ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο Βοριάς του Δεκαπενταύγουστου

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Ο Βοριάς του Δεκαπενταύγουστου



Φώτης Κόντογλου

Ο ΒΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Ό κύρ-Βοριάς παράγγειλε ουλών τών καραβιώνε: «Καράβια π ’ άρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, έμπάτε στά λιμάνια σας, γιατί θέ νά φυσήξω!»
ΑΥΤΑ ΤΑ ΛΕΓΕΙ ό κυρ-Βοριάς άμα είναι θυμωμένος τόν χειμώνα. Μά τό καλοκαίρι είναι στά καλά του κ’ είναι ήμερος καί χαρούμενος. Φυσά καί δροσίζεχαι ή πλάση, λαμποκοπά ό ήλιος, κ’ οί θάλασσες μας μοσκοβολάνε. Γεμίζουνε τά πέλαγα άφρισμένα κύματα, πού χά σαλαγά σάν πρόβαχα ό παλληκαράς ό τσομπάνος, ό κυρ-Βοριάς. Οί άφροί πλεύουνε απάνω στά μαβιά νερά, πού άναχαράζουνται μέ βουή καί ρεμαχίζουνε άνάμεσα στίς στεριές καί στά νησιά.
Περνάνε κάμποσες μέρες δίχως νά φυσά πνοή άπό πουθενά, κ’ ή κάψα χά πλακώνει ολα, τή σχεριά, τή θάλασσα, κι οσα ζοϋνε στήν πλάση κάθουνχαι λαχανιασμένα καί βουβά, λές κ’ έπαψε ή ζωή. Μά άξαφνα σηκώνεχαι ό άγέρας άπό χόν βοριά καί δροσίζει χόν κόσμο, κ’ ή πλάση ξαναζωντανεύει κ’ οί καρδιές άνασχαίνουνται. Τά φύλλα τών δένδρων σαλεύουνε δυνατά, τά κλωνιά κουνιοϋνται σάν νά χορεύουνε, τ’ άγριοχόρτα


μοσκοβολάνε, οί πέτρες δροσίζουνται, οί πετεινοί κράζουνε μέ χαρά μεγάλη, οί σκύλοι βάζουνε τή γλώσσα τους μέσα στό στόμα τους καί τρέχουνε άπό δώ κι από κεϊ, τά βουνά καθαρίζουνε από τή ζεστή άντάρα πού τά ’πνιγε καί γίνουνται μαβιά σάν νά ’ναι μέσα στό νερό, οί άνθρωποι γίνουνται χαρούμενοι καί καλόκαρδοι.
Άνίσως καί βρίσκεσαι απάνω σέ καμιά ράχη κοντά στή θάλασσα, άκοΰς νά ’ρχεται άπό πέρα, άπό τή βορινή μεριά τού πελάγου, μιά μακρινή βουή, πού ολοένα δυναμώνει, καί νιώθεις μιά γλυκιά δροσιά άπό τό πρώτο φύσημα τ’ αγεριού. Αυτό τό θαλασσινό τ’ άγέρι καί πεθαμένον άνασταίνει! Γυρίζεις καί κοιτάζεις κατά τόν βοριά, καί βλέπεις πώς ή θάλασσα σκουραίνει κατά κείνο τό μέρος, καί σιγά-σιγά απλώνει αύτή ή γαλαζάδα άπάνω στό σταχτί πέλαγο καί κάνει ρέματα πού μοιάζουνε σάν ποτάμια. Πέρα, κατά κεΐ πού κίνησε ό άγέρας, ξεχωρίζεις πώς ή θάλασσα έπιασε ν’ άφρίζει. Όσα καΐκια βρεθήκανε σέ κείνο τό μέρος, φουσκώνουνε τά πανιά τους κι αρμενίζουνε γλήγορα, σέ καιρό πού τ’ άλλα πλεούμενα, πού είναι παραδώ, στέκουνται άπάνω στό νερό σάν κοιμισμένα, μέ τά πανιά κρεμάμενα στ’ άλμπουρα. Μά δέν περνά πολλή ώρα, κι ό άγέρας τά προφταίνει κι αυτά, καί γεμίζει τά πανιά τους καί παίρνουνε δρόμο καμαρωτά, σάν τ’ άλογα πού τά σπιρούνισε ό καβαλάρης καί τρέχουνε χλιμιντρίζοντας.
Τί έμορφο πού είναι τό πέλαγο τούτη τήν ώρα! Σέ λίγο ό άγέρας φυσά στά γεμάτα. Όλο τό πέλαγο γίνηκε γαλανό καί δροσερό. Τ’ άφρισμένα κύματα πληθύνανε, γεμίσανε τό πέλαγο πέρα ώς πέρα, κι ολοένα πυκνώνουνε κι άσπρίζουνε πιό πολύ οί κορφές τους, καί σπρώχνει τό ’να τ’ άλλο καί κατεβαίνουνε κατά τή νοτιά. Όπου πέσει τό μάτι σου βλέπεις άσπρα πρόβατα, μακριά στ’ άνοιχτά, κοντότερα πίσω άπό τά νησιά κι άπό τούς κάβους. Κάτω άπό τή ράχη πού κάθεσαι, ό γιαλός γέμισε άφρούς άπό τις θάλασσες πού χτυπάνε άπάνω στά βράχιακαί στά χαλίκια. Μοσκοβολά ό αγέρας άπό τή δροσερή αρμύρα. Δυό-τρεϊς γλάροι κόβουνε βόλτες καί βουτάνε στά νερά σάν νά πανηγυρίζουνε. Άπό πίσω σου, τραβάνε τά νερά κατά κάτω, κατά τή νοτιά, εκεί πού είναι τό πέλαγο κοιμισμένο, γιατί δέν έφταξε ακόμα ως εκεί ό κυρ-Βοριάς ό βασιλέας. Άπό τήν άντικρινή στεριά έρχεται μιά μπρατσέρα, γιά νά πάρει βόλτα κοντά στή στεριά πού κάθουμαι. Έχει βάλει πλώρη στόν κάβο πού είναι μπροστά μου, κι ορτσάρει γιά νά τόν καβατζάρει καί νά ξεμπουκάρει στ’ ανοιχτά. Μά ό αγέρας δέν τήν παίρνει καί τά δίνει γεμάτα γιά νά πάρει βόλτα, άπό σταβέντο άπό τόν κάβο. Κατεβαίνει μέ τά πανιά φουσκωμένα, σκαμπανεβάζοντας καί σκίζοντας τή θάλασσα μέ τόν θαλασσομάχο, μπαταρισμένη μέχρι τήν κουβέρτα. Ή γερή σκάφη της άμπώχνει τά νερά γύρω της καί περνά μέ δόξα μέσα στούς άφρούς. Οί θάλασσες χτυπάνε τή μάσκα της, καί ραντίζουνε τήν κουβέρτα, πηδώντας ψηλά σάν σιντριβάνι. Αρμενίζει σαλτάροντας βαριά άπό τό ’να κύμα στ’ άλλο, κι ανεβοκατεβάζει τό μπαστούνι της μέ τόν φλόκο καί τόν κόντρα φλόκο μουσκε- μένον άπό τ’ άρμυρό νερό. Τέτοια μεγαλοπρέπεια δέν είχε μηδέ ό Μεγ’-Άλέξαντρος! Όσο έρχεται κοντότερα, άκούγεται μέσα στό βόγγηγμα τού πελάγου τ’ άνατάραγμα τού νερού πού παφλάζει γύρω στό καΐκι. Σέ λίγο βρίσκεται κοντά στόν κάβο, κι όπως κοιτάζω άπό ψηλά, βλέπω τήν κουβέρτα, τούς άνθρώ- πους, τόν καπετάνιο στό τιμόνι, καί τόν σκύλο πού στέκεται στήν πλώρη καί γαβγίζει κατά τή στεριά, χωρίς ν’ άκούγεται μέσα στήν άντάρα τής θάλασσας.

Γιά μιά στιγμή ή μπρατσέρα δίνει δρόμο σκίζοντας τά νερά σάν δελφίνι, κ’ ύστερα παίρνει βόλτα. Τά πανιά μπατάρουνε σάν τίς φτεροϋγες τού πουλιού πού φτεροκοπά, τό καΐκι σκαμπανεβάζει, κωλώνει δυό-τρεΐς όργυιές, κ’ ύστερα παίρνουνε άγέρα οί φλόκοι, βάζει μπάντα άπό τήν άλλη μεριά καί δίνει πάλι δρόμο, σκαμπανεβάζοντας μέ τό μπαστούνι κατά την άντικρινή στεριά. Τό νερό βράζει κι άφρίζει άνάμεσα στά βελόνια τοΰ τιμονιού, τά πανιά είναι φουσκωμένα, μόνο τό πίσω τρέμει άκόμα κοντά στή ράντα. Ή φελούκα είναι δεμένη άπό πίσιο άπό τή μπρατσέρα καί τρέχει βιαστικά σάν φοβισμένη. Σέ λίγο τό καΐκι βρίσκεται μακριά, άνοιχτά στό πέλαγο, κι ως νά ρίξω μιά ματιά έδώ κ’ έκεϊ, φαίνεται πιά σάν μικρή βάρκα.
Κατεβαίνω στήν άκροθαλασσιά. Οί θάλασσες χτυπάνε μέ βρόντο στίς πέτρες κ’ οί άφροί μέ ραντίζουνε. Ή άρμύρα γεμίζει τόν άγέρα σάν άψύ πιοτό. Τό πέλαγο χαμήλωσε άπό δώ πού τό βλέπω. Τό ’να κύμα έρχεται πίσω άπό τ' άλλο καί σηκώνει τήν άσπρη κεφαλή του. Τά φύκια στοιβιάζουνται στήν άκρο- γιαλιά, κι ό άνεμος τ’ άνεμίζει σάν νά ’ναι μαλλιά. Κάθε τόσο φτάνει στή στεριά καμιά θάλασσα πιό θυμωμένη καί πιό μεγάλη άπό τις άλλες, σάν κριάρι άνάμεσα στά πρόβατα, καί ρίχνεται άπάνω στόν βράχο καί σκορπά μέ βόγγο. Άπό τήν άβυσσο άνεβαίνει ένα μυστήριο, μ’ όλο πού λάμπει ό ήλιος. Τώρα πιά έχει φτάξει παντού ό βοριάς, κι όλη ή πλάση θαρρείς πώς πανηγυρίζει. Τά καράβια άρμενίζουνε γλήγορα, μέ τά πανιά φουσκωμένα άπό τόν άγέρα, καί διασταυρώνουνε τό ’να τ’ άλλο. Άλλα πάνε καταπάνω στόν καιρό, άλλα δευτερόπριμα, άλλα κατάπριμα. Κοντά στίς στεριές βλέπεις καί καμιά βαρκούλα μέ τό πανάκι, πού τσαλαβουτά σάν πάπια.
Στ’ άκροθαλάσσι είναι ένα ρημοκκλήσι. Τό κύμα χτυπά στά θεμέλια του, ραντίζει τή χιβάδα στ’ Άγιο Βήμα, καί δυό βάρκες πού ’ναι τραβηγμένες όξω, γεμάτες φύκια. Μπαίνω μέσα στήν έκκλησιά καί κάνω τόν σταυρό μου. Τά παλιά κονίσματα στέ- κουνται άπό πολλά χρόνια στό εικονοστάσι, πού ’ναι καρφωμένο μέ ξύλινες καβίλιες. Ό Άγιος Νικόλας κάθεται στό θρονί του, ταπεινός καί καλοκάγαθος, ντυμένος μέ τά δεσποτικά του, μέ κοντά γένια, ηλιοψημένος σάν θαλασσινός. Μέ τό ’να χέρι του βλογά τόν κόσμο καί μέ τ’ άλλο βαστά άνοιχτό τό Ευαγγέλιο πού γράφει: «Δεύτε πάντες οί κοπιώντες καί πεφορτισμένοι καγω αναπαυσω υμάς.» Στο κονισμα του είναι ζωγραφισμένο στό κάτω μέρος ένα θαΰμα πού έκανε:

"Ενα καράβι παλεύει μέ τά κύματα κ’ ή θάλασσα τό καταπίνει, άστροπελέκια πέφτουνε, δαιμόνια είναι σκαλωμένα στίς σκαλιέρες, κ’ οί ναυτικοί, ντυμένοι μέ σαλβάρια καί μέ φέσια, παρακαλοΰνε τόν Άγιο, πού φανερώνεται μέσ’ άπό τά σύννεφα καί τούς βλογά. Πλάγι σ’ αύτή τήν ιστορία είναι ζωγραφισμένη μιάν άλλη, πού παριστάνει τη θάλασσα ήσυχη σάν γυαλί, καί τό καράβι είναι άπείραχτο, φουνταρισμένο κοντά σέ μιά στεριά μ’ ένα ρημοκκλήσι, κ’ οί θαλασσινοί είναι γονατισμένοι καί κάνουνε τόν σταυρό τους. Κατά τά φαινόμενα, εκείνο τό ζωγραφισμένο ρημοκκλήσι θά ’ναι τούτο τό ίδιο, κι ό καπετάνιος θά παράγγειλε τό κόνισμα τού "Αγιου Νικόλα, κ’ είπε στόν άγιογράφο νά ιστορήσει τό θαύμα πού έκανε στίς 21 Νοεμβρίου 1786.
Άπ’ όξω άκούγεται ή ταραχή τής θάλασσας. Ό βοριάς βουίζει στήν ξυλένια σκεπή σάν νά βαστά τό ίσο στόν ψάλτη. Χωρίς νά τό καταλάβω, άρχίζω καί ψέλνω μέ σιγανή φωνή τό έμορφο τροπάρι τ’ Άγιου Νικόλα:


«Κανόνα πίατεως καί εικόνα πρςιότητος, εγκράτειας διδάσκαλον άνέδειξέ σε τη ποίμνη σου ή των πραγμάτων αλήθεια.Διά τοϋτο έκτήαω τη ταπεινώσει τά υψηλά, τη πτωχείρ. τά πλούσια, πάτερ ίεράρχα Νικόλαε. Πρέσβευε Χριστώ τώ Θεω σωθήναι τάς ψυχάς ημών.»
"Υστερα βγαίνω όξω καί μαζεύω λίγα ξερόχορτα, τ’ άνάβω μέσα σ’ ένα χωματένιο θυμιατήρι, καί θυμιάζω μέ λίγο λιβάνι πού ηύρα στή θυρίδα τής Προσκομιδής.
Κάθουμαι κάμποση ώρα σ’ ένα στασίδι, κι άκούγω τόν αγέρα πού βουίζει καί τραβά τό ίσο, χωρίς νά ψέλνει κανένας. Ό 'Άγιος Νικόλας μέ κοιτάζει μέ τήν ήμερη ματιά του, καθισμένος στό θρονί του, μέ τό Ευαγγέλιο άκουμπισμένο στό γόνατό του, μέ τό έπιγονάτιο, μέ τά μικρά ποδάρια του Ακουμπισμένα στό υποπόδιο. Στή διπλανή θυρίδα κάθεται ή Παναγία Όδηγήτρια, συλλογισμένη, πικραμένη, καί βαστά στην Αγκαλιά της τόν Χριστό πού βλογά τόν κόσμο. Άπό τήν άλλη μεριά τής Ωραίας Πύλης στέκεται ό Χριστός, τριάντα χρόνων, μέ πρόσωπο εύσπλαχνικό, μέ λίγα γένια, μέ μικρό μουστάκι, σάν θαλασσινός καί κείνος, απλός, καί βαστά τό Ευαγγέλιο πού γράφει: «Έγώ είμί ή άνάστασις καί ή ζωή.» Στή διπλανή θυρίδα στέκεται ό Πρόδρομος, νηστεμένος, μέ μαλλιά Αχτένιστα, ήλιο-ψημένος, δείχνοντας τόν Χριστό καί λέγοντας βουβά τά λόγια πού ’ναι γραμμένα σ’ ένα χαρτί πού βαστά μέ τ’ άλλο χέρι: «’Ίδε ό άμνός τού Θεού.»
Κάνω πάλι τόν σταυρό μου καί βγαίνω όξω. "Ολη ή πλάση πανηγυρίζει. Μοσκοβολούνε οί σκίνοι. Ό κυρ-Βοριάς σαλαγά τ’ άσπρα τά πρόβατά του, πού γεμίζουνε τό πέλαγο καί περπατάνε όπου γυρίσεις καί τηράξεις. Καράβια καί καΐκια Αρμενίζουνε Ανάμεσα σ’ αυτά τά πρόβατα καί στά κριάρια, δροσολογημένα άπό τό μελτέμι τού Δεκαπενταύγουστου. "Ημερος καιρός, ήμερη πλάση, ο λα ήμερα στον αγιασμένο μου τοπο, «εικόνα πραότητος», σάν τόν Άγιο Νικόλα, όλα φτωχά κι άπλά, μά πλούσια, «τή πτωχεία τά πλούσια.»

Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
ΤΟ ΑΙΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ   
Η  επεξεργασία, επιμέλεια  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Η εικόνα είναι του Κωνστ. Ξενόπουλου

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |