ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μια αναδρομική ματιά στον Σβέντενμποργκ.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Μια αναδρομική ματιά στον Σβέντενμποργκ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 47
Μια αναδρομική ματιά στον Σβέντενμποργκ.
Ο Κίρκεγκαρτ και η απελπισία.
Η προσωπικότητα του Νίτσε.
Ανάλυση του έργου του «Τέτοια λόγια είπε ο Ζαρατούστρας».

ΚΑΠΟΥ πιο πάνω αναφέραμε τ' όνομα του Σουηδού Σβέντενμποργκ (Emanuel Swedenborg) καθώς και τ' όνομα του Δανού Κίρκεγκαρτ (Søren Kierkegaard). Αυτοί οι δυο είναι οι μεγάλοι Χριστιανοί του σκανδιναβικού βορρά, τα μεγάλα ανθρώπινα πνεύματα που φιλοσόφησαν μέσ' στο χώρο του Χριστιανισμού.   Ο   πρώτος,   ο   Σβέντενμποργκ   που   άσκησε   μια   βαθιά   επίδραση   πάνω   στον Στρίντμπεργκ και φυσικά και σ' άλλους πολλούς Σκανδιναυούς, καθώς και στο αγγλικό πνεύμα και στον Αμερικανό Έμερσον, γεννήθηκε στα τέλη του ΙΖ' αιώνα, έζησε όμως κι έδρασε πνευματικά ως τα τέλη σχεδόν του ΙΗ'. Ο Κίρκεγκαρτ έρχεται πολύ αργότερα και η φωνή του ακούστηκε γύρω στα 1850. Ο Σβέντενμποργκ —αν και ήταν κι ένας νηφάλιος εργάτης των θετικών επιστημών— φιλοσόφησε μέσα σε ονείρατα. Αλλά και τα ονείρατα αυτά είχαν για το παιδικώτατα αγνό πνεύμα του την πιο αντικειμενική και θετική υπόσταση, μιαν υπόσταση μάλιστα θετικώτερη από τ' αντικείμενα των θετικών επιστημών.


Ο άνθρωπος που ασχολήθηκε θαυμαστά με τη γεωλογία, με τη ζωολογία, με τη φυσιολογία και την ανατομία, ακόμα και με την κοσμολογία, ο ίδιος άνθρωπος —όχι  μονάχα  σε  μια  στιγμιαία  έκσταση  (οι  εκστάσεις  μάλιστα  τού  ήταν  άγνωστες)  αλλά  σε δεκαετίες ολόκληρες επίμονης ερευνητικής προσπάθειας— μίλησε για τον ουρανό και για την κόλαση με το ύφος του απόλυτα «θετικού» επιστήμονα, μπήκε μάλιστα, χωρίς να δίνει διόλου την εντύπωση ότι ξεφεύγει από τη διαπίστωση ενός θετικού δεδομένου, σε πλήθος ουράνιες και υποχθόνιες λεπτομέρειες. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με τον Δάντη ή τον Μίλτωνα, δηλαδή με τους ποιητές των ουράνιων και των κολασμένων τόπων, αλλά έχουμε να κάνουμε με τον «επιστήμονα», με τον πιο παράξενο και τον πιο μοναδικό «επιστήμονα» που έχει υπάρξει στον κόσμο. Ο Χριστιανισμός του Σβέντενμποργκ, απόλυτα ξένος προς την παλαιότερη θεολογική φιλοσοφία της Ευρώπης, συνδυάζει του παιδιού την αφέλεια με του σοφού τη γνώση. Ο Σβέντενμποργκ είναι ένα μεγάλο πνεύμα, αλλά και μια μεγάλη αληθινή καρδιά που ξέρει να δίνει και στ' αγγελούδια ακόμα την  πιο  απτή  μορφή.  Η  μεταφυσική,  για  τον  Σβέντενμποργκ,  είναι  σχεδόν μια  υπόθεση  αφής. Διαβάζοντάς τον αποκτούμε μια παράξενη πεποίθηση για όσα η λογική αρνιέται να υποστηρίξει (και το παθαίνουμε αυτό χωρίς να βοηθάει καμιά ποίηση) αποκτούμε όμως επίσης και μια βαθιά πεποίθηση για τις μεγάλες ηθικές δυνατότητες που έχει ο άνθρωπος. Το πιο χαρακτηριστικό έργο του Σβέντενμποργκ είναι το βιβλίο του «Ουρανός και Κόλαση». Το πιο συνθετικό και ταυτόχρονα το πιο προσιτό σε όλους είναι το έργο του «Η αληθινή Χριστιανική Θρησκεία» που τόγραψε ογδόντα δυπ χρονών. Στο έργο του «Ουρανός και Κόλαση» μιλάει ο Σβέντενμπαργκ για τον «ουρανό», για τον «κόσμο των πνευμάτων» και για την «κόλαση» σα να μιλάει για το ίδιο του το σπίτι, για την αυλή του και για τη γειτονιά του. Τον ουρανό τον διαιρεί «γενικά» σε δυο βασίλεια, «ειδικά» σε τρεις ουρανούς και ακόμα ειδικότερα —«μερικά», όπως λέει ο ίδιος— σε αναρίθμητες κοινωνίες. Κάθε άγγελος είναι μια μικρογραφία (μια «μινιατούρα») ουρανού. Κι ο ουρανός στο ομαδικό του σύνολο, αλλά και κάθε ουράνια κοινωνία και κάθε ατομικός άγγελος, έχει μορφή ανθρώπινη. Απόλυτη είναι για τον Σβέντενμποργκ η ανταπόκριση και αντιστοιχία ανάμεσα στα αντικείμενα του ουρανού και στα αντικείμενα (στις μορφές και ενδυμασίες, στις θερμοκρασίες και σ' όλες γενικά τις ιδιότητες) της γης. Χρόνος και χώρος υπάρχει κι εκεί όπως κι εδώ. Μιλιά, γραφή και ανάγνωση υπάρχει  κι  εκεί  όπως  κι  εδώ.  Γάμοι  γίνονται  και  στον  ουρανό,  όπως  και  επί  γης.  Ωστόσο,  η αντιστοιχία δε σημαίνει και συνταύτιση ουσιαστική. Ενώ στη γη πηγάζουν όλα από τον φυσικό ήλιο, στον ουρανό πηγάζουν όλα από τον πνευματικό ήλιο, από την αγάπη. Έτσι όλα είναι βέβαια αντίστοιχα,  αλλά  και  όλα  είναι  στην  ουσία  τους  διαφορετικά.  Και  με  πόση τρυφερότητα  —με τρυφερότητα ατέλειωτη, αν και φραστικά λιτή— μιλάει ο Σβέντενμποργκ για τα μικρά παιδάκια, που είτε βαφτισμένα είτε αβάφτιστα πηγαίνουν όλα κατ' ευθείαν στον ουρανό και γίνονται αγγελούδια. «Κανένας δε γεννιέται για την Κόλαση, όλοι γεννιούνται, για τον ουρανό». Λάθος του ανθρώπου είναι αν πάει στην Κόλαση. Τα μικρά όμως παιδάκια δε μπορούν να πέσουν σε λάθη. Γι' αυτό πηγαίνουν όλα στον ουρανό. Και τα καταφέρνουν αμέσως να περπατούν και να μιλούν, χωρίς νάχουν ανάγκη ν' ασκηθούν και να συνηθίσουν. Τα ξέρει όλα αυτά ο Σβέντενμποργκ με απόλυτη θετικότητα. Με την ίδια θετικότητα μιλάει και για τον κόσμο των πνευμάτων, καθώς και για την κόλαση. Ο «κόσμος των πνευμάτων» είναι ένα ενδιάμεσο μεταβατικό στάδιο. Όποιος πεθαίνει, περνάει —πριν πάει στον ουρανό ή στην κόλαση— από το στάδιο αυτό. Πώς μπορεί να πάει ένας άνθρωπος στον ουρανό, αν δεν πάρει προηγουμένως μερικά μαθήματα και αν δε μάθει τη συμπεριφορά   που   είναι   στον  ουρανό   η   πρέπουσα;   Το   ενδιάμεσο   στάδιο   έχει   για   όσους προορίζονται για τον ουρανό —για όσους έχουν ανάγκη να υποβληθούν σ' αυτή την παιδεία, σ' αυτή την προγύμναση— σημασία μεγαλύτερη απ' ό,τι έχει για τους κολασμένους. Όσο για την κόλαση, ο Θεός την κυβερνάει κι αυτή, κανέναν όμως δεν τον ρίχνει ο Θεός στην κόλαση. Υπεύθυνος για την πτώση του είναι μονάχα όποιος πέφτει. Και ποια έννοια έχουν τάχα το πυρ το εξώτερο και ο τριγμός των οδόντων; Στο σημείο αυτό λύνει ο Σβέντενμποργκ το πρόβλημά του με τον απλούστερο και μεγαλοφυέστερο τρόπο. Στην κόλαση δεν υπάρχει φωτιά φυσική, φωτιά υλική. Το φως του Θεού φωτίζει και την κόλαση, ο ήλιος του ουρανού —όχι λοιπόν ο φυσικός, αλλά ο πνευματικός— θερμαίνει και την κόλαση. Όπως, όμως, ο φυσικός ήλιος, όταν ρίχνει τις ακτίνες του σε φυτά και σε λουλούδια, προκαλεί βλάστηση και γλυκές ευωδίες, ενώ όταν πέφτει όπου υπάρχει αποσύνθεση εντείνει τη σήψη και προκαλεί δυσοσμίες, έτσι ακριβώς και ο ήλιος του ουρανού (ο πνευματικός ήλιος που είναι η αγάπη) ρίχνοντας τις ακτίνες του και χαρίζοντας τη θερμότητά του στην κόλαση, εντείνει την ηθική αποσύνθεση, τον εγωισμό, την εκδικητικότητα, την ασυνεννοησία, το μίσος. Αυτό είναι το πυρ το εξώτερο. Και τριγμός των οδόντων έιναι η αδιάκοπη έριδα, που την τροφοδοτούν στην κόλαση οι πλάνες και τα ψέματα. Σαν τριγμός οδόντων ακούγονται «απ' έξω» από την κόλαση οι έριδες αυτές. Και το καθολικό οικοδόμημα της «θετικής» για τα υπερκόσμια θεωρίας του το συμπληρώνει ο Σβέντενμποργκ ή μάλλον το στεφανώνει με την ιδέα της «ισορροπίας». Ισορροπία είναι στη φύση και στα υπερφυσικά η προϋπόθεση για όλα. Ισορροπία υπάρχει κι ανάμεσα στον Ουρανό και στην Κόλαση. Ισορροπία υπάρχει στην ψυχή των καλών ανθρώπων ανάμεσα στις καλές τους πράξεις και στην αντίδρασή τους προς κάθε τι κακό. Η ισορροπία αυτή είναι η πραγματική «ελευθερία» του ανθρώπου, δηλαδή του πνεύματός του. Ισορροπία υπάρχει στην ψυχή των κακών ανθρώπων  ανάμεσα  στις  κακές  τους  πράξεις  και  στην  αντίδρασή  τους  προς  κάθε  τι  καλό.  Η ισορροπία αυτή είναι η πραγματική δουλεία του ανθρώπου, η δουλεία του πνεύματός του που διαιωνίζεται ύστερ' από το θάνατό του στην Κόλαση. Στην τελευταία παράγραφο του έργου του «Ουρανός και Κόλαση» λέει ο Σβέντενμποργκ ότι τα λεγόμενά του θα είναι ακατανόητα για όσους δε βρίσκουν χαρά στο να μαθαίνουν «αλήθειες πνευματικές». Ο Σβέντενμποργκ χωρίζει απόλυτα —όχι όμως με το κριτήριο της θετικότητας— τις αλήθειες του πνεύματος από τις αλήθειες της ύλης, τις   πνευματικές   από   τις   φυσικές   αλήθειες.  Το  ότι  ο   Σβέντενμποργκ  επηρέασε   βαθιά   τον Στρίντμπεργκ και πολλούς Σκανδιναβούς, Άγγλους και Γερμανούς (καθώς κι ένα πνεύμα εξαιρετικά καθαρό σαν τον Αμερικανό Έμερσον) αυτό δεν είναι παράξενο. Το ότι επηρέασε όμως και τον Μπωντελαίρ, αυτό μοιάζει σχεδόν σαν αφύσικο. Ο Μπωντελαίρ έλεγε ότι τίποτα, σε καμία λογοτεχνία, δε μπορεί να σταθεί πλάι στον Σβέντενμποργκ. Θα μπορούσε ποτέ να φαντασθεί ο Νορβηγός σοφός, ότι την κρίση αυτή θα την έκανε ο πιο «καταραμένος» και «κολασμένος» ποιητής; Φαίνεται  ότι  ο  Μπωντελαίρ,  που  θα  τον  γνωρίσουμε  λίγο  πιο  κάτω,  δε  θα  'ταν  και  τόσο «καταραμένος», όσο τον λένε κι όσο ήθελε ίσως κι ο ίδιος να 'ναι. Άλλωστε, κι ο «πιο καταραμένος»ποιητής —αν είναι αληθινός ποιητής— δε μπορεί να 'ναι καταραμένος.

Στα  μέσα  του  περασμένου  αιώνα  ακούστηκε,  όπως  είπαμε,  η  φωνή  ενός  άλλου  μεγάλου Χριστιανού, του Δανού Κίρκεγκαρτ. Ακούστηκε και χάθηκε —όπως κι ο ήχος των βημάτων του— στην έρημο. Και η έρημος, μ' ένα μαγικό και πρωτάκουστο αντίλαλο, μας ξαναστέλνει τον ήχο πίσω. Τον ακούμε. Απελπιζόμαστε. Και μέσ' από την πιο έντονη απελπισία νιώθουμε ότι κάποιο χέρι μας τραβάει και μας λυτρώνει. Στο έργο του «Η αρρώστια που είναι προς θάνατον» μας λέει ο Κίργκεγκαρτ: Η απελπισία είναι η αρρώστια που είναι προς θάνατον. «Η δυνατότητα της αρρώστιας αυτής είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να υπερέχει από τα ζώα». Και η δυνατότητα ακριβώς αυτή  που  προσδιορίζει  την  υπεροχή μας,  αυτή είναι  η  αμαρτία.  Από  την  αμαρτία τούτη είναι ταγμένος να μας σώσει ο Χριστιανισμός. Η λύση και η σωτηρία που δοκίμασε ο Κίρκεγκαρτ να τη συλλάβει θεωρητικά στο έργο του «Εκγύμναση μέσ' στο Χριστιανισμό», μένει θολή και ακαθόριστη.Ο Κίρκεγκαρτ ζει στο σημείο τούτο μέσα σε υπαινιγμούς. Όσο φωτεινοί και σωτήριοι κι αν είναι μερικοί από τους υπαινιγμούς αυτούς, η μεγάλη δύναμη του Κίρκεγκαρτ δεν έγκειται σ' αυτούς. Ο Κίρκεγκαρτ δεν έχει καμιά σχέση με τον Σβέντενμποργκ. Κ οι δυο είναι μεγάλοι Χριστιανοί, αλλά ο σοφός Νορβηγός ήταν παιδί και ταυτόχρονα ένας άντρας γερός, ενώ ο βαθύς Δανός είναι παιδί και ταυτόχρονα ένας άρρωστος άντρας. Κι ως παιδιά έχουν άλλωστε οι δυο τους σοβαρές διαφορές. Ο Σβέντενμποργκ ονειρεύεται χωρίς να 'ναι ποιητής. Ο Κίρκεγκαρτ είναι ποιητής χωρίς να μπορεί να ονειρευθεί. Ο πρώτος είναι αισιόδοξος και εύπιστος (πάντως, σοφώτατα εύπιστος) ενώ ο άλλος είναι απαισιόδοξος και δύσπιστος (πάντως, χριστιανικώτατα και αγνότατα δύσπιστος). Η σωτηρία είναι για τον Κίρκεγκαρτ η υπερνίκηση μιας αρρώστιας. Ωστόσο, η αρρώστια αυτή —αυτό είναι ακριβώς το φοβερό— είναι έμφυτη στον άνθρωπο, καταντάει σχεδόν να μην είναι «παθολογική», γιατί  μ' αυτήν  ξεχωρίζει ακριβώς ο  άνθρωπος  από  τα  ζώα.  Ο  Κίρκεγκαρτ δεν  είναι  ο  μεγάλος δάσκαλος της σωτηρίας. Η αξία του έγκειται στο ότι είναι ο μεγάλος δάσκαλος της πανανθρώπινης αρρώστιας και της πανανθρώπινης αγωνίας. Ακατάσχετο —και μερικές στιγμές φρικιαστικό— είναι το βύθισμά του στην «αμαρτωλή», δηλαδή «ανθρώπινη», υπόσταση του ανθρώπου. Κανένας φιλόσοφος δεν είχε ως τις μέρες του καταδεχθεί να πάει πιο πίσω από τα φωτεινά σημάδια της θείας  καταγωγής  του  ανθρώπου.  Όσοι  ασχολήθηκαν  θετικά  με  τον  άνθρωπο  και  δεν  τον υποβίβασαν —όπως τον υποβιβάζει ο υλισμός και η αισθησιαρχική γενικά φιλοσοφία— σ' ένα παθητικό θεατή του κόσμου, σ' ένα ετεροκίνητο ανδρείκελο, όσοι (κι οι πιο μεγάλοι είναι ο Πλάτων και ο Καντ) ατένισαν κατάματα τον άνθρωπο, είδαν τα μάτια του κι ανάλυσαν άριστα την όρασή του, δεν προχώρησαν όμως και πιο πίσω από την όραση, στον σκοτεινό αντιθάλαμο της ζωής, στην αλύτρωτη υπόσταση του ανθρώπου. Πρώτος έκανε το βήμα τούτο ο Κίρχεγκαρτ, και δεύτερος ο Γερμανός  Φρειδερίκος  Νίτσε,  δυο  φιλόσοφοι  που  ήταν  και  μεγάλα  ποιητικά  πνεύματα,  δυο άνθρωποι δυστυχισμένοι κι απελπισμένοι.Ο Νίτσε (Friedrich Nietzsche) αν και ήρθε αργότερα από τον Κίρκεγκαρτ κι έδρασε στα τέλη του ΙΘ' αιώνα, δε φαίνεται να γνώρισε τον Δανό πρόδρομό του, την ύπαρξή του και τα έργα του. Η σχέση τους όμως είναι μεγάλη. Ο σύγχρονός μας Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, που όπως θα δούμε πιο κάτω κατάγεται απ' αυτούς τους δυο, μας δείχνει καθαρά τη συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στον Κίρκεγκαρτ και τον Νίτσε. Ας αναφέρουμε μερικά θεμελιακά στοιχεία που είναι κοινά και στους δυο. Κι ο Κίρκεγκαρτ κι ο Νίτσε αντιπαρατάσσουν στο «Λόγο» την ολοκληρωτική «υπόσταση» του ανθρώπου, χωρίς —πράμα, που τόσο συχνά κι εύκολα συμβαίνει— να καταλήγουν σε μια στάση εχθρική απέναντι στη λογική, χωρίς να καταλήγουν σε φιλοσοφικό αισθηματισμό. Πέρα από τη λογική «ζητούν ακριβώς την «αλήθεια», κι όχι το άδηλο και απροσδιόριστο. Κάτι που είναι επίσης κοινό και στους δυο κι έχει σχέση με τον τρόπο που ενσαρκώνουν ως άνθρωποι την ίδια τους τη διδασκαλία, είναι τούτο: πριν τελειώσει καλά-καλά η νεότητά τους αποκτούν συνείδηση της αποστολής που τους είχε ανατεθεί. Καταλήγουν στην πιο ακραία μοναξιά. Κι οι δυο τους επίσης είναι μεγάλοι γλωσσοπλάστες, μεθούν από μουσική, αν και ειδοποιούν τους άλλους να προφυλαχθούν από τα σαγηνευτικά της δίχτυα. Αποτελούν κι οι δυο τους μεγάλες «εξαιρέσεις», κι όμως ως εξαιρέσεις, ως απόλυτες μοναδικότητες, βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον. Δεν ανήκουν ουσιαστικά σε κανέναν από τους γνωστούς ως τότε ανθρώπινους τύπους, όπως είναι ο ποιητής, ο φιλόσοφος, ο προφήτης, ο άγιος. Μαζί τους πρόβαλε στη ζωή και στην ιστορία μια νέα μορφή ανθρώπινης πραγματικότητας. Το ότι αποτελούν εξαιρέσεις, αυτό τους κάνει να πονούν, αλλά το θέλουν. Απέναντι στη «σύμπτωση» είναι η στάση τους επίσης κοινή. Το πρόβλημά της τους απασχολεί και τους δυο ιδιαίτερα. Ο Νίτσε φτάνει στο σημείο να φωνάζει στους ανθρώπους: «Ό,τι ονομάζετε σύμπτωση, αυτό είστε σεις οι ίδιοι· η σύμπτωση πέφτει πάνω σας»· Η έννοια επίσης του «χορού» τούς είναι στη βαθύτατη οντότητά της κοινή. Ο Κίρκεγκαρτ λέει: «Έχω ασκήσει τον εαυτό μου για να χορεύει πάντα ελαφρός στην υπηρεσία της ιδέας... Πάντα βάζω τη ζωή μου κάτω, όταν παρουσιάζονται δυσκολίες. Και τότε ο χορός είναι εύκολος γιατί η σκέψη του θανάτου είναι μια πεταχτή χορεύτρια· για μένα είναι κάθε άνθρωπος πολύ βαρύς». Κι ο Νίτσε αντιμετωπίζει μ' εχθρική ματιά  το  «πνεύμα  της  βαρύτητας».  Τέλος  κι  οι  δυο  τους  δε  θέλουν  να  έχουν  —αν  και  είναι «εξαιρέσεις»— τη μορφή του προφήτη. Ο Κίρκεγκαρτ φωνάζει πολλές φορές, ότι δε θέλει να 'ναι προφήτης και μεταρρυθμιστής. Είμαι, λέει, μόνο και μόνο ένα ταλέντο αστυνομικό· είμαι ένας «σπιούνος» στην υπηρεσία του Θεού. Κι ο Νίτσε δε θέλει να πιστεύουνε σ' αυτόν. Θέλει αντίθετα να δυσπιστεί ο κόσμος στην ύπαρξή του. «Ο ανθρωπισμός του διδασκάλου», λέει ο Νίτσε, «επιβάλλει να προφυλάσσει τους μαθητές του από τον εαυτό του». Κι ο Μπωντελαίρ δε μπορούσε ν' ανεχθεί τη σκέψη ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι μαθητές του, οπαδοί του. Ο Νίτσε ήταν μια μεγάλη λάμψη (για τη ζωή βέβαια των άλλων, όχι για τη δική του). Δεν είχε πάρει ακόμα το διδακτορικό του δίπλωμα, και το πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον έκανε —στα εικοσιτέσσερα  κιόλας  χρόνια  του—  καθηγητή της κλασικής φιλολογίας.  Εκεί  συνδέθηκε με  τον Μπούρκχαρτ που τον γνωρίσαμε παραπάνω ως ιστορικό του πολιτισμού, καθώς και με τον Μπάχοφεν (Bachofen) μ' αυτόν τον εξαιρετικό Ελβετό που περισσότερο ως ποιητής και λιγότερο ως επιστήμονας ζήτησε να ερμηνεύσει τους αρχαίους μύθους και να θεμελιώσει την υπόθεση της «μητριαρχίας». Ούτε αυτοί οι δυο, ούτε ο στενός του φίλος Έρβιν Ρόντε (Erwin Rohde) που με το περίφημο  έργο  του  «Ψυχή»  δοκίμασε  να  συλλάβει  συνθετικά  το  αρχαίο  ελληνικό  πνεύμα, κατάφεραν να παρακολουθήσουν αργότερα ψυχικά και πνευματικά τον Νίτσε. Στα 1872 δημοσιεύει ο Νίτσε το πρώτο μεγάλο του έργο, τη «Γένεση της τραγωδίας», όπου με μιαν εξαιρετική ποιητική πνοή και με μια γλώσσα που μαγεύει, ζητάει ν' αναγάγει το ελληνικό πνεύμα σε δυο στοιχεία: στο διονυσιακό και στο απολλώνιο, στο στοιχείο της μέθης (της μουσικής) και στο πλαστικό στοιχείο της καθάριας μορφής. Όταν ο  Ριχάρδος Βάγκνερ διάβασε τη «Γένεση της τραγωδίας», έγραψε στο νεαρό φίλο του ενθουσιασμένος: «Τίποτα δεν έχω διαβάσει ωραιότερο από το βιβλίο σας». Λίγο όμως ύστερα από τη δημοσίευση αυτού του πρώτου μεγάλου έργου του αρχίζει το μαρτύριο του Νίτσε. Υποφέρει από πόνους σωματικούς, κι οι πόνοι αυτοί έχουν ψυχική την προέλευση. Έρχεται σε τραγική σύγκρουση με τον Βάγκνερ. Φεύγει οριστικά από το πανεπιστήμιο. Τα έργα του, όσα γράφονται σ' αυτή την περίοδο, έργα συνταραχτικά που σπάζουν όλα τα είδωλα, αλλά που συντρίβουν και κάμποσες αληθινές θεότητες και αξίες, έχουν τη λογοτεχνική μορφή των αποφθεγμάτων, των αφορισμών. Ο Νίτσε καταφεύγει στην Ιταλία. Ζητάει τον ήλιο και τον νότιο ουρανό που τόσα τέκνα του Βορρά τον αναζήτησαν. Τρέχει στη Ρώμη για να γνωρίσει τη Λού Σάλομε (Lou Salomé), αυτό το εξαιρετικό γυναικείο πλάσμα που πληαίασε αργότερα τον Στέφαν Γκεόργκε και τον Ρίλκε, και που έγραψε και για τους τρεις σελίδες διαλεχτές. Ο Νίτσε γνωρίζεται με τη  Λου  Σάλομε,  αλλά  σε  λίγο  απογοητεύεται.  Περιφέρεται  ανικανοποίητος  στη Γερμανία,  στην Ελβετία και στην Ιταλία. Αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του, τον «Ζαρατούστρα». Τα τρία πρώτα από τα τέσσερα μέρη γράφονται το καθένα μέσα σε λίγες μέρες. Την ημέρα που έγραψε την τελευταία σελίδα του πρώτου μέρους, πεθαίνει ο Βάγκνερ. Ύστερ' από τον «Ζαρατούστρα» γράφει κάμποσα ακόμα μεγάλα έργα («Η βούληση για εξουσία», «Γενεαλογία της Ηθικής», «Τα ηλιοβασίλεμα των ειδώλων»). Ο Νίτσε είχε καταντήσει πια ο άνθρωπος της απόλυτης μοναξιάς. Η πιστή αδερφή του και μερικοί φίλοι που του έχουν απομείνει, ζητούν μάταια να του κάνουνε καλό. Ο Νίτσε έχει αποφασίσει ν' αυτοκαταστραφεί. Τον Ιανουάριο του 1889 σωριάζεται ξαφνικά χάμου σ' ένα δρόμο του Τουρίνου. Ο Νίτσε είχε παραφρονήσει. Λίγους μήνες πρωτύτερα ακούστηκαν στην Κοπενχάγη οι πρώτες δημόσιες παραδόσεις για το έργο του. Τις παραδόσεις αυτές τις έκανε ο Γεώργιος Μπράντες, ο περίφημος Δανός κριτικός. Ο Νίτσε έζησε ακόμα ως τα 1900.Οι τελευταίες δεκαετίες του ΙΘ' αιώνα ήταν γενικά αποκαλυπτικές για τον άνθρωπο. Ο Ντοστογιέφσκυ, ο Στρίντπεργκ, ο Νίτσε —και λίγο πρωτύτερα στη Γαλλία ο Μπωντελαίρ— ξαφνιάζουν τον κόσμο με τους καινούριους ορίζοντες ή και με τα καινούρια σκοτάδια που αποκαλύπτουν. Τίποτα δεν ήταν πριν απ' αυτούς ανάλογο με την ύπαρξή τους. Είναι αδύνατο να ορίσουμε λογικά και θεωρητικά το «νέο» στοιχείο που έφεραν στον κόσμο. Διαφορετικά μιλούσαν οι άνθρωποι πριν απ' αυτούς, και διαφορετικά μιλούν αφότου ακούστηκε ο λόγος τους. Ακόμα και στη διατύπωση των ιδεών μας —στον τρόπο που συγκροτούμε κι εκδηλώνουμε τα διανοήματα και τα αισθήματά μας— προστεθήκανε στοιχεία νέα, που ήταν πριν ανύπαρκτα. Από την εμφάνιση ειδικά του Νίτσε μπήκε κάτι πιο σύνθετο και πιο πυκνό στη γλώσσα του ανθρώπου. Πολλά που ήταν αόριστα, πήραν συγκεκριμένη μορφή. Πολλά ασύλληπτα κατακτήθηκαν με το λόγο. Πολλά ασυμβίβαστα συμβιβάσθηκαν, και η γλώσσα εμφανίζει ξαφνικά σε μια μαγική συμβίωση στοιχεία που η αντιφατικότητά τους δεν τ' άφηνε να σμίξουν. Ο Νίτσε ήταν από τα πιο πρωτότυπα πνεύματα —πνεύματα και στόματα— που γέννησε ο κόσμος. Κι ήταν και στην ιδεολογική στάση του απέναντι στον κόσμο απόλυτα πρωτότυπος. Ο Νίτσε ήταν ηγέτης, αλλά δεν ήθελε οπαδούς. Ήταν αριστοκράτης, αλλά δεν ήθελε τίτλους και φέουδα. Κι αν του δινόταν ακόμα η ευκαιρία να κατακτήσει τον κόσμο, θα 'φευγε ίσως έξω από το πλαίσιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, θα πήγαινε να  κυριεύσει  χώρες  εξωτικές  και  να  υποτάξει  ανθρώπους  άγριους  και  θηρία.  Τίποτα  δεν προκαλούσε μέσα στην ψυχή του Νίτσε αηδία μεγαλύτερη από τον όχλο. Ένιωθε φρίκη που τον έβλεπε να μπαίνει στο προσκήνιο της ιστορικής ζωής. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Νίτσε ήταν ο Χριστός που θυσιάσθηκε για τους αδικημένους και τους καταφρονεμένους. Το περίεργο είναι ότι ο σοσιαλισμός που σάλπισε το εγερτήριο των μαζών, συναντήθηκε με τον αντίποδά του, με τον Νίτσε, στο χτύπημα της χριστιανικής ηθικής και γενικά της κάθε ηθικής και ιδεολογίας. Στη «Γενεαλογία της ηθικής» γράφει ο  Νίτσε: «Μου φαίνεται ότι το εργαστήριο που μέσα του φαμπρικάρονται ιδεώδη, βρωμάει από ψευτιές». Την τέτοια φράση θα μπορούσε να την υπογράψει ο Καρλ Μαρξ και κάθε Μαρξιστής. Κάποιος από τους δυο —ο Νίτσε ή ο Μαρξ— πρέπει να έχει από την άποψή του άδικο. Αν έχουν κι οι δυο δίκιο, το δίκιο του ενός αναιρεί το δίκιο του άλλου. Αλλά τι τον νιάζει τον Νίτσε; Τις αλήθειες του τις επιβάλλει με το σπαθί του και δεν έχει ανάγκη να συμφωνήσουμε μαζί του. Ο Νίτσε πηδάει επάνω στο άτι του και διασχίζει τον κόσμο κυριαρχικά, αδιαφορώντας για την επιδοκιμασία των υπηκόων του. Η εικόνα αυτή δεν πρέπει όμως να μας κάνει από την άλλη μεριά να τον φαντασθούμε αγέρωχο, άγριο και τρομερό. Ο Νίτσε —και με τα λόγια τούτα αποκαλύπτεται η τραγική αντινομία που βασίλευε στην ανθρώπινη ύπαρξή του— ήταν ένας από τους τρυφερώτερσυς ανθρώπους. Ο Νίτσε —ο ίδιος που κεραυνοβολούσε το σύμπαν— ζητούσε αγάπη, και με αγωνία άπλωνε τα χέρια του για να τη δεχθεί και για να την ανταποδώσει. Δεν είναι εύκολο να συλλάβουμε σ' όλη του την οντότητα τον άνθρωπο, ούτε το έργο του. Αν αναγάγουμε το έργο του σε μερικές γενικές φράσεις και αρχές, θα το αφανίσουμε. Ο Νίτσε πρέπει να διαβασθεί ολόκληρος για να μας πλουτίσει και για να τον ξεπεράσουμε. Είναι το πιο επικίνδυνο στάδιο που έχουμε ως άνθρωποι του Κ' αιώνα να διανύσουμε. Ωστόσο, είναι ένα στάδιο αναγκαίο. Αντί να επιχειρήσουμε σε λίγα λόγια να συγκεντρώσουμε και ν' αναπαραστήσουμε συστηματικά τις γενικές του ιδέες, σωστότερο είναι να πάρουμε για παράδειγμα ένα από τα έργα του, να σκιαγραφήσουμε την εξωτερική του πλοκή και ν' αντλήσουμε από τον πλούτο του μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές διατυπώσεις. Ο «Ζαρατούστρας» (που ο τίτλος του είναι: «Τέτοια λόγια είπε ο Ζαρατούστρας») είναι —προπάντων γλωσσικά και ποιητικά— το αριστούργημα του Νίτσε. Δεν υπάρχει στην παγκόσμια λογοτεχνία πιο συναρπαστικός και ταυτόχρονα πιο οδυνηρός και συντριπτικός μονόλογος από το έργο τούτο. Είναι ο μονόλογος του πιο έρημου ανθρώπου στον κόσμο. Ο «Ζαρατούστρας» που η λογοτεχνική του μορφή είναι απόλυτα πρωτότυπη, είναι η τραγωδία της μοναξιάς. Ο Ζαρατούστρας ως πρόσωπο είναι ο ήρωας αυτής της τραγωδίας. Τριάντα χρονών είναι, όταν εγκαταλείπει την πατρίδα του κι ανεβαίνει στο όρος. Δέκα χρόνια μένει εκεί ψηλά ολομόναχος κι έπειτα αποφασίζει να κατεβεί στους ανθρώπους για να τους «διδάξει τον Υπεράνθρωπο». «Ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να υπερνικηθεί». «Μεγάλο είναι μέσ' στον άνθρωπο   μονάχα   τούτο:   ότι   είναι   μια   γέφυρα   και   δεν   είναι   σκοπός».   Ο   Ζαρατούστρας απογοητεύεται μιλώντας στο λαό. Μετανιώνει που απευθύνθηκε άδικα στο λαό και ζητάει ν' απευθυνθεί σε συντρόφους, σε συνοδοιπόρους, σε συνενόχους. «Όποιος δημιουργεί ζητάει συντρόφους κι όχι πτώματα, ούτε αγέλες και πιστούς». Με τέτοιες σκέψεις τελειώνει ο πρόλογος. Στο πρώτο μέρος αρχίζει ο Ζαρατούστρας τις ομιλίες του προς τους διαλεχτούς. Η πρώτη μεγάλη του αλήθεια είναι το «ιερό Όχι ενάντια και στο καθήκον ακόμα». Υπάρχει ωστόσο κι ένα «ιερό Ναι». Αυτό  το λέει ο  δημιουργικός  άνθρωπος στην  ίδια του  τη βούληση.  Ο  Ζαρατούστρας  διδάσκει:«Εκατό χρόνια ακόμα αναγνώστες και το ίδιο το πνεύμα θα βρωμίσει». «Όποιος γράφει μέσα σ' αίμα και σε ρητά, αυτός ζητάει όχι να τον διαβάζουν, αλλά να τον μάθουν απόξω». Ο Ζαρατούστρας είδε ότι ένας νέος τον απόφευγε. Μια βραδυά «τον βρήκε να κάθεται ακουμπημένος σ' ένα δέντρο και ν' αγναντεύει με μάτια αποσταμένα την κοιλάδα. Ο Ζαρατούστρας άδραξε το δέντρο που πλάι του ήταν ο νέος καθισμένος, και είπε: Αν ήθελα να τραντάξω το δέντρο τούτο με τα χέρια μου, δε θα το κατάφερνα. Ο άνεμος όμως που δεν τον βλέπουμε, το τυραννάει το δέντρο και το λυγίζει, όπως του αρέσει. Χέρια αόρατα μας λυγίζουν και μας τυραννούν με τον τρόπο το χειρότερο». «Το δέντρο τούτο στέκεται έρημο εδώ στα βουνά. Ψηλώνοντας ξεπέρασε τους ανθρώπους και τα ζώα. Κι αν ζητούσε το δέντρο να μιλήσει, δε θάβρισκε κανέναν για να καταλάβει τα λόγια του: τόσο πολύ έχει ψηλώσει. Έτσι λοιπόν περιμένει και περιμένει — τι περιμένει όμως τάχα; Πολύ κοντά στα σύννεφα έστησε την κατοικία του: περιμένει τάχα να ρθει η πρώτη αστραπή;» Στο τέλος λέει ο Ζαρατούστρας στο νέο: «Στην αγάπη μου και στην ελπίδα μου σ' εξορκίζω· τον ήρωα που είναι στην ψυχή σου, μην τον πετάξεις όξω! Φύλαξέ την ιερή την υπέρτατη ελπίδα σου!» Μιλώντας σε μιαν άλλη ευκαιρία ο Ζαρατούστρας  για  την  πολιτεία,  λέει:  «Πολιτεία  ονομάζεται  το  πιο  ψυχρό  απ'  όλα  τα  ψυχρά τέρατα».   «Υπερβολικά   πολλοί   είναι   όσοι   γεννιούνται:   η   πολιτεία   εφευρέθηκε   για   όσους περσεύουν». «Όπου παύει η μοναξιά, εκεί αρχίζει η αγορά, εκεί αρχίζει κι ο θόρυβος των μεγάλων ηθοποιών κι αρχίζουν οι φαρμακερές μυίγες να σφυρίζουν». «Αργά νιώθουν την κάθε τους βίωση τα πηγάδια τα βαθιά: πολύν καιρό είναι αναγκασμένα να περιμένουνε ως που να μάθουν τι έχει πέσει στο βυθό τους». «Σας δίνω τάχα τη συμβουλή ν' αγαπάτε τον πλησίον σας; Κάλλιο να σας συμβουλεύσω να το σκάτε από τον πλησίον σας, και ν' αγαπάτε τον πιο απομακρυσμένο». «Αδικίες και βρωμιές ρίχνουν οι άνθρωποι κατάμουτρα σε όποιον είναι έρημος: αν θέλεις όμως, αδερφέ μου, να 'σαι αστέρι, δε μπορείς να φέγγεις γι' αυτούς λιγότερο απ' ό,τι φέγγεις». «Πώς είναι δυνατόν να δώσω στον καθένα ό,τι του ανήκει; Εμένα μου φτάνει να δίνω στον καθένα ό,τι ανήκει σε μένα». Ανάμεσα στα τελευταία λόγια, που απευθύνει ο Ζαρατούστρας στο τέλος του πρώτου μέρους, είναι και τ' ακόλουθα: «Σεις, όσοι είστε σήμερα έρημοι, σεις όσοι φεύγετε μακριά από τον κόσμο, σεις θ' απαρτίσετε κάποτε ένα λαό: από σας που διαλέξατε μόνοι τον εαυτό σας, θα ξεφυτρώσει ένας εκλεκτός λαός: — κι από τον τέτοιο λαό θα ξεπηδήσει ο Υπεράνθρωπος». «Στ' αλήθεια σας συμβουλεύω: φύγετε πέρ' από μένα και αμυνθήτε ενάντια στο Ζαρατούστρα! Κι ακόμα καλύτερα: ντραπήτε για λογαριασμό του! Ίσως σας εξαπάτησε... Τώρα σας καλώ να χάσετε εμένα και να βρήτε τον εαυτό σας. Και μόνο τότε, όταν θα μ' έχετε όλοι απαρνηθεί, θα επιστρέψω κοντά σας». Τέτοια λόγια  είπε  ο  Ζαρατούστρας,  και  στο  δεύτερο  μέρος  του  έργου,  που  φέρει  τ'  όνομά  του,  τον βλέπουμε να ξαναγυρίζει πάλι στο βουνό του, στη μοναξιά της σπηλιάς του, πλάι στους πιστούς συντρόφους του, στον αητό και στο φίδι του. Αλλά και πάλι ξεκινάει για να κατέβει από το όρος στους ανθρώπους. Κι αρχίζει πάλι να διδάσκει: «Καφτή καρδιά», τους λέει, «και ψυχρό μυαλό: όπου συνδυάζονται αυτά τα δυο εκεί γεννιέται ο βίαιος άνεμος, ο Λυτρωτής». Και τους λέει ότι η ζωή χρειάζεται  τον  πόλεμο  και  την  ανισότητα.  «Επειδή  ακριβώς  χρειάζεται  η  ζωή  ύψη,  γι'  αυτό χρειάζεται σκαλοπάτια και αντιφάσεις ανάμεσα στα σκαλοπάτια και ανάμεσα σ' όσους ανεβαίνουν! Η ζωή θέλει ν' ανεβεί και θέλει ανεβαίνοντας να ξεπεράσει τον εαυτό της». Και ξεσπάει ο Ζαρατούστρας σ' ένα υπέροχο τραγούδι: «Νύχτα είναι: τέτοιαν ώρα ξυπνάνε όλα τα τραγούδια εκείνων που αγαπάνε. Και η ψυχή μου είναι το τραγούδι κάποιου που αγαπάει... Φως είμ' εγώ: αχ, τι θα 'δινα νάμουνα νύχτα! Αυτό είναι ακριβώς η μοναξιά μου, το ότι είμαι ζωσμένος από φως!» Και σε μια στιγμή που παραδίνεται στην πιο βαθιά έκσταση, φωνάζει: «... μονάχα εκεί όπου υπάρχουν μνήματα, υπάρχουν και Αναστάσεις»! Και άλλοτε πάλι λέει: «Τα πιο μεγάλα γεγονότα δεν είναι οι πιο ηχηρές, μα οι πιο σιωπηλές μας ώρες». «Τα πιο σιωπηλά λόγια είναι εκείνα που φέρνουν τη θύελλα. Τον κόσμο τον κυβερνούν ιδέες που έρχονται πατώντας τη γη σαν περιστέρια». «Ω Ζαρατούστρα, οι καρποί σου ωρίμασαν, μα εσύ δεν είσαι ώριμος για τους καρπούς σου!» Μ' αυτά τα λόγια φεύγει πάλι ο Ζαρατούστρας απ' τους φίλους του. Στο τρίτο μέρος, μιλώντας στον εαυτό του, λέει: «.... τώρα πια προβάλλει ως ύστατο καταφύγιό σου ό,τι ως την ώρα τούτη ήταν για σένα ο κίνδυνος ο ύστατος». «Και περίμενε όλη νύχτα για να ρθει η δυστυχία του: αλλά περίμενε μάταια».«Ο κόσμος», φωνάζει, «είναι βαθύς: — βαθύτερος απ' ό,τι τον φαντάστηκε ποτέ της η μέρα». «Ω μοναξιά! Πατρίδα μου εσύ, μοναξιά! Πόσο μακάρια και τρυφερά μου μιλάει η φωνή σου». «Τους ξεμαθαίνει  κανένας  τους  ανθρώπους,  όταν  ζει  ανάμεσα  σ'  ανθρώπους:  σ'  όλους  υπάρχει υπερβολικά πολλή πρόσοψη». «Φράχτες θέλω νάχω γύρω από τις σκέψεις μου και γύρω μάλιστα κι από τα λόγια μου, για να μη καταπατούνε τα περβόλια μου τα γουρούνια και οι ονειροπόλοι». «Όχι το πούθε έρχεστε, αλλά το πού κατευθύνεστε, αυτό θα σας δίνει από δω κι εμπρός τιμή».Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου βρίσκουμε τον Ζαρατούστρα πάλι στην κορφή και στη σπηλιά του. Όταν, γερασμένος πια, αποφάσισε να ξανακατεβεί στον κόσμο, ξεκινάει κι απαντάει στο δρόμο διάφορους  ανθρώπους  που  ζητούσανε  μια  διέξοδο  στη  ζωή  τους.  Πρώτους  απαντάει  δυο βασιλιάδες. Τους ακούει να λένε ότι δεν είναι στον τόπο τους «οι πρώτοι», κι όμως πρέπει να «σημαίνουνε» τους πρώτους. Τους περιμαζεύει και τους στέλνει πάνω στη σπηλιά του. Κι άλλους απαντάει πιο κάτω —ανάμεσά τους τον πιο άσχημο άνθρωπο του κόσμου, τον εθελοντή ζητιάνο, τον τελευταίο Πάπα και τον ίδιο του τον ίσκιο— κι όλους τους στέλνει πάνω στη σπηλιά. Στο τέλος ανεβαίνει κι ο ίδιος και βρίσκει τους ξένους του νάχουν ξαναγίνει ευσεβείς και να προσκυνάνε ένα γάιδαρο  (το  γάιδαρο  που  έχουν  μαζί  τους οι  δυο  βασιλιάδες).  Κι  η  τρελλή γιορτή συνεχίζεται μπροστά στον Ζαρατούστρα. Όταν απόμεινε μόνος του —οι ξένοι βγήκαν έξω και η ώρα ήταν μεσάνυχτα— λέει το υπέροχο τραγούδι του που είναι αφιερωμένο στο μεσονύχτιο. Κι αποκοιμιέται. Ο ήλιος ανατέλλοντας τον βρίσκει όρθιο. Όρθιο και γερό. Αδιαφορεί για την ευτυχία του. «Σάμπως ζητάω την ευτυχία μου; Το έργο μου, μονάχα το έργο μου ζητάω». Νιώθει πως ήρθε πια η ώρα του, η ώρα του «μεγάλου μεσημεριού». Kι ενώ ήρθε η ώρα του, ο Ζαρατούστρας εξαφανίζεται, το έργο σταματάει,  ο  Νίτσε  δε  μπορούσε  πια  να  το  συνεχίσει.  Το  έργο,  που  έχει  να  εκτελέσει  ο Ζαρατούστρας, μένει ακαθόριστο σ' ένα άγνωστο μέλλον. Η ώρα του χτυπάει για να μην ακουστεί πια τίποτα ύστερ' από τον εγερτήριο ήχο της. Ο Νίτσε είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος το έργο του για τον Ζαρατούστρα ως «μουσική». Κι η μουσική δε φτάνει σε κανένα τέλος, δε φτάνει στην πράξη, δε φτάνει στο πλαστικό μεσημέρι. Τα μεσάνυχτα είναι η ώρα της μουσικής. Και κανένας δεν τα τραγούδησε τα μεσάνυχτα, όπως τα τραγούδησε και τάζησε ο Νίτσε στον «Ζαρατούστρα» του.



Κεφάλαιον 48
Η επίδραση του Νίτσε.
Η επιστροφή στον Καντ και οι Νεοκαντιανοί.
Άλλες φιλοσοφικές τάσεις στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία.

ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΔΟΘΗΚΕ η ευκαιρία να πούμε, ένας είναι προπάντων σήμερα ο φιλόσοφος που ειδικά ως φιλόσοφος άντλησε από την πηγή του Νίτσε και ταυτόχρονα από την πηγή του Κίρκεγκαρτ. Ο φιλόσοφος αυτός είναι ο Γερμανός Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers) που ξεκίνησε από την ψυχοπαθολογία, που έγραψε ύστερα ένα θεμελιακό βιβλίο για την ψυχολογία των κοσμοθεωριών, και  που  έφτασε  στο  τέλος  σε  μια  πρωτότυπη  φιλοσοφική  σύνθεση,  μια  σύνθεση  που  την αποτύπωσε στο μεγάλο του έργο «Φιλοσοφία». Ο Γιάσπερς δεν έχει καμιά σχέση με το πλήθος των συγγραφέων που στις τελευταίες δεκαετίες προσπάθησαν να μιμηθούν τον Νίτσε, στον ήχο της φωνής  του  και  στο  χρώμα  του  προσώπου  του.  Ο  Γιάσπερς  άντλησε,  όπως  είπαμε,  από  τον Κίρκεγκαρτ και τον Νίτσε, αλλά δημιούργησε ένα έργο πρωτότυπο. Από τους δυο μεγάλους που αποτελούν «εξαιρέσεις», «μοναδικότητες» και που αποκλείουν τη μίμηση, διδάχθηκε ο Γιάσπερς μόνο τούτο: ότι η φιλοσοφία πρέπει ν' αναζητήσει πίσω από το «Λόγο» την καθολική υπόσταση του ανθρώπου, πρέπει ν' αναζητήσει τον άνθρωπο στη μοναξιά του, στην επικοινωνία του μ' άλλους, και στο μοιραίο σπάσιμο του δεσμού του με τον εαυτό του και με τους άλλους, πρέπει ν' αναζητήσει τον άνθρωπο στις πιο άφωνες πλευρές του, στην ατέλειωτη άμεση εμπειρία της προσωπικής του εσωτερικότητας. Αυτό διδάχθηκε ο Γιάσπερς. Και χωρίς ν' αρνηθεί το «Λόγο», το «Νου» — προϋποθέτοντας μάλιστα τη μεγάλη φιλοσοφική πράξη του Καντ— προχώρησε με μιαν έξοχη λεπτότητα και συνέπεια στο έργο του. Η φιλοσοφία παύει βέβαια έτσι να έχει ως κύριο σκοπό της τη  σύλληψη του  κόσμου  ως  σύμπαντος,  δηλαδή  τη  γνώση  του  κόσμου  στη σχέση του  με  τον άνθρωπο. Ο «κόσμος», όπως τον θέλει η γνώση κι η επιστήμη, είναι σχεδόν μια άγνωστη οντότητα μέσα στη φιλοσοφία του Γιάσπερς. Όποιος τον χρειάζεται, άδικα θα τον αναζητήσει εκεί. Σκοπός της φιλοσοφίας του Γιάσπερς γίνεται ο άνθρωπος στη σχέση του με τον εαυτό του, στη σχέση την απόλυτη, στην άμεση υπόστασή του. Ούτε η φυσιολογία, ούτε η ψυχολογία, ούτε η λογική και η γνωσιολογία δεν οδηγούν στην τέτοια «υπόσταση». Ο χώρος της —γιατί κάπου βέβαια πιάνει κι αυτή τόπο— είναι ένα περιβάλλον ειδικό. Ο Γιάσπερς ξέρει και το ανασυγκροτεί το παράξενο αυτό περιβάλλον περιγραφικά. Και δεν πρόκειται διόλου για το χώρο των ονείρων. Η πραγματικότητα είναι ίσως εδώ πιο απτή και μάλιστα πιο σκληρή και πιο αμείλικτη απ' ό,τι είναι η πραγματικότητα που προσδιορίζεται από το φυσικομαθηματικό χώρο. Ο Γιάσπερς —και σ' αυτό φταίει λιγότερο ο ίδιος και περισσότερο η ζωή και ειδικότερα η σκληρότερη απ' όλες τις φάσεις της, η «υποστασιακή πραγματικότητα»— είναι ο φιλόσοφος της «αποτυχίας». Η «υπόσταση» του ανθρώπου υπάρχει για να σκοντάφτει πάντα στο αδύνατο, το ακατόρθωτο. Η μόνη μάλιστα συνειδητοποίησή της —έτσι θα μπορούσαμε να πούμε— είναι ακριβώς η αποτυχία της (το περίφημο «Scheitern» του Γιάσπερς). Μήπως φταίει τάχα η ίδια η φιλοσοφία του Γιάσπερς που διάλεξε ως ορμητήριο κάτι το αδύνατο και άστοχο; Μήπως είναι η φιλοσοφία του Γιάσπερς περισσότερο μια αυτοβιογραφία και λιγότερο μια φιλοσοφία; Και αν ακόμα θελήσουμε ν' απαντήσουμε καταφατικά στα ερωτήματα αυτά, η φιλοσοφία του Γιάσπερς δε χάνει την αξία της. Στη γραμμή του Κίρκεγκαρτ και του Νίτσε, δηλαδή στο δρόμο που χάραξαν οι δυο τους στη φιλοσοφική σκέψη, ο Γιάσπερς είναι χωρίς άλλο ένας εξαιρετικός διανοητής. Μ' ένα θαυμαστό πνευματικό δυναμισμό τραβάει ένα δρόμο παράλληλο με τον Γιάσπερς (κι όμως άσχετο στη βαθύτερη ουσία του) κι ένας άλλος σύγχρονος Γερμανός φιλόσοφος, ο Χάιντεγγερ (Heidegger). Ο Χάιντεγγερ είναι πιο καλλιτέχνης, ενώ ο Γιάσπερς είναι πιο πολύ θεωρητής. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Χάιντεγγερ, είναι κι αυτά μεγάλα και πρωτόφαντα,  όπως  και  τα  προβλήματα  του  Γιάσπερς.  Και  στους  δυο  τους  έχει  κανένας  την εντύπωση ότι τα προβλήματά τους «εφευρέθηκαν», χωρίς να είναι δοσμένα από τη ζωή. Η αλήθεια όμως είναι ότι ένα «αυτοανασκοπικό» ειδικά πρόβλημα είναι αδύνατο να εφευρεθεί. Για να θέτει το πνεύμα ένα τέτοιο πρόβλημα, το πρόβλημα υπάρχει και πρέπει μάλιστα να υποτεθεί ότι ήταν πάντα δοσμένο. Η απορία που γεννιέται από την ενδοσκόπηση, δε μπορεί να συγκροτηθεί από το «τίποτα»,  γιατί  απλούστατα  η  ενδοσκόπηση  αναφέρεται  στο  παν,  και  μέσ'  στο  παν  αυτό  δεν υπάρχει τίποτα που να 'ναι «τίποτα». Κι όμως τα θεμελιακά προβλήματα του Γιάσπερς και του Χάιντεγγερ είναι τέτοια που δίνουν την εντύπωση, ότι εφευρέθηκαν. Τόσο είναι ξένα προς την καθημερινή κίνηση του μυαλού μας και του εσωτερικού εαυτού μας! Τόσο είναι απομακρυσμένα από την πολυσύχναστη και οχλοκρατούμενη αγορά!Πηδώντας από τον Νίτσε στον Γιάσπερς και στον Χάιντεγγερ, αφήσαμε πίσω μας πολλούς που εμφανίσθηκαν και δούλεψαν τη φιλοσοφία πριν απ' αυτούς. Απαραίτητο είναι να τους αναφέρουμε τώρα,  και  μάλιστα  σε  μερικούς  πρέπει  να  σταματήσουμε  ιδιαίτερα.  Μερικά  από  τα  ονόματα εκείνων που η φιλοσοφική σκέψη τους εξαρτήθηκε άμεσα από τον Καντ ή και απο τον Χέγγελ, τα μνημονεύσαμε κιόλας πιο πάνω. Είπαμε ότι στις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα πολλά πνεύματα που δούλευαν στη Γερμανία (αλλά και αλλού) τη φιλοσοφία, ένιωσαν την ανάγκη να ρίξουν το σύνθημα για μιαν επιστροφή στον Καντ. Από τη μια μεριά οι άκριτοι και φιλοσοφικά ανεύθυνοι φυσικοεπιστημονικοι υλισμοί και οι στενόκαρδοι και στενόμυαλοι εμπειρισμοί, κι από την άλλη μεριά οι υπερβολικά μεγαλόστομοι, υπέργειοι και με πυκνές νεφέλες περιτριγυρισμένοι απόλυτοι  ιδεαλισμοί,  όπως  τους  εγκαινιάσανε ο  Φίχτε,  ο  Σέλλινγκ  και ο  Χέγγελ,  οι  δυο  αυτές ακρότητες γέννησαν στη συνείδηση πολλών την ανάγκη να γυρίσουν πίσω στον νηφάλιο Καντ και ν' αναζητήσουν στο ασφαλέστατο αυτό λιμάνι τη σωτηρία της φιλοσοφίας. Το 'κανε βέβαια αυτό ο Σόπενχάουερ πριν από κάθε άλλον, αλλά η φωνή του —όταν φώναζε ότι ο Καντ είναι η μοναδική σταθερή βάση της φιλοσοφίας— πνίγηκε για κάμποσες δεκαετίες μέσα στο θόρυβο που προκαλούσαν γύρω από τον εαυτό τους ο Χέγγελ και οι οπαδοί του. Ενώ το θεμελιακό έργο του Σόπενχάουερ βγήκε στα 1819, μόνο ύστερ' από τα 1850 άρχισε να σπάζει ο πάγος της σιωπής που συστηματικά είχαν πήξει γύρω από τ' όνομά του και από τα έργα του οι οπαδοί του Χέγγελ και άλλων σχολών. Κι έφταιγε βέβαια κι ο ίδιος ο Σόπενχάουερ που βρίζοντάς τους με το χειρότερο τρόπο ήταν επόμενο να προκαλέσει την πιο πεισματάρικη αντίδραση. Όταν, ύστερ' από τα 1850, άρχισαν  να  κυκλοφορούν  ευρύτερα  τα  έργα  του  Σόπενχάουερ,  είχε  αρχίσει  και  από  μερικούς άλλους  να  ζητιέται  η  επιστροφή  στον  Καντ.  Και  οπαδοί  του  Χέγγελ,  όπως  ο  ιστορικός  της φιλοσοφίας Τσέλλερ, (Eduard Zeller) ένιωσαν την ανάγκη για μια τέτοια επιστροφή. Προπάντων όμως ο Λάνγκε (F. Α. Lange) είναι εκείνος που, όπως είδαμε κι αλλού, κατάφερε να μεταβάλει σ' ένα ιστορικό γεγονός την  επιστροφή αυτή.  Κι  ύστερα έρχονται,  στα τέλη του περασμένου  και  στις πρώτες δεκαετίες του Κ' αιώνα, οι Νεοκαντιανοί, που επικύρωσαν με το έργο τους τη μεγάλη και σωτήρια αξία του γεγονότος αυτού.Οι Νεοκαντιανοί μπορούν να διαιρεθούν σε δυο σχολές. Η μια είναι η σχολή του Μαρβούργου. Στο Μαρβούργο δούλεψαν ο Κόεν (Hermann Cohen) και ο Νάτορπ (Paul Natorp), και γύρω σ' αυτούς συσπειρώθηκαν  πολλοί,  όπως  ο  Στάμλερ  (Rudolf  Stammler)  που  αφιερώθηκε  ιδιαίτερα  στο πρόβλημα  του  δικαίου,  ο  Κασσίρερ  (Ernst  Cassirer),  ο  Στάουντινγκερ  (Franz  Staudinger),  ο Φόρλαιντερ (Karl Vorländer). Η άλλη σχολή λέγεται σχολή της Βάδης ή του Χάιντελμπεργκ, γιατί στο Χάιντελμπεργκ δούλεψαν και δίδαξαν ο Βίλντελμπαντ (Wilhelm Windelband), ο Ρίκερτ (Heinrich Rickert), το συστηματικώτερο μυαλό της σχολής αυτής, ο Λασκ (Emil Lask) και άλλοι. Με τον Ρίκερτ συμβαδίζει  σ'  ένα  δρόμο  παράλληλο  ο  Κον  (J.  Cohn).  Ανάμεσα  σ'  αυτούς  και  σ'  άλλους Νεοκαντιανούς υπάρχουν πνεύματα οξύτατα, φιλόσοφοι με γνήσια φιλοσοφική πνοή. Ο Χέρμαν Κόεν είναι ο πρώτος από τους Νεοκαντιανούς που έκανε μια συστηματική τοποθέτηση όλων των φιλοσοφικών προβλημάτων μέσα στη «Λογική», στην «Ηθική» και στην «Αισθητική». Το πνεύμα του είναι μαθηματικό και νομικό. Από τα μαθηματικά αντλεί τη λογική, κι από τα νομικά την ηθική. Η φιλοσοφική του πρωτοτυπία εκδηλώνεται με οξύνοια προπάντων στις λεπτομέρειες. Η αισθητική του Κόεν δεν έχει τόσο ενδιαφέρον όσο έχουν τ' άλλα δυο τμήματα του έργου του «Σύστημα της Φιλοσοφίας». Ευρύτερος από τον Κόεν, τον ιδρυτή της σχολής του Μαρβούργου, δείχνεται και σ' αυτή τη λογική —στη θεωρία της γνώσης, του θεωρητικού συνειδότος— ο κορυφαίος της σχολής της Βάδης, ο Ρίκερτ που συμπληρώνει τον Καντ ουσιαστικώτερα απ' ό,τι τον συμπλήρωσε ο Κόεν. Ο Ρίκερτ μας δείχνει ότι τα μαθηματικά και η βασισμένη επάνω τους φυσική επιστήμη δε φτάνουν για να προσφέρουν τα μέτρα της λογικής, της θεωρίας του κόσμου. Ο εμπειρικός κόσμος που είναι το αντικείμενο της θεωρίας μας, απαρτίζεται όχι μόνο από απλά φυσικά γεγονότα, αλλά και από γεγονότα  ιστορικά  που  τα  συστατικά  τους  στοιχεία  είναι  ανθρώπινα  «νοήματα»  (προθέσεις, σκοποί). Ευρύνοντας έτσι τη σφαίρα της «καντιανά» παρμένης εμπειρίας, μας έδειξε ο Ρίκερτ τα «όρια του φυσικοεπιστημονικού τρόπου σχηματισμού εννοιών» (τέτοιος είναι κι ο τίτλος ένος σπουδαίου έργου του) και θέσπισε τη διαφορά ανάμεσα στη μέθοδο θεωρίας του απλού φυσικού κόσμου,   τη   «γενικευτική»   μέθοδο,   και   στη   μέθοδο   θεωρίας   του   ιστορικού   κόσμου,   την «εξατομικευτική» ή «εξειδικευτική». Ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ (Max Weber) που τον γνωρίσαμε κι αλλού, ξεκινώντας από τον Ρίκερτ, που ήταν και στενός προσωπικός φίλος του, κατάφερε να μας δείξει ότι και στη θεωρία του ιστορικού κόσμου χωράει «γενίκευση», αλλά ότι η γενίκευση αυτή είναι θεμελιακά διαφορετική από τη φυσικοεπιστημονική γενίκευση, δηλαδή δεν οδηγεί σε νόμους φυσικούς, αλλά μονάχα σε «ιδεώδεις τύπους». Ο Ρίκερτ δεν ασχολήθηκε ουσιαστικά με τα «ηθικά» προβλήματα, δηλαδή με την «πρακτική φιλοσοφία». Από τους Νεοκαντιανούς ο καλύτερος εργάτης της πρακτικής φιλοσοφίας ήταν ο Μάτορπ που ζήτησε να θεμελιώσει οριστικά την αυτονομία του ηθικού κόσμου, όπως την είχε συλλάβει ο Καντ, και που προχώρησε και στα ηθικά προβλήματα της ομαδικής ζωής, της κοινωνικής φιλοσοφίας. Όσο για τον Κασσίρερ —και θ' αρκεσθούμε ν' αναφέρουμε ιδιαίτερα μονάχα αυτούς από τους πολλούς καλούς Νεοκαντιανούς— αυτός δείχνει ταυτόχρονα μια καταπληκτική μαθηματική οξύνοια στα λογικά προβλήματα, που τα εξετάζει ξεκινώντας από τον Καντ και τον Κόεν, δείχνει όμως επίσης —όπως το κάνει κι ο Νάτορπ στα τελευταία του έργα, προπάντων στην «Αυτοπεριγραφή» του —και μια ποιητικά ρομαντική τάση προς την κατεύθυνση μιας «μυστικής» μεταφυσικής. Στο έργο του «Φιλοσοφία των συμβολικών μορφών» βυθίζεται με μιαν εξαιρετική δύναμη στο πρόβλημα του «Μύθου». Όσο για το βιβλίο του Κασσίρερ περί Ντεκάρτ, που φωτίζει μ' έναν ιδιότυπο τρόπο και τη φυσιογνωμία της Χριστίνας της Σουηδίας, αυτό είναι ένα ιστορικοκριτικό αριστοτέχνημα.

Οι  περισσότεροι Νεοκαντιανοί  —και προπάντων ο Νάτορπ με το  περίφημο βιβλίο  του  για τον Πλάτωνα— έταξαν ως σκοπό τους και το να ερμηνεύσουν τον Καντ πλατωνικά και τον Πλάτωνα καντιανικά, να φέρουν δηλαδή σε μια στενή ουσιαστική επαφή την ελληνική ιδεοκρατία με την κριτική φιλοσοφία του Καντ. Το εγχείρημα δεν ήταν βέβαια στερημένο από μια βαθύτερη δικαίωση, αναμφισβήτητο όμως είναι, επίσης, ότι ούτε ο Πλάτων ούτε ο Καντ θ' αναγνώριζαν πια τον εαυτό τους στη νέα μορφή που τους έδωσαν μερικοί Νεοκαντιανοί. Ο Καντ μάλιστα δε θα ήταν ίσως διατεθειμένος ν' ανεχθεί την υπερβολική κατάχρηση του «ιδεαλιστικού» στοιχείου που εν ονόματί του κάνουν οι Νεοκαντιανοί, την υπερβολική κατάχρηση του «απόλυτου», της «ιδέας», της «αξίας». Το στόμα κάμποσων Νεοκαντιανών παραγεμίστηκε με «ιδέες» και με «απόλυτα»! Την υπέροχη ταπεινοφροσύνη που υπάρχει στη σκέψη του Καντ, τη διαδέχθηκε μια έπαρση που ο φιλόσοφος του Καίνιξμπεργκ θα την έκρινε λιγάκι βέβηλη. Η φιλοσοφία δεν έχασε ωστόσο διόλου απ' αυτές τις προσπάθειες.  Ο  άκρατος  ιδεαλισμός,  αν  ως  «θέση»  έχει  πολλές  αδύνατες  και  στο  βάθος περισσότερο  «ρητορικές»  και  λιγότερο  «φιλοσοφικές»  πλευρές,  ως  άρνηση  του  άκρατου  και άκριτου  υλισμού,  ως  αντίθεση  και  ως  κριτική του  υλισμού  πρόσφερε  μεγάλες  υπηρεσίες  στην ιστορία του πνεύματος. Ξεσκέπασε και ξετίναξε τους μοντέρνους σοφιστές. Παρασύροντας όμως ταυτόχρονα τον Καντ εκεί όπου ο ίδιος ποτέ δε θα δεχόταν με τη θέλησή του να πάει, συνδυάσανε οι  Νεοκαντιανοί  τ'  όνομά  του  με  μιαν  ιδέα  «ελευθερίας»  που  δεν  έχει  μεγάλη  σχέση  με  την «ελευθερία» του Κάντ. Και ειδικότερα εκείνοι οι Νεοκαντιανοί που μεταμόρφωσαν τη φιλοσοφία στη λεγόμενη «φιλοσοφία των αξιών», χωρίς βέβαια ν' αμαρτήσουν στη βάση τους, καταλήγουν ωστόσο να περιορίζουν το έργο της φιλοσοφίας στη συγκρότηση τριών σχημάτων, των απόλυτων (και στερημένων από κάθε περιεχόμενο) σχημάτων ή «αξιών» ή «ιδεών» του «αληθινού», του
«ωραίου» και του «αγαθού», συγκροτώντας έτσι περισσότερο ένα διάγραμμα παρά έναν κόσμο. Όση κι αν είναι η αλήθεια που υπάρχει στη συγκρότηση των ιδεών αυτών και που αυτή ανάγεται βέβαια και στον Πλάτωνα και στον Καντ, ο περιορισμός της φιλοσοφίας στο δούλεμα αυτού του διαγράμματος κινδυνεύει στα χέρια αδύνατων και δίχως έμπνευση επιγόνων να μεταβληθεί σ' ένα στείρο σχολαστικισμό που θα ξεκινάει και θα γυρίζει αδιάκοπα στην ίδια αρχή, θα στριφογυρίζει γύρω από το ίδιο πάντα σημείο. Είναι προτιμότερο να μη φιλοσοφείς διόλου παρά να φιλοσοφείς μονάχα φρασεολογικά. Το τελευταίο αυτό δεν το έπαθε βέβαια κανένας από τους διάσημους Νεοκαντιανούς που αναφέραμε πιο πάνω, κινδυνεύουν όμως να το πάθουν οι ορθόδοξοι μαθητές τους, όσοι αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ορθοδοξία και μικρότερη στη φιλοσοφία. Κανένας αληθινός φιλόσοφος δε μπορεί να 'ναι ορθόδοξος μαθητής ενός μεγάλου φιλοσόφου, κι ακόμα λιγότερο   μπορεί   να   'ναι   ορθόδοξος   μαθητής   των   μαθητών   ενός   μεγάλου   φιλοσόφου.   Ο Σόπενχάουερ είναι από τους οπαδούς του Καντ εκείνος που είναι ο λιγότερο ορθόδοξος απ' όλους. Γι' αυτό ακριβώς —και βέβαια όχι μόνο γι' αυτό, αλλά κι επειδή ήταν ταυτόχρονα κι ένα δυνατό δημιουργικό πνεύμα— σημείωσε με την παρουσία του στην ιστορία του πνεύματος ένα σταθμό ανάλογο με τους σταθμούς των μεγάλων προκαντιανών φιλοσόφων. Ισόπαλος με τον Σόπενχάουερ αναδείχτηκε, σημειώνοντας κι αυτός στη γενική ιστορία του πνεύματος ένα σταθμό σημαντικό, προπάντων ο Γάλλος Μπέργκσον που η ώρα του ήρθε γύρω στα 1900.

Πριν όμως μιλήσουμε για τον Μπέργκσον, ας αναφέρουμε και μερικά άλλα εξαιρετικά πνεύματα που πριν από τα 1900 ή και αργότερα δούλεψαν με τρόπο αρκετά σημαντικό στη σφαίρα της φιλοσοφίας.   Ο   Εδουάρδος   φον   Χάρτμαν   (Eduard   von   Hartmann)   επηρεάσθηκε   από   τον Σόπενχάουερ,  και  στο  σύγγραμμά  του  «Φιλοσοφία  του  Ασυνείδητου»  περιορίζει  τη λογική και γενικά τη συνειδητή ύπαρξή μας σ' ένα έργο αρνητικό, διαλυτικό και υπηρετικό, ενώ από την άλλη μεριά θεωρεί το «Ασυνείδητο» ως την πηγή κάθε δημιουργικής πνοής του ανθρώπου. Ο Αβενάριος (R. Avenarius), ο Μαχ (Ernst Mach) και ο Ντύρινγκ (Eugen Dühring) —τρία μυαλά οξύτατα, αλλά με περιορισμένη φιλοσοφική έμπνευση— ζήτησαν να συλλάβουν και ν' αναπτύξουν έναν ιδιότυπο θετικισμό, το λεγόμενο «εμπειριοκριτικισμό» που στην καταπολέμησή του αφιέρωσε ο Λένιν το σπουδαιότερο φιλοσοφικό σύγγραμμά του. Πριν από τον Λένιν είχε αφιερώσει ο Φρειδερίκος Ένγκελς ένα από τα πιο συναρπαστικά και εκλαϊκευτικά φιλοσοφικά έργα του στην αντίκρουση του Ντύρινγκ.  Ο  Λότσε  (Loze),  ο  Φέχνερ  (Fechner),  ο  Χέλμχολτς  (Helmholtz)  και  ο  Βουντ  (Wilhelm Wundt) —τον τελευταίο, ένα «εγκυκλοπαιδικά» ευρύτατο πνεύμα είχαμε την ευκαιρία να τον αναφέρουμε κι αλλού— ίδρυσαν τη «φυσικοεπιστημονική» ψυχολογία. Στον Ντίλταϋ (Dilthey) χρωστάμε τη μεθοδολογική θεμελίωση των «πνευματικών επιστημών», και σα συνέχεια της φωνής του Ντίλταϋ ακούγεται αργότερα —στις αρχές πια του αιώνα μας— η φωνή του ψυχολόγου και παιδαγωγού  Σπράνγκερ (Eduard  Spranger)  που,  αντίθετα  από τον  Βουντ  και  άλλους,  ζητάει  να τοποθετήσει  και  να  καλλιεργήσει  την  ψυχολογία  (και  την  παιδαγωγική)  μέσα  στο  πλαίσιο  των «πνευματικών» και όχι των φυσικών επιστημών. Ο Εδμόνδος Χούσσερλ (Edmund Husserl) είναι μια απόλυτα ιδιότυπη φιλοσοφική μορφή που ζήτησε να βρει μυστικισμό και ποίηση στην καθαρή λογική, αλλά που ο ιδεαλισμός του και η πίστη του στο Λόγο τον κάνουν να συγγενεύει και με τη σχολή των Νεοκαντιανών του Μαρβούργου. Από τον Χούσσερλ ξεκίνησε ο Μαξ Σέλερ (Max Scheler) που εγονιμοποίησε και την κοινωνιολογία με το έξοχο πνεύμα του. Κι ας μην παραλείψουμε ν' αναφέρουμε και τ' όνομα του διάσημου φυσικού και χημικού Όστβαλτ (Wilhelm Ostwald) που νόμισε ότι έλυσε και φιλοσοφικά την αντινομία ανάμεσα στην ύλη και στο πνεύμα υποτάσσοντας και τις δυο αυτές έννοιες στην έννοια της «ενέργειας», σε μιαν έννοια καθαρά φυσική που δε σημαίνει διόλου (αν και φαίνεται βέβαια στα μάτια των «φιλοσοφικά άμουσων» ότι σημαίνει) τη σύνθεση ύλης και πνεύματος. Άλλοι μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες, πολύ προσεκτικώτεροι, αποφύγανε να κάνουν «φυσικοεπιστημονική φιλοσοφία», και ακολουθώντας το παράδειγμα του βιολόγου  Χάξλεϋ,  αρκέσθηκαν,  όταν  θέλησαν  να  μιλήσουν  και  φιλοσοφικά,  σε  μια  στάση «κριτικοϊδεαλιστική», και πρέπει έτσι να χαρακτηρισθούν σαν οπαδοί του Καντ. Ως συνειδητός οπαδός του κριτικού ιδεαλισμού προβάλλει ο περίφημος φυσιολόγος Ντυ Μπουά-Ραιμόν (Ε. Du Bois - Reymond) σε δυο φιλοσοφικές διαλέξεις του, και ρητά προσανατολίζεται στον Καντ ο έξοχος φυσικός Χερτς (Heinrich Hertz) στο θεμελιακό έργο του «Αρχές της Μηχανικής». Μήπως και ο μεγάλος μαθηματικός Πουανκαρέ (Henri Poincaré) που γι' αυτόν θα μιλήσουμε πάλι όταν θα πάμε στον Άινσταϊν, δεν καταλήγει ουσιαστικά επίσης σ' έναν «κριτικό ιδεαλισμό», όταν τονίζει ότι η επιστήμη δε μπορεί να συλλάβει τα ίδια τα όντα, αλλά μόνο τις σχέσεις ανάμεσα στα όντα;

Με τον Πουανκαρέ φεύγουμε από τη Γερμανία και πάμε στη Γαλλία. Εκεί ο Μπουτρού (Emile Boutroux)   ακολούθησε   έναν   ιδιότυπο   ιδεαλισμό,   ο   Γκυγιώ   (Guyau)   έκανε   μια   πρωτότυπη ψυχολογική ερμηνεία της καλλιτεχνικής δημιουργίας (απομακρύνοντας τους Γάλλους από την φιλοσοφία της τέχνης του Ταιν) ο Φουιγιέ (Fouillée) ανάλυσε με πολλή λεπτότητα την ψυχή των ευρωπαϊκών λαών, ο Ταρντ (Tarde) που μαζί με τον αντίπαλό του, τον Ντυρκέμ, είναι ένας από τους κύριους, ύστερα από τον Κοντ, εργάτες της γαλλικής κοινωνιολογίας, προσπάθησε ν' αναγάγει όλα τα κοινωνικά φαινόμενα στην «επανάληψη» (στη «μίμηση»). Όσο για τον Ντυρκέμ (Emile Durkheim) αυτός ζήτησε να δείξει ότι κύριο κίνητρο στην ιστορική εξέλιξη είναι ο καταμερισμός των έργων, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση του Άνταμ Φέρκουσον (Ferguson) του Άνταμ Σμιθ και του κοινωνιολόγου Σαιν Σιμόν. Πιο κάτω θα μας δοθεί η ευκαιρία να πούμε μερικά λόγια για το έργο του Ρενουβιέ, συνδυάζοντάς τον με τον Ζυλιέν Μπεντά, καθώς και για μερικούς άλλους. Γνωστός σ' όλο τον κόσμο είναι και ο Λεμπόν (Gustave Lebon) που έκανε λεπτές παρατηρήσεις γύρω στην ψυχολογία του πλήθους. Στην Ισπανία, που εξακολουθεί ως τις μέρες μας να κρατιέται σ' ένα υψηλό πνευματικό επίπεδο, προβάλλει η δυνατή μορφή του Ουναμούνο (Miguel da Unamuno) που δεν είναι μόνο ένα βαθύ φιλοσοφικό πνεύμα, αλλά που διακρίνεται και σαν εξαιρετικός ποιητής. Κι άλλοι ακόμα Ισπανοί — έτσι π.χ. ο Ευγένιος Ντ' Ορς (Eugenio d'Ors) καταφέρνουν με το λεπτό και ταυτόχρονα συνθετικό πνεύμα τους να προκαλούν την παγκόσμια προσοχή. Ο Ορτέγκα - Υ -Γκασσέτ (José Ortega y Gasset) αντιμετωπίζει με μια βαθιά σκέψη και με το αίσθημα μιας μεγάλης ιστορικής ευθύνης την επικράτηση των «μαζών» στην εποχή μας, ενώ ο Μανταριάγκα (Madariaga) που χρημάτισε και πρακτικός πολιτικός, μελετάει με μια διεισδυτική ματιά το κρίσιμο στην εποχή μας πρόβλημα της «αναρχίας» και «ιεραρχίας». Στην Αγγλία η φιλοσοφία δεν έφτασε βέβαια ξανά στα ίδια ύψη που είχε κατακτήσει από την εποχή του Βάκωνα ως τα τέλη σχεδόν του ΙΗ' αιώνα (προπάντων με τους Χομπς, Λοκ, Μπέρκλεϋ και Χιουμ) ξεπέρασε όμως τη φιλοσοφικά ουδέτερη εγκυκλοπαιδική φιλοσοφία του Σπένσερ. Ιδεαλιστικές κατευθύνσεις, επηρεασμένες λίγο ή πολύ από το   γερμανικό   ιδεαλισμό,   εκπροσωπούν   με   πνευματικά   σημαντικές   προσωπικές   στάσεις   ο Μπράντλεϋ (Brandley), ο Μπάσενκετ (Βοsanquet), ο Μακ - Τάγκαρτ (Mac ,- Taggart), ο Γκρην (Τ. Η. Green),  ο  Αμερικανός  Ρόις  (Josiah  Royce)  και  άλλοι.  Μερικοί  απ'  αυτούς,  όπως  ο  Γκρην  και ο Μπάσενκετ, εμφανίζονται ειδικότερα  επηρεασμένοι  από τον Χέγγελ.  Γύρω στα 1900 άρχισε  να χτυπιέται ο ιδεαλισμός στην αγγλική φιλοσοφία από τον Μουρ (G. Ε. Moore) και προπάντων από τον Ράσσελ (Bertrad Russel) που ο τελευταίος όμως δεν αρνήθηκε τον ιδεαλισμό για να υποστηρίξει τον υλισμό. Ας σταθούμε λιγάκι στον Ράσσελ γιατί η παρουσία του —και το λέμε αυτό χωρίς να θέλουμε να μειώσουμε διόλου τη σημασία των άλλων φιλοσόφων που αναφέραμε— προκαλεί ένα ιδιότυπο ενδιαφέρον. Ο Ράσσελ βέβαια είναι τόσο ευφυής, αλλά και τόσο κατατοπισμένος στα μαθηματικά   και   στα   πιο   τελευταία   βήματα   των   φυσικών   επιστημών,  ώστε   δε  μπορούσε, αποσπώντας τη φιλοσοφία από τον ιδεαλισμό, να τη ρίξει στις αφέλειες του υλισμού. Η βασική στάση του πνεύματος του Ράσσελ είναι ένας πολύ ευγενικός σκεπτικισμός που τον κάνει να εκφράζεται  πάντοτε  με  επιφύλαξη.  Οι  αμεσώτερες  πηγές  που  χρησιμοποιεί  ο  Ράσσελ  στη φιλοσοφία  του  (και  ειδικότερα  στις  ψυχολογικές  θεωρίες  του)  είναι  από  τη  μια  μεριά  ο «πραγματισμός» του αμερικανού Ουίλιαμ Τζέιμς (William James), μια κατεύθυνση που ζήτησε μ'έναν ιδιότυπο τρόπο να ξεπεράσει την αντίθεση ανάμεσα στο πνεύμα και στην ύλη, κι από την άλλη μεριά η θεωρία του επίσης Αμερικανού Γουώτσον (John Β. Watson). Ο Ράσσελ βέβαια ξεπερνάει τις μονομέρειες και του Τζέιμς —καθώς και των Αμερικανών οπαδών του, όπως είναι ο Πέρρυ (R. Β. Perry) και ο Χολτ (Edwin Β. Holt)— και του Γουώτσον. Ο τελευταίος ξεκινώντας φανατικά από την άποψη ότι κάθε «ενδοσκόπηση» είναι περιττή και αδύνατη και ότι όπως στα ζώα έτσι και στους ανθρώπους μονάχα  η  εξωτερική συμπεριφορά  είναι  ένα  αντικειμενικό  επιστημονικό  δεδομένο, ξεκινώντας  μάλιστα  με  μια  φανατική  ιδιοτροπία  από  την  άποψη  ότι  τα  πάντα  (ακόμα  και  το αίσθημα ή η νόηση) εξαντλούνται σ' ό,τι είναι μηχανικό και εξωτερικά συλληπτό, αρνήθηκε ουσιαστικά ως ψυχολόγος την ίδια την ψυχολογία και έθεσε τις βάσεις για μιαν ιδιότυπη (αλλά και πολύ στενή στην ιδιοτυπία της) κοινωνιολογία. Η κοινωνιολογία αυτή —όπως την καλλιέργησε π.χ. ο Γερμανός Λεοπόλδος φον Βίζε (Leopold von Wiese)— εξετάζει όλες τις κοινωνικές κινήσεις και σχέσεις των ανθρώπων, χωρίς να τις ανάγει διόλου σε ψυχικά ελατήρια ή πνευματικά νοήματα, σαν απλά και ουδέτερα εξωτερικά δεδομένα. Ο Ράσσελ ως φιλόσοφος και ψυχολόγος, αν και διδάχθηκε πολλά από τον Γουώτσον, δε φτάνει όπως είπαμε και πιο πάνω, σε τέτοιες ιδιοτροπίες και μονομέρειες. Χωρίς ν' αποκλείει ο Ράσσελ —όπως βγαίνει καθαρά από το έργο του «Η ανάλυση του νου»— την ενδοσκόπηση και γενικά την ύπαρξη του «εσωτερικού» ανθρώπου, εκφράζει (και αυτό πάλι μ' επιφύλαξη) τη δυσπιστία του σε όσες αλήθειες η φιλοσοφία και η ψυχολογία στήριξαν ως τα τώρα  στην  ενδοσκόπηση,  υιοθετεί  δηλαδή  μερικά  τις  απόψεις  του  Γουώτσον  κι  ενός  άλλου Αμερικανού  ψυχολόγου,  του  Ντάνλαπ  (Knight  Dunlap),  αποφεύγει  όσο  μπορεί  περισσότερο  τη «συνείδηση» ως αξιοπρόσεχτο χαρακτηριστικό των νοητικών φαινομένων, και ζητάει να προσδιορίσει τη διαφορά ανάμεσα στην ψυχολογία και στη φυσική μ' έναν τρόπο καινούριο, μ' έναν τρόπο αντίθετο και προς τις ιδεαλιστικές και προς τις υλιστικές θεωρίες. Ούτε το πνεύμα είναι το πρωταρχικό στοιχείο του κόσμου, ούτε όμως η ύλη. Πνεύμα και ύλη, λέει ο Ράσσελ, είναι λογικές μονάχα κατασκευές. Η σκέψη του Ράσσελ δεν προχωρεί ουσιαστικά στον προσδιορισμό του στοιχείου  εκείνου  που  πέρ'  από  την  ύλη  και  από το  πνεύμα  σημαίνει  την  αληθινή  ουσία  του κόσμου. Οι «αισθήσεις» είναι βέβαια το σημείο όπου «τέμνονται» το πνεύμα και η ύλη, δηλαδή (αυτή είναι η πιο σωστή διατύπωση) όπου τέμνονται οι νόμοι της ψυχικής αιτιότητας και οι νόμοι της φυσικής αιτιότητας. Αλλά η «τομή» αυτή δεν του φτάνει του Ράσσελ για να τον οδηγήσει και στην ανεύρεση του ενιαίου στοιχείου που πέρ' από το πνεύμα και από την ύλη μπορεί να θεωρηθεί σαν το συστατικό στοιχείο του κόσμου. Η φιλοσοφία του Ράσσελ καταλήγει ουσιαστικά μόνο σε «απορίες», αλλά οι απορίες αυτές, όπως τις καλλιέργησε στη σκέψη του ο Άγγλος φιλόσοφος, είναι πολύτιμες και ουσιαστικές.



Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ΠΑΝ.ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |