ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ένας Ξένος

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Ένας Ξένος



ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ
Π. Β. Πάσχου

Κανείς δεν ήξερε ποϋθε κρατούσε πράγματι ή σκούφια του. Όποιον νά ρώταγες μές στό χωριό, θά σήκωνε πρώτα τούς ώμους του, κ’ ύστερα θά έκανε τή συνηθισμένη γκριμάτσα, σά νά ’λεγε: «ποιός σάματις ξέρει, νά ξέρω κ’ έγώ;» Κι αν κανείς έπαιρνε τό θάρρος νά ρωτήσει τόν ϊδιο, από πού ήρθε καί πού άφησε τούς δικούς του, έκεινος απαντούσε, σχεδόν στερεότυπα: «Άπό τη γή έφυγα καί στη γή θά επιστρέφω  φτάνει, αφεντικό;» Κ’ έκοβε μονομιάς την κουβέντα.

Έφτασ’ ένα φθινοπωρινό βράδυ, πού είχε κιόλας άρχισει νά πέφτει πάχνη. Χτύπησε μιά πόρτα καί ζήτησ’ ένα πιάτο φάι. 'Ύστερα ρώτησε αν έχουν ανάγκη άπό έναν εργάτη ή ένα δούλο. Τού άπάντησαν, πώς δέν είχαν. Τό ’βλεπε κι αύτός, πώς είχαν άρκετά παιδιά γιά νά δουλέψουν τά χωράφια τους. Μετά τούς παρακάλεσε νά τόν άφήσουν νά κοιμηθεί στόν αχυρώνα ή στό αχούρι. Τόν άφησαν νά κοιμηθεί άνάμεσα φούρνο καί μαγειριό, στό χαγιάτι, πού δέν τό ’πιάνε άγέρας, κι όσο νά ’ναι, κρατούσε λίγη ζέστη καί τη νύχτα. Τό πρωί, πρίν ακόμη ξυπνήσουν οι νυκοκυραίοι, ό ξένος σηκώθηκε καί ταχτοποίησε τό γιατάκι του. Συμμάζεψε στην άκρη τίς φτωχοπραμάτειες του κ’ έκατσε σταυροπόδι μπρός στό φούρνο. ’Έτσι τόν βρήκε ό Μπαρμπαθόδωρος, πού βγήκε πρώτος άπ’ τό σπίτι, γιά νά ρίξει μιά ματιά στά ζωντανά στό σταύλο.

Καλημέρα, ξένε μου, πώς καλοκοιμήθηκες; Μπάς καί κρύωσες εδώ έξω;


Καλημέρα, αφεντικό. Μακάρι νά κοιμόμουνα πάντα σέ τόσο ζεστό κρεβάτι. Καί τό άχυρο ήταν καλό στρώμα, καί ή κάπα πολύ ζεστή· μά καί ό φούρνος σά νά μέ σκέπαζε μέ μιά παχιά κουβέρτα. Ούτε πού κατάλαβα πότε έφεξε ό Θεός τή μέρα!

Ό Μπαρμπαθόδωρος ήθελε νά τόν ρωτήσει τώρα δ ,τι δέν τόν ρώτησε χτές βράδυ, μπρός στούς άλλους, μά ντράπηκε. Ό ξένος είχε έναν αέρα, μιά φινέτσα, σχεδόν αριστοκρατική, πού σέ άφόπλιζε. Τόν κάλεσε νά πάνε μαζί στό αχούρι νά ίδούν τί γίνονται τά βόδια καί τ’ άλογα. 'Ο ξένος ακολούθησε μ’ εύχαρίστηση. Σέ λίγο βρισκόταν άνάμεσα στά βόδια, πού άναχάραζαν. Απέναντι, στό άλλο παχνί ήταν ένα μουλάρι κ’ ένα άλογο κόκκινο, ξεσαμάρωτα. Τά τέσσερα βόδια σιγάσιγά άρχιζαν νά σηκώνονται, νά χαϊδεύουν μέ τη μουσούδα καί νά γλύφουν μέ τη γλώσσα τους τά χέρια τοΰ Μπαρμπαθόδωρου. Ό ξένος κοντοστάθηκε.



’Έλα, μην τά φοβάσαι, ξένε μου, δέν κάνουν κακό. Αλήθεια, δέ μοϋ λές: όταν βαφτίστηκες τί όνομα σοΰ δώσανε; Σέ ρωτάω καί νά μέ συμπαθάς γιατί δέν μπορώ νά σέ λέω συνέχεια ξένο!
Κι άρχισε μέ τό ξυστρί νά ξύνει τά βόδια.
Ναί, αφεντικό, έχεις δίκιο. Έγώ φταίω, πού δέ σοΰ τό είπα χτές τό βράδυ. 

Μέ λένε Ιορδάνη,κ’ έρχομαι από την Ανατολή.

 ’Έρχομαι νά βρώ μιά δουλειά,ή μιά τύχη, γιατί ως τώρα δέ γνώρισα τίποτ’ άλλο από άτυχίες
Πρόσεχε, ’Ιορδάνη, έτσι τό ξυστρί· πάρ’ το λίγο πιό μαλακά, γιατί ό «καλέσης» είναι άγριος άν τόν γρατσουνίσεις. ’Έτσι, μπράβο! Τί λέγαμε, λοιπόν; ’Ά, νά, πώς έρχεσαι άπ’ την Ανατολή καί ζητάς δουλειά ή τύχη. ’Άν καταλαβαίνω καλά, θά ήθελες ή νά πιάσεις δουλειά ή νά πάς σώγαμπρος, έτσι δέν είναι;
’Όχι ακριβώς,αφεντικό. Θέλω νά βρώ δουλειά,μά δέ θέλω καθόλου νά πάω σώγαμπρος.
Καί σάν τί δουλειά ξέρεις νά κάνεις,γιά νά ’χουμε καλό ρώτημα; έκαμε ό Μπαρμπαθόδωρος.
 Σχεδόν τίποτε πολύ καλά, απάντησε ό ξένος, μέ μιά φοβερή ειλικρίνεια, πού ξάφνιασε τό Μπαρμπαθόδωρο. Μπορώ,όμως, νά μάθω γρήγορα κάποια δουλειά, πού δέν θέλει δά καί δύσκολα γράμματα.

Φτάνει αύτό τό βόδι,τώρα ττήγαινε στό άλλο,τόν διέκοψε ό Μπαρμπαθόδωρος. Αύτό είναι πολύ ήμερο.μήν τό φοβάσαι. Σ’ αύτό ό γιός μου ό Χρήστος άνεβαίνει καβάλα όταν τό ξύνει καί τό πάει γιά πότισμα έτσι. Απίστευτα ήμερο!
Σέ λίγο τέλειωσαν καί βγήκαν στην αύλή. Ό Μπαρμπαθόδωρος έλυσε καί τ’ άλογα καί τά ’βαλαν όλα μπροστά, νά πάνε νά τά ποτίσουν στό ποταμάκι στό μεσοχώρι. Ό ξένος έβλεπε τά σπίτια ένα γύρο, πού άρχιζαν νά ξυπνούν, καί τά τζάκια νά βγάζουν ένα γκριζογάλανο καπνό. Μερικοί άντρες ήταν σκυμένοι στό ποταμάκι κ’ έριχναν νερό στό πρόσωπό τους. Μετά, σκουπίζονταν μ’ ένα ύφαντό μαντήλι, πού είχαν στό ζωνάρι τους κ’ ύστερα τραβούσαν γιά τήν έκκλησιά, νά κάνουν τό σταυρό τους. Ό Μπαρμπαθόδωρος τού εξήγησε, πώς κάθε πρωί γίνεται τό ίδιο, εξόν τήν Κυριακή, πού πλένονται στά σπίτια τους οι χωριανοί, ντύνονται τά καλά τους κ’ ύστερα παν στην έκκλησιά.
Πολύ ώραία συνήθεια,παρατήρησε ό ξένος, ν’ αρχίζει κανείς τή μέρα του μέ τή χάρη τού Θεού.

Ό Μπαρμαθόδωρος δέν είπε τίποτε, μά χάϊδεψε τό μεγάλο μουστάκι του ικανοποιημένος. Τού άρεσε ή κουβέντα τού ξένου. Γύρισαν καί όδήγησαν μαζί τά ζωντανά στό σταύλο. Τούς έριξαν άχυρο. ’Έσβησαν τό γκαζοκάντηλο, πού είχαν πρίν ανάψει στό μεσιανό δοκάρι, έκλεισαν τήν πόρτα καί βγήκαν πάλι πρός τήν πλατεία. Πλύθηκαν καί τράβηξαν γιά τήν έκκλησιά.

Πέρασαν έτσι κάμποσες μέρες κι ό ξένος έμενε πάντα στό Μπαρμπαθόδωρο, κάνοντας μικροθελήματα· έτσι, γιά νά δικαιολογεί τό καθημερινό του. Τά παιδιά τού Μπαρμπαθόδωρου δέν έλεγαν τίποτε, μά σαν νά μην τους άρεσε καί πολύ αυτός ό ξένος στό σπίτι τους. Είχαν καί νέες γυναίκες, καί αύτοί έλειπαν όλημερίς στη δουλειά. Δέν ήθελαν τούτον τόν ξένο μές στά πόδια τους. Τί θά έλεγε κι ό κόσμος. Ό Γεροθόδωρος τό μυρίστηκε καί τούς καθησύχασε, πώς δέν ήτανε από εκείνους ό ξένος. Καί πώς δέν είχανε τίποτε νά φοβηθούν. Δέν ήτανε δά καί σωστό νά τόν διώξουν μέ τέτοιο βροχερόν καιρό, στό έμπα τού χειμώνα. 

’Έκαναν υπομονή τά παιδιά, μά δέν ησύχαζαν πέρα γιά πέρα. 'Ύστερα, δέν τούς άρεσε αυτό τό μυστήριο πού πλανιόταν γύρω άπ’ τό πρόσωπο τού ξένου: τί ήταν; ποιός ήταν; από πού ερχόταν;

Ό «’Ιορδάνης από την Ανατολή» δέν τούς έλεγε καί πολλά πράγματα. Αύτοί θέλανε λεπτομέρειες από τή ζωή του· όλα, μέ τό νί καί μέ τό σίγμα,γιά νά καθησυχάσουν τίς ανησυχίες τους. "Ηρθαν μετά κ’ οί ερωτήσεις τών χωριανών, πού δέν καταλάβαιναν τί νόημα είχε ή παρατεταμένη φιλοξενία τού Μπαρμπαθόδωρου ενός πεντάξενου, πού δέν ήξεραν τίποτε γι’ αύτόν. Μπάς κ’ ήταν κατάσκοπος; Εγκληματίας; Κάποιος τέλοσπάντων, πού ήθελε νά κρυφτεί μέ τήν ανωνυμία του; Κι άν ερχόταν από τό Σταθμό κάποιος χωροφύλακας, νά ρωτήσει γιά δαύτον, τί θά τού απαντούσανε; Βάλανε, λοιπόν, στά δυό στενά τόν πατέρα τους: ή νά τούς έλεγε ποιός ήταν, ή νά τόν έδιωχναν. Δέ χωρούσε πιά, τίποτε άλλο, οι καιροί ήταν δύσκολοι.


Είδε κι άπόειδε ό γέρος καί πηρε, όχι δίχως κάποια συστολή, τή μεγάλη άπόφαση νά τού μιλήσει. Καί νά τού πεί τό καί τί. Πώς, γιά τά παιδιά του, ήταν θέμα οικογενειακής τιμής. ’Έπρεπε, ή νά μιλήσει περισσότερο γιά τόν εαυτό του,ή νά φύγει γι’ αλλού. Ό ξένος σήκωσε τά χέρια του μέ άπορία, μά δίχως κακία, καί είπε, πώς τό προτιμότερο θά ήταν νά φύγει. Δέν ήθελε νά βάλει σέ μπελάδες τό σπιτικό τους. Παρακάλεσε μονάχα νά περάσει ή Κυριακή· καί Δευτέρα πρωί νά ’φεύγε. ’Έτσι κι έγινε. ’Έμεινε καί τήν Κυριακή. Πήγαν στήν εκκλησία κι ό ξένος γιά πρώτη φορά του, σέ τούτο τό χωριό πήγε στό δεξιό αναλόγιο κ’ έψαλε. 

ΜΑ ΤΙ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΨΆΛΣΙΜΟ ! ΘΕΕ ΜΟΥ !!
Νόμιζες πώς κατέβαιναν άγγέλοι κ’ έψελναν μαζί του, τόσο έμορφα ήταν.


 Μετά τό τέλος τής λειτουργίας, όλοι τόν πλησίαζαν καί τόν καλωσόριζαν  λές καί τόν έβλεπαν γιά πρώτη φορά  ’Άλλοι τόν χαιρετούσαν σά νά ’τανε χωριανός τους κ’ είχαν χρόνια νά τόν δούν. Στό τέλος οι ’Επίτροποι, σά μέτρησαν τίς δεκάρες καί τίς δραχμές στό παγκάρι , βγήκαν στό νάρθηκα καί τόν ευχαρίστησαν, πού στόλισε μέ τή γλυκιά φωνή του τήν έκκλησία τους. Ύστερα, όταν «κατέλυσε» καί ξεντύθηκε τά χρυσά του άμφια, βγήκε κι ό παπα-Μόδεστος καί τόν άσπάστηκε:


Ευγε,τέκνον μου! Ό Θεός νά σέ φυλάγει καί νά σ’ εύλογεΐ! 

Χρόνια είχα νά κάνω λειτουργία μέ τέτοιο ψάλτη!


Πήρε νά τόν ρωτάει πού έμαθε μουσική, πού έψελνε νωρίτερα, καί άλλα πολλά. Μά, ό ’Ιορδάνης όλο άπόφευγε νά απαντήσει. Ξέφευγε μέ γενικότητες: πώς είχε μάθει νά ψέλνει στήν Πόλη καί πώς είχε πολλά χρόνια νά ψάλει. Τόν κάλεσε,τέλος, ό παπάς νά φάει μαζί του τό μεσημέρι. Ό ξένος, δέχτηκε συγκινημένος. Εκεί, ανάμεσα στ’ άλλα,είπε στόν παπά πώς,αύριο Δευτέρα , θά έφευγε. ’Έτσι τού είχαν πεί από τό σπίτι του Μπαρμπαθόδωρου. Ό παπάς δέν είπε τίποτε, μά εδειξε ταραγμένος. Δέν τοϋ άρεσε νά διώξουν έτσι έναν ξένο . Καί πού μπορούσε, μάλιστα, νά τούς φανεί καί τόσο χρήσιμος γιά την εκκλησία τους, γιά τό χωριό τους.

Σάν άπόφαγαν, ε!πε στην πρεσβυτέρα νά τούς κάνει έναν καφέ καί νά τούς αφήσει μόνους. ’Ήθελε νά μιλήσει μέ τόν κ. ’Ιορδάνη. Ό παπάς ήθελε, σώνει καί καλά, νά τόν κρατήσει στό χωριό. Θά τοϋ βρίσκανε μιά δουλειά νά κάνει. Καί τίς Κυριακές καί τίς γιορτάδες θά έψελνε καί θά στόλιζε τήν έκκλησιά τους. Τά είπε καί στόν Πρόεδρο. Μάζεψε καί τούς προεστούς. ’Ήτανε μεγάλο κελεπούρι ό ξένος γιά τό χωριό τους. Τί τούς ένοιαζε στό κάτωκάτω ποιός ήταν καί ποϋθε κρατοϋσ’ ή σκούφια του; Μήπως θά τόν κάνανε παπά ή πρόεδρό τους. ’Άς τοϋ δίνανε τά βακούφικα χτήματα νά τά καλλιεργεί, καί νά δίνει στήν έκκλησιά τά μισά. Κι αν δέν ήθελε, άς έπαιρνε τά γελάδια τοϋ χωριού νά τά βοσκά όλες τίς μέρες, εξόν τήν Κυριακή μονάχα, πού θά έψελνε.

Ό ξένος δέν ήξερε από χωράφια. Κ’ ύστερα φοβότανε τό βακούφικο. Δέν ήθελε νά πιάνει χρήματα ή πράγματα τής εκκλησίας στά χέρια του. Προτίμησε τά γελάδια, πού δέν ήθελαν καί μεγάλη τέχνη γιά νά τά βγάλεις στό βουνό, γιά βοσκή, νά τά πας στό ποτάμι γιά νά πιοϋν νερό καί τό βράδυ όταν σουρουπώνει, νά τά βάζεις στό γελαδομάντρι ως τό πρωί, πού δταν θά έφεγγε, θά ξανάρχιζε απ’ τήν αρχή πάλι ή μέρα, μέ τή βοσκή, τό πότισμα, τήν επιστροφή στό γελαδομάντρι. Ό παπάς καί τό Συμβούλιο βρήκανε κάποιον νά τόν «συναλλάζει» τίς Κυριακές, γιά νά μπορεί νά κατεβαίνει ό ξένος στό χωριό, νά ψέλνει. 


Καί όλα πηγαιναν πολύ καλά. Καί περνούσαν οΐ μέρες,οΐ βδομάδες, οι μήνες...

Ώσπου, μιά μέρα χάθηκε ό γελαδάρης, δίχως νά πει τίποτε, σέ κανέναν. Μονάχα, σ’ ένα βοσκό φίλο του, είπε νά συνοδέψει τά γελάδια ώς τό μαντρί καί νά ειδοποιήσει τόν Πρόεδρο, πώς ό ’Ιορδάνης φεύγει. Δίχως κάν νά ζητήσει τό μισθό του. Παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν, πού δέν θά έψελνε στό πανηγύρι, δπου θά λειτουργούσε κι ό δεπότης. ’Έφυγε καί δέν ξαναφάνηκε ποτέ.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, δίχως νά μπορέσει κανείς νά λύσει τό μυστήριο τού γελαδάρη. Μέ τόν καιρό ξεχάστηκε σχεδόν. Κανείς πιά δέ μιλούσε γι’ αυτόν. Μονάχα ό παπάς, όταν λειτουργούσε καί άκουγε τίς αγριοφωνάρες τού άμουσου ψάλτη, θυμότανε τόν ’Ιορδάνη μέ τήν αγγελική φωνή καί σιγομουρμούριζε: «αχ, Θέ μου, νά μού ’φερνες ξανά έναν ψάλτη σάν τόν ’Ιορδάνη έκεΐνον!». Καί ό Θεός τόν ακούσε. Καί τόν έστειλε τόν ’Ιορδάνη. Μά σ’ ένα γράμμα, πού καθώς τό διάβαζε τά γένια του βρεχόντανε από καφτά δάκρυα. Φώναξε καί τήν παπαδιά του καί τής τό διάβασε, κ’ έβαλε κ’ εκείνη τά κλάματα. Καί χτύπησε τήν καμπάνα, μαζεύτηκε ό κόσμος, τούς διάβασε τό γράμμα καί σταυροκοττήθηκαν κ’ έκεινοι,κ’ έπιασαν νά κλαϊνε:

«Μέγας είσαι,Κύριε!»,ψιθύρισε ό παπάς. 

«Ποτέ δέ φανταζόμουνα τέτοια θαύματα καί τέτοια ταπείνωση σέ Δεσπότη  άς μέ συγχωρέσουν οΐ δεσποτάδες, προσκυνώ τήν άγιωσύνη τους!...»

Τά παιδιά τοϋ Μπαρμπαθόδωρου ήθελαν νά ζητήσουν συγγνώμη, μά δέν ξέρανε ούτε διεύθυνση, ούτε δνομα. Ό παπάς ήθελε νά πάει νά τού φιλήσει τό χέρι, μά κι αυτός δέν μπορούσε, άφοϋ δέν ήξερε τίποτε περισσότερο άπ’ δ,τι έγραφε τό γράμμα. Πώς ήταν δηλαδή επίσκοπος καί πώς γιά κάποιαν αμαρτία του έλαβε κάνονα από τό γέροντά του, έναν αυστηρό ιερομόναχο, νά γίνει δούλος ή βοσκός σέ άλογα ζώα, ώσπου νά ξαναγίνει άξιος νά γίνει ποιμένας λογικών προβάτων. Ώσπου δηλαδή νά λάβει τήν πληροφορία ένδοθεν, νά μείνει άγνωστος καί περιφρονημένος. Κι’ όταν έρθει τό πλήρωμα τού χρόνου, θά γυρνούσε ξανά στή μητρόπολή του. Όπως κ’ έγινε. Μά τούς παρακαλούσε νά τόν συγχωρήσουν καί νά μήν επιχειρήσουν, μέ κανέναν τρόπο, νά μάθουν ποιός ήταν καί νά τόν βρούν. Κι αύτός τούς έστελνε τήν ευχή του. Καί θά τούς θυμότανε πάντα στίς αρχιερατικές προσευχές του. Καί νά χαιρετίσουν θερμά τό φίλο του τό βοσκό,πού φύλαγε τά γίδια κι άνταμώνανε τότε καμιά φορά στό βουνό, καί κείνος τόν φίλευε γιδίσιο ξυνόγαλο, πολύ νόστιμο.
Τώρα καταλαβαίνω, έλεγε ό τσοπάνος,γιατί δέν έτρωγε ποτέ γάλα από τό δερμάτι μου, όταν τού τό άνοιγα Τετάρτη καί Παρασκευή. Τώρα έξηγώ γιατί έσταζε μέλι από τό στόμα του όταν μιλούσε, κ’ ημέρευαν καί τ’ άγρια κράκουρα μπροστά στό βλέμμα του. Κ’ έκανε τό σταυρό του, προσπαθώντας νά κρύψει ένα δάκρυ του.



Άπό τό περ. Ευθύνη, τ. 80, Αύγουστος ’78

Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Απο το Βιβλίο 
ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΑΚΟΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net/















Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |