ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Αγνή Νεότητα

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Αγνή Νεότητα



Φώτης Κόντογλου
Αγνή Νεότητα

Ο ΡΟΒΙΝΣΟΝΑΣ ΕΖΗΣΕ στό ρημονήσι του ολομόναχος είκοσιοχτώ χρόνια. Μά στ’ αληθινά δέν εζησε μοναχός. Μαζί του ζήσανε όσοι διαβάσανε την ιστορία του, καί τόν άγαπήσανε, χιλιάδες ψυχές τόν συντροφέψανε στό άγριονήσι τοΰ Χουάν Φερναντέζ, περάσανε μαζί του κάθε στιγμή, κάθε στενοχώρια του καί κάθε χαρά του. Αντάμα του ναυαγήσανε, κάνανε τήν καλύβα του, αρμέξανε τά γίδια του, σπείρανε τό σιτάρι του, φορέσανε τά ρούχα του άπό γιδοτόμαρα καί τό παράξενο καπέλο του, βαστάξανε τήν ομπρέλα του. Μαζί του πολεμήσανε μέ τούς άνθρωποφά-γους, γλυτώσανε τόν Παρασκευά, μπήκανε στό μονόξυλο πού τό σκάψανε σ’ ένα χοντρό δέντρο, αρπάξανε τούς Σπανιόλους θαλασσινούς από τά δόντια των κανίβαλων.Ναί, χιλιάδες παιδιά ζήσανε μαζί του στό ρημονήσι. Μά εγώ δέν έζησα μαζί μέ τόν Ροβινσόνα μέ τή φαντασία μοναχά, αλλά έζησα άληθινά, γιατί γεννήθηκα σ’ ενα μέρος πού ήτανε ίδιο μέ τό νησί του, καί πού είχε όλα όσα είχε άπάνω καί γύρω του, βράχους, δέντρα, άγριόγιδα, άγρίμια, σπηλιές, θάλασσες, κόρφους, ξερονήσια, ξέρες, μπουγάζια, άλυκές, θεριόψαρα, καράβια μέ παλιά σκαριά, ναυάγια, θαλασσινούς, ψαράδες, εξόν από άνθρωποφάγους. Γεννήθηκα μέσα στήν αρμύρα τής θάλασσας. Άπό μωρό παιδί έμαθα νά κουμαντάρω βάρκα, ν’ άρμενίζω μέ πανιά, νά φουντέρνω, νά σαλπάρω, νά παλεύω μέ τίς φουρτούνες, νά σκυλοπνίγουμαι. Ύστερότερα έμαθα καί καραβομαραγκός καί σκάρωσα μιά μεγάλη βάρκα.


Στό έρημητήρι μου είχα παλιά βιβλία, πού τά φύλλα τους ήτανε κιτρινισμενα κι αρμύρα απο τήν αλισαχνη, γιατί τα ’παιρνα μέσα στή βάρκα καί τά διάβαζα στις ερημιές πού ταξίδευα. "Ενα άπ’ αυτά, τό πρώτο, τό πιό αγαπημένο, ήτανε «Ό Ροβινσών Κροΰσος εν τή νήσω αύτοΰ», μέ κάτι παλιές ζωγραφιές χαραγμένες σέ ξύλο. Μά εκτός άπ’ αυτό, είχα τήν καλή τύχη νά βρώ άνάμεσα στά βιβλία πού κληρονόμησα άπό τούς παππούδες μου, κ’ έναν Ροβινσόνα, τυπωμένον στήν τούρκικη γλώσσα, μέ έμορφες εικονογραφίες, πού τόν παριστάνανε σάν Κούρδο μέ μαύρα πυκνά γένια, ντυμένον μέ προβιές, μέ τή μυτερή σκούφια του καί μέ τήν ομπρέλα του. Αύτό τό παράξενο καί σπάνιο βιβλίο είχε φύλλα μέ λογής-λογής χρώματα, τό ’να κόκκινο, τ’ άλλο πράσινο, τ’ άλλο πορτοκαλί, τ’ άλλο κίτρινο, ένα πράγμα πολύ άσυνήθιστο.
Σάν πήγα στά μέρη τής Ευρώπης καί γύρισα στό νησί μου, μαζί μέ τ’ άλλα, έφερα καί τήν ιστορία τού Ροβινσόνα γραμμένη σέ ξένη γλώσσα, καί κάθισα καί τή γύρισα στή δική μας. Και δεν έκανα αυτή τή δουλειά καθισμένος στό γραφείο, αλλά πότε έγραφα μέσα σέ κανένα καΐκι πού μύριζε κατράμι κ’ ή θάλασσα πιτσίλιζε μέ τόν άφρό της τό χαρτί πού έγραφα, πότε σέ κανένα έρημο ξερονήσι, πού είχα συντροφιά μοναχά τούς γλάρους καί τά γιαλοπούλια, λές καί γινόντανε μπροστά μου δσα έγραφε ή ιστορία τοϋ Ροβινσόνα, αύτουνοΰ τοΰ άναχωρητή πού δέν άσκήτεψε στ’ Άγιον Όρος ή στήν έρημο τής Νιτρίας, αλλά στή Μάς ά Τιέρρα, πέρ’ από τόν ωκεανό, εκεί πού δέν άσκήτεψε κανένας άλλος ερημίτης, μέ άγρύπνια καί μέ προσευχή, διαβάζοντας τό Ευαγγέλιο.
Όποτε μ’ έπιανε φουρτούνα, είχα χαρά πού έμοιαζα κ’ εγώ μέ τόν Ροβινσόνα, κι ας στενοχωριόντανε οί δικοί μου. Είτε άμα πήγαινα στό ψάρεμα, μαζί μέ τό σκύλο μου τόν Σκού- ρη, καί μέ ξούριαζε ό καιρός καί πήγαινα καί πόδιζα δυό-τρεΐς μέρες σέ κανένα ρημονήσι ή καθόμουνα μέ τούς τσομπάνηδες απανω στο Γυμνό ως να περάσει ή φουρτούνα, να γυρίσω στο λιμάνι μου. Είτε σάν έβλεπα, ανάμεσα από τά δέντρα, ανοιχτά στό πέλαγο, φουνταρισμένα κάτι μεγάλα καράβια τετρακά- ταρτα, όλλαντέζικα ή σπανιόλικα, φορτωμένα αλάτι χιλιάδες οκάδες, μέ τίς σταύρωσες στά ψηλά άλμπουρά τους, μέ τά μπαστούνια γυρισμένα κατά τό πέλαγο, γεμάτα άπό κάποια ξωτική μεγαλοπρέπεια, πού μοναχά ό θαλασσινός μπορεί νά τή νιώσει.

Κατέβαινα στήν ακρογιαλιά, έμπαινα στή βάρκα μου, ίσάριζα τό πανί καί τραβούσα κατά τό μέρος τους. Σάν έφτανα κοντά τους, άκουγα νά μέ φωνάζουνε οί ναύτες στίς ίδιες γλώσσες πού μιλούσανε οί τέτοιοι καραβίσιοι στό νησί τοΰ Χουάν Φερναντέζ, κ’ έβλεπα τίς φάτσες τους μέ τά γένια νά μέ κοιτάζουνε άπάνω άπό τήν κουπαστή. Θεόρατα καράβια, πύργοι άληθινοί μού φαινόντανε εκείνα τά μπάρκα, σάν περνούσα κάτω άπό τό μπομπρέσο, πού ήτανε μακρύ ως έφτά-όχτώ όργυιές κ’ ή μύτη του πήγαινε τόσο ψηλά, πού ή άντένα τής βάρκας μου δεν έφτανε ούτε στά μισά. "Εβλεπα από πάνω την κούκλα τήν ξυλένια γοργόνα, τρεις καί τέσσερες φορές ίσαμε τό κορμί μου, θαλασσοδαρμένη, μέ τά στήθια της άνοιχτά στόν άνεμο, μέ ξέμπλεκα τά μαλλιά της, μέ τά μεγάλα μάτια της, πού έδειχνε μέ τό ’να χέρι της μπροστά τό πέλαγο, καί μέ τ’ άλλο βαστοΰσε ένα καμάκι. Οί καδένες τής άγκουρας, πού βγαίνανε άπό τά όκια, είχανε κάτι χαλκάδες πού στόν κα- θέναν χωρούσε νά περάσει τό κεφάλι μου, καί βουτούσανε μέσα στά άπατα νερά, τεντωμένες δυνατά άπό κείνο τό ξυλένιο κάστρο πού στεκότανε άπό πάνω μου καί τό ’σπρωχνε ό άνεμος σφυρίζοντας στά ξάρτια του καί σέ κείνες τίς βαριές άντέ- νες πού ήτανε δεμένες μέ άλυσίδες απάνω στ’ άλμπουρα σ’ ένα θεόρατο ύψος. Οί άκατάλυτες αυτές νάβες, άψηλές σάν κάστρα, θαρρείς πώς δέν πλεύανε στό νερό, παρά πώς ήτανε θεμελιωμένες στόν πάτο τής άβύσσου. Καί, μ’ όλα ταΰτα, άπό τό βουνό πού τίς κοίταζα πρωτύτερα, φαινόντανε σάν τά συνηθισμένα μικρά καράβια, μέσα στό χάος τού πελάγου.

Διπλάρωνα τή βάρκα κι ανέβαινα άπό τήν ανεμόσκαλα. Μέ καλωσορίζανε γελαστοί κάτι παράξενοι άνθρωποι, πού μασούσανε καπνό καί τόν φτύνανε, καί μοϋ μιλούσανε σέ μιά γλώσσα παράξενη. Στό σκέδιο μοιάζανε μέ κουρσάρους, οί περισσότεροι μέ γένια κι άνασκουμπωμένοι. Δυό-τρεΐς φορούσανε κ’ ένα σκουλαρίκι στ’ αυτί τους. Οί μούτσοι γελούσανε καί φωνάζανε. Τούς κατέβαζα στη βάρκα μου καί τούς έδινα ένα κοφινάκι γεμάτο αχλάδια καί ροδάκινα, πού τ’ άνεβάζανε απάνω. Οί ναύτες μού δίνανε γαλέτα, κονσέρβες καί κανένα καραβάκι αρματωμένο, κανωμένο άπό κάποιον τού τσούρμου.
Σεργιάνιζα τό θεόρατο έκεΐνο καράβι, πού δέν σάλευε όλό- τελα άπό τίς θάλασσες καί πού μοναχά άργογύριζε βαριά τήν πλώρη του άπό τή μιά κι άπό τήν άλλη μεριά τής άγκουρας. Θαύμαζα τά χοντρά ξύλα τής κουπαστής, τίς κάσες των κουβουσιών, τ’ άλμπουρα πού ήτανε χοντρά σάν κολόνες. Τριγύρίζα από τό καμπούνι ώς τό κάσαρο, έμπαινα στις κουκέτες, μοΰ ανοίγανε τά κουβούρια κ’ έβλεπα τ’ αμπάρια γεμάτα άλάτι. Ύστερ’ άνέβαινα στις σκαλιέρες, παίζοντας με τούς μούτσους, κ έφτανα ως τις κόφες, περπατούσα απανω στον πασαδουρο και πήγαινα ως τήν άκρη τής αντενας, για να δείξω πώς δενζαλίζουμαι.
Πολλές φορές καθόμουνα μιά-δυό ώρες άπάνω στό καράβι καί περιεργαζόμουνα τό ’να καί τ’ άλλο. Οί Όλλαντέζοι ήτανε καλοί κι άνοιχτόκαρδοι άνθρωποι. "Υστερα κατέβαινα στή βάρκα μου, έκανα πανιά καί τραβούσα κατά τή στεριά. Οί καραβίσιοι φωνάζανε γιά νά μ’ άποχαιρετήσουνε, καί μοΰ κάνανε νόημα νά ξαναπάγω τήν άλλη μέρα. Μά τό πρωί τά καράβια είχανε γίνει άφαντα, κ’ εγώ έπεφτα σέ μελαγχολία, σάν νά 'μουνα ό Ροβινσόνας παρατημένος στό νησί του. Στό μέρος πού ήτανε φουνταρισμένα, έβλεπα τό πέλαγο έρημο... Ύστερ’ άπό καιρό, πάλι τά ’βλεπα άξαφνα άραγμένα άνοιχτά άπό τήν άκρογιαλιά, κ’ έπαιρνα μεγάλη χαρά, σάν νά έρχόντανε νά μέ πάρουνε άπό τήν εξορία.

Μέ τέτοια κι άλλα έζησα τά μικρά μου χρόνια. Μά καί τώρα άκόμα, ή καρδιά μου είναι ή ίδια, κι ολοένα ζεΐ μέσα σέ παλιά καράβια, πού άρμενίζουνε στίς μακρινές θάλασσες κι άράζου- νε άνοιχτά άπό κάποια μυστηριώδη ρημονήσια. Τόν Ροβινσό- να τόν έχω στό προσκέφαλό μου, κοντά στό Ευαγγέλιο, καί κάθε τόσο δροσίζουμαι καί ξεκουράζω τήν καρδιά μου διαβάζοντάς τον.
Νά, λίγα λόγια άπό τή μετάφραση πού έκανα στό νησί μου:
«Μιά μέρα, λίγο παραπέρα άπό τό μονόξυλό μου, εκεί πού περπατούσα στήν άκρογιαλιά, είδα καθαρά άπάνω στόν άμμο ένα σημάδι άπό γυμνό άνθρώπινο ποδάρι. Ποτέ μου δέν ένιωσα τέτοιον φόβο. Σταμάτησα στόν τόπο, σάν νά μέ χτύπησε άστροπελέκι, ή σάν νά είδα κανένα φάντασμα. Άφουγκραζόμουνα, κοίταζα γύρω μου. Μά δέν είδα τίποτα, δεν ακόυσα τίποτα. Ανέβηκα σ’ ένα μικρό χαμοβούνι γιά νά κοιτάξω γύρω, πλήν δεν είδα τίποτα. Γύρισα στην ακροθαλασσιά, αλλά δέν είδα κανένα καινούργιο σημάδι από άνθρωπο. Μήπως μέ ξεγελούσε ή φαντασία μου; Μά όχι. Ξαναεϊδα τό ίδιο σημάδι άπό τό γυμνό ποδάρι, τήν πατούσα, τη φτέρνα. Έφυγα γλήγορα, καί πήγα καί τρύπωσα στό φρούριό μου ταραγμένος, κοιτάζοντας άπό πίσω μου σέ κάθε πάτημά μου, γιατί τό κάθε χαμόδεντρο πού τύχαινε στόν δρόμο μου τό ’παιρνα γιά άνθρωπο. Μπήκα μέσα άπό τήν άνεμόσκαλα ή άπό τήν τρύπα τού βράχου; Κ’ εγώ δέν ξέρω. Ήμουνα τόσο σαστισμένος, πού δέν θυμάμαι τίποτα. Κανένας λαγός ή καμιά αλεπού δέν τρύπωσε ποτέ μέ τέτοιον φόβο στή φωλιά της. Δέν μπόρεσα νά κοιμηθώ όλη τή νύχτα.Κατά τά μέσα τού Μαίου, σηκώθηκε μιά φοβερή φουρτούνα, μέ αστραπές κι αστροπελέκια. Τή νύχτα, ή φουρτούνα γίνηκε χειρότερη. Έκεΐ πού είχα ανάψει τό λυχνάρι μου καί διάβαζα τό Ευαγγέλιο, άκουσα έναν δυνατό βρόντο πού έμοιαζε μέ κανονιά. Ένιωσα μιάν άλλιώτικη ταραχή. Σηκώθηκα, καί σέ μιά στιγμή σκαρφάλωσα στήν άνεμόσκαλα κ’ έφτασα στήν κορφή τού βράχου. Τήν ϊδια στιγμή μιά λάμψη έσκισε τό σκοτάδι, κ’ ϋστερ’ άπό μισό λεπτό ήρθε στ’ αυτιά μου μιά δεύτερη κανονιά. Ή κανονιά έρχότανε άπό τή μεριά τής θάλασσας, πού τά ρέματα είχανε ξουριάσει τή βάρκα μου.
Σίγουρα, κανένα καράβι θά βρισκότανε σέ κίντυνο καί ζητούσε βοήθεια μ’ αυτά τά σινιάλα άπό κανένα άλλο καράβι πού θά ταξίδευε μαζί του. Μάζεψα όσα ξερά ξύλα βρήκα καί τ’ άναψα στήν κορφή τού βράχου. Άν καί ό άνεμος ήτανε φουρτουνιασμένος, άνάψανε καί λαμπαδίσανε. ’Ήμουνα σίγουρος πώς τή φωτιά θά τή βλέπανε άπό τό καράβι. Ή σκέψη μου ήτανε σωστή γιατί, μόλις φούντωσε ή φωτιά, ακόυσα μια τρίτη κανονιά, κ’ υστέρα πολλές μαζεμένες, πού ερχόντανε από τό ϊδιο μέρος. Βάσταξα τή φωτιά όλη τη νύχτα καί, σάν ξημέρωσε κι ό άγέρας καθάρισε, είδα ένα μαυράδι σέ μιά μεγάλη απόσταση άπό τό νησί, χωρίς νά μπορώ νά τό ξεχωρίσω τί ήτα- νε, ούτε μέ τά κιάλια μου.
"Ολη τήν ημέρα είχα καρφωμένα τά μάτια μου άπάνω σ’ αυτό τό μαυράδι, κ’ έπειδής δέν σάλεψε άπό τή θέση του, είπα πώς θά ’ναι κανένα καράβι φουνταρισμένο. Κ’ έπειδής είχα μεγάλη περιέργεια νά δώ τί είναι στ’ άλήθεια, πήρα τό τουφέκι μου καί τράβηξα κατά τά νοτινά τοΰ νησιού, εκεί πού μ’ είχανε σπρώξει άλλη φορά τά ρέματα κοντά σέ κάτι βράχους. Ανέβηκα στόν πιό ψηλόν, κ’ έπειδής ό καιρός ητανε καθαρός, είδα μέ μεγάλη θλίψη τή σκάφη ένός καραβιού πού είχε πέσει τή νύχτα άπάνω στις ίδιες ξέρες πού είχα πέσει κ’ έγώ άπάνω τους μέ τό μονόξυλό μου. Αύτές οί ξέρες, κατά τις ώρες τής φουσκοθα-λασσιάς, κάνανε ένα άντίρεμα, πού είχε γλυτώσει τή ζωή μου τή μέρα πού μέ ξουριάσανε τά ρέματα. Έτσι, ένα πράγμα πού γίνεται ή σωτηρία γιά τόν έναν, γίνεται ό χαμός γιά τόν άλλον.
Μιά μέρα, προχώρησα περισσότερο κατά τήν άκρη τού νησιού, πού έπεφτε στό βασίλεμα τοΰ ήλιου καί πού δέν ήξερα άκόμα. Φτάνοντας άπάνω σ’ ένα ψήλωμα, μοΰ φάνηκε πώς είδα ένα μεγάλο καΐκι πολύ μακριά στό πέλαγο. Κατά δυστυχία, είχα ξεχάσει νά πάρω μαζί μου τά κιάλια μου, καί δέν μπόρεσα νά ξεχωρίσω καλά τί ήτανε, μ’ όλο πού κούρασα τά μάτια μου, βαστώντας τα πολλή ώρα καρφωμένα άπάνω σέ κείνο τό μαυράδι.

Σάν κατέβηκα στήν άκρογιαλιά, είδα πολλές πατημασιές άπό άνθρώπινα πόδια. ’Άν ή τύχη δέν μέ είχε ρίξει άπό τήν άλλη μεριά τοΰ νησιού, θ’ άντάμωνα μέ τούς άνθρωποφάγους πού πηγαίνανε μέ τά μονόξυλά τους νά φάνε τούς αιχμαλώτους πού είχανε πιάσει στόν πόλεμο.
"Υστερ’ από λίγες μέρες είδα ένα θέαμα πού μέ τάραξε καί μέ κατατρόμαξε. Είδα σκόρπια στό χώμα νεκροκέφαλα, χέρια, πόδια κι άλλα ανθρώπινα κόκκαλα. Έκεΐ κοντά ήτανε τ’ αποκαΐδια από μιά μεγάλη φωτιά, καί γύρω της οί άνθρωποφάγοι είχανε σκάψει τό χώμα, γιά νά καθίσουνε νά κάνουνε τό φριχτό τσιμπούσι τους. Γύρισα τά μάτια μου απ’ αύτά τά σιχαμερά αποφάγια κ’ έκανα εμετό. Μόλις ήρθα στόν έαυτό μου, πήρα γλήγορα δρόμο καί γύρισα στό καλύβι μου. Έπεσα στά γόνατα καί μέ δακρυσμένα μάτια ευχαρίστησα τόν Θεό, γιατί γεννήθηκα μακριά άπό τέτοιες καταραμένες φυλές. Μέ τήν προσευχή παρηγορήθηκα, καί σκέφτηκα πώς, αφού πέρασα δεκαοχτώ χρόνια χωρίς νά συναπαντήσω κανέναν, θά μπορούσα νά έχω τήν έλπίδα πώς θά ζήσω ως τό τέλος μακριά άπό τούς κανίβαλους.»

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ  
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |