηκε και του συγχώρησε πλήθος σκάνδαλα και απρέπειες. Χαρακτηριστικές (για την αυστηρότητα, αλλά και την ανεκτικότητά τους) είναι δυο επιστολές του Φρειδερίκου, που του τις έστειλε στα 1751 από το  Πότσδαμ στο Βερολίνο (όπου βρισκόταν ο Βολταιρος). Η πρώτη τελειώνει με τις εξής φράσεις: «Αν μπορέσετε να πάρετε την απόφαση να
ζήσετε ως φιλόσοφος, τότε θα σας δω κοντά μου με χαρά. Αν όμως εξακολουθήσετε να είστε παραδομένος στα βίαια πάθη σας και να φιλονικείτε μ' όλους, η επίσκεψή σας δε θα μου είναι διόλου  ευχάριστη  και  καλά  θα  κάνετε  να  μείνετε  στο  Βερολίνο».  Ο  Βολταίρος  απάντησε ομολογώντας το λάθος του, και τονίζοντας (όπως τόνιζε σε ανάλογες στιγμές και προς τη Μαντάμ ντε Σατελέ) ότι είναι τόσο άρρωστος, που νομίζει πως θα πεθάνει. Κι ο Φρειδερίκος του ξανάγραψε με αυστηρότητα, αλλά και ανεκτικότητα. Η δεύτερη αυτή επιστολή τελειώνει με τη χαρακτηριστική φράση: «Το γράμμα αυτό το γράφω με το χοντρό μυαλό ενός Γερμανού, που λέει τα όσα σκέπτεται χωρίς να χρησιμοποιεί διφορούμενες εκφράσεις και μετριαστικά λόγια που παραμορφώνουν την αλήθεια: από σας εξαρτάται αν θα βγήτε ωφελημένος» Έτσι αναγκάσθηκε να γράφει ο Φρειδερίκος στον άνθρωπο, που όταν μερικά χρόνια αργότερα οι θαυμάστριές του πήγαιναν να τον βρουν στο καταφύγιό του (κοντά στα ελβετικά σύνορα) νόμιζαν ότι βρίσκονταν μπροστά σ' έναν άγιο και ζητούσαν την ευλογία του! Η νεαρή Μαντάμ Συάρ (Madame Suard) που τον επισκέφθηκε στα 1775 στο Φερναί, του φίλησε με θρησκευτική συγκίνηση τα χέρια. Κι εκείνος, όπως το διηγείται η ίδια σ' ένα γράμμα προς τον άντρα της, δεν έχασε την ευκαιρία για ν' ανταποδώσει με συγκίνηση τα χειροφιλήματα. Μήπως είχε δίκιο η Μαντάμ Συάρ που τον προσκύνησε σαν άγιο; Μήπως ήταν υπερβολικός ο Φρειδερίκος στην κρίση του για τον Βολταίρο; Αν ο Φρειδερίκος ήταν υπερβολικός, δε  μπορεί  με  κανένα  τρόπο  να  θεωρηθεί  υπερβολικός  ο  Ντε  Μπρος  (Président  de  Brosses)  ο εξαίσιος  αυτός  άνθρωπος,  που  αναγκάσθηκε  να  γράψει  στον  ίδιο  τον  Βολταίρο  —όχι  στον επιπόλαιο νέο, αλλά στο γέρο πατριάρχη του Φερναί— τα λόγια: «Αληθινά στενάζω για την ανθρωπότητα, βλέποντας ένα τόσο μεγάλο πνεύμα συνδυασμένο με μια τόσο μικρή καρδιά». Κι ο Ελβετός ποιητής Χάλλερ (Hailer) του έγραψε μιαν αυστηρήν επιτιμητική επιστολή, που την υπενθυμίζει κι ο Ντε Μπρος στον Βολταίρο. Ο ευφυέστατος Πιρόν (Alexis Piron) μιλώντας μάλιστα γενικότερα για τον πνευματικό δημιουργό Βολταίρο, έγραψε κάποτε την εξυπνότατη φράση: «Ο Βολταίρος είναι ο πιο μεγάλος Πυγμαίος του κόσμου». Ο ανεκτικός και ανοιχτόκαρδος Ντιντερό, που τον θαύμαζε ως πνεύμα, χρειάστηκε μεγάλη ψυχική ανωτερότητα —σ' ένα γράμμα του προς το φίλο του και συνεργάτη της Εγκυκλοπαιδείας Ναιζόν (Naigeon)— για να καταλήξει στη φράση: «Όσο για μένα, αν είχα το σπόγγο που θα μπορούσε να τον ξεπλύνει, θα πήγαινα ευχαρίστως να του απλώσω το  χέρι,  θα τον τραβούσα  από  το  βόρβορο  και  θα  τον  ξέπλενα».  Μα  δεν  είναι  τάχα χαρακτηριστικό και το γεγονός, ότι η Μαρκησία ντυ Ντεφάν (Marquise du Deffand) έγραψε στον ίδιο τον Βολταίρο —και πίστευε σοβαρά στα όσα έγραφε— ότι είναι χωρίς άλλο ο πιο μεγάλος φιλόσοφος, επειδή τα κατάφερε να γίνει πλούσιος;

Ο Βολταίρος ήταν ένας μεγάλος πνευματικός τυχοδιώκτης, —ίσως ο μεγαλύτερος των αιώνων— μα ήταν κι ένας μεγάλος στυλίστας (στη γλώσσα δε χωρούσε για τον Βολταίρο τυχοδιωκτισμός) ήταν κι ένα φωτεινότατο κριτικό μυαλό, που αν είπε από κακία και ζήλεια τις μεγαλύτερες ανοησίες για τον Όμηρο  ή  για  τον  Σαίξπηρ  (όταν  ξαφνικά  τον  απαρνήθηκε)  ήξερε  όμως  και  ν'  ανακαλύπτει  το μεγαλείο του γλύπτη Πυζέ, ένα μεγαλείο που βρισκόταν μάλιστα στον αντίποδα του δικού του πνευματικού κόσμου. Ο Βολταίρος ήξερε απ' όλα, μα ο κακός και στριφνός χαρακτήρας του δεν τον άφηνε να εκμεταλλεύεται πάντα θεμιτά και ωφέλιμα τα όσα ήξερε, και —το σπουδαιότερο απ' όλα— το πνεύμα του δεν ήταν διόλου δημιουργικό. Η δεξιοτεχνία του ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ουσιαστική προσωπικότητά του. Έπαιζε με τις ιδέες του —αυτός ο ευφυέστερος άνθρωπος των γραμμάτων, που, αν και ο ευφυέστερος, κατάντησε να πει και ανοησίες— αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα τον ενδιέφερε μόνο όταν εξυπηρετούσε την κακία και τη ζήλεια του. Κάμποσα χρόνια ύστερ' από το θάνατο του Μοντεσκιέ, μη μπορώντας να ησυχάσει από το κακό του, έγραψε και κυκλοφόρησε, χωρίς τ' όνομα του, σα μια μετάφραση δήθεν «εκ του αγγλικού», κάτι διάλογους που ζητούσαν να ξετινάξουν το έργο του Μοντεσκιέ «Για το πνεύμα των νόμων», και που δε μαρτυρούσαν παρά μόνο την κακία του συντάκτη τους. Ακόμα πιο κακός δείχτηκε ο Βολταίρος απέναντι του Ρουσσώ, σε μια προσωπικήν επίθεση. Κι ο Ρουσσώ βέβαια, που του είχε δείξει στην αρχή  —σαν  αρκετά  νεώτερος—  μεγάλο  σεβασμό,  δε  μπόρεσε  ν'  αποφύγει  να  του  κάνει  μιαν αυστηρή κριτική. Μα η επίθεση του Βολταίρου ήταν ένας χυδαίος λίβελλος, που ξεπερνούσε κάθε όριο πνευματικής, ακόμα και κοινωνικής αξιοπρέπειας. Ο Ρουσσώ δεν είχε βέβαια την ευφυία του Βολταίρου,  ήταν  μάλιστα  πολύ  συχνά  αφελέστατος  στη  σκέψη  του,  μα  ήταν  ένα  πνεύμα
δημιουργικό και μια καρδιά που, μ' όλη την υπεροπτική της σύσπαση ήταν μεγάλη. Η καρδιά του Ρουσσώ, αν δεν την έπνιγε ο εγωισμός, θα θύμιζε λιγάκι την καρδιά του Πασκάλ, αδιάφορο αν ο τελευταίος ζητούσε στην Αγία Γραφή την αποκάλυψη του Θεού, που ο Ρουσσώ την έβρισκε στη Φύση.

Ο Ρουσσώ (Jean-Jacques Rousseau) ήταν Γάλλος στο αίμα του, μα οι πρόγονοί του ήταν εκατόν πενήντα χρόνια εγκαταστημένοι στη Γενεύη. Η ζωή του Ρουσσώ ήταν ένα μαρτύριο. Πολλές από τις πλευρές αυτού του συναισθηματικού και κοινωνικού μαρτυρίου μάς τις περιγράφει ο ίδιος στις βιογραφικές «Εξομολογήσεις» του. Ο Ρουσσώ έζησε πολλά χρόνια τη ζωή του αλήτη, και η περίθαλψη που του πρόσφεραν αρκετές φορές δεν τον ικανοποιούσε. Είχε σπουδάσει μουσική, και δούλευε αντιγράφοντας κομμάτια μουσικά για να κερδίσει το ψωμί του. Με την πρώτη συγγραφική του εμφάνιση, που άργησε πολύ, αναγνωρίσθηκε ως μεγάλος δημιουργός· ωστόσο, οι τολμηρές κοινωνικές κι εκπαιδευτικές του ιδέες έδωσαν αφορμή σε καταδιώξεις. Κατατρεγμένος, έζησε δύσκολες στιγμές, μα έδιωχνε από κοντά του περήφανα τους φίλους και θιασώτες του. Στο τέλος τρελλάθηκε στ' αλήθεια. Ο μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος Χιουμ τον φιλοξένησε στην Αγγλία, όταν δεν ήξερε πού να βρει καταφύγιο. Και όμως νόμισε ότι κι ο Χιουμ ζητούσε το κακό του, και τα χάλασε μαζί του. Από την ημέρα εκείνη εκδηλώθηκε η κρίση της ψυχικής του αρρώστιας. Με ψεύτικο όνομα γυρίζει από τόπο σε τόπο, και μόνο στα τελευταία του χρόνια βρίσκει πάλι κάποιαν ανάπαυση στη φύση,  που  κι  όταν  ήταν νέος  είχε  ανατραφεί  κοντά  της.  Πέθανε  στα  1778.  Μερικοί  λένε  πώς αυτοκτόνησε.

Ο Ρουσσώ ήταν κοινωνικός επαναστάτης. Δεν ήταν ο μόνος στις μέρες του —σ' εκείνες τις ανήσυχες δεκαετίες που κατάλήξανε στη Γαλλική Επανάσταση— μα ήταν ο πιο μεγάλος απ' όλους. Κι ήταν ένας  από  τους  πιο  αγνούς  επαναστάτες  των  αιώνων.  Ο  αντίκτυπός  του  ήταν  ολοκάθαρος  στη Γαλλική Επανάσταση. Ύστερα από τον Μοντεσκιέ, που κηδεμόνευσε ιδεολολογικά την Επανάσταση στα πρώτα της χρόνια, ήρθε η σειρά του Ρουσσώ. Η περίοδος που συνδέεται με την περίφημη
«Συμβατική Συνέλευση» (δηλαδή με την «Τρομοκρατία») βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική επίδραση    του    Ρουσσώ.    Χαρακτηριστικώτατο    είναι    το    γεγονός    που    αναφέρεται    στα
«Απομνημονεύματα του Μπαρράς», τα γραμμένα από τον Ρουσσελέν ντε Σαιντ-Αλμπέν (Rousselin de Saint-Albin) ότι ο Ροβεσπιέρρος, γυρίζοντας στο σπίτι του χειροτέχνη μικροαστού, που είχε από θαυμασμό παραχωρήσει τη στέγη του στον ενάρετο και μανιακό επαναστάτη, διάβαζε και σχολίαζε στα παιδιά τού χειροτέχνη —τις ώρες, που ήθελε να ξεκουρασθει από τα βάρη των αιματηρών του έργων και ευθυνών— τον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ. Μα κι ύστερ' από το θάνατο του Ροβεσπιέρρου, όσες φορές εκδηλώθηκε μια τάση προς την επαναστατική ακρότητα, η τάση αυτή δεν ήταν άσχετη με τη διδασκαλία του Ρουσσώ. Η τελευταία επαναστατική αναλαμπή πριν από την επικράτηση του Βοναπάρτη, η αναλαμπή που σημειώθηκε με τη συνωμοσία του Μπαμπέφ (Babeuf) πρέπει να αναχθεί στον Ρουσσώ. Η συνωμοσία, αν πετύχαινε και δεν έβρισκε τραγικό τέλος, θα ζητούσε βέβαια να εφαρμόσει ακραίες λύσεις που ο Ρουσσώ δε θα τις είχε ίσως εγκρίνει. Η ιδεολογική όμως πηγή ήταν ο Ρουσσώ. Οι συνωμότες θα εγκαθίδρυαν ένα καθεστώς κομμουνιστικό, που ο Ρουσσώ δε θα το 'θελε ίσως πέρα για πέρα. Δεν είναι όμως τάχα ο Ρουσσώ εκείνος, που στα πιο πολλά έργα του, προπάντων στην πρώτη δυνατή του πραγματεία «Για την ανισότητα», χτύπησε την ατομική ιδιοκτησία ως την πηγή κάθε κοινωνικού κακού; Οι συνωμότες γύρω από τον Μπαμπέφ, και προπάντων ο Συλβαίν Μαρεσάλ (Sylvain Maréchal) θα κατάστρεφαν, αν μπορούσαν, τις πόλεις, και θα γύριζαν στη φύση, πράμα που ο Ρουσσώ ποτέ δεν το ζήτησε. Δεν είναι όμως ο Ρουσσώ εκείνος, που περισσότερο από κάθε άλλον (πολύ περισσότερο από τον Ντιντερό) κι αντίθετα από τις ιδέες που αναπτύχθηκαν στις μέρες του γύρω από την «πρόοδο», ζήτησε να ανυψώσουμε τη φύση σε ιδεώδες;

Ο Ρουσσώ ήταν η πηγή κάθε ακρότητας, δεν έφθασε όμως ο ίδιος στα άκρα. Ήταν βέβαια επαναστάτης, μα ήταν  προπάντων ο μεγάλος  παιδαγωγός. Ο παιδαγωγός δε  θέλει ποτέ να τα σπάσει όλα και να τα κάμει συντρίμια Ο παιδαγωγός κι ο πιο επαναστατικός, ξέρει να περιμένει, ξέρει  να  κάνει  υπομονή,  ξέρει  να  παρακολουθεί  και  να  καθοδηγεί  την  οργανική  εξέλιξη.  Ας
προσέξουμε να δούμε πού εκδηλώνεται περισσότερο ο επαναστάτης Ρουσσώ και πού περισσότερο ο παιδαγωγός. Στο έργο του «Για την ανισότητα», καταγγέλλοντας ο Ρουσσώ, χωρίς ν' αρνιέται τη φυσική ανισότητα, τις οικονομικές διακρίσεις ως την πηγή κάθε κοινωνικού κακού, είναι επαναστάτης. Στο πολύκροτο έργο του «Για το κοινωνικό συμβόλαιο» συμπληρώνει την επαναστατική του θεωρία, μα και τη δένει μέσα σ' ένα σύστημα πολιτικών θεσμών. Ο Χομπς είχε διδάξει ότι ο φυσικός άνθρωπος έβλεπε το διπλανό του σα λύκο, και ότι, για να μην τρώγονται οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, συμφώνησαν (από φόβο και συμφέρον) να υποταχθούν σαν όντα παθητικά σε μια βούληση γενική. Ο Ρουσσώ, αντίθετα, ξεκινάει από την αρχή ότι ο άνθρωπος στη φύση είναι αγαθός κι ευτυχισμένος, κι ότι το κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να υποτεθεί σα μια πράξη που όχι μόνον έγινε από ελεύθερους ανθρώπους, μα και που απόβλεπε στην εξασφάλιση αυτής της ελευθερίας και της ισότητας. Η κοινωνία έκανε δουλό τον άνθρωπο, που πρέπει να υποτεθεί λογικά ότι δεν υπόγραψε το συμβόλαιο της κοινωνικής ζωής παρά για να εξασφαλίσει ακριβώς την ελευθερία του. Ποιο είναι το συμπέρασμα; Χωρίς να επιστρέψουν οι άνθρωποι στη φυσική ζωή —πράμα που ξέρει ο Ρουσσώ ότι είναι αδύνατο— πρέπει να ζητήσουν να θεμελιωθεί η πολιτεία πάνω στη θέληση τη γενική (μια θέληση όμως που, σύμφωνα με μια λεπτότατη διάκριση του Ρουσσώ, δε συμπίπτει με τη θέληση του καθενός και όλων). Χωρίς να καταστραφεί ο πολιτισμός
—πράμα που ξέρει ο Ρουσσώ ότι δεν είναι σωστό— πρέπει μέσα στο πλαίσιο του πολιτισμού ν' αποχτήσει ο άνθρωπος την φυσική ελευθερία του. Το «φυσικό δίκαιο» του Ρουσσώ, χωρίς να ζητάει να μας ξαναγυρίσει στη φυσική ζωή που είναι έξω από τον πολιτισμό, είναι προσανατολισμένο ωστόσο  στη  φύση  του  ανθρώπου.  Την  παρατήρηση  αυτή  την  κάνουμε  προπάντων  για  να διακρίνουμε το «φυσικό δίκαιο» του Ρουσσώ από τη σχολή του «φυσικού δικαίου» όπως την είχε ιδρύσει ο Άγγλος φιλόσοφος Χομπς, που ζήτησε ν' αντλήσει από τον ορθό λόγο τις ανεπηρέαστες από κάθε ιστορική μεταβολή αιώνιες και αμετάβλητες θεμελιακές αρχές του δικαίου.

Τέτοια ήταν η επαναστατική θεωρία του Ρουσσώ, που το κεντρικό θετικό της στοιχείο, την ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου, την υιοθέτησε κι αυτός ακόμα ο συντηρητικός Καντ, την πολέμησαν όμως απ' την άλλη μεριά ο Χέγγελ στη Γερμανία και ο Αύγουστος Κοντ στη Γαλλία. Κι ας φύγουμε τώρα από τον επαναστάτη Ρουσσώ για να πάμε στον παιδαγωγό. Η βάση βέβαια μένει η ίδια, και η βάση αυτή είναι ο ιδεολογικός προσανατολισμός του Ρουσσώ στη φύση. Κι όχι μονάχα αυτό, αλλά και κάτι άλλο πρέπει να τονίσουμε: ο επαναστάτης —ο κοινωνικός και ο πολιτικός— υπάρχει και στα παιδαγωγικά έργα του Ρουσσώ, υπάρχει προπάντων στον «Αιμίλιο», όπου και η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου αναπτύσσεται σε γενικές γραμμές, και το πρόβλημα της εργασίας και της ιδιοκτησίας συνυφαίνεται με το παιδαγωγικό θέμα του βιβλίου. Πάντως εδώ —στα παιδαγωγικά έργα του Ρουσσώ, που είναι δυο και που μας δείχνουν όχι μόνο το μεγάλο παιδαγωγό, αλλά και το μεγάλο λογοτέχνη— μπορεί να μην εγκαταλείπονται βέβαια οι επαναστατικές αρχές του Ρουσσώ, σημαίνουν όμως ωστόσο ένα απλό πια ιδεολογικό ορμητήριο. Στα έργα του αυτά ο Ρουσσώ δεν πολεμάει (όσο κι αν παρεμβάλλονται μερικά υπέροχα πολεμικά σαλπίσματα) αλλά αγαπάει. Στο ένα μάλιστα απ' αυτά τα δυο θεμελιακά έργα είναι και ο έρωτας —έστω κι αρνητικά— το κεντρικό θέμα, ο έρωτας, που μέσα σ' ένα πλαίσιο αφελέστατο, γίνεται και η θετική κορωνίδα του δεύτερου έργου. Το πρώτο, η «Νέα Ελοΐζα», έχει τη μορφή μυθιστορήματος. Το δεύτερο, ο «Αιμίλιος», έχει τη μορφή φιλοσοφικής πραγματείας. Πάντως και στο δεύτερο αυτό έργο ο λογοτέχνης δε μπορεί ν' αρκεσθεί σε αφηρημένες επιχειρηματολογίες, κι εφαρμόζει τις παιδαγωγικές του αρχές σ' ένα ζωντανό πρόσωπο, στον  Αιμίλο, στο τέλος μάλιστα και στη γυναίκα που του ταιριάζει,  στη Σοφία.  Έτσι παίρνει κι ο «Αιμίλιος», μέσα στο εξωτερικό πλαίσιο μιας φιλοσοφικής πραγματείας, ένα χαρακτήρα αφηγηματικό.  Στη  «Νέα  Ελοΐζα»  μας  δείχνει  ο  Ρουσσώ  πώς  μια  γυναίκα,  που  ενώ  αγαπούσε κάποιον την πάντρεψαν μ' άλλον, αυτοδιαπαιδαγωγείται μέσα στη συμβατική ζωή ενός ανεπιθύμητου γάμου, και καταφέρνει κι αυτή την ψεύτικη ζωή να την ανυψώσει στο επίπεδο, που πάνω του δρουν η φύση και η αλήθεια. Θαύματα λογοτεχνικά μας αποκαλύπτει η «Νέα Ελοΐζα» με τη λεπτομερειακή περιγραφή της ιδιωτικής ζωής, του κλειστού οικιακού χώρου, που κανένας πριν από τον Ρουσσώ δεν είχε καταφέρει με τόση γνώση και προσοχή ν' αναλύσει. Στον «Αιμίλιο» γίνεται η συστηματική πια διαπαιδαγώγηση ενός ανθρώπου από τη στιγμή που γεννιέται ως την ώρα που παντρεύεται. Η διαπαιδαγώγηση του Αιμίλιου γίνεται μέσα στη φύση —τη δική του και τη γύρω του
φύση— χωρίς να παραβλέπεται όμως απόλυτα (αν και στο σημείο αυτό έχει ο Ρουσσώ πολλές αρνητικές υπερβολές) ότι το παιδί θα ζήσει αύριο και θα δράσει στα πλαίσιο του πολιτισμού. Μ' όλα τα ελαττώματα, που έχει η παιδαγωγική του Ρουσσώ, και που τα χρωστάει στην αμελέστατη καμιά φορά υπερτίμηση του φυσικού παράγοντα, ο «Αιμίλιος» —το έργο που απαγορεύθηκε, που καταδικάσθηκε και που στοίχισε στον Ρουσσώ κάμποσες σκληρές δοκιμασίες— είναι το μεγαλοφυέστερο παιδαγωγικό έργο που γράφηκε ύστερ' από την αρχαιότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο άνθρωπος που το 'γραψε ξεκίνησε στο βιβλίο του από την ομολογία ότι η «Πολιτεία» του Πλάτωνος είναι η ωραιότερη παιδαγωγική πραγματεία των αιώνων. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δυο μεγαλύτεροι φιλόσοφοι που διαδέχθηκαν τον Ρουσσώ στην ιστορία του πνεύματος, ο Καντ και ο Σόπενχάουερ, το θεωρούσαν τιμή τους ότι ήταν διάδοχοί του, και τον θαύμασαν ως τον βαθύτερο γνώστη της καρδιάς, ως τον μεγαλύτερο ηθικολόγο των αιώνων. Για την πρακτική παιδεία δε μπορεί βέβαια νάχει ο «Αιμίλιος» του Ρουσσώ την άμεση σημασία που είχε η διδασκαλία ενός άλλου μεγάλου παιδαγωγού, του Ελβετού Πεσταλότσι (Pestalozzi). Ο υπέροχος αυτός προφήτης της αγάπης προς το παίδι ήταν σχεδόν σύγχρονος με τον Ρουσσώ, τα συγγράμματά του λένε μεγάλες αιώνιες αλήθειες για την οικογένεια και για την παιδεία· ως συγγραφικό όμως έργο —δηλαδή ως δημιούργημα που πρέπει να κριθεί ταυτόχρονα και ως έργο τέχνης— στέκεται ο «Αιμίλιος» του Ρουσσώ πιο πάνω από τα έργα του Πεσταλότσι και όλων γενικά των παιδαγωγών. Ας πάρουμε —έτσι στην τύχη— μερικές από τις σκέψεις και διατυπώσεις που περιέχονται και θεμελιώνονται στον «Αιμίλιο»: Ο δάσκαλος ενός νέου, μας λέει ο Ρουσσώ, πρέπει να 'ναι κι αυτός νέος. Όσο ασθενικώτερα είναι τα παιδιά, τόσο θέλουν να διατάζουν, ενώ όσο είναι πιο γερά, τόσο πιο υπάκουα είναι. Η κακία του παιδιού οφείλεται στην αδυναμία του· κάντε το ισχυρό, και δε θα κάνει ποτέ του το κακό (όποιος μπορεί να κάνει τα πάντα, δεν κάνει το κακό). Ο ήχος της φωνής λέει λιγώτερα ψέματα από το περιεχόμενο των λόγων. Ο πόνος είναι το πρώτο πράμα που πρέπει να μαθαίνουν τα παιδιά. Ο πραγματικός κόσμος  έχει  τα  όριά  του,  ενώ  ο  φανταστικός  είναι  απεριόριστος·  αφού  δε  μπορούμε  να επεκτείνουμε τον πρώτο, ας περιορίσουμε τον δεύτερο (ο άνθρωπος είναι πολύ ισχυρός όταν αρκείται να 'ναι εκείνος που είναι). Η τιμωρία δεν πρέπει να επιβάλλεται ποτέ στα παιδιά ως τιμωρία, αλλά πρέπει ως φυσική συνέπεια να βγαίνει από την κακή τους πράξη. Όχι η φύση, αλλά οι δάσκαλοι κάνουν τα παιδιά να ψεύδονται· το παιδί δεν ξέρει το ψέμμα, μα το μαθαίνει την ώρα που του διδάσκουν την αλήθεια. Ποτέ δεν πρέπει να μεταχειριζόμαστε τα παιδιά σα «θαύματα»· μ' όλα τα δήθεν υπέρτερα φαινόμενα που δείχνει ένα παιδί, πρέπει να συμπεριφερόμαστε μαζί του ανάλογα με την ηλικία του. Μόνο μια γλώσσα πρέπει να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά. Η αποστήθιση είναι για τα παιδιά μάταιο και κακό πράμα. Τα παιδιά πρέπει να μιλάνε καθαρά και χωρίς προσποίηση. Τα παιδιά πρέπει από μικρά να μάθουν να κάνουν —προπάντων στη γη— μια χρήσιμη εργασία,  και  να  πάψουν  να  'ναι  «περιοδεύουσες  κούκλες»  που  ταξιδεύουν  από  δωμάτιο  σε δωμάτιο και που δουλεύουν τάχα μεταφέροντας δεξιά κι αριστερά χαρτόνια και ψεύτικα βάρη.
«Κανένας πατέρας δε μπορεί να μεταβιβάσει στο γιο του το δικαίωμα τού να 'ναι άχρηστος στους συνανθρώπους του· και όμως αυτό ακριβώς κάνει, όταν του μεταβιβάζει τα πλούτη του, που είναι η απόδειξη και το τίμημα της εργασίας.» Από την ημέρα που ξυπνάει μέσα στον άνθρωπο το «φύλο», τίποτα το ανθρώπινο δεν είναι πια ξένο προς τον εαυτό του. Το πρώτο αίσθημα που νιώθει ένας καλά αναθρεμμένος νέος, δεν είναι ο έρωτας, αλλά η φιλία. Οι χειρότεροι ιστορικοί συγγραφείς για ένα νέο είναι εκείνοι, που διατυπώνουν κρίσεις (ο ιδανικώτερος είναι ο Θουκυδίδης). Μη μιλάτε ποτέ στους νέους ξηρά τη γλώσσα του πνεύματος κάντε την να περνάει από την καρδιά, αν θέλετε να γίνει ακουστή.

Τέτοιες κι ανάλογες αρχές και σκέψεις αναπτύσσονται και θεμελιώνονται αναλυτικά στον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ. Μερικές από τις σκέψεις αυτές τις είχε «προαισθανθεί» μ' έναν άδηλο τρόπο, στις αρχές  του  ΙΗ'  αιώνα,  η  επηρεασμένη  από  τον  Φενελόν  Μαρκισία  ντε  Λαμπέρ  (Marquise  de Lambert). Και μια θαυμάσια μεγάλη επιστολή του οικονομολόγου Τυργκώ (Turgot) προς τη Μαντάμ ντε Γκραφινί (Madame de Graffigny) γραμμένη πριν δημοσιευθεί ο «Αιμίλιος», περιέχει —αν και ξεκινάει από τη σχεδόν αντίθετη φιλοσοφική διάθεση και κοινωνικήν ιδεολογία— συμπεράσματα για την αγωγή ανάλογα με τα συμπεράσματα του Ρουσσώ. Οι ιδέες βρίσκονταν —έτσι μπορούμε να πούμε— στον αέρα. Πολλοί άπλωσαν τα χέρια τους για να τις αδράξουν. Εκείνος που τα χέρια του
ήταν τυχερώτερα, ήταν ο άτυχος Ρουσσώ. Ο «Αιμίλιος» περιέχει τις πιο πλούσιες ιδέες που διατυπώθηκαν ως τα τώρα γύρω στο πρόβλημα της αγωγής. Και περιέχει κι άλλες θαυμάσιες ιδέες. Το πιο υπέροχο ίσως μέρος του «Αιμίλιου» είναι εκείνο, όπου ο Ρουσσώ —ο άνθρωπος, που καταδιώχθηκε από τους θεολόγους και του καθολικισμού και του καλβινίσμού— μιλάει για το Θεό και για τον Ιησού. Σημαντικό τέλος για την ιστορία ειδικά της φιλοσοφίας είναι το γεγονός, ότι μιλώντας στον «Αιμίλιο» για τα θεμελιακά φιλοσοφικά προβλήματα, ξεπερνάει ο Ρουσσώ μ' έναν τρόπο εξαιρετικά φωτεινό (μ' έναν τρόπο που προδικάζει τον ερχομό του ώριμου Καντ) την ασυμφιλίωτη ως τις μέρες του αντίθεση ανάμεσα στην αίσθηση και στη νόηση. Ως τις μέρες του Ρουσσώ, άλλοι φιλόσοφοι αποθεώνουν τη νόηση κι άλλοι την αίσθηση. Οι πρώτοι, συνιστώντας την κατεύθυνση της νοησιαρχίας, λένε πως η γνώση είναι κάτι το απόλυτα άσχετο από την αίσθηση και την εμπειρία. Οι άλλοι, συνιστώντας την αισθησιαρχία, λένε ότι τη νόηση την προσδιορίζουν οι αισθήσεις. Ο Ρουσσώ συμφιλιώνει τις αντιθέσεις και μας λέει: οι κρίσεις και οι ιδέες μου «δεν είναι αισθήσεις, αν και το πνεύμα μου τις παράγει παίρνοντας την ευκαιρία από τις αισθήσεις μου». Και προσθέτει: αν είμαστε απόλυτα παθητικοί στη χρήση των αισθήσεών μας, δε θα μπορούσε να υπάρξει αναμεταξύ τους καμιά επικοινωνία· θα μας ήταν αδύνατο να νιώσουμε ότι το σώμα που αγγίζουμε και το αντικείμενο που βλέπουμε είναι το ίδιο πράμα». Έτσι μιλούσε ο Ρουσσώ πριν εκδηλωθεί ο ώριμος Καντ. Έτσι μιλούσε στις μέρες, που στη Γαλλία και στην Αγγλία κυριαρχούσε η αισθησιαρχία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 22
Η γαλλική φιλοσοφία στο ΙΗ' αιώνα: η αισθησιαρχία.
 Η προσωπικότητα και το έργο του Ντιντερό.
Οι εγκυκλοπαιδιστές.
Οι επαναστάτες ως διανοούμενοι.
Ο Αντρέ Σενιέ.
Η Γαλλική Επανάσταση και η σημασία της.

Η φιλοσοφία, που κυριαρχούσε στις μέρες του Ρουσσώ, διακρίνεται —και ξεχωρίζει από τον Ρουσσώ— όχι μόνο με τον έντονο αισθησιαρχικό χαρακτήρα της, αλλά και με τη φανατική πίστη της στην  ιστορική  πρόοδο.  Ενώ  ο  Ρουσσώ,  θεωρώντας τον  πολιτισμό  κάθε  άλλο  παρά  ευεργετικό, ζητούσε να αναγεννήσει μέσα στο αναγκαστικό πλαίσιο του πολιτισμού τον άνθρωπο το φυσικό, η επικρατέστερη φιλοσοφική σκέψη της εποχής ήταν αισιόδοξα παραδομένη στα αγαθά, τα υλικά και ηθικά  αγαθά,  του  πολιτισμού.  Οι  πιο  πολλοί  βλέπανε  παντού  την  πρόοδο  και  τη  θαυμάζανε. Μερικοί  μάλιστα,   πρώτη  φορά  στην  ιστορία  του  πνεύματος,  προσπάθησαν  να  συλλάβουν θεωρητικά το ρυθμό  της και να διατυπώσουν τους νόμους της. Οι φυσικές επιστήμες ήταν το μεγάλο θαύμα που με τη λάμψη του θάμπωσε τα μάτια τους. Η πρόοδος των φυσικών επιστημών τους έκανε να υπερτιμήσουν τη λογική, ταυτόχρονα όμως και την ύλη. Τη λογική τη θεώρησαν σαν κάτι που υπάρχει έξω από τον άνθρωπο στα ίδια τα υλικά αντικείμενα, στα πράγματα. Η αισθησιαρχία που στον Λοκ ήταν ακόμα σεμνή και συμμαζεμένη, παίρνει στα μέσα του ΙΗ' αιώνα (όχι  μόνο  στη  Γαλλία,  αλλά, όπως θα  δούμε  πιο κάτω, και  στην  Αγγλία)  έναν  έντονο  υλιστικό χαρακτήρα. Και η υλιστική αισθησιαρχία συνυφαίνεται στη συνείδηση των πιο πολλών με την ιδέα της ιστορικής προόδου, που αντί, σαν πρόοδος ιστορική, να χει τον ελεύθερο ή εσωτερικά δεμένον άνθρωπο   για   φορέα   της,   προβάλλει   σα   μια   διαδικασία   προσδιορισμένη   από   μηχανικούς εξωτερικούς νόμους, από νόμους ανάλογους μ' εκείνους που διέπουν την ανόργανη φύση. Ο Ρουσσώ, όπως είπαμε αρκετές φορές, έμεινε ψυχικά μακριά απ' όλη αυτή τη κίνηση. Ο Μοντεσκιέ δεν πρόφτασε να πάρει μια συγκεκριμένη θέση απέναντί της, γιατί πέθανε προτού η κίνηση αυτή εκδηλωθεί πέρα για πέρα· πάντως η τάση του πνεύματός του δεν είναι ξένη προς την αναγωγή της ζωής σε νόμους μηχανικά φυσικούς. Όσο για τον Βολταίρο, αυτός δίδαξε βέβαια ότι η ιστορία είναι το  έργο  των  μεγάλων  ανδρών,  υποστήριξε  μάλιστα  φανατικά  σε  μια  νεανική  του  εργασία
—«Πραγματεία Μεταφυσικής»— την απόλυτη βουλητική ελευθερία, μα η ηλικία απ' τη μια μεριά και  η  παγίωση  των  ιδεών  του  αιώνα  απ' την  άλλη  τον  έκαναν,  σαράντα  χρόνια  αργότερα,  να κατηγορήσει, μ' έναν εξαιρετικά χαριτωμένο τρόπο, τον παλιό εαυτό του ως αγράμματο και ως βυθισμένο στην άγνοια. Ωστόσο ο Βολταίρος δεν έφτασε ποτέ στα μηχανικά σχήματα ερμηνείας του κόσμου, που ευνοούσε η εποχή του. Στο βιβλίο του «Ο άσοφος φιλόσοφος», όπου απαρνιέται τις παλιές του αντιλήψεις, υποστηρίζει την απόλυτη σε όλα φυσικήν αναγκαιότητα με πνεύμα αρκετά φωτισμένο και όχι πολύ επηρεασμένο από τα στενόκαρδα συνθήματα της εποχής. Ξένος προς τα περισσότερα   συνθήματα   της   εποχής   πρόβαλε   και   ο   πνευματικά   ιδιότυπος   Μαρκίσιος   ντε Βωβενάργκ (Marquis de Vauvenargues) που άλλωστε πέθανε στα 1740 σε ηλικία τριανταδυό μονάχα ετών κι έτσι δεν πρόλαβε ν' αντιμετωπίσει και στη συγκροτημένη μορφή της τη φιλοσοφία του αιώνα  του.  Ο Βωβενάργκ είναι  ένα  από τα πιο ενδιαφέροντα  πνεύματα του  ΙΗ'  αιώνα,  που η κακοτυχία, η αρρώστια και ο πρόωρος θάνατος το καταδίκασαν να μείνει αποσπασματικό. Ωστόσο η αποσπασματική σκέψη —ο αφορισμός— ήταν και στο αίμα του Βωβενάργκ. O Βωβενάργκ είναι ο Λαροσφουκώ του ΙΗ' αιώνα, κι έγραψε, όπως, κι εκείνος, ένα πλήθος αποφθέγματα. Η πρόθεση όμως και το περιεχόμενο διαφέρουν. Ο πικραμένος Λαροσφουκώ ξεγυμνώνει την κοινωνία. Ο πικραμένος Βωβενάργκ ζητάει να την προστατεύσει. «Η συνείδηση των ετοιμοθάνατων συκοφαντεί τη ζωή τους», λέει ο Βωβενάργκ. Στη φράση αυτή εκδηλώνεται με τον πιο πρωτότυπο τρόπο η επιείκειά του για τους ανθρώπους. Ας αναφέρουμε και μερικά άλλα αποφθέγματά του, που χαρακτηρίζουν και γενικότερα το πνεύμα του: «Είναι πολύ ευκολώτερο» διδάσκει ο Βωβενάργκ, «να πει κανείς πράματα καινούρια, παρά να συμφιλιώσει εκείνα που έχουν ειπωθεί.» «Είναι μεγάλο σημάδι μετριότητας το να επαινεί κανείς πάντοτε με μέτρο.» «Κανένας δε θέλει να τον λυπούνται για τις πλάνες του.» «Στον εαυτό μας ανακαλύπτουμε ό,τι οι άλλοι μας κρύβουν, και στους άλλους ανακαλύπτουμε ό,τι κρύβουμε εμείς από τον εαυτό μας.» «Οι μεγάλες ιδέες προέρχονται από την καρδιά». «Δεν υπάρχει, για να κρίνουμε τη ζωή, κανόνας πιο εσφαλμένος από το θάνατο.» «Στα
πάθη χρωστάμε ίσως τα πιο μεγάλα πλεονεκτήματα του πνεύματος.» «Οι συμβουλές των γερατειών φωτίζουν χωρίς να θερμαίνουν, όπως κι ο ήλιος: του χειμώνα.» «Μαλώνουμε τους δυστυχισμένους για ν' αποφύγουμε να τους λυπηθούμε.» «Η χρησιμότητα της αρετής είναι τόσο φανερή, ώστε οι κακοί την  ασκούν  από  συμφέρον.»  «Δεν  πρέπει  να  παραφοβάται  κανείς  να  'ναι  κορόιδο.»  «Ο Σωκράτης ήξερε λιγώτερα απ' τον Μπαιλ (Bayle): λίγες είναι οι ωφέλιμες γνώσεις.» «Προσβάλλεις τους  ανθρώπους,  όταν  τους  απονέμεις  επαίνους  που  σημειώνουν  τα  όρια  της  αξίας  του.»
«Επιτηδειότητα   σημαίνει   το   να   κυβερνάς   χωρίς   νάσαι   δυνατός.»   «Όσοι   έχουν   μονάχα επιτηδειότητα, δεν κατέχουν σε καμιά σφαίρα την πρώτη θέση.» «Το να 'χουν οι άνθρωποι πάθη είναι τάχα δύναμη μέσα τους ή ανεπάρκεια και αδυναμία; Το να 'ναι απαλλαγμένοι από πάθη, είναι τάχα μεγαλείο ή πνευματική μετριότητα; Ή μήπως όλα είναι ένα μίγμα από αδυναμία και δύναμη, από μεγαλείο και μικρότητα;» «Ό,τι στους αδύνατους είναι έπαρση, στους δυνατούς είναι ύψος».

Έτσι  σκέπτεται  ο  Βωβενάργκ,  απλά  και  όμως  πρωτότυπα,  ηθικά  και  όμως  με  μιαν  ηθική,  που ξεφεύγει  από  τη  ρουτίνα  της  ηθικής.  Ο  Βωβενάργκ  σκύβει  πάνω  από  τους  αδύνατους,  αλλά θαυμάζει, θέλει, εκθειάζει τη δύναμη. Αγαπάει την αρετή, αλλά θέλγεται κι από τις καταχρήσεις που προέρχονται από υπερβολική δύναμη, από πάθος και ζωτικότητα. Ο άνθρωπος, που με τόση πραότητα κρίνει τους άλλους, ο φίλος της αρετής, αλλά και της αγάπης, έχει στη σκέψη του και κάτι που προοιωνίζει την ηθική του Νίτσε. Αυτό το βλέπουμε στ' αποφθέγματά του και σ' άλλα δοκίμιά του, το βλέπουμε όμως ακόμα καθαρώτερα στις επιστολές του. Οι επιστολές, που ο νέος με τη σπασμένη υγεία και με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες πολεμικής και διπλωματικής δραστηριότητας απευθύνει στον παιδικό του φίλο Μαρκίσιο ντε Μιραμπώ (τον πατέρα του μεγάλου επαναστάτη) στον Βολταίρο και σ' άλλους, είναι εξαιρετικές. Σ' ένα γράμμα του προς τον Μαρκίσιο ντε Μιραμπώ, που το 'γραψε το Μάρτιο του 1740 στο Βερντέν όπου υπηρετούσε λοχαγός, ρίχνεται με μιαν ιερή αγανάκτηση στους ανθρώπους εκείνους, που σκληροί και άκαμπτοι, μονοκόμματοι και μεθυσμένοι από την αρετή τους, είναι δούλοι των παλαιών ιδεών χωρίς να κάνουν τον κόπο να τις ερευνήσουν, κι εχθροί της ελευθερίας. Μα ο Βωβενάργκ δεν αγκαλιάζει και τις νέες ιδέες μηχανικά. Ό,τι είναι ομοιόμορφο σε πολλά πνεύματα, δεν του αρέσει. Ό,τι τον συγκινεί, είναι το ιδιόρρυθμο (φτάνει να
'ναι φυσικό και όχι επιτήδευση). Κι από την ξηρότητα και ακαμψία προτιμάει ό,τι προϋποθέτει κάποιο θάρρος. Προτιμάει τον Κατιλίνα από τον Κάτωνα (τον πρεσβύτερο). Και στο σημείο αυτό, αλλά και στην πνευματικά αριστοκρατική άρνηση της αρχής της ισότητας (όπως τη βρίσκουμε να διατυπώνεται σε κάμποσα αποφθέγματά του και στο δοκίμιό του «Εισαγωγή στη γνώση του ανθρώπινου πνεύματος») δείχνεται ο Βωβενάργκ, όπως είπαμε και παραπάνω, ένας πρόδρομος του Νίτσε.

Στη   μορφή   λοιπόν   του   Βωβενάργκ   δε   μπορούμε   να   βρούμε   έναν   τύπο   που   να   'ναι αντιπροσωπευτικός πολλών, κι ακόμα λιγότερο της εποχής του. Κι ας πάμε τώρα σ' ένα απόλυτα διαφορετικό πνεύμα, που όμως ούτε κι αυτό αντιπροσωπεύει χτυπητά το περιβάλλον του, στον Μπυφόν  (Comte  de  Buffon).  Ο  έξοχος  αυτός  άνθρωπος  έζησε  σχεδόν  αδιάκοπα  μέσα  στους τέσσερες τοίχους του γραφείου του και δεν ανάπνευσε αρκετά τον αέρα που γέμιζε την εποχή του. Ο Μπυφόν ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένος στη θεωρία του για τη Γη και στη σύνταξη του μεγάλου έργου του «Φυσική ιστορία», ενός έργου που τον απασχόλησε σαράντα χρόνια, ώστε κατάφερε να κρατηθεί μακριά από  τα ρεύματα της εποχής και να  μην παρασυρθεί,  αν και  μεγάλος ο ίδιος φυσιοδίφης, από τους υλισμούς, τις ακραίες αισθησιαρχικές κατευθύνσεις κι από τις βασισμένες στον άκρατο υλισμό ιδέες για την πρόοδο. Χαρακτηριστική για τις αντιλήψεις του είναι μια επιστολή του προς τη Μαντάμ Νεκέρ (Madame Necker) τη σύζυγο του Ελβετού οικονομολόγου και μοιραίου για τη γαλλική ιστορία υπουργού, τη μητέρα της Μαντάμ ντε Σταλ. Στην επιστολή τούτη αντιπαραθέτει ο Μπυφόν τον Φενελόν, τον Βολταίρο και τον Ρουσσώ, ως μεγάλους συγγραφείς, στον Βάκωνα, στον Νεύτωνα και στον Μοντεσκιέ, που ήταν γι' αυτόν οι βαθυστόχαστοι ερευνητές. Ο προσανατολισμός στον Μοντεσκιέ δείχνει τη μετρημένη σκέψη του Μπυφόν.

Αντίθετος  και  ξένος  προς  τις  μετρημένες  σκέψεις  ήταν  εκείνος  που  χρησίμευσε  ακριβώς  ως  η γέφυρα ανάμεσα στα ρεύματα της εποχής και στους δρόμους της ατομικής δημιουργίας. Τ' όνομά
του είναι Ντιντερό (Denis Diderot). Χωρίς να είναι γνήσιος ποιητής, ο Ντιντερό ήταν μεγάλος λογοτέχνης,  κι  ήταν  φυσικά  κι  ένα  δυνατό  φιλοσοφικό  μυαλό  κι  ένας  θαυμάσιος  αισθητικός κριτικός. Κοντά στα πιο καλά έργα του στέκεται η γεμάτη λάμψη αλληλογραφία του. Ως φιλόσοφος βρίσκεται ο  Ντιντερό  με το ένα του πόδι μέσα στον  κόσμο του Ρουσσώ  (υποστηρίζοντας πριν εμφανισθεί ο Ρουσσώ, μα και μ' έναv αρκετά διαφορετικό τρόπο, τη φυσική ζωή) και με τ' άλλο του πόδι βρίσκεται βαθιά χωμένος μέσα στον κόσμο της αισθησιαρχίας, του υλισμού και της ιδεολογίας της προόδου. Ο Ντιντερό ήταν ένα πολύ ζωντανό πνεύμα, ένα πνεύμα όμως που χανόταν μέσ' στους θερμούς ενθουσιασμούς της καρδιάς και που άφηνε μάλιστα κι αυτούς τους ενθουσιασμούς να χάνονται μέσ' στην καθημερινή συζήτηση, μέσ' στην «κουβέντα» της στιγμής. Αν και ξεκινούσε ο Ντιντερό   από   ψυχικές   προϋποθέσεις,   που   ήταν   διαφορετικές   από   τις   προϋποθέσεις   του φιλοσοφικού υλισμού και της άκριτης αισιοδοξίας για την ηθική πρόοδο της ανθρωπότητας, οι ιδέες αυτές της εποχής τον είχαν παρασύρει κι αυτόν και τον παρουσιάσανε σα φανατικό οπαδό τους. Μάταια προσπάθησε ο στενός του φίλος Γκριμ (Melchior Grimm) που ήταν ένα βαθύ και συγκρατημένο πνεύμα, να τον κάνει ν' αντισταθεί στα ρεύματα της εποχής. Ο Γκριμ ήταν Γερμανός, αλλά πήγε αρκετά νέος στο Παρίσι και συγχωνεύθηκε τόσο με το γαλλικό πνεύμα και με το γαλλικό λόγο, ώστε παίρνει την πρώτη θέση στη σειρά των ξένων εκείνων πνευμάτων, που στο ΙΗ' αιώνα δούλεψαν τη γαλλική γλώσσα και μπήκαν στην ιστορία της λογοτεχνίας της. Τέτοια πνεύματα ήταν ο Φρειδερίκος ο Β' της Πρωσσίας, ο Αββάς Γκαλιάνι, που στ' όνομά του θα ξαναγυρίσουμε πιο κάτω, ο Σκώτος Χάμιλτον (Hamilton) που έγραψε τα θαυμάσια «Απομνημονεύματα του κόμη ντε Γκραμμόν», ο Ιταλός Γκολντόνι (Goldoni) ο τραπεζίτης και υπουργός Νεκέρ (Necker) η Αικατερίνη η Μεγάλη, ο Οράτιος Ουόλπολ (Horace Walpole) αυτός ο ευφυής και εκκεντρικός στις σκέψεις του Εγγλέζος, που στα γεράματά της τον είχε ερωτευθεί η Μαρκισία ντυ Ντεφάν (Marquise du Deffand) ο Στανίσλαος Αύγουστος Πονιατόφσκι (Stanislas-Auguste Poniatowski) ο άτυχος βασιλιάς της Πολωνίας που τον προστάτευε μητρικά μια άλλη περίφημη για το σαλόνι της γυναίκα του Παρισιού, η Μαντάμ Ζαιφρέν (Madame Geoffrin). Όλοι αυτοί, και κάμποσοι άλλοι, ανήκουν —μερικοί βέβαια μόνο με τις επιστολές τους— στη γαλλική λογοτεχνία του ΙΗ' αιώνα. Ας το ξαναπούμε όμως: την πρώτη θέση ανάμεσά τους την παίρνει ο Γκριμ, που, όπως λέει ο Σαιντ-Μπεβ, με το να γίνει ο πιο Γάλλος απ' όλους τους Γερμανούς, προσκολλήθηκε στον Ντιντερό, που ήταν ο πιο Γερμανός απ' όλους τους Γάλλους. Ο Γκριμ ήταν ο φωτεινότερος κριτικός της λογοτεχνίας που ανάδειξε η Γαλλία στο ΙΗ' αιώνα («ένας μεγάλος άνθρωπος στο είδος του», όπως είπε αργότερα ο Βύρων). Η κριτική του και οι λογοτεχνικές ανασκοπήσεις του βρίσκονται στη συστηματική φιλολογική αλληλογραφία που είχε εγκαινιάσει με πολλούς ηγεμόνες της Ευρώπης, προπάντων με την Αικατερίνη τη Μεγάλη και με τον Φρειδερίκο το Μέγα. Αν στις «Εξομολογήσεις» του του φέρθηκε άσχημα ο Ρουσσώ, ο παλιός του φίλος, όπως φέρθηκε άσχημα και στην κοινή τους φίλη, την έκτακτη Μαντάμ ντ' Επιναί (Madame d'Epinay) ο Γκριμ, μιλώντας για τον Ρουσσώ στη φιλολογική του αλληλογραφία, απόφυγε με αξιοπρέπεια να νοθέψει την κρίση του με την προσωπική του πικρία. Ο Γκριμ ήταν μετρημένος, αλλά και βαθύς. Γι' αυτό δε μπορούσε και να παρασυρθεί από τα ρεύματα της εποχής του, μιας εποχής που, παραδομένη με υλιστικά και στενά λογικά κριτήρια στην πίστη της προόδου, καλλιέργησε την τέτοια πίστη για να μπορεί ακριβώς να βάζει τον εαυτό της πιο πάνω απ' όλες τις προηγούμενες εποχές. Ο Γκριμ αγαπούσε και θαύμαζε την εποχή του Λουδοβίκου του ΙΔ' τόσο, που δε μπορούσε ν' ανεχθεί τις τέτοιες αντιλήψεις. Χαρακτηριστική είναι μια συζήτηση που είχε στα
1757 με το φίλο του τον Ντιντερό. Ο Ντιντερό —κι έτσι ξαναγυρίζουμε στην εξαιρετική αυτή προσωπικότητα— μιλούσε σα μεθυσμένος για την πρόοδο και για τη μεγάλη σημασία που είχε ο ΙΗ' αιώνας. Ο Γκριμ απάντησε: «Μου φαίνεται ότι ο ΙΗ' αιώνας ξεπέρασε όλους τους άλλους σε τούτο: στους επαίνους που επιδαψίλευσε στον εαυτό του». Ο Ντιντερό, ακούγοντας την αντίρρηση του αδερφικού του φίλου, θα συμφώνησε ίσως μέσα του και με τον Γκριμ και με τον αιώνα του. Ο Ντιντερό θαύμαζε βέβαια  την πρόοδο των επιστημών και —όπως εκφράζεται  προπάντων  στον εξυπνότατο διάλογο «Συζήτηση ενός φιλόσοφου με την Maréchale de ...»— περίμενε με μιαν αφελέστατη βεβαιότητα ότι η πρόοδος των θετικών γνώσεων, συνυφασμένη αναγκαστικά με την υπερνίκηση των θρησκευτικών προλήψεων και γενικά της θρησκείας, θα εξασφάλιζε την ειρήνη και την ευτυχία του κόσμου. Πού να φανταζόταν ο αισιόδοξος Ντιντερό (ο δίκαιος για όλα και άδικος μόνο στην κρίση του για τη θρησκεία) ότι οι προλήψεις, που θα πήγαζαν από την επιστήμη, θα
χώριζαν τους ανθρώπους πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους είχαν χωρίσει οι θρησκευτικές αντιθέσεις! Ωστόσο —κι αυτό προπάντων θέλουμε εδώ να τονίσουμε— ο ίδιος άνθρωπος, που υπερτιμούσε την επιστήμη, δεν ήταν μονάχα (όπως παρατηρήσαμε κιόλας πιο πάνω) ένας ωραίος ταυτόχρονα νοσταλγός της φυσικής ζωής, παρά ήταν κι εκείνος που όπως βγαίνει από τα απομνημονεύματα του Μαρμοντέλ (Marmontel) και του Μορελλέ (Abbé Morellet) από μιαν επιστολή του Γκριμ, μα κι από τις «Εξομολογήσεις» του ίδιου του Ρουσσώ», έσπρωξε τον Ρουσσώ να χαρακτηρίσει την πρόοδο των επιστημών σαν έναν παράγοντα ολέθριο για την ηθική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Ο Ντιντερό —ο θαυμαστής των επιστημών, της προόδου και του πολιτισμού— έβαλε μέσ' στο μυαλό του Ρουσσώ ή έστω ενίσχυσε μέσα του την ιδέα, ότι οι επιστήμες και ο πολιτισμός καταστρέφουν τα ήθη. Μα ήταν τάχα τόσο ανακόλουθος και ασυνάρτητος ο Ντιντερό; Ο Ντιντερό ήταν ένα από τα πιο δυνατά μυαλά του ΙΗ' αιώνα, μα δε φρόντισε να πειθαρχήσει και να συστηματοποιήσει τις σκέψεις του. Αν τις συστηματοποιούσε και αν έγραφε μια συστηματική πραγματεία γύρω στο καθολικό πρόβλημα του κόσμου ή του ανθρώπου, όχι μόνο θα τον βάζαμε πλάι στον Μοντεσκιέ, στον Βολταίρο και στον Ρουσσώ, αλλά θα τον τοποθετούσαμε πολύ ψηλότερα κι από τα τρία αυτά μεγάλα πνεύματα. Ο Ντιντερό, όπως φαίνεται από τα διάφορα δοκίμιά του (μα κι απ' όσα έχουν πει οι σύγχρονοί του
—κι ανάμεσά τους ο Ρουσσώ και ο Βολταίρος— για τη ζωντανή πνευματική του παρουσία) είχε όλη τη βαθιά σοβαρότητα που είχε κι η σκέψη του Μοντεσκιέ, αλλά του έλειψε ο καιρός και η υπομονή για να την αξιοποιήσει, είχε όλη την κριτική δύναμη και την ειρωνία του Βολταίρου, αλλά του έλέιψε η διάθεση (ίσως και η απαραίτητη κακία) για να τη διαμορφώσει σε ολόκληρο σύστημα του σκέπτεσθαι, είχε όλη τη φαντασία του Ρουσσώ, αλλά του έλειψε ο απαραίτητος εγωισμός για να κλειδωθεί   στο   δωμάτιό   του   ή   για   να   κάνει   έρημους   περίπατους,   καλλιεργώντας   την   κι αδιαφορώντας για τα γύρω του. Ο Ντιντερό το σκόρπισε το πνεύμα του, όσο ίσως κανένας άλλος, στους φίλους του (ακόμα και σ' έργα των φίλων του) στους γνωστούς του ή και σε ξένους και άγνωστους, που έχοντας ακούσει  για την καλή του  καρδιά, τον φορτώνονταν.  Η  κόρη του και μαθήτριά  του,  η  Μαντάμ  ντε  Βαντέλ  (Madame  de  Vandeul)  στο  βιογραφικό  σημείωμα  που αφιέρωσε στον πατέρα της, περιγράφει χαρακτηριστικά την προσωπικότητα του Ντιντερό. Και δε θα είχε ίσως ο Ντιντερό ούτε το απαραίτητο ψωμί για να φάει —τόσο ξένος ήταν προς κάθε ατομικό υπολογισμό—  αν  σε  μιαν από  τις  δύσκολες  στιγμές  του  δεν  έσπευδε  η Μεγάλη Αικατερίνη ν' αγοράσει σε μια καλή τιμή τη βιβλιοθήκη του, να του την αφίσει στο σπίτι του και στη διάθεσή του, ορίζοντας  τον  μάλιστα  —στο  ίδιο  του  το  σπίτι!—  βιβλιοθηκάριο,  και  προκαταβάλλοντάς  του μισθούς πενήντα ετών! Ο Ντιντερό λοιπόν το σκόρπισε το πνεύμα του, και ούτε το δάμασε με υπομονή, ούτε το αποτύπωσε σε μια μεγάλη συστηματική πραγματεία. Όλες του σχεδόν οι φράσεις είναι γεμάτες πνεύμα, και μερικές μάλιστα πολύ δυνατές στη διατύπωση. Μα και ανάμεσα στις πιο δουλεμένες εκδηλώνονται συχνά παράδοξες ιδέες. Πάντως κι οι πιο παράδοξες είναι ουσιαστικά και πνευματικά  σημαντικές.  Η  παραδοξότητα  στον  Ντιντερό  είναι  πάντοτε  σημαντική,  βοηθάει  τη σκέψη του αναγνώστη, δεν οφείλεται σε απλό κέφι, που κι όταν είναι συνυφασμένο μ' εξυπνάδα είναι ουσιαστικά ανόητο και αρνητικό. Τι καλύτερος τίτλος για το πνεύμα του Ντιντερό από το γεγονός, ότι ο Γκαίτε μετάφρασε στα γερμανικά τον θαυμάσιο σατυρικό του διάλογο «Ο ανεψιός του   Ραμώ»;   Ας   μην   παραλείψουμε   μάλιστα   ν'   αναφέρουμε   ότι   ο   διάλογος   αυτός   —ένα αριστούργημα ζωντανού ύφους, πνευματικής γοργότητας, σατυρικής ευστροφίας και κοινωνικής κριτικής— βγήκε γερμανικά στη μετάφραση του Γκαίτε προτού ακόμα εκδοθεί στο πρωτότυπο, και μάλιστα η πρώτη γαλλική έκδοση ήταν (όπως αποδείχθηκε αργότερα) μια μετάφραση εκ του γερμανικού! Ο Γκαίτε θαύμασε με το δίκιο του τη σάτυρα «Ο ανεψιός του Ραμώ» ωστόσο κι αυτή είναι μονάχα ένα απόσπασμα ενός μεγάλου πνεύματος, όπως αποσπάσματα είναι και το δυνατό μυθιστόρημά του «Η Μοναχή» ή και τα διάφορα φιλοσοφικά δοκίμια του Ντιντερό. Και μέσα σε κάθε απόσπασμα υπάρχουν μονάχα σκόρπιες ιδέες, που μερικές μάλιστα συγκρούονται μεταξύ τους. Στην περίφημη «Επιστολή για τους τυφλούς» επικαλείται πολλές φορές με απόλυτη επιδοκιμασία τα συγγράμματα του αισθησιαρχικού φιλόσοφου Κοντιγιάκ —συντάσσεται έτσι απόλυτα με την πιο υλιστική ως την εποχήν εκείνη έκδοση της αισθησιαρχίας, χωρίς ο ίδιος ν' αντιμετωπίσει ποτέ του συστηματικά το πρόβλημα— και αναφέρει ταυτόχρονα, κάνοντάς την ουσιαστικά   δική   του,   την   υπέροχη   φράση,   που   είπε   πεθαίνοντας   ο   Άγγλος   μαθηματικός Σάουντερσον  (Saunderson)  που  γεννήθηκε,  έζησε  και  πέθανε  τυφλός.  Ποια είναι  η  φράση του
έξοχου αυτού ανθρώπου, που δίδασκε στο Καίμπριτζ μαθηματικά και φυσική (για τα χρώματα και για το φως) χωρίς νάχει ποτέ του αντικρύσει ένα γεωμετρικό σχήμα ή τον ήλιο; «Και όμως θα παρέλθουμε όλοι», είπε πεθαίνοντας ο Σάουντερσον, «χωρίς ποτέ να ορισθεί ούτε το πραγματικό διάστημα που καταλάβαμε, ούτε ο ακριβής χρόνος που διαρκέσαμε. Ο χρόνος, η ύλη και ο χώρος δεν είναι ίσως τίποτ' άλλο από ένα σημείο.» Και προσθέτει ο Ντιντερό ότι οι άνθρωποι «ζουν σαν τυφλοί,  ενώ  ο  Σάουντερσον  πέθανε  σα  να  είχε  δεί».  Τη  φράση  αυτή  τη  λέει  ο  ίδιος,  που συμφωνούσε με τον Κοντιγιάκ —με τη νοοτροπία της προόδου και των φώτων— και που στην ίδια πραγματεία (στην «Επιστολή για τους τυφλούς») επιτίθεται κατά του Άγγλου φιλόσοφου Μπέρκλεϋ και γενικά κατά του ιδεαλισμού. Και όμως: Τι άλλο είναι ο ιδεαλισμός του Μπέρκλεϋ από την αμφισβήτηση των αληθειών που προκύπτουν από τις αισθήσεις μας; Και δεν είναι τάχα πνευματικά θετικώτερη η ιδεαλιστική συστηματοποίηση της δυσπιστίας μας προς τις αισθήσεις, από την ασυστηματοποίητη φιλοσοφική δυσπιστία για όλα, που κάνει τον Ντιντερό —τον ίδιο δηλαδή άνθρωπο που έχει παραδεχθεί το δόγμα της αισθησιαρχίας— να ξαναγυρίζει στη σκέψη του Μονταίνιου; Σάμπως ξέρουμε, λέει ο Ντιντερό, τι είναι η ύλη, τι είναι το πνεύμα και η σκέψη, τι είναι η κίνηση, ο χώρος και η διάρκεια, τι είναι κι αυτές ακόμα οι γεωμετρικές αλήθειες; Όχι, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα, τονίζει ο Ντιντερό. Το εξαιρετικό αυτό πνεύμα δεν είχε στη ζωή του τον καιρό και την άνεση για να σκεφθεί αν η τέτοια απάντηση συμβιβάζεται με την αισθησιαρχία, που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ακριβώς η αφελέστατη ανάπαυσή της στις ματυρίες των αισθήσεων. Αν το σκεπτόταν ο Ντιντερό το πρόβλημα με άνεση, θα ξεχώριζε χωρίς άλλο ανάμεσα σ' όλους τους Γάλλους του αιώνα του, και, υπερνικώντας την καθαρά προφιλοσοφική (δηλαδή φιλοσοφικά ανεύθυνη) δυσπιστία για όλα, θάφτανε ίσως σε κάτι ανάλογο με τον κριτικό ιδεαλισμό του Καντ. Ο εξαιρετικός αυτός νους, που δεν είχε καιρό να πειθαρχήσει σε τίποτα, πειθάρχησε στην ασυνέπεια. Κι ας προσθέσουμε τώρα ότι, αν δεν είχε ο Ντιντερό καιρό ν' αφοσιωθεί στη συστηματοποίηση και την απόλυτη συνειδητοποίηση του εσωτερικού του κόσμου, αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι από έναν συγκινητικό αλτρουισμό έπεσε θύμα του εξωτερικού κόσμου, αλλά και στο ότι, θαμπωμένος από την πρόοδο των θετικών επιστημών, από την αισθησιαρχική ερμηνεία του κόσμου, από τα φώτα της λογικής, αποφάσισε —προτού λύσει ο ίδιος μέσα του το πρόβλημα φιλοσοφικά— να εκδόσει την περίφημη «Εγκυκλοπαιδεία» και να στήσει έτσι ένα αθάνατο μνημείο στην υλιστική λογική του αιώνα του. Η «Εγκυκλοπαιδεία», που οι συντάκτες της πήραν στην ιστορία του πνεύματος την ονομασία των «Εγκυκλοπαιδιστών», στοίχισε στον Ντιντερό τριάντα χρόνια της ζωής  του,  και  μέσ'  στα  τριάντα  αυτά  χρόνια  του στοίχισε  οδυνηρούς  αγώνες,  καταδιώξεις,  τις φανατικές επιθέσεις των Ιησουιτών, ψυχικούς κλονισμούς, απογοητεύσεις. Και το χειρότερο ήταν, ότι στην πιο κρίσιμη στιγμή τον εγκατάλειψε ο φίλος του και ο στενός του συνεργάτης, ο μεγάλος μαθηματικός Νταλαμπέρ (D' Alembert) που είχε χρόνια μ' ενθουσιασμό δουλέψει στη σύνταξη της
«Εγκυκλοπαιδείας». Στον Νταλαμπέρ οφείλεται η εισαγωγή εκείνη της «Εγκυκλοπαιδείας», που ο Βολταιρος την έκρινε ανώτερη από την πραγματεία του Ντεκάρτ «Περί της μεθόδου» και ισόπαλη με τα καλύτερα έργα του Βάκωνος. Μα ο Νταλαμπέρ κουράστηκε από τις επιθέσεις και τις καταδιώξεις. Η κόρη του Ντιντερό, στο βιογραφικό σημείωμα για τον πατέρα της, λέει ότι ο Νταλαμπέρ έφυγε από την «Εγκυκλοπαιδεία» γιατί ζητούσε πάντα πιο πολλά λεφτά, που, μ' όλη την έγκριση του Ντιντερό, ο εκδότης δε μπορούσε ή δεν ήθελε να δώσει. Η αλήθεια είναι μάλλον ότι ο Νταλαμπέρ, που δεν έπαψε κι αργότερα να είναι φίλος του Ντιντερό, δεν άνθεξε στις επιθέσεις. Δεν είχαν όλα τα δυνατά πνεύματα την ηθική δύναμη και την αντοχή του Ντιντερό. Κι όταν ακόμα ο Βολταίρος  προσπαθούσε  να  πείσει  τον  Ντιντερό  να  φύγει  από  τη  Γαλλία  για  ν'  αποφύγει  τον κίνδυνο να τον κάψουν ζωντανό ως άθεο, ο Ντιντερό, αν και βαθιά συγκινημένος για το ενδιαφέρον του Βολταίρου, δεν το κούνησε απ' τη θέση του κι έγραψε τότε και την υπέροχη φράση: «Αν είχα την τύχη του Σωκράτη, σκεφθείτε ότι δεν είναι διόλου αρκετό το να πεθάνει κανείς σαν και κείνον, για να γίνει άξιος να συγκριθεί μαζί του...»

Στην «Εγκυκλοπαιδεία», που η έκδοσή της τέλειωσε στα 1772, συνεργάσθηκαν οι καλύτεροι Γάλλοι της εποχής. Δεν έλειψαν βέβαια ο Ρουσσώ κι ο Βολταιρος. Ανάμεσα στους ξεχωριστούς συνεργάτες πρέπει να ονομασθεί και ο Κοντιγιάκ (Condillac) που τον αναφέραμε πιο πάνω και που αποκρυστάλλωσε   στο   ΙΗ'   αιώνα,   υλιστικώτερα   από   κάθε   άλλον,   την   αισθησιαρχία.   Άλλος
συνεργάτης της «Εγκυκλοπαιδείας», ο Χολμπάχ (Holbach) —ένας Γερμανός βαρώνος που έζησε στη Γαλλία— βλέπει κι αυτός τα πάντα σαν προσδιορισμένα σχεδόν μηχανικά από τη φύση, θαυμάζει την πρόοδο σαν κάτι που αναγκαστικά υπαγορεύθηκε από νόμους φυσικούς, ανάγει και την ηθική συνείδηση στην κληρονομικότητα, και βλέπει παντού, σαν φανατικός οπαδός της υλιστικής αιτιοκρατίας, αίτια υλικά και αντικειμενικά. Κι ο Ελβέτιος (Helvetius) που δεν είχε πάντως τη δύναμη του Κοντιγιάκ, μα που δείχνει μιαν εξαιρετική αποφθεγματική ευφυία στις διατυπώσεις του, και που πολλές φράσεις του χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τον Σόπενχάουερ, κι αυτός ήταν, θαμπωμένος από την πρόοδο της ανθρωπότητας και προσπάθησε να την αναγάγει σε μια μηχανική επίδραση του βιολογικού μας οργανισμού. Η νοοτροπία αυτή, που ήταν διάχυτη, επηρέασε και τη μελέτη των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, που τα τελευταία —τα οικονομικά—  αναχθήκανε  πρώτη  φορά  σε  αντικείμενο  μιας  ξεχωριστής  επιστήμης. Αντιμετωπίζοντας τα κοινωνικά προβλήματα, καταλήγει ο Μαμπλύ (Mably) που ήταν αδερφός του Κοντιγιάκ, στην άρνηση της ατομικής ιδιοκτησίας και στην υποστήριξη της απόλυτης κοινωνικής ισότητας. Με τα αιτήματα αυτά πλησίασε ο Μαμπλύ τον Ρουσσώ. Ανάλογα αντιμετώπισε κι ο Ελβέτιος το κοινωνικό πρόβλημα. Άλλοι πάλι, ξεκινώντας από το ίδιο υλιστικό και αιτιοκρατικό ορμητήριο, καταλήξανε σε αντίθετα συμπεράσματα, και αντί να υποστηρίξουν λύσεις κομμουνιστικές, εδραίωσαν τον οικονομικό ατομικισμό. Τέτοιοι ήταν ο γιατρός Κεναί (Quesnay) και οι οπαδοί των οικονομικών του θεωριών, που μεταξύ τους ξεχωρίζουν ο Τυργκό (Turgot) και ο πατέρας του επαναστάτη Μιραμπώ, ο Μαρκίσιος ντε Μιραμπώ. Ο Κεναί είναι ο πρώτος που δοκίμασε  να  ιδρύσει  την οικονομική επιστήμη.  Οι «εμποροκρατικές»  ιδέες, που  αναπτύχθηκαν προπάντων στο  ΙΖ'  αιώνα και που είχαν  για κύριο πολιτικό εκπρόσωπό τους τον υπουργό του Λουδοβίκου του ΙΔ', τον Κολμπέρ (Colbert) δεν αποβλέψανε σε ίδρυση μιας οικονομικής επιστήμης. Η εμποροκρατία (μερκαντιλισμός) που σήμανε την προσπάθεια των κρατών να κλείσουν τις πόρτες τους στα ξένα εμπορεύματα και να ευνοήσουν αντίστροφα, με μονοπώλια και με κάθε δυνατό τρόπο, την εκμετάλλευση ξένων αγορών κι εξωτικών πηγών πλούτου, δεν έδωσε την ευκαιρία για την ίδρυση μιας καινούριας επιστήμης, γιατί οι αρχές της, όσες φορές διατυπώθηκαν γραπτά, δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένες περιπτώσεις κι ανάγκες. Αντίθετα από τους εμποροκράτες, ο Κεναί, ιδρύοντας τη «φυσιοκρατική» οικονομική σχολή, δοκίμασε να ιδρύσει μια ξεχωριστή επιστήμη. Ο Κεναί βάλθηκε να βρει —σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής— τους φυσικούς  νόμους  που  κυβερνούν  την  οικονομική ζωή.  Ο  Τυργκό, ο  φωτισμένος  υπουργός των οικονομικών, που οι σωτήριες μεταρρυθμίσεις του δεν έγιναν δεκτές από την τυφλωμένη γαλλική αυλή, συμπλήρωσε το έργο του Κεναί, και παίρνει έτσι κι αυτός μια θέση ξεχωριστή στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης. Οι φυσιοκράτες θεώρησαν ως κύριο σκοπό των οικονομικών τους ερευνών την παραγωγική βαθμολόγηση της κοινωνικής εργασίας, κι έτσι κατάταξαν τις διάφορες κοινωνικές τάξεις σε τάξεις παραγωγικές και μη. Τον καλύτερο βαθμό τον έδωσαν οι φυσιοκράτες στην τάξη, που έργο της είναι η γεωργική παραγωγή.

Αν οι φυσιοκράτες ειδικεύσανε κάπως την έρευνά τους και ξέφυγαν από τα χτυπητά συνθήματα της εποχής, αυτό δε σημαίνει ότι κινήθηκαν έξω από το πνεύμα της. Η ύλη σαν η απαραίτητη θύρα που οδηγεί  στον  λογικό  παράδεισο,  η  συνείδηση  υποταγμένη  στην  αίσθηση,  η  ιστορία προσανατολισμένη στην αφηρημένη φύση (δηλαδή σε φυσικούς νόμους και σε μια λογική κατασκευή προσδιορισμένη από τέτοιους νόμους) η ηθική και η πολιτική στερημένες από κάθε αυτόνομο βάθρο και προσανατολισμένες αισιόδοξα σε μια «λογική» χαραγμένη αντικειμενικά πάνω στην υλικήν επιφάνεια των πραγμάτων, τέτοια είναι η εικόνα που ανοίγει στα μάτια μας η γαλλική πνευματική ζωή από τα μέσα ως τα τέλη του ΙΗ' αιώνα, δηλαδή στη λεγόμενη εποχή των Φώτων. Η ιστορία χάνεται πίσω από τη λογική. Κι η λογική δεν έχει καμιά συνείδηση της αυτονομίας της —της αυτονομίας, που θα την έκανε ν' ανυψωθεί στη συνθετική σφαίρα του «Λόγου»— δεν έχει καμιά συνείδηση των βαθύτερων δημιουργικών αντινομιών της, αλλά παραδίνεται άνετα και περήφανα (χωρίς να νιώθει ότι με τον τρόπο τούτο μειώνεται) στην υλική της καταγωγή. Ο άνθρωπος θριαμβεύει, χοροπηδάει και χαίρεται, κηρύσσοντας ότι τη λογική δεν την έχει μέσα του, αλλά την παίρνει απ' έξω, από τη φύση, από τα πράγματα. Έτσι, με την ακραία αισθησιαρχική κατεύθυνση, νόμισε ο άνθρωπος ότι νίκησε όλες τις ενοχλητικές αντιρρήσεις του εσωτερικού του κόσμου κι ότι
φτάνει  το  εξωτερικό  φως για  να  βλέπει την  αλήθεια.  Ακόμα και  στην  ερμηνεία  του  ιστορικού φαινόμενου, υποτάσσοντας ο άνθρωπος τα πάντα στην ιδέα μιας μηχανικής προόδου έλυσε όλα τα εσωτερικά και ουσιαστικά διλήμματα με λογικές μονοκονδυλιές. Είπαμε κιόλας μερικά λόγια για τον Χολμπάχ και τον Ελβέτιο, που εμπιστεύονται αισιόδοξα τα πάντα στην ιστορική πρόοδο, ανάγοντάς την σε μηχανικά φυσικά αίτια. Το ότι η θεωρητική αυτή αισιοδοξία δεν οδήγησε στην πολιτική απάθεια και απραξία, παρά οδήγησε αντίθετα στην πιο βίαιη, αλλά και πιο ηρωική επαναστατική τραγωδία, αυτό δεν πρέπει διόλου ν' αποδοθεί σε θαύμα, γιατί οφείλεται ακριβώς στο γεγονός, ότι η παραμέριση όλων των εσωτερικών διλημμάτων και αμφιβολιών άνοιξε ελεύθερο το δρόμο για την πιο  μονοκόμματη και φανατική πολιτική δράση. Ένας  από τους  ηθικά πιο μεγάλους (όχι όμως πολυθόρυβους) δράστες, ο Κοντορσέ (Marquis de Condorcet) που κατατρεγμένος ως γιρονδίνος ήπιε δηλητήριο και πέθανε στα 1794, έγραψε τον πιο αισιόδοξο ύμνο στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Και τον έγραψε τον αισιόδοξο ύμνο του στις μέρες που είχε προγραφεί και που κρυβόταν για ν' αποφύγει τη γκιγιοτίνα. Το θεμελιακό έργο του Κοντορσέ είναι μια προσπάθεια αναγωγής της ιστορικής προόδου του ανθρώπινου πνεύματος σε μια φυσική νομοτέλεια και σε μια σχηματική ρυθμικότητα. Σα μαθηματικός, αντίκρυσε ο Κοντορσέ την πνευματική ιστορία σχηματικά. Σαν οικονομολόγος, που είχε επηρεασθεί από τους φυσιοκράτες, ανάγει την αξία όλων των πραγμάτων —και των πνευματικών— στη λογικά διατιμήσιμη εξωτερική τους ωφέλεια. Σαν επαναστάτης, —την ίδιαν ακριβώς την ώρα που προγράφεται και που κρύβεται για να μην πέσει στα χέρια των χτεσινών συντρόφων του— πιστεύει αισιόδοξα στο πιο λαμπρό μέλλον. Από τον Κοντορσέ πηγάζει η θεωρία για τα τρία στάδια που διασχίζει το ανθρώπινο πνεύμα στην πρόοδό του, μια θεωρία που την αποκρυστάλλωσε αργότερα ο κόμις Σαιν-Σιμόν (ο εγγονός του γνωστού μας απομνημονευματογράφου) και που την πήρε έπειτα, όπως θα δούμε πιο κάτω, ο Αύγουστος Κοντ και  την  ανάλυσε  διεξοδικά,  εφαρμόζοντάς  την  και  στην  ιστορική  εξέλιξη  των  ανθρώπινων κοινωνιών.

Εκτός από το έργο του Κοντορσέ, υπάρχουν κι άλλες πολλές πνευματικές εκδηλώσεις που συνυφάνθηκαν χρονικά και λογικά με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Πολλά από τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν, πολλοί από τους λόγους που ειπώθηκαν στις κρίσιμες και φοβερές εκείνες ώρες, σχετίζονται ή σωστότερα συνυφαίνονται οργανικά με ολόκληρο το πνευματικό οικοδόμημα της εποχής, όπως το περιγράψαμε πιο πάνω. Η επανάσταση ως αρνητικό κήρυγμα είχε ουσιαστικά γίνει, κι είχε μάλιστα και τελειώσει, προτού εκραγεί. Κανένας από τους επαναστάτες, που κι οι πιο μεγάλοι ήταν μόνο ως επαναστατικοί δράστες και ως ρήτορες μεγάλοι, δεν παρουσιάζει μιαν αυτόνομη πνευματική οντότητα. Όλοι είναι μεθυσμένοι από τις ιδέες της προόδου ή από τις αρχές του Ρουσσώ, από την αισθησιαρχία κι από τη λογοκρατία, και ανυψώνουν τη λογική σε θεότητα. Ήρθε μάλιστα κι η στιγμή που την προσκύνησαν τη λογική, μετουσιωμένη σ' ένα πνευματικά ξεραγγιανό και άψυχο Υπέρτατο Ον, ως τον μόνο αληθινό Θεό. Βωμός για τη λατρεία του νέου Θεού ήταν η γκιγιοτίνα. Ο μεγαλύτερος απ' όλους τους επαναστατικούς ρήτορες, ο Μιραμπώ (Comte de Mirabeau) είχε γράψει και πριν από την Επανάσταση διάφορες πραγματείες και αποθανάτισε μάλιστα, με τις τρελλές ερωτικές του επιστολές προς τη Σοφία, προς τη Μαντάμ ντε Μονιέ (Madame de Monnier) τη νεανική του περιπέτεια, μια περιπέτεια που μοιάζει με μυθιστόρημα, μα που είχε το πιο  πεζό  και  ερωτικά  άδοξο  τέλος.  Μεγάλο  θαυμασμό  έτρεφέ  ο  Μιραμπώ  στον  Ρουσσώ.  Τον
«Αιμίλιο» τον ονομάζει, σ' ένα γράμμα του προς τη Σοφία, «θαυμάσιο ποίημα». Ως τον μεγαλύτερο
πάντως άνθρωπο του αιώνα χαρακτηρίζει ο Μιραμπώ (σ' ένα γράμμα πάλι προς τη Σοφία) τον Μπυφόν. Το ότι διάλεξε τον Μπυφόν, αυτό είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικό για το συγκρατημένο πνεύμα του Μιραμπώ. Ο βίαιος χαρακτήρας του δεν παράσυρε και το πνεύμα του στη βιαιότητα. Ο Μπρισσό (Brissot) ζει μέσα σε ιδέες ανάλογες με τις ιδέες του Μαμπλύ, εμπνέεται άμεσα κι από τον Ρουσσώ, και προκαλεί ως ρήτορας —όπως φαίνεται χαρακτηριστικά κι από ένα γράμμα της Μαντάμ Ρολάν— μεγάλους ενθουσιασμούς. Ο Βερνιώ (Vergniaud) παίρνει ό,τι του χρειάζεται άλλοτε από τον Μοντεσκιέ και άλλοτε από τον Ρουσσώ. Ο Δαντόν (Danton) δεν πιστεύει ουσιαστικά σε τίποτα, πολεμάει ωστόσο παλικαρίσια κι έρχεται ως ρήτορας σχεδόν ισόπαλος με τον Μιραμπώ. Η απανθρωπιά του ήταν λιγότερο επικίνδυνη από την απανθρωπιά του Ροβεσπιέρρου, γιατί, βασισμένη στην ελαφρομυαλιά και σ' επιπόλαια πάθη κι όχι στην «αρετή του αδιάφθορου», δεν
είχε τη «συνέπεια» της απανθρωπιάς εκείνου. Τα ηθικά ελαττώματα του Δαντόν ήταν κοινωνικά ευεργετικότερα ή πάντως λιγότερο επώδυνα από την αρετή του Ροβεσπιέρρου. Κι ο Δαντόν, που δεν  ήταν  ενάρετος,  κατάφερε  άλλωστε  να  πεθάνει  πολύ  πιο  ανδρικά  από  τον  ενάρετο  και αδιάφθορο αντίπαλό του. Αφοσιωμένος στον Δαντόν ήταν ο Κάμιλλος Ντεμουλέν (Camille Desmoulins) που ανέβηκε μαζί με τον Δαντόν στη γκιγιοτίνα. Ο Ντεμουλέν —ο ευαίσθητος και αισθηματικός νέος, που όμως, πριν υψώσει την ευγενική φωνή του κατά της «τρομοκρατίας», είχε απαθέστατα συμβάλει στο έργο της λαιμητόμου— είναι ο εμπνευσμένος δημοσιογράφος της επαναστατικής εποχής. Μα κι εκτός από τη δημοσιογραφική δράση του, που αποκαλύπτει εξαιρετικές λογοτεχνικές ικανότητες, μεγάλη αξία έχουν ως ιστορικά ντοκουμέντα κι οι επιστολές του, που στις γραμμές τους ανασαίνει η Επανάσταση και απεικονίζονται όλες οι στιγμές της. Την πτώση της Βαστίλλης την περιγράφει σ' ένα θαυμάσιο γράμμα προς τον πατέρα του. Οι τελευταίες ώρες του είναι σπαραχτικά αποτυπωμένες σ' ένα γράμμα προς την πολυαγαπημένη του Lucile, τη γυναίκα του. Οκτώ μέρες αργότερα τον ακολούθησε κι αυτή, είκοσι δυο χρονών, στη λαιμητόμο. Ο Ντεμουλέν  δε  μπορούσε  να  το  πιστέψει,  ότι  ο  Ροβεσπιέρρος,  ο  χτεσινός  φίλος  του,  ο  παλιός μάλιστα συμμαθητής του, είχε υπογράψει το ένταλμα για τη σύλληψή του και τον έστελνε στη λαιμητόμο! Ο Ροβεσπιέρρος (Robespierre) πιστεύει στον Ρουσσώ και νομίζει ότι η πίστη αυτή και ο αδιάφθορος χαρακτήρας του μπορούν να εξιλεώσουν κάθε έγκλημα. Ενώ στα 1791 λέει στη Συντακτική Συνέλευση ότι «οι ανθρώπινες κρίσεις δεν είναι ποτέ αρκετά ασφαλείς» για ν' αποφασισθεί η θανάτωση ενός ανθρώπου, δύο χρόνια αργότερα φωνάζει ότι μια μονάχα είναι η ποινή που ταιριάζει στην εσχάτη προδοσία, ο θάνατος, κι ότι είναι «γελοίο» ν' αμφιβάλλουμε γι' αυτό (δηλαδή το ν' αμφιβάλλουμε, αν έχει ο τύραννος το δικαίωμα να ξεκαθαρίζει κάθε άνθρωπο που δεν του είναι βολικός). Ενώ στα 1790 τόνιζε ο Ροβεσπιέρος ότι δε μπορούσε να καταλάβει «πώς τα μέσα του δεσποτισμού θα μπορούσαν να κατοχυρώσουν την ελευθερία», τρία χρόνια αργότερα διατυπώνει την περίφημη φράση: «Η κυβέρνηση της Επαναστάσεως είναι ο δεσποτισμός της ελευθερίας κατά της τυραννίας». Τι είναι η τρομοκρατία; Η τρομοκρατία, λέει ο Ροβεσπιέρος, ο ποντίφικας της λογικής και του υπέρτατου Όντος, είναι «μια απόρροια της αρετής». Έφταιξε τάχα για τις αντιλήψεις αυτές ο Ρουσσώ; Ο Ροβεσπιέρρος πίστευε ότι ήταν ο πιο πιστός μαθητής του ειδυλλιακού παιδαγωγού. Δεν αποκλείεται μάλιστα να πίστευε ότι ήταν η ενσάρκωση του ενάρετου
«Αιμίλιου». Ο Σαιν-Ζυστ (Saint-Juste) ήταν ο μαθητής του μαθητή του Ρουσσώ. Του έφτανε ότι ακολουθούσε τον Ροβεσπιέρο (δεν ξέρουμε αν του έφτασε και το ότι τον ακολούθησε στη λαιμητόμο) κι έτσι δεν είχε ανάγκη να βασανίσει το πνεύμα του με το πρόβλημα του Ρουσσώ. Ο Μπαρνάβ (Barnave) που δεν ήταν μόνο επαναστάτης, παρά ήταν κι άνθρωπος, και λυπήθηκε τη Μαρία-Αντουανέτα,  επικαλείται  συχνά  τον  Μαμπλύ,  ανήκει  όμως  γενικά  στην  προοδευτική ιδεολογία της εποχής. Ο Βολνέ (Volney) δείχνει ως επαναστάτης και πολιτικός μιαν ικανότητα μικρότερη από εκείνη που είχε δείξει άλλοτε ως ταξιδιώτης, μα δημοσιεύει στα 1791 ένα αξιοπρόσεχτο έργο, «Τα ερείπια», που είναι μια ταξιδιωτική και ιδεολογική φαντασμαγορία. Δυο χρόνια ύστερα από την έκδοση του έργου αυτού, αποτυπώνει ο Βολνέ αποφθεγματικά τις ιδέες του σ' ένα διάλογο, που έχει αποβάλει τον αρχικό του τίτλο και τιτλοφορείται σήμερα: «Ο φυσικός Νόμος». Ο  Βολνέ εκφράζει  ιδέες  αντίθετες προς τις  ιδέες του Ρουσσώ,  πιστεύει στην  πρόοδο, θεωρώντας τον φυσικό άνθρωπο κτήνος και άγριο θηρίο, βλέπει παντού —ακόμα και στην ηθική— νόμους φυσικούς, που απομάκρυναν τον άνθρωπο από το πρωτόγονο και άγριο στάδιό του. Ο Βολνέ είναι ο επίγονος των προεπανασταικών φιλοσόφων και ο πιο «φιλόσοφος» απ' όλους τους επαναστάτες. Η αθεΐα του φτάνει σε προλήψεις κωμικές, ενώ καμιά θρησκευτική πρόληψη δεν ήταν ποτέ κωμική. Κι αυτός ακόμα ο «άθεος» Ναπολέων, που ήταν στ' αλήθεια πολύ λιγότερο άθεος απ' ό,τι έλεγε, δε μπόρεσε μια μέρα ν' ανθέξει ακούγοντας τις αθεϊστικές ανοησίες του Βολνέ, και, αντί να τον αντικρούσει μ' επιχειρήματα, του 'δωσε... μια γερή σπρωξιά στην κοιλιά με το γόνα του! Κι ας παραλείψουμε τώρα κάμποσους ακόμα διανοούμενους επαναστάτες, που θα μπορούσαμε ν' αναφέρουμε,  για  να  καταλήξουμε  στον  Μαρά  (Marat)  τον  τρομερό  αυτό  άνθρωπο  που  ένα εκδικητικό γυναικείο χέρι τον ανάγκασε να κάνει το τελευταίο του λουτρό μέσα στο ίδιο του το αίμα. Ο Μαρά έχει για την ιστορία των κοινωνικών ειδικά θεωριών σημασία μεγαλύτερη απ' όλους τους άλλους. Στο ΙΖ' αιώνα είχαν γραφεί από ένα Γάλλο μαρκήσιο κι από έναν Άγγλο επίσκοπο μερικές φράσεις, που κανένας δε μπορούσε τότε να φαντασθεί τις επαναστατικές θεωρητικές τους
συνέπειες. Οι φράσεις αυτές περιέχουν μέσα τους το σπέρμα ολόκληρης της θεωρίας του Μαρξισμού. Ο Μαρκίσιος ντε Λα Φαρ (Marquis de la Fare) που έγραψε, όπως πολλοί στην εποχή του, απομνημονεύματα, μας λέει ότι του καθενός το πνεύμα είναι προσδιορισμένο από την κοινωνική του θέση και κατάσταση. Την ίδια περίπου εποχή, δηλαδή στο ΙΖ' ακόμα αιώνα, ο Άγγλος επίσκοπος Μπάρνετ (Bishop Burnet) ένα πνεύμα οξύ, καταγγέλλει σ' ένα πολιτειολογικό δοκίμιό του
—χωρίς όμως να φθάνει και σε γενικά θεωρητικά συμπεράσματα για την ποιότητα του ανθρώπινου πνεύματος— τη σχετικότητα των πολιτικών  ειδικότερα ιδεών.  Εκατό  χρόνια  αργότερα μεταβάλλονται οι υπαινιγμοί αυτοί σε θεωρία. Τη μεταβολή την έκανε ο Μαρά. Σε διάφορα επαναστατικά άρθρα του δεν προσπαθεί ο Μαρά μονάχα ν' αναγάγει τη Γαλλική Επανάσταση στην πάλη των οικονομικών συμφερόντων —προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για το ιστορικό έργο του Μινιέ (Mignet) που βγήκε στα 1824— αλλά προβαίνει και στη θεωρητική αποκρυστάλλωση της αρχής ότι η συνείδηση του καθενός, σε όλες τις εκδηλώσεις της, είναι προσδιορισμένη μηχανικά και παθητικά  από  την  κοινωνική  πραγματικότητα.  Ο  καθένας  ζει  και  σκέπτεται  ανάλογα  με  τις κοινωνικές συνθήκες που μέσα τους αναπτύχθηκε η συνείδησή του. Την ιδέα αυτή που έγινε αργότερα το θεμέλιο του Μαρξισμού, την αποκρυστάλλωσε πρώτος ο Μαρά. Αυτό μας δείχνει καθαρά ότι ο Μάρξ, που άντλησε από πολλές πηγές το θεωρητικό του σύστημα, και που, όπως θα δούμε, η αμεσώτερη πηγή του ήταν ο γερμανικός ιδεαλισμός, ανάγεται έμμεσα και στην αισθησιαρχία του ΙΗ' αιώνα. Η θεωρητική παρατήρηση του Μαρά, που έγινε αργότερα το βάθρο του Μαρξισμού, έχει βέβαια μια πρωτοτυπία στο συμπέρασμά της, ξεκινάει όμως κι αυτή από την αισθησιαρχική κατεύθυνση της εποχής, από μια κατεύθυνση που ζητούσε ν' αναγάγει όλα όσα υπάρχουν μέσα μας στη μηχανική επίδραση εξωτερικών, υλικών και αντικειμενικών δεδομένων.

Ένα εκδικητικό χέρι ανάγκασε, όπως είπαμε, τον Μαρά να κάνει το τελευταίο του λουτρό μέσα στο ίδιο του το αίμα. Ποιο ήταν το χέρι αυτό; Ήταν το χέρι της όμορφης Σαρλόττας Κορνταί (Charlotte Corday)  μιας  μαθήτριας  τού  Πλουτάρχου,  που  καταγόταν  από  τον  Κορνέιγ  (δηλαδή  από  μιαν αδερφή του) και απ' ό,τι πιο γήινο έχει η γη της Γαλλίας. Ήταν το χέρι εκείνης, που όταν την εκτελέσανε στις 18 Ιουλίου του 1793, βρέθηκαν ευτυχώς τα χείλη του ποιητή για να την υμνήσουν. Ενώ όλοι υμνούσαν τον Μαρά, ο Αντρέ Σενιέ ύμνησε τη Σαρλόττα «Η αλήθεια σωπαίνει», λέει ο ποιητής στη δεύτερη στροφή της ωραίας ωδής του. Ναι, η αλήθεια θα ήταν ύποπτη ένοχης σιωπής, αν δε μιλούσε τη στιγμή εκείνη ο ποιητής. Ο Σενιέ, προσανατολισμένος φανατικά στην Ελλάδα, στο πνεύμα της, αλλά και στο αίμα της, που το 'νιωθε να ρέει (ή νόμιζε έστω πως ρέει) στις φλέβες του, είχε γράψει ως τότε τα λαμπρά «Βουκολικά» του, που ο Ερεντιά (J. M. de Heredia) τα χαρακτήρισε ως τους ωραιότερους στίχους που γνώρισε, μα που μ' όλο το συνειδητό προσανατολισμό τους στον Πίνδαρο  και  στον  Θεόκριτο,  στην  ελληνική  κλασική  ιδέα,  διέπονται  και  από  ένα  λυρισμό
«κρυπτορωμαντικό» —είχε γράψει και μερικά άλλα ποιήματα, και προπάντων σχέδια ποιημάτων, τραγωδιών και κωμωδιών— κι είχε εκδηλώσει —αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει εδώ ιδιαίτερα— τον πιο απερίσκεπτο, παιδιάστικο και επιπόλαιο θαυμασμό του απ' τη μια μεριά στις αισθησιαρχικές ιδέες της προόδου, όπως τις δίδαξε ο αιώνας του, κι απ' την άλλη μεριά στον Ρουσσώ, αλλά και στον Μοντεσκιέ και στον Μπυφόν. Ωστόσο ο επιπόλαιος νέος μεταδιδάχθηκε γρήγορα, όταν είδε τα φοβερά αποτελέσματα που προκάλεσε η σύγχυση των ιδεών στην Επανάσταση. Ο Αντρέ Μπελσόρ (André  Bellessort)  που  μαζί  με  τους  Λουί  Μπερτράν  (Louis  Bertrand)  Σαρλ  Μωρράς  (Charles Maurras) και Φιρμέν Ροζ (Firmin Roz) έγραψε τις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες για τον Σενιέ, διατυπώνει επιγραμματικά την ακόλουθη φράση: Ο Σενιέ «ανήκε στην αξιότιμη οικογένεια των μετριοπαθών εκείνων, που ανοίγοντας πάντοτε την πόρτα στους βίαιους, ξαφνιάζονται ύστερα και αγανακτούν   που   δε   μπορούν   να  την   ξανακλείσουν».   Αυτό   είναι   σωστό,   πολύ  σωστό.   Ας προσθέσουμε όμως εμείς, ότι το ξάφνιασμα των απερίσκεπτων μετριοπαθών γίνεται συχνά η πηγή μεγάλων  αληθειών.  Στον  Σενιέ  έγινε  η  πηγή  μιας  θαυμαστής  ποιητικής  δημιουργίας,  που σημειώθηκε όταν ο ποιητής, φυλακισμένος στον Άγιο Λάζαρο, περίμενε να σημάνει και γι' αυτόν η ώρα της γκιγιοτίνας, κι έγινε μάλιστα κι από τα 1790 η πηγή μιας βαθιάς θεωρητικής δοκιμασίας μεσ' στο πνεύμα του, μιας δοκιμασίας που τον έκανε να γράψει και να δημοσιεύσει, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, δοκίμια σαν εκείνο που στις ζωηρά γραμμένες σελίδες του ειδοποιεί τους Γάλλους και τους λέει ποιοί είναι οι αληθινοί εχθροί τους. Επαναστάτης ο ίδιος, κηρύσσει ότι η Επανάσταση
κινδυνεύει από τους ίδιους τους επαναστάτες. Ο Σενιέ ξέρει και τονίζει ρητά ότι η υπερβολή της αλήθειας κάνει την αλήθεια να παύει να 'ναι αλήθεια. Τι «μέτρο» υπάρχει στις σκέψεις του επαναστάτη Σενιέ! Αν όλοι οι επαναστάτες ήταν σαν κι αυτόν, η «επανάσταση» θάταν η πιο φυσιολογική κίνηση της ιστορίας. Στην ωδή του την αφιερωμένη στη Σαρλόττα Κορνταί υπάρχει ένας στίχος, που ενσαρκώνει συμπυκνωμένη ολόκληρη την ηθική φιλοσοφία του Πλάτωνος και του Καντ. Ενώ όλοι τους έβλεπαν την ελευθερία σαν κάτι εξωτερικό και σαν αφορμή ασυδοσίας, ο Σενιέ φωνάζει: «Μονάχα η αρετή είναι ελεύθερη». Και ο Μαρά και ο Σενιέ ξεκίνησαν από την αισθησιαρχία. Ενώ όμως ο Μαρά έμεινε χωμένος μέσα της και διατύπωσε, όπως είδαμε, τα πιο συγκλονιστικά κοινωνιολογικά πορίσματά της, ο Σενιέ την ξεπέρασε και τη νίκησε όχι μόνο ως ποιητής, αλλά και ως θεωρητικός διανοητής και ως ηθικός άνθρωπος.

Η   αισθησιαρχία,   που   επικρατούσε   στη  γαλλική  διανόηση   του  ΙΗ'   αιώνα,   ήταν  καμωμένη, εκβάλλοντας σ' ένα συμβατικό σχετικισμό, να πλαισιώσει θαυμάσια τα σαλόνια του Παρισιού, που έχοντας για κέντρο μια φιλόδοξη γυναικεία μορφή, βρήκαν στο ΙΗ' ακριβώς αιώνα την πιο χτυπητή τους εκδήλωση. Η δύναμη των σαλονιών ήταν τέτοια, που κι αυτή ακόμα η πολιτική ζωή της εποχής δεν  είναι  νοητή  χωρίς  να  συνδυασθεί  με  την  ύπαρξή  τους.  Ο  δηκτικώτατος  Βολταίρος  δεν παράλειψε  να  ορίσει  σ'  ένα  γράμμα  του,  που  γράφηκε  στα  1732,  τη  σημασία  των  σαλονιών,
«Υπάρχει στο Παρίσι», λέει ο Βολταίρος, «ένας μεγάλος αριθμός από μικρές κοινωνίες, όπου προεδρεύει πάντα μια κάποια γυναίκα, που περί τας δυσμάς της ομορφιάς της αφήνει να λάμψει η αυγή του πνεύματός της. Ένας ή δυο άνθρωποι των γραμμάτων είναι οι πρωθυπουργοί στο μικρό αυτό βασίλειο. Αν αμελήσετε να προσχωρήσετε στην τάξη των αυλικών, κατατάσσεστε στην τάξη των εχθρών και σας εξολοθρεύουν». Κι ο Βολταίρος δε μπήκε μάλιστα πέρα για πέρα στο διαλυτικό νόημα των σαλονιών, που, αν η Γαλλική Επανάσταση τα σκόρπισε, όμως σ' αυτά χρωστούσε μιαν από  τις  κύριες  ιστορικές  προϋποθέσεις  της.  Το  σαλόνι  του  ΙΗ'  αιώνα  ήταν  η  γέφυρα,  που
—ανύποπτα  και  με  μιαν  αφελέστατη  και  πάμφθηνη  φιλοσοφία  κοσμικού  τύπου—  στήθηκε ανάμεσα   στο   πνεύμα   και   στους    αγώνες   των   πεζοδρομίων.   Ο    σ χ ε τ ι κ ι σ μ ό ς     των εγκυκλοπαιδιστών και των φιλοσόφων του γαλλικού Φωτισμού ήταν (προπάντων στην κοινωνική και κοσμική προβολή του) τόσο α π ό λ υ τ ο ς  και, παρ' όλες τις κομψότατες χειρονομίες του, τόσο χοντροκομμένος, ώστε στα σαλόνια του Παρισιού ο Ιταλός Αββάς Γκαλιάνι (Abbé Galiani) ο σοβαρός οικονομολόγος που δεν είχε σύστημα, ο ευφυολόγος που είχε βάθος, ο επιστολογράφος που έδωσε στη γαλλική συμβατική γλώσσα μιαν ένταση δυναμική, αναγκαζόταν κάθε τόσο —αν και συνειδητός σχετικιστής κι ο ίδιος— να επεμβαίνει για να επιβάλλει κάποια τάξη στην αταξία του σύμπαντος, όπως καταντούσαν να την υποστηρίζουν οι «φιλόσοφοι». Την πιο χαρακτηριστική επέμβαση του Γκαλιάνι μας τη διηγήθηκε στ' απομνημονεύματά του ο Αββάς Μορελλέ. Μέσα από τη στεγνή, κομψή και συμβατική λογική ξεπήδησαν τα μεγαλύτερα και φανατικώτερα πάθη. Η φιλοσοφία της αμαρτίας, της τρελλής ομορφιάς και του πάθους —μια φιλοσοφία που, ξεπερνώντας το περιβάλλον της, την υποστήριξε στις επιστολές της, σαν πρόδρομος του Σταντάλ και του Νίτσε, η Μαντεμουαζέλ ντε Λεσπινάς (Mademoiselle de Lespinasse)— δε θα μπορούσε, όση απήχηση κι αν έβρισκε, ν' αναστατώσει την ιστορία τόσο, όσο την αναστάτωσε η πίστη (μια πίστη αντιφατική και στο βάθος άπιστη) στη στεγνή λογική του σχετικισμού. Μέσ' από τη θάλασσα του σχετικισμού ξεπήδησε το Απόλυτο (γιατί το Απόλυτο δε λείπει από τη ζωή ποτέ) σαν τέρας. Οι άνθρωποι, που ζήτησαν στο ΙΗ' αιώνα ν' αφανίσουν τις προλήψεις και κάθε πίστη, κατάντησαν —χωρίς να θέλουμε μ' αυτό να πούμε ότι δεν έκαμαν και χειρονομίες ευεργετικές— να πέσουν στην πιο μεγάλη πρόληψη και στην πιο τυραννική δεισιδαιμονία. Η Γαλλική Επανάσταση, που ανταποκρίθηκε σε μια μεγάλη ιστορική αλήθεια, θα 'βρισκε ίσως και την πιο άξια ιστορική της φορεσιά αν ο φιλοσοφικός σχετικισμός που προηγήθηκε δεν είχε φροντίσει —με τα τρυφερά μάλιστα και λεπτά δάχτυλα των πιο κακομαθημένων κυριών και κοσμικών κυρίων— να ξεσχίσει όλα τα υφάσματα που θα μπορούσαν να ταιριάξουν στο μεγάλο εκείνο ιστορικό γεγονός. Η Γαλλική Επανάσταση φόρεσε πάνω στο υπέροχο σώμα της ένα άπειρο πλήθος από ράκη. Αυτό ήταν μια μοίρα κακή, που δε μπορούσαν όμως να την αποφύγουν οι επαναστάτες, γιατί την προετοίμασαν ακριβώς εκείνοι, που έδωσαν στην επανάσταση τα όπλα του νου. Ο Φρειδερίκος ο Μέγας, ο ήρωας του ΙΗ' αιώνα και βασιλιάς της Πρωσσίας, δε μπόρεσε βέβαια, όπως θα δούμε  αργότερα, να  είναι  δίκαιος για  τα πνευματικά
δημιουργήματα  της  εποχής  του,  δε  μπόρεσε  να  χαρεί,  σαν  τυπικά  ορθόδοξος  και  φανατικός μαθητής του Μαλέρμπ, του Ρασίν και του Μπουαλώ, ούτε τον Ρουσσώ, ούτε τον Ντιντερό, δηλαδή ούτε τις μεγάλες πνευματικές εκδηλώσεις των ημερών του, το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να ισχυρισθούμε, ότι είχε και σ' όλες γενικά τις κρίσεις του γύρω στα σύγχρονα βιβλία άδικο. Όταν  κάθισε κι  έγραψε την  αντίκρουση στα δυο  έργα  του βαρώνου  Χολμπάχ  «Δοκίμιο  για τις προλήψεις» και «Σύστημα της φύσης», με το δίκιο του διατύπωσε τις πιο αυστηρές φράσεις κατά του φιλοσόφου αυτού της μόδας, που στο μέγαρό του σύχναζαν ο Ντιντερό και άλλοι, και γίνονταν
—όπως βγαίνει από τις επιστολές του Ντιντερό προς τη δεσποινίδα Βολλάν (Mlle Vollahd)— οι ηθικά,  κοινωνικά και  πνευματικά  πιο  ασύδοτες συζητήσεις.  Και τι  λέει  στην  αντίκρουσή του ο μεγάλος στρατηγός και ήρωας; Ας ακούσουμε μερικές φράσεις του: «Ποιαν αλήθεια», ρωτάει ο Φρειδερίκος, «μου δίδαξε ο συγγραφέας; Μου δίδαξε ότι όλοι οι κληρικοί είναι τέρατα που πρέπει να λιθοβοληθούν, ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας είναι ένας βάρβαρος τύραννος, ότι οι υπουργοί του είναι αρχιμασκαράδες, οι αυλικοί του δειλοί δουλοπρεπείς κατεργαραίοι, οι ισχυροί του κράτους βλάκες γεμάτοι αυθάδεια, ότι οι δικαστές γυρίζουν τους νόμους όπως τους αρέσει, λησμονώντας το καθήκον τους, ότι οι τραπεζίτες ληστεύουν και κάνουν βρωμοδουλειές... και ότι σ' ολόκληρη τη Γαλλία δεν υπάρχει ενάρετο, αξιέπαινο και αξιοσέβαστο τίποτ' άλλο, εκτός από τον ίδιο το συγγραφέα κι από τους φίλους του, που στολίζουν τον εαυτό τους με τον τίτλο του φιλόσοφου.» Τέτοιες «φιλοσοφίες» σαν του βαρώνου Χολμπάχ, φιλοσοφίες αρνητικές, διαλυτικές, άδικες στη γενικευτική επίκριση των πάντων, αδειανές σε θετικό και ουσιαστικό περιεχόμενο, τροφοδότησαν τις ψυχές των νέων της εποχής, των νέων που τάχθηκαν να πραγματοποιήσουν την επανάσταση. Οι νέοι αυτοί, τουλάχιστον οι περισσότεροι, δεν έβρισκαν ούτε στα έργα των μεγάλων πνευμάτων (π.χ. του Ρουσσώ ή του Ντιντερό) τα θετικά στοιχεία που περιείχαν, και περιορίζονταν ν' αντλούν κι απ' αυτά ό,τι μονάχα ήταν αρνητικό, διαλυτικό. Η αισθησιαρχία, ο σχετικισμός, η αναγωγή της στενής λογικής  σε  είδωλο,  η  αθεϊστική  επιδειξιμανία,  η  γενική  άρνηση  κάθε  καθιερωμένης  αξίας  κι εξουσίας, η τέτοια διαλυτική στροφή του νου εμπόδισε τη Γαλλική Επανάσταση να πετύχει την άξια ισορροπία ανάμεσα στο σκοπό της και στα μέσα που χρησιμοποίησε για τ' αγκάλιασμά του. Η Γαλλική Επανάσταση αγκάλιασε το σκοπό της με τρόπο τέτοιον, που κατάντησε σχεδόν να τον πνίξει. Γι' αυτό χρειάσθηκε η μεγάλη περιπέτεια της αυτοκρατορίας, για να γίνει η Επανάσταση, ύστερα από διάφορες αντιδραστικές δοκιμασίες, μια ζωντανή και ανέκκλητη πνευματική πραγματικότητα.

Αν δεν προσέξουμε τα ράκη της παροδικής παρουσίας της (ράκη βουτηγμένα όχι μόνο στο αίμα, αλλά και στην πιο βρώμικη λάσπη) η Γαλλική Επανάσταση με τα αιώνια στοιχεία της παρουσίας της σήμανε ένα γεγονός πολύ μεγάλο. Δεν 'κατάφερε βέβαια να «εφεύρει» σχεδόν τίποτα, καμιά ιδέα και καμιά καινούρια αρχή ζωής. Απόλυτα δικά της ήταν μόνο τα παροδικά στοιχεία της, και όχι τα αιώνια. Απόλυτα δικό της ήταν προπάντων το ηθικό και πνευματικό χάος, που αν δεν ερχόταν να το δαμάσει ο Βοναπάρτης (ο φαινομενικός αρνητής και δολοφόνος της, στο βάθος όμως ο σωτήρας της) η Γαλλική Επανάσταση θα 'τρωγε ίσως τον εαυτό της και δε θα 'φινε πολλά πράματα πίσω της. Η θετικώτερη πράξη, που σημείωσε η Γαλλική Επανάσταση, δε σημειώθηκε στο Παρίσι αλλά σημειώθηκε με τη στρατιά του Βοναπάρτη στην Ιταλία. Τη «Μασσαλιώτιδα» την άκουσε ο κόσμος στην Ιταλία και όχι στο Παρίσι. Στο Παρίσι την τραγουδούσε ο όχλος. Στην Ιταλία την τραγούδησαν οι ίδιοι άνθρωποι —οι ίδιοι που στο Παρίσι αποτελούσαν τον όχλο— ως «λαός». Στο Παρίσι τραγουδούσε τη «Μασσαλιώτιδα» ο όχλος για να λεηλατεί, για να οργιάζει και για να σκοτώνει κοντά σε λίγους ένοχους πολλούς αθώους. Στην Ιταλία την τραγούδησαν οι ίδιοι πάλι άνθρωποι, μα την τραγούδησαν για να σκοτωθούν και για να εξασφαλίσουν με την αυτοθυσία τους την ελευθερία τη δική τους κι ενός άλλου λαού. Ας το ξαναπούμε όμως πάλι: η Γαλλική Επανάσταση δεν κατάφερε να  εφεύρει  σχεδόν  τίποτα.  Μα  ήταν  τάχα  ανάγκη  να  εφεύρει;  Τα  «αιώνια»  δε  μπορούν  να
«εφευρεθούν», υπάρχουν αιώνια. Μήπως τα είδε τουλάχιστον η Γαλλική Επανάσταση καθαρώτερα απ' ό,τι τα είδαν άλλες εποχές; Όχι. Μα ούτε κι αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Ενώ οι μεγάλες πολιτικές και   ηθικές   αλήθειες,   που   κήρυξε   η   Γαλλική   Επανάσταση,   ανάγονται   άλλες   στην   ελληνική αρχαιότητα, άλλες στο Χριστιανισμό —στο Χριστιανισμό που οι επαναστάτες, στην επιπολαιότητά τους,  τον  ταύτισαν  με  τους  παπάδες,  τον  θεώρησαν  αντίθετο  προς  τον  ορθό  λόγο  και  τον
αρνήθηκαν—  και  άλλες  στη  Βορειοαμερικανική  Επανάσταση  (έμμεσα  μάλιστα  στην  αγγλική πολιτική παράδοση, στις δυο αγγλικές επαναστάσεις του ΙΖ' αιώνα και στον πουριτανισμό) ενώ όλα σχεδόν τα κηρύγματά της ήταν δανεικά, η Γαλλική Επανάσταση του 1789 είναι μολοντούτο το ηθικά μεγαλύτερο πολιτικό γεγονός της ευρωπαϊκής ιστορίας, γιατί έκανε ακριβώς παγκόσμιο, καθολικό και  πανανθρώπινο  ό,τι  ήταν  ως  τότε  μερικό,  παράμερο,  σχετικό.  Οι  τρεις  συμβολικές  ιδέες
«Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα» δεν εφευρέθηκαν βέβαια από τη Γαλλική Επανάσταση, δεν εφευρέθηκαν ούτε από τους θεωρητικούς που προηγήθηκαν και που το μεγάλο τους έργο ήταν περισσότερο κριτικό και ανατρεπτικό παρά θετικό και οικοδομητικό, μα η παγκόσμια πάντως συνείδηση δε θα τις έκανε κτήμα της αν δεν τις σήκωνε ψηλά, μαζί με την τρίχρωμη σημαία της
—και ας το επαναλάβουμε: αν δεν τις σήκωνε ψηλά με τα χέρια προπάντων των «στρατιωτών» της— η Γαλλική Επανάσταση. Όσο κι αν φαίνονται σήμερα στα μάτια πολλών οι λέξεις «Ελευθερία, Ισότητα και Αδελφότητα» σα λέξεις αδειανές και σαν απλή φρασεολογία, οι «αδειανές» αυτές λέξεις έδωσαν μια νέα μορφή στην ιστορική συνείδηση των λαών και στην ηθική συνείδηση των ατόμων. Με τις «λέξεις» της κατάφερε η Γαλλική Επανάσταση πολύ περισσότερα απ' όσα κατάφερε με τις πιο δυναμικές πράξεις της (αν περιορίσουμε αυτή τη στιγμή τη ματιά μας στις πράξεις εκείνες που σημειώθηκαν απ' τα 1789 ως τα 1795 στο Παρίσι). Οι «λέξεις» έγιναν παγκόσμιος «Λόγος», έγιναν  κοσμογονικός  «Μύθος»,  έγιναν  καινούρια  αφορμή  ζωής  για  ολόκληρους  λαούς,  για ολόκληρες κοινωνικές τάξεις, μα και για την Ανθρωπότητα, που πρώτη φορά ένιωσε τον εαυτό της
«ολόκληρο». Χωρίς ορισμένες κοινωνικές συνθήκες και χωρίς ορισμένη οικονομική εξέλιξη δε θα μπορούσε βέβαια να σημειωθεί η Γαλλική Επανάσταση, δε θα μπορούσε ειδικότερα, πέρα κι άπανω από τα παροδικά της ράκη, να υψώσει την αιώνια ηθική παρουσία της. Αυτό δε μπορεί κανένας να το αμφισβητήσει. Απ' την άλλη όμως μεριά, οι κοινωνικές συνθήκες και οι οικονομικές εξελίξεις δεν ήταν και αναγκαίο να προκαλέσουν την αιώνια ηθική παρουσία που σημείωσε η Γαλλική Επανάσταση, κι ήταν μάλιστα ακόμα λιγότερο αναγκαίο να προκαλέσουν τις παροδικές εκείνες ασχήμιες  και  τραγικές  αρνητικότητες,  που  χρησίμευσαν  ως  ένδυμά  της.  Οι  κοινωνικές  και οικονομικές εξελίξεις, που φαίνονται οργανικά και αναγκαστικά συνυφασμένες με τη Γαλλική Επανάσταση, σημειώθηκαν σ' άλλες χώρες χωρίς να χρειασθεί τίποτα το ανάλογο με τη Γαλλική Επανάσταση, σημειώθηκαν μάλιστα στην ιδια τη Γαλλία και πήραν τις πιο ουσιαστικές ιστορικές μορφές τους πριν από τη μεγάλη επανάσταση. Η Γαλλική Επανάσταση δε θα μπορούσε βέβαια να γίνει χωρίς να το επιτρέψει η κοινωνική και οικονομική εξέλιξη, μα δε θα γινόταν και όπως έγινε, αν δεν προκαλούσαν την παρουσία της —τη μικρή και τη μεγάλη, την καλή και την κακή— άλλοι παράγοντες. Οι παράγοντες αυτοί ήταν πολιτικοί, πνευματικοί και «μυστικοί». Οι πολιτικοί παράγοντες προκάλεσαν μια πολιτική ανατροπή, που, αν ξεπέρασε τα όρια που θα ήταν αρκετά για το αστικό κίνημα, σ' αυτό φταίνε όσοι κυβέρνησαν τη Γαλλία ως την Επανάσταση και όσοι εξακολούθησαν να κάνουν ασυγχώρητα πολιτικά λάθη και στα πρώτα χρόνια της (ως την ανατροπή της βασιλείας). Οι πνευματικοί παράγοντες, δηλαδή τα επιπόλαια και ακραία δόγματα που και σ' αυτά ακόμα τα σαλόνια του Παρισιού είχαν φυτρώσει, τα δόγματα των εγκυκλοπαιδιστών, των ακραίων αισθησιαρχικών, των υλιστών και λογοκρατών, των υποστηρικτών της πιο άκριτης ιδέας της προόδου ή αντίθετα της πιο άκριτα συναρμολογημένης εικόνας του «φυσικού» ανθρώπου, τα δόγματα  αυτά  προκάλεσαν  μιαν  ηθική  διάλυση  και  ανατροπή  που,  αν  ξεπέρασε  τα  όρια  της
«κριτικής»  που  θα  ήταν  αρκετή  για  το  αστικό  κίνημα,  σ'  αυτό  φταίνε  απλούστατα  οι  κακοί φιλόσοφοι και οι επιπόλαιες, άεργες και άκριτες μαθήτριές τους. Οι μυστικοί τέλος παράγοντες, που αυτοί έδωσαν στη Γαλλική Επανάσταση το μεγαλείο της κι εξασφάλισαν το «αιώνιο» στοιχείο στην παρουσία της, οι παράγοντες αυτοί δημιούργησαν γύρω στην «Ισότητα», την «Ελευθερία» και την «Αδελφότητα» έναν παγκόσμιο Μύθο, προίκισαν τις έννοιες αυτές μ' έναν κοσμογονικό Λόγο που, αν ξεπέρασε απόλυτα τα όρια που θα ήταν αρκετά και υπεραρκετά για ένα κίνημα εμπόρων, βιομηχάνων και μικροαστών, αυτό πρέπεν ν' αποδοθεί στη φύση του γαλλικού λαού, στη λογικά απροσδιόριστη και ασύλληπτη ουσία της γης του (της γης που γέννησε κι έθρεψε τους ελευθερωτές στρατιώτες της Ιταλικής Εκστρατείας) στη μυστική ιστορική αποστολή της Γαλλίας. Εδώ συναντιέται η Γαλλική Επανάσταση με την Ζαν ντ Αρκ, ίσως μάλιστα και με τους ηγέτες εκείνους των Γαλατών, που ήξεραν στην πιο μεγάλη δυστυχία τους ν' αντιμετωπίζουν τον Ιούλιο Καίσαρα και το θάνατο με τις πιο συμβολικές χειρονομίες. Ιδιαίτερα πάντως πρέπει να τονισθεί η μυστική συνάφεια που
υπάρχει  ανάμεσα στην  Παρθένο της Ορλεάνης και στον  παγκόσμιο Μύθο που πήγασε  από τη Γαλλική Επανάσταση. Ας θυμηθούμε την υπέροχη εκείνη προκήρυξη που ο νεαρός στρατηγός και πολίτης Βοναπάρτης συντάσσει κι απευθύνει στις 26 Απριλίου του 1795 στη στρατιά του. Η προκήρυξη λέει: «Στρατιώτες! Σε δεκατέσσερες μέρες κερδίσατε έξι νίκες, πήρατε λάφυρα είκοσι μία σημαίες, πενήντα πέντε κανόνια, κάνατε δεκαπέντε χιλιάδες αιχμαλώτους.... Κερδίσατε μάχες χωρίς κανόνια, περάσατε ποταμούς χωρίς γεφύρια, κάνατε τις ταχύτερες πορείες χωρίς υποδήματα, διανυκτερεύσατε στο ύπαιθρο χωρίς οινόπνευμα, συχνά μάλιστα χωρίς ψωμί... Μονάχα οι δημοκρατικές φάλαγγες, μονάχα οι στρατιώτες της ελευθερίας μπορούσαν να 'χουν την ικανότητα να υποφέρουν όσα εσείς υποφέρατε... Λαοί της Ιταλίας! Ο γαλλικός στρατός έρχεται να λύσει τις αλυσίδες σας. Ο γαλλικός λαός είναι ο φίλος όλων των λαών.» Στην προκήρυξη αυτή υπάρχει η πιο ζωντανή   διατύπωση  του   κοσμογονικού  μύθου  που  πλάσθηκε  στη   Γαλλική   Επανάσταση.   Η φιλοσοφία του ΙΗ' αιώνα, οι υλιστικές μανίες και οι πνευματικά και ιστορικά ανεδαφικοί αθεϊσμοί των   εγκυκλοπαιδιστών,   οι   διαλυτικές   και   αρνητικές   κοσμοθεωρίες,   που   με   μια   μεγάλη επιπολαιότητα —ανάμεσα σε ευφυολογήματα και σε κοσμικές υποκλίσεις γίνονταν αντικείμενο συζητήσεων στα παρισινά σαλόνια, οι ιδέες της μόδας, που άσκησαν βέβαια μια μεγάλη (ως ένα σημείο, φυσικά, ευεργετική) επίδραση στο κριτικό και ανατρεπτικό επαναστατικό έργο, δε συμβάλανε διόλου στη γένεση του θετικού παγκόσμιου Μύθου, του κοσμογονικού Λόγου. Ας κάνουμε όμως τώρα στο τέλος ένα γενικό απλογισμό, που θα συνυφάνει όλες τις πλευρές και όλους τους παράγοντες. Αν δεν ήταν ώριμη η κοινωνική οικονομική στιγμή, η Γαλλική Επανάσταση δε θα μπορούσε να είναι ούτε λογικά δυνατή. Αν δε γίνονταν μεγάλα πολιτικά λάθη, η κοινωνική οικονομική εξέλιξη δε θα είχε ανάγκη να φτάσει στη Γαλλική Επανάσταση (στην Επανάσταση όπως την  ξέρουμε).  Av  δεν  είχε  αναπτυχθεί  η  διαλυτική  αισθησιαρχική  φιλοσοφία  του  IΗ'  αιώνα,  η Γαλλική Επανάσταση δε θα 'παιρνε στην αρνητική κριτική της το συγκλονιστικό κοσμοθεωρητικό περιεχόμενο που πήρε. Έτσι, χωρίς αυτούς τους τρεις παράγοντες —τον οικονομικό, τον πολιτικό και τον φιλοσοφικό— δε θα είχαν δημιουργηθεί οι απαραίτητοι όροι για να εκδηλωθεί και να διαμορφωθεί η μυστική εκείνη δύναμη της γαλλικής ψυχής, που αρπάζοντας ξαφνικά μερικές ιδέες γνωστές βέβαια και μάλιστα γνωστότατες, κοσμοϊστορικά όμως ως την ώρα εκείνη ασήμαντες, τις σήκωσε ψηλά και τις έκανε αφορμές και κίνητρα παγκόσμιας ιστορικής ζωής. Από την άποψη αυτή ούτε η πιο ακραία και άκριτη υλιστική αισθησιαρχία δεν ήταν περιττή, γιατί δίνοντας, με την αρνητική έστω κριτική της, ένα συγκλονιστικό κοσμοθεωρητικό περιεχόμενο στη Γαλλική Επανάσταση, της έδωσε την ευκαιρία να εκδηλωθεί κοσμοθεωρητικά, της εξασφάλισε το κοσμοθεωρητικό πλαίσιο, που ήταν αναγκαίο για να κάνει και τη θετική της εκδήλωση. Έτσι λοιπόν ας διορθώσουμε τώρα τα όσα είπαμε παραπάνω, και ας τονίσουμε ότι και τα ράκη ήταν αναγκαία για να προβάλει από πίσω τους το αιώνιο σώμα της ιδέας.



Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |