ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο θετικισμός στη φιλοσοφία. Αύγουστος Κοντ και Σπένσερ.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Ο θετικισμός στη φιλοσοφία. Αύγουστος Κοντ και Σπένσερ.




Ιστορία του Ευρωπαικού πνεύματος
+Παν.Κανελλόπουλος


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 36
Ο θετικισμός στη φιλοσοφία. Αύγουστος Κοντ και Σπένσερ.
Η επίδραση της βιολογίας στη φιλοσοφία.
 Αναδρομή στα μεγάλα βήματα της βιολογίας και της χημείας από το ΙΖ' ως τις αρχές του ΙΘ' αιώνα.
Η εξέλιξη των ειδών: Λαμάρκ, Δαρβίνος και άλλοι ερευνητές. Μαρξ, Ένγκελς και Μαρξισμός.

ΕΙΠΑΜΕ ότι ο Σόπενχάουερ δε θάφτανε όπου έφτασε, χωρίς τον Καντ. Ως μαθητής του Καντ πήγε μάλιστα μακρύτερα παρά ως εχθρός του. Κι η επίδραση του Καντ, όπως ξέρουμε, δεν εκδηλώνεται μόνο στον Σόπενχάουερ, αλλά είναι σχεδόν καθολική. Αν όμως η επίδραση του Καντ είναι σχεδόν καθολική, τόσο που και οι αντίπαλοί του δεν είναι πέρα για πέρα νοητοί χωρίς τη διδασκαλία του, η επίδραση του Χέγγελ που ο Σόπενχάουερ τον χαρακτηρίζει «τσαρλατάνο» και του φορτώνει κι άλλα πολλά επίθετα, μπορεί  να  μην  είχε την  ίδια έκταση,  αλλά  είχε (όπως  το δείχνει  προπάντων ο Μαρξισμός) μια μεγαλύτερη ένταση και προκάλεσε έτσι και στην επιφάνεια ακόμα της ιστορικής ζωής τραντάγματα συγκλονιστικά.


Για να εκτιμήσουμε πέρα για πέρα τη σημασία, που είχε η τέτοια συγκλονιστική επίδραση του Χέγγελ, φτάνει να πιστοποιήσουμε το γεγονός ότι, ενώ στον Χέγγελ ανάγεται το σύστημα του Μαρξ και η διαλεκτική του ιστορικού υλισμού, όπως τη δούλεψαν οι θεωρητικοί κήρυκες του ρωσσικού κομμουνισμού, στον Χέγγελ ανάγεται από την άλλη μεριά και η φιλοσοφία του ιταλικού φασισμού, όπως την ανάπτυξε στις μέρες μας προπάντων ο Τζεντίλε (Giovanni  Gentile).  Δεν  πρόφτασε  να  πεθάνει  ο  Χέγγελ  και  η διάκριση των μαθητών  του  στην εγελιανή «δεξιά» και στην «αριστερά» (στους Νεοεγελιανούς) κηρύχτηκε κιόλας φανατικά από τον Στράους (David Friedrich Straus) το συγγραφέα του «Βίου του Ιησού». Στους δεξιούς πρέπει να υπαχθούν οι δυο ιστορικοί της φιλοσοφίας στον περασμένο αιώνα, ο Τσέλλερ (Zeller) και ο Κούνο Φίσσερ   (Kuno   Fischer).   H   αριστερή   παράταξη   κινήθηκε   στην   αρχή   μέσα   σε   προβλήματα θρησκευτικά. Πλάι στον Στράους, και με μια φωνή πιο γνήσια φιλοσοφική, πρόβαλε ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ (Ludwig Feuerbach) με τον ανθρωπολογικό υλισμό του που τον χτύπησε αργότερα ο Μαρξ. Οι αριστεροί Εγελιανοί (ή Νεοεγελιανοί) ξέφυγαν από την ιδεαλιστική ατμόσφαιρα του διδασκάλου και πήραν από τη φιλοσοφία του Χέγγελ προπάντων τη διαλεκτική ιστορική μέθοδο. Σύμφωνα με τη μέθοδο τούτη, καθετί που υπάρχει σήμερα, είναι προορισμένο ν' ανατραπεί. Η άρνηση είναι η προϋπόθεση για κάθε αυριανή σύνθεση. Επόμενο ήταν η τέτοια κατεύθυνση να μεταβιβασβεί και στη σφαίρα της πολιτικής ζωής. Ο Κάρολος Μαρξ, ο στενός του φίλος και συνεργάτης Φρειδερίκος Έγκελς, και ο Λασσάλ, που ο τελευταίος διατήρησε στη σοσιαλιστική του σκέψη και τον ιδεαλισμό ακέραιο, είναι οι τρεις σημαντικότεροι θεωρητικοί εργάτες, που μετατρέψανε τη διαλεκτική του Χέγγελ σε μιαν επαναστατική πολιτική μέθοδο.

Μιλώντας για τον Μαρά, διαπιστώσαμε προκαταβολικά την επίδραση που είχε πάνω στον Μαρξ και η αισθησιαρχία του ΙH' αιώνα. Ας εξετάσουμε λοιπόν, πριν πάμε στην ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού,  ποια  ήταν  η  εξέλιξη  που  πήρε  στο  ΙΘ'  αιώνα  (προπάντων  στη  Γαλλία)  η  παλιά αισθησιαρχία. Έτσι θα γίνει ακόμα πιο νοητό το εγχείρημα του Μαρξ, και θα μας δοθεί μάλιστα η ευκαιρία, πλάι στις φιλοσοφικές κατευθύνσεις, να γνωρίσουμε και τις κοινωνικές επαναστατικές θεωρίες που βρήκε ο Μαρξ διατυπωμένες, όταν ύψωσε αυτός την επαναστατική του σημαία. Η αισθησιαρχία του ΙΗ' αιώνα πήρε στην εξέλιξή της —κι έτσι ακριβώς προβάλλει στον επόμενο αιώνα— τη μορφή του λεγόμενου θετικισμού (ποζιτιβισμού). Ο μεγάλος συνδετικός κρίκος που έφερε σε ζωντανή επαφή την αισθησιαρχία με το θετικισμό του ΙΘ' αιώνα (όπως τον εκπροσωπεί ο Γάλλος Αύγουστος Κοντ) είναι ο θαυμάσιος εκείνος και παράδοξος άνθρωπος και διανοητής, ο κόμης Σαιν Σιμόν (Comte Henri de Saint - Simon). Ο Σαιν - Σιμόν ανάπτυξε συστηματικά τη θεωρία για  τα  τρία  στάδια  του ανθρώπινου  πνεύματος, και  δοκίμασε μάλιστα και μιαν  εφαρμογή της θεωρίας πάνω στη γαλλική ειδικά ιστορία. Πλάι του —όταν ο Σαιν Σιμόν ήταν πια γέρος— πήγε ως έφηβος ακόμα και δέχτηκε τη διδακτική του επίδραση ο Αύγουστος Κοντ που ήταν ταγμένος ν' αναπτύξει σ' όλη της την έκταση και μ' όλες τις δυνατές της συνέπειες τη θεωρία των τριών σταδίων. Η αγνωμοσύνη και ο εγωισμός του Κοντ δεν τον άφησαν να παραδεχθεί ποτέ την πατρότητα του
Σαιν -Σιμόν πάνω στη θεωρία των τριών σταδίων. Τα γραφτά όμως μιλούν μονάχα τους, κι όσοι δοκίμασαν να δικαιολογήσουν την παράδοξη στάση του Κοντ διαψεύδονται από τις χρονολογίες που μας δείχνουν ότι ο Σαιν - Σιμόν είχε αποκρυσταλλώσει τη θεωρία των τριών σταδίων πολύ πριν ο Κοντ αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του. Πάντως, όσο είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι ο Κοντ πήρε τα κύρια στοιχεία της θεωρίας του από τον Σαιν - Σιμόν, άλλο τόσο αναμφισβήτητο είναι και το γεγονός ότι ο Κοντ κατάφερε να ολοκληρώσει τη θεωρία και να την εφαρμόσει σ' ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας.

Ο Κοντ (Auguste Comte) που ως φιλόσοφος είναι μέτριος, ήταν ένας από τους μεγάλους εγκυκλοπαιδικούς τύπους. Η φιλοσοφία στη Γαλλία και στην Αγγλία —προσανατολισμένη, όπως ήταν, αισθησιαρχικά στον έξω κόσμο, στα δεδομένα, στα πράγματα— ήταν επόμενο να πάρει το δρόμο του εγκυκλοπαιδικού προσανατολισμού σε όλα τα θετικά πορίσματα των ειδικών επιστημών. Η φιλοσοφία —στα χέρια π.χ. του Κοντ ή του Σπένσερ— έγινε η επιστήμη που ταξινομεί και συνδυάζει τα πορίσματα αυτά. Στη θέση του δημιουργικά συνθετικού πνεύματος μπήκε το εγκυκλοπαιδικό πνεύμα που δε συνθέτει, αλλά «συρράπτει». Στο δρόμο τούτο της εγκυκλοπαιδικής συρραφής έδειξε ο Κοντ μιαν εξαιρετική ικανότητα. Το θεμελιακό του έργο «Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας» συγκεντρώνει και ταξινομεί τα πορίσματα των ειδικών επιστημών. Αν έχει ουσιαστικές πρωτοτυπίες, τις πρωτοτυπίες αυτές τις βρίσκουμε προπάντων στα κεφάλαια τ' αφιερωμένα στην κοινωνιολογία (ο όρος «sociologie» εφευρέθηκε από τον Κοντ) και δεν είναι πρωτοτυπίες φιλοσοφικές, αλλά αναφέρονται στην ειδική επιστήμη της κοινωνιολογίας που ο Κοντ μέσα στην ιεραρχία των επιστημών την τοποθέτησε σαν την πιο πολύπλοκη (και σαν εκείνη που προϋποθέτει όλες τις άλλες) στην ανώτατη βαθμίδα. Η μόνη κεντρική —κι ας πούμε θετική— γραμμή που διέπει ολόκληρο το έργο του Κοντ, είναι η θεωρία των τριών σταδίων. Σύμφωνα με τη θεωρία τούτη, το ανθρώπινο πνεύμα από τη μια μεριά (στην ατομική ζωή του κάθε εμπειρικού ανθρώπου) αλλά και η ιστορία της ανθρωπότητας από την άλλη, περνούν τρία στάδια στην εξέλιξή τους. Το πρώτο στάδιο είναι το θεολογικό που κάνει τον άνθρωπο να θεωρεί τα πάντα εξαρτημένα από υπερφυσικά όντα και να ερμηνεύει τον κόσμο, ανάγοντάς τον στη βούληση αυτών των όντων. Το δεύτερο στάδιο είναι το μεταφυσικό που κάνει τον άνθρωπο ν' ανάγει τα πάντα σε αφηρημένες έννοιες, ιδέες και δυνάμεις.  Το  τρίτο  στάδιο  είναι  το  θετικό  που  μέσα  του  ο  άνθρωπος  ερμηνεύει  τα  πάντα
«επιστημονικά», δηλαδή ανάγοντάς τα σε αίτια προσδιορισμένα από φυσικούς νόμους. Με τον Βάκωνα, τον Γαλιλαίο και τον Ντεκάρτ άρχισε η επικράτηση του θετικού σταδίου. H θετικοποίηση άρχισε στις πιο γενικές και απλές επιστήμες, δηλαδή στα μαθηματικά και στην αστρονομία, και προχωρώντας έφτασε και στην εξώπορτα της επιστήμης που αντικείμενό της είναι η κοινωνική και ιστορική ζωή των ανθρώπων. Η επιστήμη αυτή είναι η κοινωνιολογία. Ο Κοντ πιστεύει ότι τάχθηκε ν' ανοίξει  τις  πόρτες  και  τα  παράθυρα  της  κοινωνιολογίας  για  να  φύγει  από  τα  παράθυρα  η μεταφυσική και για να μπει από τις πόρτες ο θετικισμός. Στο βάθος —κι αυτό τονίστηκε πολύ καλά, μερικές δεκαετίες αργότερα, από το σοφό φυσιολόγο Κλαύδιο Μπερνάρ (Claude Bernard)— δεν υπάρχει κανένα σύστημα πιο πρωτόγονα μεταφυσικό από το θετικισμό, όπως τον εφαρμόζει στην κοινωνία  και  στην  ιστορία  ο  Κοντ.  Το  πνευματικά  και  μάλιστα  και  πολιτικά  σημαντικώτερο εγχείρημα που έκανε ο Κοντ στην κοινωνιολογία, είναι η διαίρεσή της στην κοινωνική «στατική» και στην κοινωνική «δυναμική». Η κοινωνική στατική εξετάζει τα στοιχεία εκείνα της κοινωνίας που μένουν αμετάβλητα και που αποτελούν την προϋπόθεση της ζωής της. Στα στοιχεία τούτα βλέπει ο Κοντ να υπάγονται και ορισμένοι εμπειρικοί θεσμοί (όπως η οικογένεια που αυτή ακριβώς, και όχι το άτομο, χαρακτηρίζεται ως η πρωταρχική μονάδα της κοινωνικής ζωής) καθώς και ορισμένες εμπειρικές ιστορικές σχέσεις (όπως η σχέση ανάμεσα σ' εκείνους που εξουσιάζουν, και σ' εκείνους που  εξουσιάζονται).  Η  κοινωνική  δυναμική εξετάζει  τους  νόμους  της  ιστορικής  μεταβολής,  την εξέλιξη δηλαδή της ανθρωπότητας μέσα στα τρία στάδια που προσδιορίζουν το ατομικό πνεύμα και την ιστορία. Η διαίρεση αυτή της κοινωνιολογίας σε κοινωνική στατική και σε κοινωνική δυναμική ανταποκρίθηκε σε μια πολιτική απαίτηση του Κοντ. Ο Γάλλος φιλόσοφος ήθελε να συμβιβάσει τη συντηρητική ιδεολογία που είναι προσανατολισμένη στην αμετάβλητη «τάξη» των πραγμάτων, στην παράδοση, με την επαναστατική ιδεολογία της προόδου. Η Γαλλική Επανάσταση τον είχε τρομάξει. Από την άλλη μεριά, δεν ήθελε να καταλήξει στην απόλυτα αντιδραστική στάση του Ιωσήφ ντε
Μαιτρ (Comte Joseph de Maistre) που χαρακτήρισε τη Γαλλική Επανάσταση «σατανική στην ουσία της», που δοκίμασε στο βιβλίο του «Για τον Πάπα» να δικαιώσει το μοναρχικό καθεστώς της καθολικής εκκλησίας, μα που ήταν κι ένας δυνατός λογοτέχνης, όπως μας το δείχνουν όλα τα έργα του και προπάντων οι περίφημοι διάλογοί του «Οι βραδυές της Πετρούπολης». Όπως κι ο Ιωσήφ ντε Μαιτρ, αυτός ο γαλλικής καταγωγής Πιεμοντέζος που θεωρεί τον Ρουσσώ σαν «έναν από τους πιο επικίνδυνους σοφιστές του αιώνα του», έτσι κι ο Κόντ ρίχνεται μ' έναν ακατανόητα υβριστικό τρόπο στο μεγάλο παιδαγωγό του ΙΗ' αιώνα. Ο Κοντ κι ο Ντε Μαιτρ συναντήθηκαν στον καθολικισμό που τον εγκατάλειψε βέβαια ο Κοντ τυπικά στο δεύτερο μεγάλο του έργο (σ' ένα έργο που το παράδοξο περιεχόμενό του δεν ενδιαφέρει διόλου την ιστορία του πνεύματος) αλλά που στα «Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας» τον εκθειάζει ο Κοντ και τον θεωρεί σαν τον μεγαλύτερο παράγοντα προόδου που σημειώθηκε, πριν από το «θετικό» στάδιο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στον καθολικισμό λοιπόν και σε πολλά αλλά σημεία συναντήθηκε ο Κοντ με τον Ντε Μαιτρ και γενικά με όσους, χτυπώντας τη Γαλλική Επανάσταση (και τον Ναπολέοντα) ήταν προσανατολισμένοι στην παράδοση (και ονομάζονται μάλιστα στην ιστορία του πνεύματος «τραντισιοναλίστ»). Ο Κοντ, όμως, ήθελε να τηρήσει και τα προσχήματα του προοδευτικού πνεύματος (σε ορισμένα σημεία, π.χ. στο πρόβλημα του  γάμου,  ήταν  κι  αληθινά  προοδευτικός)  κι  έτσι,  παίρνοννοντας  αφορμή από  τη  σχέση  που υπάρχει ανάμεσα στα φυσικά και στα βιολογικά φαινόμενα, χώρισε και την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα στη στατική και τη δυναμική της πλευρά.

Η επίδραση του Κοντ ήταν στη Γαλλία μεγάλη. Πολλοί κοινωνιολόγοι και φιλόσοφοι, άμεσοι κι έμμεσοι μαθητές του, πρέπει ν' αναχθούν στο παράδειγμά του. Ο Λεβύ - Μπρυλ (Levy -Bruhl) που αναδείχθηκε και ως εθνολόγος, είναι γύρω στα 1900 ένας από τους πιο ορθόδοξους οπαδούς του Κοντ. Ακόμα και πνεύματα όπως ο Ντυρκέμ (Emile Durkheim) που φαίνονται ότι ξεφεύγουν από τον Κοντ και που νομίζουν ότι βρίσκονται σε αντίθεση μαζί του, αντλούν στο βάθος από την πηγή του. Έξω από τη Γαλλία η επίδραση του Κοντ εκδηλώθηκε προπάντων στην Αγγλία. Στη Γερμανία, και γενικά στην Κεντρική Ευρώπη, η διάβαση του Κοντ δεν αφήκε ίχνη σημαντικά. Ανάμεσα στους πολύ γνωστούς μονάχα ο Βουντ (Wilhelm Wundt) που είναι γύρω στα 1900 ο ιδρυτής της «πειραματικής» ψυχολογίας και που έγραψε κι ένα θαυμαστό έργο για την «ψυχολογία των λαών», ακολούθησε την
«εγκυκλοπαιδική» κατεύθυνση που χάραξε ο Κόντ. Κι ο μεγάλος ελευθερωτής και πρώτος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας Μάζαρυκ (Mazaryk) επηρεάστηκε στις κοινωνιολογικές του έρευνες από τον Κοντ (επηρεάστηκε όμως κι από τον Μαρξ, γενικότερα μάλιστα κι από τη γερμανική φιλοσοφία). Στην Αγγλία προβάλλει σα μαθητής του Κοντ και σα συνεχιστής της θετικής φιλοσοφίας του ο Τζων Στούαρτ Μιλλ (John Stuart Mill) που τον αναφέραμε κιόλας ως οπαδό της κλασικής (δηλαδή της φιλελεύθερης) πολιτικής οικονομίας. Ο Τζων Στούαρτ Μιλλ όμως έχει ως φιλόσοφος και μιαν άλλη πιο ειδική καταγωγή. Δεν κατάγεται μόνον από τον Κοντ, αλλά ήταν και παιδί του... πατέρα του. Πατέρας του ήταν ο Τζέιμς Μιλλ (James Mill). Κι ο Τζέιμς ήταν ο φίλος του Μπένθαμ, και μάλιστα, αν και  εικοσιπέντε  χρόνια  νεώτερος,  επηρέασε  τον  Μπένθαμ  εξαιρετικά  στο  τελευταίο  και  κύριο στάδιο της ζωής του. Μιλώντας για την αγγλική φιλοσοφία του ΙΗ' αιώνα, προσπεράσαμε τ' όνομα του  Ιερεμία  Μπένθαμ  (Jeremy  Bentham).  Περισσότερα  χρόνια  έζησε  ο  Μπένθαμ  στο  ΙΗ'  και λιγώτερα στο ΙΘ' αιώνα. Αλλά κι όσα έζησε στο ΙΘ' αιώνα δεν είναι κι αυτά λίγα, είναι τριανταδυό ολόκληρα χρόνια. Και σ' αυτά ακριβώς, με τη βοήθεια του Τζέιμς Μιλλ και του Πλέις (Francis Place) που ο τελευταίος μας έχει κάνει και την περιγραφή της καθημερινής ζωής των τριών φίλων, αποκρυσταλλώθηκαν οι  αντιλήψεις του  Μπένθαμ. Ποιο  ενδιαφέρον  μπορούν  να  'χουν  τάχα οι αντιλήψεις αυτές για την ιστορία του πνεύματος; Ο Μπένθαμ και ο Τζέιμς Μιλλ θεμελιώσανε την ηθική (δηλαδή την πρακτική φιλοσοφία) της αισθησιαρχίας, θεμελιώσανε μ' άλλα λόγια τον ωφελιμισμό. Τα πρώτα βέβαια θεμέλια της αισθησιαρχικής ηθικής τα είχαν θέσει άλλοι. Αναφέραμε κιόλας κάπου τον Μάντεβιλ. Ας αναφέρουμε τώρα και τον Χάτσκισον (Hatcheson) που διατύπωσε μάλιστα πριν από τον Μπένθαμ τη βασική σκέψη του τελευταίου. Επίσης και στο Γάλλο Ελβέτιο ανάγεται η σκέψη αυτή. Και τι μας λέει η βασική σκέψη της ηθικής του Μπένθαμ; Μας λέει ότι οι πράξεις   του   ανθρώπου   είναι   καλές,   όταν   εξασφαλίζουν   το   «μάξιμουμ   της   ευτυχίας»   στο μεγαλείτερο αριθμό των ανθρώπων. Η ευτυχία των πολλών, βασισμένη σ' ένα μέτρο ξηρά λογικό και ηθικά σχεδόν αρνητικό, γίνεται στα χέρια των ωφελιμιστών η αφορμή για την ουσιαστική άρση
της προσωπικότητας του ατόμου. Η μονότονη και στεγνή ζωή του Μπένθαμ και του Τζέιμς Μιλλ, ρυθμισμένη σα ρολόι, μιλάει μόνη της για την ουσιαστικά λιγάκι «απάνθρωπη» βάση του ωφελιμιστικού «ανθρωπισμού». Ο Τζων Στούαρτ Μιλλ, το «θύμα» της παιδαγωγικής του πατέρα του και του Μπένθαμ, μας διηγιέται στην αυτοβιογραφία του ότι ο Τζέιμς Μιλλ, αν και είχε θεσπίσει τη  χαρά  και  την  ευτυχία  ως  το  κριτήριο  της  ηθικής,  δεν  πίστευε  στο  βάθος,  προπάντων  στα τελευταία  του  χρόνια,  σε  καμιά  χαρά.  Ο  σχολαστικισμός  των  ωφελιμιστών  δημιουργούσε  μια φοβερά πνιγηρή ατμόσφαιρα για όποιον ζούσε κοντά τους (και φυσικά, αδιάφορο αν το 'νιωθαν ή όχι, και για τον ίδιο τον εαυτό τους). Ο σύγχρονος Άγγλος φιλόσοφος Ράσσελ (Russell) που θα τον γνωρίσουμε στην ώρα του, ορίζει πολύ έξυπνα και με το συνηθισμένο χαριτωμένο τρόπο του το χαρακτήρα των ωφελιμιστών. «Η διανοητική πεποίθηση», λέει ο Ράσσελ, «ότι η χαρά είναι τό μόνο αγαθό, συνδυασμένη με μια φυσική ανικανότητα να δοκιμάσουν οι ίδιοι τη χαρά, ήταν το χαρακτηριστικό των ωφελιμιστών... Έτειναν να πιστέψουν ότι η χαρά μπορεί να μετρηθεί σαν ένας τραπεζιτικός λογαριασμός...». Ο Τζων Στούαρτ Μιλλ που ασχολήθηκε και με τη λογική και με την πολιτική  οικονομία  μ'  έναν  τρόπο  σημαντικό,  φρόντισε  βέβαια  να  περιορίσει  εξαιρετικά  την αφέλεια του ωφελιμισμού του «μπαμπά» του και του Μπένθαμ. Στην αισθησιαρχία πάντως του ΙΗ' αιώνα και στο θετικισμό του Αύγουστου Κοντ ανάγεται και η σκέψη του Τζων Στούαρτ Μιλλ που σαν άριστο έργο του σήμερα πρέπει να θεωρούμε προπάντων την αυτοβιογραφία του και σαν πολύ χρήσιμο και πολύ διδακτικό το «Σύστημα της Λογικής» που έγραψε.

Μ' όλες τις εξαιρετικές πρωτοτυπίες του πρέπει κι ο Σπένσερ (Herbert Spencer) που είναι ο ιδρυτής της αγγλικής κοινωνιολογίας, μα που έγραψε ολόκληρο σύστημα «συνθετικής» (όπως τ' ονομάζει ο ίδιος) «φιλοσοφίας», ν' αναχθεί στον Κοντ και απώτερα βέβαια στην αισθησιαρχία του ΙΗ' αιώνα. Οι πρωτότυπες γραμμές και διατυπώσεις του Σπένσερ είναι προπάντων οι ακόλουθες: Δεν υπάρχουν στον κόσμο παρά μόνο φυσικά φαινόμενα, και όλα αυτά (από τ' αστρονομικά ως τα κοινωνικά και πνευματικά)  ανάγονται  σ'  ένα  θεμελιακό  νόμο,  στο  νόμο  που  εκφράζει  τη  διατήρηση  της
«δύναμης». Το ότι διατηρείται άφθαρτη η δύναμη, αυτό οφείλεται στην ιδιόρρυθμη «εξέλιξη» που διέπει  τα φαινόμενα.  Όλα  τα  φαινόμενα, από  τ' ανόργανα  ως  τα «υπεροργανικά»  (δηλαδή τα κοινωνικά) διέπονται από μιαν εξέλιξη που προκαλείται από τη σύμπτωση δυο αντίθετων διαδικασιών: της ολοκληρωτικής και της διαφορικής. Με την ολοκλήρωση της ύλης και με το διασκορπισμό που ταυτόχρονα σημειώνεται στην κίνησή της, μεταβιβάζεται η ύλη από την κατάσταση μιας ακαθόριστης και ασυνάρτητης ομοιογένειας στην κατάσταση μιας ετερογένειας που είναι όμως συναρτημένη και ορισμένη. Η ταυτόχρονη ολοκλήρωση και διαφοροποίηση προσδιορίζει την εξέλιξη. Χωρίς καμιά ουσιαστική αναγωγή στον τρόπο του σκέπτεσθαι και στη φιλοσοφία του Σπένσερ, ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Σίμμελ (Georg Simmel) έκανε στο έργο του «Κοινωνιολογία» λεπτότατες και θαυμαστές παρατηρήσεις γύρω στα φαινόμενα που παρουσιάζει στις ανθρώπινες κοινωνίες η ολοκλήρωση κι η συνυφασμένη μαζί της διαφοροποίηση των μορφών της ζωής. Ο Σπένσερ που γνώριζε λιγότερο την κοινωνία των πολιτισμένων ανθρώπων και την πνευματική ζωή, και πολύ περισσότερο τις κοινωνίες των πρωτόγονων και τη λίγο ή πολύ παθητική φυσική τους ζωή, έκανε μια κάπως χοντροκομένη εφαρμογή του νόμου του στην ανθρωπότητα. Σαν αφιλοσόφητος που ήταν στο βάθος, αμελέτητος μάλιστα στη φιλοσοφία, έπεσε έξω σχεδόν σε καθετί που δεν ήταν άμεσα διαπιστώσιμο με την εμπειρική παρατήρηση. Πάντως ο τονισμός του φαινόμενου που σημειώνει σ' όλη τη φύση η ταυτόχρονη ολοκλήρωση και διαφοροποίηση, θα μείνει η ιδιαίτερη δόξα του Σπένσερ. Επίσης, ο Σπένσερ πρέπει να θεωρηθεί ο πρώτος που έστω και εις βάρος των φαινομένων της πολιτισμένης κοινωνίας έκανε μια συστηματική εκμετάλλευση  των  εθνολογικών  δεδομένων  για  την  κοινωνιολογία.  Ο  Αμερικανός  Μόργκαν (Morgan)  και  άλλοι  είχαν  βέβαια  γύρω  στα  1850  προσελκύσει  ιδιαίτερα  το  ενδιαφέρον  της επιστήμης  στα  φαινόμενα  των  πρωτόγονων  κοινωνιών.  Ωστόσο,  ο  Σπένσερ  είναι  εκείνος  που πρώτος  επεξεργάστηκε  συστηματικά,  δηλαδή  κοινωνιολογικά,  τα  εθνολογικά  δεδομένα.  Κι  ας πούμε κάτι ακόμα που είναι σημαντικό. Ερευνώντας ο Σπένσερ την εκδήλωση του θεμελιακού του νόμου (δηλαδή την ολοκλήρωση και ταυτόχρονη διαφοροποίηση) στη γενική σφαίρα της βιολογίας έφτασε, λίγο πριν από τον Δαρβίνο, στη σύλληψη, σε μια σύλληψη βέβαια θολή, του ειδικού νόμου της φυσικής επιλογής (χωρίς όμως και να μεταχειρισθεί τον όρο τούτο). Τι είναι όμως «φυσική
επιλογή»; Τι είναι «βιολογική εξέλιξη»; Ποιος είναι ο Δαρβίνος;

Το πεζοδρόμιο και το καφενείο έχουν υπερβολικά αναμιχθεί σε ό,τι σχετίζεται με τον Δαρβίνο, κι έτσι είναι απαραίτητο να δοκιμάσουμε εδώ ένα ξεκαθάρισμα και την απονομή της αληθινής δικαιοσύνης. Κι η εκκλησία —όχι βέβαια ως ιδέα, αλλά στο πρόσωπο των παροδικών λειτουργών της— έπαιξε στην περίπτωση της θεωρίας του Δαρβίνου ένα ρόλο ανάλογο μ' εκείνον που είχε παίξει και στην περίπτωση των μεγάλων αστρονομικών αληθειών του IϚ' αιώνα, δηλαδή ένα ρόλο στο βάθος ανόητο και αντίθετο προς το ίδιο της το συμφέρον, γιατί έπρεπε να ξέρει ότι, όπως και παλαιότερα με τον Κοπέρνικο, τον Κέππλερ και τον Γαλιλαίο, έτσι και στον ΙΘ' αιώνα η επιστήμη θα νικούσε στο τέλος. Κι αφού θα νικούσε οπωσδήποτε η επιστήμη, γιατί να 'ρχεται σε αντιδικία μαζί της η εκκλησία; Γιατί να μη φροντίζει καλύτερα να παρακολουθεί την επιστήμη, αφού στο βάθος η ιδέα του Θεού και η θρησκεία δεν έχουν διόλου να βλαβούν —όπως αποδεικνύουν οι υπέροχες συνειδήσεις του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου, του Πασκάλ και του Λάιμπνιτς, του Νεύτωνα και αυτού του Λαμάρκ, του Δαρβίνου και του Χάξλεϋ— από την πρόοδο της επιστημονικής αλήθειας; Και κάτι άλλο πρέπει να παρατηρήσουμε: Τι φταίει ο Δαρβίνος, ένας από τους πιο σεμνούς και ευσυνείδητους ερευνητές του φυσικού κόσμου, αν πριν απ' αυτόν η βιολογία είχε φτάσει σ' ένα τέτοιο  σημείο  που  απαιτούσε  σχεδόν  αντικειμενικά  και  την παρουσία του Δαρβίνου; Όσοι  τον πολέμησαν συνδυάζουν τ' όνομά του με πράματα που ο Δαρβίνος τα βρήκε θεμελιωμένα και θετικά αποκρυσταλλωμένα. Γι' αυτό μάλιστα δε μπορούμε να μιλήσουμε εδώ για τον Δαρβίνο αν δεν πάμε πιο πίσω και δεν πούμε μερικά λόγια για όσους προηγήθηκαν.

Ό,τι ήταν ο IϚ' και ο ΙΖ' αιώνας για την αστρονομία και για τη φυσική, αλλά και για τη φιλοσοφία που επηρεάστηκε, όπως είδαμε, θετικά από τον Κοπέρνικο, τον Κέππλερ, τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, το ίδιο είναι ο ΙΗ' και ο ΙΘ' αιώνας για την επιστήμη της ζωής, για τη βιολογία, για την οργανική φύση, καθώς και για τη φιλοσοφία που δε μπορούσε παρά να επηρεασθεί κι αυτή από τις καινούριες μεγάλες επιστημονικές αλήθειες. Ο μεγάλος Χάρβεϋ στο ΙΖ' αιώνα, ανακαλύπτοντας τη διπλή κυκλοφορία του αίματος, έβαλε βέβαια τα σωστά θεμέλια της φυσιολογίας, πολλά όμως πράματα  ήταν  ακόμα  στα  μάτια  του  ακατανόητα,  γιατί  η  φυσιολογία  και  γενικά  η  καθολική βιολογία, για να ολοκληρώσει το έργο της, είχε ανάγκη από την ώθηση της χημείας, της μικροβιολογίας και της  ιστολογίας  (δηλαδή της μικροσκοπικής  ανατομίας). Ο  Χάρβεϋ,  κοντά σ' άλλες υποθέσεις, υποστήριζε π.χ. και την υπόθεση ότι κάθε ζωή προέρχεται στο βάθος από ένα αυγό, δηλαδή (ας το προσθέσουμε κι αυτό για να μην παρεξηγηθεί η έκφραση) από ένα μικρό στρογγυλό κομματάκι οργανικής ουσίας. Χαρακτηριστικό όμως είναι και το γεγονός ότι κι ο Χάρβεϋ ακόμα  πίστευε, συμφωνώντας  με  όλους τους  ειδικούς της  εποχής του, ότι η αποσύνθεση των οργανικών σωμάτων προκαλεί τη λεγόμενη «αυτόματη γέννηση»  εντόμων και  γενικά ζωυφίων. Πρώτος αμφισβήτησε με πολύ έξυπνα πειράματα τη θεωρία αυτή ο Ιταλός φυσιολόγος Ρέντι (Redi). Έπειτα ήρθε το μικροσκόπιο που αποκάλυψε τον κόσμο των άπειρων μικροσκοπικών οργανισμών. Ο Άγγλος φυσιολόγος Νίδαμ (Needham) και ο Μπυφόν (Buffon) που τον τελευταίο τον γνωρίσαμε σαν ένα εξαιρετικό πνεύμα της Γαλλίας στο ΙΗ' αιώνα, μεταρρυθμίσανε τη θεωρία που υποστήριζε την αυτόματη γέννηση, λέγοντας ότι η οργανική ύλη που φαίνεται πως πέθανε κι αποσυντίθεται δεν έχει πραγματικά πεθάνει, κι ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες ξυπνάει ξανά η μονάχα κοιμισμένη και αμυδρή ζωή με καινούριες μορφές, δηλαδή με τη μορφή ζωυφίων. Την άποψη αυτή την πολέμησε συνεχίζοντας το έργο του Ρέντι, ένας άλλος συμπατριώτης του, ο Σπαλλαντσάνι (Spallanzani). Ένας Γάλλος όμως φυσιολόγος —πολύ μορφωμένος άνθρωπος που, όπως παρατηρεί ο Χάξλεϋ, δεν ήταν γερός πειραματικός— εξακολούθησε υποστηρίζοντας την «αυτόματη γέννηση» (που ούτε ο Λαμάρκ δεν την αποκρούει). Τ' ονομά του είναι Πουσέ (Pouchet). Η μεγαλύτερη δόξα του  έγκειται  στο  ότι,  ξαναφέρνοντας  στην  επιφάνεια  το  πρόβλημα,  έδωσε  στο  ΙΘ'  αιώνα  την υπέροχη αφορμή σ' ένα χημικό να το ερευνήσει σ' όλη του την έκταση, ν' αντιταχθεί και ν' αποκρούσει οριστικά την παλιά θεωρία που ο Πουσέ την ξαναζέστανε, ν' αποδώσει τη δήθεν αυτόματη γέννηση στη δράση των άπειρων μικροοργανισμών, που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, στα σπόρια των μικροοργανισμών αυτών. Πειράματα απλά —γι' αυτό όμως και μεγαλοφυέστερα από  τα  πολύπλοκα  πειράματα  και  τις  μπερδεμένες  σκέψεις—  οδήγησαν  τον  περίφημο  Γάλλο
χημικό, το μεγάλο ευεργέτη της ανθρωπότητας Παστέρ (Pasteur) στην ανακάλυψη της μεγάλης του αλήθειας που είχε κοντά στ' άλλα ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη και της επιστημονικής υγιεινής. Αλλά κι η μεγάλη αλήθεια του Παστέρ είχε βέβαια ως προϋπόθεση την ίδρυση της μαθηματικά θεμελιωμένης  επιστημονικής  χημείας.  Ιδρυτής  της  ήταν  ένας  παλαιότερος  συμπατριώτης  του Παστέρ, ο μεγάλος Λαβουαζιέ (Lavoisier) που η Γαλλική Επανάσταση έκανε το έγκλημα να τον στείλει  στα  1794  στη  λαιμητόμο  σε  ηλικία  πενήντα  ετών.  Ο  Λαβουαζιέ  έκανε  τα  περίφημα πειράματα  που  εξήγησαν  την  καύση  ως  φυσικό  φαινόμενο.  Καίγοντας  θείο  και  φώσφορο διαπίστωσε ο Λαβουαζιέ ότι το βάρος τους αυξάνει και ότι η αύξηση οφείλεται στην ένωση των στοιχείων αυτών με κάποιο συστατικό του αέρα. Λίγο ύστερ' από τη διαπίστωση του Λαβουαζιέ, ο Πρίστλεϋ ανακάλυψε το οξυγόνο που το είχε υποθέσει και ο φιλόσοφος Χομπς σαν απαραίτητο κίνητρο της αναπνοής. Ο Λαβουαζιέ προχώρησε σ' ολόκληρη την ερμηνεία του φαινόμενου της αναπνοής, κι έτσι προβάλλει και σα μεγάλος φυσιολόγος. Το οξυγόνο προκαλεί την καύση που είναι ο  παραγωγός  της  θερμότητας  του  κάθε  οργανισμού.  Αλλά  κι  όλα  αυτά  δε  θα  τα  'βρισκε  ο Λαουβαζιέ, αν δεν ξεκινούσε από το νόμο της αφθαρσίας της ύλης που ο Ρόμπερτ Μάυερ (Robert Mayer) τον συμπλήρωσε αργότερα, μιλώντας και για την αφθαρσία ή «διατήρηση» της ενέργειας. Ύστερ' από τον Μάυερ ο φυσιολόγος Μαξ Ρούμπνερ (Max Rubner) κατάφερε ν' αποδείξει, θεσπίζοντας  το  λεγόμενο  «νόμο  της  ισοδυναμίας»,  ότι  η  διατήρηση  της  ενέργειας  (δηλαδή  η απόλυτη ισοδυναμία ανάμεσα στις ενέργειες που ξοδεύονται, και σ' εκείνες που γεννιούνται) διέπει ως νόμος και τους ζωντανούς οργανισμούς. Ας μείνουμε όμως στο νόμο της αφθαρσίας της ύλης που θέσπισε ο Λαβουαζιέ. Η ιδρυτική πράξη της επιστημονικής χημείας ήταν η βασική αλήθεια ότι το βάρος κάθε σύνθετου σώματος ισούται με το άθροισμα των βαρών των συστατικών του. Τι λέει η αλήθεια αυτή; Λέει ότι η ύλη ούτε δημιουργείται, ούτε καταστρέφεται. Το 'νιωσαν βέβαια αυτό κι οι αρχαίοι Έλληνες, κι ανάμεσα στους πρώτους ο Εμπεδοκλής. Πρώτη όμως φορά με τα πειράματα που έκανε  ο  Λαβουαζιέ,  αναλύοντας  το  οξείδιο  του  υδραργύρου  στα  συστατικά  του  (δηλαδή  στο οξυγόνο και στον υδράργυρο) ή συνθέτοντας το υδρογόνο και το οξυγόνο σε νερό, μεταμόρφωσε την παλιά φιλοσοφική υπόθεση σε μιαν απτή επιστημονική γνώση. Κι ήρθαν βέβαια, ύστερα από τον Λαιβουαζιέ, κι ο Προυστ (J. L. Proust) κι ο Ντάλτον (Dalton) και άλλοι, που συμπλήρωσαν τα θεμέλια   της   χημείας   (τα   συνυφασμένα   πια   από   τις   μέρες   του   Λαβουαζιέ   με   αλγεβρικές παραστάσεις) ανακαλύπτοντας τους νόμους των «ορισμένων αναλογιών», των «πολλαπλών αναλογιών», της «χημικής συγγένειας», που η τελευταία έγινε και λογοτεχνικά περίφημη με την εφαρμογή που της έκανε ο Γκαίτε με το έργο του «Εκλεκτικές Συγγένειες» στην ψυχική ζωή των ανθρώπων. Γύρω στα 1800 η χημεία είχε απόλυτα εδραιωθεί, κι είχε μάλιστα αρχίσει να επηρεάζει ευεργετικά και τις επιστήμες εκείνες που αντικείμενό τους είναι η οργανική φάση, η ζωή.

Ο μεγάλος ερευνητής που  πρώτος «συστηματοποίησε μεθοδικά ολόκληρη τη  λεγόμενη φυσική ιστορία και που κατάταξε μ' εξαιρετική σοφία όσα ως τις μέρες του ήταν γνωστά γύρω στα ορυκτά, στα ζώα και στα φυτά, ήταν ο Σουηδός Λινναίος (Linnaeus). Ο Λινναίος που πέθανε στα 1778, ενιωσε —αν και στο έργο του «Σύστημα της Φύσης» έβαλε τη βιολογία να συγκατοικήσει με την επιστήμη που ερευνά την ανόργανη φύση— το βασικό πρόβλημα της «ζωής», ένιωσε δηλαδή ότι η
«οργανική»  φύση  ζητάει  ένα  ιδιαίτερο  μέτρο  για  να  μετρηθεί  και  ότι  το  «μέτρο  αυτό  είναι  η
«οργανική  μεταμόρφωση»  που  υπάρχει  μόνο  στη  ζωή  και  όχι  στην  υπόλοιπη  φύση.  Έτσι σημειώθηκε το πρώτο σοβαρό ρήγμα στην καθολική μηχανική θεωρία του κόσμου, που έγινε αργότερα πιο φανερό στα έργα του Λαμάρκ, του Δαρβίνου, και προπάντων του βιολόγου Χάξλεϋ. Ο Χάρβεϋ που είναι ο θεμελιωτής της επιστημονικής φυσιολογίας, ζώντας στο ΙΖ' αιώνα, είδε τη ζωή, είδε το ζωντανό οργανισμό σα μια μηχανή. Ένας πρόξενος και ταξιδιώτης ο Μπενουά ντε Μαγιέ (Benoit de Maillet) άδραξε πρώτος το πρόβλημα του ζωντανού οργανισμού στην ουσία του. Το βιβλίο του δεν τόλμησε να το δημοσιεύσει παρά μόνο στα βαθιά γερατιά του, και πάλι μόνο με ψευδώνυμο, παρουσιάζοντας μάλιστα τις γνώμες του σα να προέρχονται από τα χείλη ενός παραδοξολόγου Ινδού σοφού. Το βιβλίο έγινε γνωστό στα μέσα μονάχα του ΙΗ' αιώνα. Χωρίς να δείχνει ο Μαγιέ πώς έχει μια καθαρή αντίληψη για τις μεταβολές των μορφών της ζωής, την αγγίζει όμως  τη  «μεταμόρφωση»,  την  οργανική  εξέλιξη,  ως  πρόβλημα.  Ακόμα  καθαρώτερα  το  βλέπει βέβαια  το  πρόβλημα  ο  Λινναίος.  Παράλληλα  με  τις  τέτοιες  υποθέσεις  που,  όπως  θα  δούμε,
δέχθηκαν την πρώτη οριστική θεμελίωσή τους από τα χέρια του Λαμάρκ, η φυσιολογία έκανε το μεγαλύτερο, ύστερ' από τον Χάρβεϋ, βήμα της με την εμφάνιση και τις έρευνες του Χάλλερ (Haller). Από τον Χάλλερ ξεκινούν οι έρευνες που μας έδειξαν ότι από το νευρικό σύστημα είναι εξαρτημένες όχι μόνον οι συνειδητές εξωτερικές λειτουργίες του ζωντανού οργανισμού αλλά και οι λειτουργίες που σημειώνονται ασυνείδητα. Αν από τη μια μεριά συνυφάνθηκαν έτσι οι συνειδητές και ασυνείδητες λειτουργίες, από την άλλη όμως έγινε κι η ουσιαστική ριζική διάκρισή τους. Οι συνειδητές λειτουργίες διευθύνονται από νεύρα που ξεκινούν από τον εγκέφαλο, ενώ οι άλλες δεν επικοινωνούν άμεσα με τον εγκέφαλο, δεν τον κουράζουν ζητώντας απ' ευθείας τις οδηγίες του, αλλά  χρησιμοποιούν ως άμεσους προϊστάμενους μερικές  υποδεέστερες  εξουσίες,  ας ποομε  τις
«νομαρχίες» του εγκέφαλου. Εκτός από τον εγκέφαλο (που είναι προπάντων ο υπουργός των εξωτερικών) υπάρχουν λοιπόν  και  υποδεέστερα  νευρικά  κέντρα,  δεσμίδες  νεύρων,  γάγγλια.  Το πρόβλημα της ζωής και στην καθαρά φυσική και υλική του σύσταση έγινε έτσι πολύ πιο πλούσιο, αλλά ταυτόχρονα και πολύ πιο κρίσιμο, πολύ πιο προβληματικό. Ανεξάρτητα έτσι κι από τα προβλήματα που συνδέονται με την οργανική μεταβολή κι εξέλιξη των μορφών της ζωής, η απλή λειτουργία της έγινε κι αυτή μονάχη της αντικείμενο μιας πλατιάς και πολύπλοκης έρευνας. Στο θαυμάσιο έργο που έγραψε γύρω στα 1800 ο Γάλλος ανατόμος και φυσιολόγος Μπισά (Bichat) «Για τη ζωή και για το  θάνατο», αποκαλύπτεται ολόκληρη η έκταση των καινούριων προβλημάτων, ακόμα και των ηθικών, που γέννησε από τις μέρες του Χάλλερ η πρόοδος της φυσιολογίας. Πάντως ακόμα πιο προβληματική, ακόμα πιο ανεξάντλητη και άπειρη στο βυθό της παρουσιάζεται η ζωή, όταν μελετούμε όχι μόνο τη λειτουργία της, αλλά και τη συνυφασμένη με ριζικές μεταμορφώσεις εξέλιξή της μέσ' στο υπερατομικό σύνολό της.

Ο Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στην Αίγυπτο Μπενουά ντε Μαγιέ και ο σοφός Λινναίος έθιξαν, όπως είπαμε, πρώτοι το πρόβλημα. Όχι οι φυσιολόγοι, αλλά οι ζωολόγοι έλαβαν το λόγο πάνω στο απέραντο αυτό θέμα. Ο Κυβιέ (Cuvier) ήταν μεγάλος βιολόγος και ζωολόγος, το έργο του «Το ζωικό βασίλειο» είναι ένα επιστημονικό αριστούργημα, αλλά δεν είναι αυτός που τάχθηκε ν' ανυψώσει την εξέλιξη και μεταμόρφωση των ειδών σε επιστημονική αλήθεια. Τ' όνομα μάλιστα και το μεγάλο κύρος του Κυβιέ χρησιμοποιήθηκε για να πολεμηθεί ο άλλος που τάχθηκε για το μεγάλο έργο και που κι αυτός, όπως κι ο  Κυβιέ, είναι  Γάλλος. Αν ο  Άγγλος ζωολόγος Δαρβίνος πρόσφερε στην επιστήμη τη δεύτερη και λογοτεχνικά πιο χτυπητή ερμηνεία του φαινομένου που λέγεται «εξέλιξη» και «μεταμόρφωση» των ειδών, ο Γάλλος συνάδελφός του Λαμάρκ (Lamarck) —ο ίδιος που πρώτος έκανε και τη θεμελιακή διάκριση των ζώων σε σπονδυλωτά και σε μη σπονδυλωτά, καθώς και άλλες σημαντικές υποδιαιρέσεις —πρόσφερε στην επιστήμη την πρώτη επιστημονική ερμηνεία του μεγάλου  εκείνου  φαινομένου.  Ούτε  ο  Λαμάρκ,  ούτε  ύστερα  απ'  αυτόν  ο  Δαρβίνος  δεν  έθιξαν βέβαια το πρόβλημα που παρουσιάζει η «γένεση» της ζωής (ο Δαρβίνος, στο θεμελιακό του σύγγραμμα, ξεκινάει ακριβώς από την παραμέριση αυτού του άλυτου προβλήματος) αλλά κι οι δυο τους, ο Λαμάρκ κι ο Δαρβίνος, συγκρότησαν δυο θαυμαστές υποθέσεις για να ερμηνεύσουν την αλλαγή των μορφών της ζωής. Ας μιλήσουμε πρώτα για τον Λαμάρκ.

Τη μεγάλη επιστημονική θεωρία του που συγκλόνισε τη βιολογία και την ανθρώπινη γενικά σκέψη, τη διατύπωσε ο Λαμάρκ πενήντα ολόκληρα χρόνια πριν ακουσθεί η φωνή του Δαρβίνου, δηλαδή γύρω στα 1800. Κι είχε περάσει μάλιστα ο Λαμάρκ τα πενήντα, όταν εγκαταλείποντας τη βοτανική αφοσιώθηκε στη ζωολογία. Ο Λαμάρκ είχε την ίδια ηλικία με τον Λαβουαζιέ. Όταν όμως η γαλλική επανάσταση  στην  περίοδο  της  τρομοκρατίας  έκοψε  το  κεφάλι  του  Λαβουαζιέ,  το  έργο  του Λαβουαζιέ είχε θεμελιωθεί και μάλιστα αναγνωρισθεί, ενώ το έργο του Λαμάρκ δεν είχε ακόμα αρχίσει. Και όταν ακόμα αποκαλύφθηκε σε λίγα χρόνια ολόκληρο το έργο του, μονάχα με επιθέσεις, με ειρωνίες και προπάντων με αποσιώπηση πληρώθηκε ο κόπος του Λαμάρκ. Αν και έζησε ογδόντα πέντε χρόνια, αγνοημένος, απογοητευμένος, τυφλός και πάμπτωχος έφυγε από τον κόσμο. Στις μέρες που πέθαινε ο Λαμάρκ, μεσουρανούσε το άστρο του Κυβιέ που ήταν ο αντίπαλος της θεωρίας για τη «μεταμόρφωση». Με την εμφάνιση του Δαρβίνου άρχισε να γίνεται γνωστό και τ' όνομα του αγνοημένου  ως τότε  Λαμάρκ.  Δυο  είναι  τα  θεμελιακά  έργα  του  μεγάλου  αυτού  ζωολόγου  και διανοητή.  Το  ένα  είναι  η  «Ζωολογική  φιλοσοφία»  και  τ'  άλλο  η  «Φυσική  ιστορία  των  μη
σπονδυλωτών ζώων». Δε φαίνεται λιγάκι παράξενη η έκφραση «ζωολογική φιλοσοφία»; Είναι τάχα η ζωολογία «φιλοσοφία»; Τα έργα του Λαμάρκ αναφέρονται βέβαια προπάντων στις ειδικές επιστήμες της ζωολογίας και της βιολογίας, αλλά ο Λαμάρκ θεωρούσε και τα ειδικά πορίσματα των επιστημών αυτών ως «φιλοσοφικά», και μπαίνει άλλωστε (αδιάφορο αν με γνήσιο ή όχι φιλοσοφικό πνεύμα) και σε προβλήματα φιλοσοφικά. Ο Λαμάρκ ανήκει στους φυσικούς εκείνους επιστήμονες, που νομίζουν ότι η ειδική σκοπιά τους είναι αρκετή και για να φιλοσοφήσουν.

Ας μη σταματήσουμε, όμως, στο φιλόσοφο Λαμάρκ, κι ας πάμε αμέσως —αφού πηδήσουμε και το
«φυσικό» που νόμισε ότι μπορούσε ν' αντικρούσει τη θεωρία των ηχητικών κυμάτων, δηλαδή τη θεωρία του αέρα ως μέσου για τη μεταβίβαση των ήχων— στο μεγάλο ζωολόγο. Ως ζωολόγος ο Λαμάρκ έκανε θαύματα. Πρώτ' απ' όλα πρέπει να τονισθεί ότι είναι ο πρώτος που έσκυψε χάμω κι ερεύνησε συστηματικά με μιαν ανεξάντλητη υπομονή και αγάπη τον αδικημένο κόσμο των «μη σπονδυλωτών» ζώων, έναν κόσμο που τον είχαν περιφρονήσει ως τότε οι περισσότεροι ζωολόγοι και που μόνο ελάχιστοι είχαν αρχίσει να τον ερευνούν στο ΙΗ' αιώνα. Ο κόσμος ακριβώς αυτός των μη σπονδυλωτών άνοιξε μάλιστα τα μάτια του Λαμάρκ και για τη σύλληψη και αποκρυστάλλωση της βαρύτιμης θεωρίας του για την εξέλιξη και μεταμόρφωση της οργανικής ζωής. Η ζωή για τον Λαμάρκ —κι έτσι θα διατυπώσουμε σε μερικά λόγια τη θεωρία του— βρίσκεται σε μιαν ακατάπαυστη  εξέλιξη  που  δε  σημειώνει  όμως  διόλου  απότομες  αλλαγές  κι  επαναστάσεις.  Τη θεωρία των επαναστάσεων και βίαιων μεταβολών είχαν αρχίσει πια στις αρχές του ΙΘ' αιώνα να την εγκαταλείπουν και οι γεωλόγοι ακόμα και παλαιοντολόγοι στην έρευνα της ιστορίας της γης. Ο Λαμάρκ είναι από τους πρώτους που αποκρούσανε απόλυτα την ιδέα των κατακλυσμών και των γεωλογικών επαναστάσεων. Στο έργο του «Ζωολογική Φιλοσοφία» αναπτύσσει με θαυμάσια επιχειρήματα την αντίθετη άποψη, εκείνη που εμφανίζει τη Φύση να δουλεύει με μεγάλη βραδύτητα. Η ζωή για τον Λαμάρκ αλλάζει αδιάκοπα (αλλά και βραδύτατα) τις μορφές της, και η αλλαγή αυτή, συνυφασμένη βασικά και με την τάση της Φύσης να πηγαίνει από το απλούστερο στο συνθετώτερο, προσδιορίζει την εξέλιξη και μεταμόρφωση των ειδών. Η μεταμόρφωση αυτή —μέσα στο πλαίσιο της αυτόνομης ροπής που κάνει τη Φύση να πηγαίνει από το ατελέστερο στο τελειότερο— έχει για κίνητρο και για νόμο της την ασυνείδητη ανάγκη που επιβάλλει την προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών στο περιβάλλον τους. Η μορφή και τα όργανα κάθε είδους ζώων δεν ήταν δοσμένα από την αρχή στο κάθε είδος, αλλά δημιουργήθηκαν και πρόβαλαν —ή, αντίθετα, εκτοπίσθηκαν— από την ανάγκη της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ο Λαμάρκ ξεκινάει από  τη  φυσιολογική  αρχή  ότι  τα  όργανα  δυναμώνουν  και  αναπτύσσονται  όταν  δρουν,  ενώ ατροφούν όταν αδρανούν. Συνδυάζοντας την αρχή τούτη με τη βασική αρχή του αταβισμού, δηλαδή με την αρχή που λέει ότι οι γόνοι μοιάζουν στους γονείς και ότι οι αλλοιώσεις και παραλλαγές μεταβιβάζονται κληρονομικά, ισχυρίζεται ο Λαμάρκ ότι η αλλαγή των συνθηκών που περιβάλλουν ένα ζωντανό οργανισμό προκαλεί αλλαγή των ενεργειών και αντιδράσεων του οργανισμού αυτού, ότι η αλλαγή των ενεργειών προκαλεί την αλλοίωση των οργάνων του, και ότι στο τέλος η κληρονομική μεταβίβαση των αλλοιώσεων αλλάζει —μέσα σε μεγάλα διαστήματα χρόνου— και τις μορφές των ειδών. Η βασική ταξινόμηση των ζώων στη γενική εξελικτική κλίμακα υιοθετήθηκε ουσιαστικά  κι  από  τον  Δαρβίνο  και  τους  οπαδούς  του  Δαρβίνου.  Ωστόσο,  η  ερμηνεία  της διαδικασίας  που  προκαλεί  τις  ειδικότερες  μεταμορφώσεις  των  ειδών,  η  υπόθεση  δηλαδή  του Λαμάρκ σχετικά με τις αλλοιώσεις που προκαλεί στα όργανα η ανάγκη της προσαρμογής στο περιβάλλον, χτυπήθηκε. Έξυπνα τη χτύπησε ο Σόπενχάουερ. Ο μεγάλος φυσιολόγος Χάξλεϋ που θα τον γνωρίσουμε σε λίγο, διατυπώνει στο δοκίμιό του «Η υπόθεση του Δαρβίνου», χωρίς να ξέρει τη φράση του Σόπενχάουερ, την ίδια περίπου σκέψη που διατύπωσε κι ο Σόπενχάουερ. Αν το περιβάλλον —αυτή είναι η αντίρρηση— επιβάλλει σ' ένα είδος, για να ζήσει, μια προσαρμογή που προϋποθέτει την ανάπτυξη νέων οργάνων, δε θάπρεπε τάχα, ως που ν' αναπτυχθούν μέσα σε αμέτρητα χρόνια τα αναγκαία όργανα, τα άτομα του είδους αυτού να υποκύψουν στην έλλειψη των κατάλληλων για τη ζωή τους οργάνων; Αν, δηλαδή, η ανάγκη είναι τόση ώστε απαιτεί καινούρια όργανα, η έλλειψή τους δε θάπρεπε να υποτεθεί επίσης τόση ώστε να προκαλεί το θάνατο και την εξαφάνιση; Ως πότε μπορεί ένα ζώο ν' αντέχει νιώθοντας μιαν αδύνατη επιθυμία του;
Εδώ πια επεμβαίνει στα μέσα του περασμένου αιώνα ο Δαρβίνος (Charles Darwin). Τις ίδιες μέρες που ο μεγάλος και ευσυνείδητος αυτός ζωολόγος ήταν έτοιμος ν' ανακοινώσει τα πορίσματα των ερευνών του, ένας άλλος ερευνητής, ο Ουάλλας (Wallace) που δούλευε στα νησιά του ινδικού αρχιπελάγους, έστειλε στον ίδιο τον Δαρβίνο —με την παράκληση να προβεί σε μια σχετική ανακοίνωση στην «Εταιρία του Λινναίου»— ένα υπόμνημα που στο περιεχόμενό του ήταν διατυπωμένα πορίσματα συγγενέστατα με μερικές από τις κεντρικές ιδέες του Δαρβίνου. Πάντως, το θεμελιακό έργο του Δαρβίνου «Η καταγωγή των ειδών», όχι μόνο είχε συγκροτηθεί πριν γνωρίσει ο συγγραφέας του το υπόμνημα του Ουάλλας, αλλά θίγει και πολλά άλλα προβλήματα και θεμελιώνει πολύ πιο πλατιά ολόκληρη τη θεωρία που συνυφάνθηκε με τ' όνομά του. Τι λέει η θεωρία αυτή; Το βιβλίο του Δαρβίνου είναι από τα πιο πλούσια και πιο όμορφα γραμμένα επιστημονικά βιβλία. Εμείς εδώ θ' αρκεσθούμε να διατυπώσουμε την κεντρική του ιδέα σε λίγες λέξεις, χρησιμοποιώντας μάλιστα ως βάση για τη συνοπτική διατύπωση τρία δοκίμια του φίλου του Δαρβίνου, ενός ισόπαλου μυαλού, του Χάξλεϋ, Ο Λαμάρκ, βασισμένος στη φυσιολογική αρχή που μας λέει ότι η άσκηση δυναμώνει, ενώ η αδράνεια νεκρώνει τα όργανα του σώματος, στήριξε τη μεταμόρφωση των ειδών στη μηχανική προσαρμογή στο περιβάλλον. Ο Δαρβίνος ξεκίνησε από μιαν άλλη αρχή. Τη βασική του σκέψη την ξύπνησε μέσα του η παρακολούθηση του φαινομένου της
«τεχνητής επιλογής» που προκαλεί ο άνθρωπος σε ζώα και σε φυτά με τη μέθοδο των διασταυρώσεων. Με τη βοήθεια του ανθρώπου μεταμορφώνονται έτσι τα είδη. Μήπως υπάρχει, τάχα, και στη φύση μια δύναμη που προκαλεί ασυνείδητα ό,τι ο άνθρωπος προκαλεί με συνειδητή σκοπιμότητα; Μήπως υπάρχει, εκτός από την «τεχνητή επιλογή», μια «φυσική επιλογή»; Στο ερώτημα τούτο έδωσε ο Δαρβίνος μια καταφατική απάντηση. Και χωρίς τα χέρια του ανθρώπου, χωρίς τη συνειδητή του επέμβαση, σημειώνεται στη φύση μια επιλογή. Ο μεγάλος ρυθμιστής της φυσικής επιλογής είναι ο θάνατος. Κάθε είδος έχει τους εχθρούς του. Κάθε είδος είναι αναγκασμένο να πολεμήσει και να παλέψει με αλλά είδη για ν' ανταποκριθεί στη συντήρησή του, στις ανάγκες της ζωής. Το πια αδύνατο είδος πέφτει, νικιέται, σβύνει πάνω στον άνισο «αγώνα για την ύπαρξη». Κάθε  παραλλαγή  και  ποικιλία  που  προκαλείται  στους  κόλπους  ενός  είδους,  προσαρμόζεται καλύτερα   ή   χειρότερα   στις   συνθήκες   του   περιβάλλοντος.   Αν   προσαρμόζεται   χειρότερα,   η παραλλαγή οδηγεί στο θάνατο. Αν προσαρμόζεται καλύτερα, τότε σβύνει τους προγόνους από το πρόσωπο της γης και στη θέση εκείνων μπαίνει το νέο είδος. Κι αυτό γίνεται ακατάπαυστα, και θα εξακολουθήσει να γίνεται όσο υπάρχει ζωή στον κόσμο. Όλα τα είδη, σύμφωνα με την υπόθεση αυτή του Δαρβίνου, έχουν προκύψει από τη φυσική επιλογή, κι η δράση της φυσικής επιλογής είναι ανάλογη με τη δράση και την αποτελεσματικότητα της τεχνητής επιλογής. Αυτή είναι η θεωρία του Δαρβίνου, μια θεωρία που δεν παρουσιάζει διόλου τον «αγώνα για την ύπαρξη» (δηλαδή το νόμο που προκαλεί τη φυσική επιλογή) σα μια φοβερή και τρομερή πάλη, σαν έναν αιώνιο πόλεμο στη φύση (που ο Ένγκελς και άλλοι τον προδίκασαν επιπόλαια σε μια δήθεν φυσικοεπιστημονική δικαιολογία για τις επαναστάσεις της κοινωνικής ιστορίας) αλλά παρουσιάζει τον «αγώνα για την ύπαρξη» σαν έναv ομαλότατο ακριβώς και απαλότατο ρυθμιστή της ζωής. Το θεμελιακό έργο του Δαρβίνου που, όπως λέει χαριτωμένα ο Χάξλεϋ, «οι ηλικιωμένες κυρίες, αμφοτέρων των φύλων, το έκριναν σαν ένα φοβερά επικίνδυνο βιβλίο», δεν κλονίζει διόλου την πίστη μας στο μεγάλο Δημιουργό και αποκαλύπτει στο βάθος μια σοφή ακριβώς αρμονία στη φύση. Το μόνο ερώτημα είναι  —κι  αυτό  το  θέτει  και  το  αφήνει  αναπάντητο  κι  ο  Χάξλεϋ—  αν  μπορεί  η  υπόθεση  του Δαρβίνου ν' αναχθεί και σε μιαν επιστημονική βεβαιότητα. Ούτε στις μέρες του Χάξλεϋ, ούτε καν σήμερα δε μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση στο ερώτημα τούτο.

Ας μιλήσουμε τώρα ιδιαίτερα και για το φίλο του Δαρβίνου, για το δεινό φυσιολόγο και ανατόμο, για τον έξοχο γενικά διανοητή Τόμας Χένρυ Χάξλεϋ (Thomas Henry Huxley) που τ' όνομά του συνδέεται ως τα σήμερα με μιαν ολόκληρη δυναστεία ξεχωριστών πνευμάτων. Μια καλή βιογραφία του γράφηκε από το γιο του, κι εγγόνια του είναι ο Τζούλιαν Χάξλεϋ (Julian Huxley) ο σύγχρονος βιολόγος και συγγραφέας, καθώς και ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Χάξλεϋ (Aldous Huxley). Ο Τόμας Χένρυ  Χάξλεϋ,  που  μόνο  γι'  αυτόν  βέβαια  θα  μιλήσουμε  εδώ,  είναι  ένα  απ'  τα  πιο  ζωντανά πνεύματα του ΙΘ' αιώνα. Γιατρός, χειρουργός, ανατόμος, φυσιολόγος, ζωολόγος (στη γενικώτερη σημασία του όρου, όπως ο ίδιος ήθελε να χρησιμοποιείται ο όρος αυτός) μελετητής της γεωλογίας
και παλαιοντολογίας, γνώστης και υμνητής όλων των θετικών επιστημών, φίλος και σύμβουλος πολύτιμος του Δαρβίνου, πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου, θαυμάσιος χειριστής του λόγου και δεινός πολεμιστής, με τα προσόντα αυτά που, όπως θα δούμε, δεν είναι και τα μοναδικά,  πήρε  ο  Χάξλεϋ  στους  ώμους  του  το  βάρος  μιας  μεγάλης  ευθύνης  και  αποστολής: ανάλαβε να σπάσει την αντίδραση που από πολλές πλευρές είχε συστηματικά οργανωθεί για να πνίξει την πρόοδο της βιολογίας και των θετικών επιστημών. Οι ομιλίες και οι πραγματείες του, που έχουν  εκδοθεί με  τον  κοινό  τίτλο  «Η  θέση του  ανθρώπου  μέσ' στη φύση»,  είναι  το  έργο του μεγάλου προπάντων αγωνιστή και του δεινού συγγραφέα. Εκτός από το βιβλίο τούτο, ο Χάξλεϋ έγραψε πολλά συστηματικά επιστημονικά έργα ανατομίας, φυσιολογίας και ζωολογίας, καθώς και μια πραγματεία για το μεγάλο φιλόσοφο Χιουμ. Στο ΙΘ' αιώνα οι περισσότεροι από τους βιολόγους κι απ' όσους μεταβίβασαν, όπως το 'κανε ο Σπένσερ, τη βιολογική αντίληψη και σ' άλλες σφαίρες γνώσεων,  ανάγοντάς  την μάλιστα  σε μιαν  ιδιότυπη εξελικτική φιλοσοφία,  σε  μιαν  αφελέστατη κοσμοθεωρία, οι περισσότεροι απ' αυτούς (κι απάνω απ' όλους ο Σπένσερ) έκαναν στο βάθος κακό μεγάλο στην υπόθεση που είχαν ταχθεί να υπερασπισθούν. Κι έκαναν κακό, γιατί ήταν φοβερά μονόπλευροι, στενόκαρδοι, καταπληκτικά αφιλοσόφητοι, σχεδόν αγράμματοι σ' ό,τι δεν ήταν η ειδικότητά τους. Η ειδικότητα είχε μεταβληθεί σε μανία, σε έμμονη ιδέα, σε παρωπίδα. Ο Σπένσερ π.χ. που ήθελε να κάνει το φιλόσοφο, αγνοούσε στο βάθος την ύπαρξη του Καντ. Ο υλισμός, αντί να περιορισθεί σε ό,τι ήταν ταγμένος, αντί να είναι η επιστήμη της ύλης, δηλαδή μια επιστημονική αλήθεια,  τεντώθηκε,  φούσκωσε  κι  έγινε  μια  χοντροκομένη  φιλοσοφική  πλάνη.  Ο  φωτισμένος Άγγλος φιλόσοφος Ρίτσι (Ritchie) γύρω στα 1900, «ενώ αγωνίζεται από τη μια μεριά να επιβάλει τις επιστημονικές αλήθειες που προκύψανε από την πρόοδο της βιολογίας και των άλλων θετικών επιστημών στο ΙΘ' αιώνα, καυτηριάζει από την άλλη μεριά και τον ειδικό φυσικό επιστήμονα που ξεφεύγοντας από τα όριά του αρχίζει και μιλάει δογματικά για το σύμπαν, καυτηριάζει το δογματικό υλισμό και τον ονομάζει «μεταφυσική του χειρότερου είδους». Κι ο περίφημος φυσικός Όλιβερ Λοτζ (Oliver Lodge) γράφοντας την εισαγωγή στο βιβλίο του Χάξλεϋ «Η θέση του ανθρώπου μέσ' στη φύση», επικαλείται τις πιο πετυχημένες φράσεις του Ρίτσι και προσθέτει και καλές δικές του παρατηρήσεις. Δε στρέφονται όμως τάχα όλες αυτές οι παρατηρήσεις κι εναντίον του Χάξλεϋ; Όχι. Κανένας δε βοήθησε στο ΙΘ' αιώνα τις θετικές (προπάντων τις βιολογικές) επιστήμες να επιβληθούν, όσο το 'κανε ο Χάξλεϋ, αλλά και κανένας δε φρόντισε όσο αυτός να σεβασθεί και τα όρια που έχουν τεθεί  στην  επιστήμη  της  ύλης.  Ο  Χάξλεϋ  δεν  την  έπαθε  όπως  ο  Λαμάρκ.  Μερικές  υπερβολές ξεπηδούν βέβαια κι από τα γραφτά του Χάξλεϋ, κι έτσι π.χ. σε μιαν από τις διαλέξεις του εκφράζει την ελπίδα ότι από τη μια μεριά οι γεωλογικές έρευνες, δηλαδή η αποκάλυψη ακόμα βαθύτερων γεωλογικών στρωμάτων, κι από την άλλη η πρόοδος των χημικών πειραμάτων, θα οδηγήσουν ίσως μια μέρα στην εξακρίβωση του τρόπου μεταβολής ανόργανων στοιχείων σε οργανικά, δηλαδή στην άρση του χάσματος ανάμεσα στην ανόργανη φύση και στη ζωή. Ο Μπέργκσον έδωσε την απάντηση που χρειάζονται όσοι εκφράζουν τέτοιες  ελπίδες. Κι ο Αμερικανός  ιστολόγος Ουίλσων (Wilson) αναγνωρίζει και τονίζει ότι η έρευνα των κυττάρων έκανε το χάσμα ανάμεσα στην ανόργανη φύση και στη ζωή ακόμα πιο απέραντο. Ο Χάξλεϋ όμως ήταν στις μέρες του δικαιολογημένος. Αν άλλωστε τόνιζε την απόλυτη ενότητα στη φύση, δηλαδή στην ανόργανη φύση και στη ζωή, αυτό ήταν στο βάθος για τον Χάξλεϋ μια αγαπητή μονάχα φρασεολογία, γιατί ο ίδιος ήξερε ταυτόχρονα να τονίζει και τις ουσιαστικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην ανόργανη φύση και στη ζωή. Αντικρούοντας την παλαιότερη μαθηματική και μηχανική αντίληψη για το ανόργανο και οργανικό σύμπαν, αντικρούοντας δηλαδή τη μονόπλευρη αντίληψη που είχε προκύψει από τις μεγάλες αλήθειες του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, είπε ο Χάξλεϋ ότι τη ζωή δε μπορούμε να την κοιτάζουμε και να τη μετράμε όπως μετράμε και κοιτάζουμε την ανόργανη φύση. Από τη μια μεριά χαίρεται, βέβαια, ακούγοντας τον έξοχο ερευνητή και πειραματικό Ντυμπουά Ραιμόν (Dubois Reymond) να χαρακτηρίζει τη δράση των νεύρων σα δράση ηλεκτρική —κι η άποψη αυτή επικυρώθηκε κι από τον Χέρμαν (Hermann) κι έγινε κλασική για τη φυσιολογία— από την άλλη όμως τονίζει ο Χάξλεϋ με μια καθαρώτατη αντίληψη ότι, ενώ η ανόργανη φύση τείνει προς την ισορροπία των δυνάμεων και χαρακτηρίζεται από μια σταθερότητα μορφών, η ζωή τείνει προς τη διατάραξη της ισορροπίας και χαρακτηρίζεται από την αλλαγή και ακατάπαυστη διαδοχή των μορφών της. Κι ακόμα πιο σημαντικό είναι κάτι άλλο: Ο Χάξλεϋ που ήταν φιλοσοφικά καλλιεργημένος ένιωθε πολύ καλά ότι το πρόβλημα
της ύλης δεν εξαντλεί διόλου το πρόβλημα του σύμπαντος. Η πραγματεία του για τον Χιουμ αποκαλύπτει τον Χάξλεϋ και ικανό για μια φιλοσοφική λογοδοσία, τον εμφανίζει μάλιστα στο βάθος οπαδό του κριτικού ιδεαλισμού του Καντ. Ο Χάξλεϋ πάει και πιο πέρ' από τον Καντ και φτάνει στον Μπέρκλεϋ που ο ιδεαλισμός του δεν είχε ακόμα κριτικά ξεκαθαρισθεί από τον Καντ. Ο Χάξλεϋ χαρακτηρίζει «αναντίρρητο» το συλλογισμό του Μπέρκλεϋ που λέει ότι η ύλη και η κίνηση είναι μονάχα «μορφές του συνειδότος». Και προσθέτει ο Χάξλεϋ: «Αν ήμουν υποχρεωμένος να διαλέξω ανάμεσα   στον   απόλυτο   υλισμό   και   στον   απόλυτο   ιδεαλισμό,   θα   ένιωθα   τον   εαυτό   μου αναγκασμένο να διαλέξω το δεύτερο». Έτσι σκεπτόταν ο Χάξλεϋ, που το πνεύμα του βρισκόταν πολύ μακριά από την πρόχειρη φιλοσοφία ενός Σπένσερ ή από τον αφελέστατο θετικισμό ενός Αυγούστου Κοντ. Όσες φορές μάλιστα αναφέρει τον Κοντ, τον αναφέρει ακριβώς για να τον αντικρούσει.

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στο Δαρβινισμό που, αν ο Χάξλεϋ τον διαφημίζει, ήξερε όμως και να τονίζει τα όριά του, καθώς και τ' αμφίβολα υποθετικά στοιχεία του. Εκείνο που στο Δαρβινισμό πείραξε πολλούς  (γιατί  μείωσε  τους  τίτλους  ευγενείας  και  καταγωγής)  ήταν  η  ιδέα  ότι  ο  άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο. Επίσης —κι εδώ κάθε αντίδραση ήταν θεμιτή— έγινε μια μεγάλη κατάχρηση της θεωρίας που βάζει στο κέντρο της ζωής τον αγώνα για την ύπαρξη. Μια βαθιά παρεξήγηση της θεωρίας του Δαρβίνου έδωσε αφορμή όχι μόνο σε κάμποσες επιπολαιότητες των Μαρξιστών,  αλλά  και  σε  άλλες  άτοπες  εφαρμογές  του  Δαρβινισμού  στην  ιστορία.  Τίποτα  δεν έβλαψε τη νεογέννητη επιστήμη της κοινωνίας, όσο την έβλαψαν αυτές (και άλλες ανάλογες) εφαρμογές, δηλαδή κακές εφαρμογές φυσικοεπιστημονικών σχημάτων στην ιστορία. Εκτός από τους οπαδούς του Μαρξισμού, αντιπρόσωποι του λεγόμενου κοινωνιολογικού Δαρβινισμού προβάλλουν στα τέλη του περασμένου αιώνα συγγραφείς έξυπνοι, αλλά κι εξαιρετικά μονοκόματοι, όπως ο Χέλβαλτ (Friedrich von Helwald) και ο Γκούμπλοβιτς (Ludwig Gumplowicz). Τον αγώνα για την ύπαρξη ως κίνητρο της ιστορίας δεν τον πιστοποιούν όπως οι Μαρξιστές, στην πάλη των τάξεων, αλλά τον αδράχνουν σ' ένα σχήμα όχι λιγότερο μονοκόματο, στην πάλη που διεξάγουν οι «φυλές» μεταξύ τους. Κι ο Ράτσενχόφερ (Ratzenhofer) αναδείχθηκε στα τέλη του ΙΘ' αιώνα ως «βιολογιστής κοινωνιολόγος». Ο βαθύτερος και ευρύτερος απ' όλους που έκανε και μια σοβαρή αντίκρουση του Σπένσερ ήταν ο Σαίφλε (Α. Schäffle). Στην αμερικανική, επίσης, κοινωνιολογία η βιολογική αντίληψη προσπάθησε να επιβληθεί με επιπόλαιες υπερβολές που όμως γρήγορα εκτοπίσθηκαν από τον
«κοινωνιολογικό ψυχολογισμό». Aλλ;a και μέσα στην eιδική σφαίρα της ίδιας της βιολογίας ο Δαρβινισμός έκανε κάμποσους να καταλήξουν (χωρίς να φταίει βέβαια ο Δαρβίνος) σε υπερβολές. Πολλοί  επιστήμονες,  ξεκινώντας  από  τον  Δαρβίνο  ή  και  συνδυάζοντάς  τον  με  τον  Λαμάρκ, δούλεψαν με πάθος και φανατισμό —σα να 'χαν να παλέψουν για μια πολιτική ιδεολογία— τη θεωρία για τη γένεση και εξέλιξη των ειδών. Κάμποσοι καταλήξανε και σε αυθαίρετα σχήματα, μερικοί  και  σε  παραδοξολογίες.  Το  μετρημένο  και  σοβαρό  πνεύμα  ενός  Χάξλεϋ  έλειψε  από πολλούς, ακόμα κι από τον Γερμανό Χαίκελ (Ernst Haeckel) που όμως η επιστήμη του χρωστάει και μια μεγάλη υπηρεσία. Σύμφωνα με το λεγόμενο «βιογενετικό νόμο» που ο Χαίκελ, βασισμένος στις εμβρυολογικές έρευνες του Φον Μπερ (Von Baer) του Ράτκε (Rathke) του Μπίσοφ (Bischoff) και άλλων, και συστηματοποιώντας προηγούμενες υποθέσεις, αποκάλυψε θετικά, η εξέλιξη των ειδών με τις διάφορες μεταμορφώσεις της επαναλαμβάνεται συνοπτικά και σε μικρογραφία στην εξέλιξη του  εμβρύου.  Με  τ'  όνομα  του  Βάισμαν  (Weismann)  συνδέεται  μια  σοβαρή  ανασύνταξη  των θεωριών του Λαμάρκ και του Δαρβίνου. Εκείνος που καταλήγει σε πολλές υπερβολές, σε φανατισμούς φιλοσοφικά αθέμιτους, είναι ο ακούραστος και συγγραφικά παραγωγικώτατος Λε Νταντέκ (Felix Le Dantec). Χωρίς κανένα πνευματικό ή ηθικό λόγο, και μ' επιχειρήματα βασισμένα σ' έναν πολύ πρόχειρο και απλοϊκό υλισμό, προσπαθεί ο Λε Νταντέκ να μας πείσει ότι η βιολογική θεωρία για τη μεταμόρφωση των ειδών ανατρέπει την ύπαρξη του Θεού και ότι η ζωή δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ύλη. Ο Λε Νταντέκ, ξοδεύοντας στο σημείο αυτό πνευματικές δυνάμεις πολύτιμες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αλλού, τοποθετεί στο κέντρο της φιλοσοφίας την ιδέα της αθεΐας που δεν είναι καν ιδέα και που σημαίνει μονάχα την αποθέωση της περιορισμένης υλικής παρουσίας του ανθρώπου στον κόσμο. Ευτυχώς όμως, ο Λε Νταντέκ δεν έκανε μόνο την άκαρπη αυτή  προσπάθεια,  αλλά  πρόσφερε  και  σοβαρές  υπηρεσίες  στην  επιστήμη  και  ειδικότερα  στη
βιολογία, Με το  έργο του «Η επιστήμη της ζωής» και μ' άλλες πραγματείες του «έδωσε ο Λε Νταντέκ καινούρια ζωή στην υπόθεση του Λαμάρκ και προσπάθησε με καλά επιχειρήματα να δείξει ότι η υπόθεση του Δαρβίνου όχι μόνο δε μπορεί ν' αντικαταστήσει τη θεωρία του Λαμάρκ, αλλά δεν είναι καν υπόθεση που αποκαλύπτει τους νόμους της μεταμορφωτικής βιολογικής διαδικασίας. Ο Δαρβίνος, σύμφωνα με την άποψη του Λε Νταντέκ, δεν ερμηνεύει διόλου με την υπόθεση της φυσικής επιλογής τη μεταμόρφωση των ειδών, αλλά πιστοποιεί μονάχα ένα αποτέλεσμα. Ας μη σταματήσουμε, όμως, στις αντιδικίες αυτές. Ούτε η παρέμβαση του μεγάλου βιολόγου Ντε Φρις (De Vries) δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα. Μόνο με την άμεση εποπτεία του άπειρου χρόνου θάταν δυνατό να λυθούν τέτοια προβλήματα. Αλλά μια τέτοια εποπτεία δεν είναι δοσμένη στον άνθρωπο.

Η επισκόπηση του θετικισμού και του υλισμού που επιχειρήσαμε, ξεκίνησε από τον Σαιν Σιμόν. Αυτός έδωσε την άμεση ώθηση στον Αύγουστο Κοντ κι έγινε έτσι ο πατέρας του θετικισμού. Αλλά ο Σαιν Σιμόν δεν έδωσε μονάχα αυτή την ώθηση. Από τον παράδοξο αριστοκράτη που ως έφηβος ακόμα είχε το βαθμό του συνταγματάρχη και που αφού έχασε τα υπάρχοντά του εγκολπώθηκε ως χρηματιστηριακός κερδοσκόπος τη Γαλλική Επανάσταση και κατάντησε στο τέλος, όταν έχασε ξαφνικά και τα επιχειρηματικά κέρδη του, να καταφύγει και να συντηρηθεί πλάι σ' έναν οικονομικά τυχερώτερο ή πιο επιδέξιο χτεσινό υπάλληλό του, από τον Σαιν - Σιμόν που, έχοντας συμπληρώσει πια τα σαράντα, αποφάσισε ξαφνικά να φιλοσοφήσει και άρχισε να γράφει, ξεκίνησε άμεσα ή έμμεσα, και όλο εκείνο το κύμα των κοινωνικών ουτοπιστών που κατακλύζει τη Γαλλία στις αρχές και στα μέσα του ΙΘ' αιώνα. Ο Σαιν - Σιμόν (συνεχίζοντας στο βάθος διάφορες κατευθύνσεις που είχαν εκδηλωθεί και στο ΙΗ' αιώνα) ζητάει μια καινούρια κοινωνία που να 'ναι θεμελιωμένη μονάχα στην οργάνωση της εργασίας. Μερικοί οπαδοί του Σαιν - Σιμόν καταλήξανε σ' επαναστατικές ακρότητες. Ο μεγαλύτερος κοινωνικός ουτοπιστής στις πρώτες δεκαετίες του ΙΘ' αιώνα —χωρίς: άμεση  επαφή  με  τον  Σαιν  -  Σιμόν—  ήταν  ο  Φουριέ  (Charles  Fourier)  που  είχε  για  κυριώτερο απόστολο τον Κονσιντεράν (Considerant). Αμεσώτερη επίδραση στο εργατικό κίνημα είχε ο ουτοπιστής Προυντόν (Proudhon) που η διάθεσή του ήταν μάλιστα και αναρχική (αντικρατική) κι έτσι πρέπει να καταταχθεί πλάι στους Ρώσσους Μπακούνιν (Bakunin) και Κροπότκιν (Krapotkin) καθώς και στον Σορέλ (Sorel). Ουτοπικός σοσιαλιστής, αλλά προσανατολισμένος στην ιδέα του κράτους ήταν ο Λουί - Μπλαν (Louis Blanc) που χρημάτισε μαζί με τον συντηρητικώτατο Λαμαρτίνο και με τον ιδεολογικά συγγενή του Λεντρύ - Ρολλέν (Ledry - Rollin) υπουργός στην προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση της Γαλλίας στα 1848.

Όλοι αυτοί και κάμποσοι άλλοι χτυπήθηκαν αλύπητα ως «ουτοπιστές» από τον Καρλ Μαρξ (Karl Marx) από τον ιδρυτή του λεγόμενου «επιστημονικού σοσιαλισμού» ή «ιστορικού υλισμού». Με τον Προυντόν είχε ο Μαρξ συνδεθεί με προσωπική φιλία, αλλά όταν δοκίμασε ο Προυντόν, στο έργο του «Φιλοσοφία της αθλιότητας», να εφαρμόσει τη διαλεκτική του Χέγγελ, ο Μαρξ που αυτός μάλιστα του είχε αποκαλύψει τον Χέγγελ δε μπορούσε ν' ανεχθεί την κακή εφαρμογή της εγελιανής διαλεκτικής (που έμοιαζε στο έργο του Προυντόν με λογοπαίγνιο) κι έγραψε γαλλικά με βίαιο και ειρωνικό ύφος το περίφημο έργο του: «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας». Στο βάθος, ο Μαρξ κι ο φίλος του Ένγκελς (Friedrich Engels) που στέκεται σα δίδυμος πνευματικός αδερφός πλάι του, δεν είναι νοητοί χωρίς τον γαλλικό ουτοπισμό που και για να τον ξεπεράσουν τον προϋποθέσανε, δεν είναι νοητοί  χωρίς  τον  Χέγγελ  και  —όπως  οι  ίδιοι  ομολογούν—  χωρίς  ολόκληρη  την  ιδεαλιστική γερμανική  φιλοσοφία,  δεν  είναι  νοητοί  και  χωρίς  τη  δυτικοευρωπαϊκή  αισθησιαρχία  και  το θετικισμό, βασίσθηκαν μάλιστα τέλος (έστω και παρερμηνεύοντάς τον) στο Δαρβίνο που τη θεμελιακή του αρχή —τον αγώνα για την ύπαρξη— τάχθηκαν, όπως έγραψε κάπου ο Ένγκελς, να τη μεταβιβάσουν από τη βιολογία στην ιστορία των κοινωνιών, εμφανίζοντάς την ως «πάλη των τάξεων». Η ύπαρξη των δυο φίλων, του Μαρξ και του Ένγκελς, σημειώνει, στα μέσα ως τα τέλη σχεδόν του περασμένου αιώνα, μιαν ηρωική σελίδα στην ιστορία του πνεύματος. Ο καθαυτό δημιουργικός ήταν ο Μαρξ. Αλλά κι ο Ένγκελς με το εκλαϊκευτικό του πνεύμα ήταν ένας πολύτιμος βοηθός. Ως τα κυριότερα έργα που εμφανίζονται γραμμένα κι από τους δυο μαζί, πρέπει να θεωρήσουμε τη φιλοσοφικά σημαντική «Γερμανική ιδεολογία» που ολόκληρη δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά  στη  Σοβιετική Ένωση,  και  το  «Κομμουνιστικό  Μανιφέστο»  που  χρησίμευσε ως το
«Πιστεύω» της «πρώτης διεθνούς» (καθώς και της «δεύτερης» ύστερ' από τη διάλυση της πρώτης, και της «τρίτης» που, όταν χώρισε ο κομμουνισμός από τον εξελικτικό σοσιαλισμό, ιδρύθηκε με κέντρο τη Μόσχα). Τα σημαντικώτερα έργα που έγραψε ο Μαρξ μόνος του, είναι η «Κριτική της πολιτικής οικονομίας» και το ογκωδέστατο συστηματικό του σύγγραμμα «Το Κεφάλαιο».

Αν συνδυάσουμε όλα όσα δίδαξαν ο Μαρξ και ο Έγκελς, μπορούμε να διατυπώσουμε τη θεωρία του ιστορικού υλισμού με τις ακόλουθες συνοπτικές φράσεις: Η ιστορία διακρίνεται από τη φύση με την
«ενεργό πλευρά» που υπάρχει μέσ' στον άνθρωπο. Η «ενεργός πλευρά» εκδηλώνεται προπάντων με την «πράξη» που εκτελεί ο άνθρωπος παράγοντας μόνος του (και μη παίρνοντάς τα μονάχα παθητικά από τη φύση) τα μέσα της ζωής του. Στο σημείο τούτο, η σκέψη των Μαρξ και Ένγκελς μοιάζει με τη σκέψη του Φραγκλίνου. Ο άνθρωπος, παράγοντας τα μέσα της ζωής του, «παράγει έμμεσα την υλική του ζωή». Αυτή η υλική (η οικονομική) ζωή, προσδιορισμένη από τα μέσα της παραγωγής (από τις «παραγωγικές δυνάμεις») προσδιορίζει με τη σειρά της τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που μέσα τους ζουν οι άνθρωποι. Οι κοινωνικές συνθήκες, στην αντικειμενική τους υπόσταση, επηρεάζουν τον άνθρωπο, προσδιορίζουν μάλιστα ολόκληρη τη συνείδησή του με το  ιδεολογικό  της  περιεχόμενο.  «Δεν  είναι  η  συνείδηση  των  ανθρώπων  που  προσδιορίζει  την ύπαρξή τους, αλλά η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδησή τους». Οι αρχές αυτές συνιστούν, ας πούμε, τη στατική πλευρά του Μαρξισμού, του ιστορικού υλισμού. Υπάρχει όμως και η  δυναμική  του  πλευρά.  Αναποδογυρίζοντας  ο  Μαρξ  την  ιδεαλιστική  διαλεκτική  του  Χέγγελ, διδάσκει —σύμφωνα άλλωστε και μ' όσα αναπτύξαμε παραπάνω— ότι η ιστορία έχει ως κίνητρό της τα μέσα παραγωγής και τις οικονομικές συνθήκες που προσδιορίζονται από τις παραγωγικές δυνάμεις. Αυτό φτάνει για να εξηγήσει την υλιστική διαλεκτική εξέλιξη της κοινωνίας. Τα μέσα παραγωγής αλλάζουν κάθε τόσο και βρίσκονται σε μιαν ακατάπαυστη πρόοδο. Μαζί τους αλλάζουν και οι οικονομικές συνθήκες, κι έτσι έρχεται πάντα μια στιγμή που η αντίφαση ανάμεσα στις αλλαγμένες οικονομικές συνθήκες και στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση που έχει μείνει καθυστερημένη παίρνει μια τραγική μορφή. Τα μέσα παραγωγής προβάλλουν —όσο δεν αλλάζουν οι  κοινωνικοί  θεσμοί—  σα  μέσα  καταστροφής.  Η  κοινωνική  εκείνη  τάξη  που  η  ζωή  της  έγινε αδύνατη  κάτω  από  τις  κοινωνικές  συνθήκες  (τις  ασυμβίβαστες  με  την  πρόοδο  των  μέσων παραγωγής) αναγκάζεται να επαναστατήσει και ν' ανατρέψει τις πιεστικές κοινωνικές συνθήκες, και μαζί τους βέβαια όλες τις ιδεολογίες που αντιστοιχούσαν σ' αυτές. Η πάλη των τάξεων είναι έτσι ο κύριος μέσα στην ιστορία παράγοντας, θα υπάρχει όμως πάντα η πάλη αυτή; Ο Μαρξ και ο Ένγκελς διδάσκουν ότι η πάλη αυτή θα υπάρχει μόνον όσο υπάρχουν στην κοινωνική ζωή αντινομίες. Και οι αντινομίες θα εκδηλώνονται με τη διαλεκτική τους ένταση όσο θα υπάρχουν τάξεις κοινωνικές. Με τον κομμουνισμό που θα καταργήσει τις τάξεις, θα καταργηθούν και οι φυσικοί νόμοι που διέπουν ως τα τώρα την ιστορία. Τα όσα θα έχουν ως τότε συμβεί θ' αποτελούν μονάχα την προϊστορία της αληθινής ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι θα γίνουν κύριοι του εαυτού τους και θα δημιουργούν την ιστορία τους με την ελεύθερη συνείδησή τους. Έτσι θα γίνει, σύμφωνα με μια περίφημη φράση του Ένγκελς,  το  πήδημα  της  ανθρωπότητας  από  το  κράτος  της  αναγκαιότητας  στο  κράτος  της ελευθερίας.

Ο  σημαντικότερος θεωρητικός  συνεχιστής του Μαρξισμού  είναι  ο Λένιν  (Lenin)  που έκανε στη Ρωσσία και την πρώτη πρακτική εφαρμογή του. Το φιλοσοφικά σημαντικότερο έργο του Λένιν είναι εκείνο που ασχολείται (όπως το λέει κι ο τίτλος του) με τον «εμπειριοκριτισμό». Όπως χτύπησε ο Ένγκελς, σ' ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του τον Ντύρινγκ (Eugen Dühring) έτσι κι ο Λένιν χτύπησε αλύπητα τον ιδρυτή του «εμπειριοκριτισμού» Αβενάριους (Avenarius) καθώς και τον Μαχ (Ernst Mach) που, όπως κι ο Ντύρινγκ, εκπροσωπούν έναν αφελέστατο για τα μάτια των Μαρξιστών προδιαλεκτικό εμπειρισμό. Οι θεωρητικοί εργάτες του Μαρξισμού έδειξαν πολύ περισσότερο μιαν αρνητική και κριτική ικανότητα και πολύ λιγότερο μιαν ικανότητα θετική και πνευματικά οίκοδομητική. Στην πολεμική τους που από σύστημα «ξεφεύγει από τα όρια του πνευματικού σεβασμού του αντίπαλου, είναι απαράμιλλοι. Ο ικανώτερος εκλαϊκευτής του Μαρξισμού αναδείχτηκε ο Μπουχάριν (Bucharin) που καταγγέλθηκε στο τέλος ως ο άνθρωπος που ήταν πάντα ξένος  προς  τον  ιστορικό  υλισμό,  και  τυφεκίσθηκε.  Ικανώτατος  εκλαϊκευτής  αναδείχτηκε  και  ο
θεωρητικός ηγέτης της προχιτλερικής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ο Κάουτσκυ (Kautsky). Τη βασική θεωρία του Μαρξ, που σύμφωνα μ' αυτήν η συνείδηση του ανθρώπου σ' ολόκληρο το ιδεολογικό  (και  μάλιστα  θεωρητικό)  περιεχόμενό  της,  προσδιορίζεται  από  τις  αντικειμενικά δοσμένες  κοινωνικές  συνθήκες,  τη θεωρία  τούτη που, όπως  είδαμε,  ανάγεται  στον  Μαρά, την ανάπτυξε   συστηματικά  στις  μέρες  μας,  καταλήγοντας  στα  πιο   ακραία  συμπεράσματα,   και χτυπώντας τον ίδιο το Μαρξισμό με τα όπλα του Μαρξισμού, ο Καρλ Μάνχαϊμ (Karl Mannheim). Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να πούμε ότι ορισμένες θεωρίες του Μαρξ —οι θεωρίες για την ανεργία,  για  την  απαθλίωση,  για  την  επίδραση  της  τεχνικής  προόδου  στην  ανάπτυξη  των κοινωνικών αυτών δεινών— τις διατύπωσε παράλληλα με τον Μαρξ (και μάλιστα λίγο πριν από τον Μαρξ) ο ιδρυτής της γερμανικής κοινωνιολογίας Λόρεντς φον Στάιν (Lorenz von Stein) που μέσα στο κυριώτερο έργο του κατάφερε μάλιστα να ερμηνεύσει μ' έναν τρόπο θαυμαστό τη Γαλλική Επανάσταση. Ο σοσιαλιστής Λασσάλ (Lassalle) ξεκίνησε, όπως και ο Μαρξ, από τον Χέγγελ, και διατήρησε μάλιστα ακέραιο και τον ιδεαλισμό του δασκάλου του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 37
Ο ΙΘ' αιώνας και η έρευνα της ιστορίας.
Οι σημαντικώτεροι ιστοριογράφοι στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία.

ΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ συνεχίζει ο Μαρξ την παράδοση της κλασικής πολιτικής οικονομίας και συμπληρώνει προπάντων τον Ρικάρντο. Ωστόσο, σημαντικό είναι το γεγονός ότι, ξεκινώντας από τις αρχές της κλασικής πολιτικής οικονομίας, κάνει ο Μαρξ ταυτόχρονα και την κριτική τους και περιορίζει το κύρος τους μέσα στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού καθεστώτος. Ο Μαρξ σχετικοποίησε ιστορικά τους νόμους της πολιτικής οικονομίας. Παράλληλα με τον Μαρξ, άλλοι οικονομολόγοι, ιδρύοντας την ιστορική οικονομική σχολή, έκαναν μια κατάχρηση της ιστορικής έρευνας μέσα στην οικονομική επιστήμη. Όπως και στο δίκαιο με τον Σαδινύ, έτσι και στην οικονομική επιστήμη επικράτησε για κάμποσο καιρό (προπάντων στη Γερμανία) ο ιστορισμός. Ο IΘ' αιώνας ήταν γενικά πολύ ιστορικός. Προπάντων στα μέσα του αιώνα, όταν έλειψαν πια οι μεγάλοι φιλόσοφοι, σημειώνεται μια μεγάλη στροφή προς την ιστορία, προς τα συγκεκριμένα και τα ειδικά, προπάντων μάλιστα προς τις λεπτομέρειες. Μέσ' στους πολλούς όμως που ασχολήθηκαν με την ιστορία, προβάλλουν και μερικοί μεγάλοι που ως ιστοριογράφοι είναι συνθετικά και δημιουργικά πνεύματα. Ο Ράνκε (Leopold von Ranke) είναι από τους πιο μεγάλους. Σημαντική για τη φιλοσοφία της ιστορίας είναι η θεωρία του που σύμφωνα μ' αυτήν η πρόοδος στην ιστορία υπάρχει μόνο στη σφαίρα της υλικής ζωής, δηλαδή στη σφαίρα που μέσα της δαμάζεται λογικά και τεχνικά η φύση. Στην τέχνη, στην ποίηση και γενικά στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει πρόοδος, αλλά καθετί που γίνεται έχει απόλυτη αξία, υπάρχει σε μιαν άμεση αναφορά προς το Θεό. Τη θεωρία τούτη που με λίγες λέξεις διατυπώνει ο Ράνκε και που σχεδόν παράλληλα τη διατύπωσε (όχι τόσα από θεωρητική ανάγκη, όσο από μια βαθιά διαίσθηση) στο εξαίσιο δοκίμιό του για τον Μίλτωνα κι ο Μακώλεϋ, τη θεμελιώνει  συστηματικά  στις  μέρες  μας  ο  Γερμανός  κοινωνιολόγος  Αλφρέδος  Βέμπερ  (Alfred Weber).

Παράλληλα  με  τον  Ράνκε  που  το  γερό  πνεύμα  του  ήταν  προσανατολισμένο  προπάντων  στην πολιτική ιστορία, πρόβαλαν στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία πολλοί μεγάλοι ερευνητές της ιστορίας  και  ιστοριογράφοι.  Ας  μνημονεύσουμε  τους  πιο μεγάλους  ή  και τους πνευματικά πιο ατομικούς και χαρακτηριστικούς, που από τις αρχές του περασμένου αιώνα ως τα σήμερα αναδείχτηκαν: Στη Γαλλία προβάλλουν στο ΙΘ' αιώνα, πλάι σε κάμποσους άλλους καλούς και δυνατούς εργάτες της ιστοριογραφίας, ο Τιερρύ (Thierry) ο Μισελέ (Michelet) και οι πολιτικοί Γκιζώ (Guizot) και Θιέρσος (Thiers). Ο πρώτος είναι κι από τους τέσσερες το πιο κριτικό και το πιο λεπτό μυαλό ιστοριογράφου. Ο Μισελέ είναι μεγάλος καλλιτέχνης και φανατικός πατριώτης δημοκρατικής νοοτροπίας. Κατατρεγμένος από τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη είχε καταφύγει κάποτε στο σπίτι των Κλεμανσώ. Ο μεγάλος Κλεμανσώ, μικρό τότε παιδάκι οχτώ ή εννιά χρονών, δεν έχασε ποτέ από τα μάτια του την εικόνα του κατατρεγμένου πατριώτη. Όση κι αν είναι η μονομέρεια του Μισελέ στην πολιτική του κρίση, ο ιστοριογράφος με τα δυο μεγάλα του έργα για τη Γαλλική Ιστορία και για τη Γαλλική Επανάσταση δεν κατάφερε μόνο να δημιουργήσει δυο λογοτεχνικά αριστουργήματα (φορτωμένα ίσως με κάπως υπερβολικό λυρισμό) αλλά κατάφερε τις πιο πολλές φορές να κρίνει κι αρκετά αντικειμενικά το έργο των βασιλέων της Γαλλίας. Τα ιστορικά έργα του Μισελέ είναι έργα μεγάλης πνοής. Ο Γκιζώ που και ως πρωθυπουργός της Γαλλίας προβάλλει λιτός και με πνεύμα μονοκόματο, είναι στα ιστορικά του έργα πιο συγκεντρωμένος και πιο σφιχτός από τον Μισελέ. Το βάρος του πνεύματος είναι στον Γκιζώ μεγαλύτερο από το πλάτος του. Ένα από τα σπουδαιότερα έργα του αναφέρεται στη μεγάλη αγγλική επανάσταση του ΙΖ' αιώνα. Όσο για τον Θιέρσο, αυτός είχε ως πρωθυπουργός της Γαλλίας και γενικά ως πολιτικός (πλάι σε κάμποσες βέβαια αρετές) αδυναμίες τέτοιες που βγήκαν σε καλό του ιστοριογράφου. Ο Θιέρσος είχε τη διάθεση ν' απλώνεται με τα λόγια και με τη σκέψη, κι έτσι καταφέρνει να αφηγείται μ' έναν τρόπο που συναρπάζει. Μεγάλο πνεύμα δεν ήταν βέβαια ο Θιέρσος, ούτε ως πολιτικός, ούτε ως ιστοριογράφος. Ωστόσο, ήταν  ένα πνεύμα λεπτό και  εύκαμπτο. Το μεγάλο σ' έκταση ιστορικό του έργο για τη Γαλλική Επανάσταση και για τον Ναπολέοντα είναι ένα εξαιρετικό αφηγηματικό κατόρθωμα. Ως λογοτέχνες
βέβαια στέκονται πολύ ψηλότερα στα ιστορικά και άλλα τους έργα ο Ρενάν, ο Σαιντ-Μπεβ και ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ. Οι δυο τελευταίοι στέκονται ψηλότερα κι ως κριτικά μυαλά. Ο Ρενάν έχει και μια ποιητική φαντασία ξεχωριστή. Αλλά γι' αυτούς τους τελευταίους, καθώς και για τον Ταιν, θα μιλήσουμε  σε  άλλη  ευκαιρία,  συνδυάζοντας  τα  ονόματά  τους  με  την  εξέλιξη  της  γαλλικής λογοτεχνίας στον ΙΘ' αιώνα.

Στην Αγγλία αναδείχτηκαν ερευνητές της ιστορίας και ιστοριογράφοι προπάντων τέσσερες: ο Γρότε (Grote) ο Μαίιν (Henry Maine) ο Μακώλεϋ, (Macaulay) και ο Καρλάυλ (Thomas Carlyle). Ο πρώτος είναι ο μεγάλος ερευνητής της ελληνικής αρχαιότητας. Το μεγάλο του έργο «Ιστορία της Ελλάδος» δεν πρόκειται ποτέ να παλιώσει, όσο ξεπερασμένες κι αν είναι ίσως πολλές λεπτομέρειες και ειδικές πλευρές του. Ο Μαίιν, πολύ λιγότερο γνωστός, θάξιζε να είναι για το έργο του «Αρχαίος Νόμος» πασίγνωστος. Η διαίσθηση του μεγάλου αυτού ερευνητή των προϋποθέσεων της ιστορικής ζωής, του δικαίου και της κοινωνίας, είναι θαυμαστή. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ταίννις (Toennies) χρωστάει στον Μαίιν τις πιο σοβαρές νύξεις για το έξοχο έργο του «Κοινότητα και Κοινωνία». Κι ας πάμε τώρα στον Μακώλεϋ και στον Καρλάυλ, που μοιάζουν στη ζωή του αγγλικού λόγου σα δυο αντίποδες, αλλά που είναι αναγκαίοι και οι δυο για να νιώσουμε ολοκληρωμένο το αγγλικό πνεύμα. Ο Μακώλεϋ που ήταν κι από τους πιο έξοχους ρήτορες του αγγλικού κοινοβουλίου, είναι κομψός, βαθύτατα συνετός, «στυλίστας» από τους πιο μεγάλους του αγγλικού λόγου (ήταν άλλωστε κι από τους πιο λεπτούς και γερούς κριτικούς της αγγλικής λογοτεχνίας) πνεύμα καθολικό κι από τα πιο ωραία στη λάμψη του, αλλά και στην ηθική του ποιότητα. Μήπως δε λάμπει κι ο Καρλάυλ; Λάμπει βέβαια κι αυτός και θαμπώνει, όχι όμως με την κομψότητα και το λεπτό του φέρσιμο, ούτε με καθαρές και φωτεινές γραμμές. Ο Καρλάυλ έχει μιαν οξύτητα πνεύματος και οξύτητα ήθους που υπερβαίνει τα όρια του λεπτού πνευματικού τρόπου, κι έχει μια τιτανική τάση στο πνεύμα του που δεν είναι κι αυτή διόλου ξένη προς το αγγλικό πνεύμα, αλλά που το κάνει ακριβώς να συγγενεύει και με το γερμανικό. Γι' αυτό κι ο Καρλάυλ ήταν φυσικό να προσανατολισθεί και συνειδητά όχι μόνο στον Γκαίτε που ήταν ο Θεός του, αλλά και γενικά στη Γερμανία. Γράφοντας το έργο του για τη
«Γαλλική Επανάσταση», το 'γραψε προπάντων για να την καταδικάσει και για να κάνει ίσως μάλιστα μια κατάχρηση εξυπvάδας εις βάρος του γαλλικού λαού. Γράφοντας το ιστορικό του έργο για τον Μεγάλο  Φρειδερίκο  της  Πρωσσίας,  το  'γραψε  για  να  υψώσει  (ίσως  λιγάκι  παραπάνω  απ'  ό,τι έπρεπε) το στρατιωτικό και πνευματικό ήρωα της Γερμανίας, για να κατεβάσει χαμηλότερα (πολύ χαμηλότερα απ' ό,τι έπρεπε) τον Ναπολέοντα, και για νάχει την εύκαιρία να εξευτελίσει (πολύ περισσότερο απ' ό,τι ήταν δίκαιο) τον Βολταίρο. Ωστόσο, και τα δυο αυτά έργα τον Καρλάυλ, καθώς και όλα του τα συγγράμματα (που ανάμεσά τους ξεχωρίζει σαν το πιο συνθετικό και συνθηματικό το βιβλίο του για τους «Ήρωες») είναι —παρ' όλες τις βιαιότητες και εκκεντρικές αιχμές, παρ' όλο το υπερβολικό καμιά φορά χιούμορ που καταντάει, ξεφεύγοντας συχνά από τη θεμιτή και ωραία ουσία του χιούμορ, καθαρή κακία —έργα θαυμαστά για τη δύναμη του πνεύματος που περιέχουν, για τη χτυπητή λάμψη των συλλογισμών, για την (έστω και αμφίβολη και εκκεντρική) φιλοσοφική τους προοπτική. Αλλά μήπως και η σύλληψη και περιγραφή προσώπων, π.χ. τα πορτραίτα του Φρειδερίκου ή του Κρόμβελ, δεν είναι —αδιάφορο αν το πορτραίτο του Κρόμβελ δε μπορεί πια σήμερα να θεωρηθεί ιστορικά σωστό— κατορθώματα του Καρλάυλ θαυμαστά; Πάντως, όσο κι αν παρασύρει ή θαμπώνει ο Καρλάυλ, η μετάβαση του αναγνώστη από τα έργα του παράδοξου αυτού πνεύματος που λάτρευε τους ολιγόλογους ήρωες, στα έργα του Μακώλεϋ είναι βαθύτατα ευεργετική. Αρκετές φορές ως τώρα, μιλώντας για τον Μίλτωνα, για τον Χιουμ και γι' άλλους, είχαμε την ευκαιρία ν' αναφέρουμε τ' όνομα, καθώς και γνώμες του Μακώλεϋ. Ο Μακώλεϋ είναι από κείνους που μπορούν να χρησιμεύουν σαν κανόνες. Αν στη φιλοσοφική του κατεύθυνση είναι λιγάκι πρόχειρος και υπερβολικά εκλεκτικός, οι κρίσεις του γενικά και ο αισθητικά λαμπρός, συμμετρικός και καθαρώτατος λόγος του διέπονται από μιαν έξοχη «υγιά σκέψη». Ο Μακώλεϋ ξέρει να χτυπάει με μεγάλη αυστηρότητα τις προλήψεις και τα ψέματα της αγγλικής κοινωνίας, ξέρει να υπερασπίζεται τον Βύρωνα που η παρουσία του πείραξε τους σεμνότυφους, ξέρει να μιλάει αυστηρότατα για τους Βασιλείς της Αγγλίας και να δικαιολογεί τη θανάτωση του Καρόλου του Α', ξέρει και ως πολιτικός να χτυπάει το ψέμα και ν' αγωνίζεται φανατικά για μεγάλα ιδεώδη, και όλ' αυτά τα κάνει με τη συνείδηση του Μέτρου που έχουν όλοι όσοι νιώθουν τη μεγάλη ιστορική
ευθύνη τους, με τη συνείδηση επίσης του αληθινού πνευματικού και κοινωνικού αριστοκράτη που ξέρει να λέει την αλήθεια χωρίς προστυχιές, χωρίς να φτύνει στα μούτρα κανενός. Η αντιπάθειά του για κάθε εκκεντρικότητα είναι τόσο μεγάλη που είναι αυστηρότερος απ' ό,τι πρέπει για τον Οράτιο Ουόλπολ που του αφιερώνει ένα ειδικό δοκίμιο. Τι εξαίρετη είναι όμως στο ίδιο αυτό δοκίμιο η εικόνα του πατέρα του Οράτιου, του πολιτικού Ροβέρτου Ουόλπολ (Robert Walpole)! Τι εξαίρετα, επίσης, είναι τα δοκίμια του Μακώλεϋ για τον Μακιαβέλλι, για τον Μίλτωνα, για τον Βάκωνα! Όσο για το μεγάλο του έργο «Ιστορία της Αγγλίας», αυτό είναι ένα ιστοριογραφικό καλλιτέχνημα.

Την ίδια εποχή που δρούσαν τα πνεύματα του Μακώλεϋ και του Καρλάυλ στην Αγγλία, του Μισελέ, του Θιέρσου και του Ρενάν στη Γαλλία, άρχισε ν' ακμάζει, ξεφεύγοντας από την αποκλειστική του απασχόληση  με  το  ρωμαϊκό  δίκαιο,  το  έξοχο  ιστοριογραφικό  πνεύμα  του  Γερμανού  Μόμσεν (Theodor Mommsen). Το μεγάλο σε έκταση έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία» είναι μεγάλο και σε κριτική δύναμη, σε βάρος πνευματικό, σε χάρη λόγου και γενικά σε ύφος λογοτεχνικό. Στην ευσυνείδητη έρευνα των πηγών ήταν ο Μόμσεν ένας από τους σπάνιους. Και το θαυμαστό είναι ότι ο ίδιος άνθρωπος που έκανε κάθε μέρα ώρες ολόκληρες μια σχεδόν χειρωνακτική εργασία, αναδιφώντας τις πηγές της ρωμαϊκής ιστορίας, διατήρησε μια φρεσκάδα πνεύματος και ύφους εξαιρετική, έμεινε ως το τέλος ζωντανός ποιητής, έγραψε ένα έργο που διαβάζεται σα μυθιστόρημα. Πολύ δυνατά είναι προπάντων τα πορτραίτα των μεγάλων Ρωμαίων, καθώς και του Αννίβα και άλλων προσώπων, που περιέχει η ιστορία του. Το πορτραίτο μάλιστα του Ιουλίου Καίσαρα που είναι, άλλωστε, και σε έκταση πολύ μεγάλο και μοιάζει με ανεξάρτητο κομμάτι, πρέπει να χαρακτηρισθεί σαν ένα αριστούργημα λόγου και ψυχολογίας. Πλάι στον Μόμσεν πρέπει ν' αναφέρουμε κι έναν άλλον που κατάφερε επίσης, αν και ήταν κι αυτός βουτηγμένος ως το λαιμό μέσ' στους παπύρους, να διατηρήσει μια εξαιρετική φρεσκάδα και μια μεγάλη συνθετική δύναμη. Τ' όνομά του είναι Βίλκεν (Wilken) και το κυριώτερο έργο του πραγματεύεται τον Μέγα Αλέξανδρο. Η λογοτεχνική φρεσκάδα δε λείπει κι από το μεγάλο ερευνητή της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, τον Κούρτιο (Cartius). Μπορούμε  τάχα  να  μιλήσουμε  για  φρεσκάδα  πνεύματος  και  στην  περίπτωση  του  Εδουάρδου Μάυερ (Eduard Mayer) που άρχισε από τα τέλη του περασμένου αιώνα να εκδίδει την «ιστορία της αρχαιότητας» και που ως τα 1930 που πέθανε, τη δούλευε και την ανασυγκροτούσε ακούραστα; Ο Μάυερ που έκανε ένα κατόρθωμα μεγαλύτερο κι από το κατόρθωμα του Μόμσεν ή του Γρότε ή του Κούρτιου,  δεν  έχει  την  ίδια  φρεσκάδα  (αν  και  δείχνει  ότι  θα  μπορούσε  να  την  έχει)  γιατί γενικεύοντας την έρευνά του αναλυτικά και συνθετικά σ' ολόκληρη την αρχαιότητα, όχι μόνο την ελληνική, αλλά και της Ανατολής, αναγκάστηκε να μάθει τις αρχαίες ανατολικές γλώσσες και να ερευνήσει με την ίδια αρμοδιότητα που έδειξε ερευνώντας τις ελληνικές πηγές, όλες τις πηγές της ανατολικής ιστορίας. Σχεδόν από το τίποτα συγκρότησε ο Εδουάρδος Μάυερ ολόκληρο τον κόσμο της Ανατολής, κι έτσι ήταν φυσικό να μην έχει τη χαριτωμένη πεταχτή φράση και σκέψη ενός Μόμσεν. Έχει, όμως, σοφία μεγάλη και μια συνθετική δύναμη εξαιρετική. Και δεν έχει τις κάποιες (μικρές ή μεγάλες) μονομέρειες, που έδειξαν άλλοι, αν και είχαν περιορίσει το μάτι τους σε στενότερο ιστορικό χώρο. Ο Μπέλοχ (Beloch) π.χ. στην ολοκάθαρα γραμμένη και καλά θεμελιωμένη αρχαία ελληνική ιστορία του βλέπει προπάντων (και σχεδόν αποκλειστικά) την ιστορία των ομάδων και της κοινωνίας, και λιγότερο των ατόμων, των ατομικών δημιουργιών. Το ίδιο κάνει κι ο Παίλμαν (Poehlmann) με την αρχαία ελληνική ιστορία, γιατί τον παρασύρει υπερβολικά η κοινωνιολογική του συγκρότηση και σκέψη που είναι όμως —πρέπει να τ' ομολογήσουμε— πραγματικά εξαιρετική και  σπάνια  για  ένα  φιλόλογο  και  ιστορικό.  Επίσης,  ο  Λάμπρεχτ  (Lamprecht)  έκανε  σπουδαίες έρευνες  στη  γερμανική  και  γενικά  τη  μεταχριστιανική  (προπάντων  τη  μεσαιωνική)  ευρωπαϊκή ιστορία με τη ματιά του προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στα ομαδικά φαινόμενα της οικονομίας και της κοινωνίας. Με τη νεώτερη ευρωπαϊκή ιστορία, προ πάντων από την άποψη των πολιτικών και πολεμικών γεγονότων, ασχολήθηκε στον προηγούμενο αιώνα ιδιαίτερα ο Όνκεν (Oncken).

Θα μπορούσαμε πολλούς ακόμα ν' αναφέρουμε. Σκοπός μας όμως είναι μονάχα, να ξεχωρίσουμε τις πολύ χτυπητές και πολύ ατομικές φυσιογνωμίες. Ας κλείσουμε λοιπόν την επισκόπηση αυτή με δυο ονόματα μεγάλων συνθετικών ιστορικών πνευμάτων, που πήραν την ιστορία σαν έκφραση
προπάντων του πνεύματος, ανάγοντας σε αντικείμενο περιγραφής τον πολιτισμό που εκδηλώνεται στην τέχνη, στον ποιητικό και φιλοσοφικό λόγο, στη ζωή της ψυχής, στο ήθος. Οι μεγάλοι αυτοί ιστοριογράφοι  του  πνευματικού  και  ψυχικού  πολιτισμού  της  ανθρωπότητας,  είναι  ο  Ελβετός Ιάκωβος Μπούρκχαρτ (Jacob Burckhardt) που ήταν για μια περίοδο και φίλος του Νίτσε και που έκανε το λάθος, επειδή ήθελε να χτυπήσει τον Χέγγελ, ν' απαγορεύσει γενικά την επέμβαση της φιλοσοφίας στην ιστορία, κι ο άλλος είναι ο Καρλ Γιόελ (Karl Joël) που ήταν στην κύρια αποστολή του φιλόσοφος, αλλά που πρέπει να χαρακτηρισθεί προπάντων ένας συνθετικός ιστοριογράφος. Ο Μπούρκχαρτ που και οι πολιτικοϊστορικές του σκέψεις στις παραδόσεις του «Κοσμοϊστορικές παρατηρήσεις» είναι θαυμάσιες, έγραψε τρία μεγάλα έργα: ένα για την Ιταλική Αναγέννηση, ένα για τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο, και τρίτο την Ιστορία του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Κανένας δεν είχε δει ως τις μέρες του Μπούρκχαρτ τον Έλληνα και τον ελληνικό πολιτισμό τόσο καλά, όσο ο σοφός αυτός Ελβετός. Κι ο ίδιος άνθρωπος που μπήκε βαθιά στο ήθος, στο πνεύμα και στον πολιτισμό  της  ελληνικής  αρχαιότητας,  μπήκε  και  στην  ουσία  του  φαινόμενου  που  ονομάζεται Ιταλική Αναγέννηση μ' ολόκληρη εκείνη την ευκαμψία και λεπτότητα πνεύματος που απαιτεί η κατανόηση του ΙΕ' αιώνα. Το μόνο που έλειπε από τον Μπούρκχαρτ, ήταν η αυστηρή φιλοσοφική παιδεία που θα έδινε στις συνθέσεις του τη σφραγίδα του απόλυτα υπεύθυνου θεωρητικού έργου. Του Μπούρκχαρτ η ματιά ήταν περισσότερο καλλιτεχνική παρά φιλοσοφική. Του Καρλ Γιόελ η ματιά κατέχει και τις δυο αυτές ιδιότητες, αυτός όμως πάλι έκανε στο συνθετικό μεγάλο έργο του «Ιστορία της φιλοσοφίας ως φιλοσοφία της ιστορίας» το λάθος να υποτάξει την πνευματική και κοινωνική ιστορία   του   κόσμου   στο   σχήμα   κυκλικών   εναλλαγών   που,   σύμφωνα   με   τη   θεωρία   του, παρουσιάζουν τον κάθε αιώνα (στον κόσμο ολόκληρο) να πηγαίνει ρυθμικά από την ελευθερία στη συγκέντρωση (κι αντίστροφα) από τη διαφοροποίηση και εξατομίκευση στην ολοκλήρωση και ενότητα (κι αντίστροφα). Το σχήμα του Γιόελ έχει κάποιο θέλγητρο, αλλά για να βγει αληθινό παραβιάζονται πολλές φορές τα πράγματα.


Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |