ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Που πηγαίνουν οι άγγελοι;

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Που πηγαίνουν οι άγγελοι;



Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός
Νικολάου Μητροπολίτου
Μεσογαίας και Λαυρεωτικἠς
Που πηγαίνουν οι άγγελοι;
«Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι»
            Όταν σκέπτομαι τον θάνατο, ιδίως ενός μικρού παιδιού, μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση κάποιου που γνωρίζει και φωτίζει τους άλλους που αγνοούν.
            Είναι πολύ δύσκολο σε μία τέτοια περίπτωση να σκέπτεσαι ή να μιλάς. Αντίθετα, είναι τόσο σοφό να μαθαίνεις από τη ζωή αυτών που πονούν πολύ, που αγωνίζονται περισσότερο, που παλεύουν με την πίστη τους, που διαρκώς σχοινοβατούν πάνω στα όρια των δυνάμεων και αντοχών τους ή τουλάχιστον αυτών που ουσιαστικά συναγωνίζονται να δώσουν ζωή και υγεία σε παιδιά που πάσχουν, βάσιμη παρηγοριά και ουσιαστική ελπίδα σε γονείς που πασχίζουν να κρατηθούν στα πόδια τους.
         
Η πικρή πραγματικότητα.
             Δεν υπάρχει πιο οξύς πόνος από τον πόνο του παιδιού. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη δοκιμασία από το να το βλέπεις να υποφέρει και να αδυνατείς να του συμπαρασταθείς αποτελεσματικά, να μην μπορείς να βεβαιωθείς για την τελική αποθεραπεία του. Ιδίως όταν αυτό είναι υπομονετικό, ευγενικό, ανυποψίαστο και αθώο. Τα ερωτήματα του τύπου «γιατί;» «σε τί κόσμο ζούμε;», «ποιός φταίει για τη δοκιμασία μας;», «ποιά ηθική, ποιά λογική, ποιοί νόμοι διέπουν και ερμηνεύουν τη μεταμόρφωση της ανέκφραστης χαράς για το παιδί μας σε μαρτύριο ανείπωτου πόνου για την ξαφνική εξέλιξη της υγείας του;» διαπλέκονται μαζί με τα πιο κοινά και ανθρώπινα του τύπου «θα γίνει τελικά καλά;», «τί πρέπει να κάνουμε;», «μήπως πρέπει να πάμε στο εξωτερικό;» και δημιουργούν μία κατάσταση αξεπέραστου πόνου και αίσθησης αδιεξόδου. Οι ελπίδες συνήθως καταρρέουν, χωρίς όμως εντελώς να εξαφανίζονται από τον ορίζοντα της καρδιάς μας.


             Και ενώ κάνουμε τα πάντα, τρέχουμε στους καλύτερους γιατρούς, δείχνουμε την περισσότερη αγάπη, προσπαθούμε να πείσουμε τους εαυτούς μας να λειτουργήσουν με τις καλύτερες και περισσότερες ελπίδες, προσφεύγουμε στις θερμότερες προσευχές, ζητούμε συμπαράσταση από τους κοντινότερους και δυνατότερους φίλους μας, κάποτε έρχεται αδυσώπητη η πραγματικότητα να μας διαψεύσει. Έρχεται να γκρεμίσει μαζί με τις ελπίδες μας και την πίστη μας σε κάτι καλό, σε κάτι αληθινό, σε κάτι που αξίζει να το πιστεύουμε, σε κάτι που αποτελεί πραγματικό στήριγμα.
            Τελικά, το παιδί μας έχει φύγει. Δεν το έχουμε κοντά μας. Μας λείπει το αντίκρυσμα του βλέμματός του, μας πληγώνει η απουσία της μυρωδιάς του, της υφής του. Η αδυναμία να το χαϊδέψουμε, να το φιλήσουμε, να το σφίξουμε στην αγκαλιά μας, να τρίψουμε το πρόσωπό μας στο δικό του, μοιάζει σαν εμπειρία δικού μας πλέον θανάτου. Δεν θέλουμε να ζούμε. Η έλλειψη της φωνής, του χαμόγελου, της έκφρασης του προσώπου, του σκέρτσου του ξεσκίζει το μέσα μας. Το κενό του δεν αναπληρώνεται. Δεν μας το γεμίζουν ούτε τα άλλα ενδεχομένως παιδιά μας, που ούτε τα καημένα φταίνε ούτε ασφαλώς τα αγαπούμε λιγότερο. Τα κάθε μας παιδί είναι αναντικατάστατο και κατέχει το πλήρωμα της αγάπης  και των ευγενέστερων αισθημάτων μας.
            Έρχονται πολλοί, με πολλή αγάπη να μας συμπαρασταθούν˙ σοφίζονται μύρια όσα επιχειρήματα, προκειμένου να γυρίσουν το μυαλό και τη σκέψη μας ξανά στη ζωή, σε όλα τα υπόλοιπα, να ρίξουν λίγο φως στο αδιαπέραστο σκοτάδι μας. τους ευγνωμονούμε για την αγάπη, το ενδιαφέρον, τη συμπαράσταση, αλλά το φορτίο μας ίσως και να γίνεται βαρύτερο. Τίποτε από όλα αυτά δεν ακουμπά θεραπευτικά το δράμα μας. Κάτι άλλο έχουμε ανάγκη. Έχει αλλάξει όλος ο κόσμος μας. Έχει σκοτεινιάσει όλος ο ορίζοντας μέσα μας. Από κάπου προσδοκούμε λίγη ελπίδα, ένα μικρό έστω στήριγμα, κάπως να γαντζωθούμε. Παλινδρομούμε ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις και την αλήθεια.
            Κάποιοι αποκαλούν το παιδί μας αγγελούδι. Το έλεγαν και όταν  ήταν στη ζωή, θέλοντας να περιγράψουν τη γλύκα της παρουσίας του και την τρυφερότητα της ομορφιάς του. Τώρα όμως το λένε διαφορετικά. Μήπως το αποκαλούν έτσι για να παρηγορηθούν οι ίδιοι; Μήπως για να στηρίξουν εμάς;
            Ή μήπως εξυπονοώντας πώς ζει χωρίς να φαίνεται, όπως οι άγγελοι; Ότι μετέστη σε ζωή καλύτερη και ανώτερη από την υλική και ανθρώπινη; Ότι μας βλέπει και κοινωνεί μυστικά μαζί μας; ότι η σχέση του τώρα είναι πιο συγγενική με τον Θεό παρά με την παχύτητα της ανθρώπινης φύσης; Ότι άφησε τα ρούχο της χρονικότητος και φόρεσε αυτό της αιωνιότητος; Ότι ξέφυγε από τα δεσμά της φθοράς και ζει πλέον σε κόσμο «ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη, ού στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος»;
              Μας λένε ότι βρίσκεται κοντά στο Θεό. Πού το ξέρουν; Το γνωρίζουν; Το αισθάνονται; Ή μήπως τα φαντάζονται ή έτσι το λένε για να μας παρηγορήσουν; Τί τελικά συμβαίνει; Ποιά είναι η αλήθεια; Πόσο θα θέλαμε να αισθανθούμε  το παιδί μας ότι ζει, ότι βρίσκεται σε κατάσταση απείρως καλύτερη από αυτήν που ζούσε κοντά μας, ότι κάπως επικοινωνεί μαζί μας, μας ακούει, μας βλέπει, μας παρακολουθεί! Ίσως η σχέση του μαζί μας να είναι πιο δυνατή από πρώτα, ίσως να είναι πιο κοντά μας από πρίν. Όντως να έχει ησυχάσει, να έχει αναπαυθεί. Η αγάπη μας μαζί του να ήταν δυνατή αλλά ανθρώπινη, με όρια, με τέλος. Τώρα η σχέση μας να είναι μυστική. Ο σύνδεσμος μαζί του να μας ξανοίγει σε κόσμους που, μόνον αν προσεγγίσουμε πνευματικά, θα μπορούσαμε να ξανασυναντήσουμε το λατρευτό μας το παιδί, αν και «εν ετέρα μορφή». Όχι όπως το ξέραμε, αλλά όπως τώρα είναι˙ δίχως αρρώστια, δίχως κίνδυνο να μας φύγει, να το χάσουμε.

Η κρυφή αλήθεια.
            Προ ετών με πλησίασε κάποια νεαρή κοπέλα. Είχε χάσει με πολύ τραγικό τρόπο το παιδάκι της και σε λίγες ώρες και τον άνδρα της. Η σχέση της κυρίως με το παιδί ήταν σπάνια έντονη και δυνατή. Ήταν αδύνατο να σκεφτεί τον εαυτό της χώρια από το κοριτσάκι της. Αυτό αποτελούσε την επιτομή της ευτυχίας αλλά και ολόκληρης της ζωής της. Αυτό πάλι, τόσο χαριτωμένο, με ενδείξεις πρόωρης ωριμότητος, με εντελώς ασυνήθη εξυπνάδα, με γλυκό και ελκυστικά τρυφερό λόγο, με καλοσύνη και αφοπλιστική αθωότητα, άθελά του καλλιεργούσε και ενίσχυε τον σύνδεσμο με τη μητέρα του. Σίγουρα δημιουργήθηκε κάτι υπερβολικό˙ ίσως κάτι παθολογικό. Πάντως, πολύ δικαιολογημένο, ανθρώπινο και δυνατό.
             Έγινε η κηδεία. Η μητέρα, σε σπαρακτική κατάσταση, αδυνατούσε κυριολεκτικά να συμφιλιωθεί με το γεγονός. Ζαλισμένη από τα φάρμακα, κομματιασμένη από τον πόνο, εκφραζόταν εντελώς παραληρηματικά. Πέρασαν εκατοντάδες άνθρωποι να συλληπηθούν. Άλλοι βουβοί, άλλοι μηχανικά παρηγορητικοί, άλλοι τυπικοί, όλοι συγκλονισμένοι. Πάντως, οι περισσότεροι κάτι ψέλλισαν στο αυτί της με συμπάθεια. Η ίδια έδειχνε να μην μπορεί να ακούσει τίποτα, να μην καταλαβαίνει και πολλά.
              Θα ήθελε πολύ να είχε τελειώσει και αυτής η ζωή, μα δεν εύρισκε τρόπο να την τερματίσει. Έφυγε για κάποιες εβδομάδες κάπου να ξεχαστεί˙ ήταν αδύνατον. Απομακρύνθηκε να ξεκουραστεί σχετικά βοηθήθηκε. Άρχισε κάπως να προσπαθεί να πατήσει στα πόδια της˙ δεν είχε από πουθενά να αντλήσει ελπίδα και προοπτική. Δεν είχε πίστη, δεν είχε αγωγή σχέσης με τον Θεό, δεν ήταν εξοικειωμένη με τα επέκεινα, μα την ατμόσφαιρα μιας άλλης λογικής, με την πραγματικότητα ενός άλλου κόσμου. Ήταν αδύνατον από κάπου να πιαστεί. Από κάπου να αντικρύσει σπαράγματα αλήθειας.  
              Πέρασαν τρεις μήνες. Κάποια στιγμή, ανακάλεσε στο συνειδητό της κάτι που την ημέρα της κηδείας, μέσα στο πλήθος του αμήχανου κόσμου, ένας παλιός της φίλος της ψιθύρισε στα ανήμπορα να ακούσουν τότε αυτιά της.
            -Να ξέρεις˙ η Αναστασία ζει.
            Τρείς μήνες αργότερα ζωντάνεψε μέσα της αυτός ο λόγος. Αυτός ζωντάνεψε και το άγνωστο στην ίδια μέσα της. Αυτός ζωντάνεψε και τις ελπίδες της. Αυτός τελικά κατάφερε να ζωντανέψει μέσα της και το παιδί της.
           Άρχισε να διερωτάται για τη σημασία αυτού του λόγου, να διερευνά την αλήθεια του, να ψάχνει για πειστικές αποδείξεις – όχι θεωρητικές και ασαφείς ψυχολογικέ  παρηγοριές. Όταν ένα παιδάκι φεύγει από αυτόν τον κόσμο, ζει; Και αν ναι, που βρίσκεται και πώς κανείς μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του;
             -Θέλω να πεθάνω, πάτερ, μου επαναλάμβανε, για να συναντήσω την Αναστασία. Μου λείπει πολύ το παιδί μου. Έχω θλίψη μέσα μου. δεν αντέχω. Καταλάβετέ με.
             -Δεν ξέρω αν μιλώ με θράσος και εκ του ασφαλούς, της απαντούσα, αλλά ο λογισμός μου λέει ότι τότε θα λυτρωθείς όταν θα θέλεις να φύγεις από αυτόν τον κόσμο για να συναντήσεις κυρίως τον Θεό. Αν δεν υπάρχει Θεός, δεν θα συναντήσεις την Αναστασία. Αν όμως υπάρχει Αναστημένος Θεός, Αυτόν χρειάζεσαι περισσότερο από το παιδί σου και μαζί με το παιδί σου. Αυτός θα σου αποκαλύψει την Αναστασία από αυτήν κιόλας τη ζωή. Τί είναι προτιμότερο, να είστε οι δυό σας μόνες για πάντα στο κοσμικό τίποτα ή να είναι μαζί σας κι ο Θεός αιωνίως;
             -Ίσως η κόρη σου να γίνει μητέρα σου. Αυτή που γέννησες βιολογικά να σε γεννήσει πνευματικά. Αυτή που της χάρισες τη ζωή να σου ανταποδώσει την ευεργεσία προσφέροντάς του την όντως Ζωή. Αυτή που νομίζεις πως την έχασες, αυτή να σε συνδέσει με το τόσο αληθινό τωρινό κόσμο της. Αυτή που αποκαλείς αγγελούδι συναισθηματικά για να παρηγορηθείς να γίνει ο άγγελος σου πνευματικά για να φωτιστείς.
            Σε τελική ανάλυση δεν μας ενδιαφέρει το που είναι το παιδί μας αλλά το αν υπάρχει, αν ζει, αν είναι και το πώς είναι, σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
            Θα ήθελα να αναφερθώ και σε ένα δεύτερο περιστατικό.
             Οι γονείς έμπρακτοι υπερασπιστές της σκληρής άποψης ότι τα πάντα τελειώνουν εδώ. Το παιδάκι τους υποφέρει από μια σειρά παθήσεων της καρδιάς. Το μαντάτο είναι  ότι μόλις πιάσει την εφηβεία το αργότερο θα φύγει. Ταξίδια στην  Αμερική, αλλεπάλληλες προσπάθειες, δοκιμές σύγχρονων θεραπευτικών σχημάτων φαίνεται πως αδυνατούν να αναχαιτίσουν το γεγονός. Η κατάσταση χειροτερεύει. Το παιδί όμως ξεχωρίζει σε εξυπνάδα. Πρώτο στα μαθήματα, πρώτο σε δημοφιλία στη τάξη, σπάνιο σε σεμνότητα και ταπεινότητα, επιβάλλεται σε όλους. Γράφει εκθέσεις και ποιήματα που, ενώ καταδεικνύουν ένα μοναδικό ταλέντο και μία μοναδική σε ευαισθησία ψυχή, εκφράζονται από ένα εύθραυστο βιολογικό σκεύος που απ’ ότι όλα δείχνουν έχει πολύ περιορισμένο χρονικό ορίζοντα.
            Το παιδί κλείνει τα δώδεκά του χρόνια. Σύντομα η εξυπνάδα αλλά κυρίως η διαισθητική καρδιά του το βοηθούν να καταλάβει ότι σε λίγο καιρό θα σβήσει η αναπνοή του σ’ αυτόν τον κόσμο. Μοιράζεται τη αίσθησή του με τους αρνητικούς σε κάθε σκέψη πίστης γονείς του. Και οι δύο σοκάρονται. Προσπαθούν να το παρηγορήσουν με ψευτόλογα μη πειστικής επιχειρηματολογίας του τύπου ότι «μην υπερβάλεις, όλα θα πάνε καλά». Στην ουσία αρνούνται να συνομιλήσουν με το γεγονός. Το παιδί πολύ ψύχραιμα τους μιλάει για την άλλη ζωή, για τον Θεό, για την ματαιότητα αυτού του κόσμου, για την ανάγκη να είμαστε όλοι κάπως πιο φιλοσοφημένοι, για τον θάνατο σαν γλίστρημα στην πραγματικότητα της άληκτης ζωής.
             Ο πατέρας αντιδρά με απαγόρευση συζήτησης σε τέτοιους τόνους και διάλεκτο.
            -Αν υπήρχε Θεός, θα σε θεράπευε τώρα.
             -Αν υπήρχε τέτοιος Θεός που λες, δεν θα αρρώσταινα καθόλου, απαντά το παιδί.
             Η μητέρα, πιο μαλακή, δείχνει να αντικρίζει με σεβασμό τις απόψεις του παιδιού και σιωπά.
             Η κατάσταση χειροτερεύει. Οι γονείς χωρίζουν. Ο πατέρας απομακρύνεται. Κάπως εξαφανίζεται. Το παιδί διαρκώς επαναλαμβάνει μηνύματα άλλης ζωής. Η μητέρα συνήθως κλαίει. Παγιωμένη σε θεωρητικές αθεΐας, απλά ανέχεται το παιδί. Η ζωή του σιγά –σιγά σβήνει. Ήδη διανύει τις τελευταίες του στιγμές στη γη. Παρουσιάζει πνευμονική υπέρταση. Τα πνευμόνια του είναι γεμάτα αίμα. Η αναπνοή του σταδιακά εξασθενίζει. Η μητέρα αγκαλιά μαζί του.
              -Άχ, Θεέ μου, δεν μπορώ άλλο, ψελλίζει.
             - Τί, Θεέ μου, Δεν υπάρχει Θεός, λέει με αγανάκτηση η μητέρα.
              -Υπάρχει, μανούλα, ψιθυρίζει το παιδί και ξεψυχάει.
            Το παιδί άφησε την τελευταία του πνοή σε αυτόν τον κόσμο. Έφερε όμως και πνοή ση μάνα του από τον άλλο κόσμο. Την πήρε μαζί του εκεί που πήγε. Της πρόσφερε κάποιες εμφανίσεις του διαβεβαιωτικές της άλλης τώρα ευλογημένης καταστάσεώς του.

Υποψία μυστικής παρουσίας.
             Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να καταθέσω και δυο εντυπωσιακά και ταυτόχρονα αποκαλυπτικά περιστατικά από την τετραετή εμπειρία μου στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης.
            Δεν ήταν τόσο η τεχνολογική και επιστημονική αρτιότητα και πληρότητα αυτού του Νοσοκομείου που μίλησε στην καρδιά μου. Ούτε τα συγκλονιστικά και ιδιοφυή κατορθώματα των εκεί γιατρών, ούτε ακόμη και οι πραγματικές νεκραναστάσεις μικρών παιδιών που αντίκρισαν από πολύ κοντά και σε μεγάλους αριθμούς τα μάτια μου, ούτε η αρμονική συνεργασία των μονάδων ψυχολογικής στήριξης και του διοικητικού προσωπικού με τον καταπληκτικό ιατρονοσηλευτικό κόσμο. Ήταν οι στρατιές των εθελοντών, που τόσο ενεργά συμμετείχαν στη ζωή του Νοσοκομείου, έπαιρναν ζωή από τη ζωή του και έδιναν ζωή από τη δική τους ζωή.
            Εκεί γνώρισα μια γυναίκα, την κ. Βασιλεία, που μου άνοιξε τα μάτια στα επέκεινα, που με έπεισε για την ομορφιά και τη δύναμη της άλλης λογικής, που μου διηύρυνε τον ορίζοντα των ελπίδων, των προοπτικών, της αλήθειας. Εκεί έζησα έναν άνθρωπο που αγωνιζόταν με πάθος να παραμείνουν κοντά μας, με τους καλύτερους όρους και για περισσότερο χρόνο αυτοί οι άγγελοι, τη στιγμή που ήξερε να επικοινωνεί μαζί τους και μετά το σταμάτημα της τρυφερής καρδιάς τους σε αυτόν τον κόσμο. Ζούσε την ανακούφιση της αιώνιας ζωής τους τόσο έντονα όσο και τον αγώνα τους για την εφήμερη. Ποτέ δεν παρηγόρησε με τυποποιημένα λόγια. Ποτέ δεν συμπαραστάθηκε με συμβουλές και συνταγές. Συνδύαζε τη βίωση του βαθύ πόνου με την εμπειρία της ολοζώντανης ελπίδας, της εμφανούς και πηγαίας χαράς με τα συνεχώς δακρυσμένα μάτια, την ευγλωττία της σιωπής με τη μεστότητα του λακωνικού λόγου, την αγάπη γι’ αυτήν τη ζωή με την ισχυρή πίστη στην άλλη.
             Στα τέσσερα χρόνια που συνεργάσθηκα μαζί της πέρασαν από τα χέρια της πάνω από εκατό παιδάκια από την Ελλάδα, όλα με σοβαρότατες παθήσεις. Βαριές καρδιοπάθειες, ανατομικές δυσπλασίες, σπάνιων μορφών και δύσκολης πρόγνωσης κακοήθειες, ουσιαστικά αδιάγνωστες συστηματικές ασθένειες υποχρέωσαν μικρά παιδιά με τους γονείς τους να πάρουν τον δρόμο της μακρινής Αμερικής, ψάχνοντας απεγνωσμένα λίγη ελπίδα και ψήγματα ζωής. Το μυαλό της ευκίνητα μεταφερόταν από λεπτομέρειες σε γεγονότα, εύκολα πηδούσε από τα τωρινά περιστατικά στα πιο παλιά, είχε την απίστευτη ικανότητα να συγκρατεί χιλιάδες ονόματα και σχεδόν ποτέ να μην ξεχνά. Η αγκαλιά αυτής της γυναίκας ήταν τόσο χωρητική, που μπορούσε να δεχθεί εύκολα εκατοντάδες παιδιά, πλήθος γονέων, χαρές μοναδικές, λύπες, ξαφνικούς θανάτους, αιφνίδιες αναστροφές της πορείας, ονόματα, τα πάντα.
             Η μικρή Μιχαλίτσα πάλευε για τη ζωή. Επτά ανατομικές καρδιακές παθήσεις την υποχρέωσαν, πριν κλείσει τα τρία της χρόνια, να έχει υποστεί, πέντε μεγάλα χειρουργεία. Όλο το νοσοκομείο πάλευε για να ζήσει αυτό το κοριτσάκι. Τριάντα μία μέρες στον αναπνευστήρα. Τέσσερις άκαρπες προσπάθειες να αποδιασωληνωθεί. Καρδιοχειρουργοί, καρδιολόγοι, νοσηλευτές, γονείς και η κ. Βασιλεία ήταν αδύνατο να αναχαιτίσουν την πορεία της υγείας της. Γνώση, επιδεξιότητα, νοσηλευτική αρτιότητα, συντονισμένες προσπάθειες δεκάδων ανθρώπων, πλεόνασμα αγάπης, ατέλειωτες προσευχές δεν μπορούσαν να κάνουν τα πνευμόνια της να λειτουργήσουν από μόνα τους. Ο οργανισμός της παλεύει ηρωικά με την ασθένεια. Όλος ο νοσοκομειακός κόσμος παρακολουθεί ως θεατής και διακριτικός συμπαραστάτης τον άνισο αλλά επίμονο αγώνα της.
             Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 1987. Πρωί – πρωί πηγαίνω στη Μονάδα να συναντήσω τη Μιχαλίτσα. Την αντικρίζω στη ζεστή αγκαλιά της κ. Βασιλείας. Η εικόνα συγκινητική. Το μικρό κουρασμένο σωματάκι του παιδιού ξεκουράζεται στην πιο ζεστή αγκαλιά αυτού του κόσμου. Το σώμα του τυλιγμένο στα καλώδια, η καρδιά του συνδεδεμένη με άλλο κόσμο. Γύρω – γύρω παλμογράφοι, συσκευές τελευταίας τεχνολογίας, μερικές κούκλες. Πάνω της στάζουν λίγα δάκρυα πολύ αγνής, πολύ ποιοτικής αγάπης. Σε λίγο η Μιχαλίτσα επιστρέφει στο κρεβατάκι της. Η κ. Βασιλεία βγαίνει στην αίθουσα αναμονής.
             -Νομίζω σήμερα θα μας φύγει η Μιχαλίτσα. Είναι τόσο παράξενο. Έχω μια γλάστρα με χρυσάνθεμα, που αρκετές φορές, όταν κάποιο παιδάκι πετάει για τον ουρανό, ανθίζει ένα χρυσάνθεμο. Μου έχει συμβεί κατ’ επανάληψιν. Την έχω δίπλα στο εικονοστάσι για να μην ξεχνώ τα παιδάκια που βρίσκονται στον ουρανό. Σήμερα, δεν το περίμενα καθόλου, άνθισαν δεκατέσσερα χρυσάνθεμα˙ όσα και τα παιδάκια που μας έχουν πεθάνει. Αισθάνομαι πως της ετοιμάζουν υποδοχή.
            Αυτά είπε και σιώπησε. Τα μάτια της έτρεχαν ασταμάτητα.
             -Γιατί κλαίς κ. Βασιλεία, της λέω, αφού πιστεύεις πώς δεν πεθαίνουν τα παιδιά;
            -Δεν κλαίω για την Μιχαλίτσα. Κλαίω για τον κόσμο μας που φτωχαίνει σε χαμόγελο, που στερεύει σε αθωότητα, που λιγοστεύει σε τρυφεράδα. Κλαίω για τους γονείς που αδειάζει η ζωή τους, που το μαχαίρι φτάνει μέχρι το τέρμα και δεν μπορούμε κάτι να τους πούμε. Παρηγοριέμαι όμως που σκέφτομαι τον θρόνο του Θεού να στολίζεται με τέτοιες καθαρές ψυχούλες. Εγώ τις καλύτερες προσευχές μου δεν τις κάνω στους αγίους αλλά στα δεκατέσσερα χρυσάνθεμά μου, στα δεκατέσσερα αγγελούδια μου, στην πνευματική ανθοδέσμη μου…
             Καθίσαμε αρκετή ώρα. Σε λίγο ήλθαν οι γονείς. Πήρε την μητέρα στη άκρη και της είπε.
           -Νομίζω ότι σε λίγη ώρα μας φεύγει η Μιχαλίτσα. Πάμε να την κρατήσεις στην αγκαλιά σου.
            -Φοβάμαι, της απαντά.
             -Μην φοβάσαι, είναι καλύτερα να σβήσει η πνοή της στα χέρια σου παρά στο κρεβάτι. Είναι καλύτερα και για κείνη και για σένα. Θα το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή. Έτσι θα μπορέσεις να μείνετε αχώριστες.
            Γυρίζει και μου λέει, ψιθυριστά.
            -Τί παράξενο που είναι! Τα παιδάκια, ακόμη και τα βρέφη, ακόμη και αυτά που είναι σε κώμα, διαλέγουν να φύγουν ή στην αγκαλιά της μητέρας τους ή στη βάρδια της νοσοκόμας τους. Πάνω από το 90%.
            Στο σημείο αυτό άρχισαν να πέφτουν οι χτύποι της καρδούλας του μικρού κοριτσιού. Σε είκοσι λεπτά, είχε ξεκουραστεί για πάντα. Την επόμενη φορά θα άνθιζαν δεκαπέντε χρυσάνθεμα. Ο άλλος κόσμος είναι τόσο απαλός και λεπτός. Μακάριοι όσοι διακριτικά αισθάνονται το χάδι του. Μακάριοι όσοι υπερβατικά απολαμβάνουνε το χάδι των αιώνιων κατοίκων του. Μακάριοι όσοι ζουν την παρηγορητική παρουσία τους.
            Η κ. Βασιλεία ζούσε και ζει μέχρι σήμερα συντροφιά με τον πόνο και το ξεχείλισμα της αγάπης. Όλο τον χρόνο της τον χαρίζει στα παιδιά του νοσοκομείου. Όλη της την ελπίδα την ακουμπά στα παιδάκια της του ουρανού. Όλη της η ζωή έχει στοιχεία παιδικά. Στα πενήντα δύο της χρόνια εμφάνισε και παιδικές ασθένειες. Όσοι την έβλεπαν ιατρικά απορούσαν. Όσοι την εγνώριζαν πνευματικά επιβεβαίωναν την εικόνα τους τι’ αυτήν.
             Εντελώς απρόσμενα εμφάνισε ένα αιμαγγείωμα στο πρόσωπο, που κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Την εξέτασαν όλοι οι γνωστοί. Ακόμη και οι… παιδίατροι. Κάποια μέρα άνθισε η γλάστρα με δεκαπέντε αυτήν τη φορά χρυσάνθεμα. Έκανε την καλή της προσευχή στην αγαπημένη της οικογένεια του ουρανού. Την ίδια μέρα, δέχτηκε έξι τηλεφωνήματα από τους γονείς των έξι τελευταίων παιδιών, που η ουράνια προοπτική τους δεν νικήθηκε από την αγάπη της. Κανείς φυσικά δεν είχε συνεννοηθεί με τον άλλον, αφού δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Σε λίγες ώρες το αιμαγγείωμα εξαφανίστηκε…

«Θάνατος ουκέτι κυριεύει»
            Τα περιστατικά είναι πραγματικά. Είναι όμως και τόσο αληθινά. Από μόνα τους ρίχνουν λίγο φως, όχι στο παρελθόν, αλλά στο ευλογημένο –αν και δυστυχώς άγνωστο σε μας – παρόν τους. Η παρηγοριά μας δεν θα έλθει από δυνατά επιχειρήματα ούτε από υπερβολικά ωραιοποιημένες ψευδαισθήσεις ούτε από ψυχολογικά τεχνάσματα ούτε από ανθρώπινη αγάπη. Όλα αυτά ή είναι από μόνα τους ανεπαρκή ή ξεγελούν. Η αληθινή παρηγοριά μας θα έλθει από τα ίδια τα παιδιά μας˙ όχι αν τα σκεφτόμαστε όπως τα ξέραμε, αλλά αν τα γνωρίσουμε όπως τώρα είναι.
             Υπάρχουν τρεις μεγάλες αλήθειες που θα μπορούσαν να φωτίσουν την ψυχή μας. Η πρώτη είναι ότι τα παιδιά μας, που πρόωρα μας έχουν φύγει, ζουν, δεν βρίσκονται χαμένα κάπου στο πουθενά και το τίποτα. Η δεύτερη ότι ο Θεός δεν είναι αφηρημένη έννοια, ούτε απροσδιόριστη δύναμη, ούτε ανθρώπινο επινόημα, αλλά είναι υπαρκτός, ζών και αληθινός, που στη ζωή αυτήν οράται μόνον ως κατοπτρικό είδωλο, ενώ από τα παιδιά μας αντικρύζεται «πρόσωπον προς πρόσωπον». Και η Τρίτη ότι μπορεί εμείς με τη φυσική παχύτητά μας να δυσκολευόμαστε στην επικοινωνία μας μαζί τους, αυτά όμως πολύ καθαρότερα από μας έχουν τους τρόπους τους να δείχνουν σημάδια της αιώνιας ζωής τους.
            Το ερώτημα «πού βρίσκονται οι μικροί μας άγγελοι», που τόσο μας τραυμάτισαν με την αγάπη μας, ίσως δεν χρειάζεται την απάντησή του. Το «πού» δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η αληθινή αίσθηση της ζωής τους, η δυνατότητα της επικοινωνίας μας και η προοπτική της αιώνιας επανασυνάντησης μαζί τους.
            Σίγουρα στις μέρες μας η πίστη φαντάζει όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο αμφισβητούμενη. Ίσως αυτό να είναι η αιτία που και ο πόνος των γονέων γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτος, ο θάνατος όλο και πιο ευδιάκριτος από τη ζωή. Είναι πράγματι να τρελαίνεσαι όταν αισθάνεσαι τον θάνατο ως αμετάκλητο τέλος. Είναι φοβερά επώδυνο και όταν τον ζεις ως οριστικό χωρισμό. Είναι όμως τόσο παρήγορο, όταν ο θάνατος, δίπλα στον πόνο που αφήνει, συνοδεύεται και από την πίστη ότι παραπέμπει στην όντως ζωή. Αν δεν έχουμε καταφέρει να μεταφέρουμε εμείς μηνύματα στα παιδιά μας, τουλάχιστον ας ακούμε τα δικά τους. Τότε ο θάνατός τους δεν θα είναι σκοτεινό τέλος˙ ούτε ομιχλώδης χωρισμός. Θα είναι κοίμηση και φως. Θα έχει μεταμορφώσει τα βιολογικά παιδιά μας σε πνευματικούς αναγεννητές μας.
            Η όξυνση της πνευματικής μας ακοής, εκτός από την παρηγοριά της πίστης, χαρίζει στην ψυχή μας τον φωτισμό και τη χαρά του μυστικού διαλόγου μαζί τους.



Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |