ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Οί Σύνοδοι

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Οί Σύνοδοι




Οί Σύνοδοι

Οί Σύνοδοι τοΰ Δ' αί., τών όποιων σώθηκαν κείμενα, Σύμβολα, Κανόνες ή Επιστολές, είναι οί έξής:
’Ανατολή: Άγκύρας (314), Καισαρείας (314), Νεοκαισαρείας (314/319), ’Αντιόχειας (324/5), Νίκαιας (325), ’Αντιόχειας (326/30), Τύρου (335), 'Ιεροσολύμων (335), Άλεξανδρείας (338), Γάγγρας (340/2), ’Αντιόχειας (341), Φιλιππουπόλεως (343), ’Αντιόχειας (344), Ιεροσολύμων (346), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Άγκύρας (358), Σιρμίου (359), Σελεύκειας (359), Κωνσταντινουπόλεως (360), Άλεξαντ δρείας (362 καί 363), Αντιόχειας (363), Ίκονίου (376), Κωνσταντινουπόλεως (381 καί 382), Καισαρείας Παλαιστίνης (393), Κωνσταντινουπόλεως (394) καί ΛαοδικείαςΣυλλογή (τέλος Δ' αί.).
Δύση: ΈλβίραςΣυλλογή (300/3), Άρελάτης (314), Ρώμης (341), Σαρδικής (343), Καρθαγένης (348), Rimini (359), Παρισίων (360), Ρώμης (371), Valence (374), Ρώμης (378), Άκυληίας (381), Ρώμης (382), Saragossa (380), Καρθαγένης (390), Ίππώνος (393), Καρθαγένης (397 καί 397 καί 399), Nimes (396) καί Τουρίνου (398).ζ. Πέρα τής άλληγορικής καί τής ίστορικογραμματικης μεθόδου: έρμηνευτική θεολογίαΣτην διάρκεια του Γ' αί. ή άλληγορική μέθοδος όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε εύρύτατα, άλλά καί κορυφώθηκε μέ τούς άλεξανδρινούς Κλήμη καί ’Ωριγένη, πού γιά τήν έρμηνεία τής77 πηγή έμπνεύσεως είχαν κυρίως τόν Φίλωνα (+ 40 μ.Χ.). Μέλημα των έρμηνευτών τούτων ήταν ή νοηματοδότηση βιβλικών λέξεων καί ρήσεων μέ έννοια διαφορετική από έκείνη πού τυπικά έχουν, μέ νόημα άξιο του Θεού. Αύτό χαρακτήριζε τούς άκραιφνεΐς άλληγοριστές, πού όμως δέν πε ριφρονούσαν (ή δέν περιφρονοΰσαν τελείως) τήν ίστορικογραμματι κή έρμηνεία, όπως ό ίδιος ό Ωριγένης. Παράλληλα υπήρχαν στον Γ' αί. καί άλεξανδρινοί πού τήρησαν πολύ νηφάλια στάση καί τήν άναγκαία άπόσταση έναντι τής άλληγορικής μεθόδου, όπως ό Διονύσιος ’Αλεξάνδρειάς καί ό Θεόγνωστος, πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι θεολόγοι.



Γιά τόν άντιοχειανό χώρο δέν έχουμε άρκετές πληροφορίες στόν 7 αί. Έκεΐ, άπό τό τέλος τού αιώνα τούτου, δρά κι έρμηνεύει ό Λουκιανός ( + 312), γιά τόν όποιο έλάχιστα γνωρίζουμε. Άπό τούς μεταγενέστερους θεωρείται εισηγητής τής ίστορικογραμματικης μεθόδου, τήν όποια βέβαια τελειοποίησε καί μορφοποίησε, ό Διόδωρος Ταρσού ( + 392), πού είχε μαθητές, μεταξύ άλλων, τούς ’Ιωάννη Χρυσόστομο (+ 407) καί Θεόδωρο Μοψουεστίας (+ 428). Οί μεγάλοι άν τιοχειανοί έρμηνευτές, βέβαια, έπέμεναν στήν ίστορικογραμματική έρμηνεία, στήν «ύπόθεση» καί τήν «θεωρία», όπως άκριβώς έκαναν οί θύραθεν έρμηνευτές, άκολουθώντας τήν άρχή «'Όμηρον έξ Όμή ρου σαφηνίζεΐν». Ένδιαφέρονταν όμως καί γιά τήν τυπολογική έρμηνεία, ή όποια τούς έφερνε κοντά στούς όπαδούς τής άλληγορικής μεθόδου.

Άπό τό γεγονός ότι στά δύο μεγάλα κέντρα, τήν Αλεξάνδρεια καί τήν Αντιόχεια, έμφανίζονται άντίστοιχα ισχυρές ή άλληγορική καί ή ίστορικογραμματική έρμηνεία, οί έρευνητές προχώρησαν σέ άπόλυτη γενίκευση, σχηματοποίηση καί παρασιωπητική άπλούστευ ση. Στήν πραγματικότητα δηλαδή, όχι μόνο οί άντιπρόσωποι των δύο κέντρων χρησιμοποιούν στοιχεία των άντίθετων έρμηνευτικών μεθόδων, αλλά καί στά δύο κέντρα έργάστηκαν έρμηνευτές θεολόγοι καί μάλιστα μεγάλοι πού δέν άνήκουν κυριολεκτικά στις δύο σχολές. "Ετσι π.χ. ό Μ. ’Αθανάσιος ( + 373), στήν ’Αλεξάνδρεια, δέν μπορεί νά θεωρηθεί οπαδός τής άλληγορικής μεθόδου, μολονότι έ νΐοτε τήν χρησιμοποιεί. Ό Χρυσόστομος καί ό Θεοδώρητος Κύρου (+ 466) στήν ’Αντιόχεια δέν έφαρμόζουν αύστηρά τήν ίστορικογραμ ματική έρμηνεία ούτε άρκοϋνται σ’ αύτήν.

Διαπίστωση πρώτη.

Στόν χώρο άναπτύξεως τής άλληγορικής καί τής Ιστορικογραμματικής μεθόδου, αυτοί πού άναδείχτηκαν σπουδαίοι θεολόγοι ήταν παραδοσιακοί καί δέν έφάρμοζαν αύστηρά τήν μία ή τήν άλλη μέθοδο ή θεολογία τους δέν ήταν άποτέλεσμα μιας των έρμηνευτικών τούτων μεθόδων. Συνειδητά καί ρητά π.χ. ό ’Αθανάσιος καί ό Χρυσόστομος άπέφευγαν τίς άκρότητες, τήν «άμε τρΐαν» τών μεθόδων. ’Εκείνοι πού καί στά δύο κέντρα διαμόρφωσαν κι έφάρμοζαν αύστηρά τίς μεθόδους ήταν λιγότερο παραδοσιακοί, παρουσίασαν δογματικές παρεκκλίσεις καί περιέπεσαν σέ κακοδο ξίες ή προετοίμασαν κακοδοξίες (’Ωριγένης, Διόδωρος Ταρσού, Θε όδωροο Μοψουεστίας)

Διαπίστωση δεύτερη. 

Μέ τήν βοήθεια τής άλληγορικής καί τής ίστορικογραμματικής έρμηνείας δέν λύθηκε κανένα κρίσιμο θεολο γικό πρόβλημα, ένώ καί οί δύο δυσχέραναν τήν λύση τών προβλημάτων αύτών. Είχε γίνει συνείδηση ότι μέ τίς μεθόδους αύτές δέν ήταν δυνατό νά προχωρήσει τό καθαυτό έργο τής θεολογίας, ή τρια δολογία, ή χριστολογία, ή πνευματολογία κ.λπ. Οί καθαρόαιμοι έκπρόσωποι τών μεθόδων είχαν κυρίως πρακτικοηθικολογικά έν διαφέροντα, γιά τήν Ικανοποίηση τών όποιων άρκοΰσαν οί έρμηνευ τικέε μέθοδοι, όταν δέν περνούσαν κάποια όρια.

Διαπίστωση τρίτη.

 Στόν χώρο της θεολογίας καί τής έρμηνείας κατά τόν Δ' αί. ή άλληγορική καί ίστορικογραμματική μέθοδος δέν άποτελούν κυρίαρχο στοιχείο, έφόσον οί μεγάλοι θεολόγοιέρμηνευ τές, άπό τόν ’Αθανάσιο καί τούς Καππαδόκες μέχρι τούς ’Αμβρόσιο καί Χρυσόστομο, δέν είναι αύστηροΐ τηρητές μιας τών μεθόδων αύτών. Πώς έρμήνευαν όμως καί τί έκπροσωποΰν οί μεγάλοι αύτοί θεολόγοι έρμηνευτές; Ή άπάντηση στό έρώτημα έχει έξαιρετική σημασία, διότι, διαπιστώνοντας τήν έρμηνευτική τακτική τών μεγάλων θεολόγων τού Δ' αί., γνωρίζουμε καί τήν κυρίαρχη έρμηνευτική τακτική στήν διάρκεια τού καθοριστικού τούτου αιώνα.

Ή έρμηνεία τής αλεξανδρινής καί τής άντιοχειανής σχολής είχαν αύτονομία καί μέλημα κύριο τήν παιδαγωγία καί τήν ήθική οίκοδομή τών πιστών. ’Αντίθετα, οί μεγάλοι θεολόγοι, πού άναφέραμε, έρ μήνευαν, κυρίως, θεολογώντας γιά τά κρίσιμα δογματικά θέματα τής έποχής. *Η πρώτιστη άνάγκη γιά έρμηνεία ήταν ή θεολογία καί γΓ αύτό χαρακτηρίζουμε τό έργο τους έρμηνευτική θεολογία. 'Η θεολογία τους ήταν άδιανόητη χωρίς την Γραφή καί τήν έρμηνεία της. Αλλά καί ή έρμηνεία τους χωρίς τήν θεολογική είσοδο στό μή ρητά δηλούμενο άπό τό βιβλικό γράμμα «άπόθετον κάλλος» τής άλήθεΐας, χωρίς τήν κατάδυση στά «άδυτα» τής Γραφής, χωρίς τήν κατάληψη τοϋ «κεκρυμμένου βάθους» των χωρίων (όπως υποστήριζαν οί ’Αθανάσιος, Γρηγόριος Θεολόγος, Βασίλειος καί Χρυσόστομος), γνώριζαν ότι δέν θά είχε άποτέλεσμα. Δεν θά συνιστοΰσε απάντηση γνήσια καί πειστική στά προβλήματα π.χ. τής Τριαδολογίας καί τής Χριστολογίας. Ή προσπάθεια αύτή (είσόδου, καταδύσεως καί κα ταλήψεως τής άλήθειας κάτω άπό τό βιβλικό γράμμα) προϋπέθετε συγχρόνως άριστη ίστορικογραμματική γνώση τοϋ κειμένου καί φωτισμό τοϋ άγιου Πνεύματος, έφόσον έπρόκειτο γιά σημείο τής αλήθειας μή ρητά διατυπωμένο. Καί βέβαια, μιλάμε γιά τήν κυρίως θεολογία, γιά τήν θεολογία δηλαδή τήν όποια άσκησαν οί Πατέρες καί Διδάσκαλοι καί μέ τήν όποια τελικά έδωσαν λύση στά δογματικά προβλήματα. Δέν πρόκειται γιά τήν έπαναληπτική θεολογία των όποιωνδήποτε απλώς οίκοδομητικών 'Ομιλιών, των άπλών ασκητικών κειμένων ή τών έρμηνευτικών έργων, πού έχουν απαιτήσεις μόνο οικοδομής τών πιστών. "Οσα στήν συνάφεια τούτη διατυπώνουμε άναφέρονται στό Αποφασιστικό γιά τήν ζωή τής Εκκλησίας θεολο γικό έργο τών Πατέρων. Ό Μ. Βασίλειος, όταν τόν κατηγόρησαν γιά καινοτομία στήν διδασκαλία τής Εκκλησίας, έθεσε τήν χρυσή βάση: Δέν έπιτρέπεται, μέ τήν έρμηνεία ή τήν θεολογία, νά εισαγάγει κανείς κάτι νέο στήν Παράδοση, παρεκτός άν αύτό είναι άποτέλεσμα «προκοπής» στήν γνώση τής άλήθειας, άν είναι κάποια «αΰξησις» τών ήδη διατυπωμένων, άν είναι «συμπλήρωσις τοϋ λεί ποντος», άν συνιστά «προσθήκην γνώσεων» στήν διατυπωμένη ά λήθεια, τήν όποια Αλήθεια καθεαυτήν οϋτε αύξάνει οΰτε βελτιώνει 6,τι στήν θεολογία περισσότερο λέγει ό Βασίλειος, βεβαιώνει ό ίδιος, Αποτελεί «αΰξησιν» κατά τό μέτρο τής «προκοπής» του στήν γνώση τής Αλήθειας καί όχι «μεταβολήν» τής Παραδόσεως (Επιστολή 223, 3 καί 5).
Ή διαδικασία αύτή Αποτελεί τήν κυρίαρχη τακτική τών μεγάλων θεολόγων, οί όποιοι ούδέποτε στίς θεολογικέςδογματικές τους προσπάθειες χρησιμοποιούν άλληγορική μέθοδο, ένώ προσάγουν κι έρ μηνεύουν χιλιάδες βιβλικά χωρία. Ό Βασίλειος π.χ., πού καί ρητά καταδικάζει τήν Αλληγορική έρμηνεία, τήν χρησιμοποιεί συνετά, όταν ύπομνηματίζει τούς Ψαλμούς γιά οίκοδομητικούς σκοπούς. Καί ό Γρηγόριος Νύσσης, πού γνωρίζει τήν έπικινδυνότητα τής άλληγο ρικής καί την άνεπάρκεια τής ίστορικογραμματικής μεθόδου, άσκεΐ άναγωγική έρμηνεία. Επιδιώκει δηλαδή γιά οίκοδομητικούς σκοπούς την άναγωγή από τά δεδομένα τής Γραφής στην παράσταση πνευματικών καταστάσεων. “Ετσι, τό έρωτικό πάθος τοΰ ’Άσματος τών άσμάτων τό χρησιμοποιεί μόνο ώς αφορμή καί παράδειγμα (6χι ώς άντιστοιχία) γιά νά παραστήσει την αγάπη πρός τόν Χριστό.
Στούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους, έπομένως, τό κύριο έρμηνευτικό έργο έπιτελεΐται χάριν τής θεολογίας καί γι’ αύτό είναι προφανείς: ή άπουσία τής άλληγορικής μεθόδου, ή άριστη γνώση τών ίστορικογραμματικών καί κοινωνικών δεδομένων, ή προσωπική κάθαρση μέ προσευχή καί άσκηση καί ό φωτισμός του άγιου Πνεύματος.

η. Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα

Τά μεγάλα θεολογικά κέντρα, στά όποια κατά τόν Δ' αί. καλλιεργήθηκε γενικά ή εκκλησιαστική γραμματεία καί δημιουργήθηκε ειδικά ή καίρια θεολογία τής Εκκλησίας, βρίσκονται στήν ’Ανατολή. Έδώ θ’ άναφέρουμε μόνο τά έπιφανή κέντρα καί τούς όνομαστότε ρους έκπροσώπους τους. Γύρω άπό τά κέντρα αυτά, σέ μικρότερες πόλεις, άναπτύχτηκε σπουδαία έκκλησιαστική γραμματεία, πού συνήθως είχε παντοειδή σχέση μέ τό κέντρο, μέ τήν πρωτεύουσα. “Ετσι π.χ. στήν Λαοδίκεια ή στήν “Εμεσα τής Συρίας έχουμε θεολόγους καί θεολογία, πού σχετίζονταν μέ τήν πρωτεύουσα ’Αντιόχεια.
Ή ’Αλεξάνδρεια, μέ τήν θεολογία τών Μ. ’Αθανασίου, Διδύμου τοΰ Τυφλού καί Εύαγρίου Ποντικού, έγινε τό άρχικό λίκνο τής άντιαιρετικήςάντίαρειανικής θεολογίας, τής έρμηνευτικής καί τής νηπτικής άσκητικής γραμματείας.
Ή ’Αντιόχεια, μέ τόν βιβλικιστή Λουκιανό, τόν Εύστάθιο ’Αντιόχειας, τόν Διόδωρο Ταρσού, τόν Ιωάννη Χρυσόστομο κ.ά., συνεισέφερε πολλά στήν διαμόρφωση τοΰ θεολογικοϋ προσώπου τού Δ' αί. Στήν Κ α ι σ ά ρ ε ι α Παλαιστίνης καί τά Τ ε ρ ο σ ό λ υ μ α, μέ τούς Ευσέβιο Καισαρείας καί τόν Κύριλλο 'Ιεροσολύμων, θεμελιώθηκε ή έκκλησιαστική χρονογραφία (ιστοριογραφία) καί διαμορφώθηκε ή δομή τής κατηχήσεως.
Ή Καισάρεία τής Καππαδοκίας, ώς κέντρο εύρύτερου χώρου, μέ τούς φωτεινούς άστέρες Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρη γόριο Νύσσης κ.ά., στερέωσε τό έργο τοΰ ’Αθανασίου καί θεμελίωσε τήν δλη θεολογία τής Εκκλησίας, δλοκληρώνοντας τήν Τριαδολο γία καί τήν Πνευματολογία. Ή Σαλαμίνα τής Κύπρου, μέ τόν έπΐσκοπό της Έπιφάνιο, έδωσε τό εύρύτερο αντιρρητικό έργο τής άρχαίας ’Εκκλησίας.

'Η ’Έδεσσα καί ή Ν ί σ ι β η στήν Μεσοποταμία, μέ τόν Άφραάτη, τόν Έφραίμ καί τόν Κυριλλωνά, δημιούργησαν βάση στέ ρεη γιά την όρθόδοξη συρόφωνη έκκλησιαστική γραμματεία καί μάλιστα φιλοτέχνησαν, κυρίως μέ τόν Έφραίμ, τό έξοχότερο έως τότε ποιητικό έργο τής Εκκλησίας.
Ή Δύση, άσθμαΐνουσα παρακολουθεί τίς φοβερές κρίσεις τής ’Ανατολής καί όσο μπορεί, μέ ρυθμό άργό, άποδέχεται την θεολογία της. Δημίουργούνται όμως κι έκεΐ οί πρώτες έστίες, όπου μέ τά φώτα τής ’Ανατολής γεννιέται σιγά σιγά σοβαρό θεολογικό έργο, ό χαρακτήρας τού όποιου έπηρεάζεται άμεσα καί άπό τό γεγονός ότι σταδιακά γλώσσα τής ρωμαϊκής Εκκλησίας γίνεται αποκλειστικά ή λατινική. Καί μολονότι ό Ρώμης Λιβέριος (352366) γράφει έλληνι στί ατούς άνατολικούς, ή λατινική γλώσσα κυριαρχεί στήν θεολογία, τήν ποίηση, τήν υμνολογία καί στά λειτουργικά τυπικά (στήν έποχή τού Δαμάσου ή λειτουργική γλώσσα ήταν, φαίνεται, μόνο λατινική). Τό ένθαρρυντικό αύτό φαινόμενο δημιουργεί καί τίς πρώτες άντιθέσεις ’Ανατολής καί Δύσεως, πού όφείλονταν στήν διαφορετική όρολογία τους.

Ή βορειοαφρικανική  Εκκλησία διατηρεί άκόμα έναντι τής ευρωπαϊκής δυτικής Εκκλησίας τά πρωτεία μέχρι τήν έμφάνι ση τού Ιλαρίου. Τέκνα της είναι oi Arnobius de Sicca, Λακτάντιος, Τυκόνιος καί Όπτάτος Μιλέβης.
Τό Μιλάνο άναδεΐχτηκε άπό τόν έπΐσκοπό του ’Αμβρόσιο τό σπουδαιότερο θεολογικό κέντρο τής ’Ιταλίας καί τής Δύσεως ολόκληρης.
Ή Ρώμη άρχίζεί νά προσφέρει στήν έκκλησ. γραμματεία μόλις άπό τόν Δάμασο, άφού ό Marius Victorinus, πού έδρασε λίγα χρόνια έκεΐ, ήταν βορειοαφρικανός. Σέ μικρότερα κέντρα άναδείχτηκαν γιά λίγο οί πόλεις τής Ιταλίας V e r c e 1 1 i καί Β ε ρ ό ν α, μέ τούς Ευσέβιο καί Ζήνωνα άντίστοιχα.
Στήν Γ α λ λ ί α κέντρο έγινε κυρίως ή Poitiers, μέ τόν Τλάριο ( + 367), πού ήταν καί ό σημαντικότερος θεολόγος τής Δύσεως μέχρι τόν ’Αμβρόσιο.
Στήν Ισπανία καί τήν Πορτογαλία ή Λισσαβώνα μέ τόν Ποτάμιο, ή Βαρκελώνη μέ τόν Πακιανό καί ή Έ λ β ί ρ α μέ τόν Γρηγόριο κίνησαν τό ένδιαφέρον τών δυτικών γιά τά καθαυτό θεολογικά προβλήματα.
θ. Oi συγγραφείς κατά γεωγραφικές περιοχές
Γιά νά έχει ό άναγνώστης είκόνα τής όλης κινήσεως τού θεολογι κοΰ δυναμικού τής ’Εκκλησίας κατά τόν Δ' αι., παραθέτουμε πίνακες συγγραφέων κατά περιοχές γεωγραφικές. "Η κατάταξη συγγραφέων στην μία ή τήν άλλη περιοχή συχνά είναι συμβατική, διότι μερικοί άπό αύτούς άλλου γεννήθηκαν ή διαμορφώθηκαν θεο λογικά καί άλλου έδρασαν.

Αλεξάνδρεια. Αϊγυπτος
Ησύχιος Άλεξανδρέας (περί τό 300)
Φιλέας Θμούεως ( + 307)
Πιέριος Άλεςανδρέας (περί τό 309)
Πέτρος Α Αλεξάνδρειάς (300311)
Αλέξανδρος Αλεξάνδρειάς (313328)
Άρειος (+ 335)
Παχώμιος ( + 346)
'Αντώνιος ό Μέγας ( + 356)
Σεραπΐων Θμούεως (+ μετά 362)
Θεόδωρος Ταβεννησκότης ( + 368)
Καρούρ μοναχός
Αθανάσιος 'Αλεξάνδρειάς ( + 373)
Αούκιος (378)
Πέτρος Β' ‘Αλεξανδρείας ( + 381)
“Αμμων Άντινόης (+ μετά τό 380)
Τιμόθεος Αλεξάνδρειάς ( + 385)
Ώρσΐσιος (+ 386)
Μακάριος ό Αιγύπτιος ( + 390)
Μακάριος ό Άλεξανδρέας ( + 394)
Δίδυμος ό Τυφλός ( + 398)
Εύάγριος Ποντικός ( + 399)
ΜικρασιαΠόντοςΘράκηΚωνσταντινούπολη
Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/312)
Άστέριος ό Σοφιστής ( + 341/342)
Εύσέβιος Νικομήδειας ( + 342)
Θέογνις Νίκαιας (+ 342)
Θεόδωρος Ήρακλείας(Θράκης)( + 355)
Βασίλειος Άγκύρας ( + 364)
Μάρκελλος Άγκύρας ( + 374)
Βασίλειος Καισαρείας ( + 379)
Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390)
Γρηγόριος Νύσσης ( + 394)
Εύνόμιος Κυζίκου ( + 392/400)
Άμφιλόχιος Ίκονίου ( + 394/400)
’Αντιόχεια, ΣυρίαΠαλαισή\τ]Μικρή 'Αρμενία
Πάμφιλος ( + 309)
Λουκιανός ( + 312)
Αθανάσιος Άναζαρβοϋ (περίπου 320/330)
Παυλΐνος Τύρου ( + 331)
Εύστάθιος ’Αντιόχειας ( + 331/7)
Εύσέβιος Καισαρείας Παλαιστίνης(  339)
'Ηγεμόνιος (325/348)
Εύσέβιος Έμέσης (+ περίπου 359)
Γεώργιος Λαοδικείας ( + 361)
Τίτος Βόστρων (+ μετά 364)
’Ακάκιος Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 365/6)
Άέτιος ό Σοφιστής ( + 366)
Εύδόξιος Κωνσταντινουπόλεως (+ 370)
Εύγένιος Διάκονος Εύστάθιος Σεβαστείας ( + 378/9)
«Μακαριανικά έργα» (περί τό 380)
Ίουλιανός ό Νεοαρειανός Μελέτιος ’Αντιόχειας ( + 381)
Κύριλλος 'Ιεροσολύμων ( + 387)
’Απολινάριος Λαοδικείας (+ 390)
Άπολιναριστές: ΤιμόθεοςΒιτάλιοςΊόβιοςΠολέμωνΕύνόμιοςΊουλιαν Διόδωρος Ταρσού ( + 392)
Εύάγριος (’Αντιόχειας) (+ 395)
Γελάσιος Καισαρείας Παλαιστίνης ( + 396/400)
Μαρκιανός μοναχός (τέλος Δ' αί.)
Νεμέσιος Έμέσης ( + 400 περίπου)
Σωφρόνιος (+ τέλος Δ' αί.)
Φαϋστος ό Βυζάντιος (τέλος Δ' αί.)
Έπκράνιος Σαλαμίνας Κύπρου ( + 402)
Μεσοποταμία (συρόφωνοι)
Άφραάτης (+ λίγο μετά τό 345)
Aithallah (345/6)
Έφραίμ ό Σύρος ( + 373)
Κυριλλωνάς ( + 396/400)
Βόρεια ’Αφρική
Άρνόβιος de Sicca ( + 320;)
Λακτάντιος ( + 325)
Δονάτος ( + 355)
Τυκόνιος (+ λίγο μετά τό 392)
Όπτάτος Μιλέβης ( + 392/400)
ΊταλίαΝήσοι
Firmicus Maternus (περίπου 350)
'Ιούλιος Ρώμης (337352)
Proba (περίπου 360)
Marius Victorinus (+ λίγο μετά τό 363) Λιβέριος Ρώμης (352366)
Ευσέβιος Vercelli (+ 370)
Lucifer Cagliari ( + 370/1)
Ζήνων Βερόνας (+ 372 περίπου)
Φαυστϊνος Λουκιφεριανός (380/5)
Δάμασος Ρώμης (366384)
Φιλάστριος Βρεσκίας ( + 390/1)
’Αμβρόσιος Μιλάνου ( + 397)
Σιρίκιος Ρώμης (384399)
Endelechius (+ μέχρι 400)
Γαλλία
Reticius (316/324)
Ίλάριος Poitiers ( + 367)
Egeria (Αιθέρια) (384)
Phoebadius Agen (+ λίγο μετά τό 392) Αύσόνιος ( + 394;)

Βικτωρΐνος Πεταβίου ( + 304)
Γερμίνιος Σιρμίου Ούρσάκιος Singidunum Ούάλης Μουρσών Ulfila Γότθων (+ 384)
Αύξέντιος Δοροστόλου (+ μετά τό 384)
Παλλάδιος Ratiaria (+ μετά τό 381)
ΊσπανίαΠορτογαλία
"Οσιος Κορδούης ( + 357/8)
Ποτάμιος Λισαβώνας (+ 360 περίπου)
Πρισκιλλιανός ( + 385)
Πακιανός Βαρκελώνας ( + 380/392)
Γρηγόριος Έλβίρας (τέλος Δ' αΐ.)


 Είδη τής εκκλησιαστικής γραμματείας


Στην διάρκεια του Δ' αι. καλλιεργήθηκαν (κι ένίοτε θεμελιώθηκαν) τά κυριότερα είδη τής έκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστικά παραθέτουμε τά άντιπροσωπευτικότερα είδη καί τούς εκπροσώπους τους:

Κ ρ ι τ ι κ ά  Β ι β λ ι κ ά.

Οί προσπάθειες τοϋ ’Ωριγένη στόν Γ' αί. γιά την φιλολογική κριτική καί τήν έκδοση τοΰ κειμένου τής ΠΔ βρήκε ικανούς μιμητές, γιά δλη τήν Γραφή τώρα, στόν Δ' αί. Στις άρχές τοΰ αί., λοιπόν, έργάστηκαν γιά τήν κριτική έκδοση τής Γραφής ό άλεξανδρινός 'Ησύχιος (300 περίπου), ό Πάμφιλος (+ 309) στήν Καισάρεια τής Παλαιστίνης καί ό Λουκιανός ( + 312) στήν ’Αντιόχεια. ’Αργότερα βιβλικοίκριτικοΐ ερευνητές άναδεΐχτηκαν ό Εύσέ βιος Καισαρείας ( + 339), ό Διόδωρος Ταρσού ( + 392), ό πρώτος καινοδιαθηκολόγος Εύθάλιος (β' ήμισυ Δ' αί.) καί άλλοι πολλοί, μεταξύ των όποιων οί μεγάλοι έρμηνευτέςύπομνηματιστές τής Γραφής, πού στά έρμηνευτικά τους έργα περιλαμβάνουν πλήθος φιλολογικών κριτικών παρατηρήσεων γιά τό κείμενο.

Πολεμική άντιρρητική άντιαιρετική θεολογία.


 Τό σημαντικότερο μέρος τής πατερικής θεολογίας συνδέεται μέ τήν πολεμική κατά τών κακοδοξιών. Στό έργο αυτό υποχρεώθηκαν οί θεολόγοι Πατέρες, προκειμένου νά προφυλάξουν τούς πιστούς άπό τίς έκάστοτε έμφανιζόμενες κακοδοξίες, οί όποιες έθεταν σέ κίνδυνο τήν όρθή πίστη καί άρα τήν σωτηρία τών πιστών. Ή πολεμικότητα καί ή άντιρρητικότητα τών συγγραφών έχουν στό βάθος χαρακτήρα θετικό, διότι ή αναίρεση μιας κακοδοξίας γίνεται μόνο στόν βαθμό πού καταδεικνύεταιφανερώνεται ή αλήθεια. Ή εΰ ρεση καί παρουσίαση τής αλήθειας άποτελεΐ τόν μόνο πειστικό τρόπο άναιρέσεως τής κακοδοξίας. Ή πλειονότητα τών έκκλησιαστικών συγγραφέων έγραψαν γενικώς κατά τών αιρέσεων, αλλά εκείνοι πού πέτυχαν άποτελεσματικά καί πρώτοι άναΐρεση τών αιρέσεων ύπήρ ξαν οί μεγάλοι Πατέρες καί Διδάσκαλοι, όπως ό Μ. ’Αθανάσιος καί οί Καππαδόκες. Μετά τούς μεγάλους αυτούς θεολόγους Πατέρες ακολουθούσε πλήθος έλασσόνων έκκλησιαστικών συγγραφέων, οί όποιοι φρόντιζαν νά έκλαϊκεύουν, νά διαδίδουν καί κάποτε νά κωδικοποιούν (όπως π.χ. ό Έπιφάνιος Σαλαμίνας) όσα σπουδαία έγραψαν οί μεγάλοι Πατέρες μόλις εμφανίστηκαν οί κακοδοξίες.

Ό μ ι λ η τ ι κ ά. 

Διασώθηκε μέγας αριθμός 'Ομιλιών, κειμένων δηλαδή πού έκφωνήθηκαν ως κηρύγματα ή πού γράφηκαν ως κηρύγματα. Γενικά ό σκοπός τους ήταν πρακτικός καί οίκοδομητικός, άλλά τό περιεχόμενό τους είναι έξαιρετικά ποικίλο: δογματικοθεο λογικό, άντιρρητικό, κατηχητικό, έγκωμιαστικό, προτρεπτικό, εξηγητικό, νηπτικό. 'Ομιλίες έγραψαν οί περισσότεροι τών έκκλησ. συγγραφέων. "Ολα π.χ. τά μή ποιητικά κι έπιστολικά κείμενα τοΰ Γρηγορίου Θεολόγου είναι 'ΟμιλίεςΛόγοι.

Εξηγητικά. 


Ό καθοριστικός γιά τήν Εκκλησία χαρακτήρας τής Γραφής καί ή άνάγκη τής κατανοήσεώς της έγιναν άφορμή νά συνταχτοΟν πολλά έργα εξηγητικά μέ την μορφή όμιλιών, διατριβών, σχολίων καί όργανωμένων ύπομνημάτων σ’ ένα ή περισσότερα κείμενα τής Π καί τής ΚΔ. Τέτοια έργα συνέταξαν π.χ. ό Μ. Αθανάσιος, ό Ίλάριος Poitiers, ό Μ. Βασίλειος, ό Ίουλιανός, ό Γρη γόριος Νύσσης, ό ’Αμβρόσιος Μιλάνου, ό Δίδυμος Τυφλός καί άλλοι πολλοί. "Ολοι μάλιστα οί έρμηνευτές του Δ' αί. έπωφελήθηκαν σέ μεγάλο ή μικρό βαθμό άπό τό πλουσιότατο καί πρωτοποριακό έρμηνευτικό έργο του ’Ωριγένη ( + 253/4), ένώ έκλεκτικά έφάρμοζαν καί τις γενικώς κρατούσες έρμηνευτικές καί φιλοσοφικές μεθόδους. Γιά τό είδος τής έρμηνευτικής (άλληγορικής, ίστορικογραμματικής κ.λπ.) άναφέραμε ήδη σέ προηγούμενη παράγραφο.

Άσκητικά  ν η π τ ι κ ά.


Στόν Δ' αί. θεμελιώθηκε ή άσκητι κονηπτική θεολογία καί γραμματεία σέ δλες τίς μορφές της. Πρόκειται γιά κείμενα πού καθοδηγούν στόν πνευματικό γενικά καί τόν ασκητικό ειδικά άγώνα των πιστών καί τών μοναχών, ή γιά κείμενα πού περιγράφουν την ζωή τών μοναχών. Στό πλαίσιο τών κειμένων αυτών, όταν οί συντάκτες είναι χαρισματούχοι καί θεολόγοι, διηγούνται ή άναλύουν θεολογικά τίς θεοπτικές έμπειρίες έξαιρετικά ένάρε των άνδρών τής Εκκλησίας καί δή τών άσκητών. Οί σημαντικότεροι συντάκτες τέτοιων κειμένων είναι οί: Παχώμιος (+ 346), Μ. ’Αντώνιος ( + 356), Θεόδωρος Ταβεννησιώτης ( + 368), Μ. ’Αθανάσιος (+ 373), Έφραίμ ό Σύρος (+ 373), Μάρκελλος Άγκύρας (+ 374;), Μ. Βασίλειος (+ 379), συντάκτης τών «Μακαριανικών» έργων (περίπου 380), Γρηγόριος Νύσσης ( + 394) καί Εύάγριος ( + 399).
Κεφάλαια  άποφθέγματα. Τά κεφάλαια είναι γραμματειακό είδος, πού εγκαινιάστηκε τόν Δ' αί. μέ τόν Εύάγριο Ποντικό (+ 399), αλλά πού δέν ήταν άγνωστο στόν ιουδαϊκό χώρο. Εκτίθενται οί σκέψεις κεφαλαιωδώς, δηλαδή συνοπτικάέπιγραμματικά, μέ κείμενο λίγων αράδων. Συρραπτόμενα τά κεφάλαια άποτελούν ένό τητες 50,100,150, κ.λπ. κεφαλαίων. Τά άποφθέγματα, πού έγκαινιά στηκαν επίσης στις αιγυπτιακές έρήμους, είναι λόγοι όσιων άσκητών ή διηγήσεις περί αυτών. Έκδόθηκαν σέ όργανωμένες ένότητες τόν Ε' αιώνα.
Επιστολικά. ’Ακολουθώντας τό παράδειγμα τού έθνικού περιβάλλοντος τους, οί έκκλησ. συγγραφείς χρησιμοποίησαν ευρύτατα τήν έ π ι σ τ ο λ ή, όχι μόνο γιά τίς διαπροσωπικές σχέσεις, άλλά καί ώς μέσο άναπτύξεως τής θεολογίας τους. "Εχουμε πλήθος βραχέων ή μακρών έπιστολιμαίων διατριβών, άλλά καί έγκυκλίων συνοδικών γραμμάτων. Σπουδαία έπιστολικά κείμενα έγραψαν όλοι σχεδόν οί έκκλησ. συγγραφείς.

Ποιητικά. 


Ή ποίηση στόν Δ' αιώνα καλλιεργήθηκε άπό συγγραφείς μέ άξιόλογο ποιητικό τάλαντο. Στήν έλληνική ’Ανατολή ποιητές έπώνυμοι έμφανίστηκαν οί Μεθόδιος Όλύμπου ( + 311/12), “Αρειος (+336), Άπολινάριος ( + 390/1) καί Άμφιλόχιος Ίκονίου ( + 394/400), καί μάλιστα ό Γρηγόριος Θεολόγος ( + 390), πού είναι καί ό σπουδαιότερος. “Εγραψαν κυρίως βάσει των άρχαΐων προσωδιακών μέτρων. Παράλληλα γραφόταν μεγάλος άριθμός όμιλιών, πού περιείχαν λίγα ή πολλά ρυθμικά τμήματα, των όποιων ό ρυθμός στηριζόταν δχι στήν ήδη λησμονημένη προσωδία, άλλα σέ νέα στοιχεία, όπως ό τόνος, τό όμοιοτέλευτο κ.λπ. Δυστυχώς άπό τήν έποχή αύ τή διασώθηκαν έλάχιστα δείγματα έκκλησιαστικών ύμνων, οί όποιοι όμως έκτιμώνται ώς πρόδρομοι τού Κοντακίου. Στόν συρόφωνο χώρο τήν ποίηση άνύψωσε σέ περιωπή ό πράγματι ταλαντούχος Έφραίμ ό Σύρος ( + 373), ό μεγαλύτερος ποιητής τής Εκκλησίας μέχρι τόν Μελωδό Ρωμανό (ΣΤ' αΐ.), καί άλλοι έλάσσονες, όπως ό Κυριλλω νάς ( + 396/400). Στήν Δύση έχουμε πολύ μεγαλύτερο άριθμό όργα νωμένων ποιητικών συνθέσεων, πού άρχισαν νά έμφανίζονται άπό τίς άρχές τού αιώνα. Οί μέτριοι ποιητές τους μιμήθηκαν μετρικά τούς κλασικούς λατίνους ποιητές, άλλά χρησιμοποίησαν μ’ έπιτυχία καί λαϊκά γλωσσικά στοιχεία. Έκτος άπό τούς Juvencus, Reticius (;), Αύ σόνιο κι Έντελέχιο, έχουμε στό πρόσωπο τής ρωμαίας Proba τήν πρώτη χριστιανή ποιήτρια, ένώ στό πρόσωπο τού Δαμάσου Ρώμης τόν πρώτο άξιόλογο έπιγραμματοποιό. Μέ τούς Ίλάριο ( + 367) καί ’Αμβρόσιο ( + 397) άρχίζει ή επώνυμη λατινική χριστιανική ποίηση.

Λειτουργικά. 

Καί τά θεμελιώδη λειτουργικά κείμενα τής Εκκλησίας διαμορφώθηκαν κατά μέγα μέρος τόν Δ' αί. Στά μέσα τού αιώνα τοποθετείται ή Λειτουργία τού Μάρκου καί λίγο άργότε ρα τό Εύχολόγιο τού Σεραπΐωνα. ’Από τήν έβδομη δεκαετία καί μετά τοποθετούνται καί οί Λειτουργίες τού Βασιλείου, τών Διαταγών τών ’Αποστόλων καί του Χρυσοστόμου. Βέβαια, τά καθαυτό λειτουργικά κείμενα δέν έχουν έπώνυμους συντάκτες, είναι άποτέλεσμα διεργασίας μακράς, πού άρχισε ήδη άπό τόν Α' αί. Τά ονόματα πού συνδέονται μέ αύτά έχουν άπλώς κάποια συμβολή στήν διαμόρφωσή τους, ή όποία μάλιστα συμβολή είναι συνήθως δυσκαθόριστη.


Κανονιστικά  Συμβολικά.

Οί Σύνοδοι, γιά τίς όποιες μιλήσαμε, διατύπωσαν χάριν τής εκκλησιαστικής ευταξίας κανόνες, άλλά καί Σύμβολα πΐστεως ή βαπτιστήρια, δηλαδή κείμενα τά όποια συνοπτικά κι έπιγραμματικά περιλάμβαναν τά θεμελιώδη καί τά τελείως άπαραίτητα στοιχεία τής πίστεως. Καί τά Σύμβολα πίστεως γνώρισαν μακρά πορεία άναπτύξεως. “Αρχισαν ήδη άπό τούς και νοδιαθηκικούς χρόνους καί τά ίδια πάντοτε αυξάνονταν, άνάλογα μέ τίς προκλήσεις τών κακοδόξων, μέχρι πού όριστικοποιήθηκαν στίς Οικουμενικές Συνόδους Νίκαιας (325) καί Κωνσταντινουπόλεως (381). Άπό τό 341 μέχρι τό 360 φιλοαρειανικές σύνοδοι διατύπωσαν πολλά σύμβολα, μέ σκοπό τόν παραμερισμό ή την φαλκίδευση τού Συμβόλου Νίκαιας. Παράλληλα κυκλοφορούσαν καί ψευδεπίγραφα κείμενα μέ κανονιστικό περιεχόμενο, πού προσγράφονταν ατούς ’Αποστόλους, τόν Κλήμη Ρώμης καί τόν 'Ιππόλυτο: «Διατα γαί ’Αποστόλων» (περίπου 380), «Αποστολικοί Κανόνες» (περί τό 380), «Διατάξεις Ίππολύτου» (άρχές Δ' αί.) καί «Αί διαταγαί διά Κλήμεντος καί Κανόνες έκκλησιαστικοί των άγ. Αποστόλων» (άρχές Δ' αί.). Τά κείμενα αυτά έλαβαν στόν Δ' αί. τήν τελική τους μορφή, αλλά είναι βαθμιαίες συναγωγές κανονιστικού υλικού, πού άρχισαν πολύ ένωρίτερα.

'Αγιολογικά. 

Αγιολογικά κείμενα είναι τά γνωστά καί στούς προηγούμενους αιώνες Μαρτύρια (Passiones) ή Πράξεις μαρτύρων (Acta ή Gesta), δηλαδή περιγραφές τού γεγονότος τού μαρτυρίου ή άπόδοση των πρακτικών τής δίκης τού μάρτυρα τής πίστεως. Στόν Δ' αί. έγκαινιάστηκαν δύο άκόμα είδη άγιολογικών κειμένων: τά Συναξάρια, πού συνιστούσαν περιληπτική παράθεση πολλών Μαρτυρίων, καί οί Βίοι άγιων, πού συνιστούσαν εκτενή περιγραφή τού όσιακοΰ βίου ένός άγιου. Συναξάρια είναι τό Martyrologium «Sy riacum», οί «Πράξεις έδεσσηνών μαρτύρων» καί ή Depositio Mar tyrum γιά τήν ρωμαϊκή Εκκλησία. Στούς λίγους Βίους τού Δ' αί. πρωτεύουσα θέση κατέχει ό Βίος τού αγίου Αντωνίου, γραμμένος άπό τόν Μ. Αθανάσιο. Τό κείμενο αυτό θεμελίωσε κυριολεκτικά τό είδος αύτό των άγιολογικών κειμένων, των όποιων έγινε πρότυπο.

Χρονογραφικά.

 Τά καθαυτό χρονογραφικά έργα δέν είναι πολλά ούτε γιά τήν ’Ανατολική Εκκλησία (Ευσεβίου Καισαρείας, Γελασίου Καισαρείας, Φαύστου τού Βυζαντίου γιά τούς ’Αρμενίους, ή άνώνυμη Historia acephala γιά τόν Μ. ’Αθανάσιο, σχετικό ύλικό στά έξιστορικά έργα τού ’Αθανασίου) ούτε γιά τήν Δυτική (Συλλογή στό έργο τού Όπτάτου Μιλέβης γιά τούς Δονατιστές, Chronogra phus τού 354, σχετικό ύλικό στά έργα τού Ίλαρίου, De cursu tempo rorum, 397). Ειδικά όμως τά έργα τού Ευσεβίου Καισαρείας ( + 339) καί μάλιστα ή ’Εκκλησιαστική Ιστορία του είναι τεράστιας άξΐας γιά τά στοιχεία πού σ’ αυτά καταγράφηκαν, διότι άπέβησαν πηγή έμ πνεύσεως των μεταγενέστερων χρονικογράφωνίστορικών.

'Οδοιπορικά.

 Εγκαινιάστηκαν στόν Δ' αίώνα καί τά προσφιλή στόν Μεσαίωνα όδοιπορικά, δηλαδή περιγραφές προσκυνημα τικών ταξιδίων στούς άγιους τόπους, τά 'Ιεροσόλυμα είδικά καί όλους γενικά τούς τόπους, όπου διαδραματίστηκαν καινοδιαθηκικά γεγονότα. Οί περιγραφές έκτείνονται συχνά καί σέ πόλεις ή τόπους, άπό τούς όποιους διέρχεται ό προσκυνητής άφηγητής. Τά καθαυτό γνωστά όδοιπορικά τού Δ' αί. είναι μόνο δύο καί γράφηκαν στήν λατινική: Itinerarium Burdigalense (ανωνύμου) καί Peregrinatio adloca sancta τής Egeria (Αϊθερίας).

’Ανώνυμα. 

Διασώθηκε μικρός άριθμός κειμένων, των όποιων άγνοοΰμε τούς συγγραφείς. Ή ευθύνη τής άνωνυμίας τους όφεΐλεται ή στούς Ιδιους τούς συγγραφείς πού τήν επιδίωξαν ή σε λάθος τού άρχικού άντιγραφέα, πού κατέγραψε τό κείμενο στον κώδικα χωρίς ν’ άναφέρει καί τόν συντάκτη του. Τά έλληνιστί παραδιδόμενα ά νώνυμα έργα δέν είναι κατά κανόνα μεγάλης αξίας. Μερικά όμως άνώνυμα στην λατινική, όπως π.χ. τά έρμηνευτικά «Ambrosiaster», Tractatus in Lucae Evangelium καί Opus imperfectum in Matthaeum, κατέχουν έξαιρετική θέση στην λατινική χριστιανική γραμματεία.

’Απόκρυφα.

 Δέν έλειψαν από τόν Δ' αί. καί λίγοι άφελεΐς καί περιθωριακοί συγγραφείς, πού συνέ,τασσαν, κατά τό παράδειγμα παλαιότερων άποκρύφων, διάφορα άποκαλυπτικοϊστορικά κείμενα, δήθεν σχετικά μέ καινοδιαθηκικά πρόσωπα ή γεγονότα. Τά κυκλοφορούσαν συνήθως μέ τό όνομα κάποιου καινοδιαθηκικοΰ προσώπου ή καί άνώνυμα: Άποκάλυψις Παύλου, Ιστορία Ιωσήφ, Ά βγάρου καί Ιησού άλληλογραφία καί άλλα.


Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ Α΄   ΣΤΥΛ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |