ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες




ΜΕΡΟΣ Ζ’
Ο Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός
Ο Στάρετς και οι υπερήφανες κυρίες

Όταν απουσίαζε από το ερημητήριο, ο μακάριος Θεόφιλος δεν κλείδωνε ποτέ το κελλί του, ακόμη και όταν έλειπε και ο συγκελλιώτης του στην πόλι. Αυτό το έκανε διότι και κατά την διάρκεια της απουσίας του συναθροιζόταν κόσμος στο κελλί του, κυρίως γυναίκες. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγη. Πήγαιναν σ' αυτόν προτού ακόμη να πάνε στην εκκλησία και όταν έβλεπαν τον μακάριο, μετά από μακρά αναμονή έξω από το παράθυρό του, έτρεχαν πίσω του σαν κοπάδι.
 Ο στάρετς δεχόταν όλους τους ανθρώπους συχνά μόνο με το τραχύ ζωστικό του. Όταν άνοιγε την πόρτα του, οι γυναίκες σπρώχνονταν η μία με την άλλη, προσπαθώντας να του δώσουν κάποιο δώρο. Μία έτεινε προς το μέρος του μία κανάτα γάλα, άλλη τυρί, βούτυρο ή αυγά, άλλη ένα μπουκάλι κβας, πίττες κ. ά. Και ω, Θεέ μου, τι απεγνωσμένο παζάρι επακολουθούσε! Η κάθε μία προσπαθούσε να βάλη τα αγαθά της στα χέρια του, η κάθε μία ήθελε να ελκύση την προσοχή του.


Για να τις ευχαριστήση για όσα του έφερναν, ο στάρετς Θεόφιλος ανέθετε σ' αυτές μία ποικιλία από αγγαρείες. Κάποια κουβαλούσε νερό ή ξύλα, κάποια ασβέστωνε τη χτιστή σόμπα ή σκάλιζε στον κήπο. Ανάμεσά τους υπήρχαν και κυρίες επιδεικτικές ή διαζευγμένες[1]. Ο μακάριος ποτέ δεν ήταν εθιμοτυπικός προς αυτές: τις έβαζε να πετάξουν τα νερά της πλύσεως και τα σκουπίδια, να ζυμώσουν ή να καθαρίσουν πατάτες.
Κάποτε ήρθε στον στάρετς Θεόφιλο μία έγγαμη αρχόντισσα. Μπροστά από το κελλί του στάρετς υπήρχε μεγάλο πλήθος. Πέρασε λοιπόν σπρώχνοντας και παραμερίζοντας τους άλλους και άρχισε να φωνάζη:
«Πατερούλη, ευλογείτε! Πατερούλη, ευ¬λογείτε!»
«Και συ ήρθες σε μένα για ευλογία;» «Ναι, πατερούλη, σε σένα. Θέλω να μιλήσω μαζί σου». «Καλά, τώρα...»
Ο στάρετς μπήκε στο κελλί του και έφερε μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα.
«Κράτησε τον ποδόγυρο σου. Ο Θεός θα ευλογήση».
Και έχυσε τη λαχανόσουπα στην ανασηκωμένη φούστα. Η γυναίκα τρόμαξε. Φορούσε καινούργιο μεταξωτό φόρεμα! Αλλά ο μακάριος δεν της έδωσε καιρό να μιλήση και διέκοψε τις θυμωμένες σκέψεις της.
«Απατάς τον άνδρα σου καθημερινά... Και ήρθες σε μένα για ευλογία με μεταξωτό φόρεμα; Για κοίταξε καλά, που αποπλανάς τους νέους με την ομορφιά σου. Για κοίταξε καλά...»
Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο μία σπουδαία γαιοκτήμονας. Περιστοιχισμένη από ολόκληρη ακολουθία δουλοπάροικων σταμάτησε με την άμαξά της μπροστά στην κατοικία του μακαρίου και, χαμογελώντας, άρχισε να κοιτάζη προς όλες τις κατευθύνσεις μ' ένα φασαμέν[2].
«Πείτε μου, παρακαλώ. Πού μένει ο Θεόφιλος;» ρώτησε δυνατά τον συγκελλιώτη που ήρθε προς το μέρος της.
«Νάτος, σκάβει στον κήπο».
Η λεπτεπίλεπτη κυρία κοίταξε προς τα πίσω και, βλέποντας τον μακάριο να σκάβη στην πρασιά φορώντας μόνο το ζωστικό του, έφτυσε στο πλάι με περιφρόνησι.
«Ντροπή! Τι αγένεια! Να τριγυρνά στο μοναστήρι μόνο με μία πουκαμίσα!»
«Μόνο με μία πουκαμίσα!», είπε ο στάρετς μιμούμενός την καθώς πλησίαζε. «Ε, συ ασπροχέρα πριγκίπισσα! Και γιατί έγδυσες τους δουλοπάροικούς σου μέχρι το τελευταίο πουκάμισο; Και γιατί τους άφησες στον κόσμο χωρίς ένα κομμάτι ψωμί; Δεν έχεις τύψεις που αφανίζεις ανθρώπους και εμφανίστηκε η ντροπή σου μπροστά σ' ένα ταπεινό μοναχό; Μετανόησε, άμετρη υπερηφάνεια! Αγάπησε τον πλησίον σου[3], αλλιώς θα πικραθής όταν η αμαρτωλή ψυχή σου σταθή ενώπιον της κρίσεως του Θεού μέσα στη γύμνια των αισχρών της πράξεων».
Αυτός ο έλεγχος τόσο συγκλόνησε την γυναίκα, που βγήκε αμέσως από την άμαξα με δάκρυα μετανοίας και πέρασε μία ολόκληρη ώρα στο κελλί του στάρετς, ικετεύοντάς τον να την συγχωρήση και να προσεύχεται γι' αυτήν.
Μία άλλη φορά το πράγμα έγινε κάπως διαφορετικά. Παρουσιάστηκε μία λεπτεπίλεπτη αριστοκράτισσα. Ο στάρετς δεν ήταν στο μοναστήρι την ώρα που αυτή έφθασε για να πάρη την ευλογία του· ήταν ως συνήθως περιπλανώμενος στο δάσος της μονής. Μερικοί όμως που βρίσκονταν στην κορυφή του ψηλού καμπαναριού του Κιτάγιεφ είδαν τον στάρετς να επιστρέφη στο κελλί του. Βάδιζε με το κεφάλι χαμηλωμένο και είχε βρώμικα κουρέλια και πετσέτες κρεμασμένες πάνω του. Ένας Θεός ξέρει που τα βρήκε! Μία δε από τις πετσέτες αυτές ήταν φοβερά λερωμένη με περιττώματα. Προχωρώντας προς την κυρία εκείνη, ο Θεόφιλος σταμάτησε και είπε σε απλή μικρορωσική διάλεκτο:
«Ω, αυτή είναι μεγάλη κυρία! Πρέπει να σκουπίσω τα χέρια μου!»
Και τα σκούπισε με την λερωμένη πετσέτα.
«Να, ασπάσου το!», είπε τείνοντας το χέρι του προς εκείνη.
Εκείνη, όπως καταλαβαίνετε, οπισθοχώρησε τρομοκρατημένη.
«Τέτοιες είναι οι αρετές σου ενώπιον Κυρίου του Θεού», είπε ο μακάριος. «Βρωμούν, κυρία μου, βρωμούν!»
Ακόμη και η γνωστή φιλάνθρωπος και ευλαβέστατη κόμισσα Άννα Αλεξέγιεβνα Ορλόβα Τσεσμένσκαγια δεν γινόταν δεκτή με αβρότητα από τον στάρετς. Η κόμισσα ήρθε κάποια φορά στον πατέρα Θεόφιλο με προτροπή του μητροπολίτου Φιλάρετου και ζήτησε την ευλογία του για να αρχίση κάποια σημαντική υπόθεσι. Ο στάρετς δεν της απάντησε λέξι, μόνο μάζεψε από την γωνιά του δωματίου του διάφορα σκουπίδια και τα έριξε στην ποδιά του φορέματος της. Η Ορλόβα ήταν τόσο ευσεβής και τόσο ευλαβείτο τον μακάριο στάρετς, ώστε έφυγε ταπεινά με αυτά τα σκουπίδια για το σπίτι της και σε όλο τον δρόμο συλλογιζόταν για το νόημα αυτής της πράξεως του στάρετς.
Μία άλλη φορά ήρθε σ' αυτόν την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο στάρετς είχε την συνήθεια αυτή την ημέρα να καθαρίζη το κελλί του και έτσι η κόμισσα Ορλόβα τον βρήκε να πλένη τσουκάλια και πιάτα. Μόλις την είδε, ο μακάριος φώναξε χαρούμενος;
«Α, μία υπηρέτρια, ήρθε μία υπηρέτρια! Ακριβώς πάνω στην ώρα! Σε παρακαλώ, αγαπητή, πήγαινε στον Δνείπερο και πλύνε μου ένα-δυο τσουκαλάκια».
Και της έβαλε στα χέρια μία στίβα βρώμικα πιάτα. Η Άννα Αλεξέγιεβνα μόνο χαμογέλασε και χωρίς καμμία αντίρρησι πήγε στον Δνείπερο, όπου ατάραχη άρχισε με επιμέλεια να καθαρίζη τη βρωμιά από τα παλιά τσουκάλια με τα ίδια της τα χέρια, τα στολισμένα με ακριβά δακτυλίδια. Ο υπηρέτης της καθόταν με σεβασμό σε απόστασι και θαύμαζε βλέποντας την κόμισσα σε μία τέτοια ρυπαρή και ταπεινωτική εργασία.


Παραβολές και προρρήσεις


Ο στάρετς δεν μιλούσε ανοιχτά σε όλους. Σε μερικούς εκφραζόταν μέσω παραβολών. Επίσης είχε τη συνήθεια να δίνη στον επισκέπτη του κάποια πράγματα χωρίς προφανή σημασία γι' αυτόν, αλλά που υπαινίσσονταν προφητικά το μέλλον του. Ένα κεραμίδι, μία φλούδα από ξύλο, ένα σάπιο μήλο, ένα αχλάδι, ένα κομμάτι πίττα, ένα αγγούρι, ένα κουρέλι, ένα πρόσφορο, ένα κομμάτι κερί, ή ακόμη μία χούφτα κοπριά που συχνά βρισκόταν στο καλάθι του. Όλα αυτά είχαν για τον στάρετς ένα συμβολικό νόημα που σχετιζόταν με το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Κάποτε έστειλε τον συγκελλιώτη του στον ιερομόναχο Μόδεστο, τον υπεύθυνο της Λαύρας, με μερικά βρώμικα πανιά που τυλίγουν με κορδόνια στις κνήμες και τα πόδια.
«Δώσε τα σ' αυτόν να τα πλύνη», είπε ο μακάριος στον συγκελλιώτη του.
Μετά από λίγο τα πανιά επεστράφησαν πλυμμένα.
«Ε, όχι έτσι!», φώναξε ο στάρετς. «Πάρε τα ξανά. Να τα κάνη πιο λευκά».
Και τα έστειλε στον Μόδεστο για δεύτερη φορά. Τι σήμαιναν αυτά τα βρώμικα πανιά; Σήμαιναν τους ακάθαρτους λογισμούς που εκείνο τον καιρό τάραζαν τον νου του ιερομόναχου και τα έστελνε πάλι σ' αυτόν για πλύσιμο, μέχρις ότου καθάρισε ο νους του και δροσίσθηκε μ' ένα ρεύμα νέων, πιο καθαρών λογισμών.
Ο ιεροδιάκονος Αγαπητός, ο οποίος αργότερα έγινε ηγούμενος, διορίστηκε γραμματέας της εκκλησίας της Μεγάλης Λαύρας. Το διακόνημα αυτό ήταν πολύ κουραστικό και κοινωνικό και δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Έπρεπε να έχη διαρκείς συνομιλίες με τους πολλούς προσκυνητές που επισκέπτονταν την Λαύρα, να ικανοποιή την περιέργειά τους και να τους ψυχαγωγή, πράγμα που περιόριζε τον χρόνο του για μελέτη και περισυλλογή στο ελάχιστο. Κάποτε τον κατέλαβε απελπισία· και τότε εμφανίστηκε ξαφνικά ένας απεσταλμένος του στάρετς Θεοφίλου και έδωσε ένα πρόσφορο στον π. Αγαπητό με την εντολή να το φάη. Εκείνος έφαγε το πρόσφορο και αμέσως η απελπισία εξαφανίστηκε.
Μία φορά ήρθε στον στάρετς η χήρα ενός ψάλτη και έκλαιγε μπροστά του παραπονούμενη για την μοίρα της. Οι συγγενείς της αρνούνταν να την βοηθήσουν, αν και η οικογένεια της ήταν μεγάλη, και σχεδόν πέθαινε από την πείνα.
Ο στάρετς την κοίταξε με προσοχή και με τα ίδια του τα χέρια σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπο της. Μπήκε στο κελλί του και έφερε έξω μία μεγάλη γαβάθα με λαχανόσουπα.
«Για σένα... Παρακαλώ, παρηγορήσου. Μόνο που όταν θα τα πάρης, πρόσεξε να μη δώσης σε κανένα. Δεν σε βοήθησαν και συ μη τους δώσης».
«Μα δεν έχω τίποτε να δώσω, πατερούλη».
«Καλά, καλά, πρόσεξε μη δώσης. Κρύψε τα όλα για τον εαυτό σου».
Η χήρα επέστρεψε σπίτι με την λαχανόσουπα. Μόλις έφθασε στο χωριό, πληροφορήθηκε ότι ένας άτεκνος προθιερεύς εξάδελφός της είχε πεθάνει και της άφησε ένα μεγάλο κτήμα. Οι άπληστοι συγγενείς, που αδιαφόρησαν για την φτώχεια της, θέλησαν ώρα να επωφεληθούν από τον πλούτο της, αλλά δεν τους έδωσε τίποτε.
Μία άλλη φορά ήρθε στον μακάριο ένας χωρικός με την κόρη του.
«Γιατί ήρθες;»
«Ευλόγησε πατερούλη την κόρη μου να πάη σε μοναστήρι. Είναι τόσο καλωσυνάτη, γλυκομίλητη, υπάκουη. Εγώ και η μητέρα της υποσχεθήκαμε από καιρό να την αφιερώσουμε στον Θεό. Ευλόγησε την...»
«Καλά, τώρα...»
Ο χωρικός περίμενε να δη τι θα συμβή στη συνέχεια. Ο στάρετς τους έφερε ένα κερί από λίπος και έβγαλε από αυτό το φυτίλι.
«Ορίστε».
«Τι είναι αυτό, πατερούλη;» «Η ευλογία της κόρης σου. Πηγαίνετε, φύγετε...»
Μισό χρόνο αργότερα η «καλή, γλυκομίλητη, υπάκουη» κόρη γέννησε ένα μωρό. Ούτε λόγος για παρθενία ή μοναστήρι· μόνο για γάμο.
Δυο χωρικοί από την επαρχία Σαράτωφ, ο Ιωνάς Κυρίλλωφ και ο Δαμιανός Ν., ξεκίνησαν για το Άγιον Όρος Άθω. Στον δρόμο τους σταμάτησαν στο Κίεβο να προσκυνήσουν όλα τα άγια μέρη και να επισκεφθούν τον στάρετς Θεόφιλο, για να λάβουν ευλογία για το ταξίδι.
«Δεν μπορείτε να πάτε στον Άθωνα, μείνετε εδώ», τους είπε ο στάρετς. «Έτσι και αλλιώς δεν θα πάτε».
Οι νέοι δεν τον άκουσαν και πήγαν στην Οδησσό. Η ρωσική πρεσβεία όμως δεν τους έδωσε βίζα εξ αιτίας της φήμης για επικείμενη σύρραξι Ρωσίας και Τουρκίας.
Οι φίλοι γύρισαν στο Κίεβο και έγιναν δεκτοί ως δόκιμοι στην Λαύρα. Μετά μία εβδομάδα επισκέφθηκαν τον μακάριο. Ο στάρετς Θεόφιλος τους έφερε ένα μικρό τσουρέκι, το χώρισε στη μέση και έδωσε από μισό στον καθένα.
Σύντομα οι φίλοι χωρίστηκαν: ο Δαμιανός στάλθηκε στο μοναστήρι του Σάρωφ, ενώ ο Ιωνάς έμεινε στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου.
Στην Χερσώνα ζούσε η Μαρία Ματφέγιεβνα Γκένζο, χήρα ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Αυτή είχε εμπλακεί σε μακροχρόνια δικαστική υπόθεσι με τους κουνιάδους της σχετικά με ιδιοκτησία γης, από αδράνειά της όμως έχασε την υπόθεσι. Αντιμετωπίζοντας την καταστροφή, την φτώχεια και την καταισχύνη, η Γκένζο θέλησε να δοκιμάση και το έσχατο μέσον και υπέβαλε αίτησι στην Γερουσία για ακύρωσι της δικαστικής αποφάσεως. Έχοντας δε ακούσει από ευλαβείς ανθρώπους για τον διορατικό στάρετς Θεόφιλο, ταξίδεψε αμέσως στο Κίεβο και κατέφυγε στον μακάριο για συμβουλή.
Ο στάρετς εκείνο τον καιρό ζούσε στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ. Όταν συναντή¬θηκε με την επισκέπτρια, της έδωσε ένα τεράστιο ζεστό λευκό ψωμί. Αυτό ήταν χωρισμένο στα δύο, στο κάτω δε μισό υπήρχε ένα βαθούλωμα στην ψίχα, όπου ο στάρετς είχε χύσει τόσο λάδι, ώστε ξεχείλισε και έσταζε στο πάτωμα.
«Να, να, πάρε. Μην ντρέπεσαι. Αυτό είναι από μένα για σένα, για την μεγάλη σου υπομονή».
Η Γκένζο απόρησε αλλά πήρε το ψωμί. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, έλαβε ξαφνικά την είδησι ότι η Γερουσία έκρινε την υπόθεσι υπέρ αυτής και απεφάσισε να της επιστραφή η γη της και επί πλέον οι καταπιεστές της να πληρώσουν όλες τις ζημιές και τα δικαστικά έξοδα.
Ευτυχής η Γκένζο έστειλε με ευγνωμοσύνη πενήντα ρούβλια στον στάρετς, ο οποίος τα μοίρασε αμέσως σε φτωχούς που είχαν ανάγκη.


Η ευλογία του Δεσπότη


Ένας ηγούμενος κάποιου μοναστηριού του Κιέβου διηγήθηκε για τον εαυτό του τα εξής: «Το 1852 είχα τελειώσει τις σπουδές μου στο εκκλησιαστικό σεμινάριο του Κουρσκ και ένιωσα την επιθυμία να καρώ μοναχός· γι' αυτό πήγα στην Λαύρα Πετσέρσκαγια του Κιέβου για προσκύνημα. Είχα ακούσει ότι ο στάρετς Θεόφιλος δεν δέχεται όλους το ίδιο ευνοϊκά, και πριν πάω στο κελλί του έστειλα ένα σύντροφό μου να πάρη ευλογία, ενώ εγώ κρύφτηκα πίσω από ένα δένδρο και παρατηρούσα πώς θα τον δεχθή ο στάρετς. Ο Θεόφιλος δέχθηκε φιλικά τον σύντροφό μου, τον ευλόγησε και του είπε λίγα ευγενικά λόγια. Ενθουσιασμένος από αύτη την υποδοχή, βγήκα αμέσως από το δένδρο, γονάτισα και έτεινα τα χέρια μου[4] για να λάβω την ευλογία του.
"Φύγε από δω", μου είπε ο στάρετς. "Δεν είμαι αρχιερεύς να σε ευλογήσω. Πήγαινε σε αρχιερέα· αυτός θα σε ευλογήση".
Ομολογώ ότι πικράθηκα πάρα πολύ, έπνιγα τα δάκρυα μου και με δυσκολία στεκόμουν στα πόδια μου. Ο σύντροφός μου πρόσεξε την κατάστασί μου, με πήρε από το χέρι και με ωδήγησε έξω από το ερημητήριο. Ούτε ξέρω πώς περπάτησα ως την Λαύρα. Θυμάμαι μόνο ότι ο σύντροφός μου με παρηγορούσε, ερμηνεύοντας την άσχημη υποδοχή του Θεοφίλου ως ένα ευτυχές γεγονός. Άρχισα να καταλαβαίνω ότι αυτό δεν ήταν προσβολή, αλλά δοκιμασία που έπρεπε να υπομείνω αγόγγυστα και στο εξής εμπιστεύθηκα τον εαυτό μου στις πρεσβείες της Βασίλισσας των Ουρανών. Επιστρέφοντας στην Λαύρα πήγαμε στην Μεγάλη Εκκλησία, προσευχηθήκαμε και προσκυνήσαμε τα άγια λείψανα. Όταν κατόπιν βγήκαμε έξω, είδαμε σε μία είσοδο μία σταματημένη άμαξα και γύρω της συγκεντρωμένους μερικούς προσκυνητές. "Ποιον περιμένουν;" "Τον Δεσπότη. Τώρα θα βγη". Πράγματι σε πέντε περίπου λεπτά βγήκε ο Μητροπολίτης κι εγώ πήγα βιαστικά προς το μέρος του για ευλογία. Του εξήγησα τον σκοπό της επισκέψεώς μου και εξέφρασα την επιθυμία μου να μείνω για πάντα στο μοναστήρι. Ήταν μεγάλη η έκπληξις και η χαρά μου όταν εκείνη ακριβώς την στιγμή έλαβα από τον δεσπότη την ευλογία και την συγκατάθεσί του να εισέλθω στην αδελφότητα της Λαύρας. Σύντομα με έκειραν μοναχό και μόνο τότε κατάλαβα την πρόρρησι του στάρετς Θεοφίλου: "Εγώ δεν είμαι αρχιερεύς- πήγαινε σ' αυτόν, αυτός θα σε ευλογήση..."


Ο πειρασμός του νεαρού δοκίμου


Ένας χωρικός ήρθε στο Κίεβο για προσκύνημα και κατέφυγε στον μακάριο για συμβουλή, ζητώντας την ευλογία του να μπη στο μοναστήρι. Ο στάρετς Θεόφιλος τον άκουσε και τον ρώτησε:
«Θέλεις να φας;»
Ο χωρικός κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ορίστε, φάε».
Και του έδωσε ένα πιάτο σούπα, στο βάθος της οποίας υπήρχε κάτι σκληρό, που εκείνος δεν μπορούσε να μασήση. Ο στάρετς ήταν περίεργος να δη αν ο νέος θα τα καταφέρη τελικά με αυτό που υπήρχε στον πάτο και τον κοιτούσε από την πόρτα του κελλιού του. Βέβαιος όμως ότι η δοκιμασία ξεπερνούσε τις δυνάμεις του νέου, τον πλησίασε και του είπε:
«Καλά λοιπόν, αρκετά. Πήγαινε στο μοναστήρι του άγιου Μιχαήλ και μείνε εκεί».
Ο νέος μπήκε στο μοναστήρι και έγινε ονομαστός για την πραότητα, την απλότητα και τις διανοητικές του ικανότητες, διορίσθηκε δε και βοηθός κελλάρη. Σύντομα όμως του συνέβη ένας μεγάλος πειρασμός. Ο κελλάρης, ιερομόναχος Μιχαήλ (από τους ιερείς του Ορλώφ), αντιπάθησε τον ταπεινό βοηθό του και προσπαθούσε να τον διώξη από το μοναστήρι. Με δάκρυα στα μάτια ο δόκιμος μάζεψε όλα του τα πράγματα, τα άφησε σε κάποιον να τα προσέχη και έσπευσε στον στάρετς Θεόφιλο για συμβουλή. Φθάνοντας στην πόρτα του κελλιού του, στάθηκε να πη την ευχή: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς...»
Ο στάρετς όμως δεν τον άφησε να τελειώση και, ανοίγοντας την πόρτα, τον επέπληξε άγρια.
«Εσύ, Παύλε, γιατί ήρθες; Πήγαινε πίσω αμέσως! Αχ εσύ, μοναχέ του αγίου Μιχαήλ! Πήγαινε, πήγαινε».
Ο νέος έφυγε ανικανοποίητος και στο δρόμο συλλογιζόταν:
«Άλλο και τούτο! Λένε ότι έχει προορατικό χάρισμα και με είπε Παύλο. Τι Παύλος είμαι, αφού το όνομα μου είναι διαφορετικό;»
Ο βοηθός επίσκοπος του Κιέβου Απολλινάριος ήταν ένας πολύ απλός και δίκαιος άνθρωπος, που ενδιαφερόταν ξεχωριστά για κάθε μοναχό και κάθε δόκιμο. Ακούγοντας για την αδικία που έγινε στον νεαρό δόκιμο, ο δεσπότης κάλεσε τον ιερομόναχο Μιχαήλ και τον διέταξε αυστηρά να αναζητήση τον άνθρωπο που αδίκησε και να τον αποκαταστήση. Έγινε αναταραχή, στάλθηκαν αγγελιοφόροι προς κάθε κατεύθυνσι... Σύντομα, πριν προλάβουν να τον βρουν, ο δόκιμος επέστρεψε από τον Θεόφιλο στο μοναστήρι του αγίου Μιχαήλ. Ο δεσπότης ενημερώθηκε και ο αθώος νέος εγκαταστάθηκε στον προηγούμενο τόπο του. Σύντομα εκάρη μοναχός. Προς μεγάλη του έκπληξι έλαβε το όνομα Παύλος, όπως προφήτευσε ο Θεόφιλος.


Το τελευταίο προσκύνημα


Η Μαρία Ντουντάρεβα, σύζυγος ενός μεσίτη, ετοιμαζόταν από πολύ καιρό να πάη στο Κίεβο. Εξ αιτίας της επιδημίας χολέρας του 1853 ανέβαλε το ταξίδι, διότι φοβόταν υπερβολικά μήπως μολυνθή. Τελικά τόλμησε να ξεκινήση. Όταν επισκέφθηκε το ερημητήριο του Κιτάγιεφ, αποφάσισε να πάη και στον στάρετς Θεόφιλο. Μόλις είχε πλησιάσει την πόρτα του κελλιού του, όταν και ο ίδιος ο στάρετς βγήκε να την συναντήση κρατώντας ένα μικρό κουτί με καπάκι, από αυτά που προσφέρουν πούρα.
«Γεια σου, γεια σου, κυρία μεσίτη! Να, σου ετοίμασα ένα κουτάκι... Σου αρέσει;»
«Μου αρέσει, πατερούλη».
«Και αν κλείσουμε έτσι το καπάκι, θα εί¬ναι καλά τότε;»
«Πολύ καλά, πατερούλη».
«Καλά λοιπόν, πάρε το. Αλλά πρόσεξε· πήγαινε σπίτι γρήγορα. Ακούς; Μη σταματήσης πουθενά στον δρόμο, γιατί θα συμβή κάτι κακό».
«Μα ήλθα στο Κίεβο για προσκύνημα, πατερούλη, θα ήθελα να μείνω μια-δυο μέρες».
«Ούτε να τολμήσης να το σκεφθής. Πήγαινε όσο γρήγορα μπορείς».
Η Μαρία έφυγε αμέσως για το σπίτι και έφθασε εκεί τρομαγμένη. Η καϋμένη, μόλις είχε προλάβει να χαιρετήση τους δικούς της, όταν την έπιασαν σπασμοί και εμετοί· μελάνιασε ολόκληρη και έπεσε στο κρεββάτι. Υπέφερε τρεις μόνο ώρες από την χολέρα και μετά παρέδωσε την ψυχή της στον θεό.


Το νεκρό σπουργίτι


Μία εξ ίσου ενδιαφέρουσα διήγησις είναι και η εξής. Στην πόλι Τούλα ζούσαν δύο προσκυνητές, η Κατερίνα Σ. και ο αδελφός της Ιβάν. Δεν είχαν οικογένεια ή συγγενείς. Τον χειμώνα έμεναν σπίτι και την άνοιξι αναχωρούσαν για προσκύνημα σε άγια μέρη· εκείνος στον βορρά και εκείνη στον νότο. Όταν έφθανε το κρύο, επέστρεφαν σπίτι για τον χειμώνα.
Έτσι η Κατερίνα ήρθε κάποτε στο Κίεβο και, κατά την συνήθεια της, σταμάτησε στον στάρετς Θεόφιλο. Ο μακάριος την ευλόγησε και της έδωσε ως ενθύμιο ένα μικρό πήλινο δοχείο τυλιγμένο με χαρτί.
«Ορίστε, πάρε. Μόνο πρόσεξε, μη το λύσης προτού φθάσης στο σπίτι».
Η Κατερίνα έφυγε, αλλά στον δρόμο η περιέργεια άρχισε μέσα της να δουλεύη. «Τι μπορεί να είναι στο σκεύος; Προφανώς ο στάρετς πρόβλεψε κάτι καλό για μένα και έβαλε βούτυρο μέσα σ' αυτό». Τελικά, μη μπορώντας να συγκρατηθή άλλο, αποφάσισε να το ανοίξη. Σταμάτησε στο δάσος, έλυσε το χαρτί και κοίταξε μέσα στο δοχείο. Προς μεγάλη της έκπληξι, μέσα βρισκόταν ένα νεκρό σπουργίτι.
«Α, τι αστείο είναι αυτό; Για δες τι σκέφθηκε ο γεροντάκος. Ένα νεκρό σπουργίτι».
Έφτυσε θυμωμένη και έσπασε το δοχείο με το σπουργίτι πάνω σ' ένα δένδρο. Ένα μήνα αργότερα, η Κατερίνα γύρισε σπίτι από το προσκύνημα.
 «Τι, ο αδελφούλης μου δεν γύρισε ακόμη;»
«Όχι, δεν γύρισε», είπαν οι γείτονες, «υπάρχει μόνο ένα δέμα στο όνομά σου».
 Αποδείχθηκε τελικά ότι αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τα νέα ότι ο αδελφός της ληστεύθηκε και φονεύθηκε στον δρόμο. Η Κατερίνα κατάλαβε την σημασία του νεκρού σπουργιτιού και αναλύθηκε σε πικρά δάκρυα.


Η τιμωρία του ζωέμπορου

Στο Κίεβο ζούσε ένας πολύ πλούσιος ζωέμπορος, ο Α. Ντ. Η γυναίκα του ήταν μειλίχια και θεοφοβούμενη, ο ίδιος όμως ήταν άνθρωπος τραχύς, σκληρός και ολιγόπιστος. Η γυναίκα του σύχναζε στις εκκλησίες και στα μοναστήρια, έδινε ελεημοσύνη, δεχόταν τους φτωχούς και τους ξένους, είχε ευλάβεια στους ασκητές, ήταν δε από καρδίας αφοσιωμένη στον στάρετς Θεόφιλο και συχνά τον προσκαλούσε στο σπίτι. Ο δε σύζυγός της, ως άνθρωπος διεφθαρμένος και σκληρόκαρδος, δεν μπορούσε να ανεχθή τον στάρετς Θεόφιλο στο σπίτι του και κάθε φορά μάλωνε γι' αυτό την γυναίκα του και την κορόιδευε.
«Πώς δεν ντρέπεσαι να ασχολείσαι μ' αυτόν τον παράξενο τρελλό και να τον δέχεσαι σπίτι σου;» της έλεγε.
Ένα ωραίο πρωινό, που ο Ντ. δεν ήταν σπίτι, ήρθε ο στάρετς Θεόφιλος εφοδιασμένος με κομμάτια κάρβουνο και άρχισε να γράφη αριθμούς στην ταπετσαρία, άλλους πενταψήφιους και άλλους εξαψήφιους.
Η σύζυγος δεν τόλμησε να τον σταματήση και στεκόταν παράμερα, κοιτώντας τον μακάριο. Σύντομα επέστρεψε ο άνδρας της. Αντιλήφθηκε τον ταύρο του Θεοφίλου στην αυλή και θέλησε να πειράξη τον στάρετς. Μόλις όμως μπήκε στο δωμάτιο και είδε τους τοίχους, έφριξε· η ακριβή ταπετσαρία ήταν μαύρη με αριθμούς γραμμένους με κάρβουνο.
«Ποιος τόλμησε να κάνη τέτοιο πράγμα; Ο Θεόφιλος; Φυσικά!»
Και διέσχισε τα δωμάτια ψάχνοντας για τον Θεόφιλο. Βλέποντας τον στην κρεββατοκάμαρα, ρίχθηκε επάνω του με κατηγορίες και βρισιές. Αλλά ο Θεόφιλος, παριστάνοντας τον τρελλό, άρχισε να βγάζη τα ρούχα του. Ο Ντ. έφτυσε και πετάχθηκε έξω από το σπίτι. Η σύζυγός του, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία της από την βαναυσότητα του συζύγου της, άρχισε να ζητά συγγνώμη από τον Θεόφιλο και του πρόσφερε λίγο λάχανο τουρσί που του άρεσε πολύ. Εκείνος όμως το αρνήθηκε και της έδωσε μία αυστηρή και διφορούμενη απάντησι.
«Όχι, όλα τελείωσαν! Ο Θεός είναι δίκαιος. Με πρόσβαλαν, με κατέστρεψαν και με άφησαν ζητιάνο. Κύριος έδωκε, Κύριος αφείλετο[5]». Και αμέσως βγήκε από το σπίτι.
Σε λίγο καιρό η οικογένεια του Ντ. έπαθε μεγάλη συμφορά. Η δουλειά τους άρχισε να μην πηγαίνη καλά, τα κεφάλαιά τους άρχισαν να εξαφανίζονται και εμφανίσθηκαν τεράστια χρέη. Σύντομα η περιουσία τους εκπλειστηριάσθηκε και ο υπερόπτης πλούσιος Ντ. έγινε ένας ζητιάνος, σέρνοντας την ύπαρξί του σε κάποια άθλια καλύβα που του παρεχώρησαν οι αρχές του Κιέβου από λύπη και οίκτο...



ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1989 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1990
ΜΕΡΟΣ Α'
Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |