ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μετάνοια

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Μετάνοια



Σταλαγματιές απο τήν Πατερική Σοφία
Τό Γεροντικόν

Κεφάλαιον Δ΄
Μετάνοια

ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΕΟΣ, μάς διηγείται ό Άββάς Ιωάννης τού Λυκοΰ. παρασυρμένος άπό τού κόσμου τις ήδονές. είχε βυθιστή στή λάσπη τής άσωτΐας. Κάποτε όμως συνήλθε, σάν τόν Άσωτο, κι έζήτησε τό δρόμο τού γυρισμού στό σπίτι τού Πατέρα. Άφησε τόν κόσμο, γιά νά βρή στήν έρημο τό λυτρωμό. μακριά άπό τις άφορμές τής άμαρτίας. Καταφύγιό του έκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ' αυτή τή πρωτότυπη φυλακή, έκλαιε πικρά τήν τραυματισμένη ψυχή του.
Οί άγγελοι έχαίρονταν, άλλα τά πνεύματα τής πονηριάς πού είδαν νά φεύγη τόσο άπροσδόκητα ή λεία άπό τά χέρια του, δέν άργησαν νά κάνουν έφοδο. Τριγύριζαν τή νύκτα τό μνήμα Κι΄ έλεγαν οργισμένα.:
Πού είσαι, άθλιε; Γιατί μάς άπαρνήθηκες ύστερα άπό τόση φιλία; Αφού τά γεύτηκες όλα κατά κόρον, αποφάσισες νά γίνης άγιος. Πολύ αργά τώρα νά παριστάνης τόν σώφρονα, έλπίζοντας γιά έλεος.
"Ελα έξω, άνόητε. τού φώναζαν άλλοι. δέ περιμένει ή συντροφιά σου.
Δυστυχισμένε, τού ψιθύριζαν οί πονηρότεροι, γιά σένα δέν υπάρχει σωτηρία. Αυτού πού τρύπωσες, γρήγορα θά βρής τό θάνατο καί την αιωνία καταδίκη Με πόση κακία πάσχιζαν νά τόν φέρουν σ’ άπελπισία! Μά ο γενναίος άγωνιστής ήταν πιά αποφασισμένος νά πεθάνη καλλίτερα, παρά νά γυρίση στά ίδια. Ζήτησε μέ θερμή ικεσία τή θεία βοήθεια, περιφρονώντας τή δαιμονική φαντασία.
Τήν άλλη βραδυά ό διάβολος έγινε πιό άπειλητικός;


"Αν δέν βγής αμέσως έξω. δέ γλιτώνεις από τά χέρια μου. Κι΄ έπειδή φυσικά έκεϊνος δέν τόν ακούσε, τού έπετέΟηκε καί τόν άφησε σχεδόν νεκρό άπό τά κτυπήματα. “Ετσι έκδικήθηκε.
Οί συγγενείς του πάλι, ανήσυχοι γιά τήν ξαφνική του έξαφάνισι. τόν αναζήτησαν παντού. Τέλος τόν ανακάλυψαν σέ κακή κατάστασι μέσα στό μνήμα. Μά όσο Κι΄ άν έπέμεναν, στάθηκε αδύνατο νά τόν πείσουν νά τούς άκολουθήση.
Ακόμη μιά νύκτα τού έπετέθηκαν oi δαίμονες μέ ασυγκράτητη μανία καί θά τόν έθανάτωναν μέ τούς άγριους δαρμούς. αλλά δέν είχαν έξουσία. Ό αθλητής δέν κλονίστηκε. Προτίμησε νά χάση τήν πρόσκαιρη ζωή παρά νά μολύνη, ύστερα άπό τή μετάνοια, τό σώμα καί τήν ψυχή του πάλι μέ τό μικρόβιο τής αμαρτίας.
Τότε τά δαιμόνια αναγνώρισαν τήν ήττα τους.
Νικηθήκαμε, νικηθήκαμε, φώναζαν θρηνώντας Κι΄ έξαφανίστηκαν καί ούτε τόλμησαν πιά νά τόν πειράξουν.
Ελευθερωμένος έτσι άπό κάθε δοκιμασία, έμεινε στό μνήμα ως τό τέλος τής ζωής του ό πρώην άσωτος, καί αξιώθηκε νά κάνη θαύματα. γιά νά φανή ή δύναμις τής μετάνοιας.
ΣΤΙΣ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ τού Παλλαδίου βρίσκομε αξιοπρόσεκτα γεγονότα Κι΄ ωφέλιμα παραδείγματα έπανορθώσεως τού αμαρτωλού παρελθόντος.
Ό δίκαιος έχει άνάγκη μόνο άπό άγρυπνη προσοχή, γιά νά μή τού κλέψη ξαφνικά ό διάβολος τούς καρπούς τής αρετής του. ‘Αλλά τί υπεράνθρωπο αγώνα χρειάζεται ό παραστρατημένος. γιά νά βρή τό δρόμο τής άγιότητος! Μά τίποτε δέν είναι ακατόρθωτο γιά τόν άνθρωπο. πού θ' άγκαλιάση ή θεία Χάρις.
Θαύμασα, γράφει ό Παλλάδιος. Κι΄ έμεινα πολλή ώρα έκστατικός. όταν μού διηγήθηκαν πώς ό περίφημος ασκητής τής Αφρικανικής έρήμου, Μωϋσής ό Αΐθίοψ. μεταστράφηκε άπό λήσταρχος Κι΄ έγινε άγιώτατος μοναχός. Αύτή είναι μέ συντομία ή παραδειγματική του ιστορία.
Γέννημα καί θρέμμα τής Μαύρης Ηπείρου ό Μωϋσής, ήταν αγορασμένος δοϋλος κάποιου πλουσίου κτηματία. Σκληρός καί δύστροπος στό χαρακτήρα, αναστάτωνε καθημερινώς τό σπιτικό τ' άφέντη του, φιλονικώντας μέ τούς άλλους δούλους. Κατήντησε αφόρητος. Στό τέλος έκεΐνος τόν βαρέθηκε καί τόν πέταξε στό δρόμο. Ό Μωϋσής τότε βρήκε καταφύγιο σέ μιά ληστοσυμμορία. Μέ τήν τεραστία σωματική του δύναμι  ήταν σωστός μαύρος δαίμονας, πού βλέποντάς τον μόνο, παρέλυες άπό τό φόβο σου — γρήγορα έπιβλήθηκε στούς άλλους ληστάς Κι΄ έγινε αρχηγός τους. Χαρακτηριστικό τής ωμότητός του είναι καί τό άκόλουθο:
Κάποτε άπέτυχε σέ μιά άπό τις παράνομες νυκτερινές έπιδρομές του άπό τ' άγρια γαυγίσματα τών σκυλλιών ένός κοπαδιού. πού έβοσκε έκεΐ γύρω. Τόσο πολύ ώργίστηκε γι' αυτό, πού έβγαλε άμέσως τήν άπόφασι νά σφάξη τόν τσοπάνη. "Επρεπε όμως νά περάση στήν άντίπερα όχθη τού Νείλου γιά νά φθάση στήν καλύβα του. Ώρμησε μέσα στά νερά πού είχαν άρχίσει νά φουσκώνουν καί δυσκόλευαν τό πέρασμα. Ό Μωϋσής έδεσε στό κεφάλι του τά ρούχα του, κράτησε μέ τά δόντια τό πελώριο δίστομο μαχαίρι του. πού έφερνε παντού όλεθρο, καί κολυμπώντας πέρασε. Στό μεταξύ όμως ό τσοπάνης πρόλαβε Κι΄ εξαφανίστηκε, γιά νά σώση τή ζωή του. Ό λήσταρχος πού έχασε τά ΐχνη του, έπεσε μέ πρωτάκουστη μανία μέσα στό έρημο κοπάδι καί γιά εκδίκηση έσφαξε όσα πρόβατα βρεθήκανε μπροστά του. Σάν χόρτασε τό μάτι του άπό αίμα, έδεσε μεταξύ τους άπό τις ουρές τέσσερα άπό τά καλλίτερα κριάρια, τά φορτώθηκε στόν ο'ιμο καί κολυμπώντας πάλι πέρασε στο Νείλο. ‘Υστερα Εψησε τά κριάρια. Εφαγε τά καλλίτερα κρέατα, ήπιε είκοσιπέντε λύρες κρασί πού είχε φυλαγμένο, περπάτησε πενήντα μιλιά χωρίς διακοπή Κι΄ έφτασε στό κρησφύγετό του.
Κάποτε όμως  τό ανθρωπόμορφο αυτό θεριό, κυνηγημένο άπό τήν Εξουσία γιά ένα σωρό εγκλήματα, πήγε νά κρυφτή βαθειά στήν Ερημο, όπου ζοΰσαν τότε ot πιό όνομαστοί άπό τούς Αίγυπτίους Άναχωτηράς. Ή συναναστροφή μέ τούς άγιους. ή κατανόησι καί ή στοργή, πού τού Εδειξαν, ήμέρωνε σιγά  σιγά τά βάρβαρα Ενστικτά του. Κι΄ ό Θεός, πού δέν θέλει τό θάνατο, άλλά τήν επιστροφή τού άμαρτωλού. Επίσκιασε τήν ψυχή του μέ τή σωστική Χάρι Του. Ό μαύρος άγριάνθρωπος Ενοιωσε νά μαλακώνη ή καρδιά του, μετανόησε καί ζήτησε τή λύτρωσι.
Ποιός ξέρει άν τό κολοσσιαίο τούτο Εργο τής Χάριτος δέν τό παρακίνησε ή ταπεινή προσευχή κάποιου άφανούς άγιου;
Ή άλλαγή του ήταν ριζική Πολύ πιό γρήγορα άπ' δ.τι μπορούσε ακόμη νά προβλέψη Κι΄ ό πιό ευφάνταστος νούς. ό Μωϋσής Εφτασε στά μέτρα τών μεγάλων Πατέρων τής ερήμου. “Εγινε πρότυπο άρετής καί άγιότητος. Ζωντανό παράδειγμα γιά τούς δύσκολους χαρακτήρας, πού Επιθυμούν νά στρώσουν, νά γίνουν εΰπλαστο ζυμάρι, γιά νά τυπώση Επάνω τους τή σφραγίδα του ό Πλαστουργός.
Κάποτε τέσσερεις λησταί. παλιοί σύντροφοι τού Αΐθίοπος, μπήκαν νά ληστέψουν τήν καλογερική καλύβα του. χωρίς νά φαντάζωνται ποιόν μπορούσαν νά βρούν μέσα. Σάν τόν είδαν, κυριολεκτικά σαστίσανε. 'Εκείνος μέ μεγάλη εύκολία τούς Επιασε, τούς έδεσε καί τούς ώδήγησε στή συνάθροισι τών Γερόντων.
 Τί προστάζετε νά κάνω τούς όνθρώπους αυτούς. Ερώτησε. πού ήρθαν νά μέ ληστέψουν; Σέ μένα δέν άρμόζει πιά νά τιμωρήσω άνθρωπο.
Οί Πατέρες τόν συμβούλεψαν νά τούς λύση καί νά τούς άφήση νά φύγουν ανενόχλητοι. 'Εκείνοι όμως  δέ θέλησαν πιά να φύγουν. Τούς συγκλόνισε τό παράδειγμα τού πρώην αρχηγού τους. “Εμειναν κοντά του γιά νά βρούν κι αυτοί τόν ϊσιο δρόμο.
Ό Μωϋσής ό Αΐθίοψ πού άξιώθηκε νά χειροτονηθή καί Πρεσβύτερος γιά τή μεγάλη άρετή του, όταν έφυγε από τόν κόσμο, λέγουν πώς άφησε περίπου έβδομήντα μαθητάς. Ή ‘Ορθόδοξος Εκκλησία τόν κατέταξε μεταξύ τών Όσιων της καί τιμά τήν μνήμη του στίς 28 Αύγούστου.
ΕΝΑΣ νέος αξιωματικός πού πρίν άπό λίγο είχε όδηγηθή στό δρόμο τού Θεού κι άκόμα πάλευε μέ τή συνείδησί του. ρώτησε τόν έξομολόγο του, άν πραγματικά, όπως τού έλεγαν, δεχόταν ό Θεός τόσο εύκολα τήν μετάνοια τού ανθρώπου.
Άν κατά τύχη σκιστή κάπου ό μανδύας σου, παιδί μου. τού είπε έκεϊνος. τόν βγάζεις αμέσως καί τόν πετάς. σάν άχρηστο;
Όχι, δά. έκανε έκεϊνος. Τόν ράβω καί τόν επιδιορθώνω, όσο βέβαια δέχεται έπιδιόρθωσι.
Άν λοιπόν έσύ λυπάσαι τό φόρεμά σου Κι΄ εύκολα δέν τό πετάς, πώς δέ θά λυπηθή ό Θεός τό πλάσμα Του καί δέ Οά κάνη ό,τι είναι δυνατόν γιά νά τό διορθώση; είπε ό καλός Γέροντας κι ανάπαυσε τό νέο.

ΕΝΑΣ άρχάριος Μοναχός πήγε στενοχωρημένος στόν Όσιο Ποιμένα.
"Επεσα σέ μεγάλο σφάλμα, Άββά, τού έξωμολογήθηκε, καί θέλω τουλάχιστον τρία χρόνια γιά νά μετανοήσω.
Είναι πολλά, τού είπε ό "Οσιος.
Είναι αρκετοί τρεις μήνες, τότε;
Καί τόσο είναι πολύ, άποκρίθηκε ό Όσιος. ’Εγώ σοΰ λέγω πώς, άν είλικρινά μετανοήσης καί πάρης σταθερή άπόφασι νά μή έπαναλάβης ποτέ τό ίδιο σφάλμα, σέ τρεις μέρες σε δέχεται ή άγαθότης τού Θεού.
ΑΛΛΟΣ Αδελφός ρώτησε τόν ίδιο Γέροντα, άν ό θεός εύκολα συγχωρή τις άμαρτίες τού ανθρώπου.
 Πώς είναι δυνατόν νά μή συγχωρή. τέκνον μου. 'Εκείνος πού δίδαξε τή μακροθυμία στους ανθρώπους; Δέν παραγγέλλει στόν Πέτρο νά συγχωρή έκεΐνον πού τού σφάλλει «έως έβδομηκοντάκις έπτά» δηλαδή έπ' άπειρον; όποκρίθηκε ό Γέρων.
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος πάλι ζήτησε νά τού έξηγήση τι ακριβώς είναι μετάνοια.
Ή μή έπανάληψις τής ιδίας άμαρτίας. αποκρίθηκε ό "Οσιος Ποιμήν.
ΕΝΑΣ Αδελφός έξωμολογήθηκε στόν Άββα Σισώη:
‘Επεσα, Πάτερ. Τί νά κάνω τώρα;
Σήκω. τού είπε μέ τή χαρακτηριστική του όπλότητα ό Άγιος Γέροντας.
Σηκώθηκα. Άββά, μά πάλι έπεσα στήν καταραμένη άμαρτία. ώμολόγησε μέ θλίψι ό Αδελφός.
Καί τί σ' έμποδίζει νά ξανασηκωθής;
‘Ως πότε; ρώτησε ό Αδελφός.
"Εως ότου σέ βρή ό θάνατος ή στήν πτώσι ή στήν έγερσι. Δέν είναι γραμμένο «όπου εύρώ σε έκεΐ καί κρινώ σε»; έξήγησε ό Γέροντας. Μόνο εΰχου στόν Θεό νά βρεθής τήν τελευταία σου στιγμή σηκωμένος μέ τήν άγια μετάνοια
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός έξωμολογήθηκε σε ένα άπό τούς Πατέρας μέ βαθύ ψυχικό πόνο πώς οι λογισμοί του τόν πολεμούσαν νά γυρίση πίσω στόν κόσμο.
Άσκοπα μένω στήν έρημο, Άββά. Τίποτε δέν κάνω καί σίγουρα δέ θά σωθώ.
ΚΙ΄ άν άκόμη, τέκνο μου. τού άποκρίθηκε ό σοφός Γέρων, δέν προφθάσωμε νά μπούμε στή γή τής έπαγγελίας, είναι πιό συμφέρον γιά μάς ν' άφήσωμε τά κόκκαλά μας στήν έρημο παρά νά γυρίσωμε πίσω στή σκλαβιά τής Αίγυπτου.
ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΕΥΛΑΒΗΣ Κι΄ ένάρετος μοναχός είχε μιά άδελφή στήν πόλι, πού ζοΰσε βίο άσωτο καί παρέσυρε πολλούς νέους στήν άμαρτία. Οί άδελφοί στήν έρημο συχνά παρώτρυναν τό μοναχό νά πάη ώς τήν πόλι, νά συνετήση τήν παραστρατημένη άδελφή του. “Εκείνος στήν άρχή έδίσταζε. Φοβόταν τούς κινδύνους, πού κρύβει ό κόσμος γιά τούς νέους μοναχούς. "Υστερα όμως γιά τήν υπακοή αποφάσισε νά κατέβη.
Μόλις πλησίασε στό πατρικό του σπίτι, οί γείτονες πρόλαβαν καί ειδοποίησαν τήν άδελφή του. Ή καρδιά τής παραστρατημένης κόρης σκίρτησε στ’ άναπάντεχο άκουσμα. Χρόνια έπιθυμούσε νά ίδή τόν άγαπημένο της άδελφό. Παράτησε τή συντροφιά της Κι΄ όπως βρισκόταν τή στιγμή έκείνη μέσα στό σπίτι της, μέ γυμνά πόδια καί ξέσκεπη τήν κεφαλή, έτρεξε στό δρόμο νά τόν ύποδεχτή.
Άντικρύζοντας μέ τά μάτια του έκεϊνος τόν ξεπεσμό της, ταράχτηκε. "Εκλαψε ή ψυχή του.
Δέν λυπάσαι τόν έαυτό σου, άδελφή μου, τής είπε μέ θλίψι, Κι΄ έκείνους πού έξ αίτιας σου παραστρατούν; Συλλογίσου τί σέ περιμένει υστέρα άπό τό θάνατο.
Τό άγνό πρόσωπο τού άδελφού. ή σεμνή του στάσι, τά δάκρυα τής συμπόνιας, πού έτρεχαν άπό τά μάτια του, μαζί μέ τό δίκαιο έλεγχο, συγκλόνισαν τήν άμαρτωλή.
“Υπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; ψιθύρισαν τά χείλη της.
Ώ, ναί. Αρκεί είλικρινά νά τό θελήσης.
Πάρε με μαζί σου, παρακάλεσε, μή μέ άφήνης μόνη να παλεύω μέ τ' άγρια κύματα τής άμαρτίας.
Φόρεσε τά σανδάλια σου. σκέπασε και τήν κεφαλή σου καί άκολούθησέ με. είπε άποφασιστικά ό μοναχός.
"Αφησε νά έλθω όπως είμαι, αδελφέ, γιατί ποιός ξέρει άν, μπαίνοντας σ' αύτό τό έργαστήρι τού σατανά, Οά έχω τή δύναμι νά ξαναβγώ.
Ό μοναχός ικανοποιήθηκε άπό τή σταθερότητά της. Χωρίς χρονοτριβή τήν ώδήγησε έξω άπό τήν πόλι καί τράβηξαν μαζί τό δρόμο γιά τήν έρημο. Σκόπευε νά τήν πάη σ’ ένα γνωστό του γυναικείο Μοναστήρι. Καθώς περπατούσαν, διέκριναν άπό μακριά νά έρχεται πρός τό μέρος τους ένα καραβάνι.
Παραμέρισε λίγο, αδελφή μου. τής είπε ό μοναχόζ. Κρύψου πίσω άπό τούς θάμνους, γιατί οι άνθρωποι πού δέν ξέρουν πώς είσαι άδελφή μου. μπορεί, βλέποντάς μας μαζί, νά σκανδαλισθοϋν.
'Εκείνη συμμορφώθηκε άμέσως μέ τή σύστασί του. "Οταν προσπέρασε τό καραβάνι, ό άδελφός τήν φώναξε νά συνεχίσουν τό δρόμο τους. Δέν έδειξε νά άκουσε. Εκείνος πήγε κοντά, τής ξαναμίλησε, τή σκούντισε μέ τό πόδι του. Δέν έδειχνε σημεία ζωής. Είχε πεθάνει. Είδε τά γυμνά της πόδια καταματωμένα καί ξεσκισμένα αλύπητα άπό τά λιθάρια τού δρόμου καί τ' άγκάθια.
'Απαρηγόρητος ό μοναχός γιά τόν αιφνίδιο θάνατο τής άδελφής του γύρισε στό κελλί του. Ή αμφιβολία τόν κατάτρωγε.
Αδύνατο νά σώθηκε, τού έλεγε ό λογισμός του, άφού δέν πρόλαβε νά κάνη έργα μετάνοιας.
Διηγήθηκε στούς Γέροντας στήν έρημο μέ κάθε λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν. Εκείνοι ώρισαν νηστεία καί προσευχή γιά τήν ψυχή της. ’Αποκαλύφθηκε τότε σ' έναν άγιώτατο Ερημίτη, πώς ό Θεός δέχτηκε τή μετάνοια τής άμαρτωλής καί τήν κατάταξε μέ τούς δικαίους γιά τήν αύταπάρνησι πού έδειξε, ώστε νά περιφρονήση. όχι μόνο τά υλικά πράγματα, άλλα καί τό ίδιο της τό σώμα.
ΕΝΑΣ Αδελφός παρεκάλεσε κάποιο Γέροντα νά τού έξηγήση τί έννοεΐ ό Ψαλμωδός, όταν λέγη «ούκ έστι σωτηρία αύτώ έν τω Θεώ αύτοΰ».
 Τούς λογισμούς τής άπογνώσεως έννοεΐ. πού σπέρνει ό πονηρός στό νού τού άνθρώπου, έξήγησε ό Γέρων. Αύτοΰς πού τού λέγουν διαρκώς πώς δέν υπάρχει πιά γι’  αυτόν σωτηρία, άφοΰ αμάρτησε, καί άδικα καταφεύγει στόν Θεόν μέ τήν μετάνοια. Έτσι προσπαθεί νά τόν παρασύρη. γιά νά τόν ρίξη στόν γκρεμό τής άπελπισίας. Ή ψυχή όμως πού ποθεί τή σωτηρία της. άς αγωνίζεται σκληρά ν' άπομακρύνη αυτούς τούς λογισμούς.
Καί διηγήθηκε τήν άκόλουθη ιστορία:
Στά περίχωρα τής Θεσσαλονίκης ήταν τόν παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε ή Προεστώσα έστειλε μιά νέα μοναχή στήν πόλι γιά υπηρεσία. Εκείνη άπό συνεργεία διαβολική έπεσε σέ βαρύ σφάλμα. Ύστερα, απελπισμένη άπό τήν πτώσι της. δέ γύρισε άμέσως στό ήσυχαστήριο. Έμεινε στόν κόσμο καί παρασύρθηκε σ' έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως άηδίασε τήν αμαρτία καί. μετανοημένη είλικρινά γιά τό κατάντημά της, πήρε τό δρόμο τής έπιστροφής. Δέν ξέρομε όμως γιατί ό Θεός δέν έπέτρεψε νά πατήση τό πόδι της μέσα στόν παρθενώνα. Μόλις έφθασε στήν έξώθυρα. έπεσε κάτω νεκρή.
Τό γεγονός έκανε μεγάλη έντΰπωσι στις μοναχές καί στους Πατέρας πού άσκήτευσαν έκεΐ γύρω. Όλοι αμφέβαλλαν γιά τή σωτηρία της. Ένας άγιος Ερημίτης όμως πού έμενε σέ μιά σπηλιά στήν κορυφή τού βουνού διηγήθηκε αργότερα τό όραμα πού είδε, καθώς προσευχόταν, τή στιγμή ακριβώς πού ή μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι άπό τόν Ουρανό κατέβαιναν νά παραλάβουν τήν ψυχή της, άλλά καί πλήθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν άπό παντού γιά νά τήν άρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία άνάμεσα στ' αγαθά καί στά πονηρά πνεύματα. Οί δαίμονες απαιτούσαν τήν ταλαίπωρη ψυχή πού τόσον καιρό δούλευε στην άμαρτία. Οΐ Αγιοι Αγγελοι βεβαίωναν πώς είχε μεταμεληθή καί γι' αυτό ήταν άξια σωτηρίας.
Πού είναι ή μετάνοια της; άντιλογοΰσαν τά πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπή στό Μοναστήρι της πρόλαβε καί τή βρήκε ό θάνατος Εξω από τήν πόρτα.
Αφ' ότου είδε ό Πανάγαθος Θεός τή Οέλησί της νά κλίνη στή διόρΟωσι, δέχτηκε τήν μετάνοιά της, άποκρίΟηκαν οί Αγγελοι. Ή ψυχή είναι κυρία τής θελήσεώς της. τής δέ ζωής καί τού θανάτου ό πάντων Δημιουργός καί κυρίαρχος Θεός.
Έτσι οί δαίμονες Εφυγαν νικημένοι, ένώ οί Αγιοι "Αγγελοι μέ χαρά ώδήγησαν τήν ψυχή στά Ουράνια.
ΑΝ ΘΕΛΗ  ό άνθρωπος, μπορεί άπό τήν άνατολή ώς τή δύσι τού ήλιου νά φθάση στήν άγιότητα. Ελεγε ό Μέγας Αντώνιος, διδάσκοντας τούς μαΟητάς του τήν δύναμι τής μετάνοιας.

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ πού άνθοΰσε ό ασκητισμός στήν Αίγυπτο, ζούσε στήν ‘Αλεξάνδρεια μιά ορφανή κόρη πού τήν Ελεγαν Ταϊσία. "Οταν πέΟαναν οί καλοί γονείς της. τής άφησαν κληρονομιά πρώτα απ' όλα τήν ευσέβεια καί τήν άγάπη τους γιά τούς φτωχούς καί ξένους Κι΄ ύστερα ενα μεγάλο σπίτι καί πολλά χρήματα γιά νά πορεύεται.
Ή κόρη, άπό μεγάλη εύλάβεια πρός τούς Έρημίτας. Εκανε τό σπίτι της ξενώνα γιά χάρι τους Κι΄ όταν κατέβαιναν στήν πόλι νά πουλήσουν τά Εργόχειρά τους, τούς περιποιόταν μ’ όλη της τήν καρδιά. Μέ τά χρόνια όμως τά λεπτά τής Ταϊσίας ξοδεύονταν Κι΄ ή ίδια άρχισε νά στερήται. Τότε μπήκαν στή μέση κακοί καί διεφθαρμένοι άνθρωποι. ’Εκμεταλλεύτηκαν τή δυστυχία της καί μέ τήν πονηριά τους τήν παρέσυραν στην διαφθορά. Ή ωραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη έταίρα.
"Οταν Εμαθαν τό κατρακύλισμα τής όρφανής κόρης οΐ Πατέρες τής έρήμου, αποφάσισαν νά κάνουν ό,τι περνοϋσε άπό τό χέρι τους γιά νά τή σώσουν.
'Εκείνη, όταν είχε τά μέσα, μάς έδειχνε όλη  τη συμπάθειά της, έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα πού κινδυνεύει ή ψυχή της, πρέπει νά ξεπληρώσωμε Κι΄ έμεΐς τό χρέος μας σ' αυτή.
’Ανέθεσαν λοιπόν στόν Άββά Ιωάννη τόν Κολοβό τή λεπτή καί δύσκολη άποστολή. ’Εκείνος στήν άρχή δίστασε. Τού φαινόταν άκατόρθωτο τό έργο. Τέλος όμως , γιά νά μή γίνη παρήκοος στούς Γέροντας, αποφάσισε νά κατέβη στήν πόλι καί νά παρουσιαστή στό σπίτι τής άμαρτωλής. Παρεκάλεσε τή θυρωρό νά τόν όδηγήση στήν κυρία της.
Φύγε άπό δώ, παληοκαλόγερε, τού φώναξε έκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρώτα τήν περιουσία της Κι΄ άκόμη δέν παύετε νά τήν ένοχλήτε.
Ό Άββάς δέν απελπίστηκε. 'Εξακολουθούσε νά παρακαλή νά ίδή τήν Ταϊσία. γιά κάτι πολύ ωφέλιμο γι' αυτήν, έλεγε. Μπροστά στή μεγάλη του έπιμονή, ή γρηά υποχώρησε καί πήγε νά είδοποιήση τήν κυρία της.
Αυτοί οΐ καλόγηροι ψαρεύουν συχνά στήν 'Ερυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια, είπε ή Ταϊσία Φέρε τον έπάνω.
Κυττάχτηκε στόν καθρέφτη της, έφτιαξε τά μαλλιά καί τά φορέματά της, έρριξε καί κάμποσο άρωμα έπάνω της καί ξάπλωσε στό χαμηλό ντιβάνι. μέ τό ύφος τών ξεπεσμένων γυναικών, γιά νά ύποδεχτή τόν Ερημίτη.
Ό Άββάς ’Ιωάννης πέρασε στό δωμάτιο περίλυπος. Στάθηκε απέναντι της. Τήν κύτταξε αρκετή ώρα αμίλητος μέ οίκτο. "Υστερα τής είπε μέ σιγανή φωνή:
Σέ τί σού έφταιξε ό Χριστός μας, Ταϊσία. καί τόν προσβάλλεις τόσο άσπλαγχνα;
Σταμάτησε. Δέν μπορούσε νά συνέχιση. Τόν έπνιγαν οΐ λυγμοί ’Από τά βαθουλωμένα μάτια του Ετρεχαν καυτερά δάκρυα. Εκείνη ένοιωσε συστολή. Άφησε τήν άπρεπη προκλητική της στάσι καί στενοχωρημένη τόν έρώτησε:
Γιατί κλαϊς. Άββά;
Πώς νά μήν κλάψω, κόρη μου. πού βλέπω τό σατανά νά παίζη στή μορφή σου;
Ή κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε όλόκληρο τό κορμί της.
Τώρα πού ήρθες είναι πολύ αργά. Γέροντα. Δέν έχει μείνει τίποτε όρθιο μέσα μου. Τά κύλισα όλα στή λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
"Ηθελε καί κάτι άλλο νά πή. αλλά σταμάτησε. Ό Γέροντας περιμενε μέ σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατά γιά τή σωτηρία τής κόρης, πού λές καί γύρευε νά τραντάξη τά ουράνια.
'Υπάρχει τάχα τώρα σωτηρία καί γιά μένα. Άββά; ψιθύρισε μ' αμφιβολία έκείνη.
"Ω ναι, υπάρχει, κόρη μου. φώναξε μ' αγωνία ό Γέροντας. Ή μετάνοια φέρνει σωτηρία.
Τό θαύμα, πού τόση ώρα γύρευε μέ τήν προσευχή του. έγινέ τή στιγμή έκείνη.
Η Ταϊσία έπεσε συντριμμένη στά πόδια του καί μέ δάκρυα στά μάτια παρακάλεσε:
Βγάλε με άπό δώ μέσα. Πάτερ. Δείξε μου τό δρόμο τής σωτήριας.
Άκολούθησέ με.
Χωρίς άλλη κουβέντα ή κόρη σηκώθηκε Κι΄ ακολούθησε τόν Γέροντα. Εκείνος έθάυμασε πώς δέν έδειξε κανένα ενδιαφέρον γιά τό σπιτικό της. Πήραν τό δρόμο γιά τήν έρημο. Μά είχαν πολύ άκόμη νά βαδίσουν καί τούς βρήκε ή νύχτα. Σταμάτησαν. Ό Άββάς Ιωάννης έκοψε μερικούς θάμνους Κι΄ έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεβάτι γιά τήν κόρη.
Κοιμήσου ώς νά ξημερώση. τήν συμβούλεψε. “Εχομε να κάμωμε ακόμη πολύ δρόμο.
‘Εκείνος απομακρύνθηκε κάμποσο. Είπε τις προσευχές του καί πλάγιασε στό χώμα νά ξαποστάση. παίρνοντας γιά προσκεφάλι του μιά σκληρή πέτρα. Πήρε λίγο ύπνο καί ξύπνησε πάλι τά μεσάνυχτα νά συνέχιση τήν προσευχή του. Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στά μάτια του ένα θέαμα μεγαλειώδες. Από τό σημείο, πού είχε αφήσει τήν κόρη νά κοιμάται, άρχιζε ένας δρόμος όλοφώτεινος πού άγγιζε τόν ουρανό. Άγγελοι γοργόφτεροι ανέβαζαν μιά ψυχή, ολόλευκη σάν περιστέρι, στό θρόνο τού Θεού. Ό "Οσιος στάθηκε πολλή ώρα καί κύτταζε συνεπαρμένος από τό όραμα. "Υστερα κίνησε νά πάη στό μέρος πού βρισκόταν ή Ταϊσία. Τής φώναξε νά ξυπνήση. Δέν άκουσε. Τήν κίνησε ελαφρά. Δέν αισθανόταν. Είχε πιά πεθάνει.
Συγκινημένος βαθειά ό Ερημίτης, γονάτισε πλάι στ' άψυχο σώμα καί παραδόθηκε σέ θερμή προσευχή. Τότε τοΰ φάνηκε πώς μιά γλυκειά φωνή βεβαίωνε τό σαστισμένο λογισμό του:
 Αρκεί λίγος χρόνος βαθειάς συντριβής γιά νά βρή ή ψυχή τό δρόμο τής σωτηρίας.
··
Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ πήγε κάποτε έπισκέπτης σ' ένα Μοναστήρι. Ήταν Κυριακή Οί καλόγεροι μαζεύονταν στήν Εκκλησία νά λειτουργηθούν. Ό Όσιος στάθηκε σέ μιά παράμερη γωνιά. Από κεϊ παρατηρούσε, χωρίς νά φαίνεται, τούς άδελφούς πού έμπαιναν στήν Εκκλησία. Είχε χάρισμα άπό τόν Θεό νά διαβάζη τήν ψυχή, καθώς έμείς διαβάζομε τήν δψι τών συνανθρώπων μας.
Οί περισσότεροι άδελφοί είχαν χαρούμενο πρόσωπο, πού έδειχνε άμέσως τήν έσωτερική τους διάθεσι. Ό καθένας είχε πλάι του τόν φύλακα Άγγελό του. πού ώκτινοβολούσε Κι΄ έκεινος άπό χαρά. Όλα αυτά έδειχναν άγιότητα. πρόοδο στήν άρετή! Ό Άββάς Παύλος εύχαριστοΰσε μέ τήν καρδιά του τό Θεό.
Καθυστερημένος πολύ έφτασε ένας καλόγερος. Πόσο διαφορετικός άπό τούς άλλους φαινόταν! Τό πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, άγριο. Τόν ακολουθούσαν πολλοί δαίμονες, που προσπαθούσαν ό καθένας χωριστά νά τόν τραβήξη μέ τό μέρος του. ’Εκείνος ό δυστυχισμένος φαινόταν σάν χαμένος. Ό ‘Αγγελός του περίλυπος στεκόταν οέ άπόστασι. Κάτι τόν έμπόδιζε νά πλησιάση. Ό "Οσιος έβγαλε βαθύ στεναγμό. Έκλαψε μέ συμπόνια γιά τή βασανισμένη ψυχή τού αδελφού.
Ή θεία Λειτουργία τελείωσε. Οί καλόγεροι μέ τή σειρά άρχισαν νά βγαίνουν. Ό "Οσιος πάλι έβλεπε.
Τώρα έδειχναν πιό λαμπρισμένοι. Οί "Αγγελοί τους φωτεινότεροι. Ό Άββας Παύλος δέν κινήθηκε άπό τήν Οέσι του. Περίμενε νά ίδή κΤ έκείνον τόν άλλο, πού τόσο είχε προσευχηθή γι αύτόν σ’ όλη  τή Λειτουργία. Δέν άργησε νά φανή Κι΄ έκεϊνος. Τί άλλαγή! Ή δψις του άκτινοβολούσε! Τά πονηρά πνεύματα είχαν έξαφανισθή. Ό φύλακας Αγγελος τόν σκέπαζε μέ τίς φτερούγες του. Πόσο ευχαριστημένος έδειχνε τώρα!
Δόξα σοι. ό θεός! ξέφυγε χωρίς νά θέλη άπό τά χείλη τού Όσιου.
Οί άδελφοί γύρισαν καί τόν κύτταξαν μέ άπορία. Εκείνος τότε τούς φανέρωσε τί είχε ίδεΐ τό πρωινό στήν 'Εκκλησία. Ύστερα άνάγκασε τόν άδελφό νά είπή μέ τί διαθέσεις πήγε στή Λειτουργία καί πώς έφευγε. Εκείνος δέ δίστασε νά έξομολογηθή μπροστά σ' όλους:
Μέχρι σήμερα, είπε, περνούσα μέ άμέλεια τήν ζωή μου. Τά πάθη Κι΄ οί κακοί λογισμοί μέ είχαν τόσο κυριέψει. πού δέν μού έκανε πιά καρδιά νά φροντίσω γιά τή διόρθωσί μου. Σήμερα όμως μέ έλέησε ο θεός. Πρόσεξα μέ ιδιαίτερη προσοχή τήν άνάγνωσι. "Ακόυσα τόν Προφήτη ή μάλλον τόν ίδιον τόν Θεό νά λέη μέ τό στόμα έκείνου στούς όμοιους μου άμαρτωλούς: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε. άφέλετε τάς πονηριάς άπό τών ψυχών υμών άπέναντι τών όφθαλμών μου, παύσασθε άπό τών πονηριών ύμών. μάθετε καλόν ποιείν... καί εάν ώσιν αί άμαρτίαι ύμών ώς φοινικούν. ώς χιόνια λευκάνώ.Ή καρδιά μου συντρίφτηκε. Έκλαψα καί παρακάλεσα τόν Ουράνιο Πατέρα νά κάνη σέ μένα τόν άθλιο αυτά πού υπόσχεται μέ τό στόμα του Προφήτου. Έδωσα Κι΄ έγώ ύπόσχεσι ν’ άφήσω τήν αμέλεια καί νά κοπιάσω σκληρά γιά τή διόρθωσί μου. Μ’ αύτές τις διαθέσεις βγήκα άπό τήν Εκκλησία. άποφασισμένος πιά νά κρατήσω τήν ύπόσχεσί μου.
Ό "Οσιος καί οι 'Αδελφοί πού άκουσαν τήν έξομολόγησι του μοναχού θαύμασαν Κι΄ έλεγαν μεταξύ τους:
 Είναι πραγματικά άνυπολόγιστη ή άξια τής μετάνοιας.
«ΑΜΑΡΤΙΑ πρός θάνατον», γράφει ό Άββάς Μάρκος ό 'Ασκητής, είναι κάθε άμετανόητη άμαρτία. Ούτε αυτός ό Αγαθός καί Φιλάνθρωπος Θεός συγχωρεΐ τόν αμετανόητο άμαρτωλό. Οί περισσότεροι άνθρωποι αισθάνονται συχνά λύπην καί άηδία διά τάς άμαρτίας των, δέχονται όμως μέ εύχαρίστησι τάς άφορμάς των.
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ, παρασυρμένος άπό τήν τρομερή δύναμι τής κακής συνήθειας, έπεφτε συχνά σέ βαρύ άμάρτημα. Δέν άφηνε όμως τόν αγώνα. Ύστερα άπό κάθε κατρακύλισμα έχυνε πύρινα δάκρυα καί προσευχόταν στόν Θεό μ' αυτά τά πονεμένα λόγια: «Κύριε, σώσε με. είτε θέλω είτε δέ θέλω. Έγώ σάν χωματένιος, πού είμαι, τραβιέμαι εύκολα άπό τήν λάσπη τής άμαρτίας. Σύ όμως έχεις τή δύναμι νά μ' έμποδίσης. Δέν είναι θαυμαστό. Θεέ μου. άν έλεήσης τόν δίκαιο, ούτε άν σώσης τόν ένάρετο. γιατί αυτοί είναι άξιοι νά γευθοΟν τήν άγαθότητά σου. Σέ μένα τόν άμαρτωλό δείξε. Κύριε, τό έλεος καί τή φιλανθρωπία Σου. καί σώσε με μέ Οαυματουργικό τρόπο, γιατί μ' όλη τήν άθλιότητά μου σέ Σέ μόνο καταφεύγω ό δυστυχής». Αύτά έλεγε μέ συντριβή ό νέος καί όταν κυριευόταν άπό τό πάθος καί όταν άκόμη ήτο ήρεμος. Κάποια φορά, πού πάλι νικήθηκε ύστερα άπό όγωνιώδη άντίστασι. γονάτισε παρευθύς Κι΄ έπανέλαβε τά ίδια λόγια, χύνοντας ποταμούς δακρύων. Ή άκατανίκητη έλπίδα του στή θεία εύσπλαγχνία έρέθισε τόν διάβολο. Παρουσιάστηκε μπροστά του όλος μανία καί τού φώναξε:
"Αθλιε, δέν νοιώθεις λίγη ντροπή, όταν μέ τέτοια χάλια τολμάς νά προσεύχεσαι καί νά παίρνης στό στόμα σου τού θεού τό όνομα; Μάθε μιά γιά πάντα πώς γιά σένα δέν υπάρχει σωτηρία.
Ό γενναίος άγωνιστής δέ φοβήθηκε, ούτε τήν έλπίδα του έχασε, όπως περίμενε ό διάβολος.
Μάθε Κι΄ έσύ. τού άποκρίθηκε θαρρετά, πώς τό δωμάτιο αυτό είναι σιδηρουργείο. Μιά σφυριά δίνεις και μιά παίρνεις. Δέ θά πάψω νά σέ πολεμώ μέ τή μετάνοια καί τήν προσευχή, ώσπου νά βαρεθής νά μέ πολεμάς Κι΄ έσύ μέ τήν άμαρτία.
Έτσι λοιπόν; φώναξε ό διάβολος μέ κακία. Από δώ Κι΄ έμπρός παύω νά σέ πολεμώ, γιά νά μήν αυξηθούν τά βραβεία τής υπομονής σου. Κι΄ έγινε άφαντος.
'Από τή στιγμή έκείνη έπαψε ό πόλεμος τού νέου. Εκείνος όμως ούτε μιά στιγμή δέν έπαυσε νά προσέχη τόν έαυτό του καί έκλαιε συχνά σάν θυμόταν τά σφάλματά του.
Εύγε σου! Έχεις κατάνυξι, τού ψιθύριζε καμμιά φορά στό λογισμό του ό έχθρός γιά νά τόν ρίξη τώρα στήν ΰψηλοφροσύνη.
'Ανάθεμα σέ τούτο τό καλό, άποκρινόταν μέ περιφρόνησι ό νέος. Μήπως άρέσει στό Θεό νά χάση ό άνθρωπος τήν καθαρότητα τής ψυχής του μέ ρυπαρές πράξεις Κι΄ ύστερα νά κάθεται νά κλαίη;
Σ' ΕΝΑ Κοινόβιο στήν Αίγυπτο ήτο ένας Αδελφός ένάρετος καί Διάκονος στήν τάξι. Κάποτε ζήτησε άσυλο στό Μοναστήρι ένας πολιτικός φυγάς μ' όλόκληρη την οικογένεια του. Ό διάβολος λοιπόν τά έφερε έτσι πού νά πέση σέ άμαρτία ό Διάκονος μέ κάποια άπό τις νεαρές φιλοξενούμενες άρχοντοπούλες. Τό κακό δέν άργησε νά φανερωθή καί νά σκανδαλίση πολλές συνειδήσεις.
Ό φταίχτης όμως μετανόησε εύθύς. Πήγε χωρίς χρονοτριβή σ' ένα γείτονά τους ‘Αγιο Ερημίτη καί μέ συντριβή έξωμολογήΟηκε τήν άμαρτία του. Ό Γέροντας είχε μιά κρύπτη στό έσωτερικό τής καλύβας του. Ό Διάκονος τό ήξερε. Τόν παρακάλεσε νά τού τή δώση γιά νά ταφή μέσα ζωντανός, νά κλαίη ώσπου νά τόν εύρη ό θάνατος γιά τήν άσυγχώρηση πραξι του. “Ετσι έγινε. Ό άμαρτωλός κλείστηκε στό σκοτεινό του τάφο. Ό Γέροντας κάθε βράδυ τού έρριχνε λίγο ψωμί άπό ένα μικρό άνοιγμα.
Πέρασαν χρόνια. Οί άνθρωποι έχασαν τά ίχνη τού Αδελφού. Βαρέθηκαν μέ τόν καιρό νά σχολιάζουν τό σκάνδαλο. Στό τέλος τό έρριξαν στή λησμοσύνη.
Μιά έποχή ό Νείλος κράταγε μέ πείσμα τά νερά του χαμηλά. Δέ φούσκωνε νά ποτίση τή διψασμένη άπό τό λιοπύρι αίγυπτιακή πεδιάδα. Τά χωράφια χλώμιασαν. τά σπαρτά καταστρέφονταν σιγάσιγά, προμήνυμα μεγάλης δυστυχίας. Απελπισμένοι οί άνθρωποι έτρεχαν στά Μοναστήρια καί στίς Εκκλησίες γιά προσευχές καί λιτανείες. Μάταια όμως . Τά νερά τού ποταμού δέν άνέβαιναν μέ κανένα τρόπο.
Τέλος, ό ’Επίσκοπος μιας έπαρχίας, ένας άγιος άνθρωπος, πού έκανε πολύ προσευχή γιά τή δυστυχία τού κόσμου, άκουσε φωνή στόν ύπνο του νά τού λέγη πώς, άν δέν προσευχηΟή ό Διάκονος πού είναι κρυμμένος στήν καλύβα τού τάδε Γέροντος. τό νερό δέν άνεβαίνει.
Τήν άλλη μέρα ό ευσεβής 'Επίσκοπος μέ όλο τόν κλήρο του καί πολύ λαό πήγε στήν καλύβη τού Γέροντος Κι΄ έβγαλε διά τής βίας τόν Διάκονο άπό τήν κρυψώνα του. Τόν ανάγκασε νά προσευχηθή.
Μόλις έκεϊνος ύψωσε τά χέρια του στόν Ουρανό και ψιθύρισε λίγα θερμά λόγια προσευχής, ό ποταμός πλημμύρισε Κι΄ έπότισε τά διψασμένα χωράφια.
Οί άνθρωποι πού πριν είχαν σκανδαλισθή μέ τό σφάλμα τού Διακόνου, βλέποντας τώρα τήν παρρησία πού είχε άποκτήσει μέ τήν καλή του μετάνοια, τόν εύλαβήθηκαν Κι΄ έδόξασαν τόν Θεόν.
···
ΕΝΛΣ Μοναχός κατέβηκε στήν πόλι νά πουλήση τό εργόχειρό του. Στό δρόμο συνάντησε κατά τύχη μιά ώραία νέα. θυγατέρα είδωλολάτρου Ιερέως. Άφησε άφύλαχτο τόν έαυτό του καί τόσο κυριεύτηκε άπό τήν κακή έπιθυμία. πού ξέχασε τις υποσχέσεις πού είχε δώσει στόν Χριστό γιά παρθενία καί άγνότητα καί τή ζήτησε άπό τόν πατέρα της γιά σύζυγο.
Δέν μπορώ νά σού ύποσχεθώ. τού είπε έκεϊνος. άν δέν ρωτήσω πρώτα τό θεό μου.
Πήγε πράγματι στό μαντείο νά πάρη χρησμό.
Ζήτησε του ν’ άρνηθή τό σχήμα τού Μοναχού καί τό Βάπτισμά του. απάντησε τό μαντείο ή μάλλον ό διάβολος.
Άρνούμαι καί τά δύο, τόλμησε νά ξεστομίση ό δυστυχισμένος καλόγερος, σκοτισμένος άπό τήν παράλογη έπιθυμία του. Τότε είδε νά βγαίνη άπό τό στόμα του ένα κάτασπρο περιστέρι καί νά χάνεται στό άπειρο.
Ό πατέρας τής νέας όμως δεν ικανοποιήθηκε αμέσως, ζήτησε καί δεύτερο χρησμό.
Μ ή τού δώσης τή θυγατέρα σου. είπε τό μαντείο. Ό Θεός του δέν τόν έγκατέλειψε ακόμη.
Σάν τ' άκουσε ό αρνητής συγκλονίστηκε, συντρίφτηκε ή καρδιά του.
Ό άθλιος έγώ, έφώναςε. άρνήθηκα ένα Θεό πού ποτέ δέν άρνεΐται τό έργον τών χειρών Του.
Θρηνώντας τή φοβερή άμαρτία του πικρά, σάν τόν Πέτρο.γύρισε στην έρημο. Πήγε ευθύς σ' έναν από τούς άγιους Πατέρας Κι΄ έξωμολογήθηκε βαθειά μετανοημένος.
Εκείνος τόν ακούσε μέ κατανόησι. τόν στήριξε, τόν παρηγόρησε, άλλα τού έδωσε βαρύ έπιτίμιο:
Κλείσου σ' έκείνο τό απόμερο σπήλαιο, τού είπε καί τού έδειξε τή σπηλιά πού ήταν έπάνω άπό τήν καλύβα του, στην κορφή τού βράχου. Τρώγε λίγο ξερό ψωμί μιά φορά στις τρεϊς ήμέρες καί μή παύσης νά προσεύχεσαι μέ θερμά δάκρυα στόν φιλάνθρωπο Θεό νά σ' έλεήση. Τό ίδιο θά κάνω Κι΄ έγώ γιά χάρι σου Κι΄ έλπίζω πώς μέ κάποιο σημείο Οά μάς φανέρωση ό Κύριος πώς δέχτηκε τή μετάνοιά σου.
Ό 'Αδελφός άκολούθησε πιστά τή συμβουλή τού Άγιου Γέροντος. Ένήστευε όμως κι ό Πνευματικός καί συγκοπίαζε μέ τόν μετανοοΰντα.
Σέ παρακαλώ. Κύριέ μου. έλεγε στήν προσευχή του, μέ πολύ πόνο, ό συμπαθής Γέροντας, χάρισέ μου τήν ψυχή τού Αδελφού καί δέξου τή μετάνοιά του.
Ό Πανάγαθος Θεός ακούσε τούς στεναγμούς καί τών δύο. Ύστερα άπο μιά βδομάδα πού πήγε ό Γέροντας νά Ιδή τί κάνει ό Αδελφός, έκείνος τού φανέρωσε πώς είχε διακρίνει πολύ ψηλά στόν ουρανό τό περιστέρι, πού μέ τήν άρνησι είχε βγή άπ' τό στόμα του.
Εξακολούθησε τόν αγώνα. Αδελφέ. Κι΄ έχε ιήν έλπίδα σου στό θείο έλεος, είπε ό Γέροντας καί τόν άφησε πάλι μόνο.
Πέρασε άκόμη μιά βδομάδα Κι΄ ό Αδελφός, πιό παρηγορημένος, έξωμολογήθηκε στό Γέροντα πώς τό ποθούμενο περιστέρι πήγε καί στάθηκε πολύ κοντά στό κεφάλι του.
Συνέχισε, τέκνο, τήν καλή σου μετάνοια, είπε έκείνος εύχαριστημένος.
Σάν πέρασε Κι΄ ή τρίτη βδομάδα, πήγε πάλι ό καλός Πνευματικός νά έπισκεφθή τήν ψυχή πού είχε άναλάβει Βρήκε τόν Αδελφό νά κλαίη άπό χαρά.
Ήρθε τό περιστέρι. Άββά. τού είπε μόλις τόν είδε. λίγο προτού φανής έσύ καί κάθισε επάνω στό κεφάλι μου. Καθώς άπλωσα μέ λαχτάρα τό χέρι μου νά τό κρατήσω, νά μή μοΟ φύγη πιά. μ’ ένα πήδημα έκεϊνο μπήκε στό στόμα μου.
 “Ας έχη δόξα ό Θεός, τέκνον μου, είπε συγκινημένος ό Άββάς. που μάς πληροφόρησε πώς δέχτηκε τή μετάνοιά σου. Πήγαινε τώρα στό κελλί σου καί πρόσεχε πολύ τόν έαυτό σου νά μή διώξης άλλη φορά τή Χάρι τοΰ 'Αγίου Πνεύματος, πού έλαβες στό "Αγιο Βάπτισμα καί τήν άνανεώνεις μέ τά άλλα Μυστήρια τής Εκκλησίας.
Ό ’Αδελφός όμως δέ θέλησε πιά ν' άποχωριστή τόν άγιο Γέροντα. “Εμεινε στήν υποταγή του καί μέ τήν σοφή του καΟοδήγησι αγωνίστηκε τόν καλό άγώνα τής όρετής. ώς τό τέλος τής ζωής του.
ΑΥΤΗ ή φωνή άκούγεται νά λέγη επιτακτικά στόν έπιλήσμονα άνθρωπο, έλεγε κάποιος Πατήρ: «Σήμερον έπίστρεψον».
ΟΙ ΤΩΡΙΝΟΙ άνθρωποι δέ ζητούν τό σήμερον, άλλα τό αΰριον γιά νά μετανοήσουν, έλεγε άλλος Γέρων.
ΛΕΝΕ πώς ένας Αδελφός, κάθε φορά πού οί λογισμοί του τόν ξεγελούσαν καί τού έλεγαν, άφησε σήμερα καί αύριο μετανοείς, έκεϊνος ό σοφός αποκρινόταν «Σήμερα θά δείξω μέ έργα τή μετάνοιά μου· δσο γιά αύριο, άς γίνη τού θεού τό θέλημα».
···
ΕΝΑΣ έπισκέπτης του έβαλε αυτό τό δίλημμα στόν Άββά Ποιμένα, βέβαιος πώς ό Όσιος δέ θά μπορούσε νά βρή τή λύσι:
 Ήταν δυό άνθρωποι, τού είπε, ένας Μοναχός Κι΄ ένας κοσμικός. Ό Μοναχός πολεμήθηκε άπό τό διάβολο καί σέ μια νύχτα μέσα πήρε τήν όπόφασι. μόλις ξημέρωνε ό θεός τήν ήμέρα, νά πετάξη τό ένδυμα τού Μοναχού καί νά γυρίση στόν κόσμο. Ό κοσμικός πάλι σκεπτόταν νά πραγματοποιήση μιά παλιά του έπιθυμία. ν’ άφήση τόν κόσμο και νά ξεκινήση τό πρωί γιά τήν έρημο νά γίνη καλόγηρος. Συνέβη όμως νά πεθάνουν Κι΄ οΐ δυό τήν ίδια νύκτα, πριν προλάβουν νά πραγματοποιήσουν τίς άποφάσεις των. Τί νά καταλογήστηκε άραγε στόν καθένα;
 Ό Μοναχός πέθανε Μοναχός, άπήντησε χωρίς δισταγμό ό Όσιος, Κι΄ ό κοσμικός, κοσμικός. Δέν πρόλαβαν βλέπεις ν' αλλάξουν κατάστασι.
ΝΑ ΤΙ διαβάζουμε στ' «Ασκητικά» τού μεγάλου διδασκάλου τού άσκητισμού Ισαάκ τού Σύρου:
«Μέ τά Ιδια μέσα πού έχασες τό άγαθό. προσπάθησε πάλι νά ιό άποκτήσης. Χρυσάφι χρωστάς στόν θεόν; Δέ θέλει άπό σένα μαργαριτάρια. Τή σωφροσύνη σου έχασες; Δέν σοΰ γυρεύει έλεημοσύνη, άλλά τόν άγιασμό τού σώματος όπαιτεΐ. Περιφρονεϊς τήν έντολή τής άγάπης, νικημένος άπό τό πάθος τού φθόνου; Γιά ποιό λόγο πολεμάς τόν ύπνο μέ άμετρες άγρυπνίες ή άφανίζεις τό σώμα σου μέ ύπερβολική νηστεία; Αυτά δέν σού προσφέρουν καμμιά ώφέλεια, δέ γιατρεύουν τόν φθόνο. Κάθε άρρώστια τής ψυχής, όπως καί τού σώματος, χρειάζεται ειδικά φάρμακα καί θεραπεία άνάλογη»
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ ευσεβής πήγε στούς Αγίους Τόπους νά γίνη καλόγηρος. Γύρισε τά διάφορα προσκυνήματα, έμεινε άρκετές ημέρες στό Όρος τών Έλαιών γιά προσευχή καί ή ψυχή του πλημμύρισε άπό κατάνυξι καί έρωτα θείο. Έπιστρέφοντας στά Ιεροσόλυμα, έξωμολογήθηκε όλες του τίς άμαρτίες στόν Πατριάρχη καί τόν παρεκάλεσε νά τού δώση βαρύ κανόνα. Ό Άρχιερεύς όμως, πού δέν έβλεπε καμμιά σοβαρή αιτία για τιμωρία, ιού είπε θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη του:
Δέν είναι δίκαιο, τέκνο μου, νά σέ καταδικάσω έγώ, άφοΰ ό Πανάγαθος Θεός σέ έχει ήδη συγχωρήσει.
Ό νέος όμως, πού θεωρούσε τόν έαυτό του πολύ άμαρτωλό, έφτιαξε μιά καλύβα έπάνω στό Όρος τών Έλαιών, κλείστηκε μέσα καί πέρασε βαρειές άλυσίδες στά πόδια καί στό λαιμό του.
Ποιός σοϋ φόρεσε τις άλυσίδες, Αδελφέ; τόν ρωτούσαν οΙ περαστικοί.
Ό "Αρχοντας γιά τά έγκλήματά μου, άπαντούσε κλαίγοντας έκεϊνος.
Πολλοί μάλιστα είχαν πιστέψει πώς ήταν πράγματι φονιάς. Πέρασαν χρόνια. Ό νέος έξακολουούσε νά σηκώνη μέ υπομονή τά βαρειά σίδερα. Όσπου μιά μέρα παρουσιάστηκε μπροστά του θείος "Αγγελος.
Δέ χρειάζονται πιά αύτά, τού είπε καί τού έδειξε τις άλυσίδες. Όλες σου οι  άμαρτίες συγχωρήθηκαν.
Καί παρευθύς έπεσαν κάτω τά βαρειά σίδερα καί τό σώμα τού νέου έλευθερώθηκε.
Ποιός σού έλυσε τά δεσμά; τόν ρωτούσαν τώρα οί περαστικοί.
‘Εκείνος πού μού έλυσε καί τις άμαρτίες, αποκρινόταν μέ χαρά ό 'Αδελφός. ΚΙ΄ ύστερα άπό λίγες μέρες έκοιμήθη.
ΚΑΠΟΙΟΙ άλλος νέος παραστράτησε, μά τόσο μετανόησε, όταν ή θεία Χάρις τόν έπεσκέφθηκε στό άκουσμα ένός μόνο κηρύγματος, πού άφησε τόν κόσμο καί έγινε καλόγερος. "Εφτιαξε μιά καλύβα στήν έρημο Κι΄ έκλαιε κάθε μέρα μέ πολύ πόνο τίς άμαρτίες του. Μέ τίποτε δέ μπορούσε νά παρηγορηθή.
Μιά νύχτα, παρουσιάστηκε στόν ύπνο του ό Ιησούς, περιτριγυρισμένος άπό φώς ουράνιο Πήγε κοντά του μέ καλωσύνη:  Τί έχεις, άνθρωπε, καί κλαΐς μέ τόσο πόνο: τόν ρώτησε μέ τή γλυκειά φωνή Του.
Κλαίω Κύριε, γιατί έπεσα, είπε μέ απελπισία ό άμαρτωλός.
"Ω. τότε σήκω.
Δέ μπορώ μόνος. Κύριε.
Άπλωσε τότε τό θεϊκό Του χέρι ό Βασιλιάς τής αγάπης καί τόν βοήθησε νά σηκωθή. Έκεϊνος όμως δέν σταμάτησε νά κλαίη.
Τώρα γιατί κλαϊς;
Πονώ. Χριστέ μου. γιατί σέ λύπησα. Ξώδεψα τόν πλούτο τών χαρισμάτων Σου σέ άσωτίες.
"Εβαλε τότε μέ στοργή τό χέρι Του ό φιλάνθρωπος Δεσπότης στό κεφάλι τού πονεμένου άμαρτωλού καί τού είπε μέ ίλαρότητα:
'Αφού γιά μένα πονάς τόσο πολύ, έγώ έπαυσα πιά νά λυπάμαι γιά τά περασμένα.
Ό νέος σήκωσε τό βλέμμα του νά εύχαριστήση τό Σωτήρα του. μά "Εκεϊνος δέν ήτο πιά έκεϊ. Στή θέσι πού πατούσε είχε σχηματισθή ένα πελώριος όλόφωτος σταυρός. Λυτρωμένος πιά άπό τό βάρος τής άμαρτίας. έπεσε καί τόν προσκύνησε.
Μ' ευγνωμοσύνη στήν ψυχή, ύστερα άπό τό όραμα έκείνο. κατέβηκε πάλι στήν πολιτεία ό νέος γιά νά γίνη πιό θερμός κήρυκας τής μετάνοιας καί νά όδηγήση στόν Χριστό πολλούς άλλους παραστρατημένους.
·
ΑΝ ΜΕ ΚΑΛΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ σηκωθής άπό τήν πτώσι σου. λέγει κάποιος Πατήρ, μή παύσης νά λυπάσαι γι" αύτή καί νά στενάζης ώς τό τέλος τής ζωής σου. Αλλιώς κινδυνεύεις νά ξαναπέσης στήν ίδια αμαρτία Ή κατά Θεόν λύπη είναι χαλινάρι τής ψυχής. Τήν συγκρατεϊ άπό πολλά παραστρατήματα.
Ό "Οσιος Αρσένιος, μάς πληροφορεί ό μαθητής του Άββάς Δανιήλ, άλλαζε τό νερό πού έβρεχε τά φοινικόφυλλα για τά πανέρια του μόνο μιά φορά τό χρόνο. Άν λιγόστευε, Ερριχνε δσο τοΟ χρειαζόταν. Μέ τόν καιρό τό βρώμικο νερό μύριζε τόσο άσχημα, πού δέ μπορούσε άνθρωπος νά πλησιάση.
Πώς υποφέρεις τόση δυσοσμία; ρωτούσαν τόν "Οσιο οί Γέροντες. Γιατί δέν αλλάζεις συχνότερα τό νερό;
Στόν κόσμο απόλαυσα πολλά αρώματα καί μυρωδικά, έλεγε έκεΐνος. Αντί γιά όλα αύτά, άς ύπομείνω τώρα τούτη τη μικρή ταλαιπωρία.
ΔΥΟ Αδελφοί, πού άσκήτευαν μαζί, έπεσαν σέ αμέλεια. Αντί ν' άγωνιστοΰν γιά τή διόρθωσί τους, άφησαν τήν έρημο καί γύρισαν στόν κόσμον. Εκεϊ δέν άργησαν νά παρασυρθοΰν σέ κάθε είδος άσωτίες. Μέ τόν καιρό όμως κουράστηκαν άπό τήν άκατάσταση ζωή τους, αήδιασαν τήν αμαρτία Κι΄ έλεγαν μεταξύ του πικρά μετανοημένοι;
Τί κερδίσαμε πού περιφρονήσαμε βίο άγγελικό καί κυλιστήκαμε σ αυτό τό βόρβορο; Τήν ψυχή καί τό σώμα βλάψαμε καί θά ζημιωθούμε τήν αιώνια ζωή. "Ας γυρίσωμε στήν έρημο νά βάλωμε άρχή απλής μετάνοιας.
Τό είπαν καί τό έκαναν. Έξωμολογήθηκαν μέ συντριβή τις αμαρτίες τους καί δέχτηκαν μέ ταπεινοφροσύνη τό έπιτίμιο πού τούς Εδωσαν οί Γέροντες. Τιμωρήθηκαν νά μείνουν γιά ένα χρόνο κλεισμένοι σί κελλιά τους, χωρίς νά μιλήσουν μέ άνθρωπο, καί νά τρώγουν λίγο ξερό ψωμί ύστερα άπό τή δύσι τού ήλιου.
Σάν πέρασε ό χρόνος, πήγαν οι Πατέρες νά τούς λύσουν τό έπιτίμιο. Οί Αδελφοί πού είχαν σχεδόν τήν ίδια ήλικία καί κάποια όμοιότητα στήν έμφάνισί τους, βρέθηκαν εντελώς διαφορετικοί. Ό ένας είχε γίνει σωστός σκελετός άπό τήν άδυναμία. ωχρός καί κατηφής. Ό άλλος δέ είχε χάσει τις δυνάμεις του Κι΄ έδειχνε πολύ χαρούμενος στήν όψι.
Απόρησαν οί Γέροντες. Πώς είχαν τόση διαφορά μεταξύ τους, άφού ή τιμωρία ήταν ή ίδια καί γιά τούς δυό; Ρώτησαν τόν καθένα πώς πέρασε έκεΐνο τό διάστημα.
Μέρα  νύχτα, είπε ό πρώτος, συλλογιζόμουν τις άμαρτίες μου καί τήν αιώνια τιμωρία πού γι' αυτές μέ περιμένει.
Αγωνία καί φόβος κατάτρωγε τά σωθικά μου. Τό σώμα μου μαράθηκε καί τό πετσί κόλλησε στά κόκκαλά μου.
Έγώ, άποκρίθηκε ταπεινά ό άλλος, ευχαριστούσα μ' όλη μου τήν ψυχή, κάθε μέρα πού περνούσε, τόν Πανάγαθο θεό πού δέ μ' άφησε νά πεθάνω άμετανόητος. γιά νά κολάζομαι αιωνίως, αλλά μέ δέχτηκε στην πατρική άγκαλιά του σάν τόν Άσωτο. Αυτή ή σκέψι γέμιζε ευγνωμοσύνη τήν ψυχή μου καί πλημμύριζε τήν καρδιά μου μέ χαρά.
Ύστερα απ' αυτά πού άκουσαν οί Πατέρες, είπαν πώς καί τών δύο ή μετάνοια ήταν άρεστή στό Θεό.
·
ΕΝΑΣ ΝΕΟΣ πήγε μέ βαρειά καρδιά στόν Πνευματικό του καί έξωμολογήθηκε:
Ό λογισμός μέ βασανίζει. Γέροντα, νά έγκαταλείψω τόν άγώνα, άφού Κι΄ ύστερα από τήν έπιστροφή μου στό Χριστό καί τή μετάνοιά μου. δέν μπορώ ακόμη νά βγάλω άπό πάνω μου όλες τίς αδυναμίες.
Μοϋ θυμίζεις, μ’ αυτά πού μού λές. κάτι πού συνέβη πριν κάμποσο καιρό σ' ένα φίλο μου άγρότη. είπε ό Πνευματικός. Έλα, κάθισε έδώ κοντά, παιδί μου, νά σού διηγηθώ τή μικρή του ιστορία.
Ό νέος άκουγε πάντοτε μ' ένδιαφέρον τά χαριτωμένα αυτοσχέδια ανέκδοτα τού αγαθού Γέροντα:
Ό φίλος μου. πού λές. είχε ένα χωράφι στήν άκρη τού χωριού, πού είχε μείνει χρόνια ακαλλιέργητο Κι΄ ήταν πιά γεμάτο αγκάθια καί τριβόλια. Μιά καλή χρονιά όμως, σκύφτηκε νά τό σπείρη. Άλλ' έπρεπε πρώτα νά καθαριστή. "Εστειλε λοιπόν τό μεγάλο του γυιό νά κάνη τή δουλειά αυτή. Μά σάν είδε τό παλληκάρι εκείνα τά πελώρια αγκάθια καί τ' άγριοβότανα. έπεσε σ' απελπισία.
Δέ γίνεται νά φτιάξη ποτέ τούτο τό χωράφι, έλεγε καί ξανάλεγε στον εαυτό του. Πώς νά ξερριζώσω τόσα αγριόχορτα;
“Ετσι έπεισε γιά τά καλά τόν εαυτό του πώς ήταν αδύνατο νά γίνη ή δουλειά. Ξάπλωσε κάτω άπό ένα θάμνο καί κοιμήθηκε. Σάν ξύπνησε ήταν πιά μεσημέρι. Έρριξε τό νυσταγμένο βλέμμα του στήν αγριάδα καί τρόμαξε. “Εμεινε καρφωμένος στη Οέσι του ώς τό βράδυ χωρίς νά κάνη τίποτε. Τό ίδιο καί τήν άλλη μέρα καί τήν τρίτη. Χασμουριόταν, στριφογύριζε τεμπέλικα, έπεφτε στόν ύπνο, ξύπναγε. Μόνο δουλειά δέν αποφάσιζε νά κάνη.
Τίποτε δέν έκανες τόσες μέρες, τού είπε θυμωμένος ό πατέρας του. σάν πήγε Κι΄ είδε πώς ό γυιός του δέν είχε βγάλει οϋτε ένα αγκάθι.
Βαραίνει ή ψυχή μου. πατέρα, ώμολόγησε ό νέος, σάν γυρίζω καί βλέπω πόση δουλειά μέ περιμένει καί δέ μπορώ νά πάρω άπόφασι ν' αρχίσω.
“Αν κάθε μέρα, παιδί μου. καθάριζες τόση γή. όση πιάνεις μέ τό μπόι σου σάν ξαπλώνης καί κοιμάσαι, θά κόντευες τώρα νά τελειώσης.
Ντροπιασμένος γιά τήν τεμπελιά του ό γυιός. έβαλε αμέσως σέ πράξι τή συμβουλή τού πατέρα του. Σέ λίγο είδε μέ τά μάτια του πώς δέν ήταν ακατόρθωτο νά καθαρίση τό χέρσο χωράφι.
Μιμήσου τον Κι΄ έσύ. παιδί μου. Κι΄ όταν ξανάρθης. θά μού πής. άν στ’ αλήθεια είναι τόσο δύσκολο νά ξερριζώσης μέ υπομονή τά πάθη τής ψυχής σου.
Ο νέος έφυγε μέ καινούργια δύναμι άπό τήν έξομολόγησι. αποφασισμένος νά συνέχιση τόν καλόν αγώνα.

Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία
Γεροντικόν

Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |