ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Για τα ονόματα «παντοκράτωρ» και «παλαιός ημερών»

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Για τα ονόματα «παντοκράτωρ» και «παλαιός ημερών»



Αγιος Διονύσιος Αρεοπαγείτης
Περί Θείων Ονομάτων
Κεφάλαιο 10
Για τα ονόματα «παντοκράτωρ» και «παλαιός ημερών», 
όπου γίνεται λόγος και για τον αιώνα και τον χρόνο.

1. Είναι τώρα καιρός να υμνήσουμε με το λόγο μας τον πολυώνυμο Θεό ως «παντοκράτορα» και ως «παλαιό των ημερών». Το πρώτο όνομα αποδίδεται σʹ αυτόν, επειδή αποτελεί την παντοκρατορική έδρα των πάντων,   που   συνέχει   και   περιέχει   το   σύμπαν,   που   εγκαθιδρύει, θεμελιώνει, περισφίγγει και καθιστά το σύμπαν αρραγές στον εαυτό της.Από τον εαυτό της παράγει τα πάντα, σαν από ρίζα παντοκρατορική, στον εαυτό της επαναφέρει τα πάντα, σαν σε πυθμένα παντοκρατορικό, και τα συγκρατεί όλα μαζί ως παντοδύναμη έδρα των πάντων.Αυτή διασφαλίζει όλα τα συγκρατούμενα όντα με μια συνοχή που υπερβαίνει τα πάντα και δεν τα αφήνει να εκπέσουν από τον εαυτό της, σαν να απομακρύνονται από μια πλήρως τέλεια εστία, και να χαθούν.
Επίσης, η ανώτατη θεϊκή αρχή ονομάζεται «παντοκράτωρ», επειδή κυριαρχεί στα πάντα και εξουσιάζει όσα βρίσκονται κάτω από τη διοίκησή της   χωρίς   να   αναμειγνύεται   με   αυτά·   επειδή   είναι   επιθυμητή   και αξιέραστη σε όλα τα όντα και επιβάλλει σε όλα τους εκούσιους ζυγούς και τις γλυκές ωδίνες του θείου, παντοκρατορικού και ακατάλυτου έρωτα της ίδιας της αγαθότητας.



2. Ο Θεός ονομάζεται και «παλαιός των ημερών», επειδή αυτός είναι και αιώνας και χρόνος των πάντων και επειδή υπάρχει πριν από ημέρες και αιωνιότητα και χρόνο. Ωστόσο, μπορούμε να τον ονομάσουμε, κατά τρόπο που αρμόζει στον Θεό, και χρόνο και ημέρα και καιρό και αιωνιότητα, επειδή είναι αναφορικά με κάθε κίνηση αμετάβλητος και ακίνητος, επειδή μέσα στην αένναη κίνησή του μένει σταθερός στον εαυτό του και επειδή είναι αίτιος και της αιωνιότητας και του χρόνου και των ημερών.


Γιʹ αυτό και κατά τις ιερές εμφανίσεις του Θεού που γίνονται σε μυστικές οράσεις παρουσιάζεται είτε ως γέροντας είτε ως νέος. Ο γέροντας υποδηλώνει τον «αρχαίο» και «αυτόν που υπάρχει εξαρχής», ενώ ο νεότερος τον αγέραστο.


Και οι δύο μορφές μας διδάσκουν ότι αυτός διέρχεται από την αρχή μέχρι το τέλος διαμέσου όλων των όντων. Ή, όπως λέει ο θεϊκός ιεροδιδάσκαλός μας, το καθένα από τα δύο υποδηλώνει τη θεϊκή αρχαιότητα: το όνομα
«γέροντας» δηλώνει τον πρώτο κατά τον χρόνο, ενώ αυτό του νέου τον αρχαιότερο ως προς τον αριθμό.
Γιατί βέβαια η μονάδα και τα γύρω από τη μονάδα είναι πολύ πιο κοντά στην αρχή από τους περισσότερο προχωρημένους αριθμούς.


3. Είναι ανάγκη, νομίζω, να γνωρίσουμε από τις Γραφές και τη φύση των εννοιών χρόνος και αιώνας. Γιατί όπου η Γραφή λέει «αιώνια» δεν εννοεί σε  όλες  τις  περιπτώσεις  αυτά  που  είναι παντοιοτρόπως  και  απολύτως αγένητα ή πραγματικά αΐδια, αλλά επίσης τα άφθαρτα, αθάνατα, αναλλοίωτα και όσα υπάρχουν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως όταν λέει το:
«Ανοίξτε πύλες αιώνιες» και τα παρόμοια.


Πολλές φορές μάλιστα χαρακτηρίζει με την ονομασία του αιώνα τα πολύ αρχαία και είναι πάλι φορές που την όλη διάρκεια του δικού μας χρόνου την ονομάζει αιώνα, καθότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αιώνα είναι το αρχαίο και το αναλλοίωτο και το να μετρά συνολικά το είναι. Την ονομασία του χρόνου τη δίνει σʹ αυτά που χαρακτηρίζονται από γένεση, φθορά, αλλοίωση και είναι πότε έτσι και πότε αλλιώς.


Γιʹ αυτό κι εμείς που βρισκόμαστε εδώ και οριζόμαστε από τον χρόνο θα έχουμε,  λέει  η  θεολογία,  μερίδιο  στον αιώνα, όταν  θα φτάσουμε στον άφθαρτο  και  αμετάβλητο  αιώνα.  Μερικές  φορές  στις  Γραφές  γίνεται λόγος για έγχρονο αιώνα και αιώνιο χρόνο, αν και γνωρίζουμε απʹ αυτές ότι με τον αιώνα λέγονται και δηλώνονται περισσότερο και κατά κύριο λόγο αυτά που υπάρχουν, ενώ με τον χρόνο όσα γίνονται.


Δεν πρέπει, επομένως, αυτά που ονομάζονται αιώνια να τα θεωρούμε γενικά συναΐδια με τον προαιώνιο Θεό· αλλά ακολουθώντας απαρέγκλιτα τις πάνσεπτες Γραφές, πρέπει τα αιώνια και τα έγχρονα να τα διερμηνεύουμε με τους τρόπους που είναι αναγνωρισμένοι απʹ τις Γραφές, ενώ πρέπει να θεωρήσουμε ενδιάμεσα αυτών που υπάρχουν και αυτών που γίνονται όσα μετέχουν πότε στον αιώνα και πότε στον χρόνο.


Τον Θεό, ωστόσο, πρέπει να τον υμνούμε και ως αιώνα και ως χρόνο, επειδή είναι αιτία κάθε χρόνου και αιώνα, και ως παλαιό των ημερών, επειδή υπάρχει πριν και υπεράνω χρόνου και «μεταβάλλει τους καιρούς και τους χρόνους»· επίσης, ως αυτόν που υπάρχει πριν από τους αιώνες, καθότι υπάρχει πριν από τον αιώνα και υπεράνω του αιώνα και «η βασιλεία του είναι βασιλεία όλων των αιώνων». Αμήν.
Κεφάλαιο 11
Για την ειρήνη και τι σημαίνει το ίδιο το καθαυτό είναι. Τι είναι η καθαυτό ζωή, τι η καθαυτό δύναμη και τα παρόμοια.


1. Εμπρός  λοιπόν  να  δοξολογήσουμε  με  ύμνους  ειρηνικούς  τη  θεϊκή ειρήνη, την ανώτατη αρχή της συνένωσης. Γιατί αυτή είναι που ενώνει τα πάντα, αυτή που γεννά και απεργάζεται την ομόνοια και τη σύμπνοια όλων των όντων.


Γιʹ αυτό και τα πάντα την επιθυμούν, γιατί επαναφέρει τα πολλαπλά διαχωρισμένα  μέρη  τους  στην  καθολική  ενότητα  και  ενώνει  σε  μια ομοειδή  συνοίκηση  τις  εμφύλιες  αντιθέσεις  των  στοιχείων  του σύμπαντος.


Μέσω της συμμετοχής στη θεϊκή ειρήνη οι μεγαλύτερες από τις ενωτικές δυνάμεις ενώνονται οι ίδιες με τον εαυτό τους και μεταξύ τους, καθώς και με τη μία υψίστη αρχή της ειρήνης στο σύμπαν.


Και τα κατώτερά τους όντα τα ενώνουν τα ίδια με τους εαυτούς τους και μεταξύ  τους  και  με  τη  μία  και  τέλεια  αρχή  και  αιτία  της  καθολικής ειρήνης. Αυτή η ειρήνη, καθώς επεκτείνεται κατά τρόπο αμέριστο στο σύμπαν, ορίζει, ολοκληρώνει και διασφαλίζει τα πάντα, όπως ακριβώς οι κλειδαριές συνδέουν τα διαχωρισμένα θυρόφυλλα.


Δεν τα αφήνει να διαιρεθούν και να σκορπιστούν στο άπειρο και αόριστο, ούτε να απομείνουν χωρίς τάξη ή στηρίγματα και να χάσουν την επαφή με τον Θεό, ούτε να εξέλθουν από την ένωση του εαυτού τους και να ανακατευτούν μεταξύ τους σε μια καθολική σύγχυση.


Σχετικά λοιπόν μʹ αυτή τη θεϊκή ειρήνη και ησυχία, την οποία ο ιερός Ιούστος  ονομάζει  αφθεγξία  και  (αναφορικά  με  κάθε  εκπόρευση  που μπορεί να συλλάβει η δική μας γνώση) ακινησία, κανένα από τα όντα δεν είναι θεμιτό αλλά ούτε και εφικτό να εκφράσει ή να εννοήσει τι ακριβώς είναι.


Πιο συγκεκριμένα, δεν μπορεί να εννοήσει με ποιο τρόπο αυτή ηρεμεί και παραμένει ήσυχη και πως είναι καθʹ εαυτήν και μέσα στον εαυτό της και πως έχει μια υπερβατική ένωση όλη με όλο τον εαυτό της και πώς, ενώ εισέρχεται στον εαυτό της και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της, δεν εγκαταλείπει την ένωση του εαυτού της, αλλά προχωρεί προς όλα τα όντα, μένοντας όλη μέσα στον εαυτό της χάρη στο πλεόνασμα της ένωσης που υπερβαίνει τα πάντα.
Ας  αναθέσουμε  τότε  και  αυτά,  ως  άρρητα  και  άγνωστα, σʹ  αυτήν  την ειρήνη, καθότι βρίσκεται επέκεινα όλων των όντων, και ας εξετάσουμε τις νοητές και ρητές μετουσίες της, και αυτό όσο είναι δυνατό σε ανθρώπους και μάλιστα σε μας, που είμαστε κατώτεροι από πολλούς αγαθούς άνδρες.



2. Πρώτα βέβαια πρέπει να πούμε το εξής∙ ότι η θεία ειρήνη είναι αυτή που δίνει υπόσταση στην καθαυτό ειρήνη, τόσο τη συνολική όσο και την επιμέρους, και ότι αναμειγνύει τα πάντα μεταξύ τους σε μια ένωση ασύγχυτη, κατά την οποία όλα υφίστανται με τρόπο αδιαίρετο και αδιαφιλονίκητο ενωμένα, αλλά ταυτόχρονα ακέραια, το καθένα στο δικό του είδος, χωρίς να αλλοιώνονται από την ανάμιξη με τα αντίθετά τους και χωρίς να αμβλύνουν κάτι από την ακρίβεια και καθαρότητα της ένωσης.


Μία λοιπόν και απλή θα θεωρήσουμε τη φύση της ειρηνικής ένωσης, που ενώνει τα πάντα με τον εαυτό της, με τον εαυτό τους και μεταξύ τους και που διατηρεί τα πάντα αμιγή και συγχρόνως συγκερασμένα, σε μια καθολική σύνδεση χωρίς σύγχυση.


Εξαιτίας της οι θεϊκοί νόες, αφού ενώνονται με τις δικές τους νοήσεις, ενώνονται και με τα αντικείμενα των νοήσεών τους. Και τότε αναβιβάζονται   στην   άγνωστη   σύνδεση   με   όσα   είναι   θεμελιωμένα υπεράνω του νου.


Εξαιτίας της και οι ψυχές, ενώνοντας τις παντοειδείς λογικές δυνάμεις τους και συνάγοντάς τις προς μία νοερή καθαρότητα, προχωρούν με μέθοδο και τάξη, κατά τρόπο οικείο στη φύση τους, διαμέσου της άυλης και αμερούς νόησης προς την υπεράνω νόησης ένωση.


Εξαιτίας της λαμβάνει υπόσταση η μία και αδιάλυτη σύνδεση όλων των όντων μέσα στη θεϊκή της αρμονία και εναρμονίζεται με μια καθʹ όλα τέλεια   συμφωνία,   ομόνοια   και   σύμπνοια,   καθώς   συνάγεται   χωρίς σύγχυση και συνέχεται χωρίς διαίρεση.


Κατά συνέπεια, η ολότητα της καθʹ όλα τέλειας ειρήνης εκτείνεται σε όλα τα όντα, ενώνοντας τα πάντα με την απλούστατη και αμιγή παρουσία της ενοποιητικής της δύναμης και συνδέοντας τα άκρα μεταξύ τους μέσω των ενδιάμεσων μερών, έτσι ώστε όλα να συζευχθούν σε μια ομογενή φιλία.


Επίσης, δωρίζει ακόμα και στις έσχατες αποπερατώσεις του σύμπαντος τη δυνατότητα να την απολαμβάνουν και καθιστά τα πάντα συγγενικά διαμέσου των ενοτήτων, των ταυτοτήτων, των ενώσεων, των συναγωγών.

Παραμένει δηλαδή η θεϊκή ειρήνη σταθερή και αδιαίρετη, φανερώνει τα
πάντα μέσα σε ένα και διέρχεται διαμέσου όλων, χωρίς να εξέρχεται από τη δική της ταυτότητα. Γιατί προχωρεί σε όλα τα όντα και μεταδίδει σε όλα, ανάλογα με τη φύση του καθενός, τον ίδιο τον εαυτό της και τα κατακλύζει με το ξεχείλισμα της ειρηνικής γονιμότητας.


Παραμένει όμως, εξαιτίας της υπεροχής της ένωσής της, όλη προς όλο τον εαυτό της και καθʹ όλο τον εαυτό της απολύτως ενωμένη.


3. Θα μπορούσε όμως κάποιος να ρωτήσει· πώς γίνεται να επιθυμούν όλα την ειρήνη, αφού πολλά χαίρονται με την ετερότητα και τη διάκριση και δεν θα ηρεμούσαν ποτέ με τη θέλησή τους;


Αν βέβαια αυτός που κάνει την ερώτηση εννοεί με τις λέξεις ετερότητα και διάκριση την ιδιαίτερη φύση του κάθε όντος και ότι αυτήν κανένα από τα όντα, διατηρώντας την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής του, δεν θέλει ποτέ να την απολέσει, δεν θα διαφωνήσουμε ούτε εμείς με αυτό, αλλά θα την αποκαλέσουμε κι αυτή έφεση ειρήνης.


Γιατί τα πάντα επιθυμούν να είναι ειρηνικά και ενωμένα με τους εαυτούς τους και να παραμένουν αμετακίνητα και σταθερά στον εαυτό τους και σε όσα χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους. Η καθʹ όλα τέλεια ειρήνη είναι αυτή που διαφυλάσσει τις αμιγείς ιδιότητες των επιμέρους όντων και αυτή που διατηρεί τα πάντα με τις πλήρεις ειρηνικών δώρων πρόνοιές της αδιατάρακτα και ασύγχυτα και προς τους εαυτούς τους και μεταξύ τους, εγκαθιστώντας τα πάντα με σταθερή και απαρέγκλιτη δύναμη στην ειρήνη και την ακινησία των εαυτών τους.


4. Κι αν όλα όσα κινούνται δεν επιθυμούν την ηρεμία, αλλά θέλουν να κινούνται συνεχώς εκτελώντας τη δική τους κίνηση, και αυτό είναι έφεση της θεϊκής ειρήνης του σύμπαντος, η οποία διασώζει τα πάντα αδιάπτωτα στους εαυτούς τους και διαφυλάσσει ακίνητη και αμετάπτωτη την ιδιοσυγκρασία και την κινητική ζωή όλων των όντων που κινούνται, έτσι ώστε τα κινούμενα να έχουν ειρήνη με τους εαυτούς τους και παραμένοντας στην ίδια κατάσταση να εκτελούν τη δική τους δραστηριότητα.


5. Αν όμως αυτός που ερωτά εννοεί την ετερότητα σαν έκπτωση από την ειρήνη και ισχυρίζεται ότι δεν είναι σε όλους αγαπητή η ειρήνη, θα απαντήσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως από τα όντα, το οποίο να έχει εκπέσει παντελώς από κάθε ένωση.
Γιατί το εντελώς άστατο και άπειρο και αθεμελίωτο και αόριστο ούτε ον είναι ούτε υπάρχει μέσα στα όντα. Αν τώρα εννοεί ότι απεχθάνονται την ειρήνη και τα αγαθά της ειρήνης όλοι όσοι χαίρονται με τις έριδες και τους θυμούς και τις μεταβολές και τις ακαταστασίες, κι αυτοί όμως διακατέχονται από αμυδρά είδωλα ειρηνικής έφεσης: καθώς ενοχλούνται από αεικίνητα πάθη και επιθυμούν χωρίς συνετή γνώση να τα θεραπεύσουν, νομίζουν ότι θα ειρηνεύσουν τους εαυτούς τους, που ταράσσονται από την αποτυχία τους στην απόλαυση των ηδονών που έχουν επικρατήσει, με τον κορεσμό από τα διαρκώς ρέοντα πάθη.


Τι θα μπορούσε τώρα να πει κανείς για την κατά Χριστό φιλανθρωπία, που διαχέει άφθονα την ειρήνη; Μʹ αυτήν δεν θα συνεχίζουμε πλέον να πολεμούμε, ούτε με τους εαυτούς μας ούτε μεταξύ μας ούτε με τους αγγέλους.


Αλλά θα συνεργήσουμε μʹ αυτούς για την κατά το δυνατόν επίτευξη των θείων έργων, σύμφωνα με την πρόνοια του Ιησού, ο οποίος ενεργεί «τα πάντα μέσα στα πάντα» και πραγματοποιεί ειρήνη άρρητη και προκαθορισμένη από τους αιώνες, συμφιλιώνοντάς μας με τον εαυτό του μέσα στο Πνεύμα και διά μέσου του εαυτού του και μέσα στο Πνεύμα με τον Πατέρα.


Για τα υπερφυσικά αυτά δώρα έχουμε μιλήσει ικανοποιητικά στις Θεολογικές υποτυπώσεις, χρησιμοποιώντας επιπλέον τη θεόπνευστη μαρτυρία των Γραφών.


6. Αλλά επειδή και άλλοτε με επιστολή σου με ρώτησες πώς άραγε εννοώ το καθαυτό είναι, την καθαυτό ζωή ή την καθαυτό σοφία και είπες ότι αναρωτήθηκες πώς ονομάζω τον Θεό άλλοτε καθαυτό ζωή και άλλοτε δημιουργό της καθαυτό ζωής, θεώρησα αναγκαίο, άγιε άνθρωπε του Θεού, να σου λύσω και αυτή την απορία που σου δημιούργησαν τα λεγόμενά μου.


Και πρώτα‐πρώτα, για να επαναλάβουμε κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές, δεν  αποτελεί  αντίφαση  από  τη  μια  να  πούμε  ότι  ο  Θεός  είναι καθαυτό δύναμη ή καθαυτό ζωή και από την άλλη ότι είναι δημιουργός της καθαυτό ζωής ή της ειρήνης ή της δύναμης.


Στη δεύτερη περίπτωση ο Θεός ονομάζεται από τα όντα, και μάλιστα τα πρωταρχικά όντα, ως ο αίτιος όλων των όντων, ενώ στην πρώτη, επειδή υπάρχει  απόλυτα  κατά  τρόπο  υπερούσιο  υπεράνω  όλων  των  όντων, ακόμα και των πρωταρχικών όντων.
Ρωτάς, επίσης, τι εννοούμε γενικά ότι είναι το καθαυτό είναι ή η καθαυτό ζωή ή όσα υπάρχουν κατά απόλυτο και πρωταρχικό τρόπο και δεχόμαστε ότι έλαβαν υπόσταση από τον Θεό σε πρωταρχικό βαθμό.


Η απάντηση σʹ αυτό το ερώτημα δεν είναι περίπλοκη αλλά απλή και έχει εύκολη διασάφηση. Δεν ισχυριζόμαστε, βέβαια, ότι το καθαυτό είναι αποτελεί μια θεϊκή ή αγγελική ουσία, αιτία για την ύπαρξη όλων των όντων (γιατί μόνο αυτό που είναι υπερούσιο μπορεί να είναι η αρχή, η ουσία και η αιτία για όλα τα όντα και για το ίδιο το καθαυτό είναι)∙ ούτε ότι  υπάρχει  άλλη  ζωογόνος  θεότητα  πέρα  από  την  υπέρθεη  ζωή,  που είναι   αιτία   όλων   όσα   ζουν   και   της   καθαυτό   ζωής∙   ούτε,   για   να συντομεύσω, ουσίες και υποστάσεις που δίνουν αρχή και δημιουργία στα όντα, τις οποίες κάποιοι τόλμησαν να ονομάσουν απερίσκεπτα θεούς και δημιουργούς των όντων, θεούς τους οποίους ‐για να μιλήσουμε αληθινά και κυριολεκτικά ‐ ούτε οι ίδιοι γνώριζαν (μια και δεν υπάρχουν) ούτε οι πατέρες τους.


Αλλά καθαυτό είναι και καθαυτό ζωή και καθαυτό θεότητα ονομάζουμε, από την άποψη της αρχής, της θεότητας και της αιτίας, την μία υπεράνω αρχής και ουσίας αρχή και αιτία των πάντων. Από την άποψη της μέθεξης, ονομάζουμε έτσι τις δυνάμεις της πρόνοιας που εκπορεύονται από τον αμέθεκτο Θεό, δηλαδή την ενέργεια της καθαυτό ύπαρξης, την ενέργεια της καθαυτό ζωής και την ενέργεια της καθαυτό θέωσης.


Τα όντα μετέχοντας σʹ αυτές κατά τρόπο οικείο στη φύση τους, και είναι και  λέγονται  όντα  και  ζωντανά  και  ένθεα  και  τα  υπόλοιπα  κατά παρόμοιο τρόπο. Γιʹ αυτό και ο αγαθός Θεός κατά πρώτον ονομάζεται δημιουργός αυτών των καθαυτό ιδιοτήτων, ύστερα των ολικών, ύστερα των μερικών, ύστερα των όντων που μετέχουν σʹ αυτές ολικώς και ύστερα των όντων που μετέχουν σʹ αυτές μερικώς.


Αλλά τι χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο γιʹ αυτά, τη στιγμή που τα έχουν αναπτύξει μερικοί από τους θείους διδασκάλους μας; Αυτοί ονομάζουν δημιουργό της καθαυτό αγαθότητας και θεότητας αυτόν που είναι υπεράνω αγαθότητας και θεότητας, εξηγώντας ότι καθαυτό αγαθότητα και θεότητα είναι η δωρεά που έχει προέλθει από τον Θεό και η οποία αγαθοποιεί και θεοποιεί τα όντα.


Λένε επίσης ότι η καθαυτό καλλοποιός έκχυση είναι το καθαυτό κάλλος και το ολικό κάλλος και το επιμέρους κάλλος και αυτά που είναι ολικώς ωραία και αυτά που είναι μερικώς ωραία. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες ιδιότητες που ονομάζονται ή μπορούν να ονομαστούν κατά τον ίδιο τρόπο, οι οποίες δηλώνουν πρόνοιες και αγαθότητες στις οποίες μετέχουν
τα όντα και προέρχονται από τον αμέθεκτο Θεό, από τον οποίο αναβλύζουν καθʹ υπερβολή με άφθονη έκχυση.


Έτσι λοιπόν ο αίτιος των πάντων είναι κατά απόλυτο τρόπο επέκεινα πάντων και η υπερούσια και υπερφυσική ύπαρξή του υπερέχει εντελώς από όλα τα όντα, οποιαδήποτε κι αν είναι η ουσία και η φύση τους.
Κεφάλαιο 12
Για   τα   ονόματα   «άγιος   αγίων»,   «βασιλεύς   βασιλέων»,   «κύριος κυρίων» και «θεός θεών».


1. Αλλά επειδή όσα έπρεπε να πούμε γιʹ αυτά έφτασαν, όπως νομίζω, στο κατάλληλο τέλος, ας υμνήσουμε τώρα τον πολυώνυμο Θεό και ως «άγιο των αγίων» και βασιλέα των βασιλέων, που βασιλεύει στον αιώνα έως το τέλος του αιώνα και ακόμα παραπέρα, και ως κύριο των κυρίων και θεό των θεών.


Και πρώτα πρέπει να πούμε πώς αντιλαμβανόμαστε την καθαυτό αγιότητα, πώς τη βασιλεία, την κυριότητα, τη θεότητα και τι θέλουν να δηλώσουν οι Γραφές με τον διπλασιασμό των ονομάτων.


2. Αγιότητα λοιπόν είναι, όπως μπορούμε να την ορίσουμε, η καθαρότητα που είναι ελεύθερη από κάθε «άγος», που είναι ολότελα τέλεια και εντελώς άχραντη. Βασιλεία είναι ο απόλυτος έλεγχος κάθε ορίου και διακόσμησης και θεσμού και τάξης.


Κυριότητα όχι μόνο η υπεροχή πάνω στους χειρότερους, αλλά και η συνολική, τέλεια και απόλυτη κατοχή των ωραίων και αγαθών και η αληθινή και αμετάβλητη σταθερότητα. Γιʹ αυτό και η κυριότητα ετυμολογείται από το «κύρος» και το «κύριον» και το «κυριεύον».


Θεότητα, τέλος, είναι η πρόνοια που «θεάται» τα πάντα, που «περιθέει» και συνέχει τα πάντα με την τέλεια αγαθότητά της, που αποπληρώνει με τον εαυτό της και υπερβαίνει όλα όσα απολαμβάνουν την πρόνοιά της.


3. Αυτούς λοιπόν τους ύμνους ας απευθύνουμε κατά τρόπο απόλυτο προς την αιτία που υπερβαίνει τα πάντα και ας την προσφωνήσουμε επιπλέον και αγιότητα που υπερέχει και κυριότητα και βασιλεία που υπέρκειται και θεότητα που είναι απολύτως απλή.


Γιατί, απʹ αυτήν κατά τρόπο ενιαίο και αθρόο έχει παραχθεί και μεταδοθεί όλη η αμιγής ευκρίνεια όλης της γνήσιας καθαρότητας, όλη η διάταξη και διακόσμηση του σύμπαντος, που εξοβελίζει την αρρυθμία, την ανισότητα και  την  ασυμμετρία,  που  ευφραίνεται με  την  εύρυθμη  ταυτότητα  και ορθότητα και οδηγεί γύρω της όσα έχουν αξιωθεί να μετέχουν σʹ αυτήν.


Απʹ αυτήν προέρχεται, επίσης, η καθολική, τέλεια και απόλυτη κατοχή όλων των καλών και κάθε αγαθή πρόνοια, που «θεάται» και συνέχει όσα δέχονται την πρόνοια και που προσφέρει κατά τρόπο αγαθοπρεπή τον εαυτό της για την θέωση όσων στρέφονται προς αυτήν.

4. Επειδή τώρα ο αίτιος των πάντων είναι υπερπλήρης από όλα, κατά μία
πληθωρικότητα που υπερβαίνει τα πάντα, ονομάζεται «άγιος αγίων» και τα λοιπά, σύμφωνα με την καθʹ υπερβολή αναβλύζουσα αιτιότητα και την εξαίρετη υπεροχή, όπως θα μπορούσε να πει κανείς.


Όσο υπερέχουν αυτά που είναι άγια ή θεία ή κύρια ή βασιλικά απέναντι στα αντίστοιχα μη όντα και οι καθαυτό μετοχές από αυτά που τις μετέχουν, τόσο είναι εδραιωμένος υπεράνω όλων των όντων αυτός που βρίσκεται υπεράνω όλων των όντων και ο αμέθεκτος αίτιος από όλα αυτά που μετέχουν και από τις μετοχές.


Εν τω μεταξύ, αγίους και βασιλείς και κυρίους και θεούς ονομάζουν οι Γραφές τις πρωταρχικότερες τάξεις της κάθε ιεραρχίας, μέσω των οποίων οι δεύτερες τάξεις μεταλαμβάνουν τις δωρεές του Θεού και πληθύνουν γύρω από τις δικές τους διαφορές την απλότητα της μετάδοσης των θείων δωρεών.


Την ποικιλία των δεύτερων αυτών τάξεων συνάγουν προς τη δική τους ενότητα κατά τρόπο προνοητικό και θεοειδή οι πρώτες τάξεις.


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |