ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Προϋποθέσεις μετοχής στη Θεία Ευχαριστία

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Προϋποθέσεις μετοχής στη Θεία Ευχαριστία



Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
Προϋποθεσεις μετοχής στη Θεία Ευχαριστία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
«Η Ευχαριστία είναι η εμπειρία του Παραδείσου».

Η δε αιώνια ζωή είναι η γνώση του Θεού. Η γνώση αυτή δεν ταυτίζεται με την εγκεφαλική κατανόηση του Θεού, αλλά με τη συνάντηση, την κοινωνία μαζί Του. Η Ευχαριστία συνεπώς είναι το σημείο, η παρουσία, η χαρά, η πληρότητα της γνώσης του Θεού. Η γνώση του Θεού μεταμορφώνει τη ζωή σε Ευχαριστία και η Ευχαριστία μεταμορφώνει την αιωνιότητα σε αιώνια ζωή. Η «λογική αὐτή καὶ ἀναίμακτος λατρεία» προσφέρεται «παντὶ τῷ λαῷ». Πουθενά στη θεία λειτουργία δε βρίσκουμε την παραμικρή διάκριση των εκκλησιαζομένων σε αυτούς που προτίθενται να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων και σε αυτούς που δεν προτίθενται. Η Εκκλησία ανέκαθεν αναγνώριζε την αναξιότητα της ανθρώπινης φύσης, ποτέ όμως δεν έθεσε τον πιστό μπροστά στο δίλημμα της επιλογής της προσέλευσης ή μη, αντίθετα ήταν, από τις απαρχές ακόμη της ζωής της, γενικώς αποδεκτό να κοινωνούν όλοι οι παριστάμενοι στη σύναξη. Η προσέλευση, βέβαια, αυτή του πληρώματος της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να είναι τελείως απροϋπόθετη. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος θέτει τους πιστούς προ των ευθυνών τους, προτρέποντάς τους να εξετάζουν τον εαυτό τους πριν προσεγγίσουν το θεϊκό Σώμα και Αίμα.


Ο ιερός Χρυσόστομος - το στόμα του Παύλου - αναφέρεται στις προϋποθέσεις μετοχής στο μυστήριο με μεγάλη συχνότητα και σαφήνεια παραχωρώντας σημαντική έκταση των ομιλιών του σε αυτό το θέμα. Οι σημαντικότερες από αυτές καταγράφονται παρακάτω. α. Ιδιότητα του πιστού Πρώτη - χρονικά και ουσιαστικά - προϋπόθεση μετοχής δε θα μπορούσε να είναι άλλη, από την ίδια την ιδιότητα του πιστού. Είναι σαφές το παράγγελμα «μηδείς κοινωνείτω τῶν μὴ μαθητῶν». Ο Χριστός «ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν πιστῶν ἀναμίγνυσιν τῶν μυστηρίων» και τρέφει αυτούς που γέννησε (διά του βαπτίσματος) και δεν δίδεται σε άλλους. Στον Μυστικό Δείπνο, προσκάλεσε τους μαθητές του στην κοινή και σωτήρια τράπεζα και στην παρούσα, που σε τίποτα δε διαφέρει από εκείνη, δεν δέχεται τους μη μαθητές. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Εκκλησία συνδέει αδιάρρηκτα την ιδιότητα του πιστού με τη μετοχή στη θεία Ευχαριστία. Η σύνδεση του μυστηρίου της Ευχαριστίας με αυτό του Βαπτίσματος είναι ζωτική, καθώς όχι μόνο τελούνταν μέσα σε αυτή (όπως βέβαια και το σύνολο των μυστηρίων) από την μεταποστολική ακόμη εποχή, αλλά και η συμμετοχή των νεοφωτίστων στη «βασιλική τράπεζα» είναι αυτή που ολοκληρώνει την ένωση του πιστού με το Άγιο Πνεύμα και τον καθιστά «οἰκητήριό» Του. Η συμμετοχή των νεοφωτίστων στη θεία Ευχαριστία «επισφράγιζε τη νέα ιδιότητά τους» τότε και τώρα. Ο θεοφόρος πατέρας της Εκκλησίας διευκρινίζει ότι η πνευματική αυτή «εστίαση» προορίζεται για τους στρατιώτες του Χριστού, τους πολιτογραφημένους στον ουρανό. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα, κινείται η Εκκλησία και στις περιπτώσεις που ο πιστός θέτει, από μόνος του, τον εαυτό του εκτός της ουράνιας αυτής πολιτείας. Όταν οι αρχαίες Σύνοδοι κήρυτταν κάποιον αιρετικό, τον απέκοπταν από την ευχαριστιακή κοινωνία. Ακόμα και αν επιτυγχάνονταν ενότητα πίστεως, ήταν ανώφελη αν δεν κατέληγε στην ευχαριστιακή κοινωνία. Η Εκκλησία «δε γνωρίζει σημείο ή κριτήριο για τα μέλη της άλλο, από τη μετοχή στο μυστήριο. Ο αφορισμός από την Εκκλησία οριοθετείται με τον αφορισμό από την ευχαριστιακή σύναξη, μέσα στην οποία η Εκκλησία εκπληρώνει και αποκαλύπτει εαυτήν ως Σώμα Χριστού». «Ὥσπερ τοίνυν τῶν ἀμυήτων οὐδένα χρή παρεῖναι, οὕτως οὐδὲ τῶν μεμυημένων καὶ ρυπαρῶν».

 β. «Καθαρόν συνειδός» «Τὰ Ἅγια τοῖς ἁγίοις» εκφωνεί ο λειτουργός την ώρα της θείας κοινωνίας και τη φράση αυτή ερμηνεύει ο ίδιος ο Ιεράρχης παραβάλλοντας τον ποιμένα με τον κήρυκα των Ολυμπιακών αγώνων, που άλλους τους απωθεί και άλλους τους προσκαλεί στο μεγάλο γεγονός. Εξηγεί αυτό το «τοῖς ἁγίοις», όχι ορίζοντας άλλους ως κατηγόρους των προσιόντων, αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Δε ζητεί από τον άνθρωπο να είναι αναμάρτητος, αλλά ορίζει την αγιότητα ως απαλλαγή από τις αμαρτίες και παρουσία του Αγίου Πνεύματος και πλούτο αγαθών έργων. Εξάλλου, «ἅγιός ἐστιν ὁ τῆς πίστεως μετέχων· ἄμωμος, ὁ ἀνεπίληπτον βίον μετιών». Σημαντικότατη, συνεπώς, προϋπόθεση η αγιοσύνη, δηλαδή η καθαρή συνείδηση· η αγνή πρόθεση και οι καθαροί λογισμοί και πράξεις, και γενικά η καθαρή καρδιά. Αυτή ακριβώς η καθαρότητα δίνει στον άνθρωπο παρρησία να προσεγγίσει «τὸ πνευματικὸν πῦρ». Ο ίδιος ο ιερός πατήρ διερωτάται καθοδηγώντας «τι θα μπορούσε να είναι χαριέστερο από εκείνο το στόμα, το οποίο λέει θαυμάσιους λόγους και με καθαρή καρδιά και καθαρά χείλη μεταλαμβάνει από τη μυστική τράπεζα με πολλή λαμπρότητα και παρρησία;» και διαχωρίζει αυτή την καθαρότητα του συνειδότος - που εκφράζεται με ζωή ενάρετη - από την σχολαστική και τυπολατρική θεώρηση της σωματικής καθαρότητας των Ιουδαίων. Διευκρινίζει ότι δεν μπορεί κανείς να παρευρίσκεται στην «λαμπρὰν τράπεζαν... ἣν αὐτὸς παρεσκεύασεν ὁ Θεὸς» - εδώ, την τράπεζα του θείου λόγου και την τράπεζα της ευχαριστίας – «μετὰ ρυπαρᾶς τῆς ἐσθῆτος».

Δεν αρκείται στην ηθική καθαρότητα ενός στείρου καθωσπρεπισμού, αλλά τονίζει τη συνύπαρξη «φρίκης καὶ καθαρότητος ἁπάσης» στην προσέλευση προς το θεϊκό Σώμα και Αίμα, που εκφράζεται με την ομολογία, πως χάρη σε αυτό το Σώμα δεν είμαι «γη και σποδός», δεν είμαι δούλος αλλά ελεύθερος... πως αυτό το Σώμα δεν μπόρεσε να το υποφέρει ούτε ο θάνατος· κι αυτό το Σώμα «τὸ πάντων τιμιώτερον ἐπὶ τῆς γῆς», όχι μόνο το βλέπει ο πιστός, αλλά το εγγίζει, όχι μόνο το εγγίζει, αλλά το εσθίει. Γι αυτό και πάλι προτρέπει επιτακτικά ο ιερός Χρυσόστομος: «απόσμηχε» (δηλαδή, καθάριζε) την ψυχή σου, προετοίμαζε τη διάνοια για την υποδοχή Του και απόρριψε όλα τα βιωτικά (χρήματα, καλλωπισμούς, πολυτέλεια), μιμούμενος τον ίδιο το Δεσπότη Χριστό, καθώς και τους Αποστόλους. Η προσέλευση στην τράπεζα αυτή με «ρυπαρά ενδύματα», δηλαδή με βίο ακάθαρτο, συνιστά προσβολή του μυστηρίου και επιφέρει τιμωρία. Η μετοχή στο μυστήριο πρέπει να γίνεται με καθαρή συνείδηση που εξασφαλίζεται  από μετάνοια. Με πατρική απαίτηση επιμένει ο άγιος στην εν μετανοία προσέλευση. Υπενθυμίζοντας  το Παύλειο: «Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω», διδάσκει ότι η προσωπική δοκιμασία και μετάνοια αποβάλλει κάθε αμαρτία και καθιστά τον πιστό άξιο να πλησιάσει στη «φρικτή τράπεζα». Είναι απλό και λογικό το επιχείρημα του Ιεράρχη: «Όταν προσέρχεσαι σε τροφή αισθητή νίβεις χέρια, πλένεις το στόμα· όταν πρόκειται να προσέλθεις σε τροφή πνευματική, δεν νίβεις την ψυχή;». Και αλλού· «Παίζεις άνθρωπε;... δεν θέλω μόνο να είστε απαλλαγμένοι από τον βόρβορο, αλλά να είστε λευκοί και ωραίοι... ωραίοι στην ψυχή, χρυσός ο στολισμός μας, στολή καθαρή, υποδήματα βασιλικά, όμορφο το πρόσωπο της ψυχής, χρυσοστολισμένη (η ψυχή) με τη ζώνη της αληθείας». Δεν είναι δυνατόν να προσέλθει κάποιος μιαρός στη θυσία, την οποία άγγελοι διακονούν και φρίττουν.

 Όπως, λοιπόν, δεν είναι ποτέ δυνατό να λάβει κάποιος τη θεία Ευχαριστία με ρυπαρά χέρια ή να χρησιμοποιήσει ρυπαρά σκεύη, πώς θα ήταν δυνατόν να προσέλθει με ρυπαρή ψυχή; Καθαρότητα του συνειδότος σημαίνει απομάκρυνση από την επιθυμία - σωμάτων ή χρημάτων -, από το θυμό, τη μνησικακία και κάθε εμπάθεια. Ακόμη, ο θόρυβος, η ταραχή καθιστούν ακάθαρτη «τὴν προσιοῦσαν ψυχὴν»· αντίθετα η ησυχία, η ειρήνη, η εξομολόγηση, τα δάκρυα και το πένθος για τις αμαρτίες μας, μαζί με την ευχαριστία και τις εκτενείς προσευχές καθαρίζουν ήρεμα τον πιστό και μαζί με την ανάλογη ευταξία και το φόβο Θεού, μπορούμε να δεχτούμε την άμωμη και αγία θυσία. Η κάθαρση, που συνεχώς, πατρικά, απαιτείται από  τον ιερό Πατέρα, σε καμία περίπτωση δε μπορεί να ταυτιστεί με μία «ευκαιριακή, στιγμιαία, τυπική, περιορισμένη μόνο στα προευχαριστιακά χρονικά όρια» εξομολόγηση. Η Εκκλησία ποτέ δε συνέδεσε υποχρεωτικά τα δύο μυστήρια - εξομολόγησης και θείας Ευχαριστίας - καθώς κάτι τέτοιο, όχι μόνο συγκρούεται με την παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει, αφού στρεβλώνει το νόημα και των δύο μυστηρίων, μετατρέποντας το μεν ένα σε ένα μυστήριο «για λίγους και εκλεκτούς», που μάλιστα δικαιωματικά προσέρχονται σε αυτό, το δε άλλο υποβιβάζεται σε μία πράξη μηχανιστική και τυποποιημένη, που μόνος σκοπός της είναι η εξαγορά του δικαιώματος προσέλευσης στη θεία Κοινωνία. Ας μην ξεχνούμε πως, όταν ο άγιος - στις αρχές ακόμα της διαμόρφωσης του βίου της Εκκλησίας - συνιστούσε «καθαρόν συνειδός», δεν υπήρχε κατ’ ιδίαν μυστήριο της εξομολόγησης υπό τη σημερινή μορφή, αλλά μόνο τάξεις των μετανοούντων, που είχαν βαριά αμαρτήσει και δημόσια εξομολογούνταν και επιτιμούνταν από την Εκκλησία. Καθίσταται, συνεπώς, σαφές ότι τα δύο μυστήρια «είναι διάφορα, μη εξαρτωμένου του ενός εκ του άλλου, αμφότερα όμως τυγχάνουν απαραίτητα δια την πνευματικήν ζωήν των πιστών»· είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα, το ένα παρέχει την πνευματική θεραπεία δια της άφεσης, το άλλο είναι η τροφή, η παρέχουσα την αιώνια ζωή. Το «καθαρὸν συνειδὸς» εξασφαλίζεται από τη συνεχή δοκιμασία του πιστού, από τον εν μετανοία εξομολογητικό του βίο και από τη βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, που τον ωθεί να αγωνίζεται να μην επιστρέψει στον πρότερο βίο του. Ο πιστός καλείται, λοιπόν, να προσφέρει στο Χριστό όλο τον εαυτό του καθαρό και φυσικά το στόμα ακηλίδωτο, καθώς αυτό πρώτο αποτελεί «πύλη τοῦ Χριστοῦ».


Ακόμη περισσότερο ο ιερέας, που καλεί το Άγιο Πνεύμα και επιτελεί την «φρικωδεστάτη» θυσία και συνεχώς «ἐφάπτηται Δεσπότου», οφείλει να υπερτερεί σε καθαρότητα και ευλάβεια. Τα χέρια, η γλώσσα, η ψυχή του οφείλουν να είναι αγιότερα, για να μπορούν να τελούν τα μυστήρια. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε την ευχή που ο ίδιος ο άγιος τοποθετεί στο στόμα του ιερέα, με την αίτηση για καθαρότητα ψυχής και σώματος, ώστε να είναι ακατάκριτη η παρουσία του ενώπιον του αγίου θυσιαστηρίου. Τέλος, η καθαρή προσέλευση στην «αγία θυσία» σημαίνει αγία ψυχή, όχι μόνο ως προς τις πράξεις, αλλά και ως προς τους λογισμούς. Κανένας μετέχων να μην είναι  Ιούδας· κανείς να μη λέει άλλα με το στόμα και άλλα να έχει στη σκέψη του. Κανείς να μη πλησιάζει ύπουλα, με κακία, με δηλητήριο μέσα του. Για να γίνει αληθινά αυτή η κάθαρση, ο ιερός πατήρ προτρέπει τον πιστό να αγαπήσει και να συμφιλιωθεί με τον αδελφό. «Ἐὰν ἔχῃς τι κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, ἔξελε τὴν ὀργὴν, θεράπευσον τὴν πληγὴν, λῦσον τὴν ἔχθραν, ἵνα λάβῃς θεραπείαν ἀπὸ τῆς τραπέζης· θυσίᾳ γὰρ προσέρχῃ φρικτῇ καὶ ἁγίᾳ». γ. Αγάπη και καταλλαγή Ο άγιος Ιεράρχης θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του πιστού στη θεία Ευχαριστία την αγάπη και την καταλλαγή με τον αδελφό, με σαφήνεια και στιβαρότητα, σε ποικίλες αναφορές του. Σχολιάζοντας τα ιερά λόγια «ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου...», εξυμνεί την απέραντη αγαθότητα και την «ὑπερβάλλουσα» φιλανθρωπία του Θεού, ο οποίος καταφρονεί την τιμή προς τον Ίδιο, για χάρη της αγάπης προς τον πλησίον. Καλεί τους μεν μυημένους να μη προσέρχονται στην τράπεζα της θυσίας, τους δε αμυήτους να μην προσέρχονται στην τράπεζα της προσευχής, αν υπάρχει μέσα τους κάτι κατά του αδελφού. Προτιμά να στερηθεί τη λατρεία προς το πρόσωπό Του και να διατηρηθεί η αγάπη ανάμεσα στα πλάσματά Του. Χαρακτηριστικά τονίζεται η σημασία της καταλλαγής, όταν, ως φωτισμένος ερμηνευτής της Γραφής, ο άγιος αναφέρεται στο χρόνο που χρησιμοποιεί ο Κύριος στο λόγο Του.


Δεν στέλνει προς διαλλαγή τον αδελφό πριν ή μετά τη θυσία, αλλά την ώρα εκείνη της προσφοράς. Με τον τρόπο αυτό   υπογραμμίζεται η αξία της αγάπης – ως της πρώτης κατά Χριστόν αρετής – και εξυψώνεται η θυσία, η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς αγάπη και συμφιλίωση. Αντίθετα, αν συντελεστεί η διαλλαγή με τον αδελφό - ανεξάρτητα αν ήταν δίκαιη ή άδικη, μεγάλη ή μικρή η αιτία της έχθρας - και ο Κύριος θα είναι ευμενέστερος και η θυσία θα προσφερθεί με πολλή παρρησία. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου τυχαία η χρήση του πληθυντικού αριθμού στις ευχές της θείας Μυσταγωγίας, καθώς «βγαίνουμε από το άτομό μας και ερχόμαστε ιεραρχικά συντεταγμένοι σε σώμα Χριστού, να επιτύχουμε με τη χάρη του Θεού και να εκφράσουμε την εν Χριστω ενότητά μας, που πραγματοποιείται με την κοινή στάση και προσευχή και ολοκληρώνεται με την προσέλευσή μας στην κοινωνία του σώματος και αίματος του Χριστού». Στην ίδια συνάφεια, σχολιάζοντας το ίδιο χωρίο, επεκτείνει την παραπάνω διδασκαλία, προσθέτοντας ότι καλό είναι να μην αναβάλλουμε τη συμφιλίωση και περιμένουμε την ώρα εκείνη για να θυμηθούμε την αναγκαιότητά της, όπως επίσης και την αλήθεια που οφείλει να εκφράζει ο ασπασμός της ειρήνης· να είναι φίλημα ψυχής και όχι μια μηχανική κίνηση των χειλιών και του στόματος, προκειμένου να προσέλθουμε στη θυσία. Ο Κύριος ζητεί ειλικρινή και ριζωμένη ανάμεσά μας φιλία, ανυπόκριτη αγάπη· απεναντίας, η υποκριτική καταλλαγή με τον αδελφό ή ακόμη και το να προσεγγίζουμε το θυσιαστήριο μαχόμενοι μεταξύ μας και διαβάλλοντες ο ένας τον άλλο, παροργίζει τον Θεό και μας παραδίδει σε μανία δαιμονιώδη. Στην σπουδαία ρητορική αποστροφή του Χρυσοστόμου, με το λογοπαίγνιο «ἔλαιον - ἔλεος», ξεκάθαρα θέτει την αγάπη ως κριτήριο της μετοχής στο μυστήριο: «Κανείς απάνθρωπος, κανείς σκληρός και ανελέητος, κανείς τελείως ακάθαρτος» δεν πρέπει να προσέρχεται, ενώ αλλού προτρέπει προς την αγάπη λέγοντας: «Εάν προσέρχεσαι επ’ ευχαριστίᾳ, μη κάνεις τίποτα ανάξιο της ευχαριστίας, ούτε να ντροπιάζεις τον αδελφό, ούτε να τον παραβλέπεις όταν πεινά, να μη μεθάς, να μην προσβάλλεις την Εκκλησία. Να προσέρχεσαι ευγνώμων για όσα απήλαυσες, ν’ ανταποδίδεις και να μην αποχωρίζεις τον εαυτό σου από τον πλησίον».

Την συμφιλίωση κρίνει ως ισάξια - εδώ ίσως και σημαντικότερη - της καθαρότητας της συνείδησης, καθώς δε διστάζει να συγκρίνει τον μνησίκακο και εκείνον που έχει εχθρούς, με τον πορνεύοντα και τον βλάσφημο. Όπως εκείνοι δεν είναι δυνατόν να μετέχουν στην ιερή τράπεζα, έτσι και ακόμη δυσχερέστερο είναι αυτό για το μνησίκακο, καθώς οι μεν πρώτοι αμαρτάνουν και σταματούν ολοκληρώνοντας την αμαρτωλή τους πράξη, έχοντας έτσι τη δυνατότητα της μετανοίας, ενώ ο μνησίκακος αμαρτάνει συνεχώς, χωρίς να αποχωρίζεται καθόλου την αμαρτία, που του έχει γίνει καθημερινή έξη και του είναι αδύνατο να βρει τη συγχώρηση, αφού εκούσια παραδίδει την ψυχή του σε τέτοιο «πονηρό θηρίο», δηλαδή, τη μνησικακία. Η ίδια η θυσία, η «φοβερά καὶ φρικώδης», μας προστάζει να προσέλθουμε με τέλεια ομόνοια και θερμή αγάπη· να ενδιαφερόμαστε για τους αδελφούς και να διατηρούμε την ενότητα με αυτούς. Μας θέλει να προσεγγίζουμε ως υψιπέτες αετοί και όχι ως καρακάξες· να βρισκόμαστε ψηλά, ατενίζοντας τον ήλιο της δικαιοσύνης, με οξυδέρκεια, μακριά από τα γήινα. Αυτό το μυστήριο, είναι μυστήριο ειρήνης και το ίδιο μας προτρέπει όχι μόνο να καθαρίζουμε τους εαυτούς μας από κάθε αρπαγή, αλλά και να απαλλαγούμε από κάθε απλή έχθρα. Καλούμαστε, ιερείς και πιστοί, να συνειδητοποιήσουμε την τιμή που μας γίνεται, όταν κοινωνούμε· ο Χριστός θυσιάζεται και μας χορταίνει με τον εαυτό Του (τις σάρκες Του), θα είμαστε, συνεπώς, αναπολόγητοι αν εμείς «κατασπαράζουμε» δια της μνησικακίας τους αδελφούς μας, ως αρπακτικά και εμμένουμε στην αμαρτία μας. Πώς θα ήταν δυνατόν κάποιος να αποστρέφεται τον αδελφό του χωρίς να ντρέπεται, μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, όταν ο ίδιος ο Χριστός καταδέχτηκε να προσφέρει το «κυριακό δείπνο» στους μαθητές, χωρίς καν να απομακρύνει τον Ιούδα; Στο δείπνο εκείνο συνευρίσκονταν Δεσπότης και δούλοι, ενώ στο ευχαριστιακό δείπνο σύνδουλοι όντες, πώς είναι δυνατόν να δημιουργούμε μεταξύ μας διαχωρισμούς και διακρίσεις;


Η τράπεζα είναι κοινή για όλους· κλήρος και λαός καλούνται να μετάσχουν και να κοινωνήσουν στο δεσποτικό αυτό δείπνο, με ομόνοια, σε σύναξη κοινή, από τράπεζα φρικτή, που παρατίθεται για όλους, πλούσιους και φτωχούς, χωρίς καμία διάκριση, «μία τιμή και πρόσοδος μία». Η αδελφική αγάπη ενώνει κάθε τάξη χριστιανών, διευρύνει την ομοφροσύνη των καρδιών των πιστών, δημιουργεί την κοινότητα. δ. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης...» «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε»· λιτά και επιγραμματικά, αλλά με απόλυτη σαφήνεια, το ίδιο το κείμενο της θείας λειτουργίας υποδεικνύει στους πιστούς το «δρόμο», που θα τους οδηγήσει στο θεϊκό Δείπνο. Αυτός ο φόβος είναι το «ιερό δέος, το οποίο διακατέχει κάθε ευλαβή πιστό, όταν παρίσταται ενώπιον του Χριστού»· «φόβος μπροστά στο Θεό, πίστη στη ζωντανή παρουσία Του και αγάπη στο θυσιασθέντα Κύριό μας»· και ο πιστός προσέρχεται να μεταλάβει, «μήτε καταχρώμενος της θείας αγαθότητος, της πονηρούς τε και αγαθούς καλούσης εις τους γάμους, μήτε και πάλιν υπό το πενιχρόν ένδυμα της ηθικής του πτωχείας δικαιολογών την θρησκευτικήν του αμέλειαν», ευτρεπίζοντας κατά το δυνατόν τον εαυτό του και εγκαταλείποντας τα υπόλοιπα στο έλεος του Θεού. Προκειμένου να αποκτήσει αυτό το «ένδυμα γάμου», οφείλει να προετοιμαστεί για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, φροντίζοντας να διαφυλάξει τον όλο άνθρωπο - τον εαυτό του – εσωτερικά και εξωτερικά, δι’ όλων των αισθήσεων. Σε αυτή την προετοιμασία αναφερόμενος ο ανυπέρβλητος κατηχητής και ποιμένας της Εκκλησίας, πρακτικά εξηγεί στο ποίμνιο - το δικό του και της οικουμένης -, πως αυτό το χέρι, που δέχεται το δώρο, πρέπει να απέχει από κάθε πλεονεξία και αρπαγή, πως αυτή η γλώσσα, που υπηρετεί τέτοια φρικτά μυστήρια, που βάφτηκε με τέτοιο αίμα και έγινε «χρυσή μάχαιρα», είναι ολέθριο να χρησιμοποιείται σε κακολογίες και βλασφημίες και ύβρεις και λόγια ευτράπελα, και πως αυτή η καρδιά που δέχεται το ιερό μυστήριο, δεν μπορεί να έχει προσκολλημένο σε αυτήν δόλο κατά του πλησίον, αλλά να είναι καθαρή , όπως και οι υπόλοιπες αισθήσεις (όραση, ακοή). Είναι απόλυτα σαφής και κατηγορηματικός: Δεν αρμόζει να Τον τρώμε σαν φίδια προσκολλημένα στη γη, αλλά σαν αετοί ουρανοβάτες, όπως αξίζει στον ίδιο το Θεό· με σιγή, με ευκοσμία, με το βλέμμα στραμμένο χαμηλά, αλλά την ψυχή προς τα «ἄνω», «ἔμφοβοι καὶ ἔντρομοι», με την καρδιά να στενάζει ενώπιον του Θεού. Είναι ασύλληπτο να πορευόμαστε με αναίδεια και ακαταστασία και θόρυβο, σπρώξιμο και πηδήματα και φιλονικίες μπροστά στην τράπεζα που φέρει τον Αμνό. Αυστηρά επιπλήττει αυτές τις συμπεριφορές ο Ιεράρχης, αναρωτώμενος·


«Για ποιο λόγο βιάζεσαι; Πες μου. Τι επείγει περισσότερο από τον Αμνό που σφαγιάζεται; ... Για σένα σφαγιάσθηκε και συ ενώ τον βλέπεις σφαγιασμένο Τον αφήνεις και φεύγεις;». Χαρακτηρίζει αδιαντροπιά αυτή τη στάση, χρησιμοποιώντας για μια ακόμη φορά την αγαπημένη του προτρεπτική παρομοίωση των πιστών με αετούς σε αντίθεση, αυτή τη φορά, με τους σκύλους, στους οποίους μόνο αντιστοιχεί ο θόρυβος και τα μαλώματα. Αυτοί, τους οποίους αρμόζει να μιμούμαστε, είναι οι άγγελοι που παρίσταντο στον άδειο τάφο του Κυρίου, με τιμή, με ησυχία, με αιδώ και ευλάβεια. Ακόμη και αν κάποιος θεωρούσε τη μίμηση των αγγέλων, ως αγώνισμα άνω των δυνάμεών του, ο ιερός Χρυσόστομος, ως πατέρας επιεικής, μας δείχνει κι ένα ακόμη υπόδειγμα σεβασμού προς το άγιο Σώμα του Κυρίου· αυτή τη φορά μας καλεί να μιμηθούμε τους μάγους. Εκείνοι, άνδρες άπιστοι και βάρβαροι, προσκύνησαν το ίδιο αυτό σώμα «ἐπὶ τῆς φάτνης κείμενον... καὶ ἐν καλύβῃ», με φόβο και τρόμο πολύ, και εγκατέλειψαν την πατρίδα και το σπίτι τους και διένυσαν μακρύ δρόμο, μόνο για να το δουν· εμείς «οἱ τῶν οὐρανῶν πολῖται», ας μιμηθούμε, τουλάχιστον, τους βαρβάρους και, ει δυνατόν, ας επιδείξουμε περισσότερη ευλάβεια, για να μη προσερχόμαστε σε αυτή τη μυσταγωγία απλά και «ὡς ἔτυχε». Επόμενο «μονοπάτι», που οδηγεί στην προσέλευση προς την αγία Τράπεζα, είναι η πίστη. Και πάλι πρακτικά, και πάλι με παράδειγμα, μας διδάσκει ο μέγας διδάσκαλος της Ευχαριστίας· αυτή τη φορά, καλούμαστε να μιμηθούμε την πίστη της αιμοροούσας γυναίκας του Ευαγγελίου. Εάν εκείνη, αγγίζοντας μόνο το ιμάτιο του Θεανθρώπου με πίστη, είλκυσε τόση θεϊκή δύναμη, πόση μάλλον εμείς, όταν πλησιάζουμε με πίστη, «οὐχ ὥστε ἅψασθαι μόνον, ἀλλ’ ὥστε καὶ φαγεῖν καὶ ἐμφορηθῆναι» και μάλιστα, όχι μόνο το ιμάτιο, αλλά ολόκληρο το Σώμα που προσφέρεται ενώπιόν μας; «Προσερχώμεθα τοίνυν μετὰ πίστεως, ἕκαστος ἀσθένειαν ἔχων». Είναι ανάγκη, λοιπόν, να πιστεύουμε στο Θεό και να Τον ευχαριστούμε για την πίστη αυτή, «ὅτι τῆς πλάνης ἀπήλλαξε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος· ὅτι μακρὰν ὄντας, ἐγγὺς ἐποίησεν· ὅτι ἐλπίδα μὴ ἔχοντας καὶ ἀθέους ἐν τῷ κόσμῳ, ἀδελφοὺς ἑαυτοῦ κατεσκεύασε καὶ συγκληρονόμους. Ὑπὲρ τούτων καὶ τῶν τοιούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦντες, οὕτω πρόσιμεν».


Να πλησιάζουμε, συνεπώς, στο «ποτήριον τῆς εὐλογίας» ομολογώντας τις ευεργεσιες του Θεού, που οδηγούν στη σωτηρία μας, με πίστη σταθερή και ανυπόκριτη, με καρδιά ειλικρινή «ἐν πληροφορίᾳ πίστεως», αγιότητα ενώπιον της πνευματικής λατρείας και παρρησία ενώπιον του Θεού. Αναγνωρίζοντας την αγάπη του Χριστού και την τιμή που μας γίνεται, να σπεύδουμε με προθυμία, «ὡς παιδία ὑπομάζια», που λαχταρούν να θηλάσουν από το μαστό της μητέρας και όλο σπουδή και εγρήγορση «ἐμπήγνυσι τῇ θηλῇ τὰ χείλη»· ομοίως να προσεγγίζουμε κι εμείς στην αγία τράπεζα, «τῇ θηλῇ τοῦ ποτηρίου τοῦ πνευματικοῦ». Πίστη είναι και η αμεριμνησία περί τα βιοτικά. «Πᾶσαν νῦν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν», την ώρα της αναφοράς, οι πιστοί καλούνται να απαλλαγούν από κάθε έγνοια για τα καθημερινά, «ὡς τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι». Σε αυτό το αγώνισμα - της απόρριψης των του βίου – περισσότερη ευκολία και παρρησία έχουν οι φτωχοί, γιατί λιγότερο σκέπτονται τον πλούτο και την πολυτέλεια από τους πλουσίους και με περισσότερη φιλοτιμία προσέρχονται στο μυστήριο. Φιλοτιμία χρειάζεται ο πιστός, για να εξορίσει τα γήινα από τη σκέψη του και να αφοσιωθεί στο μυστήριο. Με ιερή αγανάκτηση, αναρωτιέται ο ποιμένας της Εκκλησίας: «Όλη την ημέρα προσφέρεις στα σωματικά και δύο ώρες δεν μπορείς να ασχοληθείς με τα πνευματικά; Στο θέατρο παραμένεις ως το τέλος, στην Εκκλησία γιατί φεύγεις πριν από τα θεία μυστήρια;». Και αλλού, «Ἑκατὸν ἑξήκοντα ὀκτώ ὡρῶν ἐχούσης τῆς ἑβδομάδος, μίαν καὶ μόνην ὥραν ἀφώρισεν ὁ Θεὸς· καὶ αὐτὴν ἐὰν εἰς πράγματα βιωτικὰ καὶ συντυχίας καὶ γελοῖα ἀναλίσκῃς, μετὰ ποίας λοιπὸν παῤῥησίας τοῖς θείοις μυστηρίοις προσέρχῃ, μετά ποίου συνειδότος;». Ο πιστός συγχορεύει με τα Χερουβίμ και τις άλλες ασώματες δυνάμεις, ίπταται μαζί με τα Σεραφίμ και μετατίθεται στον ουρανό, μπροστά στο θρόνο της δόξας του Θεού κατά τη θεία μυσταγωγία· θα ήταν, αν μη τι άλλο, παράλογο να παραμένει προσκολλημένος εκείνη την ώρα σε βιωτικούς λογισμούς. Καλείται, λοιπόν, να δείξει πίστη και προθυμία και να «αναφέρει» τον εαυτό του κοντά στον «κοινόν Δεσπότην ἁπάντων», «πάντα τὰ γήινα τῆς διανοίας ἐξορίσας», αφού μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί η ψυχή να σταθεί ορθή μπροστά στο Θεό. «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ, ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω, ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου».

 ε. Η προευχαριστιακή νηστεία Ο ασκητικότατος Ιεράρχης της Εκκλησίας, γνήσιος αθλητής στο στάδιο των αρετών, αφιερώνει πολύ συχνά χρόνο και χώρο στη διδασκαλία του, για να εξάρει τη νηστεία, «τὸ φάρμακον τῶν ἡμετέρων ψυχῶν», «τὸ πνευματικὸν τῶν ψυχῶν ἔαρ, τὴν ἀληθῆ τῶν λογισμῶν γαλήνην» την οποία συνδέει με την προσευχή και τις αρετές εν γένει. Θεωρεί δε τη νηστεία ως αγώνισμα όχι μόνο σωματικό, αλλά κυρίως πνευματικό. Με αυτό το πνεύμα, ο ιερός Χρυσόστομος εντάσσει τη νηστεία στα εργαλεία που βοηθούν τον άνθρωπο να αγιαστεί και άξια να προσέλθει σε «καθαρά κοινωνία», ως εξάσκηση ψυχοσωματική - την παρομοιάζει μάλιστα με «τα παλαίσματα» των Ολυμπιακών αγώνων που στόχο έχουν το στεφάνι της νίκης -, διευκρινίζοντας συνάμα ότι δεν αρκεί ως μόνη προϋπόθεση για τη μετοχή του πιστού στο μυστήριο, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Αναφέρει τη νηστεία και την προσευχή, μαζί με την καθαρή συνείδηση, το φόβο Θεού, την ησυχία και γενικά το σεβασμό προς το μυστήριο, ως γενικές προϋποθέσεις, χωρίς να ταυτίζει τη νηστεία με τη θεία Ευχαριστία και καταδικάζει τη νηστεία που γίνεται αυτοσκοπός και τηρείται τυπολατρικά. Πιο συγκεκριμένα, αποσυνδέει τη νηστεία από τη θεία Ευχαριστία με τρόπο απόλυτο και σαφή, διδάσκοντας πως η Τεσσαρακοστή γίνεται μία φορά το χρόνο, ενώ το Πάσχα, δηλαδή η θεία Ευχαριστία, τρεις ή και τέσσερις φορές την εβδομάδα, ή μάλλον όποτε θέλουμε, και πως το Πάσχα δεν είναι η νηστεία, αλλά η προσφορά και η θυσία, που επιτελείται σε κάθε σύναξη. Διευκρινίζει, ακόμη, φέρνοντας ως παράδειγμα τους κατηχουμένους, πως αυτός που νηστεύει δεν επιτελεί Πάσχα, αν και νηστεύει, επειδή δεν συμμετέχει στο μυστήριο, ενώ εκείνος που δε νηστεύει, αν προσέλθει με καθαρή συνείδηση στην Ευχαριστία επιτελεί Πάσχα οποτεδήποτε. Με απόλυτη σαφήνεια καταρρίπτει την ψευδαίσθηση της αξιοσύνης και αυτοδικαίωσης, που δημιουργεί η εξωτερική μόνο τήρηση της νηστείας, τονίζοντας ότι δεν αρκεί η νηστεία της Τεσσαρακοστής, για τον αγιασμό μας, καθώς μάταια και άσκοπα υποστήκαμε τον κόπο και τον πόνο, αν δε μετέχουμε με ευλάβεια και καθαρή συνείδηση στη θεία Ευχαριστία και διαβεβαιώνει πως η νηστεία της Τεσσαρακοστής δεν αποτελεί «εἰσιτήριο» για την κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, πως η Εκκλησία ποτέ δεν έθεσε τη νηστεία ως προϋπόθεση για τη θεία Κοινωνία.

Η θεία Λειτουργία τελούταν το βράδυ κατά τις «Αγάπες», τα κοινά δείπνα, αφού προηγουμένως είχαν όλοι μετάσχει στην κοινή τράπεζα, επαναλαμβάνοντας την πράξη του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο. Αργότερα, για λόγους ευλάβειας, χωρίσθηκε από τα δείπνα και γινόταν το πρωί, οπότε άρχισε να παρουσιάζεται το έθιμο της «προευχαριστιακής νηστείας», δηλαδή της πλήρους αποχής από τροφή ή ποτό, από του μεσονυκτίου μέχρι την ώρα της θείας Ευχαριστίας. Οι κανόνες δεν ορίζουν συγκεκριμένη προευχαριστιακή νηστεία· μόνο οι μη΄ και νστ΄ κανόνες της Καρθαγένης προβλέπουν η θεία Ευχαριστία να προσφέρεται υπό νηστικών και να δίδεται σε νηστικούς. Παρομοίως και ο κθ΄ της Πενθέκτης, χωρίς, όμως κανένας τους να ορίζει τον χρόνο ή την ποιότητα της ευχαριστιακής νηστείας. Μάλιστα, η πολυήμερη νηστεία προσκρούει στην απαγόρευση της νηστείας κατά τα Σάββατα και της Κυριακές, που ορίζεται από τους κανόνες ξστ΄ των Αγίων Αποστόλων και νε΄ της Πενθέκτης ή ακόμη και κατά τη Διακαινήσιμο εβδομάδα, που ορίζεται, ομοίως, από τον ξστ΄ της ίδιας Συνόδου. Η «προευχαριστιακή νηστευτική ημεραρίθμιση» είναι, συνεπώς, άγνωστη στην παλαιά παράδοση και ανάγεται μάλλον στους χρόνους της Τουρκοκρατίας - και οφείλεται αφ’ ενός στην προσπάθεια τελειότερης κατά το δυνατόν προπαρασκευής, αφ’ ετέρου στην κατ’ αραιά χρονικά διαστήματα προσέλευση των πιστών στο μυστήριο - κατ’ επίδραση των Εξομολογηταρίων, των προερχομένων εκ της παραδόσεως του Ιωάννου Νηστευτού, και εξαιτίας της έριδας μεταξύ των φιλοκαλικών Κολλυβάδων πατέρων και των αντιπάλων τους περί της συνεχούς μεταλήψεως.


Παράλληλα «με τη συνήθεια της τριήμερης ανέλαιης νηστείας» συναντούμε και την προτροπή για τριήμερη εγκράτεια των συζύγων προ της θείας Ευχαριστίας, όπως επίσης και τον προβληματισμό περί της σωματικής ακαθαρσίας των δύο φύλων. Η παραπάνω αναφορά στην ιστορική εξέλιξη της σχέσης νηστείας - θείας Κοινωνίας, καθώς και της θεώρησης των σωματικών λειτουργιών ως κωλυμάτων για την προσέλευση στο μυστήριο, έγινε γιατί οι συγκεκριμένοι προβληματισμοί παραμένουν ανοιχτοί έως τις ημέρες μας και θα άξιζε ίσως να υπογραμμιστεί η πλήρης απουσία τους στη διδασκαλία του ιερού Χρυσοστόμου. Ως σοφός ποιμένας και παιδαγωγός, ενώ διεξοδικά αναλύει τα θέματα του γάμου και της παρθενίας, βλέπει καθαρά και αληθινά τη ζωή και τους ανθρώπους και, παρά τη δική του ασκητικότητα, οι αντιλήψεις του σχετικά με την ανθρώπινη φύση και ζωή διακρίνονται από ευρύτητα που εντυπωσιάζει. Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στις προϋποθέσεις μετοχής στη θεια Ευχαριστία, είναι δυνατόν να συνοψίσουμε τη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τείνοντας ευήκοον ους στη δική του προτροπή, να ακολουθήσουμε και πάλι τους Μάγους, προσφέροντας στο Σωτήρα ως δώρα πνευματικά, την προετοιμασία μας. Εκείνοι μόνο προσκύνησαν το Σώμα του Δεσπότου, ενώ εμείς μπορούμε να το λαμβάνουμε και να απερχόμαστε με αυτό στο σπίτι μας, όταν πλησιάζουμε με καθαρή συνείδηση. Καλούμαστε, λοιπόν, να προσφέρουμε και εμείς, αντί του χρυσού, σωφροσύνη και αρετή· αντί του λιβάνου, προσευχές καθαρές· αντί των σμύρνων, ταπεινοφροσύνη, ταπεινωμένη καρδιά και ελεημοσύνη και έτσι, γεμάτοι θάρρος να απολαμβάνουμε την ιερή τράπεζα, που ο φιλάνθρωπος Θεός μας προσφέρει. Η παύση της έχθρας, η καταλλαγή, η γαλήνη, η αοργησία, η ησυχία, η ειρήνη των λογισμών, η μετάνοια, η απομάκρυνση από τα γήινα θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια στην αγία προσφορά του Θεού, που σε καμία περίπτωση δε μετρά χρόνους και καιρούς, εορτές ή πανηγύρεις.

Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ελένη Β. Παπαδοπούλου
Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας 
κατα τήν διδασκαλία Ιερού Χρυσοστόμου
Λειτουργική και Θεολογική προσέγγιση
Σύμβουλος καθηγητής: αρχιμανδρίτης
Νικόδημος Σκρέττας Θεσσαλονίκη 
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/








Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |