ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ο πατήρ Σεργκέι - Λέοντας Τολστόι (1828- 1910)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ο πατήρ Σεργκέι - Λέοντας Τολστόι (1828- 1910)



Ο πατήρ Σεργκέι
Λέοντας Τολστόι (1828- 1910)
Α΄
Γύρω στά 1840, στήν Πετρούπολη, συνέβηκε ένα γεγονός πού κατέπληξε όλο τόν κόσμο. Ένας πρίγκιπας, σωστός λεβέντης καί σπάνιας ομορφιάς νέος διοικητής ’ίλης ιππικού γιά τόν όποιο όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι θά φτάσει ύπασπιστής τού αύτοκράτορα καί θά κάνει λαμπρή σταδιοδρομία στήν αυλή τού Νικολάου Α' ένα μήνα πρίν άπ’ τή μέρα πού θά παντρευόταν μέ μιά πανέμορφη δεσποινίδα άπ’ τήν άκολουθία της αύτοκρατόρισσας, παραιτήθηκε άπ’ τό στρατό , χάλασε τήν αρραβώνα, χάρισε τό τσιφλίκι του στήν αδερφή του καί πηγε νά μονάσει σέ κάποιο μακρινό μοναστήρι. Ή πράξη του αυτή θεωρήθηκε παράλογη κι ακατανόητη σέ όλους όσοι δέ γνώριζαν τίς πραγματικές αιτίες πού τήν υποκίνησαν. Όμως,γιά τόν πρίγκιπα Στεπάν Κασάτσκι ή εξέλιξη αυτή ήταν τόσο φυσιολογική , ώστε δέν μπορούσε νά φανταστεί ότι θά τού ήταν δυνατό νά άντιδράσει διαφορετικά.
Ό πατέρας τού Στεπάν Κασάτσκι, συνταγματάρχης έ.ά. της αύτοκρατορικής φρουράς, είχε πεθάνει όταν ό γιός του δέν είχε συπληρώσει τά δώδεκα χρόνια. Παρ’ όλο πού στή μητέρα του ήταν πολύ δύσκολο νά άποχωριστεϊ τό παιδί της, ωστόσο στάθηκε άδύνατο νά μήν ικανοποιήσει τήν έπιθυμία τού μακαρίτη, ό όποιος της είχε ζητήσει πώς αν πεθάνει νά μήν κρατήσει τό παιδί στό σπίτι, αλλά νά τό στείλει στή στρατιωτική σχολή. ’Έτσι κι έγινε. Ή μητέρα κι ή αδερφή του Βαρβάρα μετακόμισαν στήν Πετρούπολη γιά νά βρίσκονται κοντά του καί νά περνούν όλοι μαζί τίς γιορτές στό σπίτι.


Χάρη στίς λαμπρές του ικανότητες καί τήν ασυνήθιστη επιμονή πού έδειξε, ό Στεπάν διακρίθηκε άμέσως στή στρατιωτική σχολή. Ήταν πρώτος, τόσο στά μαθήματα. Ιδιαίτερα στά μαθηματικά γιά τά όποια έτρεφε μεγάλο πάθος, όσο καί στήν πρακτική εκπαίδευση καί κυρίως στήν Ιππασία. Παρά τό ασυνήθιστα ψιλό του μπόι, ήταν ωραίος καί σβέλτος. Θά ήταν ύπόδειγμα εΰελπη, μόνο καί μόνο χάρη στή διαγωγή του, αν δέ συνέβαινε νά είναι οξύθυμος καί ατίθασος. Δέν έπινε, δέν γλεντοκοπούσε μέ γυναίκες καί ήταν είλικρινής. Τό μόνο πού τόν εμπόδιζε νά ’ναι εΰελπης υπόδειγμα ήταν ο'ι εκρήξεις οργής. Τότε εχανε τόν αυτοέλεγχό του καί γινόταν πραγματικό θηρίο. Μιά μέρα παρά λίγο νά έκπαραθυρώσει ένα συμμαθητή του πού τόλμησε νά ειρωνευτεί τή συλλογή μεταλλευμάτων του. Κάποια άλλη φορά έγινε ήρωας ενός σοβαρού επεισοδίου. Πέταξε ένα ταψί γεμάτο μπριζόλες στό κεφάλι τού διαχειριστή τής σχολής κι όρμησε πάνω στόν αξιωματικό υπηρεσίας ορισμένοι είπαν πώς τόν χτύπησε κιόλας γιατί κι οί δυό αθέτησαν τίς υποσχέσεις τους, λέγοντας ξεδιάντροπα ψέματα. Χωρίς αμφιβολία θά τόν καθαιροΰσαν κι ίσως νά πέρναγε κι από στρατοδικείο άν ό διοικητής δέν κουκούλωνε τό σκάνδαλο μέ τήν απόλυση τού διαχειριστή.
Στά δεκαοχτώ του τέλειωσε τή σχολή καί μέ τό βαθμό τού αξιωματικού τοποθετήθηκε σ’ ένα επίλεκτο σύνταγμα φρουράς. Ό αύτοκράτορας Νικόλαος Α' τόν γνώριζε από τότε πού ήταν μαθητής, συνέχισε νά ένδιαφέρεται γιά τήν έξέλιξή του κι όλοι ήταν βέβαιοι πώς θά τόν πάρει γιά ύπασπιστή του. Κι ό Στεπάν έπιθυμούσε όλόψυχα νά γίνει ύπασπιστής τού τσάρου, όχι γιατί ήθελε νά κάνει καριέρα, αλλά έπειδή εκείνη τήν εποχή αγαπούσε καί θαύμαζε μέ πάθος τό Νικόλαο. Κάθε φορά πού ό τσάρος επισκεπτόταν τή στρατιωτική σχολή κι αυτό συνέβαινε συχνά ό Στεπάν έπεφτε σέ έκσταση θαυμασμού, κάτι πού τού συνέβαινε κι αργότερα όταν τύχαινε νά συναντήσει τό είδωλό του. Ό Στεπάν ήθελε νά αποδείξει στόν τσάρο τήν απόλυτη αφοσίωσή του καί νά τόν κάνει νά καταλάβει πώς δέ θά δίσταζε νά θυσιαστεί γιά τόν αύτοκράτορα. Κι ό τσάρος καταλάβαινε τήν έκσταση τοϋ νεαρού αξιωματικού καί μάλιστα τήν υποκινούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Όταν ττήγαινε στή στρατιωτική σχολή μάζευε γύρω του τούς εύέλπηδες,τούς μίλαγε φιλικά, έπαιζε καί γελούσε μαζί τους κι όταν οι περιστάσεις τό απαιτούσαν έπαιρνε τό ύφος τού αύτοκρατορικού μεγαλείου . Μετά τό γνωστό επεισόδιο πού είχε μέ τό διαχειριστή καί τόν αξιωματικό υπηρεσίας, ό τσάρος τόν κάλεσε κοντά του κι αφού άπομάκρυνε όλους τούς άλλους εύέλττηδες,τόν κατσάδιασε απειλητικά. Όταν έφυγε, τόν κάλεσε πάλι κοντά του καί τή φορά αυτή μέ θεατρινίστικη πατρική στοργή τού είπε:
 Ξέρω τά πάντα γιά σένα, παρ’ όλο πού όρισμένα δέ θά ’θελα νά τά ξέρω. Κι όμως, όλα τά ’χω εδώ μέσα.
Κι έδειξε μέ τό χέρι τό μέρος τής καρδιάς.
Στήν τελετή τής αποφοίτησης τής σχολής, όταν οΐ νεαροί αξιωματικοί πήραν τά ξίφη απ’ τόν αύτοκράτορα, ό Νικόλαος άπέφυγε νά τού υπενθυμίσει τήν παλιά δυσάρεστη ιστορία. Απευθυνόμενος στους απόφοιτους ό τσάρος τούς είπε πώς γιά κάθε πρόβλημά τους μπορούν νά απευθύνονται προσωπικά στόν ’ίδιο σάν στόν καλύτερό τους φίλο, καί απαίτησε ταυτόχρονα, πίστη κι αφοσίωση στό θρόνο καί στήν πατρίδα. Οί νεαροί αξιωματικοί συγκινήθηκαν απ’ τά λόγια τού τσάρου. Ό Στεπάν,πού δέν είχε ξεχάσει τήν ανάρμοστη συμπεριφορά του, ξέσπασε σέ λυγμούς κι όρκίστηκε ότι θά διαθέσει δλες του τίς δυνάμεις στήν ύττηρεσία τού αξιαγάπητου τσάρου.
Ό νεαρός αξιωματικός τοποθετήθηκε αρχικά στό σύνταγμα τής φρουράς τής Μόσχας καί σέ συνέχεια μετατέθηκε σέ διάφορες άλλες πόλεις. Παντού τόν ακολουθούσαν ή μητέρα κι ή αδερφή του. Σάν καλός αδερφός, παραχώρησε τη μίση ακίνητη περιουσία στην αδερφή του. Μέ τήν ύπόλοιπη καί τό μισθό πού έπαιρνε μπορούσε νά κάνει πολυτελέστατη ζωή, χωρίς ποτέ νά νοιάζεται γιά τό ύψος των έξόδων.
Φαινομενικά,τουλάχιστο,ό Στεπάν Κασάτσκι δέ διέφερε απ’ τούς άλλους συνομήλικους αξιωματικούς πού ήθελαν νά κάνουν καριέρα στό στρατό. Στήν ψυχή του όμως ένιωθε μιά μόνιμη αναστάτωση, ένα πραγματικό αναβρασμό. Τά σπέρματα τού ενδόμυχου αύτοϋ αναβρασμού είχαν εμφανιστεί άπ’ τήν εποχή της παιδικής του ηλικίας. Έπρόκειτο γιά ένα πολύπτυχο αναβρασμό, πού όμως είχε μιά καί μόνη αιτία, τήν επιθυμία νά πετύχει σέ όλες τίς περιστάσεις, νά φτάσει στήν τελειότητα καί τό θρίαμβο, έτσι ώστε νά άποσπάσει τά έγκώμια καί τό γενικό θαυμασμό. Είτε έπρόκειτο γιά τήν πρακτική έκπαίδευση, ε’ίτε γιά τή θεωρητική, έπεφτε μέ τά μούτρα στη δουλειά μέχρι νά άποσπάσει τά έγκώμια καί νά άναφερθεΐ ως παράδειγμα πρός μίμηση στους άλλους εύέλπηδες. Αφού έκπλήρωνε τό στόχο του, έβαζε καινούργιο στόχο. Μέ τόν τρόπο αυτό κατέφερε νά γίνει πρώτος μαθητής τής σχολής. Κάποτε, όταν ήταν μαθητής στό γυμνάσιο, διαπίστωσε ότι δέν ξέρει καί τόσο καλά γαλλικά. Χωρίς νά τό πολυσκεφτεΐ, άρχισε αμέσως νά διαβάζει καί νά έξασκείται μέ τέτοιο πάθος, ώστε κατάφερε σέ σύντομο χρονικό διάστημα νά ξέρει τό ’ίδιο καλά τή γαλλική, όσο καί τή ρωσική γλώσσα. Μέ τόν’ίδιο τρόπο καταπιάστηκε αργότερα καί μέ τό σκάκι κι έγινε ό καλύτερος σκακιστής τής στρατιωτικής σχολής.
Ή επιθυμία νά πρωτεύει παντού καί πάντα καί νά εκπληρώνει τούς στόχους καί τά σχέδιά του, είχε γίνει αυτοσκοπός κι ή μοναδική έννοια της ζωής του. ’Έτσι, μόλις τελείωσε τή σχολή κι έγινε αξιωματικός, έβαλε σάν άμεσο στόχο νά μάθει άριστα όλες τίς λετττομέρειες λειτουργίας τής ύπηρεσίας πού άνέλαβε,γιά τέλεια οργάνωση καί απόδοση. Πολύ γρήγορα έφτασε νά θεωρείται πρότυπο άξιωματικού, παρ’ όλο πού συνέχισε νά ’ναι οξύθυμος κι ατίθασος, κάτι πού όρισμένες φορές τόν έσπρωχνε σέ απερίσκεπτες καί βλαβερές γιά τή σταδιοδρομία του ένέργειες. ’Έτυχε μιά φορά νά είναι σέ φιλική παρέα καί πάνω στή συζήτηση διαπίστωσε πώς δέν είχε τήν άπαιτούμενη έγκυκλοπαιδική μόρφωση. Θεώρησε αναγκαίο νά τή συμπληρώσει κι άρχισε νά μελετάει συστηματικά μέχρι τή στιγμή πού πέτυχε τό σκοπό του. ’Έπειτα, έβαλε στό νού του νά κατακτήσει μιά ζηλευτή θέση στήν υψηλή κοινωνία κι έτσι άρχισε νά μαθαίνει όλους τούς χορούς τής εποχής. Σύντομα έγινε ένας ύπέροχος χορευτής πού ήταν περιζήτητος σέ όλες τίς χοροεσπερίδες καί δεξιώσεις τής τσαρικής αριστοκρατίας. Κι όμως, τίποτε άπ’ όλα αυτά δέν τόν ευχαριστούσε . ’Ήθελε νά ’ναι πρώτος σέ όλα καί θεωρούσε πώς ό στόχος αύτός ήταν ακόμη πολύ μακρινός.
Τήν εποχή εκείνη, τήν ύψηλή κοινωνία αποτελούσαν τέσσερις κατηγορίες ανθρώπων. Στήν πρώτη ανήκαν οΐ πλούσιοι καί οι αύλικοί. Στή δεύτερη εκείνοι πού δέν είχαν καί τόσο μεγάλη περιουσία, είχαν όμως τό προνόμιο νά ζούν κοντά στήν αυλή. Τήν τρίτη κατηγορία αποτελούσαν οΐ πλούσιοι πού προσπαθούσαν νά μιμηθούν τούς αύλικούς. Στήν τέταρτη καί τελευταία κατηγορία ανήκαν εκείνοι που δεν ήταν ούτε πλούσιοι, ούτε αύλικοι, αλλά προσπαθούσαν νά μιμηθοϋν τούς άνήκοντες στις δυό πρώτες κατηγορίες. Ό Κασάτσκι δέν ανήκε ούτε στην πρώτη, ούτε στή δεύτερη κατηγορία. Ήταν όμως πάντα καλοδεχούμενος ατούς κύκλους τών δυό τελευταίων κατηγοριών. Μπαίνοντας στην υψηλή κοινωνία είχε τάξει σάν σκοπό νά γνωρίσει μιά νεαρή, όμορφη καί πλούσια γυναίκα. Πολύ γήγορα πέτυχε καί τό σκοπό αυτό κι αποφάσισε μάλιστα νά την παντρευτεί. Έπρόκειτο γιά μιά κοπέλα σπάνιας ομορφιάς άπ’ τό περιβάλλον τής αύτοκρατορικής αυλής, πού όχι μόνο ανήκε στην πυραμίδα τής αριστοκρατίας, αλλά τήν οποία θά θεωρούσαν τιμή τους νά τήν παντρευτούν ανώτατοι τσαρικοί άξιωματούχοι. ^Ηταν ή κόμισσα Κοροτκόβα. Ό Στεπάν άρχισε νά τής κάνει κόρτε, όχι μόνο γιατί ήξερε πώς θά τόν βοηθούσε νά σταδιοδρομήσει στό στρατό,άλλά κι έπειδή ήταν πολύ έλκυστική. Έτσι σύντομα τήν έρωτεύθηκε τρελά. Στην αρχή ή κόμισσα τού συμπεριφερόταν ψυχρά, άλλά κάποια στιγμή άλλαξε απότομα καί μόλις βρισκόταν κοντά του ήταν γεμάτη τρυφερότητα, ένώ ή μητέρα της τόν προσκαλούσε συνέχεια στό αρχοντικό τους.
Δέν πέρασε πολύς καιρός κι ό Στεπάν ζήτησε τήν κόμισσα σέ γάμο. Ή κόμισσα κι οι δικοί της δέχτηκαν τήν πρόταση χωρίς καμιά έπιφύλαξη. Ό νεαρός αξιωματικός παραξενεύτηκε άπ’ τήν ευκολία μέ τήν όποία έγινε δεκτή ή πρότασή του. Ταυτόχρονα, σάν νά τού φαινόταν κάτι περίεργο, τόσο στή συμπεριφορά τής κοπέλας, όσο καί τής μητέρας της. Ήταν όμως τόσο τυφλά ερωτευμένος, ώστε δέν ένδιαφέρθηκε νά μάθει κάτι πού ήξερε όλη ή Πετρούπολη καί συγκεκριμένα ότι ή αρραβωνιαστικιά του ήταν εδώ κι ένα χρόνο έρωμένη τού τσάρου.



Β'


Δυό εβδομάδες πρίν τη μέρα τού γάμου, ό Κασάτσκι πήγε νά έπισκεφτεϊ τήν αρραβωνιαστικιά του στή βίλα της στό Τσάρσκοε Σέλο’. "Ηταν μιά ήλιόλουστη μαγιάτικη μέρα. Αφού περπάτησαν κάμποσο μέσα στόν κήπο, πήγαν καί κάθισαν σ’ έναν μπάγκο κάτω άπ’ τη δροσερή φυλλωσιά μιάς γέρικης φλαμουριάς. Ή Μαίρη έδειχνε ακόμη πιό πανέμορφη μέ τό κατάλευκο ολομέταξο φόρεμά της. ’Έδειχνε σάν νά ’ταν ή ’ίδια ή ένσάρκωση τής άθωότητας καί τής αγάπης. Καθόταν καί κοίταζε πού καί πού ντροπαλά κι αθώα τόν Στεπάν πού μέ τήν κορμοστασιά του έδειχνε σάν μυθικός ήμίθεος. Τής μίλαγε τόσο τρυφερά καί ζύγιζε κάθε του λέξη καί κίνηση, λές καί φοβόταν μην τυχόν, άθελά του, θίξει τήν άγγελική αγνότητα τής αρραβωνιαστικιάς του. Ό Στεπάν Κασάτσκι άνήκε στην κατηγορία τών νέων τής εποχής τού 1840 πού δέν συναντάμε σήμερα, οι όποιοι άν καί ήταν υπέρ τής σεξουαλικής έλευθερίας τών γυναικών, ωστόσο όταν έπρόκειτο γιά τίς γυναίκες τους, αύτές έπρεπε νά ’ναι άσπιλες,αγνές κι άμόλυντες σάν άγγελούδια. Κι αύτή την τέλεια,τήν ούράνια αγνότητα τή βλέπανε σέ κάθε κοπέλα πού συναντούσαν στόν κύκλο τους καί τής συμπεριφέρονταν ανάλογα. Μπροστά σ’ αύτή τή θεοποίηση οι νεαρές κοπέλες προσπαθούσαν, στό μέτρο τού δυνατού, νά μην άπέχουν καί πολύ άπ’ την έξιδανικευμένη εικόνα. Μιά παρόμοια εικόνα είχε σχηματίσει κι ό Στεπάν γιά την αρραβωνιαστικιά του καί δεν μπορούσε νά τη φανταστεί διαφορετικά. ’Εκείνη τη μέρα σάν νά ’ταν έρωτευμένος περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά, γι’ αύτό καί δέν αισθανόταν κανένα φιλήδονο πόθο. Αντίθετα,την κοίταζε μέ τέτοια κατάνυξη καί λατρεία,λές καί βρισκόταν μπροστά σέ μιά άπροσπέλαστη ύπαρξη. Κάποια στιγμή σηκώθηκε καί στάθηκε μπροστά της μέ τό ολύμπιο άνάστημά του. Χαμογελώντας ντροπαλά της είπε:
Μόλις τώρα γνώρισα τήν πραγματική εύτυχία πού μπορεί νά νιώσει ό άνθρωπος. Κι έσύ μού χάρισες αυτή τήν υπέρτατη εύτυχία. Χάρη σέ σένα μπόρεσα νά γνωρίσω καλύτερα τόν εαυτό μου καί νά διαπιστώσω ότι είμαι καλύτερος άπ’ ό,τι νόμιζα...
’Εγώ τό ’ξέρα πρό πολλού. Γι’ αύτό καί σ’ άγάπησα, άπάντησε ή νεαρή κοπέλα κοκκινίζοντας.
Κάπου κοντά άκούστηκε νά κελαηδάει ένα άηδόνι καί τό έλαφρό άεράκι έκανε τίς φυλλωσιές των δένδρων νά θροίξουν.
Ό Στεπάν έπιασε τό χέρι της, τό φίλησε γλυκά καί τά μάτια του γέμισαν δάκρυα χαράς. Ή Μαίρη κατάλαβε πώς μ’ αύτό τόν τρόπο τήν εύχαρίστησε γιά τά λόγια άγάπης πού τού είπε. Ό Στεπάν έκανε μερικά βήματα μπρόςπίσω, χωρίς νά πει κουβέντα κι έπειτα γύρισε καί κάθισε δίπλα της.
Θά ’θελα νά σού πω κάτι πού ’ίσως νά τό κατάλαβες... Στήν άρχή σέ πλησίασα όχι καί τόσο... άνιδιοτελώς. Νά,ήθελα νά αποκτήσω κάποια πρόσβαση στήν ύψηλή κοινωνία. Όμως, μόλις σέ γνώρισα, όλα άλλαξαν. Όλα έγιναν ασήμαντα μπροστά σέ σένα. Δέ νομίζω νά μοϋ κρατάς κακία γι’ αύτό;
Ή Μαίρη δέν τού άπάντησε καί περιορίστηκε νά τού χαϊδέψει απαλά τό χέρι.
Ό Στεπάν κατάλαβε ότι μ’ αύτό ήταν σάν νά τού ’λεγε: «’Όχι, όχι, δέ σοϋ κρατώ κακία».
Ναί, έτσι είναι... έσύ μοϋ είπες...
Ό Στεπάν δίστασε γιά μιά στιγμή θεωρώντας πώς αύτό πού ήθελε νά τής πει ήταν κάπως παράτολμο, άλλά συνέχισε:
Ναί, μοϋ είπες προηγουμένως ότι μ’ άγάπησες. Σέ πιστεύω, άλλά μοϋ φαίνεται σάν νά ύπάρχει κάτι πού σέ άνησυχεϊ καί σέ κάνει νά λυπάσαι. Μοϋ φαίνεται,ή έτσι είναι;
«Ναί, ή τώρα ή ποτέ», είπε μέσα της. «Τό ’ίδιο κάνει, έτσι κι άλλιώς κάποτε θά τό μάθει. ’Άν τοϋ ανοίξω τώρα τήν καρδιά μου δέ θά μέ έγκαταλείψει. Ούαί κι άλίμονο άν μ’ έγκαταλείψει!».
’Έστρεψε πάνω του τό βλέμμα της καί τόν άγκάλιασε μέ άγάτυη καί τρυφερότητα. Εκείνη τή στιγμή τόν άγαποϋσε περισσότερο άπ’ ό,τι τόν τσάρο καί στό έξης δέν ήταν διατεθειμένη νά τόν άλλάξει άκόμη κι άν ό Νικόλαος τήν έκανε τσαρίνα.
’Άκουσέ με,τοϋ είπε μέ φωνή πού έτρεμε. Δέν μπορώ νά σοϋ λέω ψέματα. Αισθάνομαι τήν άνάγκη νά σοϋ πω όλόκληρη τήν άλήθεια. Μέ ρώτησες άν ύπάρχει κάτι πού μέ άνησυχεϊ καί μέ κάνει νά δείχνω λυττημένη. Ναί,ύπάρχει κάτι. ’Έχω έρωτευθεΐ πρίν άπό σένα έναν άλλο άντρα.
Σάν νά ζητούσε συγνώμη κι έλεος,τοϋ ’σφίξε τό χέρι ικετευτικά.
Ό Στεπάν δέν της απάντησε.
Θέλεις νά σού πώ ποιος ήταν; Ό ’ίδιος ό τσάρος...
Όλοι άγαποϋμε τόν τσάρο. Θαρρώ πώς αύτό έγινε όταν ήσουνα στό κολέγιο...
’Όχι, μετά. Τόν είχα έρωτευθει τρελά, άλλα τώρα μοϋ πέρασε... ’Έπρεπε όμως νά σοΰ τό πώ...
’Έ, καί τί μ’ αύτό; Κοριτσίστικες άνοησίες...
Ξέρεις, δέν ήταν ένα άπλό ειδύλλιο,τού είπε κι αμέσως σκέπασε τό πρόσωπό της μέ τίς παλάμες σάν νά ντρεπόταν.
Δηλαδή, πλάγιασες μέ τόν τσάρο;
Ή Μαίρη δέν τού άπάντησε.
’Ήσουνα ερωμένη τού τσάρου;
Ούτε καί τη φορά αύτη άπάντησε.
Ό Στεπάν πετάχτηκε όρθιος καί στήθηκε μπροστά της κάτωχρος καί φουρτουνιασμένος, σωστός χάρος. Τότε τού πέρασε κεραυνοβόλα άπ’ τό μυαλό ή συνάντηση πού είχε τυχαία μέ τόν Νικόλαο στή λεωφόρο Νέφσκυ. Ό τσάρος μόλις τόν είδε σταμάτησε, τού ’σφίξε θερμά τό χέρι καί τόν συγχάρηκε γιά τούς άρραβώνες του...
Στεπάν, συγχώρεσέ με! Πίστεψέ με, σ’ άγαπώ! Θεέ μου, τί έκανα!
Μή μέ άγγίζεις, μακριά άπό μένα, μή μέ άγγίζεις! γρύλισε σάν θεριό ό Στεπάν. Θεέ μου,τί ήταν αύτό πού έπαθα  Τί ντροπή!
Τήν άφησε νά σιγοκλαίει κι έτρεξε άλαφιασμένος στό σαλόνι της βίλας. ’Εκεί βρήκε τή μητέρα της.
Τί συμβαίνει; Μά,τί έχεις;ρώτησε φοβισμένη ή κόμισσα βλέποντας τόν Κασάτσκι σέ έξαλλη κατάσταση.
Έσύ, κυρία, ήξερες ότι ή κόρη σου ήταν έρωμένη τοϋ τσάρου καί πήγες νά μοϋ τή φορτώσεις γιά νά τήν ξεφορτωθεί αύτός, άφοΰ τή γλέντησε. ’Άν δέν ήσασταν γυναίκες, θά σάς σκότωνα, οΰρλιαξε σηκώνοντας άπειλητικά τή γροθιά.
’Έπειτα έκανε μιά γκριμάτσα άηδίας, βρόντηξε τήν πόρτα κι έφυγε τρέχοντας.
’Άν ό ερωμένος τής άρραβωνιαστικιάς του δέν ήταν ό ’ίδιος ό τσάρος, πού τόσο λάτρευε καί τοϋ ’χε όρκιστεΐ πίστη κι αφοσίωση, σίγουρα θά τόν σκότωνε.
Τήν άλλη μέρα παρουσιάστηκε στό διοικητή τής επίλεκτης τσαρικής φρουράς κι ύπέβαλε τήν παραίτησή του άπ’ τό στρατό. Προσποιούμενος ότι είναι άδιάθετος άρνήθηκε νά δεχτεί έπισκέπτες κι έφυγε γιά τό τσιφλίκι του χωρίς νά δει ή νά άποχαιρετίσει κανένα.
Πέρασε τό καλοκαίρι στά κτήματά του τακτοποιώντας διάφορες προσωπικές κι οικογενειακές υποθέσεις. Στίς άρχές τοϋ φθινοπώρου δέν έπέστρεψε στήν Πετρούπολη, άλλά πήγε σ’ ένα μακρινό μοναστήρι κι έγινε καλόγερος.
’Άδικα έπέμεινε ή μητέρα του νά τόν πείσει ν’ άλλάξει γνώμη καί νά μήν καταστρέψει τή ζωή του στό μοναστήρι. Στά γεμάτα άπελπισία καί παρακάλια γράμματά της, άπαντοϋσε ότι τό κάλεσμα τοϋ Θεοϋ βρίσκεται ύπεράνω κάθε άλλης επιλογής. «’Ήτανε θέλημα Θεοϋ νά καλογερέψω»,τής έγραφε. Μόνο ή άδερφή του, τό’ίδιο περήφανη καί πεισματάρα κι αυτή,τόν καταλάβαινε.
’Ήξερε ότι ό άδερφός της έγινε καλόγερος γιά νά άποδείξει ότι ήταν ψυχικά καί ηθικά άνώτερος άπό έκείνους πού προσπάθησαν νά μειώσουν την αξιοπρέπεια του. Καί τού ’δίνε δίκιο. Ή ψυχική ταπείνωση πού ένιωσε όταν ή ’ίδια ή αρραβωνιαστικιά του, πού τη θεωρούσε προσωποποίηση της αγνότητας, τού άποκάλυψε ότι ύττήρξε ερωμένη τού τσάρου, ήταν τόσο μεγάλη ώστε τόν έσπρωξε σέ μιά πράξη απελπισίας, πιστεύοντας πώς μόνο στό μοναστήρι, μακριά άπ’ τό μάταιο κι αμαρτωλό τούτο κόσμο, θά ξαναβρεϊ τόν εαυτό του.


Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ο ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΓΚΕΙ - ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ
Μετάφραση: Λ. Πετσίνης Άπό τόν τόμο:
Ανθολογία Ρωσικής Κλασικής Πεζογραφίας, πρώτος τόμος, έκδ. «Γνώση»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |