ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Είς τόν πτωχόν Λάζαρον λόγος πρώτος

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Είς τόν πτωχόν Λάζαρον λόγος πρώτος



Ιωάννης Χρυσόστομος
Είς τόν πτωχόν Λάζαρον λόγος πρώτος

Οι Λόγοι «είς τὸν πτωχὸν Λὰζαρον». ἐκφωνήθηκαν στὴν 'Αντιόχεια τὸ 387 ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο. πρεσβύτερο τότε. 'Εχουν βασικὸ θέμα τους τὴν παραβολὴ τοῦ Κυρίου γιὰ. τὸν πλούσιο καὶ τὸν Φτωχὸ Λἀζαρο. όπως σώζεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὑαγγέλιο. 
'Ο φωτισμένος ρῆτορας βρίσκει τὴν εὐκαιρία ν᾿ ἀναπτὑξη σ' αὐτοὺς τοὺς ἑπτὰ λόγους τὸ πολῦπλευρο κοινωνικὸ πρόβλημα ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἀλλα σχετικὰ ζητήματα.Αξιο θαυμασμοῦ είναι πόσο ό Χρυσόστομος γνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ψυχολσγία. μὲ πόση ἀνεση χρησιμοποιεί τὴν ἀγία Γ ραφή. καὶ ὑποστηρίζει τὴ χριστιανικὴ λύση. Οι όμιλίες αὐτές, ποὺ ἀποτελοῦν ἐκλεκτὰ δείγματα τῆς ρητορικῆς του τέχνης. πἀλλονται ἀπὸ Θέρμη κι᾿ ἐνθουσιασμὸ καὶ διατηροῦν πἀντοτε τὴν ἐπιικαιρότητἀ τους σὰν θέματα. καὶ τὴν ἀξία τους σὰν διδακτικὰ καί ρητορικὰ ἔργα.

Μετὰ τίς Καλἁνδες͵ τὴν ἑπόμενη μέρα. στὴν Ἄντιὸχεια έκφωνηιιένος͵έναντίον έκείνων ποὺ μεθοὕν, καὶ γιὰ’ κείνους ποὺ μπαίνουν στὶς ταβέρνες καί στήνουν χοροὺς στὴν πόλη, καὶ περὶ τοῦ ὅτι δὲν πρέπει ὁ διδάσκαλος ν᾿ ἀπελπίζεται γιὰ τοὺς μαθητές του, κι’ όταν πρὸς τὸ παρὸν δὲν σνμμιορφώνωνται, καὶ στὸν φτωχὸ Λἀζαρο καὶ στὸν πλούσιο.



α΄. Τὴ χθεσινὴ μέρα, ποὺ ἦταν ἑορτὴ σατανική, ἐσεῖς τὴν κὰνατε έορτὴ πνευμα τική, γιατὶ δεχτἡκατε τὰ λόγια μου μ εὐχαρίστηση πολλή, καὶ τὴν περισσάιερη μέρα έδὥ τὴν περᾶσαμε,“ καί φρονιμάδα γεμάτο έμεθυσατε, καὶ μὲ τὸν Παῦλο έχορέψατε 'Ετσι λοιπὸν είχατε διπλὸ τὸ κέρδος, ότι κι’ ἀπὸ τὴν ἄταχτη παρέα τῶν μεθνσμένων ξεφὺγατε. και χαρήκατε Χθές  πνευματικές, ποὺ είχαν πολλὴ ταξη. Καὶ ἡπια'ιε ἀπὸ ποτήρι ποὺ δὲν κερ- νοῦσε κρασί, μὰ ῆταν γεμᾶτο πνευματικὴ διδασκαλία. Καὶ γενἡκατε αὺλὸς καὶ κι- θάρα με τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι’ ὅσο οί άλλοι χὸρευαν γιὰ χαρὰ τοῦ διαβόλου, σεῖς ποὺ καματε τοὺς ἑαυτούς σας ὄργανα καὶ σκεύη τπιειωατικά, μὲ τὴν έδὥ παραμονὴ σας, έδὠσαι'ε τὴν εὐκαιρία στὸ Πνεῦμα νὰ κρουση τὶς ές σας καὶ νὰ φυσὴξη στὶς καρδιές σας χἀρη του. Γι’ αὐτὸ καὶ κἀματε ν᾿ ἀκουστῆ τέτοια ἁρμονι κιὰ μελωδία, ποὺ όχι μόνο τοὺς ἀνθρώπους, μὰ καὶ τίς ἄνω δυνάμεις εὐχαριστεῖ.


Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ σήμερα νὰ ὸπλί- σωμε τὴ γλῶσσα ἐναντίον τῆς μέθης, κι’ ἂς νικήσωμε τὸν ᾶσωτο καὶ παραλυμένο βίο. Να κατηγορήσων: αὐτοὺς ποὺ περνοῦν τὴ μέρα τοὺς στὴ μέθη, ὸχι γιὰ νὰ τοὺς ντρο- πιἀσωμε, μὰ γιὰ νὰ τοὺς γλυτώσωμε ἀπ᾿ τὴν ντροπή. ' ι γιὰ νὰ τοὺς κοροἳδέ- ψωμε, ἀλλὰ γιὰ ν τοὺς διο θὠσωιιε. "Οχι γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσωμε, ἀλλ γιὰ νὰ τοὺς πάρωμε ἀπὸ τὴν ἄσχημη πομπή, κι’ ἀπ' τοῦ διαβόλου τὰ χέρια νὰ τοὺς ἀρπἀξωμε. Γιατί αὐτὸς ποὺ ζῆ ὅλη τὴ μέρα στὴ μέθη καὶ στὴν πολυτέλεια καὶ στὴν πολνφαγία, βρίσκεται σ' αὐτὴ τὴν ίδια τὴν έξουσία τοῦ διαβόλου. Καὶ μακάρι νὰ γίνη κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅσα λέμε έμείς, γιατὶ ἂν ἐπιμένσνν στὰ ὶδια κι’ ὕστερα ἀπὸ τὴν συμβουλή. ἐμεῖς δὲν θὰ παραιτηθοῦμε νὰ τοὺς σνμβονλεύωμε καὶ πάλι. Καθὼς κι᾿ οί βρύσες, κι’ ἂν κανεὶς δὲν παίρνη νερό. ρέουν, κι’ οί π-ηγές, κι᾿ ἂν κανεὶς δὲν ἁπλῆ,
άναβλιζουν, κι᾿ οὶ ποταμοί͵ κι' ἂν κανεὶς δὲν πίνη, τρέχουν. Πρέπει λοιπὸν κι’ ὁ ὁμιλητὴς, κι’ ἄν κανεὶς δὲν προσέχη, νὰ κάνη τὸ καθῆκον του ὁλόκληρο.Διότι καὶ νόμος ὑπάρχει τοῦ φιλάνθρω- που Θεοῦ, σ’ ἐμᾶς ποὺ άναλάβαμε τὴν ὑπηρεσία τοῦ λόγου, ποτὲ νὰ μὴν ἐγκα- ταλείψωμε τὸ χρέος μας, μήτε νὰ σωπαί- νωμε, κι’ ἂν ἀκούη κάποιος, κι’ ἂν ἀδια- φορῆ. Καθὼς κι’ ὁ Ἱερεμίας, όταν πολλὰ άπειλοῦσε τοὺς ’Ιουδαίους, καὶ προφήτευε τὰ μέλλοντα κακά, ἀπ' τοὺς ἀκραατές του ὲμπαιζόταν, κι᾽ ὅλη τὴ μέρα τὸν περι- γελοῦσαν, κάποτε θέλησε νὰ σταματήση ἐκείνη τὴν προφητεία, γιατὶ ἔπαθε κάτι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ τὰ πειράγματα καὶ τὶς κακο- λογίες. Κι᾿ ἄκουε ποὺ τὸ ὁμολογεῖ αὑτὸ, λέγοντας“ Μὲ περιγελοῦσαν ὕλη τὴν ἡμέρα, κι᾿ είπα, δὲ θὰ μι- λήσω, πιὰ, κι’ οὔτε θ᾿άναφέρω τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Καὶ ἦρθε μέσα μου σὰν φωτιὰ ποὺ μ᾿ ἔκαιγε καὶ πλήγιαζε τὰ κόκ- καλά μου. ’Απὸ παντοῦ κυ- κλὠνομαι καὶ δὲν μπορῶ νὰ ὺ π ο φ έ ρ ω. Καὶ αὐτὸ ποὺ λέει, σημαί- νει᾽ 'Ηθελα νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴν προ- φητεία, λέει, γιατὶ δὲν ἄκουαν οἱ Ἰουδαῖοι, κι᾽ όταν τὸ ἀποφάσισα, ἔπεσε σὰν φωτιὰ στὴν ψυχή μου ἡ ἐνέργεια τοῦ πνεύμα- τος, κι᾿ ὅλα μέσα μου τὰ έκαιγε, μοῦ κα- τάτρωγε τὰ κόκκαλά μου τόσο, ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ άντέξω ἐκείνη τὴ φωτιὰ.
Κι’ ἂν έκε'ίνος, ποὺ τὸν γελοῦσαν καὶ τὸν χλεὺαζαν κάθε μέρα καὶ τὸν κατη- γοροῦσαν, ὅταν Θέληοε νὰ σωπάση,ὺπ- έφερε τέτοια τιμωρία, ποιὰ συγγνώμη θ᾽ άξίζαμε ἐμεῖς, ποὺ τίποτα τέτοιο δὲν πά- θαμε ποτέ, ἀλλὰ μικροψυχίσαμε ἀπ’ τὴν ἀμέλεια μερικῶν καὶ σταματήσαμε νὰ τοὺς διδάσκωμε, ὄταν μάλιστα ὑπάρχουν τό- σοι πολλοὶ ποὺ προσέχουν;
β΄. Αὐτὰ τὰ λέω, ὄχι γιὰ νὰ παρηγορῶ τὸν ἑαυτό μου, οὔτε γιὰ νὰ τὸν δικαιολογῶ. Διότι ἔχω πείσει τὸν ἑαυτό μου, μέχρι ν’ ἀναπνέω, καὶ μέχρι νὰ θέλη ὁ Θεὸς νὰ εὶ- μαι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, νὰ έκτελῶ αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία, κι’ ἂν προσέχη κανείς, κι’ ἂν δὲν προσέχῃ, νὰ έκτελῶ τὴν ἐντολή. ᾽Αλλ᾽ ἐπειδὴ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ άχρηστεὐουν τὰ χέρια τῶν ἄλλων γιὰ νὰ μὴν προσφέ- ρουν τίποτα χρήσιμα στὴ ζωὴ τὴ δική μας, καὶ παραλὺουν τὴν διάθεση τῶν ἄλλων καθὼς χλευάζουν καὶ γελοισποιοῦν καὶ λένε“ Σταμάτηοε νὰ σνμβουλεὺης, πάψε νὰ παρακινῆς, δὲ θέλουν νὰ σὲ προσέχουν, μὴν ὲνδιαφέρεσαι γι᾿ αὐτοὺς. Ἐπειδὴ ὑπάρ- χουν μερικοὶ ποὺ τὰ λένε αὐτά, καὶ γιὰ νὰ ξεκόψω τὴν πονηρὴ κι᾿ άπάνθρωππ αὐτὴ σκέψη καὶ τὸ διαβολικὸ σχέδιο ἐναντίον τῆς ψυχῆς τῶν πολλῶν, κάνω μεγαλῦτερη αὐτὴ τὴν ὁμιλία. Γιατὶ γνωρίζω ότι καὶ χθὲς πολλοὶ εἶπαν αὐτὰ τὰ λόγια, κι' ὅταν είδαν μερικοὺς νὰ κάθωνται στά κα'ιι'ηλειά, μὲ γέλοια καὶ χλευασμοὺς έλεγαν' Καὶ βέβαια πάρα πολὺ έπείσθηκαν, οὔτε ἕνας δὲν μπῆ- κε στὸ καπηλειό, ὅλοι φρονηματίστηκαν!
Τὶ λές ἄνθρωπέ μου; αὐτό ὺποσχεθήκαμε έμείς, ὅλους σέ μιὰ μέρα νὰ τοὺς σαγηνέψω- με; Κι’ ἂν δέκα μόνο έπείσθηκαν, κι' ἂν πέν- τε μόνο, κι’ ἂν ἕνας ἀκόμα, δέ φτάνει γιὰ νὰ παρηγορηθοῦμε; Μὰ ἐγὼ κάνω κι' ἄλλη ὺπερβολικὴ σκέψη: ᾽Ας ποῦμε ὅτι κανεὶς δὲν πείσθ-ηκε στὰ λόγια μας, πράγμα άδὺ- νατον, νὰ μείνη ἄκαρπος ὁ λόγος ποὺ σπέρ- νεται σέ τόσες άκοές, ἀλλὰ ἂς τὸ ὑποθέ- σωμε αὐτό͵ Καὶ πάλι ὁ λόγος μας δέν πῆ- γε χαμένος.
Διότι,κι᾿ ὰν μπῆκαν στὸ καπηλειό, ὅμως δὲν μπῆκαν μὲ τὴν ἴδια άδιαντροπιά, ἀλλὰ καὶ στὸ τραπέζι πολλὲς φορὲς θυμήθη- καν τὰ δικά μος λόγια, τὴν κατάκριση, τὴν έπίπληξη, καὶ ντράπηκαν ποὺ τὰ θυμήθηκαν, κοκκίνησαν ἀπὸ ντροπὴ μέσα τους. 'Εκαμαν τὰ συνηθισμένα, μὰ ὄχι μὲ τὴν ίδια ἀναίδεια. Κι᾿ αὐτὸ εἴν’ ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας καὶ τῆς καλὺτεΡης ἀλλαγῆς, τὸ νὰ νοιὠση κανένας τέλεια ντροπὴ, τὸ νὰ καταλάβη κανένας βαθιὰ τὶς πράξεις του. Μὰ κοντὰ σ’ αὐτά, κι’ ἄλλο κέρδος, δχι πιὸ μικρὸ μᾶς ἔγινε άπ' αὐτὴ τὴν αὶ- τία. Ποιὸ είν' αὔτό; Ποὺ καὶ οὶ φρόνιμοι γίνονται σεμνότεροι καὶ πείθονται ἀπὸ τὰ λόγια μας ὅτι αὐτοὶ έχουν σκεφθῆ καλὺ- τερα άπ’ όλους, καθὼς δὲν ἀκολουθοῦν μὲ τοὺς πολλοὺς. Δὲν γιάτρεψα τοὺς ἄρ- ρωστους; ἀλλὰ ἔκαμα πιὸ σίγουρους τοὺς ὑγιεῖς. Δὲν τράβηξε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία με- ρικοὺς ὁ λόγος; ἀλλὰ ἔκαμε πιὸ προσεκτι- κοὐς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ο'ι'ὴν ἀρετή. Θὰ πῶ καὶ κάτι τρίτο ἀκόμα. Δέν τοὺς ἔπεισα σήμερα; Μὰ θὰ μπορέσω ίσως νὰ τοὺς
πείσω αὔριο. Καὶ οὔτε αὔριο; Τότε μετὰ τὴν αὔριο, ἢ καὶ μετὰ ἀπὸ ’κείνην ἴσως. Αὐτὸς ποὺ σήμερα ἄκουσε καὶ άρνήθηκε, αὔριο ίσως θ᾿ ἀκούση καὶ θὰ παραδεχτῆ. Κι’ αὐτὸς ποὺ σήμερα καὶ αὔριο περιφρό- νησε, μετὰ μερικὲς ίσως μέρες θὰ προσέξη ὅσα λέγονται. Καθὼς κι᾿ αὐτὸς ποὺ ψα- ρεύει, πολλὲς φορὲς ἄδεια ὅλη τὴ μέρα μα- ζεὺει τὰ δίχτυα, κι’ ὅταν εἶναι νὰ φύγη τὸ βράδυ, πιάνει τὸ ψάρι ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα τοῦ ξέφυγε, καὶ τότε φεὺγει. Κι’ ἂν πρόκει- ται γιὰ τὶς ἀποτυχίες, ποὺ πάντοτε συμβαί- νουν, νὰ μένωμεν άργοί, καὶ νὰ μακραίνω- με ἀπ’ ὅλα τὰ ζητήματα, ὅλη μας ἡ ζωὴ θὰ πάη χαμένη. Κι᾽ ὄχι μόνο τὰ πνευματι- κά, μὰ καὶ τὰ βιοτικὰ ὅλα θὰ ὲξαφα- νιστοῦν. Καθὼς ό γεωργός, ἃν πρόκειται ν᾿ ἀποφεὺγη τὴν καλλιέργεια γιὰ τὶς ἀστάθειες τῶν καιρῶν, ποὺ συμβαίνουν μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλές φορὲς ἀκόμα, γρἡ- γορὰ θὰ χαθοῦμε ὅλοι ἀπ' τὴν πείνα. Κι’ ὁ καπετάνιος πἁλι, ὰν ἀποφύγη τὴ θάλασσα γιὰ τὴν τρικυμία ποὺ μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορὲς συμβαίνει, δέ θὰ μποροῦμε νὰ περάσωμε τὸ πέλαγος, κι' ἀπ᾿ αὐτὸ πάλι άβοήθητη θὰ εἶναι ἡ ζωή μας. Κι’ ὅποια τέχνη νὰ πιάσης, ἂν αὐτὰ βάζης στὸ νοῦ σου καὶ σνμβουλεὺης, ὅλα ἀπ᾿ τὰ θεμέλια θὰ χαθοῦν κι᾿ ἀκατοί- κητη θὰ μείνη ἡ γῆ. Πράγματα ποὺ ὅλοι τὰ γνωρίζουν, κι᾽ ἂν μιὰ φορά, κι' ἂν δυό, κι’ ἂν πολλές φορὲς δὲν έπιτὺχουν τὸ σκο- πὸ στὰ ζητήματα ποὺ ὑπάρχουν κι’ ἀσχολοῦιπ'αι, ὅμως πάλι καταπιάνονται μ᾿ αι'πά, μὲ τὴν ἴδια προθυμία.
κι᾽ έμεῖς ἀφοῦ τἁ σᾶς παρακαλῶ,

γ΄. Πράγματα ποὺ γνωρίζωμε, ἀγαπητοί, νὰ μὴν τὰ προφέρωμε, οὔτε νὰ τὰ λέ- με. Τὶ μᾶς χρειάζονται τὰ τόσα λόγια; Κανένα κέρδος δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ λό- για. Γιατὶ κι’ ὁ καλλιεργητὴς τῆς γῆς, ὄταν μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορὲς σπείρη τὸ ἴδιο χωράφι καὶ δὲν πετὔχη κέρδος, τὸ καλλιεργεῖ καὶ πάλι αὐτό, καὶ πολλὲς φο- ρές, μέσα σ᾽ ἔνα χρόνο ἔβγαλε τὴ ζημιὰ ὅλου τοῦ καιροῦ, Κι’ ὁ ἔμπορος πάλι ποὺ πολλὲς φορὲς ὑπόφερε ναυάγια πολλὰ, δὲν παρἀτησ'ε τὸ λιμάνι, ἀλλὰ καὶ πλοῖο τράβηξε στὴ θάλασσα, καὶ ναῦτες πῆρε στὴν ὑπηρεσία του, καὶ χρήματα ἀφοῦ δανείστηκε, κατα-πιάστηκε μὲ τὰ ἴδια πράγ- ματα͵ ἂν καὶ τὸ μέλλον πάλι τοῦ ἦταν ἄγνωστα Καὶ καθένας ο’ ὅ,τι ἐπιχειρεῖ, ἔτσι συνηθίζει νὰ κάνη, σὰν τὸν γεωρ- γὸ καὶ τὸν έμπορο. 'Επειτα ἐκεῖνοι δεί- χνουν τέτοια ἐπιμονὴ στὰ βιοτικὰ, ἂν καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εὶναι ἄγνωστο, κι᾽ έμεῖς,ἃν μιλήσωμε καὶ δὲν ἀκουστοῦμε, ἀμέσως θὰ παραιτηθοῦμε; Καὶ πῶς θὰ μᾶς συχωρεθῆ αὐτό; Καὶ τὶ θ' ἀπολο- γηθοὓμε; Κι’ ὅταν κανεὶς δὲν εἶναι ποὺ θὰ τοὺς παρηγορήση αὐτοὺς, γιὰ τὴ ζημία στὶς ἀποτυχίες τους, καθὼς έὰν σκεπάση τὸ πλοῖο ἡ θάλασσα, κανι'ὶς τὴ φτώχεια τοῦ ναναγοῦ δὲν θὰ συντρέξη, κι’ ἂν κατα- σκεπάση τὸ χωράφι ἡ μπόρα καὶ πνίξη τὰ φυτὰ, πρέπει ὸ γεωργὸς νὰ φύγη γιὰ τὸ σπίτι του μὲ ἀδεια χέρια. ᾿Αλλὰ γιὰ μᾶς ποὺ όμιλοῦμε καὶ παρακινοῦμε, δὲν συμβαίνει ἔτσι.
᾿Αλλὰ κι’ ἂν φυτέψης τοὺς σπόρους, καὶ ὁ ἀκροατὴς δὲν τοὺς δεχτῆ, καὶ δὲν ἀποδώση τὸν καρπὸ τῆς ὑπακοῆς, ἐσὺ ἔχεις νὰ λάβης ἀπὸ τὸν θεὸ ὁλόκληρον τὸν μισθὸ γιὰ τὴ συμβουλή σου, καὶ τόση θ᾿ ἀπολαὺσης ἀμοιβὴ κι᾽ ἀν παρα- κοὺση ἐκεῖνος͵ όση θὰ ἔπαιρνες καὶ ἂν ὑπά- κουε, διότι ἀπὸ μέρους σου ἔκαμες τὸ πᾶν. Δὲν εἴμαστε ὑπεὺθυνοι στὸ νὰ πεισθοῦν οὶ ἀκροαταί, ἀλλὰ στὸ νὰ τοὺς συμβου- λέψωμε μόνο. Διότι τὸ νὰ τοὺς συμβουλέ- ψωμε εἷναι δικό μας, ἀλλὰ τὸ νὰ πεισθοῦν δικό τους. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς, ὅταν χωρὶς τὴ δική μας συμβουλή, ἐκεῖνοι μύρια κα- τορθώσουν, τότε μόνο σ’ αὐτοὺς θ’ ἀνείκη ὅλος ὁ μισθός, καὶ κανένα κέρδος σ’έμᾶς ἀφοῦ δὲν συμβουλέψαμε ἔτσι κι’ ὅταν έμεῖς συμβουλεὺωμε κι’ ἐκεῖνοι δέν προσέ- χουν, αὑτοὺς θὰ πιάση ὅλη ἡ τιμωρία, γιὰ μᾶς παράπτωμα κανένα δὲν ὑπάρχει, ἀλλὰ καὶ πολὺς Θὰ εἶναι ὁ μισθός μας ἀπ᾿ τὸν Θεό, διότι ἀπὸ μέρους μας έκάναμε τὸ πᾶν. ᾽͵Εχομε τὴν έντολὴ νὰ καταθέτωμε μόνο τὰ ἀργύρια στοὺς τραπεζίτες, νὰ ποῦμε καὶ νὰ συμβουλέψωμε. Μίλησε λοιπὸν καὶ παρακίνησε τὸν ἀδελφό σου. Δὲν ἄκουσε; ὅμως έσὺ ἔχεις ὁλόκληρο τὸν μισθό σου καὶ μόνον ἂν τὸ κὰνης πάντοτε αὑτό, ἂν ποτὲ δὲν παραιτηθῆς, μέχρι νὰ τὸν πείσης, μέχρι νὰ ἀναπνέης. 'Ας εὶναι τέλος τῆς συμβουλῆς ἡ ὑπακοὴ ἐκείνου ποὺ τὴν δέχεται. 'Ο διάβολος τρέχει πάν- τοτε ένάντια στὴ σωτηρία μας, κι’ ἂς μὴν κερδίζη τίποτα αὐτός, ἀλλὰ κι’ ἂς ζημι- ὠνεται πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν προθυμία
του. Κι’ ὄμως ἔχει τόση μανία, ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιχειρεῖ κι’ ἀδὺνατα πράγματα, καὶ χτυπᾶ ὄχι μόνον ἐκείνους ποὺ περιμέ- νει ἐξάπαντος νὰ ὺποτάξη καὶ ν᾿ ἀνατρέ- ψη, ἀλλὰ κι’ αὐτοὺς ποὺ είναι φυσικὸ νὰ κατανικήσουν τὶς πονηρίες του. Διότι, ὅταν ἀκουσε τὸν θεὸ ποὺ τὰ μυστικὰ ὅλα γνωρίζει, νὰ έπαινῆ τὸν Ἰώβ, ἤλπισε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ἀνατρέψη κι’ αὐτόν. Καὶ δὲν ἔπαψε ὁ δόλιος τὰ πάντα νὰ κινῆ καὶ νὰ μηχανεὺεται γιὰ νὰ ὑπο- τάξη τὸν ἀνθρωπο. Καὶ δὲν ἀπελπιζόταν ό συχαμερὸς καὶ παμπόνηρος ἐκεῖνος δαί- μονας ἀν καὶ ὁ Θεὸς είχε ἀναγνωρίσει τό- ση πολλὴ τὴν ἀρετή του. Ἔπειτα πές μου, δὲν ντρεπόμαστε κι’ οὔτε κοκκινίζομε, ὅταν, ἂν καὶ ὁ διάβολος ποτὲ δὲν ἀπελπί- ζεται γιὰ τὴν ἀπώλεια μας, ἀλλὰ τὴν περι- μένει πάντοτε, ἐμεῖς χάνωμε τὴν ἐλπίδα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας; Κι᾽ ὅμως ἐκεῖνος ἔπρεπε καὶ πρὶν νὰ δο- κιμάση, νὰ παρατἡση τὶς προσπάθειές του' διότι ὁ θεὸς ἦταν ποὺ άναγνὡριζε στὸν δίκαιο τὴν ἀρετή του" κι᾽ ὅμως δὲν παρἀτησε. ἀλλὰ μὲ πολλὴ ἀπ’ τὴ μανία ποὺ δείχνει ἐναντίον μας. καὶ μετὰ τὴ μαρ- τυρία τοῦ Θεοῦ, ἤλπισε τότε νὰ κατανική- ση τὸν γενναῖο ἐκεῖνο.᾽Ενῶ σὲ μᾶς τίποτα τέτοιο δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς κάνη νά πέ- φτωμε στὴν ἀπόγνωστι, κι' ὅμως τὰ παρα- τᾶμε. Κι’ ὅταν ὁ διάβολος, ἂν κι’ έμποδίζη ὁ θεός, δὲν φεὺγει ἀπὸ τὴν μάχη ἐναντίον μας, έσ'ὺ, ἂν καὶ σὲ παρακινεῖ καὶ σέ στη- ρίζει ὁ Θεὸς στὴν προστασία τῶν ἁμαρτω- λῶν, ξεφεὺ'γεις; 'Ο διάβολος ἄκουσε τὸν
θεὸ νὰ λέη“ Είναι ἄνθρωπος δί- καιος, ἀληθινός, θεοσεβής, ποὺ φεύγει μακριὰ ἀπὸ κά- θε πονηρὸ πράγμα, καὶ ὅτι κα- νένας ἀπ᾿ όσους κατοικοῦν στὴ γῆ δὲν εί- ναι σὰν αὔτόν. Κι᾿ όμως, ὕστερ’ ἀπὸ τόσες καὶ τέτοιες μαρτυρίες, έπίμενε, λέγοντας' μήπως κάποτε μπορέσω νὰ τὸν κυριεὺσω μὲ τὶς ἐπίμονες καὶ τὶς μεγάλες κακουχίες ποὺ τοῦ γίνονται, καὶ γκρε μ-ίσω τὸν με- γάλο αὑτὸν πύργο;

δ'. Πῶς θὰ συχωρεθοῦμε, ἀγαπητοί, καὶ τὶ θ᾽ ἀπολογηθοῦμε, ὅταν ὁ πονηρὸς δαίμονας μεταχειρίζεται τόση μανία ὲναν- τίον μας, ὲνῶ έμεῖς δὲν προσφέρομε οὔτε ἔνα μικρὸ μέρος ἀπ᾿ τὴν τόση έπιμονή, γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀδελφῶν μας καὶ μάλιστα ἀφοῦ ἔχωμε σὺμμ ο τὸν Θεό; Ὅταν λοιπὸν δῆς τὸν ἀδελφ σου σκληρὸ κι᾽ ἀνάποδο καὶ νὰ μὴ προσέχη, λέγε στὸν ἑαυτό σου" Μήπως κάποτε, μὲ τὸν καιρό, μπορέσωμε νὰ τὸν πείσωμε; "Ετσι πρόστα- ξε κι’ ὁ Παῦλος νὰ κάνωμε Ο δοῦλος ὅμως τοῦ Κυρίου δὲν πρέπει νὰ φιλονικῆ, ἀλλὰ νὰ εἶναι γλυκὺς πρὸς ὅλους, νὰ διδά- σκη μὲ πραότητα ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀντίθετα φρονή- ματα, μήπως καμμιὰ φορὰ τοὺς δώση ὁ Θεὸς μετάνοια γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν ἀλή- θ ε ι α. Δὲν παρατηρῆς τοὺς πατέρες, πῶς πολλὲς φορές, ἂν κι’ ἀδιαφοροῦν τὰ παι- διά τους, αὐτοὶ μένουν κοντά τους μὲ δά- κρυα, μὲ θρήνους, μέ φιλιά, κι' ὅσα μποροῦν
προσφέρουν, μέχρι τὴν τελευταία τους ἀναπνοή; Τὸ ἴδιο κάμε κι' ἐσὺ γιὰ τὸν ἀδελφό σου 'Αν καὶ οὶ μὲν γονεῖς μὲ τοὺς θρήνους καὶ τά δάκρυα οὔτε τὴν ἀρρώστια μποροῦν νὰ διώξουν, οὔτε τὸ θάνατο ν' ἀποκροὐσουν όταν ἔλθη. Ἐσὺ όμως, τὴν ψυχή ποὺ ἔχει φτάσει στὴν ἀπόγνωση θὰ μπορέσης πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ σνμπαράστασή σου, μὲ τοὺς θρή- νους καὶ τὰ δάκρυά σου, νὰ τὴν τραβήξης καὶ νὰ τὴν ἀναστήσης. 'Εδωσες συμβουλὴ καὶ δὲν ἐπειοες; Δάκρυσε καὶ θὰ πετὺχης πολλὲς φορές. Στἐναξε πικρὰ γιὰ νὰ γν- ρίση στὴ σωτηρία όταν ντραπῆ γιὰ τὴν φροντίδα σου. Τὶ θὰ μπορέσω ἐγὼ μόνος μου νὰ κάνω; κσὶ βέβαια δὲν μπορῶ μόνος ἐγὼ νὰ βρίσκωμαι μ' όλους ἐσᾶς ὅλη τὴν ἡμέρα, κι' οὔτε προφτἀνω νὰ συνομιλῶ ἔνας ἐγὼ μὲ τόσο πλῆθος.
᾿Αλλὰ ἐσεῖς, ἀν θελήσετε νὰ μοιρασθῆτε τὴν εὔθὺνη γιὰ τὴ σωτηρία ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, κι’ ὁ καθένας ν’ ἀναλάβη ἔνα ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ άδιαφοροῦν, γρήγο- ρα θ᾿ αὐξηθῆ ἡ οὶκοδομἠ μας. Καὶ τὶ πρέπει νὰ ποῦμε γι᾿ αὺτοι'ις ποὺ διορθὡνοντσι ὕστερ’ ἀπὸ μεγάλη παρακίνηση; ᾽Ασφα- λῶς δὲν πρέπει ν᾿ ἀποφεὺγωμε οὔτε καὶ νὰ παραμελοῦμε ἐκείνους ποὺ είναι ἀθε- ρἀπευτα ἀρρωστοι, κι' ἂν ἀκόμα προβλέ- πωμε καθαρὰ ὅτι θ’ ἀξιωθοῦν πολλὴ φρον- τίδα καὶ συμβουλή, ἀλλὰ τίποτα πιὰ δὲ θὰ κερδίσουν. Κι’ ἂν σᾶς φαίνεται πὼς είναι παράξενος αὐτὸς ὁ λόγος, ἐμπρός, ἂς τὸν βεβαιωθοῦμε ἀπὸ όσα ἔκαμε καὶ είπε ὁ Χριστός. Διότι ἐμεῖς οί ἅνθρωποι
ἀγνοοῦμε τὸ μέλλον, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι γι' αὐτοὺς ποὺ ἀκούουν ἂν θὰ παραδεχθοῦν ἢ θὰ παρακοὺσουν όσα τοὺς λέμε ἐμεῖς. 'Ο Χρι- στὸς ὅμως, ἂν καὶ τὰ ἤξερε καθαρὰ καὶ τὰ δυό, δὲν ἔπαυε νὰ συμβουλεὺη αὐτὸν ποὺ δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ὺπακοὺση. 'Οπως τὸν ’Ιοὺδα, ποὺ ἂν καὶ ἤξερε πὼς δὲν θὰ παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν προδο- σία, δὲν ἔπαυε μὲ συμβουλές, μὲ νουθε- σίες, μ᾽ εὔεργεσίες, μὲ ἀττειλές, μὲ κάθε τρόπο διδασκαλίας, νὰ τὸν σνγκρατῆ ἀπὸ τὴν προδοσία, καί, σὰν μὲ κάποιο χαλι- νάρι, νὰ τὸν ἀναχαιτίζη διαρκῶς μὲ τὸν λόγο. Κι’ αὐτὸ τὸ κάνει διδάσκοντας ἐμᾶς, κι’ ἐὰν ἀπὸ τὰ πρὶν γνωρίζωμε, ὅτι δὲν θά πεισθοῦν οὶ ἀδελφοί, ἐμεῖς νὰ ἐκτελοῦ- με τὸ καθῆκον μας, ἀφοῦ κι᾿ ὸ μισθὸς γιὰ τὴ συμβουλή μας είναι ὁλόκληρος. Καὶ πρόσεξε πῶς ἀδιάκοπα καὶ σοφὰ τὸν σνγ- κρατοῦσε μ’ ὅσα ἐλεγε' 'Ενας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώση. Καὶ πάλι" Δὲν μιλἀω γιὰ όλους σας, γνωρίζω αὐτοὺς ποὺ διάλε- ξα. Καὶ πάλι' 'Ενας ἀπὸ σᾶς εὶ- ναι διάβολος. Καὶ ἀνεχόταν νὰ βρί- σκωπαι όλοι σ᾿ ἀγωνία, γιὰ νὰ μὴν ἐκ- θέση τὸν προδότη, καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸν κάμη πιὸ ἀδιάντροπο μὲ τὸν φανερὸ ἔλεγχο. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι μὲ ὅσα ἔλεγε ἔφερνε καὶ στοὺς ἄλλους ἀγωνία καὶ φόβο, ἂν καὶ δὲν είχαν στἡ συνείδησή τοὺς τίποτα τὸ πονηρὸ, ἄκουσε πῶς ρωτοῦσε ὁ καθένας μ᾿ ἀγωνία' Μήπως ἐγώ είμαι, Κὺ ρ ι ε; Κι᾿ όχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ
μὲ τὰ πράγματα τὸν ἐδίδασκε. Γιατί, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς καὶ μὲ κάθε τρόπο φανέρωσε τὴ φιλανθρωπία του μὲ τὸ νὰ καθαρίζη λεπροὺς, νὰ διώχνη δαίμονες, νὰ θεραπεύη ἀρρώστους, ν᾿ ἀνασταίνη νεκροὺς, νὰ στηρίζη παραλυτικοὺς, κι’ ὅλους τοὺς εὐεργέτησε χωρὶς νὰ τιμωρἡση κανένα, καὶ διαρκῶς ἔλεγε, Δέν ῆρθα γιὰ νὰ κατακρίνω τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσω τὸν κό- σ μ ο, καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίση ό Ἰούδας ὅτι μόνο νὰ εὺεργετῆ ξέρει ό Χριστὸς καὶ κα- θόλου νὰ τιμωρῆ͵ τοῦ διδάσκει κι' αὐτὴ τὴν πλευρὰ, ὅτι μπορεῖ καὶ νὰ καταδικάζη καὶ νὰ τιμωρῆ τοὺς ἁμαρτωλοὺς.

ε΄. Καὶ πρόσεξε πόσο σοφὰ καὶ κατάλ- ληλα κι’ αὐτὸν τὸν ἐδίδαξε καὶ κανέναν ἄνθρωπο δὲν ἀνεχόταν νὰ καταδικάση οὔτε νὰ τιμωρήση. Πῶς λοιπόν; Γιὰ νὰ μάθη τὴν τιμωρητική του δύναμη ό μα- θητής. Διότι ὰν καταδίκαζε κάποιον, θὰ ἔμοιαζε σὰ νὰ είναι ἀντίθετος στὸν ἑαυτό τουποὺλέει'Δὲν ἦρθα γιὰ νὰ κα- τακρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ σώσω τὸ ν κ ό σ μ ο. Πὰλι, ἂν δὲν τιμωροῦσε κανένα, θά ἔμενε ἀδιόρθωτος ό μαθητής, ἀφοῦ δὲν θὰ μάθαινε μὲ ἔργα τὴν τιμωρη- τική του δύναμη. Γιατὶ τὰ ἔκανε αὺτά;
Γιὰ νὰ φοβηθῆ ό μαθητής, καὶ γιὰ νὰ μὴ γίνη χειρότερος ἀπ᾿ τὴν ἀμέλειά του, καὶ γιὰ νὰ μὴ θιγῆ κανένας ἄνθρωπος, οὔτε νὰ καταδικασθῆ καὶ νὰ τιμωρηθῆ, στὴ συκιὰ φανερώνει αὐτὴ τὴ δύναμη ὁ Χριστός, λέγοντας“ Νὰ μὴ βγῆ ἀπὸ σένα πιὰ καρπός, καὶ μ’ ἔνα λόγο
ἀπλὸ ξεραίνοντάς την ἀμέσως. 'Ετσι καὶ ὅλοι οὶ ἄνθρωποι ἔμεναν δίχως τιμωρία, κι’ αὐτὸς φανέρωνε τὴ δύναμή του, ἀφοῦ τὸ δέντρο δ τηκε τὴν τιμωρία. Κι’ ὁ μα- θητὴς ὅμως, ν πρόσεχε, μεγάλη θὰ κέρ- διζε ὠφέλεια ἀπὸ τὴν τιμωρία αὺτή. ᾿Αλλὰ οὔτ᾽ ἔτσι διωρθώθηκε. 'Ο δὲ Χριστός, ἐπειδὴ καὶ τοῦτο τὸ γνώριζε ἀπὸ πρίν, ὄχι μόνον αὺτό, ἀλλὰ κι᾿ ἀλλο ἔκαμε ὕστερα, πολὺ μεγαλύτερο. ᾽Οταν δηλαδὴ τοῦ ἐπιτέθη- καν οί ’Ιουδαῖοι, όπλισμένοι μὲ μαχαίρια καὶ ξὺλα ἐναντίον του, τότε ὅλους αὐτοὺς τοὺς τύφλωσε, διότι μὲ τὸ νὰ πῆ, Π ο ι ὸ ν ζ η τ ᾶ τ ε; αὐτὸ ἐσήμαινε. Ἐπειδὴ ὸ ’Ιοὺ- δας έλεγε διαρκῶς" Τὶ θὰ μοῦ δώ- σετε, κι’ ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν παρα- δ εἰ) σ ω, ὁ Κύριος ποὺ ἤθελε καὶ τοὺς Ἰουδαίους νὰ πείση, κι’ ἐκεῖνον νὰ διδάξη ὅτι μὲ τὴ θέληση του ἔρχεται πρὸς τὸ πὰ- θος, κι’ ὅτι ὅλα εἶναι στὴν ἐξουσία του, καὶ ὅτι ἡ πανουργία τοῦ Ἰούδα δὲν μπό- ρεσε νὰ τὸν νικήση, ἐνῶ ό ἴδιος ὁ προδότης στεκότανε μαζὶ μὲ ὅλους, λέει, Π ο ι ὸν ζ η τ ᾶ τ ε; Ἔτσι δὲν γνώριζε αὐτὸν ποὺ ἔμελλε νὰ παραδώση, ὁ Χριστὸς τοῦ τύφλω- σε τὴν ὅρασή του. Κι᾿ όχι μόνο αὑτό, ἀλλὰ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια κι’ ὅλους τοὺς ἔρριξε κατὰ γῆς. Κι᾿ ἐπειδὴ οὔτε αὐτὸ τοὺς ἔκαμε καλύτερους, οὔτε τὸν συχαμένο ἐκεῖνον τὸν κράτησε ἀπὸ τὴν προδοσία του, ἀλλ᾽ ἀθε- ρἀπεντος ἔμενε, οὔτ᾿ ἔτσι πάλι ὁ Χριστὸς σταμάτησε τὴν εὕνοιὰ του καὶ τὴ φρον- τίδα του γι᾿ αὑτόν. ᾿Αλλὰ πρόσεξε πῶς μεθοδικώτατα ἀγγίζει τὴν ἀδιάντροπη ψυχή, καὶ λέει λόγια ἱκανὰ νὰ μαλὰξονν
καὶ πέτρινη καρδιά. ᾽Οταν δηλαδὴ ὥρμη- σε νὰ τὸν φιλήση, τὶ λέει; ’} οὺδα, μέ φίλημα παραδίδεις τὸν γίὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οὔτε αὐτὸ τῆς προδοσίας τὸ σχῆμα δὲν ντρέπεσαι; Κι᾿ αὐτὰ τὰ είπε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ τὸν ντρο- πιάση καὶ νὰ τοῦ θυμίσ'η τὴν προηγοὺμαιη συνήθεια. "Ομως ἄν καὶ τόσα ἔκαμε ὁ Κύριος καὶ εἶπε, έκεῖνος δὲν ἔγινε καλύτερος, όχι ἀπ’ τὴν ἀδυναμία ἐκείνου ποὺ τὸν συμβοὺ- λεψε, ἀλλὰ ἀπ' τὴ δική του ραθυμία. Καὶ ὁ Χριστός, ἂν καὶ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐπρόβλτιιε, δὲν έσταμάτησε ἀπ᾿ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος νὰ φανερὠνη τὸ ἐνδιαφέρον του. Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα, ἀγαπητοί, γνωρίζοντας κι᾽ έμεῖς, διαρκῶς καὶ πάντοτε π ι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀδελφοὺς μας νὰ ὁδηγοῦμε καὶ ν' ἀγαποῦμε, ἔστω κι ἄν δὲν γίνεται κανένα ὤφελος ἀπὸ τὴ συμβουλή μας. Διότι, ἐὰν αὐτὸς ποὺ ξέρει πὼς τὸ ἀποτέ- λεσμα θὰ εἶναι τέτοιο, ὄμως τόση φρον- τίδα ἔδειξε γιὰ κεῖνον ποὺ δὲν ἦταν νὰ ώφεληθῆ καθόλου ἀπὸ τὴ συμβουλή, γιὰ ποιὰ συχώρεοτι θὰ είμασταν ἀξιοι έμεῖς, ἄταν, χωρὶς νὰ γνωρίζωμε τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πραγμάτων, ἔτσι παραμελοῦμε τὴ σωτηρία τῶν πλησίον μας, ἐγκαταλεί- ποντάς τους στὴν πρώτη καὶ στὴ δεύτερη συμβουλή; Ὑστερα δέ ἀπ᾽ ὅλα όσα είπα- με, νὰ καταλάβωμε καὶ τὰ δικά μας, ότι ένὥ ὁ Θεὸς κάθε μέρα μᾶς μιλάει μὲ τοὺς προφῆτις, μὲτοὺς ἀποστόλους,έμεῖςτὴν κάθε μέρα τὸν παρακοὺομε. Κι᾿ ὅμως δὲν σταμα- τᾶ καὶ νὰ μιλάη καὶ νὰ παρακαλῆ πάντοτε τοὺς ἀπείθαρχους καὶ τοὺς ἀπρόσεχτους.
Καὶ φωνάζει ὁ Παῦλος λέγοντας" 'Ε κ μ έ- ρ ονς τοῦ Χριστοῦ ένεργοῦ- με σὰν ἀποσταλμένοι, σὰν νὰ σᾶς παρακαλῆ ὁ θεὸς μέσ’ ἀπὸ μᾶς, παρακαλοῦμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, συμφι- λιωθῆτε μὲ τὸν Θεό. Κι᾽ ἄνπρέ- πει κάτι σπουδαῖο νὰ ποῦμε, δὲν εἶναι ἄξιος τόσων πολλῶν ἐπαίνων αὐτὸς ποὺ ξέρει ἀπὸ πρὶν ὄτι θὰ πεισθῆ έξάπαντος αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴ συμβουλή, κι' ἔτσι συμβουλεύει, ὅσο ἄξιος είναι αὐτὸς ποὺ πολλές φορὲς εἶπε κι' έσνμβοὺλεψε κι᾽ ἀπότυχε, ὄμως οὔτε ἔτσι δὲν παραιτήθηκε.
ότι τὸν ἔνατὸν στηρίζει στὴ νουθεσία του ἡ έλπίδα ὅτι θὰπεισθῆ αὐτὸς ποὺ ἀκοὺ- ει, κι’ ἄν είναι ὀ όκνηρότερος ἀπ’ ὅλους, ὁ ἄλλος ὄμως ποὺ διαρκῶς συμβουλεύει καὶ δὲν γίνεται παραδεκτός, ἀλλὰ δὲν σταματᾶ νὰ συμβουλεὺη, παρουσιάζει ἀπόδειξη πο- λὺ θερμῆς καὶ πολὺ γνήσιος ἀγάπης, κα- θὼς δὲν τρέφεται ἀπὸ καμμιὰ τέτοιαν ἐλπί- δα, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ στοργὴ πρὸς τὸν ἀκρο- ατὴ δὲν σταματᾶ τὴ φροντίδα γιὰ τὸν ἀδελφό του. ’Αλλ’ ὅμως τὸ ὅτι δὲν πρέπει ποτὲ νὰ παρατᾶμε τοὺς ἁμαρτωλοὺς, κι’ ἂν ἀπὸ πρὶν γνωρίζωμε πὼς δὲ θὰ μᾶς ἀκούσουν, ἀρκετὰ ἔχει ἀποδειχτῆ. Πρέ- πει λοιπὸν νὰ προχωρήσωμε στὴν ἐπί- κριση έκείνων ποὺ ἀσωτεύονν. Γιατὶ μέ- χρι νὰ κρατἀη αὐτὴ ἡ έορτή,κι᾿ ὁ διά- βολος νὰ έργάζεται τὶς πληγές τῆς μέ- θης στὶς ψυχές ἐκείνων ποὺ μεθοῦν, πρέ- πει κι᾽ έμεῖς τὰ φάρμακα νὰ βάζωμε έ- πάνω.

στ’. Χθὲς λοιπὸν ὺψὠσαμε σὰν φρού- ριο τὸν Παῦλο ποὺ λέει' Εἴτε τρῶτε, είτε πίνετε, είτε κάτι ἀλλο κά- νετε, τὸ κάθε τὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ θεοῦ νὰ τὸ κάνετε. Σήμερα τὸν Κύριο τοῦ Παύλου θὰ τοὺς δείξωμε, όχι νὰ παρακινῆ μόνο, οὔτε νὰ συμβου- λεύη τὴν ἀποχἡ ἀπ' τὴν ἀκολασία, ἀλλὰ καὶ νὰ καταδικάζη τὸν ἀκόλαοτο καὶ νὰ τὸν τιμωρῆ. Διότι ἡ ἱστορία τοῦ πλούσιον καὶ τοῦ Λάζαρον καὶ ὅσων ἔγιναν στοὺς δυό τους, δὲν φανερώνει τίποτ’ ἀλλο, μόνο αὐτό. Καὶ καλύτερα, γιὰ νὰ μὴν τὸ κάμωμε αὺτὸ ἐπιπόλαια, ἀπὸ δὥ πάνω θὰ σᾶς διαβάσω τὴν παραβολὴ. Κάποιος ἄνθρωπος ῆταν πλούσιος, κι' ἐντυνόταν μὲ πορφύρα καὶ μὲ βύσσον καὶ διασκέδα- ζε μεγαλόπρεπα κάθε μέρα. 'Ηταν κι’ ἕνας φτωχὸς ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ὁ ὁποῖος ήταν πεταγμένος στὴν ἐξώ- πορτα τοῦ πλούσιον, γεμάτος πληγές, κι᾿ ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάση ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπ᾿ τὸ τραπέζι τοῦ πλούσιον,ἀλλὰκι’οίσκὺ- λοι ποὺ ἔρχονταν ἔγλυφαν τίς πληγές τον.Καὶγιὰποιὸλόγο μὲ παραβολὲς μιλοῦσε ὁ Κύριος, καὶ γιατὶ
οτε ἄλλες παραβολὲς έξηγοῦσε, κι' ἄλλες δὲν ἐξηγοῦσε, καὶ τὶ πράγμα είναι ἡ παραβολὴ καὶ ἄλλα τέτοια, ἄλλη φορὰ θὰ τὰ φροντίσωμε, γιὰ νὰ μὴ σταματή- σωμε τὸν λόγο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ τώρα πολὺ
μᾶς βιάζει. Ἐκεῖνο μόνο τώρα θὰ σᾶς ποῦ- με, ποιὸς εὺαγγελιστἡς μᾶς ἔχει πληροφο- ρήσει πὼς ὁ Χριστὸς είπε αὐτὴ τὴν παρα- βολὴ; Ποιὸς είναι λοιπόν; Μόνον ὸ Λου- κᾶς. Γιατὶ κι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ξέρωμε, ὅτι ἀπ’ όσα ἔχουν εὶπωθῆ ἀλλα τὰ είπαν καὶ οί τέσσερεις κι’ ἄλλα μόνος του κα- θένσς τὰ διατήρησε.
Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ γίνη καὶ τῶν ἄλλων ἡ ἀνάγνωση ἀπαραίτητη, καὶ γιὰ νὰ φανῆ ὴ έξαιρετικὴ συμφωνία. Διότι ἀν ὅλοι τὰ ἔλεγαν ὅλα, δὲ θὰ προσέχαμε σ’ ὅλους μ᾽ ἐπιμέλεια, ἀφοῦ θὰ ἔφτανε ὁ ἕνας νὰ τὰ διδάξη ὅλα Κι’ ἂν ὅλοι τὰ ἔλεγαν ὅλα διαφορετικά, δὲ θὰ φαινόταν ἡ ἐξαιρε- τικὴ συμφωνία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι σύμφωνα ἔγραψαν πολλά, καὶ χωριστὰ καθένας διατήρησε. Αὺτὸ λοιπὸν ποὺ ὁ Χριστὸς διδάσκει μὲ τὴν παραβολή, εἶναι τοῦτο. 'Ηταν ἔνας ἄνθρωπος, λέει, πλούσιος, ποὺ ζοῦσε στὴν πολλὴ ἁμαρτία, ποὺ δὲν ἔδο- κίμαζε καμμιὰ στενο ώρια, ἀλλὰ ὅλα ἔτρε- χαν γι᾿αύτὸν σὰν νερὸ ἀπ’ τὶς πηγές. Κι᾿ ότι κανένα ξαφνικὸ κακὸ δὲν τὸν εὔρι- σκε, οὔτε μικρὴ ἀφορμὴ γιὰ στενοχώρια, οὔτε κάποια ἀναποδιὰ τῆς ζωῆς, αὐτὸ τὸ φανερώνει μὲ τὸ νὰ πῆ ότι διασκέδαζε κάθε μέρα. Καὶ τὸ ὅτι ζοῦσε μὲ τὴν ὰμαρτία, είναι φανερὸ κι' ἀπὸ τὸ τέλος ποὺ τὸν βρῆ- κε.καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος, ἀπ’ τὴν περιφρό- νηση πού ἔδειξε γιὰ τὸν φτωχό. Καὶ πῶς δὲν έλεοῦσε ὄχι μόνο ἐκεῖνον στὴν πόρτα του, ἀλλ᾽ οὔτε ἄλλον κανένα, αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸ ἔδειξε. Γιατὶ ἀφοῦ τὸν παραπεταγμένο διαρκῶς στὴν ἐξώπορτά του, ποὺ βρισκόταν στὰ μάτια του μπροστά, ποὺ κάθε μέρα, μιὰ καὶ δυὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἀναγκα- ζότανε νὰ βλέπη ὅταν ἔμπαινε κι᾽ ἔβγαινε, γιατὶ δὲν εὺρισκότανε σὲ καμμιὰ συνοι- κία, οὔτε σὲ κρυφὸ καὶ παράμερο τόπο, ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ διαρκῶς μπαίνοντας καὶ βγαίνοντσς ὁ πλούσιος, χωρὶς νὰ θέλη ἀναγκαζόταν νὰ τὸν βλέπη ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὸν δὲν τὸν ἐλέησε, ποὺ ,ἦταν κατάκειτος σέ τέτοιο φοβερὸ πάθος καὶ ποὺ ζοῦσε σὲ τόση δυστυχία, ἢ καλύτερα, ποὺ σ᾿ ὅλη τὴ ζωή του βασανιζόταν ἄρρωστος καὶ μὲ ἀρρώστια φοβερή, γιὰ ποιὸν ἀπ’ ὅσους θὰ συνάντησε έσυγκινήθηκε ποτέ; Γιατὶ κι’ ἄν προσ-πέρασε τὴν πρώτη μέρα, ἦταν φυσικὸ νὰ αίστανθῆ κάτι τὴ δεύτερη. κι’ ἄν ἀδιαφόρησε καὶ σ’ αὐτήν, ἀλλὰ τὴν τρίτη, ἢ τὴν τέταρτη, ἢ τὴν ὲπόμενη, ἔπρε- πε πάντως νὰ ουγκινηθῆ, κι’ ἄν ἤτανε πιὸ ἄγριος κι’ ἀπ’ τὰ θηρία. 'Ομως δὲν ἔνοιωσε τίποτα τέτοιο, κι’ ἔγινε πιὸ ἀδιάντροπος καὶ πιὸ σκληρὸς κι’ ἀπὸ τὸν δικαοτὴ ἐκεῖνο ποὺ μήτε τὸν Θεὸ φοβᾶται μήτε τοὺς ἀνθρώπους ντρέπεται. Γιατὶ κι’ ἐκεῖνον, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν σκληρὸς καὶ ἄγριος, ἡ ἐπιμονὴ τῆς χήρας τὸν ἔπεισε νὰ δώση τὴ χάρη, καὶ συγκινήθηκε μὲ τὴν παρὰ- κλησἤ της, αὐτὸν ὅμως δὲν μπόρεσε οὔτ᾿ αὐτὸ νὰ τὸν συγκινήση γιὰ νὰ βοηθήση τὸν δυστυχισμένο, ποὺ δὲν ἦταν καὶ ἴση ἡ παράκλησή του, ἀλλὰ εύκολώτερη πολὺ καὶ δικαιότερη. Διότι ἐκείνη τὸν παρα- καλοῦσε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, αὐτὸς ὄμως ζητοῦσε νὰ τὸν γλυτώση ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ νὰ μὴν τὸν παραμελήση ποὺ χανόταν.
Κι' ἔπειτα ἐκείνη ένοχλοῦσε μὲ τὸ νὰ παρα- καλῆ, ἀλλὰ αὐτὸς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα φαινότανε στὸν πλούσιο νὰ κἀθεταιστὴ σιωπή, κι’ ἦταν πολὺ ἀρκετὸ αὐτὸ νὰ συγκινήση καὶ πέτρινη καρδιά. Γιατὶ πολ- λὲς φορὲς ὅταν μᾶς ἐνοχλοῦν θυμώνουμε᾿ μὰ ὅταν δοῦμε αὐτοὺς ποὺ χρειάζονται τὴ βοήθειά μας νὰ στέκωνται στὴν ἄκρα σιω- πή, καὶ τίποτα νὰ μὴ λένε, ἀλλὰ ἄν καὶ πάν- τοτε δὲν ππυχαίνουν, ὅμως νὰ μὴν παρα- πονοῦνται ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπὴ τους μόνο νὰ μᾶς μιλᾶνε, κι᾽ ἄν εἴμαστε πιὸ ἀναί- σθητοι κι’ ἀπὸ αύτές τὶς πέτρες, κατασυγκι- νιὀμαστε γιατὶ ντρεττόμαστε τὴ μεγάλη τους πραότητα. Μὰ καὶ κάτι ἀλλο ἀκόμα όχι μικρότερο άπ’ αύτὰ ἦταν, ὅτι καὶ ἡ ὄψη τοῦ δυστυχισμένου αὐτοῦ ήταν ἐλεει- νή, ποὺ μὲ τὴν πείνα καὶ τὴ μεγάλη άρ- ρώστια ἦταν τυραννισμένη. Κι᾿ ὅμως τί- ποτα άπ’ αὐτὰ ἐκεῖνον τὸν ἀνήμερο δὲν τὸν μαλάκωσε.

ζ΄. Λοιπὸν πρῶτο ἐλάττωμα είναι αὺ- τὴ ἡ σκληρότητα, καὶ άπανθρωπία ποὺ δὲν ἔχει μεγαλύτερη. Γιατὶ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο τὸ νὰ μὴ βοηθᾶς ὅσους ἔχουν ἀνάγκη ὅταν είσαι φτωχός, μὲ τὸ νὰ άδιαφορῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ λυώνουν στὴν πείνα ὅταν τ πολυτέλεια ἐσὺ ἀπολαμβάνης. Καὶ πάλι δὲν είναι τὸ ἴδιο νὰ προσπερἀσης ὅταν μιὰ ἢ δυὸ φορὲς δῆς φτωχό, μὲ τὸ νὰ τὸν βλέ- πης κάθε μέρα καὶ νὰ μὴ σὲ σταματᾶ γιὰ συμπάθεια καὶ φιλανθρωπία οὔτε αὐτὸ τὸ καθημερινὸ θέαμα. Κι’ ἀκόμα δὲν είναι τὸ ἴδιο νὰ μὴν βοηθᾶς τοὺς πλησίον σου ὅταν είσαι στὶς συμφορὲς καὶ στὶς στενοχώριες
καὶ νοιώθης ἄσκημα τὴν ψυχή σου, ὅσο ὄταν χαίρεσαι τόσο μεγάλη εὐχαρίστηση κι᾽ ἀδιάκοπη εὐτυχία, ὅμως περιφρονῆς τοὺς ἄλλους ποὺ λυώνουν στὴ δυστυχία καὶ κλείνης τὰ σπλάχνα σου, κι’ οὔτε ἀπὸ αὐτὴ τὴ χαρά δὲν γίνεσαι πιὸ φιλάνθρωπος. Γιατὶ κάπως τὸ ξέρετε ὅτι κ’ ἂν εἴμαστε οὶ πιὸ ἄγριοι ἀπ’ ὅλους, προωριοτήκαμε νά γινόμαστε μὲ τὶς εὐτυχίες πιὸ ἥμεροι καὶ πιὸ ἀγαθοί. ᾿Αλλὰ αὐτὸς οὔτε ἀπὸ τὴν καλοπέραση ἔγινε καλύτερος, ἀλλὰ παρέ- μενε ἄγριος σὰν θηρίο, μᾶλλον κι' ἀπὸ κάθε θηρίο μεγαλύτερη σκληρότητα κι᾿ ἀπανθρωπία φανέρωσε μὲ τοὺς τρόπους του. Κι᾽ ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ζοῦσε στὴν πο- νηρία καὶ στὴν ἀπανθρωπία χαιρόταν κάθε εὐτυχία, κι’ αὐτὸς ποὺ ἦταν δίκαιος καὶ φρόντιζε τὴν ἀρετή, ἦταν στὰ χει- ρότερα βάσανα. Γιατὶ πὼς ήταν δίκαιος ὁ Λάζαρος, κι᾿ αὐτὸ πάλι τὸ τέλος τὸ φανέ- ρωσε καὶ πρὶν τὸ τέλος ἡ ὺπομονὴ ποὺ είχε στὴ φτώχεια του. Κι᾽ ἀλήθεια, δὲν νομίζετε πῶς τὰ βλέπετε τώρα μπροστά σας τὰ πράγματα αὐτά; Τὸ πλοῖο γιὰ τὸν πλού- σιο ήταν γεμάτο ἐμπόρενμα κι᾽ ἔπλεε μ᾿ εὐνοικὁ ἄνεμο. ᾿Αλλὰ μὴν ἀπορήσετε, βιαζόταν γιὰ ναυάγιο γιατὶ δὲν θέλησε νά τακτοποιἠση τὸ φορτίο μὲ προσοχή. Θέ- λεις κι’ ἄλλη ἁμαρτία του νὰ σοῦ πῶ; Ποὺ κάθε μέρα διασκέδαζε ἀδίσταχτα Γιατὶ κι αὐτὸ είναι μεγἁλη ἁμαρτία, ὃ ι τώρα ποὺ πρέπει νὰ ’χωμε τόση πίστη λλὰ καὶ στὴν ἀρχή, τὸν καιρὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθή- κης ὁπόταν δὲν ὑπῆρχε παράδειγμα τόσο μεγάλης πίστεως. 'Ακουσε λοιπὸν τὶ λέει ὁ προφήτης“ ᾽Αλίμονο σ᾿ ἐκεί- νους ποὐ ἔρχονται σ᾿ ἁμαρτω-
λὴ μέρα, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρ- χονται κοντὰ καὶ καταπιά- νονται μὲ ψεύτικα σάββατα. Τὶ σημαίνει, ποὺ καταπιάνονται μὲ ψεύτικα σάββατα
Οί Ἰουδαῖοι νομίζουν πώς τό σάββατο τοὺς ἔχει δοθῆ γιά ἀπραξία. "Ομως δὲν εί- ναι αὐτὴ ἡ αὶτία, ἀλλὰ ἀφοῦ ἀπαλλάξουν τοὺς ἑαυτούς των ἀπ᾿ τὰ βιοτικά, ὅλο τὸν καιρό τους νὰ τὸν διαθέσουν στὰ πνευμα- τικά. Καὶ τὸ ὅτι δὲν είναι τὸ σάββατο μέρα ἀπραξίας, ἀλλά εὐκαιρία πνευμα- τικῆς ἐργασίας, είναι φανερὸ ἀπὸ αὐτά τά πράγματα. "Ο ίερέας δηλαδὴ ἐκείνη τὴ μέρα κάνει ἔργο διπλό, καὶ ἐνῶ κάθε μέρα προσφέρει ἁπλῆ θυσία, τότε προοτἀζεται νὰ προσφέρη διπλῆ. "Αν ὅμως ἐξάπαντος τὸ σάββατο ἦταν γιὰ τὴν ἀπραξία, πρὶν ἀπ’ τοὺς ἄλλους 'επρεπε ν᾿ ἀργοῦοε ὁ ὶε- ρὲας. ’Επειδὴ λοιπὸν οἱ ’Ιουδαῖοι ἂν καὶ ἀπαλλαγμένοι ἀπ᾿ τὰ βιοτικὰ πράγματα δὲν ἔδιναν προσοχὴ οτὰ πνευματικά, στὴ φρονιμάδα καὶ στὴν καλωσύνη καὶ στὴν ἀκρόαση τῶν θείων λόγων, ἀλλ᾽ ἔκαναν τ᾽ ἀντίθετο καὶ καταβρόχθιζαν, μεθοῦσαν, παραχόρταιναν, ἀσώτευαν, γι᾿ αὐτὸ τοὺς κατηγόρησε ὁ προφήτης. Διότι λέγον- τας, ᾽Αλίμονο σ’ ἐκείνους ποὺ ἔρχονται σ᾿ ὰμαρτωλἡ μέρα, καὶ συμπληρώνοντας, π ο ὺ κ α τ α π ι ἀ- νονται μὲ ψεύτικα σάββατα, ἔδειξε μὲ τὴ συμπλήρωση, μὲ ποιὸ τρόπο ήταν τὰ σάββατά τους ψεύτικα. Πῶς λοι- πὸν τά ἔκαναν ψεύτικα; Μὲ τὸ νὰ ἁμαρ- ταίνουν, νὰ ἀσωτεύουν, νά μεθοῦν,καὶ μὲ τὸ νὰ προ'π-τουν τὰ μύρια ἀσχημα καὶ φο- βερά. Κι᾿ ὅτι είν’ ἀλήθεια αὐτό, ἄκουσε
τώρα. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ λέω τὸ ἀποδείχνει μ’ ὅσα προσθέτει καὶ λέει’ ποὺ κο ι- μοῦνται σὲ κλίνες ἐλεφάντι- νες καὶ κατασπαταλοῦν πἀ- νω σ τὸ στρώματά τους, ποὺ τρῶνε ρίφια ἀπὸ τὰ ποίμνια καὶ μοσ χάρια τοῦ γάλακτος ἀπὸ τὰ βουστὰσια, ποὺ πί- νουν τὸ φιλτραρισμένο κρα- σὶ κι᾽ ἀλείφονται μὲ τὸ: καλύ- τε ρ α μύ ρ α. Πῆρες τὸ σάββατο γιά ν᾽ ἀπαλλάξης τὴν ψυχή σου ἀπ᾿ τὴν πο- νηρία καὶ σὺ τὴ βασανίζεις περισσότερο. ᾿Αλλὰ τὶ θὰ γινόταν χειρότερο κι’ ἀπ’ τὴν ίδια τὴ βλακεία ἀπὸ τὸ νὰ κοιμᾶται κανεὶς πάνω σ' ὲλεφάντινες κλίνες; Οὶ ἄλλες ἁμαρ- τίες, τοὐλάχιστον ἔχουν κάποια μικρὴ εὐχαρίστπσπ καθὼς ἡ μέθη͵ ἡ πλεονεξία καὶ ἡ ἀσωτία, ἀλλὰ τὸ νὰ κοιμηθῆς σ᾿ ἐλεφάντινη κλίνη ποιάν εύχαρίστηση ἔχει; Ποιὰ παρηγοριά ; Μήπως μᾶς κάνει τὸν ὕπνο πιὸ εὐχάριστο καὶ πιὸ γλυκὸ ὴ ὀμορφιά τῆς κλίνης; Μᾶλλον πιὸ δύσκολο καὶ πιὸ βαρὺ τὸν κάνει, ἂν ἔχώμε μυαλό. Γιατὶ ὅταν σκεφθῇς ὅτι ὲνῶ ἐσὺ κοιμᾶσαι σ᾽ ἐλεφάντινη κλίνη, ἄλλος δὲν μπορεῖ οὔτε ψωμὶ εὔκολα ν’ ἀπολαύσῃ, δὲν θὰ σ᾽ ἐλέγχη ἡ συνείδηση, καὶ δὲν θὰ ἐπαναστατήση νἀ κστηγορἧ αὐτὴ τὴν ἀδικία; Κι’ ἂν εἶναι ἄξιο κατηγορίας νὰ κοιμᾶσαι σ᾽ ἔλε- φάντινες κλίνεη ὅταν μάλιστα μ᾿ ἀσήμι εἶναι ντυμένες ἀπὸ παντοῦ, τὶ θ' ἀπολογη- θοῦμε; θέλεις νὰ δῆς ὀμορφιὰ κλίνης; ᾿Εγὼ σοῦ δείχνω τώρα όχι Ιδιωτικἡ,οὔτε στρα- τιωτική, ἄλλά βασιλικῆς κλίνης μεγαλο-
πρἐπεια. Κι’ ἂν είσαι πιὸ φιλόδοξος ἀπ’ ὅλους, ξέρω καλά πὼς δὲ θὰ θελήσῃς νὰ ἔχης πιὸ μεγαλόπρεπη κλίνη ἀπὸ τοῦ βα- σιλιᾶ, καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο, ὄχι τοῦ ὅποιον νά ’ναι βασιλιᾶ, ἀλλὰ τοῦ πρώτου καὶ τοῦ ἀπ' ὅλους τοὺς βασιλιάδες πιὸ βασιλικοῦ, ποὺ μέχρι τώρα τὸν ὺμνοῦν ο’ ὅλη τὴν οίκουμένη. Σοῦ δείχνω τὴν κλίνη τοῦ δο- ξασμένου Δαυὶδ. Τὶ λογῆς λοιπὸν ἦταν αὐτή; 'Οχι μ' ἀσήμι καὶ μὲ χρυσάφι ἀλλὰ μὲ δάκρυα καὶ μ᾿ έξομολογἡσεις ἀπὸ παν- τοῦ ἤτανε στολισμένη. Κι’ αὐτὰ ὁ ῖδιος τ’ ἀναφέρει λέγοντας' θά λούσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, μὲ δάκρυα τὴ στρώση μου θὰ β ρ έ ξ ω. Γιατὶ ἀντὶ γιὰ μαργα- ριτάρια, τά δάκρυα είχε στολίσει ἔνα γύρω-

η’. Καὶ παρατήρησε, γιὰ χάρη μου, τὴ φιλόθεη ψυχή του. Ἐπειδὴ τὴν ἡμέρα οὶ φροντίδες του γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ταξιάρχες, τὰ ἔθνη, τοὺς δήμους, τοὺς στρα- τιὢτες, τοὺς πολέμους, τὴν εἰρήνη, τὰ πολι- τικὰ ζητήματα, γιὰ τὰ πράγματα τῆς οὶ- κίας.γιὰ ὅσους ἦταν μακριά, ὅσους κοντά, γιά ὅλα ὅσα τὸν τριγύριζαν καὶ τὸν κρα- τοῦσαν, τὴν ὥρα γιὰ ἀνἀπανση ποὺ ὅλοι τὴν ξοδεύομε στὸν ὕπνο, ἐκεῖνος τὴν ἐξώδευε στὴ μετάνοια καὶ στὶς προσευχὲς καὶ στὰ δά- κρυα. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ μιά νύχτα μόνο, καὶ τὴ δεύτερη τὸ ἔπαψε, οὔτε δυὸ καὶ τρεῖς καὶ σταματοῦσε στὶς ἀνάμεσα, ἀλλὰ τὴν κάθε νύχτα τὸ ἴδιο ἔκανε. Διότι λέει“ Θὰ λούσω κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, στὰ δάκρυα τὴ
στρώση μου θὰ βρέξω, δείχνον- τας τὴν ἀφθονία τὧν δακρύων καὶ τὴ συ- νέχεια τους. Γιατὶ καθώς ὅλοι ἡσύχαζον καὶ ὴρεμοῦσαν, βρισκόταν μόνος του μὲ τὸν Θεό, καὶ τὸν ἔβλεπε ό ἀκοίμητος ὀφθαλ- μὸς νά ὀδύρεται καὶ νά θρηνἤ καὶ νά ὀμο- λογῆ τὶς ἀμαρτίες του. Τέτοια κλίνη κατα- σκεύασε κι’ έαύ. Γιατὶ τ’ ἀσήμι ποὺ ὑπάρ- χει ἕνα γύρω, καὶ φθόνο ἀπ’ τοὺς ἀνθρώ- πους προκαλεῖ καὶ τὴν όργὴ στὸν οὐρα- νὸ ξανἀβει.
"Ομως τά τέτοια δάκρυα, σάν τοῦ Δαυίδ, ξέρουν νὰ σβήνουν κι᾽ αὐτὴν ἀκόμα τὴ φωτιά στὴν κόλαση. Θέλεις κι' ἄλλη νὰ σοῦ δείξω κλίνη; Τὴν κλίνη τοῦ Ἰακὼβ έννοὥ. Εὶχε τὸ ἔδαφος γιά στρῶμα του καὶ μιὰ πέτρα κάτω ἀπ' τὸ κεφάλι του, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν πνευματικὴ είδε πέτρα, καὶ τὴ σκάλα ἐκείνη ἀπ' τὴν ὁποία ἀνέ- βαιναν καὶ κατέβαιναν ἄγγελοι. Τέτοιες κλίνες νά βρίσκωμε κι’ έμεῖς, γιὰ νὰ βλέπω- με καὶ τέτοια ὄνειρα. 'Αν ὅμως ξαπλώνουμε στὴν ἀσημένια κλίνη, ὁχι μόνο καμμιά εὐχαρίστηση δέ θά κερδίσωμε, ἀλλά καὶ στενοχώρια θά ὺποφέρωμε. Γιατὶ ὅταν σκεφθῇς ότι στὴ χειράτερη παγωνιά, στὴ μέση τῆς νύχτας, ὅταν έσὺ κοιμᾶσαι πάνω σὲ κλίνη, ὁ φτωχὸς πεταγμένος πάνω στ᾿ ἄχυρα μπροστά οτὶς πόρτες τῶν λουτρῶν, στ’ ἄχυρα τυλιγμένος, τρέμει ξυλιάζοντας ἀπὸ τὸ κρύο κι’ ἀπὸ τὴν πείνα πνίγεται, κι’ ἂν εἶσαι πάνω ἀπ’ ὅλους ἀπὸ πέτρα, τὸ ξέρω καλὸ πὼς θὰ κατακρίνης τὸν ὲαυ- τό σου, έσὺ πάνω ἀπ᾽ ὅσο χρειάζεται νὰ καλοπερνᾶς καὶ ν’ ἀφίνης ἐκεῖνον ποὺ ούτε
τ ἀπαραίτητα δὲν χαίρεται. Κανένας ὅταν στρατεύεται, λέει, δὲν περιπλέ- κεται στά βιστικά ζητήματα. Στρα- τιώτης είσαι πνευματικός, κι' ὁ τέτοιος στρατιώτης δὲν κοιμᾶται σ᾽ ἐλεφάντι- νη κλίνη, ἀλλὰ οτὸ ἔδαφος. Δὲν ἀλεί- φεται μ' ἀρώματα, γιατὶ αὐτὴ ἡ φροντίδα ταιριάζει στοὺς ἄσελγους καὶ τοὺς διεφθαρμένους, στοὺς θεατοίνσυς, στούς άνέμελους, ἀλλά ἐσὺ δὲν πρέπει μύρα ν’ ἀναδίνης, ἀλλά ἀρετή. Γιατὶ δὲν εἶναι τίποτα πιὸ ἀκάθαρτο ἀπ’ τὴν ψυχή, ὅταν τὸ σῶμα ἔχει τέτοιαν εὐωδία. Γιατὶ τῆς ἐσωτερικῆς κακοσμίας καὶ ἀκαθαρσίας δεῖγμα θά φαινόταν ἡ εὐωδία τοῦ σώματος καὶ τῶν ἐνδυμάτων. “Ο διάβολος σὰν ἔρθη καὶ συντοίψη τὴν ψυχὴ κι᾽ ἀνοησία τὴ γεμίση, τότε καὶ στὸ σῶμα τῆς δικῆς του καταστροφῆς τὴν κηλί- δα σκουπίζει μὲ τἀ μύρα. Κι’ ὅπως αὐτοὶ ποὺ σ' ἕνα συνάχι καὶ καταρροή, διαρκῶς ὺποφέρουν καὶ μολύνουν τὰ ροῦχα καὶ τά χέρια καὶ τὸ πρόσωπο καθώς σκουπίζουν συνεχῶς τὸ συνάχι ἀπὸ τὴ μύτη, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ σκουπίζει πἀνω στὸ σῶμα τὴν κακία τῆς συχαμερῆς της ἀσθένειας. Γιατὶ ποιὸς θὰ ύποτιτενθῆ κάτι σπουδαῖο καὶ καλὸ γι' αὐτὸν ποὺ μυρίζει ἀρώματα καὶ γυναικοφέρνει καὶ μᾶλλον πορνεύεται καὶ προτιμᾶ νὰ ζῆ σάν θεατρίνος; Ἄς ἀποπνέη ἡ ψυχή σου εὐωδία πνευματική, γιὰ νὰ ώφελῆς πάρα πολὺ καὶ τὸν ἑαυτό σου κι’ ὅσους σέ πλησιάζων.
Γιατὶ τίποτα, τίποτα δὲν εἶναι χειρό- τερο ἀπὸ τὴν ἀσωτία. ᾿Ακουσ’ε τὶ λέει γι᾿αὐτὴν πάλι ὸ Μωυσῆς' Χόρτασε, πάχννε, φούσκωσε καὶ κλώ- τσ͵ησε ὸ ἀγαπημένος. Καὶ δὲν είπε πώς ἔφυγε, ἀλλὰ κλὡτσησε ὸ ἀ γ απ η μ έ ν ος, άποδεικνύοντας σὲ μᾶς τὸ δύστροπο καὶ τὸ ἀτίθασὁ του. Καὶ ἀλ- λοῦ πάλι' ’Αφοῦ φᾶς καὶ πιῆς, πρόσεχε τὸν ὲαυτό σου μή- πως ξεχάσης τὸν Κύριο τὸν Θεό σου. 'Ετσι ὴ ἀσωτία συνηθίζει νά ὁδηγῆ στὴ λησμονιά. Κι’ ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ. ὅταν καθίση; στὸ τραπέζι, θυ- μήσου ὅ-π μετὰ τὸ φαγητὸ πρέπει νὰ κάνης προσευχή, κι’ ἔτσι μὲ μέτρο νά γεμίσης τὸ στομάχι σου, γιὰ νὰ μὴ βαρύνης καὶ δὲν μπορέσης νά γονατίσης καὶ νὰ παρακαλέ- σης τὸν Θεὸ. Δὲ βλέπετε τά ζῶα ὅτι μετὰ τὴ φάτνη σννεχίζουν τὴν ὸδοιπορία τους καὶ σηκώνουν βάρη καὶ τελειὠνουν τὴν ὑπηρεσία τους; 'Εσὺ ὅμως μετὰ τὸ τραπέζι γίνεσαι ἄχρηστος καὶ ἀκατάλληλος γιὰ κάθε ἔργο. Καὶ πῶς νὰ μὴν είσαι κι’ ἀπ’ αὐτὰ τὰ ζῶα πιὸ ντροπιασμένος; Μέ ποιὸ τρόπο; Τότε πρέπει περισσότερο νὰ προσέχῃς καὶ νά είσαι ἕτοιμος. Γιατὶ ἡ ὥρα ὕστερα ἀπὸ τὸ τραπέζι είναι ὥρα εὐ- χαριστίας, κι’ αὐτὸς ποὺ εὐχαριστεῖ δὲν πρέπει νὰ μεθάη ἀλλὰ νὰ πρσσὲχη καὶ ν' ἀγρυπνᾶ. ᾿Απ᾿ τὸ τραπέζι ὅχι στὸ κρε- βάτι, ἀλλὰ στὴν προσευχὴ νὰ πηγαίνωμε γιὰ νὰ μὴ γινόμαστε πιὸ ἄλογοι κι’ ἀπ’ τ' ἄλο α.

θ’. Ξέρω ὅτι πολλοὶ θὰ κατηγορήσουν ὅσα λέμε πώς φέρνουν κάποια καινούρια καὶ παράξενη συνήθεια στὴ ζωή, μὰ εγώ πιότερο θὰ κατηγορήσω τὴν πονηρὴ συ- νήθεια ποὺ τώρα μᾶς κατέχει. Γιατί, τὸ ὅτι μετὰ τὴν τροφὴ καὶ τὸ τραπέζι,ὸχι ὁ ὕπνος κι’ ὁ κοιτώνας μὰ οἱ προσευχὲς καὶ ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν πρέπει ν' ἀκολουθοῦν, αὐτὸ πιὸ καθαρὰ τὸ δήλωσε ὸ Χριστός. ᾽Οταν τὰ ἄπειρα πλήθη τότε ἐχόρτασε στὴν ἔρημο, δέν τοὐς ἔστειλε στὴν κλίνη καὶ στὸν ὕπνο, ἀλλὰ τοὺς κάλεσε ν᾽ ἀκούσουν θεῖα λόγια. Καὶ δὲν τοὺς παραχόρτασε οὔτε τοὺς έξώθησε στὸ μεθύσι, ἀλλὰ ἀφοῦ τοὺς ὶκανοποίησε τὴν ἀνάγκη, τοὺς ὡδήγησε στὴν πνευματικὴ τροφή. Ἔτσι νἀ κάνωμε κι᾽ έμεῖς, κι' ἂς σννηθίσωμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ τρῶμε μόνο ὅσο χρειάζεται γιὰ νὰ ζοῦμε, κι᾽ ὅχι μέχρι νὰ διαλυθοῦμε καὶ νὰ βαρύνωμε.
Γιατὶ δὲν γίναμε καὶ δὲν ζοῦμε γιὰ νὰ φἅμε καὶ νὰ πιοῦμε, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ τρῶμε, γιὰ νὰ ζοῦμε. 'Οχι ἡ ζωὴ γιὰ τὸ φαγητὸ, ἀλλ’ ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἔχει γίνει τὸ φαγητὸ γιὰ τὴ ζωή. Ἐμεῖς ὅμως,σἀ νὰ ἤρθαμε στὸν κόσμο μόνο γι’ αὐτό͵ κι’ ἔτσι ὅλα σ' αὐτὸ τὰ διαθέτομε. Μὰ γιὰ νὰ γίνη πιὸ βίαιη ἡ κατηγορία τῆς ἀσωτίας καὶ γιὰ νὰ πιάση ὅσους ζοῦν σ' αὐτήν͵ ἐμπρός, πάλι στὸν Λάζαρο νά φέρωμε τὸν λόγο. Διότι ἔτσι θὰ μᾶς γίνη πιὸ ἀληθινὴ καὶ πιὸ ξεκάθαρη ὴ διδασκαλία καὶ ἡ συμβουλή, ὅταν δῆτε νὰ σωφρονίζωνται καὶ νά τιμωροῦνται ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ στὴν πράξη, ὅσους ΦΡον- τίζουν τὴν πολυφαγία. Λοιπὸν ὁ μὲν πλού- σιος ζοῦσε σὲ τόση ἁμαρτία καὶ κάθε μέρα
διασκέδαζε καὶ ντυνόταν μὲ πολυτέλεια, ἀνάβοντας τὴν κόλαση χειρότερη γι’ σὺ- τὸν, καὶ κάνοντας μεγαλύτερη τὴ φωτιὰ κι᾽ ἀπαρηγόρητη τὴν καταδίκη κι᾿ άσυχώ- ρητη τὴν τιμωρία.
Μὰ ὁ φτωχὸς ῆταν πεσμένος στὴν ὲξὠ- πορτα τοῦ πλούσιου κι’ οὔτε ἀπελπίστηκε οὔτε βλαστήμησε οὔτε άγανάχτησε, δὲν είπε στὸν ἑαυτό του αὐτὸ ποὺ πολλοὶ λένε- Τὶ νά'ναι τοῦτο; αὐτὸς νὰ ζῆ στὴν πονηρία καὶστὴ σκληράδα καὶ τὴν άπανθρωπία. καὶ νὰ τὰ χαίρεται ὅλα πάρα πάνω ἀπ’ ὅσα ἔχει ἀνάγκη, καὶ νὰ μὴν ι'πτοφὲρη στε- νοχώρια οὔτ’ ἄλλο ξαφνικὸ κακὸ ἀπ’ τὰ πολλὰ ποὺ έχουν οὶ ἄνθρωποι, ἀλλὰ ν᾿ ἀπολαμβάνη καθαρὴ τὴν ἡδονή, κι᾽ ὲγὡ νὰ μὴν έχω οὔτε τὴν ἀναγκαία τροφὴ νὰ γευτῶ; Σ’ αὐτὸν νὰ τρέχουν ὅλα σὰν ἀπὸ πηγές, ποὺ δαπανᾶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς παράσιτους καὶ στοὺς κόλακες καὶ στὴ μέθη, κι’ ἐγὼ νὰ γίνωμαι μάθημα σ᾽ ὅσους μὲ βλέπουν καὶ ντροπὴ καὶ παίγ- νιο που λυώνω στὴν πείνα; ᾿Αραγε αύτἁ είναι έργα προνοίας; 'Αραγε ἐπιβλέπει κάποια δικαιοσύνη τὰ ἀνθρώπινα πράγμα- τα; Δὲν είπε τίποτ’ ἀπ᾿ αὐτά, οὔτε τὰ
τηκε. ᾽Απὸ ποῦ φαίνεται αὑτὸ; ’Απ' τ᾽ ὅτι τὸν παράλαβαν οὶ ἄγγελοι προστα- τεὐοντἁς τον καὶ τὸν έξασφάλισαν στὴν ἀγκάλη τοῦ ᾽Αβραάμ, γιατὶ δὲν θά άξιωνό- ταν τόση τιμὴ ἀν ἦταν βλάστημος. Κι' ἔτσι λοιπὸν οὶ πολλοί γι’ αὐτὸ μόνο θαυ- μάζουν τὸν ἄνθρωπο τοῦτο, διότι ἦταν φτωχός, άλλα ἐγὼ σᾶς δείχνω ἐννέα με- τρημένες δοκιμασίες ποὺ ὐπὀφερε ὅχι γιὰ
νὰ τιμωριέται ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνεται λαμπρό- τερος, πράγμα λοιπὸν ποὺ κι’ έγινε. Γιατὶ πραγματικἀ είναι φοβερὸ πράγ- μα ὴ φτώχεια καὶ τὸ γνωρίζουν ὅσοι τὴν ἔχουν δοκιμάσει. Γιατὶ κανένας λόγος δὲν μπορεῖ νὰ παραστἡση τὴν ὀδύνη ποὺ ὑποφέρων ὅσοι ζοῦν στὴ φτώχεια καὶ δὲν ξέρουν νά σκέφτωνται μὲ πίστη. Καὶ στὸ Λάζαρο δὲν ἦταν μόνο αὐτὸ τὸ φο- βερό, ἀλλὰ κι’ ἡ ἀρρώστια τὸν συντρό- φευε, καὶ μάλιστα πολύ βαριά. Καὶ πρόσε- ξε πῶς καὶ τὶς δυὸ συμφορὲς τὶς δείχνει να 'χουν φτάσει στὰ ἄκρα. Γιατὶ τὸ ὅτι ὴ φτώ- χεια τότε τοῦ Λαζάρου κάθε ἄλλη φτώχεια τὴν ξεπέρασε, τὸ ἔδειξε λέγοντας πὼς οὔτε τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπ’ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου δὲν ἀξιωνόταν. Καὶ τ’ ὅτι ἡ ἀρρώστια είχε φθάσει στὸ 'ι'διο σημεῖο μὲ τὴ φτώχεια, καὶ πιὸ πέρα δὲν μποροῦσε νὰ φτάση, κι’ αὐτὸ πάλι τὸ φανέρωσε λέ- γοντας πώς τὰ σκυλιὰ έγλυφαν τὶς πλη- γές του. Τόσο πολύ είχε ὲξασθενἠσει, ὥστε νὰ μὴν μπορῆ οὔτε τὰ σκυλιὰ ν᾽ ἀποφύγη᾽ κι’ ἦταν ξαπλωμένος ζωντανὸς νεκρός, βλέποντάς τα νὰ ’ρχωνται καὶ μὴ μπορὥν- τας νὰ τὰ διώξη. Σὲ τέτοια κατάσταση ἦταν τὰ μέλη του, έτσι είχε ἀδυνατίσει ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια, ὲτσι εί ε φαγωθ'ῆ ἀπ’ τὴ δοκιμασία. Εὶδες πόσο αριά τοῦ πολιορ- κοῦσαν τὸ σῶμα καὶ ὴ φτώχεια καί ὴ άρ- ρὠστια ; Κι’ ἂν είναι τὸ καθένα ἀπ' αὑτὰ άβάσταχτο καὶ φοβερό, ὅταν είναι ἑνω- μένα μαζί, πῶς αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ύπομείνη δὲν είναι ένα διαμάντι; Πολλοὶ πολλὲς φορὲς άρρωσταίνουν, ἀλλὰ δὲν στεροῦνται
πονηρία συνέζη, καὶ καθ᾿ έκάστην ένιτρύοα την ἡμέραν. καὶ ένεόιόυσ'κετο λαμπρῶς. χαλεπωτέραν Ιαυτὢ ἀνάπτων τὴν κόλασιν, καὶ μεῖζον τὸ πῦρ έργαζόμανος καὶ ἀπαραμὐ- θητον έαυτῦ πσιῶν Πὶν δίκην, καὶ ασνγγνωστον την τιμω- ρίαν
ο ει πένης Ἱρριττο παρἀ τὸν πυλὦνα αὐτοῦ. "ι οστ' ἀπιόυοπέτ-ησεν, οὔτ᾽ εβλασφἡμησεν. οὔτ᾿ ἠγανάκτησεν οὐκ είπι πρὸς έιυτόν. θ πολλοί λέγουσι' τί ποτε τοῦτο έστιν; οὗτος μέν πονηρία συζιῖιν καὶ ὠμότητι καὶ ἀπανθρωπία. καί. τῶν ιὶπέρ τὴν χρείαν ἀπολαύει πάντων, καὶ οὐδ᾽ ἀθυμίαν ὑπομένει. οὐδ' ἀλλο τι τῶν ἀδοκήτων. οία πολλἀ τἀ παρὰ ἀνθρώποις έστίν, :ιλλα και καθαράν καρποῦται τὴν ἡδονὴν έγὡ δέ οὐ“ τῆς ἀναγκαιας Ιχω τροοῆς μἁτασχέἷν ᾿Αλλἀ τούτω μέν εὶς παρασίτους καί κόλακας και μέθην τἀ Βντα ἀταντα Βαπανῶντι. ὥσπερ έκ πηγῶν ἰπαντα έπιρρι'ι' έγὲι δέ παράδειγμα τοῖς όρὤσι κείμιι καί αὶσ'χυνη καὶ γέλως, λιμῶ τηκόμενος. ᾿Αρα ταῦτα προνοίας; ἆρα ἀφορᾷ δίκη τις τἀ ἀνθρώπινα ποἀτματα'. Οὐδέν τούτων οὐκ είπεν. οὐκ ένενόησε. Πόθιν τοῦτο δῆλον; ’ΕΞ ὤν ἀπήγαγον αὐτὸν οὶ ἀγγέλοι Βορυουροῦντιςμα'. εἰ; τὸν κόλπον τοῦ ’Αβραἀμ ἀπο- κατέστησαν οὐκ ιν σέ. τι βλἀσοηνο: ἤν. τνσαὑτπς ἰπἡλανσι ιιμἣς Οὕτω μέν οὖν οί πολλοὶ διὰ τοῦτο θαυμάζουσι τόν ἀνθρωπον μόνον, ότι έν πενία ὶὶν έγω όέ δείκνυμι τιμωρίας
έννέα τόν ἀριθμόν αὑτόν ὑπομείναντα. οὐχ ίνα κολάζηται. ἀλλ' ίνα λαμπρότερος γίνηται όπιρ οὖν καί έγένιτο. Δεινόν μέν γάρ όντως καί ἡ πενία. καὶ ίσασιν ὅσοι πιίραν ταύτη: είλἠφασι' λόγο: γὰρ οὐδείς παραστῆσαι δυνήσεται την ὀδύνην, Βσην ὑπομένουσιν οί πτωχεία συζῶντες και οι- λοσοσιἳν οὑκ ιὶδότις ᾿Επὶ δέ τοῦ Λαζἀρου οὐ τοῦτο μόνον ἣν τὸ δεινόν. ἀλλὰ ναὶ ἀρρωστία αὐτῶ συνέζευκτο, καί αθι'η μο' ὑπερβολῆς Καὶ σρα πῶς έκατἰτιις τές συμφορᾶς όιί- κνυσιν είς ἀκρον “σου"; ΄Οτι μεν γἀρ πᾶσαν πενίαν ἡ τοῦ Λαζάρου πενία τότε ένίκησιν, Ιδειςιν ιίπὢν, ὅτι οὐδέ τῶν Φυχίωι ἀπήλαυι τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου (Λουκ. ΙΘ'. Ἡὶ' ὅτι δέ καί ἡ ἀρρωστία πρὸς τὸ αὐτό μέτρον έφθἀκαι τῇ πενία. μεθ' 6 λοιπόν έκταθἢναι οιὶκ ἦν. και τοῦτο αὐτὸ πάλιν έόηλωσεν, εἰπὼν ότι οί κύνες ἀπέλιιχον τά Ιλκη αὐτοῦ Οὕτως ἤν ίξησθινηκὠς. ὡς μηδέ τοὺς κυνας ἀποσοβἣαα“. δύνασθαι, άλλα νεκρός Ιιινυχοε Ἱκέι- το. έπιόνταε μέν αὐτοὺς θεωρῶν. ἀμύνασθαι δέ οὐκ ίσ'χόων Οθτως αιὶτὢ τὰ μέλη παρεῖτο. οὕτω τιταρίχιυτο τῇ ἀρρω- στία. οὕτω δεδαπανητο τὤ πειρασμὢ Εἶδες μετ΄ ἀκρας ὑπερ- Βυλἢζ καὶ τὴν πενίαν καὶ τόν ἀρρωστίαν πολιορκοῦσαν αὑ- τοῦ τὸ σὢμ ' ΕΙ όέ καθ' έαυτι’ι τούτων έκαστον ἀφόρητον καί δεινόν. οταν Δμοὕ συμπεπλεγμένα 7 , πΔς οὐκ ἀδάμας τι: ἦν Δ ταῦτα ὑπομένων; Πολλοὶ πολλάκι: ἀρρωστοθσιν.
τὴν άναγκαία τροφή' ἄλλοι ζοῦνε μὲν στὴν ἔσχατη φτώχεια ἀλλὰ ἔχουν ὑγεία, καί τὸ ἕνα στ’ ἄλλο γίνεται παρηγοριά, ὄμως ὲδὥ καί τὰ δυὸ αὑτὰ είχαν συντρἔξει. ᾿Αλλὰ ἔχεις ἴσως νὰ μοῦ πῆς κάποιον ποὺ βρίσκεται στὴν ἀρρώστια καί στὴ φτώ- χεια μαζί. Μὰ ὄχι καὶ σὲ τέτοια ὲρημιἀ. Γιατί θὰ μποροῦσε νὰ βοηθηθῆ όχι ἀπ’ τὸν ἑαυτό του ούτε άπ’ τούς δικούς του ἀλλὰ άπ’ ὅσους τὸν ἔβλεπαν καθὼς βρι- σκόταν ἀνάμεσά ι'ους. ᾿Αλλὰ τὰ δεινὰ ποὺ εἴπαμε πρίν, τοῦ τὰ ἔκανε βαρύτερα ἡ ἀδιαφορία τῶν τριγύρω, κι’ αὐτὴν πάλι βαρύτερη τὴν ἔκανε νὰ φαίνεται τὸ ὅτι βρισκόταν στὴν ἔξὠπορτα τοῦ πλούσιον. Γιατί ᾶν, ὅταν βρισκόταν στὴν ἔρημο καί σε ἀκαι'οίκητο τόπο τἀ πάθαινε αὐτά, καί δὲν εἶχε φροντίδα, δὲν θὰ πονοῦσε τόσο, τὸ νὰ μὴν ὑπάρχει κανείς θὰ τὸν ἔπειθε νὰ ὑποφἐρη καί δίχως τὴ Θἑλησἡ του ὅσα τοῦ συνέβαιναν. ᾿Αλλὰ τὸ νὰ βρίσκε- ται άνάμεοα σὲ τόσους πού μὤοῦσαν, πού εὐτυχοῦσαν, κι᾽όμως νὰ μὴν βρίσκη ἀπὸ κανἔνα τὴν ὸποιαδήποτε φροντίδα, αὐτὸ ἔκανε πιὸ δυνατὴ τὴν αἴσθηση τῶν πόνων καί πιὸ πολὺ τοῦ ἄναβε τὴ στενοχώρια. Γιατί είναι στὸ φυσικό μας νὰ μᾶς δαγκὠ- νουν οί συμφορὲς όχι τόσο πολύ όταν δὲν ὑπάρχουν ποιοί νὰ βοηθήσουν, ὅσο ὅταν ὑπάρχουν, μὰ δὲν θέλουν νὰ κιν'ἡ- σουν τὸ χέρι τους, πράγμα ποὺ κι’ ἐκεῖνος τότε πάθαινε. Για ι'ί κανείς δὲν ἦταν νὰ τὸν παρηγορήση μὲ λόγια. νὰ βοηθήση μὲ ἔργα, ούτε φίλος, οὔτε γείτονας, οὔτε συγ- γενής, οὔτε κανεὶς ἀπ' ὅσους τὸν ἔβλεπαν άπ’ ὅλο τὸ ὰμαρτωλὸ σπίτι τοῦ πλουσίου.
 ᾽Ακόμα μαζί μ’ αὐτὰ, κι’ ἄλλο φορ- τίο πόνου τοῦ ἔφερνε τὸ νὰ βλἔπη τὸν ἄλλο νὰ εὐτυχῆ. 'Οχι γιατί ἦταν ζηλιάρης καί κακός, μὰ ἐπειδὴ ἀπ’ τὴ φύση μας ὅλοι στίς εὐτυχίες τῶν ἄλλων καταλαβαίνομε πιὸ καθαρά τίς δικές μας συμφορὲς. Γιὰ τὸν πλούσιο όμως ἦταν ἀκόμα καί κάτι ἄλλο μεγαλύτερο πού μποροῦσε νὰ τὸν πλη- γὠνη. Γιατί όχι μόνο όταν ἔκανε σύγκριση τὴ δυστυχία του μὲ τίς εὐτυχίες ἐκείνου͵ πιὸ πολὺ ἔνοιωθε τὰ δικά του πάθη, ἀλλὰ κι' ὅταν σκεφτόταν ὅτι ἐκεῖνος ἂν καί ζῆ μὲ σκληρότητα κι’ άπανθρωπία, σὲ ὅλα πηγαίνει καλά, ὲνῶ αὐτός, μὲ τὴν ἀρετὴ καί τὴν καλωσύνη, ὑποφέρει τὰ χειρότερα βάσανα“ κι' ἀπ' αὐτὸ πάλι ἀπαρηγόρητη ὑπόμενε τὴ στενοχώρια. Γιατί ἂν ἦταν δίκαιος,ἃν ἦταν πρὰος, ἂν ἦταν άξιοθαύ- μαστός ὁ πλούσιος ἄνθρωπος, ἂν ἦταν γεμάτος κάθε άρετή, δὲν θὰ τὸν στενοχω- ροῦσε. Μὰ τώρα ποὺ ζοῦσε στὴν κακία κι’ εἶχε καταντήσει στὰ χειρότερα τῆς ἁμαρτίας, καί πού φανέρωνε τόση ἀπαν- θρωπία κι’ ἔκανε ό,τι οἱ ἴδιοι οί ἐχθροί κά- νουν καί, σὰν νὰ ἦταν πέτρα, ἀδιάντροπα καί ἄσπλαχνα τὸν προσπερνοῦσε, κι’ ὕστε- ρα άπ’ όλα τοῦτα,ποὺ χαιρόταν τέτοια κα- λοπέραση. σκέψου, ἀγαπητέ, πὼς ἦταν φυσικὸ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ πνίγη τὴν ψυχὴ τοῦ φτωχοῦ σὰν μέσα σ’ άπανωτὰ κύματα. Σκὲψου τὸν Λάζαρο τέτοιον ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι, νὰ βλέπη τοὺς πα- ρὰοιτους, τοὐς κόλακες, τοὐς ύπηρἐι'ες ν' ἀνεβαίνουν, νὰ κατεβαίνουν, νά βγαί- νουν καί νὰ μπαίνουν, νὰ τρἑχουν βια- στικὰ, νά Θορυβοῦν, νὰ μεθοῦν, νὰ πηδοῦν
καί νὰ παρουσιἀζουν κάθε ἄλλη κτηνωδία. Γιατί σὰ νὰ ἦρθε στὸν κόσμο μόνο γι’ αὐτό, γιὰ νὰ βλέπη τὰ ξένα ἀγαθά, ἦταν ἔτσι ριγμένος στὴν ὲξὠπορτα, ζοῦσε τόσο μό- νο, ὅσο γιὰ νὰ νοιώθη τίς δυοτυχίες του, ὑποφέροντας ναυάγιο μέσα σὲ λιμάνι, μὲ τὴν ψυχὴ νὰ πνίγεται ἀπὸ φοβερώτατη δίψα κοντὰ σὲ πηγή.
Νὰ πῶ ἀκόμα καί κότποιο ἄλλο κακό; Δὲν είχε ν᾿ ἀντικρὐση ἕναν ἄλλο Λάζαρο. Διότι έμεῖς κι’ ἂν πὰθωμε μύρια κακά, όμως, μποροῦμε βλέποντας ὲκεῖνον, νὰ πάρωμε ἀρκετὴ παρηγοριὰ καί νὰ νοιώσωμε με- γάλη ἀνακούφιση. Τὸ νὰ βρίσκης σύντρο- φονς στίς δυστυχίες σου, ἢ στὰ ζητήματά σου ἢ στίς διηγήσεις, αὐτὸ φέρνει πολλὴ παρηγοριὰ στὸν πονεμένο. 'Ομως ἐκεῖνος δὲν εί ε νὰ δῆ ἄλλον κανένα ποὺ νὰ ὑποφέ- ρη δικά του, ἀκόμα οὔτε είχε ἀκούσει κάποιον ἀπ᾿ τοὐς προγόνους του πού νὰ είχε τόσα πολλὰ ὑποφέρει. Κι' αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ τοῦ μαυρίση τὴν ψυχή. Κι᾽ ἀκό- μα κάτι ἄλλο μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὄτι τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ πιοτεύ'η γιὰ ἀνά- σταση, ἀλλὰ νόμιζε ὅτι τὰ τωρινὰ πράγ- ματα κλείνονται μόνο στὴν παροῦσα ζωή, γιατί ζοῦσε πρίν ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. ᾿Αλλὰ ἐὰν τώρα σ᾿ ἑμᾶς, ὐστερ' ἀπὸ τόση γνώση τοῦ θεοῦ, κι’ ὕστερ’ ἀπ᾿ τίς καλὲς ἐλπίδες τῆς ἀναστάσεως καί τίς τιμωρίες ποὺ περιμένουν ἐκεῖ τοὺς ἁμαρτωλούς καί τ’ ἀγαθὰ ποὺ είναι ὲτοιμασμένα σ᾽ αὐτούς πού κατορθώνουν τὸ καλό,τόσο μικρόψυχα κι᾽ άττελπισ μένα νοιώθουν μερικοί, πού οὔτε μὲ τίς ἐλπίδες αὐτὲς νὰ μὴ στηρίζωνται, τί ἦταν φυσικὸ νὰ πάθη αὐτὸς ποὺ ἦταν στε- ρημένος κι’ ἀπ' αὐτὴ τὴν ἄγκυρα; Διότι ὲκεῖνος τίποτε ποτὲ σχετικὸ δὲν μποροῦσε νὰ πιοτεύη, γιατί ἀκόμα δὲν είχαν φτάσει ἐκεῖνον τὸν καιρὸ τὰ διδάγματα αὐτά. Κι᾽ ἦταν ἀκόμα κἀτι ἄλλο, ὅτι κι' ἡ φήμη του είχε κατηγορηθῆ ἀπ’ τοὺς ἀνόητους ἀνθρώπους.
Διότι συνηθίζουν οί ττολλοί, ὅταν δοῦν κάποιους νὰ βρίσκωνται στὴ στέρηση καί στὴν παντοτινὴ ἀρρώστια καί στὰ χει- ρότερα κακά, νὰ μὴν ἔχουν γι’ αὐτοὺς οὔτε γνώμη καλή, ἀλλὰ νὰ κρίνουν ἀπὸ τὴ συμ- φορὰ γιὰ τὴ ζωή του καί νὰ νομίζουν, όπως νά’ ναι, ότι-ι ταλαιπωροῦνται ἔτσι γιὰ τὴν πονηρία τους. Καί πολλὰ ἄλλα τέτοια λένε μεταξύ τους, ἀνόητα βέβαια, ἀλλὰ τὰ λένε' ὅτι αὐτός, ἀν ἦταν ἀγαπητός στὸν Θεό, δὲν Θὰ τὸν ἄφηνε στὴ φτώχεια καί στίς ἄλλες δυστυχίες νὰ ταλαιπωρῆται. 'Ετσι συνέβη καί στὸν ’ίώβ καί στὸν Παῦ- λο. Γιατί καί σ’ ἐκεῖνον Θιεγαν, "Αραγε σοῦ ἔχουν μιλήσει πολλὲς φορὲς δυσάρεστα; μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ τὰ δυνα- τά σου λόγια; Διότι σύ ὲνου- θέτησες πολλοὺς κι' ὲνίσχυ- σες τὰ έρια τοῦ ἀδύνατον καί μὲ τ λόγια σου ἐστήρι- ξες ἀποκαμωμένους καί γό- νατα ἀπελπισμένων τὰ δν- νάμωσεςμὲθάρρος'τώραόμως ἔχει ἔρθει συμφορὰ σὲ σένα καί σύ ταράχθηκες. Μήπως ὸφόβος τοῦ θεοῦ πού είχες
ἔγινε ἀφροσύνη; Κι’ αὐτὸ ποὺ λέει σημαίνει: 'Αν είχες πράξει, λέει, κά- ποιο καλό, δὲν θὰ πάθαινε; αὐτὰ ποὺ ἔπα- θες- ἀλλὰ πληρώνεις ὰμαρτίες καί παρα- νομίες. Κι’ αὐτὸ ἦταν ποὐ πλήγωνε τὸν μακάριο Ἰώβ. ᾿Αλλὰ καί γιὰ τὸν Παῦλο τὸ ἔλεγαν αὐτὸ οί βάρβαροι. ᾽Οταν δηλαδὴ είδαν τὴν ὁχιὰ νὰ κρέμεται στὸ χέρι του, δὲν σκέφτηκαν τίποτα καλὸ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν θεώρησαν ἄξιο νὰ κατηγορηθῆ γιὰ τὰ μεγαλύτερα παραπτώματα. Αὐ- τόν, βέβαια, ἔλεγαν, ἄν καί σώ- θηκε ἀπὸ τὴ θάλασσα ὴδικαι- οσύνη τοῦ θεοῦ δὲν τὸν ἄφη- σε νὰ ζῆ. Κι᾽ αύτόσυχνὰ μᾶςστενοχω- ρεῖ σοβαρά. 'Ομως μέσα στὰ τόσα κύματα πού χτυποῦσαν ἀπανωτά, τὸ σκάφος δὲν κατα-ποντίστηκε. ᾿Αλλὰ κι’ ἂς εύρισκόταν μέσα στὸ καμίνι, σὰ νὰ χαιρότανε δροσιὰ όπέλειωτη, τόσο παρήγορα σκεφτόταν.

ια΄. Γιατί δὲν ἔβαλε στὸν νοῦ του τίπο- τα τέτοιο, καθὡς πολλοί συνηθίζουν νὰ λένε, ὅτι αὐτὸς ὁ πλούσιος γι’ ἀν, όταν πε- θάνη, κατακριθῆ καί τιμωρηθῆ, θὰ είναι ίσα κι᾽ ίσα, ἂν όμως κι’ ἐκεῖ τίς ίδιες τιμὲς θὰ χαρῆ, τότε γιὰ δεύτερη φορὰ τίποτα δὲν θὰ πάθη. 'Η μήπως δὲν τὰ ψιθυρίζπε αὐτὰ οί περισσότεροι στίς άγορὲς καί τὰ φέρνετε στὴν ἐκκλησία μέσα, ἀπὸ τὰ ίπ- ποδρόμια κι' ἀπ’ τὰ θέατρα τοῦ δρόμου; Ντρέ'πομαι, ἀλήθεια, νὰ φέρνω μέσα έδῶ τέτοια λόγια καί κοκκινίζω, ἀλλὰ είναι ἀνάγκη νὰ τὰ ποῦμε, γιὰ νὰ ξεφύγετε τὸ ἀταίριαστο γέλιο καί τὴν ντροπὴ καί τὴ
βλάβη πού φέρνουν αὐτὰ τὰ λόγια. Πολ- λὲς φορὲς τὰ λένε αὐτὰ πολλοί καί γελοῦν, ἀλλὰ κι’ αὐτὸ είναι τῆς κακίας τοῦ διαβό- λου ἔργο, μὲ τὴν μορφὴ ἀστείων λόγων νὰ φέρνη στὴ ζωή μας ὰμαρτωλὲς διδασκα- λίες. Γιατί πολλοί τὰ γυροφέρνουν αὐτὰ καί στὰ ἔργαστήρια καί στὴν ἀγορὰ καί στὰ σπίτια, πράγμα πού είναι τῆς χειρό- τερης ἀπιστίας καί τρέλλας ζήτημα, πραγ- ματ'κὰ γιὰ γέλιο καί γιὰ παιδικὰ μυα- λά. Τὸ νὰ λένε δηλαδὴ ότι ίσως ὅταν πε- θάνουν οί πονηροί θὰ κολαστοῦν, καί νὰ μὴν είναι βέβαιοι ὅτι έξάπαντος θὰ κολα- στοῦν, αὐτὸ τὸ λένε ὅσοι δὲν πιστεύουν κι᾽ όσοι ἀμφιβάλλουν“ μὰ τὸ νὰ νομίζουν ότι θ᾽ ἀπολαύσουν τὴν ἴδια ἀνταπόδοση αὐτοί μὲ τοὺς δικαίους, αὐτὸ είναι ὴ χειρό- τερη ἀνοησία, πράγμα ποὐ συμβαίνει καί θὰ συμβῆ.
Πές μου, τί λές; ’Εἀν, ὅταν πεθάνη ὁ πλούσιος κολάζεται, δὲν είναι τίποτα; Τί πάει νὰ πῆ αὐτό; Πόσα θέλεις νὰ λογα- ριάσωμε χρόνια πώς θ᾿ ἀπολαύση τὰ πλούτη του έδὥ; θέλεις νὰ βάλωμε ὲκατό; ᾿Εγὼ καί διακόσια βάζω, καί τρακόσια καί δυὸ φορὲς τόσα, κι᾿ ἂν θέλης καί χίλια, πράγμα ἀδύνατο. Διότι οί μέρες, λέει, τῆς ζωῆς μας, όγδόντα χ ρ ό ν ια, ἀλλὰ ἂς λογαριάσωμε καί χίλια. Μήπως ἔχεις, πές μου, νὰ δείξῃ; μιὰ ζωὴ έδὧ ποὺ νὰ μὴν ἔχη τέρμα καί νὰ μὴ γνωρίζῃ τέλος͵ όπως είναι ἡ ζωὴ τῶν δικαίων ὲκεῖ; Καί κόττοιος, πές μου, ποὺ ὲ- κατὁ χρόνια βασανιζόταν, καί μέσα στὰ ὲκα-
τὸ χρόνια μιὰ νύχτα είδε όνειρο εὐχάριστο κι’ ἔνοιωσε μεγάλη εὐχαρίστηση στὸν ὕπνο του, ἄραγε θὰ μποροῦσε νὰπῆ γι’ αὐτὸ πὼς είναι ίσα κι᾿ ίσα, καί νὰ λογαριά- ση ίσόβαρη τὴ μιὰ νύχτα ἐκείνων τῶν ὀνείρων μὲ τὰ ἑκατὸ χρόνια; Δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πῆ. Αὐτὸ λοιπὸν νὰ σκέφτεσαι καί γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή. Γιατί ό,τι είναι τὸ ένα όνειρο μπροστὰ στὰ ὲκατὸ χρόνια, αὐτὸ είναι ἡ παροῦσα ζωὴ ἀπέναντι στὴ μέλλουσα, κι’ ἀκόμα πιὸ πολύ, όσο είναι μιὰ μικρὴ σταγόνα μπροστὰ στὸ ἄπειρο πέλαγος, τόσο είναι τὰ χίλια χρόνια μπρο- στὰ σ' ἐκείνη τὴ μέλλουσα δόξα καί τὴν ἀπόλαυση. Καί τί πιὸ πολὺ θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς ἀπ’ τὸ όττι δὲν ἔχει τέρμα καὶ δὲν γνωρίζει τέλος, καί ότι ὴ κατάσταση σ’ αὐτὸν τό κόσμο καί στὸν ἀλλο διαφέρουν ὅσα τὰ όνειρα ἀπ’ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγ- μάτων ;
Κι᾽ ἔπειτα, καί πρίν ἀπὸ τὴν κόλαση ἐκεῖ, οί πονηροί κι᾽ ἁμαρτωλοί ὲδὥ τιμω- ροῦνται. Γιατί μὴ μοῦ ἀναφέρης εὔκολα γι’ αὐτὸν ποὺ χαίρεται τὸ πλούσιο τρα- πέζι καί ντύνεται ἐνδύματα μεταξωτὰ καί ἐπιδείχνει κοπάδια δούλων καί καμαρώνει στὴν ἀγορά, ἀλλὰ παρουσίασέ μου τὴ συνείδησή του καί θὰ δῆς μέσα του μεγάλη ταραχὴ ἀπὸ τίς ἀμαρτίες, ἀδιάκοπο φόβο, χειμώνα, τρικυμία, σὰν νά ’ναι δικαστή- ριο κι' ὁ νοῦς ἀνέβηκε στῆς συνειδήσεως τὸ θρόνο τὸν βασιλικὸ, καί σὰν νὰ είναι δι- καστὴς ποὺ κάθεται καί παρουσιάζει σὰν δημίους τοὺς λογισμοὺς καί σταυρώνει τὴ σκέψη, καί τὴν κσταξεσκίζει γιὰ τίς ἀμαρ-
τίες, καί φωνάζει δυνατὰ, χωρίς κανένας νὰ τὸ ξέρη, παρὰ μόνο ὁ Θεὸς πού καλὰ μττορεῖ νὰ τὰ βλέπη αὐτὰ. Γιατί αὐτὸς ποὺ μοιχεύει, κι' ἂν είναι πλούσιος χίλιες φο- ρές, κι’ ἂν δὲν ἔχη κανένα νἁ τὸν κατακρίνη, δὲ θὰ πάψη νὰ κατακρίνη μέσα του τὸν ἐαυτό του. Καί ἡ μὲν ἡδονή θὰ είναι πρόσ- καιρη, ἀλλὰ ἡ ὀδύνη θά ’ναι ἀδιάκοπη, ἀπὸ παντοῦ θὰ ᾽ναι ὁ φόβος κι᾿ ὸ τρόμος, ἡ ὑποψία κι’ ἡ ἀγωνία. Φοβᾶται τὰ στενά, τρέμει τίς σκιές, τοὐς ὑτπιρέτες, αὐτούς ποὺ τὸ ξέρουν, αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸ ξέρουν, 'ι'ὴ γυναίκα ποὺ ἀδικήθηκε, τὸν ἄνδρα αὐτὸν ποὺ κατηγορήθηκε. Τριγυρίζει φέρνοντας μαζί του τὴ συνείδησή του σὰν πικρὸ κα- τήγορο, καθὼς κατακρίνει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του καί οὔτε μπορεῖ ν᾿ ἀνασάνη λίγο. Γιστί καί στὴν κλίνη του καί στὸ τραπέζι, καί στὴν ἀγορὰ καί στὸ σπίτι, καί τὴν ἡμέρα καί τὴ νύχτα, πολλὲς φο- ρὲς καί σ’ αὐτὰ τὰ ὄνειρα μέσα, βλέπει τίς είκόνες τῆς ἁμαρτίας καί ζῆ τὸν βίο τοῦ Κάϊν, στενάζει καί τρέμει πάνω στὴ γῆ καί, χωρίς κανένας νὰ τὸ ξέρη, γιὰ πάντα ἔχει μαζεμένη μέσα του τὴ φωτιὰ. Αὐτὸ παθαίνουν καί όσοι ἁρπάζουν καί ὅσοι πλεονεχτοῦν, αὐτὸ κι᾿ όσοι μεθοῦν, καί μὲ λίγα λόγια, καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὑ ζοῦν στὴν ἁμαρτία, γιατὶ δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ ἀπατηθἥ τὸ δικαστήριο αὐτό͵ ἀλλὰ κι’ ἂν δὲν πρἁττωμε τὴν ἀρετή, όμως ὑπο- φέρομε γιατί δὲν τὴν πράττομε, κι’ ἂν πράττωμε τὴν κακία ὄμως ὅταν πάψη ἡ ἡδονὴ τῆς ἁμαρτίας, νοιώθομε τὸν πόνο. Μὴ λέμε λοιπὸν ότι είναι ίσα κι' ίσα οί
πλούσιοι καί πονηροί ἐδῶ μὲ τοὺς δίκαιους ποὺ χαίρονται ἐκεῖ, ἀλλ’ ὅτι είναι ἄσχετοι. Γιατί στούς δίκαιους καὶ τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐδῶ τοὑς δίνουν μεγάλη ἡδονή, ἀλλὰ οί πονη- ροί κι᾿ οί πλεονέχτες κι᾽ ὲδὥ κι’ ἐκεῖ κο- λάζονται. Διότι κι’ ἐδῶ κολάζονται μὲ τὸ νὰ περιμένουν τὴν τιμωρία τους ἐκεῖ, καὶ μὲ τὴν ὑποψία όλων τὴν πονηρὴ, καί μὲ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία καί τὴν κατα- στροφὴ τῆς ψυχῆς τους, ἀλλὰ κι' ἀφοῦ φύ- γουν ἀπ’ ἐδῶ ὑποφέρων ἁβἁσταχτες τιμωρίες. Κι᾽ οί δίκαιοι πάλι,κι’ ἂνπάσχουν ἐδῶ μύρια δεινά, ὄμως τρέφονται μὲ καλὲς ἐλπίδες κι᾽ ἔχουν άγνὴ ἡδονὴ, βέβαιη κι᾿ άμστακίνητη, κι’ ὑστερ’ ἀπ᾽ αὐτὰ θὰ τοὺς ἔλθουν τὰ μύρια ἀγαθὰ ὄπως ἀκριβῶς καί στὸν Λάζαρο. Μὴ μοῦ πῆς λοιπὸν αὐτό, ὅτι ήταν γεμάτος πληγές, ἀλλὰ τοῦτο βλέπε, ότι είχε μέσα του ψυχὴ πολυτιμω- τερη ἀπὸ κάθε χρυσάφι. 'Η καλύτερα, όχι μόνο τὴν ψυχή͵ μὰ καί τὸ σῶμα του, γιατί ἡ ἀρετὴ τοῦ σώματος δὲν είναι ἡ πολυσαρκία καί ἡ καλὴ κατασκευή, ἀλλὰ τὸ νὰ άντέχη τόσα καί τέτοια βάσανα. Καί βέβαια δὲν είναι ἁποκρσυστικὸς αὐτὸς ποὺ θὰ είχε τραύματα στὸ σῶμα του, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ ἂν καί ἔχη πλῆθος πληγὲς στὴν ψυχή του, καθόλου δὲ θὰ τίς φρόντιζε, ὅπως ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ὁ γεμάτος πληγὲς μέσα του. Κι’ ὅπως τὰ σκυλιὰ ἔγλυφαν τίς πληγὲς τοῦ ὲνὀς,ἔτσι οί δαίμονες τίς ἁμαρτίες τοῦ ᾶλλου,κι᾽ ὅπως αὐτὸς ζοῦσε στερημένος ἀπὸ τροφή. έτσι ἐκεῖνος στε- ρημένος ἀπὸ κάθε άρετἡ.

ιβ΄. Λοιπὸν γνωρίζοντας ὅλα αὐτά, ἂς σκετιτόμαστε μὲ πίστη κι’ ἂς μὴ λέμε ὅτι ἂν ἀγαποῦσε ὁ Θεὸς τὸν τάδε δὲ θὰ τὸν ἄφηνε νὰ γίνη φτωχός. Γιατί αὐτὸ ἀκριβῶς είναι μεγάλη ἀπόδειξη ἀγάπης, Δ ι ό τ ι όποιον άγαπᾶ ὸ Κύριος τὸν παιδαγωγεῖ μὲ θλίψεις, καί μαστιγὠνει κάθε παιδί του ποὺ τὸ δέχεται δικό του. Καί πάλι, Παιδί μου, ἂν ἔρχεσαι νὰ ὑπηρετήσης "τὸν Κύριο, ἐτοί μαοε τὴν ψυχή σου γιὰ τὴ δοκιμασία, δεῖξε τὸν ἴσιο δρόμο στὴν καρδιά σου καί κάνε ὑπομονή. "Α; πετάξωμε λοι- πόν, ἀγαπητοί, τίς περι-πὲς αὐτὲς προλή- ψεις ἀπὸ πάνω μας καί τὰ λόγια αὐτὰ τῶν πολλῶν, διότι, ά δια ντ ρ ο π ι ά, λέει, καί άνόητα λόγια καί ἀπρε- πα άστεῖα νὰ μὴ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στ όμα σας. Μήτε λοιπὸν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ τὰ λέμε αὐτά, ἀλλὰ κι’ ἂν ἄλλους βροῦμε νὰ τὰ λένε, νὰ τοὺς ἀπο- στομὠσωμε, νὰ θυμὠσωμε ἄγρια, νὰ κρα- τήσωμε τὴν άδιάντροπη γλώσσα τους. 'Αν δῆς κάποιον λήσταρχο νὰ τρέχη στοὺς δρόμους, νὰ παραμονευη τοὺς περαστι- κοὑς, ν᾽ άρπάζη ὅ,τι βρίσκει στὰ χωράφια, σὲ σπήλαια καί κρυψὥνες, νὰ κρύβη χρυ- σάφι κι' ἀσήμι καί κοπάδια πολλὰ νὰ κα- τακρστῆ ἐκεῖ, κι’ ἐνδύματα καὶ δούλους πολλούς νὰ ἔχη ἀποκτήσει ἀπ’ τὴν ὲπι- δρομὴ αὐτὴ, πές μου, ἄρα-γε τὸν ζηλεύεις γι’ αὐτὸν τὸν πλοῦτο, ἢ τὸν λυπᾶσαι γιὰ τὴν τιμωρία πού πρόκειται νὰ τὸν βρῆ; 'Αν κι’ ἀκόμα δὲν ἔχει συλληφθῆ κι᾽οῦτε ἔχει
παραδοθἥ στὰ χέρια τοῦ δικαστοῦ, οὔτε τὸν ἔρριξανστὴ φυλακή, ούτε κατηγορήθη- κε, οὔτε κάτω ἀπὸ ἀπόφαση βρίσκεται ἀκόμη, ἀλλὰ διασκεδάζει, μεθᾶ, χαίρεται ἄφθονο πλοῦτο, ὅμως δὲν τὸν καλοτυχί- ζσμε γιὰ τὰ παρόντα καί γιὰ τὰ ὅσα βλέπομε, ἀλλὰ τὸν λυπόμαστε γιὰ τὰ μελλοντικὰ καί γιὰ τὰ όσα περιμένομε. Αύτὸ νὰ σκέφτεσαι καί γιά ὅσους είναι πλούσιοι καί πλεονέχτες. Είναι σὰν κάποιοι ληστὲς πού παραμονεύουν στοὺς δρόμους καί ληστεύουν τούς περαστικοὐς καί κρύ- βουν βαθιὰ μέσα στὰ σπίτια τους τίς περιονσίες τῶν ἄλλων, σὰν μέσα σὲ σπή- λαια καί κρυψῶνες. Μὴν τοὺς ζηλεύωμε λοιπὸν γιὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ νὰ τοὺς λυπόμαστε γιὰ τὰ μέλλοντα, γιὰ τὸ φο- βερὸ ἐκεῖνο δικαστήριο, γιὰ τίς ἀναπό- φευχ-ιες εύθύνες, γιὰ τὸ σκοτάδι τὸ πιὸ βαθὺ πού μέλλει νὰ τοὺς ὑποδεχθῆ. Κι’ ἂν ἀκόμα οί ληστὲς ξέφυγαν πολλὲς φο- ρὲς ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, όμως κι' αὐτὸ γνωρίζοντας, νὰ μὴν εὐχόμαστε τὴ δική τους ζωὴ καί τὰ καταραμένα τους πλούτη, οὔτε στούς ἑαυτούς μας οὔτε στοὺς ἐχθρούς μας. ᾿Αλλὰ σχετικὰ μὲ τὸν θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πῆ κανείς αὐτό, γιατί κανείς δὲν θὰ ξεφύγη τὴν ἀπόφαση του, ἀλλὰ έξάπαντος ὅλοι ὅσοι ζοῦν στίς πλεονεξίες καί τίς κλοπές,θὰ προκαλέσουν τὴν τιμωρία του ἐκείνη τὴν αίὠνια καί τὴν ἀτέλειωτη, ὅπως ἀκριβῶς κι’ ὁ πλού- σιος ἐκεῖνος. Διδάγματα λοιπὸν ὅλα αὐτά, ποὺ μαζεύοντάς ’τα, ἀγαπητοί, μὴν καλο- τυχίζωμε αὐτούς πού ζοῦν μέσα στὸν πλοῦ-
το, ἀλλὰ αὐτούς ποὑ ζοῦν στὴν ἀρετή, ἂς μὴν λιτπόμοιστε ὅσους ζοῦν στὴ φτώχεια, ἀλλὰ ὅσους ζοῦν στὴν ἁμαρτία. Νὰ μὴ βλέπωμε τὰ παρόντα, ἀλλὰ στὰ μέλλοντα ν᾿ ἀποβλέ'πωμε, ὄχι τὴν έξωτερικὴ έμφά- νιση, ἀλλὰ τὴ συνείδηση τοῦ καθενὸς νὰ ὲξετάζωμε, κι᾽ ἀναζητῶντας τὴν ἀρετὴ καί τὴ χαρὰ πού βγαίνουν ἀπ’ τὰ κα- τορθώματα, νὰ ζηλέψωμε τὸν Λάζαρο καί οί πλούσιοι κι᾽ οί πτωχοί. Γιατί αὐτὸς ὄχι μόνον ἔνα καί δυὸ καί τρεῖς, ἀλλὰ πάρα πολλούς ἀγῶνες τῆς ἀρετῆς ἀντεξε, τὴ φτώχεια λέω, τὴν ἀρρώστια, τὴν ἀδιαφο- οία τῶν τριγύρω του, τὸ νὰ ὑποφέρη ὄλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ ἔξω ἀπὸ σπίτι πού μπο- ροῦσε ὅλ’ αὐτὰ νὰ τοῦ τὰ σβήση, κι’ ὅμως νὰ μὴν ἀξιωθῆ οὔτ᾽ ἕνα λόγο γιὰ παρηγο- ρία, τὸ νὰ βλέπη τὸν ὑπερήφανο ἐκεῖνο νὰ χαίρεται τόση πολυτέλεια κι᾿ όχι νὰ χαίρεται μόνο τὴν πολυτέλεια, ἀλλὰ καί νὰ ζῆ στὴν άμαρτία,κι᾿ όμως τίποτα κακὸ νὰ μὴν παθαίνη' τὸ νὰ μὴν ἔχη νὰ δῆ κι’ ἄλλο Λάζαρο, τὸ νὰ μὴν μπορῆ νὰ τπστεύη σὲ ἀνάσταση, τὸ νὰ ἔχη μαζί μὲ τὰ κακὰ πού είπαμε κι᾽ ὲξ’ αίτίας τῶν συμφορῶν ἐκείνων, ἀπ᾽ τοὺς πολλούς καί κακὴ ἔκτί- μηοη, τὸ νὰ βλέπη τὸν ἑαυτό του σ’ αὐτὰ τὰ δεινὰ ὄχι γιὰ δυὸ καί τρεῖς μέρες, ἀλλὰ γιἁ ὅλη του τὴ ζωή,καί τὸν πλούσιο νὰ βλέπη στ' ἀντίθετα. Ποιὰν ἀπολογία θὰ ἔχωμε λοιπὸν όταν αὐτὸς ὅλα τοῦτα τὰ δεινὰ τά ἀντεξε μὲ τόση γενναιότητα, ὲνῶ έμεῖς ούτε τὰ μισὰ ἀττ' αὐτὰ δὲν θ' ἀπέξωμε; Γιατί δὲν ἔχεις, δὲν ἔχεις νὰ δείξης οὔτε νὰ πῆς ἄλλον κανένα ποὺ νὰ
έχει πάθει τόσα καί τέτοια κακά. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καί τὸν ἔθεσε ἀνάμεσά μας ὁ Χρι- στός,ὥστε σ’ ὅποια βάσανα κι’ ἂν πέσωμε, βλέποντας σ’ αὐτὸν τὴν τόσο μεγάλη θλίψη, νὰ πάρωμε συμβουλὴ καί παρη- γορία' διότι ὑπάρχει σὰν διδάσκαλος ὅλης τῆς οίκουμένης γι' αὐτοὺς ποι': πάσχουν ὅποιο δήποτε κακό, δίνοντας τὴν εὐκαιρία νὰ βλέπουν όλοι πρὸς αὐτόν, κι' ὅλους αύ- τοὺς νικῶντας μὲ τὰ δεινὰ τὰ δικά του, τὰ τόσα πολλά.
Καί τώρα γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀφοῦ εὐχαρι- στήσῶμε τὸν φιλάνθρωπο Θεό, ἂς κερδί- σωμε τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν διήγηση, διαρκῶς φέρνοντας μαζί μας τὸ παράδειγμά του καί στίς παρέες μας καί στὸ σπίτι καί στὴν ἀγορὰ καί παντοῦ, κι’ ἂς μάθωμε καλὰ καί μὲ πολλὴ ἀκρίβεια όλο τὸν πλοῦ- το τῆς παραβολῆς, καί γιὰ νὰ προσπε- ράσωμε τὰ παρόντα δεινὰ δίχως λύττη᾽ καί γιὰ νὰ πετύχωμε τὰ μέλλοντα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μακάρι ν' ἀξιωθοῦμε όλοι μας, μὲ τὴ χάρη καί τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας ᾽ίησοῦ Χριστοῦ, στὸν ὁποῖον μαζί μὲ τὸν Πατέρα καί τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὰς είναι ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καί ἡ προσ'ιὠιηση, τώρα καί πάντοτε καί είς τοὺς αἰῶνες τῶν αίὠνων. ᾿Αμἡν.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |