ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ενας δυστυχισμένος αμαρτωλός

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ενας δυστυχισμένος αμαρτωλός



Ο πατήρ Σεργκέι
Λέοντας Τολστόι (1828-1910)
Ενας δυστυχισμένος αμαρτωλός

Ή Πάσενκα δέν ήταν πρό πολλοΰ ή γυναίκα πού ήξερε. Ήταν ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα, μιά γριά ξερακιανή , σταφιδιασμένη, πεθερά ενός ανεπρόκοπου καί μπεκρούλιακα υπαλληλάκου. Στήν πραγματικότητα αύτή δούλευε καί συντηρούσε όχι μόνο τόν έαυτό της, αλλά καί τήν κόρη, τό γαμπρό καί τά πέντε της έγγονάκια. ’Έκανε μαθήματα μουσικής στά παιδιά των πραματευτάδων, παίρνοντας πενήντα καπίκια τήν ώρα. ’Έκανε πότε τέσσερις καί πότε πέντε ώρες τή μέρα κι έτσι έβγαζε κάπου έξήντα ρούβλια τό μήνα. Αύτά ήταν όλα κι όλα τά έσοδά της. Δέν έφταναν ούτε γιά ψωμί. Ή Πάσενκα είχε γράψει σέ όλους τούς γνωστούς καί φίλους μέ τήν παράκληση νά βρουν καμιά δουλειά γιά τό γαμπρό της. Είχε γράψει καί στόν πατέρα Σεργκέι, αλλά τό γράμμα δέν τόν βρήκε.Ήταν Σάββατο καί ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα έτοίμαζε ένα τσουρέκι μέ σταφίδες πού παλιότερα τό ’φτιάχνε αριστοτεχνικά ό δουλοπάροικος μάγειρας τοϋ πατέρα της. Τήν άλλη μέρα ήταν γιορτή κι ήθελε νά προσφέρει κάτι τό ιδιαίτερο στά έγγονάκια της.


Ή κόρη της,ή Μάσα, προσπαθούσε νά αποκοιμίσει στήν κούνια τό πιό μικρό παιδί της, ενώ τ’ άλλα ήταν στό σχολείο. Ό άντρας της κάπου είχε ξενυχτήσει καί τώρα κοιμόταν τοϋ καλού καιρού. Κι ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα είχε άργήσει νά πλαγιάσει γιατί ώρες όλάκερες προσπαθούσε νά ηρεμήσει τή Μάσα ύστερα άπό ένα βίαιο ξέσπασμα κατά τού άντρα της.
’Ήξερε πώς ό γαμπρός της ήταν ένα άδύναμο πλάσμα, που δεν μπορούσε νά ζήσει καί νά συμπεριφερθεϊ διαφορετικά και καταλάβαινε πώς τού κάκου τόν έβριζε καί τόν προττηλάκιζε ή Μάσα. Γι’ αύτό καί προσπαθούσε μέ όλες τίς δυνάμεις της νά συμφιλιώσει τό ζευγάρι καί νά σταματήσουν οΐ ατέλειωτοι καβγάδες. Άπ’ την ’ίδια της τη φύση δεν μπορούσε νά τούς βλέπει νά καβγαδίζουν καί νά μη μιλιούνται. Πίστευε πώς ή συμπεριφορά αύτού τού ε’ιδους όχι μόνο δέν όδηγεΐ στη βελτίωση των συζυγικών σχέσεων, αλλά αντίθετα επιδεινώνει την κατάσταση ανεπανόρθωτα. Αισθανόταν νά υποφέρει ή ’ίδια όταν έβλεπε νά έπικρατεΐ μίσος κι έχθρα ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως ύποφέρει ό άνθρωπος όταν αισθάνεται μιά απαίσια δυσοσμία, όταν ακούει έναν έκκωφαντικό θόρυβο, ή όταν τόν δέρνουν.
Κι ενώ ετοίμαζε τό τσουρέκι, μπήκε μέσα στην κουζίνα τρέχοντας τό έγγονάκι της ό Μίσα, ένα πιτσιρικάκι έξι χρονών κακοντυμένο, μέ στραβά πόδια καί μπαλωμένες κάλτσες. Τρομαγμένος ό Μίσα της είπε:
 Γιαγιά, σέ ζητάει ένας άσχημος γέρος.
Ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα άφησε τό ζυμάρι, σκούπισε τά χέρια μέ την ποδιά καί ξεκίνησε γιά τό δωμάτιό της νά πάρει την τσάντα. ’Ήθελε νά δώσει πέντε καπίκια στό ζητιάνο, αλλά θυμήθηκε ότι δέν είχε ψιλά. Τότε σκέφτηκε νά τού δώσει ένα κομμάτι ψωμί καί κάτι γιά προσφάι.
Βλέποντας τό γέρο εντυπωσιάστηκε άπ’ τό παρουσιαστικό του. Παρ’ όλο πού είχε περπατήσει τριακόσια βέρστια ζητιανεύοντας από χωριό σέ χωριό καί στό διάστημα αύτό είχε αδυνατίσει καί μαυρίσει άπ’ τόν ήλιο,παρ’ όλο που τά ρούχα του είχαν γίνει σωστά κουρέλια, τά μαλλιά του ήταν κουρεμένα καί φόραγε σκισμένες χωριάτικες μπότες καί τρύπια σκούφια, παρ’ όλο πού ύποκλίθηκε ταπεινά, ό πατήρ Σεργκέι έξακολουθούσε νά ’χει τήν έπιβλητική έμφάνιση πού προσέλκυε τούς ανθρώπους σάν μαγνήτης. Αλλά,ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα δέν τόν αναγνώρισε. Καί πώς νά τόν αναγνωρίσει άφού δέν τόν είχε δει εδώ καί τριάντα όλόκληρα χρόνια;
’Έλα, χριστιανέ μου, κάθισε νά ξαποστάσεις καί νά φας κάτι,τού είπε δίνοντάς του ψωμί καί μερικά κέρματα πού βρήκε τήν τελευταία στιγμή.
Ό πατήρ Σεργκέι πήρε τό ψωμί καί τά λεφτά. Τήν κοίταζε όμως τόσο επίμονα καί παρακλητικά, έτσι πού κάποια στιγμή ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα α’ισθάνθηκε άσχημα.
Πάσενκα, σέ σένα ήρθα. Δέξου με.
Τά υπέροχα μαύρα του μάτια τήν κοίταξαν ικετευτικά καί βούρκωσαν, ενώ τά σκασμένα του χείλη άρχισαν νά τρέμουν.
Ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα έβαλε τίς παλάμες στά βαθουλωμένα μάγουλά της, άνοιξε τό στόμα, αλλά δέν μπόρεσε νά αρθρώσει κουβέντα όταν κατάλαβε ποιόν είχε μπροστά της. Μόλις συνήλθε ψέλλισε μέ τρεμάμενη φωνή:
Δέν μπορώ! Μού είναι αδύνατο, Στεπάν! Σεργκέι! Πάτερ Σεργκέι!
Δέν είμαι ό πατήρ Σεργκέι. Είμαι ένας δυστυχισμένος αμαρτωλός. Είμαι ό Στεπάν Κασάτσκι,ό καταραμένος κι αμαρτωλός. Δέξου με... Βοήθησέ με!...
Μοϋ είναι αδύνατο! Πώς εφτασες σ’ αυτά τά απερίγραπτα χάλια; Πώς εξευτελίστηκες έτσι; ’Έλα, έμπα μέσα.
Τού πρόσφερε τό χέρι νά τόν βοηθήσει χωρίς όμως νά βρει ανταπόκριση απ’ την πλευρά του. Την ακολούθησε, σέ μικρή απόσταση, μέ σκυφτό τό κεφάλι.
Πού νά τόν πάει όμως; Τό σπίτι ήταν πολύ μικρό. Στην αρχή είχε ένα μικρό δωματιάκι δικό της, αλλά αναγκάστηκε νά τό παραχωρήσει στη Μάσα γιά νά κοιμάται μέ τό νεογέννητο.
Κάτσε κεΐ,τοϋ είπε δείχνοντάς του μιά κασέλα στη γωνιά της κουζίνας.
Ό πατήρ Σεργκέι κάθισε,έβγαλε τό δισάκι πού κουβάλαγε στόν ώμο, τό άνοιξε κι έβαλε τό ψωμί μέ κάτι κινήσεις πού έδειχναν συνηθισμένο ζητιάνο.
Χριστέ καί Παναγιά, πώς κατάντησες έτσι, πάτερ; Τόση φήμη καί ξαφνικά τέτοιος ξεπεσμός!...
Ό πατήρ Σεργκέι δέν της απάντησε. Χαμογέλασε μέ καλοσύνη κι έβαλε τό δισάκι δίπλα του.
Ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα πήγε στό διπλανό δωμάτιο, στήν κόρη της πού νανούριζε τό μωρό νά κοιμηθεί.
 Μάσα, ξέρεις ποιός είναι αυτός πού μάς ήρθε;
Όσο μπορούσε πιό χαμηλόφωνα,της διηγήθηκε ποιός ήταν ό πατήρ Σεργκέι κι αύτή δέχτηκε νά βγάλουν τήν κούνια καί τό κρεβάτι καί νά τού παραχωρήσουν τό μικρό δωμάτιο νά μείνει.
’Έπειτα, ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα γύρισε στήν κουζίνα καί τόν συνόδευσε στό δωματιάκι.
’Έλα, ξάπλωσε εδώ νά ξεκουραστείς λιγάκι. Μέ συγχωρείς, αλλά εγώ πρέπει νά φύγω.
Ποϋ θά πας;
Ντρέπομαι πού σοϋ τό λέω, αλλά νά, παραδίνω μαθήματα μουσικής...
’Ά, μουσικής, καλό πράγμα ή μουσική. Σέ παρακαλώ Πάσενκα, σέ χρειάζομαι,γι’ αυτό ήρθα σέ σένα. Πότε θά μπορέσω νά σοΰ μιλήσω;
Είναι μεγάλη τιμή γιά μένα νά κουβεντιάσουμε. Θέλεις νά τά πούμε τό βράδυ;
’Εντάξει. Καί κάτι άλλο σέ παρακαλώ. Μή λές σέ κανέναν ποιός είμαι. Κανένας δέν ξέρει ποιός είμαι καί πού πάω. ’Έτσι πρέπει...
’Άχ, πάτερ τί έκανα! Τό είπα κιόλας στή θυγατέρα μου.
Δέν πειράζει. Πές της νά μήν τό διαδώσει παραπέρα.
Ό πατήρ Σεργκέι έβγαλε τίς μπότες, ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε άμέσως. Είχε νά κοιμηθεί ένα όλόκληρο ήμερόνυχτο στή διάρκεια τού όποιου περπάτησε πάνω από σαράντα βέρστια.
Όταν ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα έπέστρεψε, ό πατήρ Σεργκέι είχε ξυπνήσει καί τήν περίμενε. Ή Μάσα τού είχε δώσει νά φάει λίγη σούπα κι ένα πιάτο μπιζέλια.
 Μού φαίνεται πώς γύρισες γρηγορότερα, τής είπε. Μπορούμε νά κουβεντιάσουμε τώρα, ή νά τ’ άφήσουμε γιά τό βράδυ;
Είμαι εγώ άξια νά κουβεντιάσω μ’ έναν άγιο; ^Ηρθα γρηγορότερα γιατί δέν έκανα μιά ώρα. Τήν άφησα γιά μιά άλλη μέρα... Πάντα σκεφτόμουνα νά ’ρθω νά σέ δώ, σού ’γραψα καί νά, ξαφνικά ήρθες έσύ...
Πάσενκα! Σέ παρακαλώ νά δεχτείς αύτά που θά σοΰ πώ τώρα, σάν εξομολόγηση. Είναι τά ίδια λόγια πού θά πώ στό Θεό πριν ξεψυχήσω. Πάσενκα! Δέν είμαι άγιος, ούτε κανένας απλός άνθρωπος. Είμαι ένας αμαρτωλός, ένας κακούργος, ένας παλιάνθρωπος, ένας περιπλανώ μένος κι άσωτος, ένας μοχθηρός κι άλαζονικός αμαρτωλός. Είμαι ό πιό κακός άνθρωπος πού ύπάρχει στόν κόσμο.
Στην αρχή ή Πάσενκα τόν κοίταζε φοβισμένη μέ γουρλωμένα μάτια. 'Ήταν υπερβολικά θεοσεβούμενη. ’Έπειτα, όταν πείστηκε πώς ήταν αλήθεια αύτά πού της έλεγε, τού ’πιασε τό ροζιασμένο χέρι καί τού χαμογέλασε μέ συμπόνια:
Στεπάν, είσαι πολύ άδικος μέ τόν εαυτό σου. Ασφαλώς, υπερβάλλεις.
’Όχι,Πάσενκα,δέν ύπάρχει σέ όλα αύτά καμιά ύπερβολή. Είμαι ένας διεφθαρμένος, ένας δολοφόνος. Ένας αγύρτης πού έξαπάτησε τόν κόσμο παριστάνοντας τόν άγιο.
Χριστέ καί Παναγιά! Τί είναι αύτά πού λές;
Είμαι απελπισμένος,δέν ξέρω τί νά κάνω. Έγώ πού νόμιζα πώς τά ξέρω όλα. Έγώ πού έδινα συμβουλές σέ τόσο καί τόσο κόσμο γιά τό πώς πρέπει νά ζεϊ  νά πού δέν ξέρω τίποτα. Σέ παρακαλώ, πές μου τί νά κάνω;
Μά τί λές τώρα, Στεπάν; Μέ κοροϊδεύεις; Γιατί όλοι σας μέ κοροϊδεύετε;
Εντάξει, ας πούμε πώς σέ κοροϊδεύω, αλλά πές μου, σέ παρακαλώ, πώς ζεΐς, πώς έζησες τόσα χρόνια μέχρι τώρα;
Έγώ ;Έζησα μιά αμαρτωλή κι άθλια ζωή γι’ αύτό κι ό Θεός μέ τιμώρησε. Καί μέ τό δίκιο του. Ή ζωή μου είναι σωστό μαρτύριο. Χειρότερα δέ θά μπορούσε νά ’ναι...
Πώς τά πέρασες μέ τόν άντρα σου;
Όλα ήταν μαύρα κι άχαρα. Τόν άντρα πού παντρεύτηκα τόν έρωτεύθηκα σάν ήλίθια. Ό πατέρας μου δέ συμφώνησε μ’ αύτό τό γάμο. Έγώ όμως δέν τόν άκουσα καί παντρεύτηκα. Κι αντί νά βοηθήσω τόν άντρα μου,τόν βασάνισα μέ μιά άπερίγρατττη ζηλοτυπία πού ποτέ δέν μπόρεσα νά χαλιναγωγήσω.
’Έμαθα πώς τού άρεσε τό πιοτό.
Ναί, έτσι είναι. ’Αλλά κι έγώ δέν ήξερα πώς νά τόν συγκρατήσω. Συνέχεια τόν μάλωνα καί τόν εξευτέλιζα. “Ήταν αλκοολικός. Έγώ δέν τού ’δινα πιοτό, αύτός δέν μπορούσε νά συγκρατηθεϊ κι ακολουθούσαν όμηρικοί καβγάδες. Ήταν κάτι τό φοβερό.
Κοίταζε τόν Κασάτσκι καί στά μάτια της ήταν άποτυπωμένος ό πόνος κι ή δυστυχία από ένα παρελθόν πού εξακολουθούσε ακόμη νά τή βασανίζει.
Άπ’ όσα τού είπε, ό Στεπάν συμπέρανε πώς ό άντρας της τήν έδερνε. Βλέποντας αύτή τή γριούλα μέ τό βασανισμένο πρόσωπο καί τ’ άσπρα μαλλιά, είχε τήν έντύπωση ότι παρακολουθεί σκηνές άπ’ τή μαρτυρική της ζωή.
’Έπειτα έμεινα χήρα μέ δυό παιδιά, χωρίς καμιά περιουσία.
Μά είχες όλόκληρο τσιφλίκι...
Τό πούλησα όταν ζούσε ακόμη ό άντρας μου, ό Βάσα, καί δέ μάς έμεινε δεκάρα. Ό άντρας μου πέθανε κι έμεινα μόνη κι άπροστάτευτη. Δεν ήξερα νά κάνω καμιά δουλειά,γιατί ήμουνα άριστοκράτισσα κι ο'ι γονείς μου τό θεωρούσαν ντροπή νά μάθω μιά τέχνη. Καί σάν νά μην έφταναν όλα αυτά, άρρώστησε κι ό γιός μου,κοτζάμ παλικάρι,καί τόν έχασα. ’Έμεινα μέ τη Μάσα. Έρωτεύθηκε κι αυτή έναν ανεπρόκοπο, τόν Βάνια, καί τόν πήρε...
Μητέρα, κράτα λίγο, σέ παρακαλώ, τόν Μίσα νά κάνω καμιά δουλειά, άκούστηκε ξαφνικά ή φωνή τής θυγατέρας της.
Ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα πετάχτηκε όρθια κι έτρεξε βιαστικά πρός τήν πόρτα φορώντας τά ξεχαρβαλωμένα παπούτσια της. Βγήκε απ’ τό δωματιάκι καί σέ λίγο ξαναγύρισε κρατώντας στήν αγκαλιά ένα άγοράκι δυό χρονών πού κρατιόταν άπ’ τή μαντίλα της, λές καί φοβόταν μήν πέσει.
Ποΰ σταματήσαμε τήν κουβέντα; ’Ά, ναί, στό γαμπρό μου τόν Βάνια. Είχε εδώ μιά καλή δουλειά κι έναν καθώς πρέπει προϊστάμενο, αλλά δέν μπορούσε νά εργαστεί κι αναγκάστηκε νά παραιτηθεί.
Τί άρρώστια έχει;
Νευρασθένεια. Τρομερή άρρώστια. Πήγε σέ πολλούς γιατρούς. Μάς είπαν πώς πρέπει νά πάει έξοχή, στόν καθαρό αέρα, αλλά ποΰ λεφτά... Ελπίζω νά γίνει καλά κι εδώ. Τώρα δέν έχει καί τόσο ανυπόφορους πόνους, αλλά...
Μάσα! Άκούστηκε ή θυμωμένη, άλλά σβησμένη φωνή τοϋ Βάνια. Πάντα έξαφανίζεται όταν τήν έχω ανάγκη...
Αμέσως, απάντησε ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα, διακόπτοντας καί πάλι την κουβέντα. Κάτι πηγε νά ετοιμάσει κι έρχεται.
Έτρεξε στό δωμάτιο τοϋ γαμπρού της νά δεϊ τί θέλει καί ξαναγύρισε σκουπίζοντας τά αδύναμα καί ηλιοκαμένα χέρια της.
Νά, έτσι ζώ. Καθημερινά κλαιγόμαστε, είμαστε δυσαρεστημένοι άπ’ όλα,άλλά,δόξα τώ Θεώ,τά μικρά είναι καλά καί μεγαλώνουν. Τί κάθομαι τώρα καί σοϋ τά λέω...
Καλά, καί μέ τί ζεΐτε;
Μ’ αυτά πού βγάζω έγώ. Παλιά,ή μουσική μέ έκανε νά πλήττω. Τώρα μοϋ βγήκε σέ καλό.
Κρατούσε τό μικροκαμωμένο χέρι της πάνω στό τραπεζάκι καί τά αδύνατα δάκτυλά της παίζανε σάν νά τρέχανε πάνω στά πλήκτρα τοϋ πιάνου.
Καί πόσο σοϋ πληρώνουν τά μαθήματα;
Έξαρτάται. Πότε τριάντα, πότε πενήντα καπίκια,καμιά φορά κι ένα ρούβλι. Όλοι τους είναι καλοί καί μέ συμπαθούν.
Οι μαθήτριές σου είναι καλές; ρώτησε ό Κασάτσκι κι ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στά χείλη του.
Αρκετά καλές. Νά,έχω έδώ στή γειτονιά ένα κοριτσάκι πολύ ταλαντούχο. Είναι κόρη τοϋ χασάπη. Πανέξυπνο κι εύγενικό κορίτσι. ’Άχ, άν είχα μυαλό κι άκουγα τόν πατέρα μου, δέ θά έφτανα σ’ αυτά τά χάλια. Πώς ήμουνα καί πώς κατάντησα. Μέ τόσες γνωριμίες ό πατέρας μου καί δέν μπορώ νά βρώ μιά δουλειά στόν Βάνια... ’Άσ’ τα, είμαστε όλοι γιά κλάματα...
Έτσι είναι,είπε ό Κασάτσκι κουνώντας τό κεφάλι του. Δέ μοΰ λές, Πάσενκα, στην έκκλησία πας καμιά φορά;
’Άχ, μή μοΰ τό θυμίζεις. Συμπεριφέρομαι τόσο άσχημα, έχω έγκαταλείψει την εκκλησία καί δέν πάω παρά μόνο γιά νά μεταλάβω μαζί μέ τά παιδιά. Κάνω μήνες νά πατήσω στην έκκλησία, αλλά τά παιδιά τά στέλνω ταχτικά.
Κι εσύ γιατί δέν πας;
Νά σοϋ πω την αλήθεια, μουρμούρισε κοκκινίζοντας ή γριά, ντρέπομαι νά πάω σην έκκλησία στά χάλια πού είμαι. Δέν έχω ούτε ένα ζευγάρι παπούτσια,ούτε ένα φόρεμα τής προκοττής. Έπειτα βαριέμαι...
Τουλάχιστο, στό σπίτι προσεύχεσαι;
Προσεύχομαι, αλλά τέτοια προσευχή δέν αξίζει.
Ξέρω πώς δέν πρέπει νά προσεύχομαι κατ’ αύτόν τόν τρόπο, αλλά, νά σοϋ πώ την αλήθεια, μέσα μου νιώθω νά μέ έχει έγκαταλείψει ή πραγματική πίστη. Είμαι μιά αμαρτωλή καί τίποτα παραπάνω...
Ναί,ναί, έτσι είναι, μουρμούρισε ό Κασάτσκι, θέλοντας νά έπιβεβαιώσει αυτά πού είπε ή Πάσενκα.
Αμέσως, έρχομαι, απάντησε ή Πάσενκα στήν έπιτακτική φωνή τού γαμπρού της. ’Έδεσε τό μαντίλι στό κεφάλι κι έφυγε βιαστικά.
Σέ λίγο έπέστρεψε στό δωματιάκι. Ό Κασάτσκι καθόταν μέ τούς αγκώνες στηριγμένους στά γόνατα καί τό κεφάλι χουφτωμένο στίς παλάμες. Είχε βάλει όμως καί τό δισάκι στόν ώμο.
Όταν μπήκε μέσα κρατώντας στά χέρια τήν τενεκεδένια λάμπα χωρίς γυαλί, ό Κασάτσκι κάρφωσε πάνω της τά όμορφα μάτια του κι αναστέναξε βαθιά.
Δέν τούς είπα ποιος είσαι,του είπε ντροπαλά. Απλώς, τούς είπα πώς είσαι ένας προσκυνητής από αριστοκρατική οικογένεια πού μοΰ είσαι γνωστός από παλιά. ’Άντε, έλα στήν τραπεζαρία νά πάρεις ένα τσάι.
’Όχι...
Τότε νά σοϋ τό φέρω εδώ.
’Όχι,δέ θέλω τίποτα. Ό Θεός νά σέ έχει καλά,Πάσενκα. ’Εγώ πάω τώρα. ’Άν μ’ αγαπάς,σέ 'ικετεύω,μήν πεις σέ κανέναν ότι μέ είδες. Γιά όνομα τού Θεοϋ, σέ θερμοπαρακαλώ, σέ κανέναν μήν πεις ότι συναντηθήκαμε. Σ’ εύχαριστώ. Θά γονάτιζα στά πόδια σου, αλλά ξέρω πώς θά σοϋ ’ναι δυσάρεστο. Σ’ εύχαριστώ πού μέ δέχτηκες κι ό Θεός νά σοϋ ανταποδώσει τήν καλοσύνη σου.
Ευλόγησε με, πάτερ Σεργκέι.
'Ο Θεός νά σέ ευλογήσει. Ό Θεός νά σέ έχει καλά.
Ξεκίνησε νά φύγει, αλλά ή Πάσενκα δέν τόν άφησε νά βγει απ’ τήν πόρτα πρίν πάρει γιά τό δρόμο ένα καρβέλι καί λίγο τυρί. Τά πήρε κι έφυγε.
’Έξω είχε σκοτεινιάσει κι ή Πρασκόβια Μιχάηλοβνα τόν έχασε από μπροστά της μόλις απομακρύνθηκε δυότρία σπίτια πιό πέρα απ’ τό δικό της καί μόνο απ’ τό γάβγισμα τοϋ σκύλου, απ’ τήν αύλή τοϋ παπά, κατάλαβε πώς πήρε τό δρόμο πού όδηγοϋσε έξω απ’ τήν πόλη.
«Νά λοιπόν ποιό ήταν τό νόημα τοϋ ονείρου πού είδα. Ή Πάσενκα είναι έτσι όπως έπρεπε νά ’μαι κι εγώ, άλλά δέν είμαι. Έγώ έζησα γιά τούς ανθρώπους, λέγοντας πώς ζώ γιά τό Θεό. Αύτή ζεΐ γιά τό Θεό, νομίζοντας πώς ζεί γιά τούς άνθρώπους. Ναι, μόνο μιά καλή πράξη, ένα ποτήρι νερό πού προσφέρεις χωρίς νά σκεφτεΐς τήν ανταμοιβή άξίζει περισσότερο άπ’ όλα τά ευεργετήματα πού έκανα εγώ σέ τόσο κόσμο. Αλλά, μήπως είχα εγώ ποτέ μέσα μου τήν ειλικρινή πρόθεση νά ύττηρετήσω τό Θεό;», άναρωτήθηκε κι αμέσως απάντησε: «Ναί, αλλά ό,τι κι αν έκανα αμαυρώθηκε καί καταπνίχτηκε άπ’ τήν επίγεια ματαιοδοξία. Ναί,γιά έναν άνθρωπο πού έζησε σάν καί μένα, γιά χάρη τής επίγειας φήμης, δέν υπάρχει Θεός. Θά τόν αναζητήσω».
Καί συνέχισε τό δρόμο χωρίς νά ξέρει πού πηγαίνει, περνώντας από χωριό σέ χωριό, πότε μόνος καί πότε μαζί μέ άλλους ρακένδυτους προσκυνητές, άντρες καί γυναίκες, ζητιανεύοντας ψωμί καί προσωρινό καταφύγιο, στ’ όνομα τού Χριστού. Καί συνέβηκε ορισμένες φορές καμιά κακή γυναίκα νά τόν βρίσει καί μεθυσμένοι μουζίκοι νά τόν χλευάζουν. Άλλά,τίς περισσότερες,φορές τού δίνανε νερό νά ξεδιψάσει καί ψωμί, ακόμη καί φαγητό γιά τό δρόμο. Ή ευγενική του μορφή έκανε πολλούς νά τόν κοιτάζουν μέ θαυμασμό. Αντίθετα, άλλοι έδειχναν νά χαίρονται γιατί ένας αριστοκράτης κατάντησε ζητιάνος. Όλοι όμως αναγνώριζαν τήν καλοσύνη καί τήν αγαθότητά του.
Κάθε φορά πού τύχαινε νά βρει κανένα ευαγγέλιο στά σπίτια πού τόν φιλοξενούσαν τό διάβαζε κι έκανε κηρύγματα μέ τέτοιο άπλό καί πειστικό τρόπο, ώστε όλοι τόν άκουγαν μέ κατάνυξη κι εύλάβεια. Κατάπληκτοι άκουγαν τά λόγια τού ευαγγελίου πού τούς φαίνονταν καινούργια, παρ’ όλο πού τά είχαν ακούσει χιλιάδες φορές στην εκκλησία.
Όταν κατάφερνε νά βοηθήσει τούς άνθρώπους μέ μιά συμβουλή, μέ τίς γνώσεις του, ή νά συμφιλιώσει άτομα πού καβγάδιζαν, δέν περιμενε νά τόν άνταμείψουν γιατί έφευγε άμέσως χωρίς νά περιμένει.
Μιά μέρα περπάταγε στό δρόμο μέ δυό γριοΰλες κι ένα φαντάρο. Κάποια στιγμή βγήκε μπροστά τους καί τούς έκοψε τό δρόμο μιά άρχοντική άμαξα πού τήν έσερναν καθαρόαιμα άλογα. Στην άμαξα ήταν ένας βογιάρος μέ τή γυναίκα καί τήν κόρη του. Μαζί τους συνταξίδευε κι ένας ξένος, Γάλλος κατά τά φαινόμενα. Σταμάτησαν στή μέση τού δρόμου γιά νά δείξουν στόν ξένο τούς περιπλανώμενους προσκυνητές, πού άντί νά δουλεύουν περιφέρονται άπό χωριό σέ χωριό ζητιανεύοντας, γιατί νομίζουν πώς έτσι έπιτελοΰν ένα θεάρεστο έργο, κάτι πού γίνεται μόνο στή Ρωσία.
Μιλούσαν γαλλικά νομίζοντας ότι δέν τούς καταλαβαίνει κανείς:
Demandezleur, είπε ό Γάλλος, s’ils sont bien silrs de ce que leur pelerinage est agreable a Dieu“.
Αφού μεταφράσανε τήν έρώτηση, οι γριούλες άπάντησαν:
Όπως είναι τό θέλημα τού Θεού. Ψάχνουμε νά βρούμε τό Θεό περπατώντας,ίσως τόν βρούμε καί μέ τήν καρδιά.
Ρώτησαν έπειτα καί τό φαντάρο. Τούς είπε ότι είναι μόνος κι έρημος στόν κόσμο καί ψάχνει νά βρει κάπου νά βολευτεί.
Μετά ήρθε ή σειρά νά ρωτήσουν καί τόν Κασάτσκι ποιός είναι.
Ένας δούλος τού Θεού, άπάντησε.

Qu’estce qu’il dit? II ne repond pas?
II dit qu’il est un serviteur de Dieu!
Cela doit etre un fils de pretne. II a de la race. Avezvous de la petite monnaie?’
Ό Γάλλος είχε κάτι ψιλά κι εδωσε σέ όλους από είκοσι καπίκια.
Mais dites leur que ce n’est pas pour cierges que je leur donne, mais pour qu’ils se regalent de the. Pour vous, mon vieux, είπε ό Γάλλος χαμογελώντας κι επιασε μέ τό γαντοφορεμένο χέρι του τόν Κασάτσκι άπ’ τόν ώμο.
Ό Θεός νά σάς ανταποδώσει την καλοσύνη σας, απάντησε ό Κασάτκσι κι έσκυψε τό ξεσκούφωτο κεφάλι του σέ ένδειξη εύγνωμοσύνης.
Αργότερα,ό Κασάτσκι έδωσε τά είκοσι καπίκια του σέ έναν τυφλό ζητιάνο πού συνάντησε στό δρόμο. Είχαν περάσει κιόλας οχτώ μήνες από τότε πού γύριζε στους δρόμους της απέραντης Ρωσίας. 'Όταν μπήκε στόν ένατο μήνα έφτασε στην πρωτεύουσα κάποιου νομοϋ. 'Η αστυνομία τόν συνέλαβε σ’ ένα άσυλο όπου πήγε νά διανυκτερευσει μαζί μέ άλλους πλανόδιους προσκυνητές. Τόν πήγαν στό τμήμα γιά έξακρίβωση στοιχείων, μιας καί δέν είχε ταυτότητα ή κάποιο χαρτί πού νά δείχνει ποιός είναι. 'Όταν τόν ρώτησαν ποϋ είναι τά χαρτιά του καί ποιός είναι,τούς είπε ότι δέν έχει χαρτιά κι ότι είναι δούλος τοϋ Θεοΰ. Κατηγορήθηκε γιά αλητεία, καταδικάστηκε κι εξορίστηκε στη Σιβηρία.
Στη Σιβηρία εγκαταστάθηκε στό σπίτι ενός μουζίκου κι εκεί ζεϊ άκόμη. Δουλεύει στό λαχανόκηπο τοΰ μουζίκου, μαθαίνει γράμματα στά παιδιά καί περιποιείται τούς αρρώστους.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Τσάρσκοε Σέλο: Θέρετρο κοντά στήν Πετρούπολη δπου βρίσκονταν τά θερινά ανάκτορα τοΰ τσάρου. (Σημ. τοΰ Μετ.)
2. Λίζα, κοίτα δεξιά σου, αύτός είναι. (Στά γαλλικά)
3. Ποΰ, ποΰ; Δέν είναι καί τόσο ώραϊος. (Στά γαλλικά)
4. Ρωτήστε τους αν πράγματι πιστεύουν ότι αύτό τό χαρτζιλίκι είναι αρεστό στό Θεό.
5. Τί λέει; Δέν απαντάει;
6. Λέει πώς είναι δούλος τοΰ Θεοΰ.
7. Πρέπει νά ’ναι γιός παπά. Φαίνεται πώς είναι από σόι. ’Έχετε καθόλου ψιλά;
8. Αλλά, νά τούς πείτε ότι δέν τούς τά δίνω γιά κεριά, αλλά γιά νά πιοΰν ένα τσάι. Γιά σένα, φίλε μου.
Μετάφραση: Λ. Πετσίνης Άπό τόν τόμο:
Ανθολογία Ρωσικής Κλασικής Πεζογραφίας, πρώτος τόμος, έκδ. «Γνώση»


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |